Ρένα Λούνα's Blog, page 9

June 14, 2024

Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα

«Κάθε χρόνο γίνομαι όλο και λιγότερο άνθρωπος/όλο και περισσότερο βελανιδιά»

Ένα βράδυ, πριν κάποιο καιρό διάβασα τυχαία ένα ποίημα αυτής της συλλογής – δεν θυμάμαι ποιο. Διάβασα και λίγα λόγια για την ποιήτρια. Σκέφτηκα πως κάποτε θα την πάρω τη συλλογή, να τη διαβάσω σωστά.

Το επόμενο βράδυ, ήταν εκείνο το βιβλιοϊβέντ που μας έκαναν δώρο πακετάκια με βιβλία. Δεν μου άρεσε σχεδόν τίποτα από το πακετάκι μου κι αντάλλαξα με τη φίλη μου. Εκεί που έψαχνα τι είχαν τα άλλα πακετάκια, έπεσε το μάτι μου στην «Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα» και αμέσως το ζήτησα, μη πιστεύοντας στο όλο αναπάντεχο του πράγματος. Δεν είναι εξωφρενική ιστορία, αλλά εμένα μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Πόσες ήταν η πιθανότητες άλλωστε;

Η ποίηση της Marija Dejanović μου φάνηκε να δίνει συμπιεσμένα συμπεράσματα για τον πλουραλισμό της ομορφιάς του κόσμου, γεμάτη από φύση, τοπία, χώρες, σημαντικούς άλλους και όλα αυτά μαζί, ενωμένα: μετανάστευση και όλα όσα χωράνε μέσα σε αυτή. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, γυναικεία φωνή, βιωματικά στοιχεία και πολύ δυνατές εικόνες, που ξεκινάνε απλές και καταλήγουν λυρικές, που κάπου ξαφνιάζουν, κάπου καθησυχάζουν.

Τα ποιήματα είναι μακροσκελή και χορταστικά, αλλού πυκνά, αλλού πιο ελαφρά και απλωμένα, είναι σαφές πως η Dejanović έχει πολλές λέξεις μέσα της, έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Ξεχώρισα τα: Η Ισλανδία, η Μούκλα, το Διαβατήριο και Η καλοσύνη διαχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα.

*
Σου γράφω από την Ισλανδία
εδώ είναι όλα λευκά
όπως στη φωτογραφία πάνω από τα σύννεφα
από το παράθυρο του αεροπλάνου
όταν ερχόμουν σε σένα

Τη μέρα, ο ουρανός έμοιαζε
σαν να ήταν ο Βόρειος Πόλος
και η Γη ήταν αόρατη

Τη νύχτα, ο διάδρομος προσγείωσης
έμοιαζε με δίχτυ αστεριών

Αποσιωπώ τις σκούρες λεπτομέρειες
Λέω ψέματα ότι χιόνισε
Το γράμμα τελικά δεν το στέλνω
δεν αρχίζω να μισώ τον κόσμο
ξαπλώνω γυμνή κάτω από τα σκεπάσματα
και δεν κλαίω
*

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 14, 2024 01:10

June 12, 2024

Η τελευταία πνοή

«Στο τέλος της νύχτας, οι μεμβράνες των τυμπάνων έχουν λεκιάσει με αίμα. Από το πολύ χτύπημα τα χέρια πληγώνονται και ματώνουν. Κι όμως είναι χέρια πολύ σκληρά, χέρια δουλευταράδων»

Μάλλον ένα βιβλίο που δεν θα του ταίριαζε να έχει κάποια κριτική με συγκεκριμένη δομή, άρα μπορώ να παραθέσω κάποια λίγα, σκόρπια:

Λείπει η μαντλέν, αλλά ο Λουί ξεκινάει με τα πρώτα χρόνια, κάπως παραπονεμένος για την κατάσταση της μνήμης του: Βροχή, θάνατος, νεκρά ζώα πάνω στο χώμα προς λίπασμα της γης, ο Θεός, οι προσευχές, ο πατέρας, η αυστηρότητα, η παιδική περιέργεια, η σεξουαλική καταπίεση, οι πρώτες σεξουαλικές συγκινήσεις και φυσικά, τα τύμπανα της Καλάντα.

Μετά έρχονται τα: οι αλαζονικοί διανοούμενοι που φλυαρούν στα καφενεία του Παρισιού. -Λόρκα, Πικάσο, Νταλί, Μαγκρίτ, Μπρετόν, Τσάπλιν. Σχέσεις που ανθίζουν μέσα από την εξερεύνηση του σουρεαλισμού. Είναι ο βανδαλισμός κακοήθεια ή πράξη ανατροπής; Ενάντια στον Μάτσο άνδρα που απειλεί άλλους άνδρες, αλλά όχι ενάντια στις απειλές προς τις γυναίκες. Μόνο σε όσες δεν είναι αισθητικά ενδιαφέρουσες- κράτησα μια θλίψη που με συνόδεψε σε όλη την ανάγνωση, για τη γυναίκα του, τη Ζαν. Κράτησα γενικά μια θλίψη για τις γυναίκες του βιβλίου.

Οι σελίδες με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και τον χρόνο που πέρασε στην Αμερική και το Μεξικό (όπου έγινε πολίτης), πραγματικά δίνουν στον αναγνώστη μικρολεπτομέρειες που δεν θα έδιναν τα βιβλία τις ιστορίας.

Οι αναφορές στις ταινίες του, αν και καλύπτει πραγματικά μόνο μια μικρή χούφτα από αυτές, είναι συναρπαστικές π.χ. «Με ρωτούν πολλά για τις ταινίες μου και μια από τις πιο επαναλαμβανόμενες και ανόητες ερωτήσεις είναι για το μυστηριώδες κουτί που φέρνει μαζί του ένας Ασιάτης πελάτης στον κινηματογραφικό οίκο ανοχής Belle du Jour. Ανοίγει το κουτί και δείχνει το εσωτερικό, που είναι κρυμμένο από την άποψή μας, σε καθεμία από τις ιερόδουλες. Οι θεατές ταινιών, ειδικά οι γυναίκες, με έχουν ρωτήσει χιλιάδες φορές: «Τι έχει αυτό το κουτί;». Και πάντα έλεγα: «Ό,τι θέλεις» γιατί δεν είχα απάντηση». Σε εκείνο το κεφάλαιο είναι ενδιαφέρον το πώς ο Λουις μαλακώνει και αποδεικνύει το πόσο εύκολα ξεχνάει κανείς τον θυμό του στο Χόλιγουντ.

Το κάπως κουραστικό είναι όταν ένας δημιουργός παραδέχεται πως έχει όλη τη δύναμη της ερμηνείας του έργου του -όχι με τόσο απλά δοσμένη παραδοχή, αλλά από τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα όταν επιμένει πως οι συμβολιστές πήγαιναν κόντρα σε κάθε λογική και κατεστημένο και πώς τίποτα δεν σημαίνει τίποτα. Αργότερα εάν κάποιος τους απορρίψει εξαιτίας αυτού του στοιχείου, φαίνεται να τον θεωρούν ένα αδαές απολιτικ στοιχείο, που δεν καταλαβαίνει το καταλάθος υπολογισμένο μεγαλείο. Κι εκεί που το ένα ημισφαίριο σου, δίνει χέρια με το άλλο και σχίζονται, ο καλλιτέχνης λέει πως λατρεύει τις αντιθέσεις του. Oh well

Το συναρπαστικό της Τελευταίας Πνοής είναι σίγουρα η ποικιλία του πολύχρονου βίου ανάμεσα στις εποχές και στις διαφορετικές χώρες, όπως και η ιστορική αξία των παραπάνω από τα μάτια ενός σκηνοθέτη της εποχής. Είναι ωραίες οι αναφορές στο κρασί, τον έρωτα, τον Θεό, το τυχαίο, το όνειρο, τον θάνατο και σίγουρα, κανείς κατανοεί τη φιλοσοφία και του κόσμου του Μπουνιουέλ.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 12, 2024 02:00

June 4, 2024

Η διανοητική διαδρομή μου

«Οι άνθρωποι ίσως να μην μπορέσουν να φτάσουν σε αυτές (τις απαντήσεις) επειδή τους προκαλούν σύγχυση τα συναισθήματά τους ή επειδή είναι πολύ ηλίθιοι ή πολύ άτυχοι· ενδέχεται επίσης οι απαντήσεις να είναι να είναι πολύ δύσκολες, τα μέσα ανεπαρκή, οι τεχνικές εξαιρετικά περίπλοκες για να ανακαλυφθούν· αλλά, ότι κι αν συμβαίνει, αν τα ερωτήματα είναι γνήσια, οι απαντήσεις πρέπει να υπάρχουν. Αν εμείς δεν γνωρίζουμε, οι διάδοχοί μας μπορεί να μάθουν· ή πιθανόν οι σοφοί της αρχαιότητας να γνώριζαν· κι αν δεν γνώριζαν, ίσως γνώριζε ο Αδάμ στον παράδεισο· ή αν δεν γνώριζε, πρέπει να γνωρίζουν οι άγγελοι· ακόμη όμως κι αν δεν γνωρίζουν, πρέπει να γνωρίζει ο Θεός – οι απαντήσεις πρέπει να υπάρχουν.»

Γνωριμία με τον Μπερλίν μέσα από τη μικρή και σαφή φιλοσοφική αυτοβιογραφία. Μάλλον είναι η πρώτη φορά που συναντάω πνευματικό έργο με τόσο σαφές λόγο. Καταθέτεται λοιπόν, περιεκτικά, η ιστορία της σκέψης του και μέσα από τα μεγάλα ανθρώπινα ερωτήματα, όπου και προκύπτει το τι είναι το ανθρώπινο ιδανικό· πως η πίστη σε οποιοδήποτε καθολικό τύπο δεν μπορεί να είναι παρά μια ακόμα ανθρώπινη προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από το απρόβλεπτο της ζωής, και μια ρομαντική αριστερή τοποθέτηση, πως ο κόσμος της τέλειας δικαιοσύνης δεν συνάδει με τη μόρφωση, εάν δεν πρόκειται για ίση μόρφωση για όλους – διαφορετικά διαμορφώνονται όσοι ξέρουν καλύτερα για τους άλλους, μια αρχική σκέψη πολλών δεινών και ματωμένων σελίδων της ιστορίας. Μάλιστα το παραπάνω γύρω από τον ναζισμό, εξετάζεται με απλότητα αλλά όχι απλοϊκότητα, τοποθετώντας τον πλουραλισμό των διαφορετικών κόσμων σε μια φιλοσοφική θέαση πολύ κατανοητή. Μου άρεσε η εμμονή με τη λέξη «ιδιοφυΐα» που μάλλον είναι η μοναδική που δεν έχει όρεξη να αναδομήσει.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 04, 2024 05:14

May 29, 2024

Αμάραντες

«Τώρα πια το σπίτι της έχει γίνει παρκοκρέβατο· το κρεβάτι όπου πλάγιαζε με τον άντρα της, ο καναπές με το βελουτέ ύφασμα, η μπρεζέρα με την μαξιλάρα που είχε κεντήσει για την προίκα της κόρης της φτιάχνουν μια μαλακή και ασφαλή φυλακή, για να ξαποστάσει η ίδια, να καθίζει τους επισκέπτες της, να μιλάει με τα έπιπλα που την ακολουθούν από τότε που παντρεύτηκε κι έχουν γίνει κατοικίδια, ή, ίσως, δικοί της άνθρωποι.»

Οι άγριοι Αμάραντες της Δώρας Κασκάλη που φυτρώνουν στα ορεινά της ελληνικής υπαίθρου κι έχουν σοβαρές αντοχές, είναι μια συλλογή διηγημάτων για τη γυναικεία αντοχή και το άνθισμα που λίγοι, μάλλον λίγες, παρατηρούν στις άλλες αυτού του κόσμου. Ξεχώρισα τη Βλάβη και το Άννα Ρούμπινσταιν.
Εντός της ανθολογίας, κάθε διήγημα παραμένει ως μωσαϊκό, συνδεδεμένο με καθημερινά αντικείμενα, που μια ζωή δεν κοιτάς δεύτερη φορά, και κάποια στιγμή στο μέλλον δε σταματάς να τα σκέφτεσαι, τα λυπάσαι, να σου λείπουν.

Στο δεύτερο διήγημα με τίτλο Ραγισμένοι Ουρανοί βρήκα τη φράση «Προτιμά, σχεδόν πάντοτε, την υπαινικτικότητα κάποιου ποιήματος» κάτι πολύ διαφωτιστικό για το ύφος της συγγραφέας που σε πολλά σημεία η πρόζα της ακροβατεί στα σύνορα ποίησης και πεζού λόγου, δημιουργώντας το δικό της ενδιάμεσο μνημοσυναισθηματικό σύμπαν λέξεων. Όπως και στην ποίηση, που ο αναγνώστης αναζητάει τα συναισθήματα και τη στιγμή που πάγωσε, έτσι κι εδώ, καμία ηρωίδα δεν κρίνει σκόπιμο να συστηθεί, μονάχα να αφήσει πίσω της, ειδικά στις τελευταίες τους σελίδες, θραύσματα που θα συνθέσουν το πορτραίτο τους.

Τα δεκατρία αυτά διηγήματα της τρίτης συλλογής της Κασκάλη γυρνάνε γύρω από τη μνήμη και την απώλεια, ενώ διαπραγματεύονται μια μόνιμη θέση μετά το τραύμα, μετά το πένθος, μετά τη βαριά απογοήτευση, ενώ πάντα επιμένει η θέση του σώματος και της σάρκας, ως περίτρανη απόδειξη των παραπάνω.
.
( Το τρών τα ‘λάφια και αρρωστούν, τ’ αγρίμια και ημερεύουν.)

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 29, 2024 05:52

May 28, 2024

Κάτω

Το “Κάτω” της Δώρας Κασκάλη με βρήκε δεκατρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Σήμερα που το τελείωσα, μπορώ να πω πως μου άφησε την εντύπωση πολλών μικρών ανθρώπινων πορτρέτων.

Το αφηγηματικό σύμπαν έχει στο κέντρο του τη Καλλιρρόη, ένα απομονωμένο ορεινό χωριό κάποιου αιγαιοπελαγίτικου νησιού το οποίο δυστυχεί με παλιούς τρόπους -δυστυχεί από την πνιγηρή ιστορία του-, αλλά και από τα απόνερα του σύγχρονου τρόπου.

Δέκα έξι κεφάλαια με γυναικεία ονόματα, που συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά με πρελούδιο του καθενός (με εξαίρεση ένα) άνδρες της προηγούμενης συγγραφικής Ελλάδας, μάλλον ως τραμπάλα ή περίγραμμα της γυναικείας ματιάς.

Στο κέντρο του κέντρου βρίσκονται δύο διαφορετικές αλλά όχι αντίθετες γυναίκες από τη Θεσσαλονίκη, η Άννα και η Αντιγόνη. Η μια με το ταξικό πρόσημο της φιλολόγου που δεν έχει χρόνο για ονειροπολήσεις και η άλλη υπάλληλος της Νομαρχίας, με αρκετό χρόνο για ονειροπολήσεις, σαν ένα νόμισμα με δύο πλευρές. Ο μικρόκοσμος των κοριτσιών θα φιλοξενηθεί στον μικρόκοσμο της «Διώνης», του ξενώνα τους για εκείνες τις ημέρες.

Το ανδρικό/γυναικείο είναι το σημείο αναφοράς όλων, συμβολικά ή και ξεκάθαρα. Το ξεκάθαρα ορίζεται με βασικό γνώρισμα τη γυναικοκεντρική πολυφωνικότητα εντός ενός χρονικού χάσματος, η οποία θα χωρέσει τις ενδοδιηγητικές φωνές, άλλοτε η μια θα καλύπτει την άλλη, άλλοτε θα τη βοηθάει, θα την ενδυναμώνει, δίνοντάς της παρελθόν ή μέλλον. Τα θέματα τους είναι οι ματαιωμένοι έρωτες, η επιβίωση, η καταπίεση και οι πλευρές της βίας στον χωροχρόνο. Οι άνδρες επιβάλλονται από το περιθώριο της σελίδας με κεντρικό σύμβολο της πατριαρχίας τον Φωτεινό Θοδούλη, να δεσπόζει στη νησιωτική ύπαιθρο. Το συμβολικό ορίζεται περισσότερο από τη μεταμόρφωση της ερημωμένης Αρνησάνης σε Καλλιρόη, φέρνοντας μια άλλη εποχή και μια εποχή που φέρνει τις πρωταγωνίστριες, οι οποίες επίτηδες ή μη, θα φέρουν ορατότητα.
Ενώ τα ζητήματα που θίγονται είναι πολλά – όσα και οι φωνές-, και ενώ τα υπαρξιακά αδιέξοδα νεκρών έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, η πιο αυθεντική επίγευση είναι η σχέση σύγχρονης κόρης και συντηρητικής μάνας, με όλες τις δυσκολίες αυτού και τη συνειδητοποίηση της πρώτης πως η δεύτερη σμιλεύτηκε με αυτά τα μυαλά, όχι εξαιτίας ελλιπούς αγάπης, αλλά εξαιτίας ενός κόσμου που θέλει τις μεγαλύτερες γυναίκες δεσμοφύλακες των μικρότερων.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 28, 2024 02:25

May 22, 2024

Ο αγνός εραστής: Μια εξομολόγηση

Μια σκέψη με ακολουθεί σαν φορτωμένο σύννεφο εδώ και λίγες ώρες, αφού ολοκλήρωσα τον Αγνό εραστή του Ντέιβιντ Πλαντ: Αυτό το έργο, δεν είναι τα ημερολόγια του Ντέιβιντ κατά την περίοδο του θανάτου του Νίκου. Λέει πως δεν αντέχει να τα διαβάσει ή ακουμπήσει, οπότε ο Αγνός Εραστής είναι μια νηφάλια τοποθέτηση της επόμενης περιόδου· όχι πως ο θρήνος μαλακώνει ποτέ τελείως.

Του Ντέιβιντ του παίρνει 38 σελίδες μέχρι να προσθέσει τον εαυτό του στην αφήγηση, επιχειρώντας να γράψει κάτι που ξεκινάει ως βιογραφία του Νίκου Στάγκου, τους γονείς, τις αναμνήσεις, τις παιδικές λεπτομέρειες. Όλα όσα εξομολογούμαστε σε κάποιον που διψάει να μας μάθει και όσα μας πνίγουν να μοιραστούμε: μια τραυματική ανάμνηση, το πώς νιώθουμε για το σπίτι που μεγαλώσαμε, όσα ποτέ βάρυναν τη σχέση με τους γονείς μας. Όλα αυτά, τα ήξερε ο Ντέιβιντ γιατί του τα εξομολογήθηκε ο Νίκος και αφού ο καιρός και η ιστορία τα έφεραν έτσι, ο Ντέιβιντ τα εξομολογείται στο κοσμικό κενό του αέρα, σε εμάς, υποθέτω για να διασφαλίσει πως τα παιδικά μάτια του Νίκου θα υπάρχουν για πάντα. Μπορεί να μην είναι ιερές για εμάς οι αναμνήσεις του Νίκου, αλλά είναι για όλους μας ιερός ο σκοπός του Ντέιβιντ, να ελαφρύνει τον εαυτό του από μια τόσο σημαντική πνευματική παρακαταθήκη. Γι’ αυτό και το επίμετρο του Ηλία Μαγκλίνη με πλήγωσε τόσο: «Ο Νίκος Στάγκος, λοιπόν, γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1936 στην Αθήνα, από γονείς πρόσφυγες». Όταν τελείωσα το βιβλίο δεν θυμόμουν το επίθετο του σημαντικού ποιητή, δεν θυμόμουν το 1936 και τους γονείς. Θυμόμουν μόνο «Αγάπη μου», το μπαστούνι των τελευταίων ημερών, το μικρό γατί στο Ελληνικό, τις απιστίες, θραύσματα λεπτομερειών της παιδικής ηλικίας του Νίκου στην Ελλάδα της ναζιστικής κατοχής, το ξάπλωμα στο κρεβάτι στο Λονδίνο… Τελικά υπάρχουν βιογραφίες και βιογραφίες.

Ο Ντέιβιντ γράφει, η «Η θλίψη δεν μπορεί παρά να εξιδανικεύσει» και «Το δικό σου το κρεβάτι έγινε κρεβάτι μας» και κάθε παράγραφος έχει αρχή και τέλος, μια ιστορία που συμπιέζει τις ιστορίες και τον χρόνο τους κι όμως διασφαλίζει κάποιες λεπτομέρειες. Ποιος θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να τις ιεραρχήσει εκτός από την ίδια τη μνήμη; Ο αφηγητής έχει πάντοτε αυτή την περίεργη, αλλόκοσμη δύναμη, αυτή του να ξέρει πώς και πόσο τα πράγματα θα χειροτερέψουν, από πόσους ορόφους θα πέσει ο αναγνώστης. Ο αναγνώστης δεν ξέρει τίποτα ακόμα ενώ ο Ντέιβιντ ανακατεύει τις ζωντανές μέρες με αυτές που πλησιάζει το τέλος του Νίκου. Οι στιγμές που τον ανακάλυπτε, όπως η φρίκη του για τα πλήθη και τα βεγγαλικά, είναι οι πιο αποκαλυπτικές, μιας και πράγματι, το να μάθεις κάποιον είναι μια διαδικασία που διαρκεί μια ζωή. Είναι κάποιοι συγγραφείς οι ιστορικοί της αγάπης;

Ο Ντέιβιντ δεν έβαλε τον εαυτό του μέσα στο βιβλίο για 38 ολόκληρες σελίδες και πιστεύω πως εάν η αγάπη του δεν τους ένωνε ίσως και να μην έβαζε τον εαυτό του καθόλου μέσα, θα το κρατούσε ως εγκώμιο λατρείας και μνήμης για τον Νίκο. Αυτό που ελπίζω να μην ξανά ξεχάσω και μου θύμισε ο Ντέιβιντ, είναι πόσο σημαντικό είναι να παρηγορείς κάποιον που δεν καταλαβαίνεις καν από τι υποφέρει. Λίγη σημασία έχει όμως αυτό.

«Χρησιμοποιούσες τη λέξη “αγνότητα”, θα προσπαθούσες όμως ποτέ να ορίσεις την έννοια της αγνότητας; Όχι, και σίγουρα όχι για να την αναγάγεις σε δόγμα, κάτι που για σένα σήμαινε απλώς τυραννία. Χρησιμοποιούσες τη λέξη ως εξής: είναι αγνός, τα ζώα είναι αγνά, το άρωμα των λεμονανθών είναι αγνό, η γεύση του λεμονιού είναι αγνή, η λιακάδα είναι αγνή, η μουσική είναι αγνή, όπως επίσης και τα φιλιά είναι αγνά. Κι αυτή, η πλέον ακαθόριστη προϋπόθεση: η αγάπη, στην πιο φωτεινή της έκφανση, είναι αγνή».

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 22, 2024 23:49

May 15, 2024

Κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί

Τα επτά διηγήματα της Νατάσας Σίδερη έφτασαν σε εμένα χρόνια αφού γράφτηκαν, στην προσπάθεια μου να διευρύνω τα αναγνώσματά μου από Ελληνίδες συγγραφείς και χαίρομαι που προσανατολίστηκα και ξεκίνησα αυτό το ταξίδι από αυτά. Η εμμονή αυτής της χώρας να δίνει διηγήματα – σφηνάκια δεν μου έχει κάτσει καλά, διότι όπως και να το κάνουμε μια ιστορία οφείλει να πιάσει τον χώρο της, και οι κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί, πράγματι, πιάνουν τον χώρο τους, μη απολογητικά, όπως και θα έπρεπε άλλωστε.

Η βασική ομοιότητα των επτά αμαρτημάτων, όπως τουλάχιστον τη σημείωσα, είναι η ταυτόχρονη διττότητα του χρόνου. Το σήμερα που ενώ προχωράει, αναζητάει τη ρίζα του συμπτώματός του, και το παγωμένο σε ένα σημείο παρελθόν, το οποίο ο εκάστοτε αφηγητής όσο θυμάται, τόσο αποφεύγει. Το αποκαλύπτει στον αναγνώστη, ως εκτόνωση και των δύο χρόνων, μέχρι το παρόν με κάποια μικρή αφορμή να συναντήσει αυτό που ψάχνει, το παρελθόν, το οποίο και ζητάει να ερμηνευτεί.

Οι διαφορετικοί κόσμοι δεν ενώνονται με άλλα ξεκάθαρα στοιχεία, αλλά το να μπει και να βγει ο αναγνώστης στα διαφορετικά σύμπαντα (κάτι συνήθως εξαντλητικό για μερικούς από εμάς), εδώ δεν απαιτεί την ίδια προσπάθεια από τον αναγνώστη κάτι που ίσως να έχει να κάνει με το μέγεθος τους – εφόσον μια ιστορία ανοίγει και κλείνει γενναιόδωρα και όχι με μυστήριο και κρυπτικότητα, τότε και ο αναγνώστης νιώθει χορτάτος να προχωρήσει στον επόμενο κόσμο, χωρίς ανούσια κρατούμενα.

Από τα πορτραίτα της συλλογής ξεχώρισα τα «Ακηδία», το «Σλούτκι», το «Κοράκι» και το «Μάθημα Χειροτεχνίας». Η θηλυκή Κάρβερ είναι η Μπερλίν. Το «Ακηδία» μου φάνηκε να μοιάζει στον Ελέφαντα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ειδικά κατά τη βόλτα του σκύλου. Το «Σλούτκι», είναι το καλύτερο της συλλογής, το πιο συμπαγές και γενναίο. Μάλιστα, ίσως είναι ακριβώς αυτό που έψαχνα όταν έγραψα «να διευρύνω τα αναγνώσματά μου από Ελληνίδες συγγραφείς». Δεν αποκαλύπτει κάτι, αλλά ταυτόχρονα εξομολογείται. Μου θύμισε το Last Night in Soho (2021) με την Anya Taylor-Joy. Το «Κοράκι» μου θύμισε το Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά του Μαξ Πόρτερ. Και τα «Μάθημα Χειροτεχνίας», η πιο χάρτινη, αλλά ευφάνταστη ιδέα της συλλογής που εμπνέει για άλλους κόσμους.

Φράσεις που θα μείνουν μαζί μου:

“Η υπόθεση των δύο μοναδικών πλασμάτων που ψάχνονται απεγνωσμένα στο σύμπαν ήταν εξίσου αφελής με την ιδέα του ορφανού βιβλίου. Οι άνθρωποι, όπως και οι λέξεις, μπορεί να γεννιούνται μοναδικοί, αλλά πολύ γρήγορα πιάνονται στα δίχτυα των τυχάρπαστων κι αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους επώδυνα.”

“Όλοι οι κόσμοι έχουν ανάγκη από ένα κέντρο για να μπορέσουν να σταθούν.”

“Όταν ξέρεις κάποιον πολύ καλά μπορείς να παραλείψεις πάνω από τις μισές λέξεις.”

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 15, 2024 06:04

May 10, 2024

Ο καλός στρατιώτης

Ο καλός στρατιώτης ήρθε για να πάρει την θέση του σημαντικότερου αναγνώσματός μου για το έτος, μέχρι στιγμής. Ενώ έχω πολλές σημειώσεις, παραμένουν μέχρι τώρα όλες διάσπαρτες και μάλλον καλώς· εάν ο Τζον Ντόουελ, ο αφηγητής, αφέθηκε στον λεγόμενο λαβύρινθό του, τότε γιατί να μην αφεθούμε και οι υπόλοιποι;

Ο καλός στρατιώτης, η ιστορία πάθους, οι ημερομηνίες και τα αμέτρητα «δεν ξέρω» του αφηγητή, είναι λίγα από τα σημάδια ενός καλού ψεύτη, ή κάποιου που πράγματι δεν ξέρει ποια είναι η αλήθεια και απλώς κάνει την προσπάθειά του να καταλάβει, εις βάρος του αναγνώστη. Μάλλον το καλύτερο βάρος που θα μπορούσε να έχει ένας αναγνώστης, μιας και τα ας τα πούμε ψέματα, είναι που κάνουν την αφήγηση μια ζωντανή εξομολόγηση και προκειμένου να υπάρξει εξομολόγηση πρέπει να υπάρξει και κάποιο αυτί ή στην περίπτωσή μας, μάτι, να τη διαβάσει. Είμαστε τόσο τυχεροί.

Από τις πρώτες σελίδες ένιωθα να δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω μια απλή, κατά τα άλλα, ιστορία, αλλά ταυτόχρονα όσο προχωρούσα τόσο γιγαντωνόταν η αίσθηση πως κάτι σημαντικό γίνεται εδώ. Πως παρά το μεταξύ των Αμερικάνων και Άγγλων, κάτι ιδιαίτερα Γαλλικό συνέβαινε.

“Αυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει – η πιο θλιβερή.”

Η ιστορική φράση με την οποία ξεκινάει ο Καλός Στρατιώτης, ήδη προδίδει τα πάντα και ταυτόχρονα δεν αποκαλύπτει τίποτα. Βέβαια, κάθε τυχαίο απόσπασμα είναι ποιητικό, συγκινητικό και απλά θεσπέσιο. Κάθε παράγραφος στέκεται ως μέρος του όλου αλλά και μόνη της, εκατομμύρια φορές καλύτερα από τα so called διηγήματα των λογοτεχνικών καιρών που διανύουμε. Μάλιστα, ενώ οι πληροφορίες ως γεγονότα και ημερομηνίες είναι σε πλούτο, σχεδόν ελπίζεις να υπήρχε κάποιο άλλο βιβλίο, ενός άλλου αφηγητή, εξίσου φανταστικού ή υπαρκτού με τον Τζον, ώστε να γράψει για εκείνον, ώστε να ικανοποιηθεί η ακόρεστη περιέργειά μας.

Δυο ανδρόγυνα εύπορης αμερικάνικης και αγγλικής κοινωνίας κάνουν παρέα μέσα στο διάστημα εννιά ετών. Η Φλορένς Ντόουελ με την εύθραυστη καρδιά της, από κάθε άποψη, ο σύζυγός της που μας αφηγείται χωρίς να ξέρει και πολλά ή μάλλον ενώ ξέρει τα πάντα, η Λεονόρα Άσμπερναμ που χαρτογραφεί τους έρωτες του συζύγου της Έντουαρντ και άλλοι δορυφόροι του Έντουαρντ, ο οποίος μέχρι το τέλος, συνθέτεται από πράξεις και λόγια που δημιουργούν κι άλλα ερωτηματικά. Και οι τέσσερις αβοήθητοι, όλοι έρμαια των εαυτών τους.

Ο αναγνώστης καταλήγει να πίνει το τσάι του και να θυμίζει λες και έχει παραβρεθεί σε κηδεία ή σαν μόλις να του παρουσίασαν μια μεγάλη αποτυχία ή ασχήμια της κοινωνίας. «Τι τα θες» και «Τι να γίνει». Εάν όλοι οι εμπλεκόμενοι συγκρούονται ενώ βαστάνε γερά τις αντιλήψεις τους γύρω από κανονικότητα, κοσμιότητα, καθωσπρεπισμό και φυσικά εθνική και θρησκευτική πίστη, γίνεται η παραδοχή, πως κατά μια έννοια κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα πάθη του, ό,τι κι εάν σημαίνει πάθος για τον καθένα τους – και μάλλον ευτυχώς.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 10, 2024 06:32

April 9, 2024

This coming fall & Postlude

Τo This coming fall του Matthew Winston και το Postlude του Haldon Lockly είναι δύο μικρά μεταμοντέρνα αναγνώσματα από την pilotless press, που πρόσφατα έπεσαν (εναερίως) στα χέρια μου. Η έκδοση μπουτίκ, κουβαλάει την αίσθηση του χειροποίητου και του μοναδικού, πρόθυμη να εξαφανιστεί παρά να σουπερματοποιηθεί, χτυπώντας στο σημείο που έχουμε πολλοί αναγνώστες γύρω από την έννοια της συλλογής, χτίζοντας μιας βιβλιοθήκη με διαλεχτά έντυπα (πού ίσως να ελπίζουμε πως αντανακλόμαστε σε αυτά;)

Το This coming fall δεν είναι παρά μια διαφημιστική φωνή της τηλεόρασης που ενημερώνει τον τηλεθεατή για τα προσεχώς ριάλτι τύπου Survivor. Η φωνή αυτή διακόπτεται από τις σκέψεις ενός άγνωστου πρωταγωνιστή ο οποίος κινείται σε ένα γκρι φάσμα γεγονότων. Του λείπουν οι φρέσκιες ντομάτες και προσπαθεί να ισορροπήσει το τι σημαίνει να είναι άντρας. Τα Eh? και τα You know? του, τον φέρνουν ακριβώς δίπλα στον αναγνώστη και μάλλον γίνεται συμπαθής, όχι μόνο εξαιτίας αυτών.

Η φωνή της τηλεόρασης αρχίζει να χώνεται στην εγκληματική παρωδία και τον σεξισμό της εποχής, ενώ ο άντρας πέφτει όλο και πιο μέσα στο μυαλό του, δίνοντας μας μια ακόμα πιο αποκαλυπτική εικόνα του ποιος είναι. Για λόγους που αγνοώ μου ερχόταν στο μυαλό το πιο άγουρο ακόμα έργο του Παλάνιουκ, μάλλον γιατί σκεφτόμουν έναν άντρα μόνο του σε ένα διαμέρισμα, να πηγαινοέρχεται σε κάποιο μπαρ και ενώ έχει χάσει κάθε αίσθηση ποίησης στον δυσκολεμένο παράγοντα ζωή, αλλά να καταφέρνει να μιλάει στεγνά γύρω από το ζήτημα. Μιας και πρόκειται για μοντέρνο/μεταμοντέρνο διήγημα η γοητευτική κυκλικότητα της σκέψης του άνδρα αλλά και η φωνή της τηλεόρασης, κάποια στιγμή οφείλουν να εκτροχιαστούν, τρόπον τινά.

Το Postlude έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί πως δεν του έχει καταβληθεί ο μισθός από το HR γιατί έχει πεθάνει, αλλά παρά αυτό το γεγονός πρέπει να ολοκληρώσει την corporate βάρδιά του. Αυτός ο πρωταγωνιστής είναι όλοι μας, αυτός ο πρωταγωνιστής είναι εμείς. Στην αρχή είναι κωμικό, με απλή γλώσσα και δεν θα αργήσει να θεωρηθεί ως μια τέλεια μικρή καφκική ιστορία. Λίγο μετά θα έρθει η σκηνή από τον beetlejuice όταν το ζευγάρι κουνάει τα διακοσμητικά αλογάκια μπροστά από τον καθρέπτη και αυτά στον πραγματικό κόσμο κουνιούνται μόνα τους.

Κι αυτή η ιστορία οφείλει να ακολουθήσει το μεταμοντέρνο και θα καταλήξει με ποιητική γλώσσα, θα αφιερώσει κάποιες σελίδες στις αισθήσεις (εικόνες/μυρωδιές), μέχρι την παραμόρφωση και διαστρέβλωση των κόσμων, υπακούοντας στον κανόνα της πρόσθεσης, τόσο ως προς το φιλοσοφικό/μεταφυσικό και υφολογικό αλλά και ως σενάριο: Ο έννοια του κωμικού γύρω από τον χαμένο μισθό, έρχεται να καταπραΰνει τα τραύματα του μεταμοντέρνου υπαρξιακού άγχους, εφόσον στο σύνολο του διηγήματος ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει όχι απλά τη σύγχυση τού παραλόγου τού θανάτου αλλά και το πολύ πιθανό του θανάτου, βλέποντας την ‘επόμενη ημέρα’ ως ένα γεγονός παθητικού πένθους.

Το δικό μου αγαπημένο σημείο είναι πως η απόλυση του πρωταγωνιστή και ο θάνατός του είναι δύο τελείως διαφορετικά γεγονότα και αυτό είναι, πράγματι, πολύ σοφό.

I attended my funeral, of course. Couldn’t decide if the crowd was bigger or smaller than I would have wanted.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 09, 2024 03:05

April 4, 2024

Poor things

-Εσύ τουλάχιστον θα έπρεπε να μου έχεις εμπιστοσύνη γιατί στα μάτια του Θεού είμαστε παντρεμένοι!
-Ο Θεός θα με άφηνε να σε παρατήσω όποτε γουστάρω.

Ιδιαίτερα διασκεδαστικό, μεταμοντέρνο Σκωτσέζικο, πικαρικο παραμύθι και μάλιστα χορταστικό. Ο Γκρέι πλαισίωνει μια ιστορία με τη μεταφυσική δικαιοσύνη τού να  μην περιοριστεί η αφήγηση στον αφηγητή, ενισχύοντας και την πιστότητα /υποψία  όλων των απίστευτων. Μέχρι και η άρνηση της ίδιας της Μπάξτερ στο τέλος, έρχεται για να πείσει τον αναγνώστη πως δεν πρόκειται για το κατασκεύασμα ενός μυαλού με άρρωστη φαντασία, αλλά μια ξεχασμένη γοτθική ιστορία με περίεργες και ενδιαφέρουσες εικονογραφήσεις και φωτογραφίες.

Ο πρωταγονιστής πίσω απο το “Επεισόδια από τη νεανική ζωή ενός γιατρού του Δημόσιου Οργανισμού Υγείας της Σκωτίας” μας συστήνει στον ρόλο του Φρανκενστάιν κατά τη βικτοριανή εποχή τον ταλαντούχο εκκεντρικό φίλο του με το όνομα Θεόνικος Μπάξτερ,  μέσα από τα δημιουργήματα του με εκφράσεις όπως «Τα τερατάκια ήταν έργο τέχνης, όχι της φύσης» και πράγματι, το έργο καταπιάνεται με τους αναξιοποιηστους αφηγητές και το κομβικό ερώτημα είναι ποιός και τι, είναι δημιούργημα ποιανού.

Ο πρωταγωνιστής μου φάνηκε αρκετά σεμνότυφος και παρά την τρυφερότητα του θεώρησα  πως ήταν ένας ακόμα συμβατικός θρήσκος ιδεολόγος, καλά ποτισμένος από τη θεία κοινωνία. Μου έγινε τρομερά αντιπαθητικός όταν χαρακτήρισε την Μπέλα “κορύφωση της θηλυκότητας”, όταν ακόμα ο εγκέφαλος της διενυε τα πρώτα του βήματα.
Θα αργήσει η Μπελα να αποκτήσει ικανότητα αυτάρκειας να κατανοήσει τη γλώσσα και να αναμετρηθεί με το ότι δεν έχει αναμνήσεις, παρά το ότι το σώμα της είναι ερωτικά ώριμο. Η ίδια λέει “Χρειάζομαι περισσότερο παρελθόν.”

Η Μπέλα είναι μια όμορφη επιστημονική Εύα με κάποιες φεμινιστικές απολήξεις αλλά πράγματι είναι μια ακόμα αντρική εφεύρεση που παρά την εξαιρετική φαντασία του Γκρέι θα περιοριστεί ..στον εαυτό της. Εννοώντας πως θα είναι μια όμορφη γυναίκα στο κέντρο ενός κύκλου, περιτριγυρισμένη από άντρες οι οποίοι θα τη διδάξουν, δοξάσουν και φέρουν θυελλώδεις σχέσεις κατά τη μεταπλαστική περίοδο της, εισάγοντας το ερώτημα εάν πρόκειται για ηδονοβλεψίες ή ενδυναμωτές. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο Γκρέι ήταν παθιασμένος με το υλικό του και πολύ εργατικός.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 04, 2024 07:54