Ο αγνός εραστής: Μια εξομολόγηση
Μια σκέψη με ακολουθεί σαν φορτωμένο σύννεφο εδώ και λίγες ώρες, αφού ολοκλήρωσα τον Αγνό εραστή του Ντέιβιντ Πλαντ: Αυτό το έργο, δεν είναι τα ημερολόγια του Ντέιβιντ κατά την περίοδο του θανάτου του Νίκου. Λέει πως δεν αντέχει να τα διαβάσει ή ακουμπήσει, οπότε ο Αγνός Εραστής είναι μια νηφάλια τοποθέτηση της επόμενης περιόδου· όχι πως ο θρήνος μαλακώνει ποτέ τελείως.
Του Ντέιβιντ του παίρνει 38 σελίδες μέχρι να προσθέσει τον εαυτό του στην αφήγηση, επιχειρώντας να γράψει κάτι που ξεκινάει ως βιογραφία του Νίκου Στάγκου, τους γονείς, τις αναμνήσεις, τις παιδικές λεπτομέρειες. Όλα όσα εξομολογούμαστε σε κάποιον που διψάει να μας μάθει και όσα μας πνίγουν να μοιραστούμε: μια τραυματική ανάμνηση, το πώς νιώθουμε για το σπίτι που μεγαλώσαμε, όσα ποτέ βάρυναν τη σχέση με τους γονείς μας. Όλα αυτά, τα ήξερε ο Ντέιβιντ γιατί του τα εξομολογήθηκε ο Νίκος και αφού ο καιρός και η ιστορία τα έφεραν έτσι, ο Ντέιβιντ τα εξομολογείται στο κοσμικό κενό του αέρα, σε εμάς, υποθέτω για να διασφαλίσει πως τα παιδικά μάτια του Νίκου θα υπάρχουν για πάντα. Μπορεί να μην είναι ιερές για εμάς οι αναμνήσεις του Νίκου, αλλά είναι για όλους μας ιερός ο σκοπός του Ντέιβιντ, να ελαφρύνει τον εαυτό του από μια τόσο σημαντική πνευματική παρακαταθήκη. Γι’ αυτό και το επίμετρο του Ηλία Μαγκλίνη με πλήγωσε τόσο: «Ο Νίκος Στάγκος, λοιπόν, γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1936 στην Αθήνα, από γονείς πρόσφυγες». Όταν τελείωσα το βιβλίο δεν θυμόμουν το επίθετο του σημαντικού ποιητή, δεν θυμόμουν το 1936 και τους γονείς. Θυμόμουν μόνο «Αγάπη μου», το μπαστούνι των τελευταίων ημερών, το μικρό γατί στο Ελληνικό, τις απιστίες, θραύσματα λεπτομερειών της παιδικής ηλικίας του Νίκου στην Ελλάδα της ναζιστικής κατοχής, το ξάπλωμα στο κρεβάτι στο Λονδίνο… Τελικά υπάρχουν βιογραφίες και βιογραφίες.
Ο Ντέιβιντ γράφει, η «Η θλίψη δεν μπορεί παρά να εξιδανικεύσει» και «Το δικό σου το κρεβάτι έγινε κρεβάτι μας» και κάθε παράγραφος έχει αρχή και τέλος, μια ιστορία που συμπιέζει τις ιστορίες και τον χρόνο τους κι όμως διασφαλίζει κάποιες λεπτομέρειες. Ποιος θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να τις ιεραρχήσει εκτός από την ίδια τη μνήμη; Ο αφηγητής έχει πάντοτε αυτή την περίεργη, αλλόκοσμη δύναμη, αυτή του να ξέρει πώς και πόσο τα πράγματα θα χειροτερέψουν, από πόσους ορόφους θα πέσει ο αναγνώστης. Ο αναγνώστης δεν ξέρει τίποτα ακόμα ενώ ο Ντέιβιντ ανακατεύει τις ζωντανές μέρες με αυτές που πλησιάζει το τέλος του Νίκου. Οι στιγμές που τον ανακάλυπτε, όπως η φρίκη του για τα πλήθη και τα βεγγαλικά, είναι οι πιο αποκαλυπτικές, μιας και πράγματι, το να μάθεις κάποιον είναι μια διαδικασία που διαρκεί μια ζωή. Είναι κάποιοι συγγραφείς οι ιστορικοί της αγάπης;
Ο Ντέιβιντ δεν έβαλε τον εαυτό του μέσα στο βιβλίο για 38 ολόκληρες σελίδες και πιστεύω πως εάν η αγάπη του δεν τους ένωνε ίσως και να μην έβαζε τον εαυτό του καθόλου μέσα, θα το κρατούσε ως εγκώμιο λατρείας και μνήμης για τον Νίκο. Αυτό που ελπίζω να μην ξανά ξεχάσω και μου θύμισε ο Ντέιβιντ, είναι πόσο σημαντικό είναι να παρηγορείς κάποιον που δεν καταλαβαίνεις καν από τι υποφέρει. Λίγη σημασία έχει όμως αυτό.
«Χρησιμοποιούσες τη λέξη “αγνότητα”, θα προσπαθούσες όμως ποτέ να ορίσεις την έννοια της αγνότητας; Όχι, και σίγουρα όχι για να την αναγάγεις σε δόγμα, κάτι που για σένα σήμαινε απλώς τυραννία. Χρησιμοποιούσες τη λέξη ως εξής: είναι αγνός, τα ζώα είναι αγνά, το άρωμα των λεμονανθών είναι αγνό, η γεύση του λεμονιού είναι αγνή, η λιακάδα είναι αγνή, η μουσική είναι αγνή, όπως επίσης και τα φιλιά είναι αγνά. Κι αυτή, η πλέον ακαθόριστη προϋπόθεση: η αγάπη, στην πιο φωτεινή της έκφανση, είναι αγνή».