Ρένα Λούνα's Blog, page 3
May 26, 2025
Λοιμός
«Είμαι ένας γελοίος υποκριτής… ζήτω η θάλασσα, ζήτω ο Βούδας, ζήτω η θεία μου, ζήτω η ζέστη, ζήτω το κρύο, ζήτω οι μύγες, ζήτω ο αέρας, ζήτω οι πέτρες, ζήτω…»
Ο Λοιμός του Αντρέα Φραγκιά (εκδ. Ποταμός) στέκει μοναδικά, ακριβώς επειδή δεν αποσκοπεί να αφηγηθεί το παρελθόν αλλά να το μεταπλάσει με όρους λογοτεχνίας και να του αποδώσει μεταφυσική και αλληγορική διάσταση. Εάν και ριζωμένο στο ιστορικό τραύμα της εξορίας και του εγκλεισμού –με κυρίαρχη τη σκιά της Μακρονήσου–, αρνείται να περιοριστεί σε αυτό. Η αφήγηση λειτουργεί εντέχνως έξω από τον χρόνο και τον τόπο, και αυτή ακριβώς η εσκεμμένη αοριστία αναγκάζει το έργο να μένει διαχρονικό. Πολλοί συγγραφείς ονειρεύονται να στήσουν κόσμους έξω από τόπους και χρόνους, αλλά μάλλον πρόκειται για μεγάλη φιλοδοξία, καθώς αργά ή γρήγορα έρχονται αντιμέτωποι με τη σκληρή δουλειά που απαιτεί αυτό: να εντοπιστεί το αληθινό και γύρω του να χτιστεί η κατασκευή – όχι το αντίθετο. Ο Φραγκιάς δεν αποκαλύπτει, αλλά ούτε δεν κρύβει την ιστορία.
Η πολιτεία του Λοιμού, όχι μακριά από την καφκική σωφρονιστική αποικία, δεν είναι μόνο ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ένας δυστοπικός, οργανικός μηχανισμός με δική του λογική, σαν σώμα σε μάχη με τον εαυτό του ενώ υπηρετεί τις λειτουργίες του, σε έναν χώρο που διαρκώς επεκτείνεται και προχωρεί. Το νησί-πολιτεία αποκτά σχεδόν ανθρώπινη υπόσταση και φέρεται ως φορέας λόγου μιας καθημερινής μνήμης χωρίς όμως ερμηνείες και ηθικά συμπεράσματα για τις δραστηριότητές του. Κάτω από την επιφάνειά του, αναπτύσσεται μία υπόγεια πολιτεία ποντικιών, ένα δίκτυο από λαγούμια και πηγάδια που θυμίζει το καθρεφτισμένο ασυνείδητο του συστήματος.
Η απουσία χωροχρονικών προσδιορισμών, ο τρόπος που η μέρα και η νύχτα συγχέονται σε ένα άχρονο, επαναλαμβανόμενο παρόν, δημιουργούν μια αφήγηση χωρίς αρχή και τέλος, όπως ακριβώς και η εμπειρία του εγκλεισμού. Η ζωή στο στρατόπεδο περιστρέφεται γύρω από το άσκοπο κυνήγι της μύγας, την καταναγκαστική εργασία και την επιβίωση χωρίς νόημα, με μόνη έγνοια την επιβίωση της μέρας που θα ξημερώσει.
Η γλώσσα του Φραγκιά είναι εσκεμμένα επίπεδη, χωρίς συναισθηματική έξαρση. Αν και ο ίδιος έζησε σε εξορία, δεν γράφει με όρους μαρτυρίας, δεν κάνει κατάθεση βιωμάτων. Η γραφή του είναι αποστασιοποιημένη, σχεδόν κλινική, σαν να κοιτάει το ανθρώπινο μαρτύριο από απόσταση, όχι από αδιαφορία, αλλά για να επιτρέψει στον αναγνώστη να διακρίνει καθαρά τη φρίκη. Πρόκειται για κατάθεση μιας ιστορίας και οτιδήποτε που θα απευθυνόταν σε λειτουργίες συναισθήματος, θα τιθόταν εκτός στοιχείων σε ένα μελλοντικό δικαστήριο, όπου οι ζωντανοί είναι πολύ μακριά από τους αρχαίους νεκρούς τους.
Οι χαρακτήρες είναι ανώνυμοι, προσδιορίζονται μόνο από χρώματα σκούφων, από συμπεριφορές ή σωματικά χαρακτηριστικά: ο περιδεής, ο επιεικής, ο αρπαγας, ο επόπτης, όπως και οι νεοφώτιστοι βασανιστές – απλώς ακολουθούν εντολές. Οι ρόλοι δεν έχουν ψυχολογία· είναι σκιές μέσα σε έναν μηχανισμό, φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν.
Το σκηνικό –με μάντρες, τοιχάκια, ασβέστη, νταμάρια, κόκκινο κάτουρο, ισχυρά μεγάφωνα και φρονιματισματικούς στύλους– αποτυπώνει τα δομικά υλικά της εργασίας, κτίζοντας κάτι που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ και αφορά κυρίως μια τυραννική αρχιτεκτονική, κι όχι τη στέγη και την ανθρώπινη κοινότητα. Ενώ το ουτοπικό, το ρεαλιστικό και το δυστοπικό ενώνονται, η προσοχή του αναγνώστη μένει συγκεντρωμένη στη σπασμωδική τροχιά του εντόμου, γιατί έτσι κι αλλιώς η φρίκη δεν φωνάζει πάντοτε· συχνά ψιθυρίζει.
Η αγαπημένη μου φράση: Η αυτοκτονία απαγορεύεται αυστηρώς.
«Κι αφού ούτε ακούς ούτε βλέπεις γύρω σου, άνοιξες το κουτάκι σου να γνωρίσεις αυτό το μικρό ζώο, την πολύτιμη μύγα σου. Ένας μαύρος κόμπος γεμάτος φυσική ενέργεια κείτεται στη χούφτα σου. Τα διάφανα φτερά της με τις συμμετρικές διακλαδώσεις των νεύρων τους έχουν μια υπέροχη διάταξη. Τα κομψά πόδια της δε σταματούν ποτέ, οι αρθρώσεις τους κρύβουν τεράστια δύναμη. Αν είχες και συ γόνατα από ατσάλι… Και τα μάτια της!… Τώρα είναι νεκρά. Την έπιασε απαλά με τα δάχτυλα και την κοίταξε προσεχτικά. Όλος ο κόσμος σκεπάστηκε από αυτή τη μύγα που γιγαντώθηκε κι έγινε ένα φτερωτό τέρας με εξογκωμένα γυαλιστερά μάτια, σουβλερό ρύγχος, δαγκάνες, αδηφάγα σαγόνια, κεραίες, θώρακα και σιδερένια πολύσπαστα πόδια. Ένας πανίσχυρος και τέλειος οργανισμός, με σκοτεινή κι ανεξιχνίαστη βούληση κλεισμένη σ’ αυτό το τριχωτό μέταλλο. Η πρησμένη κοιλιά της από ταιριασμένα τσέρκια γεννάει χιλιάδες αυγά, οι κεραίες πιάνουν περίεργα μηνύματα, η βουλιμία οδηγεί το θηρίο παντού. Αυτή η μηχανή έχει κέλυφος, αρμούς, σηματολήπτες, οφθαλμούς μεγάλους κι εποπτικούς, για στέρα, ρύγχος που τρυπάει. Ένα ρίγος φρίκης σε διατρέχει μπροστά σ’ αυτό το ζώο με την τερατώδη δύναμη που του δίνει ο ακατανόητος μηχανισμός του.»
May 21, 2025
Σκιές χωρίς ανθρώπους: Ιστορίες από την υπηρεσία ασύλου
Σκιές χωρίς ανθρώπους: Ιστορίες από την υπηρεσία ασύλου – Μέλισσα Φραγκάκου (εκδ. Μωβ Σκίουρος)
Το βιβλίο Σκιές Χωρίς Ανθρώπους της ανώνυμης δικηγόρου, που εξειδικεύεται στις υποθέσεις ασύλου, αποκαλύπτει τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις του συστήματος ασύλου και την καθημερινότητα των προσφύγων.
Η Φραγκάκου ρίχνει φως στις διαδρομές των ανθρώπων, των οποίων η ζωή συνήθως καταλήγει να είναι απλώς ένας φάκελος σε ένα γραφείο. Κάθε μία από αυτές τις ιστορίες αφορά μια πτυχή της πραγματικότητας των προσφύγων: από τα ανυπολόγιστα βασανιστήρια και τους βιασμούς που είναι καθημερινότητα για πολλές γυναίκες, μέχρι την καταδίωξη ατόμων που άλλαξαν θρήσκευμα ή τις ιστορίες παιδικών γάμων.
Ο τρόπος με τον οποίο η Φραγκάκου σκιαγραφεί τη γραφειοκρατική διαδικασία του ασύλου έχει μεγάλο ενδιαφερόν: Παρά τη συστηματικότητα και τις υποτίθεται «ανθρώπινες» διαδικασίες, οι πρόσφυγες βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη να πείσουν για τα αυτονόητα και να αποδείξουν τον φόβο τους. Αυτά δεν φτάνουν· χρειάζεται να παρουσιαστούν με έναν τρόπο που να «κουμπώνει» στις καφκικές απαιτήσεις του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Η Φραγκάκου έκανε λόγο για την πρωινή και άκαρδη ώρα των συνεντεύξεων, χωρίς να υπάρχει περίπτωση να γίνει η συνέντευξη τόσο πρωί, ενώ τον χειμώνα περιμένουν οι υπεύθυνοι χειριστές μαζί με τους πρόσφυγες, δίπλα σε σόμπες – μανιτάρια, καθισμένοι σε ξύλινους πάγκους χωρίς πλάτη. Αυτή η εικόνα από μόνη της μπορεί να είναι πολύ συγκινητική.
Μάλλον το μεγαλύτερο κέρδος είναι η προσπάθεια να ζεσταθεί η καρδιά του Έλληνα αναγνώστη, εάν σκεφτεί πως πίσω από τα φαινόμενα και τις πολιτικές συζητήσεις κρύβονται πραγματικοί άνθρωποι με πραγματικές ιστορίες. Το ακόμα μεγαλύτερο κέρδος είναι το λογοτεχνικό τέχνασμα όπου η Φραγκάκου επιδίδεται: ισχυρίζεται σε πολλά σημεία πως μέσα στο μυαλό της έχει πολλούς εαυτούς, οι οποίοι της μιλάνε, διαφωνούν μεταξύ τους, καταγγέλλουν γεγονότα ή τα της τα εξηγούν. Κάποιες φορές μιλάει ένας ρατσιστής ή σεξιστής εαυτός. Κι όχι, το κέρδος δεν είναι το κωμικό του Inside Out, αλλά η πολύτιμη παραδοχή πως μέσα σε όλους και όλες μας ζει ένας ρατσιστής, ένας σεξιστής κ.ά. Δεν γεννηθήκαμε με αυτούς τους εαυτούς αλλά τους αποκτήσαμε και δεν θα τους ξεφορτωθούμε ποτέ τελείως. Αυτή η παραδοχή υπάρχει για να μας ενώσει: ακόμα και όσοι ασχολούνται με επαγγέλματα που έχουν στόχο να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο αντιμετωπίζουν τις προκαταλήψεις τους και δεν διαφέρουν από τους υπόλοιπους. Ωστόσο, εκεί που τραβάμε τη γραμμή ανάμεσά μας είναι σε όσους πολεμούν καθημερινά με τους ρατσιστές εντός τους και όσοι τους έχουν δώσει το τιμόνι.
“Η συνέντευξή της πήγε πολύ καλά. Στο διάλειμμα την κέρασα ένα τσάι και συζητήσαμε για τα αγόρια μας. «Δυσκολεύομαι όμως με το σεξ… Ξέρεις, λόγω της κλειτοριδεκτομής».
Κανένα ανθρωπάκι μέσα στο μυαλό μου δεν έβγαλε κουβέντα για μερικές στιγμές. Η κλειτοριδεκτομή είναι λόγος ασύλου από μόνη της – δεν χρειάζονται άλλα επιχειρήματα. Πώς ερχόταν στην επιφάνεια τώρα για πρώτη φορά; Γιατί έκανε τη ζωή της και τη ζωή μου δύσκολη, να προετοιμάζουμε με τις ώρες την υπόθεση; Αυτό το τελευταίο μού το σφύριξε αχνά ένας από τους εαυτούς που δεν έχω ταυτοποιήσει ακόμα.
«Θέλεις να το πεις στη συνέντευξη; Γι’ αυτό μου το λες τώρα;»
«Όχι. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω κάνει τη μεγάλη τομή και σιγά σιγά θα περνάει».
«Θέλεις να ζητήσω να μας φέρουν γυναίκα χειρίστρια;»
«Όχι. Θέλω να τελειώνω».”
May 19, 2025
Θλιβερός τίγρης
O Θλιβερός Τίγρης της Νεζ Σινό (Εκδόσεις Εστία, μτφ. Λίζυ Τσιριμώκου) δεν είναι απλώς μια κατάθεση μνήμης, αλλά ένα ωμό απομνημόνευμα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατριό της. Αυτό που κάνει τη μαρτυρία της Σινό τόσο συγκλονιστική είναι η καθαρότητα με την οποία γράφει, προσφέροντας ένα έργο γυμνό από κατασκευάσματα – εκεί συγκεντρώνεται και η δύναμη του: στην αφήγηση των αναμνήσεων μιας ολόκληρης ζωής.
Η Σινό μάς φέρνει στο «νησί» της, έναν ολόκληρο τόπο προσωπικό, δύσβατο, με κάποιες αντιφάσεις, αλλά και τρομερή διαύγεια. Το πολυπρισματικό πορτρέτο της, από την παιδική της ηλικία ως κόρη, ως αδερφή, ως μαθήτρια, ως γειτόνισσά, στην ενήλικη που δραπετεύει από το σπίτι, αργότερα ως σύζυγος και μητέρα, η Σινό μάς δίνει πρόσβαση σε όλο τον εαυτό της.
Δεν θέλουμε να ακούμε τέτοιες ιστορίες. Όταν τις ακούμε έχουμε άποψη για το ποια μέρη θα ακούσουμε και τον τρόπο που θα τις ακούσουμε. Από την πολύ αρχή προσπαθούμε να προστατέψουμε τον εαυτό μας από την πτώση.
Κρίνουμε τι είναι «γραφικό» και τι είναι «αναγκαίο». Πότε το θύμα μιλάει, πότε σιωπαίνει. Το θύμα χαρακτηρίζεται τόσο, που μέχρι και η λέξη «θύμα» φέρει το δικό της βάρος. Έχουμε την τάση να ζητάμε από τα θύματα να κουβαλούν μαζί με το τραύμα και την ευθύνη της «κατάλληλης» αφήγησης– γιατί τα θύματα είναι που μιλάνε, οι κακοποιητές ελπίζουν μόνο στη σιωπή.
O Θλιβερός Τίγρης είναι μια πράξη αντίστασης απέναντι σε αυτό. Είναι ένα βιβλίο που τολμά να αρθρώσει την εμπειρία και να σταθεί στο κέντρο της αφήγησης, χωρίς να ζητάει τίποτα. Σε πολλά σημεία, το ύφος είναι στεγνό – σχεδόν απογυμνωμένο, όμως αυτή η λιτότητα είναι το εργαλείο της Σινό: λέξεις ακριβείς και με πρόθεση να ειπωθούν όλα. Η κακοποίηση, το προφίλ του πατριού, η σχέση της μαζί του, η σχέση με τη μητέρα αφού το της εξομολογήθηκε, η σχέση με την κόρη της όταν η κόρη της ρώτησε για τα «δύσκολα παιδιά χρόνια» της μητέρας της. Η Σινό γράφει πως ο πατριός της της αγόρασε ένα ημερολόγιο και μετά το διάβαζε για να παραβιάσει και το μυαλό της.
«Μπροστά στην ανισορροπία των δυνάμεων, δεν έχεις επιλογές. Υπάρχει ένας καιρός όπου πρέπει να κρυφτείς, να περιμένεις μες στη σκιά, να δραπετεύσεις αν το μπορείς. Θα έλθει μια μέρα η στιγμή όπου θα μπορέσεις να ξεφύγεις. Ξεφεύγεις, βρίσκεις καταφύγιο. Ωστόσο, είναι παράξενη αίσθηση το να είσαι μες στο καταφύγιο, όταν ξέρεις ότι το σκοτάδι δεν παύει να υπάρχει, όταν το αφήνεις πίσω. Είναι όπως το λέει περίπου ο Ρεϊνάλντο Αρένας μιλώντας για την εξορία: αφήνεις πίσω σου ένα σπίτι στις φλόγες, γλιτώνεις, ξαναβρίσκεσαι σώος και αβλαβής σε μια χώρα υποδοχής. Όμως, στο μεταξύ, το σπίτι εξακολουθεί να καίγεται.»
May 16, 2025
Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ: Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου
Β’ και τελικό μέρος όπου πλέκω το εγκώμιου του «Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ: Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου» του Victor Klemperer (μετφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα).
Μάλλον ο ενθουσιασμός μου έγκειται στο πόσα διαφορετικά μέρη καλύπτει αλλά και πόσα μπορεί τελικά μπορεί να προσφέρει: τα μέρη είναι γεμάτα από ιστορικές αναλύσεις γραμμένες απλά, κατανοητά και σύντομα (για όσους από εμάς δεν ξέρουμε αλλά θέλουμε να μάθουμε), πολύ σαφείς εξηγήσεις των γερμανικών λέξεων (φαντάζομαι πόσο πιο σύντομα θα διαβαστεί από κάποιον που ξέρει γερμανικά) αλλά και τα πολλά συγκινητικά παραδείγματα που Klemperer, τα οποία είναι σίγουρα η κόλα που ενώνει όλο το έργο και δίνει ζωή στην έννοια της «φιλολογικής παρατήρησης» που εξ αρχής στόχευε να ρίξει φως στην πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά που «βοηθάει» ένα κράτος να στραφεί μέσα στον εαυτό του και να ξεριζώσει ένα δικό του κομμάτι σάρκας. Είναι συγκλονιστικό και αποκαλυπτικό όχι μόνο επειδή προσφέρει μια ανατριχιαστικά λεπτομερή μαρτυρία για την καθημερινή ζωή υπό το ναζιστικό καθεστώς, αλλά κυρίως γιατί αποκαλύπτει τη δύναμη της γλώσσας να διαμορφώνει σκέψη, συνείδηση και τελικά, πολιτική πραγματικότητα.
Ο Klemperer, με τη ματιά του φιλολόγου και την αγωνία του ανθρώπου που ζει αποκλεισμένος και υπό συνεχή απειλή, καταγράφει πώς η γλώσσα του ναζισμού δεν ήταν απλώς εργαλείο επικοινωνίας αλλά ένα όπλο εξόντωσης. Μέσα από μικρές, φαινομενικά αθώες αλλαγές στο λεξιλόγιο, το καθεστώς εδραίωσε και διέδωσε την ιδεολογία του, καθιστώντας την αυτονόητη και αναπόφευκτη (και σπουδαία). Ο όρος LTI (Lingua Tertii Imperii), που επινοεί, περιγράφει αυτή τη «νέα γλώσσα» όπου το ίδιο το λεξιλόγιο επιβάλλει έναν τρόπο σκέψης, σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ομιλητής.
Ζούμε σε μια εποχή όπου η δημοκρατία δείχνει να υποχωρεί μπροστά σε αυταρχικές δυνάμεις. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι πλέον εξαίρεση αλλά σχεδόν κανόνας κι έτσι ένα από τα πιο επικίνδυνα όπλα της νέας ακροδεξιάς είναι και πάλι η γλώσσα. Ο ρόλος της ακροδεξιάς είναι όχι να έχει δίκιο, όχι να ρίξει φως, αλλά να προκαλέσει σύγχυση στα συναισθήματα, άγχος, φόβο και να ακουστεί καλά, τόσο καλά ώστε να κανονικοποιήσει τις λέξεις μέσα στα στόματα, δημιουργώντας στρατόπεδα, αντιπάλους και εχθρούς, γραφικούς και επικίνδυνους. Το να «ανοίγεις» μια λέξη είναι το πιο χρήσιμο δώρο και όπλο άμυνας, άρα ποτέ δεν θα μπορούσαμε να χάσουμε, μιλώντας μεταξύ μας για τη σημασία των πολιτικών, κι όχι μόνο, λέξεων. Εάν κάτι θέλει η ακροδεξιά είναι μια Βαβέλ που ωρύεται.
Δεν το λέω ποτέ αυτό για βιβλία, αλλά αυτό φαντάζει να είναι αναγκαίο ανάγνωσμα — όχι μόνο ως ιστορικό τεκμήριο, αλλά ως εργαλείο κατανόησης και αντίστασης. Μας δείχνει πώς ο φασισμός δεν έρχεται πάντα με στολές και εμβατήρια· έρχεται και με λέξεις, με φράσεις που σιγά σιγά γίνονται αποδεκτές, που φιλτράρονται στην καθημερινότητά μας και δηλητηριάζουν τη συλλογική σκέψη. Ο Klemperer μάς καλεί να προσέχουμε τις λέξεις — όχι από γλωσσική εμμονή, αλλά από πολιτική και ηθική ανάγκη.
Κλείνω με τα αποσπάσματα που ξεχώρισα στο Β’ μέρος της ανάγνωσης (εάν και είναι μέγα λάθος που τα ξεριζώνω έτσι, απλά ευελπιστώ να σας ανοίξω την όρεξη):
«Δὲν μοῦ ἐπιτρεπόταν πιὰ νὰ εἰσφέρω στὴ φιλοζωική Ένωση γιὰ τὶς γάτες, διότι στὰ Γερμανικὰ Αιλουροειδή εἰλικρινά, ἔτσι ὀνομαζόταν πιὰ τὸ ἐνημερωτικό φυλλάδιο τῆς ἕνωσης, ποὺ εἶχε καταντήσει κομματικὸ ὄργανο- δὲν ὑπῆρχε πλέον χῶρος γιὰ τὰ μπάσταρδα πλάσματα ποὺ διατηροῦσαν οἱ Ἑβραῖοι. Αργότερα, μᾶς πῆραν τὰ κατοικίδιά μας γάτες, σκύλους, ἀκόμα καὶ καναρίνια καὶ τὰ σκότωσαν, κι αὐτὸ δὲν ἔγινε σὲ μεμονωμένες περιπτώσεις καὶ ἀπὸ προσωπικὴ μοχθηρία, ἀλλὰ ἐπισήμως καὶ συστηματικά πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς βάναυσες πράξεις ποὺ δὲν δικάστηκαν σὲ καμιὰ Δίκη τῆς Νυρεμβέρ γης, ἀλλὰ πού, ἂν ἦταν στο χέρι μου, θὰ ἔστηνα γι’ αὐτὲς ἕνα πελώριο ικρίωμα, κι ἂς ἔχανα για πάντα τὴν ψυχή μου.»
[…]
«Βρήκαμε το δρόμο πρὸς τὴν αἰωνιότητα», λέει ο Robert Ley στὰ ἐγκαίνια ἑνὸς οἰκοτροφείου στὶς ἀρχὲς τοῦ 1938. Στὶς ἐξετάσεις τῶν μαθητευόμενων τεχνιτῶν ἔπεφτε συχνὰ ἡ ἐρώτηση παγίδα: «Τί ἔρχεται μετὰ τὸ Τρίτο Ράιχ; ». Αν κάποιος ἀδαὴς ξεγελιόταν κι ἀπαντοῦσε τὸ Τέταρτο Ράιχ», κοβόταν ὡς ἀνεπαρκής νεολαῖος τοῦ κόμματος (ἀκόμα κι ἂν οἱ γνώσεις του στὸ ἀντικείμενό του ἦταν καλές). Διότι ἡ σωστὴ ἀπάντηση ἦταν «Τίποτα δὲν ἔρχεται μετά το Τρίτο Ράιχ εἶναι ἡ αἰώνια αὐτοκρα τορία τῶν Γερμανῶν».
[…]
«Γι’ αὐτούς, ὅποιος ντύνεται διαφορετικὰ καὶ μιλάει διαφορετικὰ δὲν εἶναι συνάνθρωπός τους ἀλλὰ ζῶο ἀπὸ ἄλλο στάβλο, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμία συναντίληψη εἶναι κάτι μισητό, κάτι ποὺ τὸ δαγκώνεις γιὰ νὰ τὸ διώξεις μακριά. Ἡ «φυλή» ὡς ἔννοια τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ψευδοεπιστή μης ὑφίσταται μόλις ἀπὸ τὰ μέσα του 18ου αἰώνα. Ἀλλὰ ὡς αἴσθηση μιᾶς ἐνστικτώδους ἀποστροφῆς ἔναντι τοῦ ξένου, μιᾶς ἔμφυτης ἔχθρας ἀπέναντί του, ἡ φυλετικὴ συνείδηση εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς κατώτατης ἐξελικτικῆς βαθμίδας τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία ξεπερνιέται ὅταν μιὰ ἐπιμέρους ἀνθρώπινη ἀγέλη μαθαίνει νὰ ἀντιμετωπίζει τὰ μέλη τῆς διπλανῆς ἀγέλης ὡς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι ὡς ἕνα διαφορετικὸ εἶδος ζώου.»
[…]
«Πιστεύετε δηλαδὴ πὼς ὁ Χίτλερ ἔχει διαβάσει κάποιο ἔργο τοῦ Χέρτσλ; »
«Δεν πιστεύω πως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαβάσει ποτέ του τίποτα στὰ σοβαρά. Ανέκαθεν ἅρπαζε ψήγματα τετριμμένων ἰδεῶν, ἀνέκαθεν παπαγάλιζε και παραφούσκωνε ὅ,τι τοῦ φαινόταν χρήσιμο γιά τό παρανοϊκό του σύστημα, ὅμως σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς έγκειται ἡ ἰδιοφυΐα, ἢ ἡ σατανικότητα, τῆς παραφροσύνης του, ἢ ἀκόμα καὶ ἡ ἐγκληματικότητά της – πείτε το ὅπως θέλετε, δῶστε ὅποια εξήγηση ἐπιθυμεῖτε: στὸ ὅτι χρησιμοποιεῖ ἀπαρεγκλίτως κάθε κλεμμένο ψῆγμα μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ συνεπάρει τοὺς πρωτόγονους ἀνθρώπους, κι ἐπιπλέον να μεταμορφώσει πάλι σε ἄβουλα πρόβατα ἀκόμα καὶ ἀνθρώπους που διαθέτουν, ἢ μᾶλλον διέθεταν, μιὰ κάποια ἱκανότητα σκέψης.»
[…]
«Ἔτσι προέκυψε η φράση μὲ τὴν «ψυχὴ τοῦ ἔθνους ποὺ βράζει ἀπό ὀργή» [ die kochende Volksseele]. Βέβαια, ἡ ἔκφραση αὐτὴ δὲν φτιάχτηκε γιὰ διαρκή χρήση, ἐνῶ οἱ λέξεις «αυθόρμητος» [ spontan ] καὶ ἔνστικτο» [Instinkt] ποὺ εἶχαν ἀρχίσει να γίνονται τῆς μόδας ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀπέκτησαν μόνιμη θέση στὴ ΓΤΡ – καὶ ἰδίως τὸ «ἔνστικτο» ποὺ ἔπαιξε κυρίαρχο ρόλο μέχρι τὸ τέλος. Ὁ ἀληθινὸς Τεύ-τονας ἀντιδρᾶ αὐθόρμητα ὅταν ξυπνᾶ τὸ ἔνστικτό του. Μετὰ τὴν 20ὴ Ἰουλίου τοῦ 1944, ὁ Γκαῖμπελς ἔγραψε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δολοφονίας ἐναντίον τοῦ Φύρερ ἐξηγεῖται μόνον ὡς «ὑπερκέραση τῶν δυνάμεων τοῦ ἐνστίκτου ἀπὸ τὶς δυνάμεις μιᾶς διαβολικῆς νόησης». Ἐδῶ λοιπὸν βλέπουμε την προτίμηση τῆς ΓΤΡ γιὰ ὁτιδήποτε συναισθηματικὸ καὶ ἐνστικτῶδες ὡς ἀξίωμα: Τὸ κοπάδι τῶν κριαριῶν μὲ τὸ ἰσχυρό τους ἔνστικτο ἀκολουθεῖ τὸν ἀρχικρίαρο, ἀκόμα κι ὅταν αὐτὸς πέφτει στη θάλασσα (ἤ, ὅπως στον Rabelais, ὅταν τὸν πετᾶνε στὴ θάλασσα – γιατὶ ποιός μπορεῖ νὰ ξέρει σὲ ποια βαθμὸ ὁ Χίτλερ ρίχτηκε αυτοβούλως σ’ αὐτὸ τὸ λουτρὸ τοῦ αἵματος την 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1939, και σε ποιό βαθμὸ τὸν ἐξώθησαν τὰ προηγούμενα λάθη καὶ τὰ ἐγκλήματά του νὰ ἀναλάβει αὐτὸ τὸ παρανοϊκὸ ἐγχείρημα;).»
[…]
«ἡ μελωδία τοῦ ἐμβατήριου, ἐπιτυγχάνεται πιὸ εὔκολα ἀπ’ ὅ,τι στὴν περίπτωση τῆς ὁμαδικῆς ἀπαγγελίας, διότι στο τραγούδι, στὴ μελωδία, συναντώνται κάθε λογής διαθέσεις, ἐνῶ σὲ λόγια ποὺ ἐκφέρονται ἀπὸ κοινοῦ πρέπει ἐντὸς τῆς ὁμάδας νὰ συγκλίνουν οἱ σκέψεις. Ἡ ὁμαδικὴ ἀπαγγελία εἶναι κάτι πιὸ τεχνητό, πιὸ ἐπεξεργασμένο, καὶ διαλαλεῖ τὸ σκοπό της πιο βίαια ἀπ’ ὅσο τὸ τραγούδι.»
[…]
«Καὶ γιατί πήγατε φυλακή;», ρώτησα.
«Ε, ἀπὸ κάτι ἐκφράσεις…» [wejen Ausdrücken ], εἶπε. (Είχε προσβάλει τὸν Φύρερ καὶ τὰ σύμβολα καὶ τοὺς θεσμοὺς τοῦ Τρίτου Ράιχ.) Αὐτὸ στάθηκε για μένα ἡ ἀποκάλυψη. Ἡ φράση που μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. «Από κάτι ἐκφράσεις». Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος καὶ ὁ σκοπὸς ποὺ ἔγραφα τὰ ἡμερολόγιά μου. Ἤθελα νὰ διαχωρίσω τὸ κοντάρι τῆς ἰσορροπίας ἀπὸ τὰ χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα, καὶ νὰ σκιτσάρω μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὰ χέρια ποὺ τὸ κρατοῦσαν. Ἔτσι γεννήθηκε αὐτὸ τὸ βιβλίο – ὄχι ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά, νά, γιὰ κάτι ἐκφράσεις.»
April 25, 2025
Μέχρι το φάρο
Σίγουρα η ανάγνωση του Φάρου είναι μια εμπειρία υπαρξιακή και αισθητικά μαγευτική. Οι δαιδαλώδεις προτάσεις λειτουργούν όπως ο νους: χωρίς γραμμικότητα, χωρίς αμεσότητα, αλλά με αναθυμήσεις, επαναλήψεις και μικρές εκρήξεις ευαισθησίας. Η έλλειψη πλοκής δεν είναι ούτε πλεονέκτημα ούτε έλλειμμα· είναι ο κενός χώρος μέσα στον οποίο ξεδιπλώνονται με ενδοσκόπηση οι υπόγειες ζωές των χαρακτήρων.
Η διαρκής, σχεδόν ερωτική, υπόσχεση της εκδρομής στον Φάρο γίνεται ο θεμέλιος λίθος του κειμένου – για εμένα μεταφράστηκε ως μια μεταφορά για το μέλλον, την προσδοκία και το ατελέσφορο. Εκνευριστική στο πώς διαρκώς ματαιώνεται η υπόσχεση, αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται και η δύναμή της: στον τρόπο που το ανικανοποίητο υπονομεύει τη γραμμική αφήγηση και ξοδεύει τον χρόνο του στην αφήγηση, για τη χαρά της αφήγησης.
Η γλώσσα της Γουλφ είναι γεμάτη σκιές, κατοπτρισμούς και συμβολισμούς που ξεδιπλώνονται αργά. Στο κέντρο της δίνης βρίσκεται μια τολμηρή γυναικεία συνείδηση παρέα με τη μοναξιά τού να είσαι γυναίκα εκείνης της εποχής που γράφει, που σκέφτεται περίπλοκα και τελικά ερμηνεύει τον κόσμο μέσα από γυναικείους χαρακτήρες που θα ήταν αδύνατο να είναι μονοδιάστατοι.
Και οι έρωτες / φλερτ / εμμονές, είναι διακριτικοί και βασανιστικοί. Και όμως – δεν αποτελούν το κέντρο. Είναι απλώς νήματα που υπάρχουν σήμερα, πλησιάζοντας τη φθορά.
Στο τέλος, ο Φάρος μοιάζει επιτέλους να επιτυγχάνεται — αλλά χωρίς θριαμβολογία. Δεν είναι πια η ερωτική υπόσχεση, ούτε το ματαιωμένο παιδικό όνειρο. Βιώνεται ως το ανείπωτο που δεν εξηγείται, ούτε αποκαλύπτει ή αποκαλύπτεται, απλώς υπάρχει.
April 15, 2025
Ο ανιψιός του Ραμώ
ΑΥΤΟΣ: Κι έπειτα η φτώχεια. Η φωνή της συνείδησης και της τιμής είναι πολύ αδύναμη όταν γουργουρίζει το στομάχι. Να είστε βέβαιος πως, αν γίνω ποτέ πλούσιος, θα την απαλύνω, και είμαι αποφασισμένος να την απαλύνω με κάθε τρόπο, με τραπεζώματα, με τζόγο, με κρασί, με γυναίκες.
ΕΓΩ: Φοβάμαι όμως πως δεν θα γίνετε ποτέ πλούσιος.
ΑΥΤΟΣ: Ναι, κι εγώ το ίδιο υποψιάζομαι.
ΕΓΩ: Αν όμως τύχαινε να γίνετε, τι θα κάνατε;
ΑΥΤΟΣ: Ό,τι κάθε νεόπλουτος: θα ήμουν το μεγαλύτερο κάθαρμα που έζησε ποτέ. Θα θυμόμουν όλους αυτούς που μ’ έκαναν να υποφέρω και θα τους το ανταπέδιδα με το παραπάνω. Μ’ αρέσει να διατάζω, οπότε θα διέταζα. Μ’ αρέσει να με κολακεύουν, οπότε θα με κολάκευαν. Θα είχα στη δούλεψή μου όλη τη συμμορία των Βιλμοριάν, και θα τους έλεγα, όπως μου είπαν κι αυτοί κάποτε: Εμπρός, τιποτένιοι, διασκεδάστε με, και θα με διασκέδαζαν πάτε να συκοφαντήσετε έντιμους ανθρώπους, και θα πήγαιναν, αν δηλαδή έβρισκαν ακόμα κανέναν τέτοιο κι έπειτα, θα είχαμε κορίτσια, θα τα ξεμοναχιάζαμε όταν πια θα είχαμε μεθύσει θα μεθούσαμε, θα λέγαμε ιστορίες, θα ευχαριστιόμασταν κάθε λογής καπρίτσια και βίτσια. Χάρμα θα ήταν. Θ’ αποδεικνύαμε πως ο ντε Βολταίρ είναι ανεγκέφαλος πως ο δοξασμένος Μπυφόν δεν είναι παρά ένας ρήτορας της πλάκας· πως ο Μοντεσκιέ δεν είναι παρά ένας ντιλετάντης· θα ξαποστέλναμε τον ντ’ Αλαμπέρ πίσω στα μαθηματικά του, θα περιφρονούσαμε όλους τους μικρούς Κάτωνες σαν του λόγου σας, που μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού από ζήλια, που η ταπεινοφροσύνη τους είναι ο φερετζές της αλαζονείας τους και η νηφαλιότητά τους προϊόν ανάγκης. Και μουσική; Ω, πόση θα παίζαμε!
ΕΓΩ: Από την τόσο αξιέπαινη χρήση του πλούτου που θα κάνατε, βλέπω πόσο κρίμα είναι που είστε μπατίρης. Θα ζούσατε κοντολογίς με τρόπο που θα τιμούσε το ανθρώπινο είδος, επ’ ωφελεία των συμπολιτών σας και προς την υμετέρα δόξα.
ΑΥΤΟΣ: Με ειρωνεύεστε ή ιδέα μου είναι;
April 10, 2025
Ο αστράγαλος
«Το οικοτροφείο πληρώθηκε για είκοσι τέσσερις ώρες· μπορώ να πάω περίπατο τώρα, και όλη τη νύχτα αν θέλω. Αλλά ακόμα ξενυχτάω ελάχιστα, το πόδι μου ζεσταίνεται, διψάει για παλιές παντόφλες και δροσερά σεντόνια, κι εγώ προσπαθώ να σταματήσω στα όρια κάθε ευκαιρίας για ιεροσυλία αν ένας άντρας έχει τα μάτια του Ζυλιέν ή αν κρατάει την τσάντα του όπως ο Ζυλιέν ή με πλησιάσει με τη φωνή του, γυρίζω από την άλλη πλευρά και τρέχω στον Ζαν, στον Ζαν που δεν έχει τίποτα για να με δελεάσει να τον ερωτευτώ το σώμα του δεν με αηδιάζει, είναι φιλικό και χωρίς εκπλήξεις, πρόθυμο, εν ολίγοις ευχάριστο. Αυτό που σιχαίνομαι είναι η ανυπαρξία του, η υποταγή του, το συστηματικό χαμόγελό του, όπου εμφανίζονται κάπου κάπου συσπάσεις θλίψης.»
Υπέροχο βιβλίο, με εξαιρετικά αγχωτική ταχύτητα. Η Σαρραζέν πλησιάζει την καρδιά του αναγνώστη, κουτσαίνοντας.
Οι περιγραφές είναι αυθεντικές, αστείες και γεμάτες φαντασία, το ύφος όμοιο με αυτό ενός παιδιού που έχει μπλεξίματα και η πλοκή καθηλωμένη, όπως η ίδια, στο μοτίβο ενός ταξιδιού απόδρασης από τη συστημική καταπίεση και προς την ελευθερία. Ο έρωτας επίσης είναι στο κέντρο, γεμάτος ιδανικά και ελευθερία. Οι φιλίες της, εξίσου πολύτιμες. Όταν έγραφε για τσιγάρα και κρυφά γέλια, και δουλειά και επαναλαμβανόμενα αστεία, ένιωσα πολύ όμορφα. Οι σκέψεις της προσγειωμένες και αστείες, με μερικά πιο ποιητικά σημεία που ισορροπούν πολύ προσεκτικά. Κυριαρχεί η αίσθηση του επείγοντος.
Κρατάμε παρέα στην Άννι όσο αναρρώνει από το κάταγμα στον αστράγαλό της κι εκείνη μας λέει αστεία, κουτσαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθεί να κλείσει τη βαλίτσα που δεν κλείνει, ονειρεύεται να τρέξει, ονειρεύεται να βγει ο Ζυλιέν από τη φυλακή, φοβάται μη χάσει το πόδι, θυμάται να παίζει χαρτιά στη φυλακή και προσπαθεί να κρυφτεί αποτελεσματικά από τις αρχές. Εφηβική καρδιά, μάλλον δεν θα γερνούσε ποτέ.
April 3, 2025
Ο γυάλινος κώδων
“Είχα είκοσι μία νύχτες να κοιμηθώ.
Σκεφτόμουν ότι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν μάλλον η σκιά, τα εκατομμύρια κινούμενα σχήματα και τα αδιέξοδα της σκιάς. Σκιά υπήρχε στα συρτάρια των γραφείων, σε ντουλάπες και βαλίτσες, σκιά υπήρχε κάτω απ’ τα σπίτια, τα δέντρα και τις πέτρες, στο πίσω μέρος των ματιών και των χαμόγελων των ανθρώπων και σκιά, ολόκληρα μίλια σκιάς, υπήρχε στη σκοτεινή πλευρά της γης. Κοίταξα κάτω τους δυο κρεατί επιδέσμους που σχημάτιζαν ένα σταυρό στη γάμπα του δεξιού μου ποδιού. Εκείνο το πρωί είχα κάνει μια αρχή.
Είχα κλειδωθεί στο μπάνιο, είχα γεμίσει την μπανιέρα με ζεστό νερό κι είχα βγάλει ένα ξυραφάκι Ζιλέτ.
Όταν είχαν ρωτήσει έναν αρχαίο Ρωμαίο φιλόσοφο πώς ήθελε να πεθάνει, είχε πει ότι θα άνοιγε τις φλέβες του μέσα σε ένα ζεστό μπάνιο. Σκέφτηκα πως θα ήταν εύκολο, θα ξάπλωνα στην μπανιέρα και θα κοίταζα το κόκκινο χρώμα να ανθίζει από τους καρπούς μου, να πλημμυρίζει το διάφανο νερό, ώσπου θα βυθιζόμουν στον ύπνο κάτω από μια επιφάνεια ολοπόρφυρη σαν παπαρούνα.
Μα όταν έφτασε η στιγμή να το κάνω, το δέρμα στους καρπούς μου έδειχνε τόσο λευκό κι ανυπεράσπιστο που δεν μπόρεσα. Έμοιαζε λες κι αυτό που ήθελα να σκοτώσω δεν βρισκόταν μέσα σ’ εκείνο το δέρμα ή στον αδύναμο γαλάζιο σφυγμό που αναπηδούσε κάτω απ’ τον αντίχειρά μου, μα κάπου αλλού, κάπου πιο βαθιά, σε ένα μέρος πιο κρυφό και πολύ πιο δύσκολο να το φτάσω.”
March 26, 2025
Το ζώο που ξεψυχά
Ενώ οι περιορισμοί μιας τέτοιας ανάγνωσης είναι ξεκάθαροι από την αρχή, πάντα θα υπάρχουν μερικά λαμπερά σημεία που καμία αναγνώστρια δεν περιμένει να διαβάσει και μερικά σκοτεινά σημεία που, κάπως απροσδόκητα καταφέρνουν και ταράζουν, παρά το πολύ (στενό και) συγκεκριμένο πλαίσιο, που θέλει έναν γέρο καθηγητή, διανοούμενο και κριτικό, να απορρίπτει κάθε καθωσπρεπισμό, να αγαλλιάζει η ψυχούλα του με μπανάλ κυνικότητες (πια, όχι κατά το μιλένιαλ) και να δοξάζει το σεξ. Γιατί όχι άλλωστε;
Εάν η αναγνώστρια είναι αποφασισμένη να κολυμπήσει στις γνωστές θάλασσες που οι γυναικείοι χαρακτήρες περιορίζονται σε κωμικές φαντασιώσεις μιας διαγώνιας αντηλιάς, τότε ας το κάνει κι ας μην ξεχάσει πως οφείλει να μείνει συγκεντρωμένη στο μοναδικό γόνιμο έδαφος: στα βάσανα του καθηγητή. Κάνοντας κουπί, μπορεί κανείς να αγνοήσει τις απογοητευμένες γυναίκες μιας μεγάλης ηλικίας (περίπου τριάντα) οι οποίες παραασχολήθηκαν με την καριέρα τους και τώρα τρέχουν πικρές και πικραμένες πίσω από φριχτούς άντρες, αλλά και τις διαστρεβλωμένες λολίτες με άδεια κεφάλια αλλά ενθουσιασμένες με τη μεθυστική δύναμη που μόλις ανακάλυψαν πως έχουν. Πού αξίζει λοιπόν να σταθεί καμία; Στο εγκεφαλικό σύμπαν του καθηγητή. Έχει πραγματικό ενδιαφέρον το πώς ο καθηγητής χτίζει ένα κυνικό κόσμος όπου οι γυναίκες είναι είτε βαρετές είτε ερωτικές, είτε μια αλλόκοτη μίξη αυνανισμού εξαιτίας νεύρωσης κατά τις τέσσερις το πρωί, μόνο και μόνο για να καταλήξουμε στο παράλογο του έρωτα. Ενώ η διανόηση μιας γυναίκας ως ίσης ή ανώτερης του καθηγητή έρχεται ως απίθανη και σίγουρα ως μη ερωτική υπόθεση, η Κονσουέλα ενσαρκώνει τα παράλογα του έρωτα (μια ελαφρώς πιο περίπλοκη λολίτα). Μπορεί οι διαδρομές του καθηγητή να είναι στην καλύτερη περίπτωση αποπροσανατολισμένες, όμως καταλήγουν στον γνωστό προορισμό που μας βρίσκει σύμφωνους: Παρά τις ασκήσεις διαφυγής, ο έρωτας μάς κάνει συχνά γελοίους και είναι τελείως αδύνατο να τον αρνηθούμε.
«Τι είναι η γελοιότητα; Να παραιτείται κανείς οικειοθελώς από την ελευθερία του, αυτός είναι ο ορισμός της γελοιότητας. Περιττό να πω ότι, εάν σου αφαιρέσουν την ελευθερία σου διά της βίας, δεν είσαι γελοίος, παρά μόνο για αυτόν που σου την αφαίρεσε. Όποιος όμως παραχωρεί την ελευθερία του, όποιος δεν βλέπει τη στιγμή να την παραχωρήσει, εισέρχεται στο πεδίο της γελοιότητας, το οποίο φέρνει στο νου τα γνωστότερα έργα του Ιονέσκο και αποτελεί πηγή κωμικών στοιχείων για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να είναι τρελός, βλάκας, αντιπαθητικός, δυστυχισμένος μόνο και μόνο επειδή είναι ελεύθερος, αλλά γελοίος δεν είναι. Έχει κάποια υπόσταση ως ον. Εγώ ήμουν αρκούντως γελοίος, όσο ήμουν με την Κονσουέλα»
March 11, 2025
Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων
«Ένα βράδυ, το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο γυρνούσε στους δρόμους, ώσπου δεν μπορούσε πια να βρει τον δρόμο για το σπίτι του.»
Το Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων είναι το τέταρτο βιβλίο που διαβάζω γραμμένο από τον Ν.Σ. Μάλλον διαφέρει από τα προηγούμενα περισσότερο απ’ ότι διαφέρουν όλα τα υπόλοιπα μεταξύ τους, αλλά κατά μια έννοια καθρεφτίζονται κι αυτά εδώ, κάτι που δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη – είναι πολύ δομημένη η συγγραφική ταυτότητα του Ν.Σ.
Στο Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων μπορεί να βρει κανείς το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο (στα μάτια μου μοιάζει σε πολλά με την καρδιά ενός σκύλου), το οποίο περιπλανιέται στους δρόμους ενός καφκικού κόσμου μέχρι να τακτοποιηθεί στο Απομονωτήριο, ένα ίδρυμα φτιαγμένο για την ενδυνάμωση, που οι χώροι του προορίζονται να γεμίσουν με ζώα που πάσχουν από τέτοιες ιδιαιτερότητες. Μιας και ο Καφκικός κόσμος άπαξ και ξεκινήσει προτείνεται να πραγματωθεί, σειρά έχει να ακουστεί λαθραία το κάθε πλάσμα της σωφρονιστικής αποικίας.
Αυτό που εγώ θαυμάζω είναι που δεν θα χρειαστεί να κάνει ο Ν.Σ. εκπτώσεις στα υβριδικά του παιδιά – ζώα και βιβλία, κι αυτό καταλήγει να είναι το στοίχημα του εκδοτικού κόσμου: Μπορεί να επιτραπεί ζωή στο κρασί που δεν έχει νερό; Μιλώντας για υβρίδια, γνωρίζουμε πως ο Ν.Σ. είναι περισσότερο δραστήριος στα έργα που δεν έχουν μόνο μια ταυτότητα – έτσι κι εδώ όλοι έχουν κάνει λόγο για το υβρίδιο λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Δύσκολο να διαφωνήσει κανείς, εάν κι αυτό που εμένα μου φάνηκε πιο φρέσκο αλλά και πιο ώριμο, είναι η στροφή στο παραμύθι και όχι στις κοινωνικές αλήθειες που είναι ελαφρά μασκαρεμένες στον επιτηδευμένο αλλά επιδέξιο λόγο (αυτό κι εάν είναι μεγάλο στοίχημα στο εάν του επιτρέπεται να υπάρχει).
Οι κοινωνικές αλήθειες και οι υπαρξιακοί στοχασμοί είναι βασικό συστατικό της γέννησης (άλλωστε, ποιος από μας, που ενώ διαφωνούμε για τα πάντα, δεν συμφωνεί πως είμαστε βάρβαρα έγκλειστοι; ), αλλά το παραμυθένιο μεταμοντερνιστικό σύμπαν είναι που αστράφτει λίγο καλύτερα.