Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ: Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου

Β’ και τελικό μέρος όπου πλέκω το εγκώμιου του «Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ: Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου» του Victor Klemperer (μετφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα).

Μάλλον ο ενθουσιασμός μου έγκειται στο πόσα διαφορετικά μέρη καλύπτει αλλά και πόσα μπορεί τελικά μπορεί να προσφέρει: τα μέρη είναι γεμάτα από ιστορικές αναλύσεις γραμμένες απλά, κατανοητά και σύντομα (για όσους από εμάς δεν ξέρουμε αλλά θέλουμε να μάθουμε), πολύ σαφείς εξηγήσεις των γερμανικών λέξεων  (φαντάζομαι πόσο πιο σύντομα θα διαβαστεί από κάποιον που ξέρει γερμανικά) αλλά και τα πολλά συγκινητικά παραδείγματα που Klemperer, τα οποία είναι σίγουρα η κόλα που ενώνει όλο το έργο και δίνει ζωή στην έννοια της «φιλολογικής παρατήρησης» που εξ αρχής στόχευε να ρίξει φως στην πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά που «βοηθάει» ένα κράτος να στραφεί μέσα στον εαυτό του και να ξεριζώσει ένα δικό του κομμάτι σάρκας. Είναι συγκλονιστικό και αποκαλυπτικό όχι μόνο επειδή προσφέρει μια ανατριχιαστικά λεπτομερή μαρτυρία για την καθημερινή ζωή υπό το ναζιστικό καθεστώς, αλλά κυρίως γιατί αποκαλύπτει τη δύναμη της γλώσσας να διαμορφώνει σκέψη, συνείδηση και τελικά, πολιτική πραγματικότητα.

Ο Klemperer, με τη ματιά του φιλολόγου και την αγωνία του ανθρώπου που ζει αποκλεισμένος και υπό συνεχή απειλή, καταγράφει πώς η γλώσσα του ναζισμού δεν ήταν απλώς εργαλείο επικοινωνίας αλλά ένα όπλο εξόντωσης. Μέσα από μικρές, φαινομενικά αθώες αλλαγές στο λεξιλόγιο, το καθεστώς εδραίωσε και διέδωσε την ιδεολογία του, καθιστώντας την αυτονόητη και αναπόφευκτη (και σπουδαία). Ο όρος LTI (Lingua Tertii Imperii), που επινοεί, περιγράφει αυτή τη «νέα γλώσσα» όπου το ίδιο το λεξιλόγιο επιβάλλει έναν τρόπο σκέψης, σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ομιλητής.

Ζούμε σε μια εποχή όπου η δημοκρατία δείχνει να υποχωρεί μπροστά σε αυταρχικές δυνάμεις. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι πλέον εξαίρεση αλλά σχεδόν κανόνας κι έτσι ένα από τα πιο επικίνδυνα όπλα της νέας ακροδεξιάς είναι και πάλι η γλώσσα. Ο ρόλος της ακροδεξιάς είναι όχι να έχει δίκιο, όχι να ρίξει φως, αλλά να προκαλέσει σύγχυση στα συναισθήματα, άγχος, φόβο και να ακουστεί καλά, τόσο καλά ώστε να κανονικοποιήσει τις λέξεις μέσα στα στόματα, δημιουργώντας στρατόπεδα, αντιπάλους και εχθρούς, γραφικούς και επικίνδυνους. Το να «ανοίγεις» μια λέξη είναι το πιο χρήσιμο δώρο και όπλο άμυνας, άρα ποτέ δεν θα μπορούσαμε να χάσουμε, μιλώντας μεταξύ μας για τη σημασία των πολιτικών, κι όχι μόνο, λέξεων. Εάν κάτι θέλει η ακροδεξιά είναι μια Βαβέλ που ωρύεται.

Δεν το λέω ποτέ αυτό για βιβλία, αλλά αυτό φαντάζει να είναι αναγκαίο ανάγνωσμα — όχι μόνο ως ιστορικό τεκμήριο, αλλά ως εργαλείο κατανόησης και αντίστασης. Μας δείχνει πώς ο φασισμός δεν έρχεται πάντα με στολές και εμβατήρια· έρχεται και με λέξεις, με φράσεις που σιγά σιγά γίνονται αποδεκτές, που φιλτράρονται στην καθημερινότητά μας και δηλητηριάζουν τη συλλογική σκέψη. Ο Klemperer μάς καλεί να προσέχουμε τις λέξεις — όχι από γλωσσική εμμονή, αλλά από πολιτική και ηθική ανάγκη.

Κλείνω με τα αποσπάσματα που ξεχώρισα στο Β’ μέρος της ανάγνωσης (εάν και είναι μέγα λάθος που τα ξεριζώνω έτσι, απλά ευελπιστώ να σας ανοίξω την όρεξη):

«Δὲν μοῦ ἐπιτρεπόταν πιὰ νὰ εἰσφέρω στὴ φιλοζωική Ένωση γιὰ τὶς γάτες, διότι στὰ Γερμανικὰ Αιλουροειδή εἰλικρινά, ἔτσι ὀνομαζόταν πιὰ τὸ ἐνημερωτικό φυλλάδιο τῆς ἕνωσης, ποὺ εἶχε καταντήσει κομματικὸ ὄργανο- δὲν ὑπῆρχε πλέον χῶρος γιὰ τὰ μπάσταρδα πλάσματα ποὺ διατηροῦσαν οἱ Ἑβραῖοι. Αργότερα, μᾶς πῆραν τὰ κατοικίδιά μας γάτες, σκύλους, ἀκόμα καὶ καναρίνια καὶ τὰ σκότωσαν, κι αὐτὸ δὲν ἔγινε σὲ μεμονωμένες περιπτώσεις καὶ ἀπὸ προσωπικὴ μοχθηρία, ἀλλὰ ἐπισήμως καὶ συστηματικά πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς βάναυσες πράξεις ποὺ δὲν δικάστηκαν σὲ καμιὰ Δίκη τῆς Νυρεμβέρ γης, ἀλλὰ πού, ἂν ἦταν στο χέρι μου, θὰ ἔστηνα γι’ αὐτὲς ἕνα πελώριο ικρίωμα, κι ἂς ἔχανα για πάντα τὴν ψυχή μου.»

[…]

«Βρήκαμε το δρόμο πρὸς τὴν αἰωνιότητα», λέει ο Robert Ley στὰ ἐγκαίνια ἑνὸς οἰκοτροφείου στὶς ἀρχὲς τοῦ 1938. Στὶς ἐξετάσεις τῶν μαθητευόμενων τεχνιτῶν ἔπεφτε συχνὰ ἡ ἐρώτηση παγίδα: «Τί ἔρχεται μετὰ τὸ Τρίτο Ράιχ; ». Αν κάποιος ἀδαὴς ξεγελιόταν κι ἀπαντοῦσε τὸ Τέταρτο Ράιχ», κοβόταν ὡς ἀνεπαρκής νεολαῖος τοῦ κόμματος (ἀκόμα κι ἂν οἱ γνώσεις του στὸ ἀντικείμενό του ἦταν καλές). Διότι ἡ σωστὴ ἀπάντηση ἦταν «Τίποτα δὲν ἔρχεται μετά το Τρίτο Ράιχ εἶναι ἡ αἰώνια αὐτοκρα τορία τῶν Γερμανῶν».

[…]

«Γι’ αὐτούς, ὅποιος ντύνεται διαφορετικὰ καὶ μιλάει διαφορετικὰ δὲν εἶναι συνάνθρωπός τους ἀλλὰ ζῶο ἀπὸ ἄλλο στάβλο, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμία συναντίληψη εἶναι κάτι μισητό, κάτι ποὺ τὸ δαγκώνεις γιὰ νὰ τὸ διώξεις μακριά. Ἡ «φυλή» ὡς ἔννοια τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ψευδοεπιστή μης ὑφίσταται μόλις ἀπὸ τὰ μέσα του 18ου αἰώνα. Ἀλλὰ ὡς αἴσθηση μιᾶς ἐνστικτώδους ἀποστροφῆς ἔναντι τοῦ ξένου, μιᾶς ἔμφυτης ἔχθρας ἀπέναντί του, ἡ φυλετικὴ συνείδηση εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς κατώτατης ἐξελικτικῆς βαθμίδας τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία ξεπερνιέται ὅταν μιὰ ἐπιμέρους ἀνθρώπινη ἀγέλη μαθαίνει νὰ ἀντιμετωπίζει τὰ μέλη τῆς διπλανῆς ἀγέλης ὡς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι ὡς ἕνα διαφορετικὸ εἶδος ζώου.»

[…]

«Πιστεύετε δηλαδὴ πὼς ὁ Χίτλερ ἔχει διαβάσει κάποιο ἔργο τοῦ Χέρτσλ; »

«Δεν πιστεύω πως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαβάσει ποτέ του τίποτα στὰ σοβαρά. Ανέκαθεν ἅρπαζε ψήγματα τετριμμένων ἰδεῶν, ἀνέκαθεν παπαγάλιζε και παραφούσκωνε ὅ,τι τοῦ φαινόταν χρήσιμο γιά τό παρανοϊκό του σύστημα, ὅμως σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς έγκειται ἡ ἰδιοφυΐα, ἢ ἡ σατανικότητα, τῆς παραφροσύνης του, ἢ ἀκόμα καὶ ἡ ἐγκληματικότητά της – πείτε το ὅπως θέλετε, δῶστε ὅποια εξήγηση ἐπιθυμεῖτε: στὸ ὅτι χρησιμοποιεῖ ἀπαρεγκλίτως κάθε κλεμμένο ψῆγμα μὲ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ συνεπάρει τοὺς πρωτόγονους ἀνθρώπους, κι ἐπιπλέον να μεταμορφώσει πάλι σε ἄβουλα πρόβατα ἀκόμα καὶ ἀνθρώπους που διαθέτουν, ἢ μᾶλλον διέθεταν, μιὰ κάποια ἱκανότητα σκέψης.»

[…]

«Ἔτσι προέκυψε η φράση μὲ τὴν «ψυχὴ τοῦ ἔθνους ποὺ βράζει ἀπό ὀργή» [ die kochende Volksseele]. Βέβαια, ἡ ἔκφραση αὐτὴ δὲν φτιάχτηκε γιὰ διαρκή χρήση, ἐνῶ οἱ λέξεις «αυθόρμητος» [ spontan ] καὶ ἔνστικτο» [Instinkt] ποὺ εἶχαν ἀρχίσει να γίνονται τῆς μόδας ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀπέκτησαν μόνιμη θέση στὴ ΓΤΡ – καὶ ἰδίως τὸ «ἔνστικτο» ποὺ ἔπαιξε κυρίαρχο ρόλο μέχρι τὸ τέλος. Ὁ ἀληθινὸς Τεύ-τονας ἀντιδρᾶ αὐθόρμητα ὅταν ξυπνᾶ τὸ ἔνστικτό του. Μετὰ τὴν 20ὴ Ἰουλίου τοῦ 1944, ὁ Γκαῖμπελς ἔγραψε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δολοφονίας ἐναντίον τοῦ Φύρερ ἐξηγεῖται μόνον ὡς «ὑπερκέραση τῶν δυνάμεων τοῦ ἐνστίκτου ἀπὸ τὶς δυνάμεις μιᾶς διαβολικῆς νόησης». Ἐδῶ λοιπὸν βλέπουμε την προτίμηση τῆς ΓΤΡ γιὰ ὁτιδήποτε συναισθηματικὸ καὶ ἐνστικτῶδες ὡς ἀξίωμα: Τὸ κοπάδι τῶν κριαριῶν μὲ τὸ ἰσχυρό τους ἔνστικτο ἀκολουθεῖ τὸν ἀρχικρίαρο, ἀκόμα κι ὅταν αὐτὸς πέφτει στη θάλασσα (ἤ, ὅπως στον Rabelais, ὅταν τὸν πετᾶνε στὴ θάλασσα – γιατὶ ποιός μπορεῖ νὰ ξέρει σὲ ποια βαθμὸ ὁ Χίτλερ ρίχτηκε αυτοβούλως σ’ αὐτὸ τὸ λουτρὸ τοῦ αἵματος την 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1939, και σε ποιό βαθμὸ τὸν ἐξώθησαν τὰ προηγούμενα λάθη καὶ τὰ ἐγκλήματά του νὰ ἀναλάβει αὐτὸ τὸ παρανοϊκὸ ἐγχείρημα;).»

[…]

«ἡ μελωδία τοῦ ἐμβατήριου, ἐπιτυγχάνεται πιὸ εὔκολα ἀπ’ ὅ,τι στὴν περίπτωση τῆς ὁμαδικῆς ἀπαγγελίας, διότι στο τραγούδι, στὴ μελωδία, συναντώνται κάθε λογής διαθέσεις, ἐνῶ σὲ λόγια ποὺ ἐκφέρονται ἀπὸ κοινοῦ πρέπει ἐντὸς τῆς ὁμάδας νὰ συγκλίνουν οἱ σκέψεις. Ἡ ὁμαδικὴ ἀπαγγελία εἶναι κάτι πιὸ τεχνητό, πιὸ ἐπεξεργασμένο, καὶ διαλαλεῖ τὸ σκοπό της πιο βίαια ἀπ’ ὅσο τὸ τραγούδι.»

[…]

«Καὶ γιατί πήγατε φυλακή;», ρώτησα.

«Ε, ἀπὸ κάτι ἐκφράσεις…» [wejen Ausdrücken ], εἶπε. (Είχε προσβάλει τὸν Φύρερ καὶ τὰ σύμβολα καὶ τοὺς θεσμοὺς τοῦ Τρίτου Ράιχ.) Αὐτὸ στάθηκε για μένα ἡ ἀποκάλυψη. Ἡ φράση που μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. «Από κάτι ἐκφράσεις». Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος καὶ ὁ σκοπὸς ποὺ ἔγραφα τὰ ἡμερολόγιά μου. Ἤθελα νὰ διαχωρίσω τὸ κοντάρι τῆς ἰσορροπίας ἀπὸ τὰ χίλια δυὸ ἄλλα πράγματα, καὶ νὰ σκιτσάρω μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὰ χέρια ποὺ τὸ κρατοῦσαν. Ἔτσι γεννήθηκε αὐτὸ τὸ βιβλίο – ὄχι ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά, νά, γιὰ κάτι ἐκφράσεις.»

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 16, 2025 06:30
No comments have been added yet.