Ρένα Λούνα's Blog, page 7

August 9, 2024

Ένα θηρίο στον Παράδεισο

«Η Μπλανς πήγαινε από τον έναν στον άλλο, σαν βάρκα ανάμεσα σε δύο όχθες, συνεχίζοντας να θεωρεί τον Λουί όπως τον θεωρούσε πάντα, κομμάτι μιας οικογένειας που δεν βασιζόταν στο αίμα αλλά σε μια τραγωδία.»

Το πρώτο μικρό κεφάλαιο είναι αποκαλυπτικό: από τη μια περιγράφεται η σφαγή του γουρουνιού στον Παράδεισο, τη γαλλική επαρχεία, και από την άλλη περιγράφεται η σεξουαλική αφύπνιση της νεαρής Μπλανς. Από τις πρώτες γραμμές που ανακατεύεται η ερωτική επιθυμία με το αίμα που ποτίζει το χώμα, καταλαβαίνει κανείς που στοχεύει να καταλήξει η συγγραφέας, τόσο βάση της αισθητικής της, αλλά και του περιεχομένου της ιστορίας της.

Αμέσως ήρθε στο μυαλό κάποια σύνδεση με τα Τριαντάφυλλα επί Πιστώσει της Έλσα Τριολέ. Θες η γαλλική επαρχεία που υπόσχεται την ήρεμη, ειδυλλιακή ζωή στο αγρόκτημα και στις καλλιέργειες; Θες η αφήγηση αυτής της ζωής να προσφέρεται για την ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα; Όπως και να ‘χει, η Κουλον δεν αντιστέκεται στις διδαχές της Τριολέ και διατηρεί την αφήγησή της αδιάφορη μέχρι τη φιλοδοξία για απογείωση στις τελευταίες σελίδες.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 09, 2024 07:33

August 1, 2024

Γράμμα στη Ντ.: Ιστορία ενός έρωτα

Ο Αντρέ Γκορζ γράφει κάπως περήφανα πως ο Ζαν Ντανιέλ είχε σχολιάσει τον Αντρέ και την Ντορίν με τον εξής τρόπο: «προσηλωμένοι με εμμονή ο ένας στον άλλο». Φαίνεται πως επένδυσε ο Αντρέ σε αυτή την τοποθέτηση και αποφάσισε η έξοδός του από τη ζωή να γίνει ταυτόχρονα με την έξοδο της Ντορίν. Ο Μιχάλης Μήτσου κάνει μια σύνδεση με αυτή τη συμπεριφορά ως ένα χαρακτηριστικό ζευγαριών που είχαν αφιερωθεί στον σοσιαλισμό κι ενώ δεν μου άρεσε η πολιτική εντός της αγάπης, είναι σαφές πως μάλλον έχει κάποιο δίκιο. Πολύ με στεναχώρησε αυτό το βιβλίο, όσο με είχε στεναχωρήσει και ο Αγνός Εραστής του Πλαντ.

Ο Αντρέ γράφει «δεν θέλω να τα περιγράψω, αλλά να δώσω το νόημά τους» και το πετυχαίνει, φέρνοντας την ιστορία της ιστορίας τους. Θέλει εξιλέωση για το λάθος του, το πώς στο βιβλίο του «ο Προδότης» προδίδει την εντυπωσιακή, δυνατή Ντορίν, κι έτσι επανορθώνει δημόσια. Μάλιστα, φέρνει κι αποδείξεις. Στον Προδότη την περιγράφει ως ένα απροσανατολισμένο πλάσμα που δεν μιλάει Γαλλικά, χαμένη σε μια χώρα μακριά από τη Βρετανία της, ενώ η Ντορίν ήταν η πράξη στη θεωρία του, ο βράχος που έκανε την αγάπη τους πραγματική. Εκείνη του είπε πως οι άνδρες δεν ξέρουν να χωρίζουν και πως εάν δεν βρει μέσα του έναν τόπο συμφιλίωσης ώστε να παντρευτούν θα τον αφήσει. Μάλιστα, πίστευε τόσο στον άνδρα της και στα γραψίματά του που του έφτιαξε το γιγάντιο, υπέροχο αρχείο που τον ακολούθησε σε κάθε δημοσιογραφική δουλειά του. Οι εργοδότες του Αντρέ ήξεραν πόσο σημαντική είναι η Ντορίν, οι φίλοι του ήξεραν το μεγαλείο της, άρα αναρωτιέται, γιατί την υποτίμησε έτσι, τότε;

Υπήρξε τυχερός, πιο τυχερός από πολλούς υπαρξιστές. Τα σοβαρά ρούχα, τα καπνά και τα παριζιάνικα δοκίμια γύρω από το βάρος της ψυχής ήταν πολύ σαγηνευτικά, αλλά ο Αντρέ είχε εκλάμψεις διαφάνειας και διαπίστωσε πως τίποτα δεν φέρει περισσότερο βάρος από την αφοσίωση σε κάτι διαφορετικό από άλλους όμοιούς του και τις κιτρινισμένες σελίδες των βιβλίων, καλύτερα να αφοσιωθεί στην Ντορίν. Κατά την αρχική εκδήλωση της ασθένειάς της, γράφει: «χάραξα στην πέτρα το όνομά σου με μια λεπίδα» και μάλλον αυτή ήταν η χάραξη του τέλους τους.

«Μόλις έγινες ογδόντα δύο χρονών. Είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική και επιθυμητή. Πάνε πια πενήντα οκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σ’ αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Τελευταία σε ξαναερωτεύτηκα για άλλη μια φορά και έχω πάλι μέσα μου ένα σπαρακτικό κενό που το γεμίζει μονάχα το σώμα σου αγκαλιασμένο σφιχτά με το δικό μου. Τη νύχτα βλέπω καμιά φορά έναν άντρα, μέσα σ’ ένα έρημο τοπίο, να περπατά σ’ έναν άδειο δρόμο πίσω από μια νεκροφόρα. Είμαι αυτός ο άντρας. Εσένα μεταφέρει η νεκροφόρα. Δεν θέλω να παραβρεθώ στην καύση σου· δεν θέλω να παραλάβω ένα δοχείο με τις στάχτες σου. Ακούω τη φωνή της Καθλίν Φεριέ που τραγουδάει «Die Welt ist leer, Ich will nicht leben mehr»* και ξυπνάω. Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά από τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί.»

*Ο κόσμος είναι άδειος, δε θέλω πια να ζω.

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 01, 2024 06:11

Τελετουργίες

Οι «Τελετουργίες» είναι τα μικρά διηγήματα, που επιχειρήσουν να χωρέσουν εντός τους την περιγραφή μυστικιστικών διαδικασιών που έμεναν κρυφά πριν οι συγγραφείς τους τα αποκαλύψουν.

Ποιητικές συστάδες λέξεων που προσεγγίζουν το άγνωστο θείο, το υπέρτατο και την ενόραση αυτού, βασισμένη στις αισθήσεις, τα χρώματα και τις εντυπώσεις που αφήνει ένα μαγικό κι άγνωστο κομμάτι γης που ακόμη μένει να ανακαλυφθεί. Αργότερα έρχεται κι ο άνθρωπος.

Η βιβλική γη είναι γεμάτη εκθαμβωτικές παρατηρήσεις, γεννήσεις και το πέρας των αιώνων, που συναντούν το γκροτέσκο και αλλόκοτο του Ιερώνυμου Μπος. Θυμάμαι μικρή με συνέπαιρνε η σκέψη πως δεν έχουμε ανακαλύψει ένα τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου, τα ύψη και τα βάθη που παραμένουν ανέγγιχτα από την αξιοποίηση του κάθε ανθρώπινου τερτιπιού. Πάντα καταστρέφεται κάτι τόσο ξεχωριστό για να δώσει χώρο σε κάτι τόσο κοινότυπο. Σχεδόν λυπήθηκα που οι μυστηριώδεις τρύπες, τα πυκνά σύννεφα και η μαύρη λάσπη με τις πρασινάδες, δεν ζούσαν μόνα τους.

«Μα, τα βράδια του παιχνιδιού, γαλήνη και ηρεμία πλανάται στον αέρα μαζί με τη νυχτερινή αύρα. Κι όλο το χωριό μοσχομυρίζει δάσος και στις αυλές καθισμένοι οι χωρικοί, περιμένουν τον ερχομό του νυχτολούλουδου. Τότε τελειώνει και το παιχνίδι. Το μπουλούκι διαλύεται και με κεφάλι γεμάτο σύννεφα βοτάνων αποζητά το κρεβάτι του. Μόλις ησυχάσουν οι δρόμοι πλησιάζουν την αυλή οι γάτες. Κυλιούνται στις πλάκες κυνηγώντας ζουζούνια, φωτοβολώντας με τα χρωματιστά τους μάτια. Η Μορέλλα τους προσφέρει πλούσια γεύματα και αυτές την προστατεύουν από τις επίμονες σκιές.»

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 01, 2024 02:37

Ο άνδρας που καθόταν στον διάδρομο

Τι μπερδεμένο όνειρο.

Το διάβασα αρκετές φορές προκειμένου να μου επιτρέψω να νιώσω λίγο ανόητη που δεν το κατάλαβα. Αλλά μάλλον κάποια στιγμή ερχόμαστε στην αποδοχή πως πολλά λογοτεχνικά βιβλία γράφτηκαν ως σκηνές, ως ποίηση.

Η Ντυράς περιγράφει ωμές πράξεις όπως θα περιέγραφε κανείς τις κινήσεις ενός λουλουδιού. Από τη μια είναι συγκινητικό, από την άλλη τοποθετεί τον αναγνώστη σε μια θέση συνύπαρξης με βάναυσους όρους, ως επιθυμία και στοργή.

Κανείς που στέκεται αντιμέτωπος με τη δυσαρέσκεια, καλείται να αποφασίσει εάν το ανακατεμένα έρχεται εξαιτίας του γκροτέσκου ή των επαναλαμβανόμενων ασύνδετων προτάσεων που αποκηρύσσουν κάθε νοηματική ασφάλεια.

Σαγηνευτική είναι η άδενδρη πεδιάδα, η επιμονή στα πράσινα μάτια, οι μουσώνες και το σχεδόν ερωτικό τρίγωνο. Αλλά η σκιά του άνδρα που καλύπτει το σχήμα της, η αφηγήτρια ως συμμετέχουσα που της λέει όσα της συμβαίνουν ως μυστήριος μάρτυρας, έρχονται χαοτικά και κάνουν τον χρόνο να κυλάει πολύ αργά, παρά τις λίγες σελίδες. Κάπου εκεί θυμήθηκα το Η γυναίκα της άμμου.

Ας μη ψάξει κανείς τη συνοχή. Στη δικιά μου φεμινιστική ανάγνωση, η γυναίκα προσφέρει και ο άνδρας απαντά σκληρά, με τόσους διαφορετικούς τρόπους: σωματικούς, λεκτικούς, με ανία, με συγκρατημένη ευρηματικότητα. Λες και πρόκειται για τους πρωτόπλαστους ενός βίαιου κόσμου που τώρα χτίζεται. Μια ακόμα συμβουλή: μάταιο να προσπαθήσει κανείς να εισχωρήσει στην ιστορία. Υποψιάζομαι πως είναι ένα σαδομαζοχιστικό όνειρο της Ντυράς και στην περίπτωση που αναστηθεί, θα φυλακιστεί ο αναγνώστης εκεί, στην κλειστοφοβική υπαρξιακή απεραντοσύνη με τις φαρδιές πέτρες.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 01, 2024 01:24

July 31, 2024

Παρθενικές

«Το πρώτο που σκέφτηκα ακούγοντας όνομα Μπαλζάκ ήταν πώς πως το όνομα αυτό ταίριαζε απόλυτα σε στραγγαλιστή παιδιών»

Δεν νομίζω πως οι ιστορίες τέτοιου τύπου φιλοδοξούν να αγγίξουν καινούριος λογοτεχνικούς ορίζοντες ή καν ψηλούς. Μάλλον στοχεύουν στο να θυμίσουν σε όσους ενδιαφέρονται να νοσταλγήσουν και ταυτόχρονα να διασώσουν το χαριτωμένο μπέρδεμα των παιδιών όταν η συνείδησή τους, τους επιτρέπει να αποκτήσουν ενδιαφέρον και περιέργεια για τον κόσμο των μεγάλων.

«Οι Παρθενικές» είναι οι παρθενικές αγωνίες της ανακάλυψης των πρώτων αισθήσεων, της ντροπής, της κοινωνικότητας, του τι απαγορεύεται και τι επιβάλλεται. Όλο το μυστήριο γύρω από γυμνά σώματα και τα μυστικά τους, το θράσος της αγένειας, το μεγαλείο της τρυφερότητας, το ζωηρό πάθος, τα μικρά μυστικά και όσα θυμόμαστε και μας ακολουθούν μέχρι σήμερα. Μάλλον είναι λίγο – πολύ άχρηστα για τους άλλους (όπως και τα όνειρά μας). Ενδιαφέροντα τα βρίσκουμε εμείς, οι άλλοι άμεσα εμπλεκόμενοι και φυσικά, οι ψυχαναλυτές μας (πάλι, όπως και τα όνειρά μας). Αυτοί ειδικά, οι τελευταίοι, θησαυρίζουν κάθε σαχλοσαχλαμάρα μας από τα παιδικά μας χρόνια ως τομή που μας σύστησε τι είναι τι και πώς μέχρι σήμερα το ορίζουμε έτσι.

Συμπάθησα τον Maurice Pons γιατί οι πρωταγωνιστές του ήταν και μικρά κορίτσια και αγόρια. Επίσης, παραπάνω συμπάθεια του δίνω εξαιτίας των τρόπων του· κράτησε μια ευχάριστη ισορροπία στις λογοτεχνικότητες των ενηλίκων και στις παιδικές διατυπώσεις, φέρνοντας τις περιγραφές του και στο ενδιαφέρον των υπολοίπων.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 31, 2024 06:46

Επιστροφή στη Ρενς

Ο θάνατος του πατέρα του, φέρνει τον ώριμο πια Εριμπόν πίσω στη Ρενς, όπου και μας ταξιδεύει στην παιδική και εφηβική ζωή του. Μια αυτοβιογραφική ανάλυση που θα είναι σημείο αναφοράς στο μέλλον μας, ξεκινάει με τον νεαρό να πηδάει πάνω από τα εμπόδια, να διαχωρίζεται και να δραπετεύει από ένα προκαθορισμένο μέλλον.

Μια από τις πρώτες αναμνήσεις του είναι ο μεθυσμένος πατέρας να σπάει μπουκάλια, ενώ η ήρεμη μητέρα τον κρατάει στην αγκαλιά της και επισημαίνει: «πρόσεχε τα παιδιά». Ακριβώς όσα περιέγραψε και ο Λώρενς για τον εργάτη πατέρα.

Αυτά τα βιβλία που δεν είναι λογοτεχνία, ούτε αυτοβιογραφία, ούτε φιλοσοφικά δοκίμια, μάλλον εμπεριέχουν όλα όσα χρειάζεται αυτή αναγνώστρια, ειδικά από τόσο σημαντικούς στοχαστές που μπορούν να τοποθετήσουν τα πράγματα σε αρκετή απόσταση ώστε να προσφέρουν μια τόσο σημαντική ανάλυση πάνω στο γιατί τα λαϊκά στρώμα ψηφίζουν δεξιά, αλλά και εκφράσεις όπως: «ήμουν μισός τροτσκιστής – μισός γκέι»

Εντυπωσιακό το πώς ο Εριμπόν εντοπίζει, αναλύει και αποδημεί τους μηχανισμούς μίσους του κόσμου μας, ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνία και ταυτόχρονα απογυμνώνει και ξαναντύνει την οικογένειά του με τόση διορατικότητα και καλές προθέσεις. Τι σπάνιο!

Ο Λουί και η Ερνώ είναι σημαντικοί συγγραφείς, κυρίως για το περιεχόμενο που μοιράζονται και το πώς συνδυάζουν το βίωμά τους με την πολιτική τοποθέτηση. Ξέρω πως όταν τους διαβάζω δεν διαβάζω απαραίτητα λογοτεχνία, αυτό είναι το νόημα εξάλλου. Χαίρομαι που σε περιόδους διχασμένης αριστεράς (κάτι που αναλύει ο Εριμπόν) να διαβάζω αυτόν τον σύγχρονο φιλόσοφο να γράφει τέτοια συγκινητικά λόγια για την Ερνώ. Ένα τόσο μεγάλο μυαλό σα το δικό του, καταλαβαίνει την αξία του να γράφει η Ερνώ για τη μάχη στο δικαίωμα στις αμβλώσεις, ενώ στη δικιά μας απελπιστικά μικρόμυαλη ‘διανόηση’ αντιμετωπίζουμε καθημερινά αριστερούς να μας κάνουν micromanaging στον φεμινισμό και να μας εξηγούν με τόνους ασύνδετης βιβλιογραφίας πως όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα. Πού είναι οι Εριμπόν αυτής της χώρας;

Οι άνθρωποι που μπορούν και θέλουν να ζωγραφίσουν μια μεγάλη εικόνα, όπως τη βλέπουν, απλά για τη μαγεία της μετάδοσης της γνώσης είναι ο μοναδικός πλούτος μας. Μακάρι να συζητιόταν πιο συχνά πως ο χρόνος που περνάνε τα queer παιδιά σε επιθετικά μικροπροάστεια, δεν θα πάει χαμένος.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 31, 2024 05:14

July 29, 2024

Ημερολόγιο της καρδιάς

«Έχω εισχωρήσει στο σύμπαν. Δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα, αφού μπορώ ν’ αντέξω τη δυστυχία της ζωής μου και να γευθώ το καλό. Μακάρι ό,τι αγαπώ να διαερκέσει πιο πολύ από μένα!»

Σοβαρά δεσμευμένη πλέον με τις επιστολές, συναντήθηκα με το Ημερολόγιο της καρδιάς της Σάνδη.
Το «αποσπάσματα από προσωπικές αναμνήσεις» το 1833 είναι πλαισιωμένο με αόρατα φιλοσοφικά στοιχεία. Δεν το βρήκα μαγνητικό, αλλά ευτυχώς δεν άργησα να εντοπίσω τις αλλαγές που φέρουν οι επιστολές της Σάνδη. Σε κάποιες συνομιλεί με τους εραστές, άλλες με τον εαυτό της, σε κάποιες με φίλους. Ο τόνος της αλλάζει, το περιεχόμενο επίσης· αυτό που κυριεύει όλες τις σελίδες, απ’ άκρη σ’ άκρη, είναι σίγουρα το βάθος της καρδιάς όλο εμφατικά στοιχεία και τα ευγενή αισθήματα.

Η σχέση της με τον Μυσσέ μου φάνηκε ανυπόφορη. Για την ακρίβεια, όταν είχα διαβάσει το «Οι δυο ερωμένες και άλλες νουβέλες» του ίδιου, είχα νιώσει συνεπαρμένη και σχεδόν λυπήθηκα που δεν θα τον γνώριζα ποτέ. Φαίνεται και τόσο γοητευτικός, εάν και σίγουρα θα είχαν πάρει τα μυαλό του αέρα, είναι εμφανές. Η Σάνδη μεταφέρει πως ο Χάινε είπε για τον Μυσσέ: «Είναι ένας νέος με πολύ παρελθόν». Βέβαια και η Σάνδη ήταν πολύ πιο απασχολημένη – καλά έκανε. Σχεδόν χάνω το μέτρημα με τους εραστές και με απογοητεύει το πόσο έντονα τα νιώθει όλα, για όλους. Αυτή η επιπολαιότητα της φαίνεται να την έκανε και γενναιόδωρη, εάν και βιαστική στις αποφάσεις της. Η ίντριγκα δεν φαίνεται να ξεκουράζεται.
Περισσότερο μου άρεσαν οι επιστολές που απευθύνονταν στον Παγκέλλο και αυτές στον εαυτό της: «Καθημερινές συζητήσεις με τον πολυμαθή κι έμπειρο Δρ. Πιφφέλ». Με κούρασαν οι αναφορές στη φύση και στον χριστιανισμό, όπως και αυτές στην αυτοχειρία. Ούτε ο ρομαντισμός ξεκουράστηκε, αλλά έπρεπε να το περιμένω αυτό.

Ίσως τα λαμπρότερα κομμάτια να μην αφορούν την καρδιά, εάν τολμήσω να ισχυριστώ κάτι τέτοιο: (σελ. 102) μια υπέροχη ανάλυση για την εκπαίδευση και (σελ. 105) σκέψεις για τα νωθρά και δυσκίνητα μυαλά που προσπαθούν να κρατήσουν τον κόσμο δέσμιο του παρελθόντος).

Τέλος, επιτέλους κάποια/ος που βάζει τον Φλωμπέρ στη θέση του, πολύ το απόλαυσα (και ο Φλωμπέρ επίσης!):

«Ο αναγνώστης επιθυμεί πρώτα απ’ όλα να εισχωρήσει στη σκέψη μας, κι αυτό εσύ του το αρνείσαι υπεροπτικά. Τον κάνεις να πιστέψει πως τον περιφρονείς, πως θέλεις να το περιπαίξεις. Εγώ σε κατανόησα επειδή σε γνωρίζω. Αν μου είχανε φέρει το βιβλίο σου ανυπόγραφο, θα μου είχε φανεί καλό αλλά παράδοξο και θα αναρωτιόμουν αν είσαι αμοραλιστής, σκεπτικιστής, αδιάφορος ή βαθύτατα απογοητευμένος.»

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 29, 2024 05:01

July 25, 2024

Σπουδή στο μπλε

Όσο μου άρεσε η Σπουδή στο μπλε, τόσο με εκνεύρισαν τα διάσπαρτα σχόλια γύρω από το αναγνωστικό μας άγχος να δώσουμε στο βιβλίο μια ταυτότητα. Καθημερινά προσπαθούμε να απαλλαγούμε οι ίδιοι από τα δικά μας αόρατα δεσμά, αποφεύγουμε τη μικροκουβεντούλα, αλλά ένα βιβλίο με σκόρπιες παραγράφους οφείλει να μας συστηθεί;

Μάλλον είναι ένα ακόμα βιβλίο σχέσης. Σχέση ανάμεσα στη Νέλσον και σε ένα χρώμα – δεν μου ακούγεται παράλογο, νομίζω όλοι έχουμε τέτοιες όμορφες παραξενιές. Καμία φορά όταν κανείς μου λέει πόσο τους αρέσει το κίτρινο ή το πορτοκαλί ανατριχιάζω. «Εννοείς το βαθύ κίτρινο ή το βαθύ πορτοκαλί, σωστά; Αυτό που λέμε κροκί;», καταλήγω να λέω, προσφέροντας άλλη μια ευκαιρία. «Όχι, όχι, το φωτεινό!», απαντούν, και ξέρω πως οι δρόμοι μας χωρίζουν.

Τέλος πάντων – έβαψα πριν κάποια χρόνια τη κρεβατοκάμαρά μου βαθύ πρωσικό μπλε ή τουλάχιστον έτσι είχα βρει πως το έλεγαν. Μετά συνειδητοποίησα πως σίγουρα είναι λάθος αυτός ο ισχυρισμός και πως πρόκειται για ένα πολύ βαθύ μπλε (μάλλον το dot 17 στο εξώφυλλο της Nelson), σχεδόν ελαφρύ μαύρο. Πάνω – πάνω, κοντά στην κορνίζα του ταβανιού περάστηκε ένα εξίσου βαθύ κυπαρίσσι, όλα αυτά για να ταιριάζει το δωμάτιο με τον τεράστιο kangra ινδικό πίνακα (μη τα ρωτάτε). Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι απλά μια συζήτηση για χρώματα, ούτε μια συζήτηση για τη μεταφυσική της συμπάθειας των χρωμάτων που μας περιβάλλουν. Η Νέλσον είπε «I’m feeling blue» χρησιμοποιώντας λίγες αλλά και πολλές λέξεις, έφερε άχρηστες πληροφορίες (τι καλύτερο; Πήξαμε στα χρήσιμα), φυσική, χημεία, φιλοσοφία, εγκυκλοπαιδικά, ποιητικά και μια ολόκληρη περίοδο της ζωής της, που για τον αναγνώστη δεν είναι παρά θραύσματα που δεν κολλάνε, αλλά για την ίδια φαντάζομαι είναι ο χάρτης στα τυφλά, ενώ κρατούσε το κεφάλι πάνω από τη θάλασσα.

Το μπλε που μου αρέσει: το σύμπαν, ο βραδινός ουρανός, η χειμερινή θάλασσα, τα ζαφειρένια κοσμήματα, τσάι με ανθοκυανίνες, το μπλε μαύρο των σκαθαριών, η αστερένια νύχτα του βαν Γκογκ, οι ίριδες του ίδιου που έχω σε ένα πόστερ δίπλα στο γραφείο μου, οι πανσέδες που νομίζω ζουν για λίγο, ένα ακόμα άγριο ψευτοείδος αγάπανθων που φυτρώνει στους λόφους δίπλα σε αυτές τις μπλε πιο σπάνιες μαργαρίτες, το ότι ο Υμηττός φαίνεται μπλε τα απογεύματα από πολύ πολύ μακριά, η μπλε γραμμή του word που κοιτάω όταν προσπαθώ να βρω κάποια λέξη, το μπλε- πορτοκαλί εξώφυλλο του On Earth We’re Briefly Gorgeous του Ocean Vuong.

«72. Είναι βεβαίως ευκολότερο να βρει κανείς αξιοπρέπεια στην απομόνωση. Η μοναξιά είναι μια απομόνωση προβληματική. Μπορεί άραγε το μπλε να μου λύσει αυτό το πρόβλημα, ή, έστω, να μου κρατήσει συντροφιά; – Όχι, όχι ακριβώς. Το μπλε δεν μπορεί να μ’ αγαπήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο· δεν έχει χέρια. Αλλά πού και πού αισθάνομαι την παρουσία του σαν ένα κλείσιμο ματιού. – Να ‘σαι πάλι, μου λέει, να ‘μια κι εγώ.»

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 25, 2024 05:31

July 23, 2024

Ομοερωτικά σαν τα άλλα ερωτικά

Είμαι τυχερή· όλο καλά ποιήματα πέφτουν στα χέρια μου τελευταία. Ή μπράβο μου, κάνω καλές παρέες και τοποθετούνται στα χέρια μου ωραία ποιήματα. Μου άρεσε που ενώ υπάρχει Ειρήνη και Πόλεμος κάποιας χαμένης Τροίας, η ποιήτρια φαίνεται σα να έχει σβήσει τις νευρωτικές φωτιές κι έχει κρατήσει αυτές τις αγνές και τρυφερές που κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη.

Ενώ τα Ομοερωτικά σαν τα άλλα ερωτικά είναι λίγες σελίδες και μικρά σε έκταση δεν μπορώ να διαλέξω ποιο μου άρεσε καλύτερα. Τελικά θα πάω με αυτό:

Αυτός ο έρωτας ήταν αλαζονεία,
δεν μπορεί παρά να ήταν.
Τόση ψυχική ευμάρεια
τόση σωματική ευωχία
τόση πνευματική πενία,
με ποιο δικαίωμα;
Τι άλλο να ήταν;
Σωστά τιμωρήθηκα ο άνθρωπος,
ένιωσα ευτυχέστερη από άλλους.
Κι από την επισφάλειά μου, χαμπάρι.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 23, 2024 02:19

Lunch Poems

Άραγε, το να είναι κανείς τόσο cool όσο ο Frank O’Hara είναι ένα χάρισμα ή τρομερή επιμονή; Άραγε πέρασε ώρες για να γράψει τόσο απλά και τόσο βαθιά; Δεν ξέρω.

Φαίνεται πως κυκλοφορούσε στο Μανχάταν με ποίηση τσέπης στην τσέπη του και δεν παρέλειπε ποτέ το μεσημεριανό του γεύμα.

Μόλις 82 μικρές τετράγωνες σελίδες πίσω από το πορτοκαλί εξώφυλλο, με μόλις 37 ποιήματα να κρατήσουν παρέα στον αναγνώστη ενώ τρώει το μεσημεριανό του.

Κάπου στα 40 του και αφού είχε κάνει την εμφάνισή του στους ποιητικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, ένα απόγευμα που ήταν μαζί με φίλους στο Fire Island, το αμάξι τους έμεινε και ενώ δίπλα στο σταματημένο όχημα σκέφτονταν ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις τους, ένας νεαρός οδηγός πέρασε και παρέσυρε τον Frank στον θάνατό του.

Αστείος και άνετος, το κάνει να φαίνεται σχεδόν αδύνατο που είχε τόσο μοντέρνο ύφος τότε. Δεν λείπουν νότες ρατσισμού παρά το ότι σαν γκέι άντρας άνηκε στις τραγικές φιγούρες της εποχής· υποθέτω κάπου θα υπάρχει κάποια σχετική ποιητική / βιογραφική ανάλυση για όποιον έχει περισσότερες αντοχές από εμένα αυτές τις ημέρες.

Αυτό που είναι εμφανές είναι πόσο πολύ αγαπούσε τη Νέα Υόρκη και με πόση ακρίβεια και επιμονή γίνεται προσιτός, μιλώντας για φαγητά και ποτά, τσιγάρα και κρεβάτια. Παραπάνω φαίνεται να τον γοήτευε η ίδια του η ζωή στο πλαίσιό της, το σμαρτ κάζουαλ στυλ, το κάπως χύμα σαγηνευτικό, το πώς αλλάζει απότομα θέμα και καταλήγει να είναι απροειδοποίητα πετυχημένο.

Σημείωση στον εαυτό: Πότε θα πάρεις το θεατρικό The Boys in the Band του Mart Crowley, εφόσον η ταινία σου άρεσε τόσο;

Λίγος Frank του 54’ εδώ:

My new home will be full
of wood, roots and the like,
while I pace in a turtleneck
seater, repairing my bike


I watched the palisades shivering in the snow
of my face, which had grown preternaturally pure,
Once I destroyed a man’s idea of himself to have him.
If I’d had a samovar then
I’d have made him tea
and as hyacinths grow from
a pot he would love me

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 23, 2024 02:01