Ρένα Λούνα's Blog, page 6
September 12, 2024
Διακοπές στην Αβησσυνία
Δεν περίμενα πως εντός του Σεπτεμβρίου θα διαβάσω κατά λάθος για τις αφαιρέσεις και τις κοιλάδες του Χαράρ και από τον Ρεμπώ και από την Παναγιωτάτου – αλλά μερικές φορές συμβαίνουν περίεργες και ωραίες συμπτώσεις.
Το ταξίδι με τις Ελληνίδες συγγραφείς με έφερε εδώ (παράλληλα με το άλλο ταξίδι με τις επιστολές) και δεν νιώθω απογοητευμένη, μάλλον είναι από τις καλύτερες επιλογές της κατηγορίας αυτής, από αυτά που βρέθηκαν στα χέρια μου φέτος.
Ενώ η Τέσση στην Κυψέλη, στον Λυκαβηττό, στα Εξάρχεια και στις πορείες με έφερε στο σύνηθες σύγχρονο μωσαϊκό του αθηναϊκού ρεαλισμού, στο οποίο έχω αρχίσει να παθαίνω κάποια ανυπόστατη αλλεργία, υπήρξε η καλοδεχούμενη έκρηξη της αναζήτησης του εξωτικού τόπου (με όλους τους τρόπους που μπορείς να αναζητήσεις το άυλο), με σημείο εκκίνησης δικηγόρους, τραπεζικές θυρίδες, κορωνοϊό, σε τόπους με χρώμα άμμου, tinder και ερωτικές ιστορίες, λίγες λίρες, πολύ μουσική, εξελικτική θεωρία και φυσικά, οικογενειακά μυστικά. Εκτίμησα τις εναλλαγές της αφήγησης, έφεραν την αναγνώστρια σε μια πιο ζωντανή θέση. Περισσότερο απ’ όλα εκτίμησα τις ύαινες και τη φιλοσοφημένη κίνηση των εναλλασσόμενων τοπίων στη γυναικεία ψυχή που ψάχνει ρίζες και δεν έχει ιδέα τι θα κάνει όταν τις βρει. Ίσως τις βράσει και τις πιει.
«Η συνύπαρξη ανθρώπου και ζώου, αυτό ήθελα να σου πω πριν, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα, αν το δούμε φιλοσοφικά, είπε στον Αλέκο που καθόταν στο σαλόνι και την περίμενε. Ο Αλέκος δεν είπε τίποτα Σαν σύστημα με δομικά χαρακτηριστικά, αλλάζεις ένα πράγμα και αλλάζουν οι ισορροπίες. Αυτό εννοώ. Επίσης, αφού θέλουν να τις ταΐσουν, γιατί δεν τους αφήνουν το φαγητό σε μια άκρη να πάνε να το πάρουν όποτε θέλουν; Προφανώς δεν θέλουν απλώς να τις ταΐσουν, θέλουν να τους δώσουν φαγητό στο στόμα. Θέλουν το βλέμμα, θέλουν να δουν στα μάτια της ύαινας πως τους αναγνωρίζει σαν κομμάτι του κόσμου. Νομίζω πως θέλουν να τις εξημερώσουν, που σημαίνει και να τις υποτάξουν. Επίσης οι ύαινες ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών και δεν έχουν καμία σχέση με σκύλους. Τέσση, σ’ ακούω τις νύχτες που κλαις. Αν θες, όποτε θες, μπορώ να έρθω στο κρεβάτι σου. Ή να έρθεις εσύ στο σαλόνι. Ή να πάμε έξω. Ή τίποτα από όλα
αυτά. Ό,τι θες.»
September 6, 2024
A Single Man
Είχα δει την ομώνυμη ταινία πριν τα δεκαοκτώ. Από τότε μου ερχόταν πάντα πρώτη στο μυαλό όταν με ρωτούσαν ποια είναι η αγαπημένη μου ταινία. Ποτέ δεν μπόρεσα να τη δω χωρίς να κλάψω. Δεν άργησα να ερωτευτώ τον Colin Firth.
Αρκετά χρόνια μετά, πήρα το βιβλίο από το Book Depository (αιωνία η μνήμη του) και το καταχώνιασα βαθιά στη βιβλιοθήκη, γνωρίζοντας πως όταν θα έρθει η ώρα του, θα πρέπει να είμαι έτοιμη και να εξοπλιστώ κατάλληλα για κλάματα. Αφού κάλυψα τις ευαίσθητες επιφάνειες του σπιτιού με αδιάβροχο εξοπλισμό, μπορώ να παραδεχτώ πως ο Isherwood είναι όσο υπέροχος φανταζόμουν.
Και στην ταινία και στο βιβλίο το πένθος του Τζωρτζ αντιμετωπίζεται ως ένας δυσάρεστος φίλος που έχει ορίσει σιωπηλά τη ζωή του, δικαίως. Αυτό πραγματεύεται και ο συγγραφέας: το πόσο δίκιο έχει ο Τζωρτζ που είναι αμετακίνητος για το τέλος του. Η ευγένεια και η διακριτικότητά του πληγώνει με έναν ιδιαίτερα αγγλικό τρόπο. Ο μοναδικός στον οποίον ο Τζωρτζ θα μοιραζόταν το πένθος του, είναι ο νεκρός του.
Ο Τζωρτζ είναι ο έξυπνος, όχι πικρός και κυρίως ο τρυφερός εραστής που μπορεί να υπάρξει αποκλειστικά στο παρελθόν. Ταινία και βιβλίο, πανέμορφα και ήσυχα με έναν ονειρικό τρόπο – μάλιστα το εξώφυλλο δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό. Διαρκώς είχα στο μυαλό μου αυτή τη βουβή ηρεμία που έχει κανείς κάτω από τη θάλασσα: Ευτυχία ή απελπισία, δεν έχει τόση σημασία, κάτω από τη θάλασσα επικρατεί σιωπή. Οι ημέρες του Τζωρτζ θυμίζουν έναν κόσμο που ο χρόνος έχει τελειώσει, έχει μείνει μόνο η νοσταλγία της παρατήρησης, το μόνο που υπάρχει είναι η βεβαιότητα της θύμησης κάποιων καθιερωμένων κανόνων. Η διαφορά του Τζωρτζ στην ταινία με αυτόν στο βιβλίο είναι μάλλον ταξική. Ο Τζωρτζ στην ταινία του Φορντ απολαμβάνει ανέσεις που ο Τζωρτζ του Isherwood δεν γνωρίζει. Κατά τα άλλα μου φάνηκαν και οι δύο απελπιστικά μόνοι.
Η σκηνή που με σπάει στην ταινία βρίσκεται κάπου στη μέση, άρα όταν τη διάβασα στην αρχή αιφνιδιάστηκα, δεν είχα προλάβει να οχυρωθώ.
«Jim wasn’t a substitute for anything. And there is no substitute for Jim, if you’ll forgive my saying so, anywhere.»
Αλλά το έργο είναι γνωστό για τον απαράμιλλο ρομαντισμό αυτών των λέξεων:
«Think of two people, living together day after day, year after year, in this small space, standing elbow to elbow cooking at the same small stove, squeezing past each other on the narrow stairs, shaving in front of the same small bathroom mirror, constantly jogging, jostling, bumping against each other’s body by mistake or on purpose, sensually, aggressively, awkwardly, impatiently, in rage or in love. »
September 4, 2024
Το ημερολόγιο ενός ασήμαντου
14 Αυγούστου
Φόρεσα το κοραλί μου φόρεμα και έβαλα πορτοκαλί σκιά γκλίτερ. Προς τι η τόσο αλέγρα διάθεση; Ο Αύγουστος απελευθερώνει τον πιο περιπετειώδη εαυτό μου. Πήγα στο black duck για να γράψω και να δροσιστώ στον συμπαθητικό τους κήπο. Μετά ήρθε ο φίλος μου και ενώ είχα γράψει μόνο μια παράγραφο του πρότεινα να φύγουμε. Ενώ διάβασε αυτή τη μια παράγραφο, μου είπε πως η λέξη «σπογγαλιειευτές» δεν υπάρχει και να το κάνω «σφουγγαράδες». Έπρεπε να προσβληθώ; Τελικά, του είπα πως ίσως και να επιτρέπεται να δημιουργώ τις δικές μου λέξεις. Ξέρω πως δεν επιτρέπεται.
Πήγαμε στην Πολιτεία. Ο καύσωνας απαγόρευε τέτοιες περιπέτειες της άγριας αναγνωστικής ψυχής, αλλά θέλαμε να απολαύσουμε την άδεια Αθήνα. Ανακοίνωσα πως δεν θα πάρω τίποτα, μου είπε να μην είμαι τόσο αυστηρή και θα μπορούσα να πάρω μονάχα ένα βιβλίο. Του είπα πως αποκλείεται, γιατί τα αδιάβαστα που έχω κουβαλάνε κάποια ύβρη εναντίον μου. Επίσης: δεν χρειάζομαι τίποτα.
Τελικά πήρα την Απόγνωση του Ναμπόκοφ και το Ημερολόγιο ενός Ασήμαντου των Τζορτζ και Γουίντον Γκρόσμιθ. Το δεύτερο δεν το ήξερα, αλλά μου γυάλισε και η έκπτωση το έκανε ακόμα πιο δελεαστικό.
Κατευθυνθήκαμε προς Γιάντες αλλά είχαν κλείσει για καλοκαίρι. Καταλήξαμε στο Mystic Pizza. Σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα αλλά ο ιδιοκτήτης μου είπε καλύτερα να περιμένω να επιστρέψει ο κύριος που πήγε πριν από εμένα. Ο φίλος μου μού είπε πως το εξώφυλλο από το Ημερολόγιο ενός Ασήμαντου αφαιρείται και εντός εμφανίζεται ένα άλλο, χωρίς κανένα σχέδιο. Εντυπωσιαστήκαμε και οι δύο.
4 Σεπτεμβρίου
Τελείωσα το Ημερολόγιο ενός Ασήμαντου. Είναι πάνω από τριακόσιες βαρετές σελίδες που κάπως επιτυγχάνουν να συγκρατήσουν το ενδιαφέρον. Τρομερό; Μου θύμισε το Τρεις σε μία βάρκα (χωρίς να υπολογίσουμε τον σκύλο). Είναι γεμάτο με μάταιες σκέψεις ενός Άγγλου με κρύα λογοπαίγνια και ανούσιες καταγραφές της ημέρας του. Όλοι οι χαρακτήρες νομίζουν πως είναι οι εξυπνότεροι της παρέας, αλλά συμπεριφέρονται με τρόπο μάλλον χαζό ή έχουν μέτριες εκλάμψεις. Μήπως ο συγγραφέας κάνει πνεύμα, δημιουργεί επίτηδες αμήχανες αστικές στιγμές και σατιρίζει το αγγλικό χιούμορ; Καταλήγω πως το να είναι κανείς καυστικός επειδή είναι συνηθισμένος, είναι καλή πρακτική. Μάλλον μου άρεσε.
September 2, 2024
Γράμματα από το Χαράρ
Μια πραγματική εποχή στην κόλαση
25 Μάιου 1881
[…] Να μπορέσουμε επιτέλους να χαρούμε μερικά χρόνια αληθινής ξεκούρασης σ’ αυτή τη ζωή· και ευτυχώς που αυτή η ζωή είναι η μόνη, και αυτό είναι προφανές, αφού δεν μπορούμε να φανταστούμε μια άλλη με πλήξη μεγαλύτερη απ’ ότι σ’ αυτήν εδώ!
Δικός σας,
Ρεμπώ
Πώς να σχολιαστούν οι επιστολές κάποιου προς την οικογένειά του; Μέσα από τα μάτια του Ρεμπώ παρατηρούμε αμυδρά τα υψίπεδα του Χαράρ, αλλά κυρίως βλέπουμε έναν άλλον Ρεμπώ, έμπορο, ταξιδιώτη, εκτεθειμένο, βαρετό, κουρασμένο, εμμονικό. Οι επιστολές του ήταν τόσο ποιητικές όσο είναι τα τηλεφωνήματα που κάνουμε στους γονείς μας στο τέλος της ημέρας, για να τους παραπονεθούμε, να τους αναλύσουμε τα όνειρά μας και όσα εμπόδια αντιμετωπίζουμε. Βέβαια θα ήταν κοντόφθαλμο να πιστεύουμε πως οι ποιητές στέκονται με ένα ξεκούμπωτο λευκό πουκάμισο μπροστά από ένα κερί που λιώνει και γράφουν ενώ στάζει στο χαρτί η πένα τους.
Ενώ διαβάζει κανείς τις ατελείωτες, παράλογες, αναγνωστικές λίστες του Ρεμπώ, τα άγχη για τις άδειες που θα χρειαστεί, τα όπλα και τα καραβάνια, είναι αναπόφευκτη η σκέψη: Γιατί; Πρόκειται για το κυνήγι μιας γιγάντιας, ανύπαρκτης χίμαιρας. Στο εξώφυλλο φαίνεται πεισμωμένος να κρατάει τον εαυτό του μπροστά από μια μπανανιά στο Άντεν· έτσι κρατούσε και το σχέδιο της ζωής του, το οποίο δεν εγκατέλειψε, ακόμη και όταν ο θάνατος του έκανε νόημα πως ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει, γενικότερα.
Φιλοδοξούσε σε έναν καθωσπρέπει ευρωπαϊκό γάμο και μια άνετη ζωή, προκειμένου να μη δουλεύει, παρά μόνο όταν θα ήθελε. Αυτό το σχέδιο τον πρόδωσε πολλές φορές, αλλά αρνήθηκε να γυρίσει στον δυτικό κόσμο, προσαρμόστηκε στο κλίμα της Σομαλίας και αφέθηκε στα εσωτερικά του αδιέξοδα. Λυπήθηκα πολύ για το τέλος του, η τυπικότητα και η διεκπεραιωτικότητα είναι η πιο σκληρή υπενθύμιση, πως το πιο σύνηθες τέλος, δεν ζητάει την άδεια κανενός και δεν περιμένει τίποτα.
Τυχοδιώκτης και νομάς, σήμερα όλες του οι επιχειρηματικές δραστηριότητες είναι παράνομες. Ανά σημεία, η πικρή, σύντομη διαύγειά του μπορεί να τσακίσει.
August 30, 2024
Ο Λέανδρος
Το ταξίδι με τις επιστολές με έφερε στον Λέανδρο. Λίγες επιστολές εντός του και όλοι με ρωτούσαν εάν έχω διαβάσει τις οδύνες του νεαρού Βερθέρου του Γκαίτε κι έτσι έβαλα μια άνω τελεία, ευτυχώς.
Επέστρεψα στον Λέανδρο και καταλήγω πως θα μπορούσε κανείς να το αντιμετωπίσει με διαφορετικούς τρόπους. Υποθέτω, πως η τίμια, η σωστή ακαδημαϊκή ανάγνωση, τονίζει την επιτακτική ανάγκη της Φαναριώτικης ελίτ να φέρει τη συνειδητοποίηση της ελληνικής ταυτότητας, τον φωτισµό και την ιδεολογία του Ελληνισµού. Αναλύσεις επί αναλύσεων, που οδηγούν στο ότι η εξέλιξη της πλοκής συνδέεται µε το µέλλον του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η αιρετική ανάγνωση, θα έλεγε πως ο πρώτος μυθιστοριογράφος του ελληνικού κράτους είναι ο Γκαίτε, μιας και ενώ η έμπνευση που έφερε μια σειρά από ερωτευμένους αυτόχειρες σε όλη την Ευρώπη του δίνουν όλα τα εύσημα, κατ’ εμέ, της αιρετικής.
Η γλώσσα του Σούτσου έχει αρκετά ευχάριστα σημεία, όπως την περιγραφή του φεγγαριού και της φύσης γενικότερα, αλλά τα διάσπαρτα αποσιωπητικά και θαυμαστικά, η μελαγχολία, η ροπή προς την αυτοκτονία και η περιπλάνηση, είναι ικανά να ζωντανέψουν στον αναγνώστη τον Βέρθερο. Η ευχάριστη έκπληξη του Σούτσου ήταν το ότι έδωσε φωνή στην Κοραλία, το δυσάρεστο αλλά καμία έκπληξη εδώ, είναι πως ο Λέανδρος δεν χάνει ευκαιρία να συγκρίνει την Κοραλία του με τις άλλες, των ελευθέρων ηθών που δεν αξίζουν ούτε χαστούκι. Και ο Γκαίτε είχε πολλά θρησκευτικά στοιχεία, άλλωστε.
Η κορύφωση έρχεται στην απολύτως πανομοιότυπη περιγραφή της Λόττε / Κοραλίας / Μαντόνας που η νεαρή γυναίκα κρατάει ένα μικρό παιδί και το φροντίζει. Κι ένα όνειρο του Τόνι Σοπράνο νομίζω ήταν ακριβώς έτσι. Δεν θα συμπληρώσω κάτι, αλλά η ψυχολόγος του Τόνι ερμήνευσε πως αυτός ο ίδιος είναι το μωρό που θέλει να φροντιστεί.
Καταλήγω, πως ίσως είναι ένα εξαντλητικό παλάτι από άμμο, το να χτίζει κανείς μια γυναίκα που είναι δεσμευμένη με άλλον και να τη θέλει εξαιτίας της θρησκευτικής ηθικής της, η οποία δεν της επιτρέπει να αφήσει τον άλλον.
August 28, 2024
Αύγουστος
«Θυμάσαι που σ’ έλεγα μικρή μου Ρώμη; […] Τώρα φαίνεται πως δεν έκανα λάθος. Η μοίρα της μιας ίσως είναι και η μοίρα της άλλης»
Κάπου εδώ τελειώνουν τα αδιάβαστά μου του Williams. Καταλήγω πως το καλύτερο ήταν ο Στόουνερ, ακολουθεί ο Μακελάρης, μετά ο Αύγουστος και τέλος η Νύχτα, την οποία έτσι κι αλλιώς ο ίδιος είχε αποκηρύξει. Ο Williams μου είχε φανεί σπουδαίος και μου φαίνεται ακόμη· από τους ελάχιστους που μέσα στην απλότητα χτίζουν παλάτια.
Βέβαια, ο Αύγουστος δεν μου φάνηκε απλός, τουλάχιστον στα δύο πρώτα μέρη.
Από το πρώτο μέρος, η καρδιά μου σκίρτησε με την Κλεοπάτρα και τον Αντώνιο. Σαν ζευγάρι επιτρέπουν και στον Williams να λάμψει, ενώ τις άλλες επιστολές που μεταφέρουν πληροφορίες, συμμαχίες και άλλες δολοπλοκίες, τις διάβασα πιο ανόρεχτα. Εκεί έγινε σαφές γιατί Williams παρότρυνε τον αναγνώστη να διαβάσει τον Αύγουστο αποκλειστικά ως λογοτεχνικό έργο, μιας και την ιστορία τη διάνθισε όπως του άρεσε. Μου φάνηκε το πιο φιλόδοξο βιβλίο του και πιστεύω πως πέτυχε αυτό που ήθελε: ολόκληρη η ζωή του Αυγούστου Καίσαρα χώρεσε σε πεντακόσιες περίπου σελίδες. Μου φάνηκε ακριβές, στα λίγα που ήξερα και κατάφερε να μετατρέψει τα μουντά γεγονότα, με τα οποία ο σύγχρονος αναγνώστης δε σχετίζεται, σε γεγονότα ολοζώντανα.
Τα σημεία που μου έκαναν περισσότερη εντύπωση είναι αυτά ανάμεσα στη σχέση Αυγούστου και Ιουλίας, όπως και το τελευταίο μέρος του βιβλίου που, επιτέλους, ο Καίσαρας παίρνει τον λόγο, ικανοποιεί την περιέργεια και καλύπτει τις απορίες.
Καταλήγω πως η μεγαλύτερη αρετή του συγγραφέα είναι να διατηρεί το ενδιαφέρον σε μακριές χρονικές περιόδους, εκπαιδεύει τη σταδιακή συμπάθεια και αντιπάθεια εντός ενός πολτού της ανθρώπινης εμπειρίας και κρίσης. Κάπου στο τέλος, ο αναγνώστης αντιμετωπίζει πληθώρα συγκρουόμενων σκέψεων, εξαιτίας της μαεστρίας του Williams να συνθέσει ολοκληρωμένα και περίπλοκα πορτραίτα, όπως αυτό του Οκτάβιου. Η πικρία που μάζεψα μέσα μου για την εξορία της Ιουλίας, μαλάκωσε με τον τρόπο που της το ανακοίνωσε, αλλά και στον επίλογό του, κάτι που φοβόμουν πως δεν θα αντιμετώπιζε.
August 26, 2024
Η τιμή και το χρήμα
“Δουλευτάδες είμαστε, ποιόνε έχουμε ανάγκη;”
Εκτενές διήγημα ή νουβέλα, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1912, σοσιαλιστικό και φεμινιστικό.
Ενώ χαρακτηρίζεται ως κοινωνική ρομαντική ιστορία, νομίζω πως το πολιτικό ζήτημα του φύλου είναι η κεντρική ιδέα. Αχ πόσο μεγάλωσε η Ρήνη μέσα σε λίγες σελίδες! Τιμή μου να μοιραζόμαστε το ίδιο όνομα.
Πολύ ενδιαφέρουσα η Κέρκυρα των αρχών του 20ου αιώνα. Οι ήρωες ολοζώντανοι και ευτυχώς ανέπτυξε κυρίως την σιόρα Επιστήμη, την Ρήνη και τον Ανδρέα – οι υπόλοιποι είναι βοηθητικές φιγούρες – τόσο ο πατέρας της Ρήνης, όσο και ο Σπύρος, ο θείος του Ανδρέα.
Η ιδιαίτερη γλώσσα της εποχής, πόσο μάλλον το κερκυραϊκό ιδίωμα, καταλαβαίνω πως μπορούν να εξαντλήσουν κάποιον σήμερα, κι εγώ στην αρχή κλωτσούσα σε κάθε σελίδα αλλά άπαξ και τη συνηθίσει κανείς, νομίζω περισσότερο προσθέτει στο κλίμα, παρά αφαιρεί στην κατανόηση.
Το κεντρικό θέμα της αφήγησης αφορά την προίκα, τα λεγόμενα τάλαρα που θα πάρει όποιος φορτωθεί τη Ρήνη, η οποία υφαίνεται ως ζεστή, έξυπνη, όμορφη και δουλευταρού. Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν πως η Σιόρα Επιστήμη δεν είναι παρά ο τσιγγούνης πατέρας της Ευγενίας Γκραντέ, αλλά με μεγάλη έκπληξη είδα να σχηματίζεται μια χειραφετημένη μάνα που δουλεύει ολημερίς στο εργοστάσιο, μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά της, ενώ παρασιτεί δίπλα της ο μεθύστακας σύζυγος, περισσότερο βάρος, παρά σύμμαχος στα δεινά της ζωής. Η Ρήνη παίρνει μαθήματα για την αγάπη, την εκμετάλλευση και τη χειραφέτηση, ταχύρρυθμα και πολύτιμα.
Διαβάζω το ενδιαφέρον επίμετρο της Έρης Σταυροπούλου και ανάμεσα σε άλλα, μαθαίνω πως ο Θεοτόκης ίσως να επιθυμούσε να εμπνεύσει την Ειρήνη Δεντρινού «με θαυμασμό και άπειρη φιλία», να πάρει τις καταστάσεις στα χέρια της. Ενδιαφέρον δεν είναι, πως οι λογοτεχνικοί έρωτες κάνουν κύκλους;
August 16, 2024
Το τελευταίο όνειρο
Είναι ενδιαφέρον το πώς ο Αλμοδόβαρ αναλύει και αναλύεται ανάμεσα στην έννοια της δημιουργίας και τους ρόλους «σκηνοθέτης» και «λογοτέχνης». Χαρτογραφεί τους δρόμους ανάμεσα σε αυτούς τους τίτλους, το τι θα έκανε τον καθένα «καλό», τι βουνά και θάλασσες πρέπει να διασχίσει κανείς φιλόδοξος καλλιτέχνης και πότε και πώς θα του επιτραπεί να είναι το ένα, το άλλο ή και τα δύο.
Το βρήκα πολύ χαριτωμένο, μιας και δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό: το πήρα ως δεδομένο, πως εφόσον δημοσιεύθηκε μια συλλογή διηγημάτων του – κάποια τελείως κινηματογραφικά, κάποια αυτοαναφορικά, κάποια με περισσότερη λογοτεχνική δομή – είναι συγγραφέας και ικανός. Βέβαια, βλέπω πως και η σφαίρα του κόσμου τοποθετήθηκε εκεί που θα περίμενε κανείς: είναι σκηνοθέτης, άρα δεν είναι συγγραφέας. Λάμπει στο σινεμά και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ωστόσο, τα διηγήματά του είναι πολύ συμπαθητικά, με τα κινηματογραφικά τους, καλτ, χαρακτηριστικά, ακριβώς έτσι όπως είναι. Σε κρατάει πολύ γερά, όχι μέσω της περιστολισμένης (ναι, δικιά μου λέξη) γλώσσας, αλλά μέσω της λογοτεχνικής του δράσης.
Σε σημεία μου ήρθε για ευνόητους λόγους ο Μπουνιουέλ, ο οποίος βέβαια ποτέ δεν ανέφερε τη λέξη «οδηγός» ή «ρόλος», αλλά επιχείρησε να μιλήσει καθαρά και ξάστερα για τη ζωή του, σε αντίθεση με τον Αλμοδόβαρ που στη συλλογή του έχει μπλέξει (με ευχάριστο, αιφνίδιο τρόπο) μικρά σενάρια, μικρές ιστορίες που θα μπορούσαν ή όχι να του έχουν συμβεί, σενάρια βγαλμένα από παραμύθι που ίσως το μπάντζετ τους θα ήταν αναίτια μεγάλο και λίγες σπαραχτικές σελίδες για τη μητέρα του και άλλα αγαπημένα πρόσωπα. Το βιβλίο παίρνει τον τίτλο του από τις τελευταίες στιγμές της μητέρας του, αλλά αντί να είναι η αναλυτική θύμηση της ημέρας και η δικιά τους ιστορία, είναι το σύντομο ταξίδι του γιου που προσπαθεί να τοποθετήσει μέσα του, μια φράση της.
Στην εισαγωγή του κάνει λόγο για «αποσπασματική αυτοβιογραφία, ατελή και κάπως αινιγματική» και με ενθουσίασε που ξεκαθάρισε με τόσους τρόπους πως πρόκειται για την κορυφή στο παγόβουνό του.
August 9, 2024
Περίγραμμα
Το Δεύτερο Σπίτι της Κασκ με μάγεψε τόσο που έσπευσα να αποκτήσω την τριλογία και το «Άρλινγκτον Παρκ» λες και θα ζω για πάντα, λες και τα αδιάβαστα είναι φυσικό να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του Πρώτου Σπιτιού. Τέλος πάντων.
Το «Περίγραμμα» ήταν η αποκλειστική μου παρέα στο φέρι της επιστροφής από Φολέγανδρο. Η Κασκ φαίνεται να απολαμβάνει την ημιαυτοβιογραφία της, (μη) συστήνοντάς μας τη Φαίη, την πρωταγωνίστριά της, η οποία ταξιδεύει στην Αθήνα για ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Η Φαίη συνομιλεί με διάφορους ανθρώπους, συνεπιβάτες, ανθρώπους που περιμένουν δίπλα της, αγνώστους σε μια πτήση, φίλους της και μαθητές του σεμιναρίου. Προς το τέλος επιδίδεται σε κολύμπι σε ένα ξερονήσι της Αττικής, πριν γευματίσει με φίλους.
Όσοι της μιλούν, έχουν την ακριβώς αντίθετη διάθεση από την ίδια σχετικά με τις αποκαλύψεις: για εκείνη μαθαίνουμε τα απολύτως ελάχιστα, ενώ οι άλλες προσωπικότητες που συναντά, αποκαλύπτουν μύχιες σκέψεις, αγωνίες, επιθυμίες και φαντασιώσεις. Απλή γραφή, μικρά κεφάλαια, η θεματική ξεκινάει από το πολύ γενικό, ώστε να καταλήξει στο πολύ συγκεκριμένο, το οποίο θα γίνει γενικό ξανά.
Μου έλειψε η διανοητικότητα, η πλοκή και η περιπλοκότητα που ήταν παντού ορατά στο Δεύτερο Σπίτι. Θα ολοκληρώσω την τριλογία και θα επανέλθω.
Ας πούμε πως είμαι εγώ
Όπως απολαμβάνω τον David Sedaris και τον Etgar Keret, έτσι πέρασα υπέροχα και με τη Ραϊμο. Σχεδόν ενοχλήθηκα με όσους έκαναν λόγο για ναρκισσισμό. Πώς μπορεί να γράψει κάποια για τον εαυτό της χωρίς να έχει κέντρο τον εαυτό της; Ναι μεν είναι ‘εύκολη’ δουλειά, μιας και καταγράφεις τις ερμηνείες σου για τον κόσμο, κρίνεις τους άλλους και διαχωρίζεσαι, αλλά ταυτόχρονα, εκτίθεσαι. Εκτίθεσαι και ταυτόχρονα ανακατασκευάζεσαι με έναν τρόπο που δεν υπάρχει άλλος όμοιός του. Άλλωστε, τα είπε όλα στην πρώτη σελίδα: «Όταν σε μια οικογένεια γεννιέται ένας συγγραφέας, λένε πως αυτή η οικογένεια, πάει, τελείωσε. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως συνέβαινε πάντα, από καταβολής κόσμου, ενώ αυτός που θα ‘χει άσχημα ξεμπερδέματα θα ‘ναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που θα προσπαθεί μάταια να σκοτώσει μανάδες, πατεράδες, και αδέρφια, μόνο και μόνο για να τους ξαναβρεί μπροστά του, αμείλικτα ζωντανούς.»
Η νευρωτική ιταλική οικογένεια, όλο ψεγάδια, ιδιορρυθμίες και άγχος, κάνουν το βιβλίο της Βερόνικα άκρως απολαυστικό. Το να κοιτάς μέσα από την κλειδαρότρυπα, το να πίνεις μαζί με την ‘προδότρια’ της οικογένειας, που αφήνεται στις διαθέσεις του να εκθέτει τους δικούς της, είναι το πιο αυθεντικό διάλειμμα από όλα τα βαριά βιβλία που κυκλοφορούν. Βέβαια, ανά σημεία, η Βερόνικα γίνεται εξίσου βαριά, αλλά φαίνεται πως έχει επιλέξει να τα ισορροπήσει με ανάλαφρη διάθεση. Όταν δεν επιχειρεί να σβήσει το μαύρο χιούμορ και το αφήνει να καίει την αναγνώστρια, μου γίνεται πιο ευχάριστη από ποτέ.
“Στη ζωή μου δεν βλέπω ποτέ το ποτήρι μισογεμάτο. Ούτε και μισοάδειο. Πάντα το βλέπω έτοιμο να πέσει κάτω. Ή δεν το βλέπω καθόλου. Δεν υπάρχει καν ποτήρι. Δεν υπάρχει τίποτα. Βρίσκομαι μπροστά σε ένα κακάσχημο τραπεζάκι που πάνω του δεν έχει τίποτα. Θα μπορούσε επίσης να εξαφανιστεί και το τραπεζάκι. Ή μάλλον, έχει ήδη εξαφανιστεί. Και μένα δεν μου απομένει καν η απουσία, μόνο οι απορία.”
Η Ραϊμο λέει πως η μητέρα της συχνά δεν την αναγνωρίζει σε φωτογραφίες. Η Ραϊμο κάνει λόγο πως εάν χρειαστεί η μητέρα της να αναγνωρίσει το πτώμα της, θα καταλήξει να κλαίει γοερά πάνω από το πτώμα μιας άγνωστης- κάποιας με μπούκλες, κάποιας ξανθιάς, κάποιας δέκα κιλά περισσότερα ή λιγότερα. Η δικιά μου μητέρα αγαπάει τους ξηρούς καρπούς και τα παστέλια, ενώ εγώ από την άλλη δεν τα ακουμπάω. Δεν ξέρω καν πόσα παστέλια και παραλλαγές αυτών μου φέρνει η μητέρα μου. Μάλιστα, όταν μου κάνει ψώνια νιώθω πως ψωνίζει για κάποια άλλη, όχι για εμένα. Αστείο δεν είναι;