Ρένα Λούνα's Blog, page 5
November 22, 2024
Ημερολόγιο προσευχής
«Δεν θέλω τέτοια συναισθήματα, ψεύτικα κ επιφανειακά σαν αυτά που εξάπτει η χορωδία της εκκλησίας. Σήμερα φάνηκα λαίμαργη – για σκωτσέζικα μπισκότα βρόμης κι ερωτικές σκέψεις. Δεν έχω τίποτε άλλο να πω.»
Έχω χάσει τον αναγνωστικό μου δρόμο αυτές τις ημέρες και το ένα βιβλίο με κάνει πάσα στο άλλο. Δεν θυμάμαι ποιο με πέταξε στην καλή καθολική Ο’ Κόνορ, αλλά με κάποια αίσθηση επείγοντος πήρα πριν 1-2 βδομάδες το ημερολόγιο προσευχής και το Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. Το δεύτερο φάνηκε πιο κοντά σε κάτι που θα διάβαζα, αλλά από τις πρώτες σελίδες ένιωθα έναν πυκνό, κρυπτικό λόγο να με πετάει έξω κι έτσι πήρα πρώτα στις προσευχές (καλά θα επιστρέψω, κανείς εμμονικός δεν χάνεται).
Πόσο χαίρομαι που ψήλωσα επαρκώς ώστε να μη μου κακοφανεί, με αφόρητο τρόπο, ένα προσωπικό προσευχητάρι της μικρής Ο’Κόννορ. Από τη μια, η Πλαθ μέσα μου, λέει, ο ουρανός είναι άδειος, από την άλλη η Ο’Κόννορ έκανε τη διαφορά με το να συναντήσω μια συγγραφέα που προσεύχεται να απέχει από τη λογοτεχνική μετριότητα. Τώρα εάν πω πως θα μας χρειαζόταν καμία τέτοια προσευχούλα θα ενοχληθείτε. Καλά, ας τα λέγατε ωραία κι ας λέγατε ό,τι θέλετε.
Οι λίγες σελίδες από το Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν έβγαλε κάτι πολύ ωμό κι άγριο από τον αμερικάνικο νότο, κάπως δυσνόητο και σίγουρα απαιτητικό, ενώ οι προσευχές είναι μάλλον βαθιά προσωπικές, με πολύ ενδιαφέρον σε σημεία, ενώ άλλου χαρακτηρίζονται από τη χριστιανικά πληκτική επανάληψη. Από τη μια θα ήθελα να της πάρω ένα φορτηγό από αυτά τα σκωτσέζικα μπισκότα βρόμης κι από την άλλη, ο λαβύρινθος του Θεού που μας πλάθει με σοφία, με αμαρτία, με επιμονή ελέγχου, κάπως με γονατίζει δίχως προσευχή.
Ενδιαφέρον είχε και το επίμετρο του Ζουμπουλάκη μιας και φαντάζομαι δεν ήμασταν λίγοι που δεν είχαμε πλαισιώσει τη Φλάνερι Ο’ Κόνορ.
Όσοι απορρίψουν τις προσευχές επειδή τις κρίνουν ως μη λογοτεχνικές, καταλήγουν να χάνουν φροϋδικούς όρους εντός ευφάνταστης χριστιανικής οντολογίας και τους λυπάμαι. Αυτά.
November 8, 2024
Κόρη
Η Τρομερή Καταπακτή
Κάποτε
θα σταματήσω να σου απευθύνω το λόγο
Κόντρα στις προβλέψεις μου
η αγάπη μου για σενα
να που θα χει τέλος τελικά
Ακόμα και στα ποιήματα θα σ’ το κρατάω
Θα σε ακούω να με φωνάζεις μέσα απ’ το χαρτί
Θα περιμένεις να αναγεννηθείς μέσα απ’ τις λέξεις
Μα εγώ θα γράφω για άλλα πράγματα που δεν τα ξέρεις
και θα γκρεμοτσακίζεσαι στο άγραφο κενό
Κάποτε θ’ ανοίξει ορθάνοιχτη η Τρομερή Καταπακτή
και θα σε κάνει μια χαψιά
Ούτε στα ποιήματα δεν θα σε βρίσκω τότε
Εμπρός λοιπόν
Τι κάθεσαι
Μα σου μιλάω ακόμα, δεν ακούς;
Ξεκίνα, άδραξε το ποίημα
Κάτι μου λέει
διανύεις την τελευταία σου ζωή
November 7, 2024
Η ατίμωση
Με τον φίλο της Νιούνεζ έγινα πολύ φίλη, παρά το ότι στην αρχή δεν μου άρεσε. Από εκεί ξεπήδησέ η Ατίμωση και το My dog tulip. Η Ατίμωση όχι απλά στάθηκε δίπλα στον Φίλο επάξια, αλλά εάν κρίνω απ’ το ότι μετρούσα τις σελίδες και ανησυχούσα πως τελειώνει, αλλά και το ότι σκοπεύω να δω την ομώνυμη ταινία του 2008 με τον Μάλκοβιτς σήμερα, τότε μάλλον ο Κούτσι μπήκε στην καρδιά μου.
Η μπανάλ ιστορία του νεκρού Φίλου της αφηγήτριας, ζωντανεύει ξανά, όταν ο καθηγητής Ντέιβιντ Λούρι, χωρισμένος στα πενήντα, πολιορκεί (σοφή λέξη για την περίπτωση) τη νεαρή Μέλανι η οποία (φυσικά) έχει λιγότερα από τα μισά του χρόνια και κατά συνέπεια η ζωή του αλλάζει μέσα σε μια ημέρα όταν θα έρθει η απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο. Ο Ντέιβιντ καταφεύγει στο απομονωμένο αγρόκτημα της κόρης του, όπου εκεί ο Κούτσι θα αλλάξει τελείως την πορεία της πλοκής του, μόνο και μόνο για να τα φέρει όλα εκεί που τα άφησε.
Άγαρμπα αλλά κι αριστοτεχνικά ο Κούτσι φτιάχνει τον αντιπαθητικό ήρωα των ονείρων μου, όπου η Νέα Τάξη τον κυνηγάει, αλλά ο αφηγητής δεν θα κρύψει καθόλου τα λάθη, ή και εγκλήματα του καθηγητή. Μάλιστα, ο Κούτσι κάνει μια τολμηρή και φιλόδοξη τομή στην έννοια της συναίνεσης από κάποιον που απολαμβάνει να κινείται στην πιο γκρι γραμμή της. Ο ρόλος της πορνείας εξαιρετικά έξυπνος για να πυροδοτήσει τον αναγνώστη.
Φέρει το σύμβολο του αποικιοκράτη μπροστά από τις σχέσεις εξουσίας, εντός της ίδιας του της οικογένειας κι ενώ αδυνατεί να καταλάβει γιατί η κόρη του δεν συμπεριφέρεται ως άνδρας, αναγκάζεται να αποχαιρετήσει τη δύναμη που κάποτε είχε, πλέον εκδιωγμένος του παρελθοντικού, πολύ συγκεκριμένου, προστατευμένου κόσμου. Το δραματικό εξώφυλλο αδικεί τη σοβαρότητα του έργου και όλες τις πτυχές που φέρει ως τίτλος η Ατίμωση.
Φυλή, φύλο, τάξη, σεξουαλικός προσανατολισμός, υπαρξισμός, ταυτότητα εαυτού, σκύλοι και μια όπερα. Είναι τόσο έξυπνα δοσμένο που μπορεί να γίνει το αγαπημένο βιβλίο πολλών ετερόκλητων ομάδων κι αυτό είναι το μοναδικό αρνητικό του, για το οποίο, βέβαια, δεν θα μπορούσα να κατηγορήσω τον Κούτσι.
«Δεν του αντιστέκεται. Απλώς στρέφεται αλλού στρέφει αλλού τα χείλη, στρέφει αλλού τα μάτια της. Τον αφήνει να την ξαπλώσει στο κρεβάτι και να τη γδύσει και μάλιστα τον βοηθάει, ανασηκώνοντας τα χέρια της και τους γοφούς της. Τη διαπερνούν σύντομα ρίγη με το που μένει γυμνή, χώνεται στο καπιτονέ πάπλωμα σαν τυφλοπόντικας που σκάβει το λαγούμι του και του γυρίζει την πλάτη.
Δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο. Είναι σαν να έχει αποφασίσει να παραμείνει αδρανής, να πεθάνει μέσα της όσο διαρκεί η πράξη, σαν κουνέλι που του δαγκώνει τον λαιμό αλεπού. Έτσι ώστε ό,τι της κάνει να γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, κάπου πολύ μακριά. «Η Πολίν θα επιστρέψει από λεπτό σε λεπτό», του λέει όταν τελειώνει. «Σε παρακαλώ. Πρέπει να φύγεις».
Εκείνος υπακούει, αλλά μετά, όταν φτάνει στο αυτοκίνητό του, τον καταλαμβάνει τέτοια δυσθυμία, τέτοια νωθρότητα, που κάθεται σκυφτός στο τιμόνι, ανίκανος να κινηθεί. Ένα λάθος, ένα τεράστιο λάθος. Εκείνη τη στιγμή, δεν έχει καμία αμφιβολία, η Μέλανι προσπαθεί να καθαρίσει το σώμα της από αυτή την πράξη, από εκείνον. Τη βλέπει να γεμίζει την μπανιέρα, να μπαίνει στο νερό με τα μάτια κλειστά σαν να υπνοβατεί».
October 29, 2024
Του λιναριού τα πάθη – Ο μέγας μυρμηκοφάγος
Σε θυμάμαι σαν πόλη
Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μια χώρα με πρώτευσα εσένα. Για να ξεφύγω από σένα έπαιρνα τα όρη και τα βουνά, και τριγυρνούσα, τις Κυριακές, στα προάστια. Σε θυμάμαι με κήπους κι ανάκτορα με δικαστήρια και θέατρα, τώρα που πλήττω μες στα μικρά χωριά και το χορτάρι ψηλώνει.
Ο φίλος
«Είχα την εντύπωση ότι όποιον συγγραφέα γνώριζα που στο παρελθόν σήμαινε σχεδόν όσους γνώριζα- βρισκόταν σε κατάσταση χρόνιας ματαίωσης. Όλοι ασχολούνταν με το ποιος πήρε τι και ποιος έμεινε στην απέξω και πόσο τρομερή αδικία επικρατεί στο χώρο. Με μπέρδευε πολύ. Γιατί να είναι έτσι; Γιατί όλοι οι άντρες ήταν τόσο αλαζόνες και γιατί τόσοι από αυτούς ήταν σεξουαλικά αρπακτικά; Γιατί όλες οι γυναίκες ήταν τόσο θυμωμένες και θλιμμένες; Ήταν στ’ αλήθεια δύσκολο να μην τους λυπάσαι όλους.»
Στην αρχή την αντιπάθησα, μιας και το κλίμα του new York womanizer συγγραφέα-καθηγητή στου οποίου τον αστερισμό η αφηγήτρια φαίνεται να έμεινε για πάντα, είναι περασμένης σεζόν. Οι ονομασίες σύζυγος ένα-δύο-τρία, με πίκραν επίσης. Η απορία της για τις θλιμμένες γυναίκες, ενώ η απάντηση κάνει ηλιοθεραπεία μέσα στην ερώτηση, πάλι, με έφερε σε αμηχανία. Τελικά, όμως, τσάκιζα τις σελίδες και οι σελίδες τσάκιζαν εμένα και κατέληξα: δεν αξίζει στη Νιούνεζ αυτή η αυστηρότητα. Οι ιστορίες μας είναι συνήθως μπανάλ και καλύτερα να τις γράψουμε όσο καλύτερα καταλαβαίνουμε.
Ανάμεσα σε επιστολή, ημερολόγιο, εξομολόγηση και δοκίμιο για το να είναι κανείς συγγραφέας, η αφηγήτρια διαπραγματεύεται τον απροσδόκητο θάνατο ενός καλού της φίλου και καταλήγει να φροντίζει τον σκύλο του. Η καταγωγή του φίλου, ή μάλλον των δύο φίλων, λίγη σημασία έχουν, μιας και προς το τέλος η Νιούνεζ αποκαλύπτει μερικά από τα παραμύθια της, τόσο στον εαυτό της όσο και στον αναγνώστη. Κυρίως, όμως, αφοσιώνεται στο θλιμμένο ζώο που ήρθε απότομα στη ζωή της.
«Να τι έμαθα από τον Ισεργουντ σχετικά με το να μετατρέπεις ένα πραγματικό πρόσωπο σε μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Είναι σαν να ερωτεύεσαι, λέει. Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας μοιάζει με τον αγαπημένο σου: πάντα εξαιρετικός, ποτέ απλώς ένα ακόμα πρόσωπο. Συνεπώς παραλείπεις τις λεπτομέρειες σχετικά με το πώς αυτό το πρόσωπο είναι ακριβώς ίδιο με κάθε άλλο άνθρωπο. Στη θέση τους παίρνεις ό,τι σε συναρπάζει ή σε ιντριγκάρει σχετικά μ’ αυτόν, τα ξεχωριστά πράγματα που σ’ έκαναν εξαρχής να θελήσεις να γράψεις γι’ αυτόν και να τα μεγεθύνεις. Ξέρω πως όλοι θέλουν να είναι Ιταλοί. Αλλά από τότε που σε γνώρισα μου φαινόσουν πάντα Βρετανός»
October 4, 2024
Γράμματα στη Μίλενα
«Σήμερα είδα ένα χάρτη της Βιέννης και για μια στιγμή μου φάνηκε ακατανόητο που ‘χτισαν μια τόσο μεγάλη πολιτεία, ενώ εσύ δε χρειάζεσαι παρά μόνο ένα δωμάτιο.»
Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Από την άλλη, όλα δύσκολα μου φαίνονται αυτές τις ημέρες. Μου πήρε καιρό να το τελειώσω, το χαζοδιαβάζω έναν χρόνο τώρα. Δεν μου είναι σαφές εάν έχει γίνει κάποια παρέμβαση στη μετάφραση του 1986 που κρατάω στα χέρια μου, εικάζω πως όχι.
Από τη μια είναι ένα έξοχο παράδειγμα, στο βλακώδες πράγμα που συχνά λέω, πως εάν σε ερωτευτεί ένας κλέφτης, θα κλέψει για ‘σενα και εάν σε ερωτευτεί ένας ποιητής θα γίνεις ποίημα – θέλοντας να αποδείξω πως η αγάπη είναι σπουδαία, αλλά περισσότερο έρχεται να αναδείξει μια δύναμη που ήδη υπάρχει εντός κάποιου – έτσι κι εδώ.
Όταν επιμένουμε να λέμε κάτι Καφκικό, από τη δυσλειτουργία εντός air fryer μέχρι τα διαδικαστικά στην εφορία, συχνά εννοούμε και τα παράλογα κλειστοφοβικά όνειρα – εφιάλτες – στα οποία είμαστε το απεχθές σκαθάρι, απομονωμένο, ανάποδο, να πασχίζει να βρει τη θέση του ενώ κουνιαρίζεται στην πλάτη του ενώ βλέπει τις ποδηλατικές ασκήσεις των ποδιών του να σκίζουν τον αέρα.
Τα γράμματα είναι γεμάτα από τα απαίσια όνειρα που συχνά τροφοδοτούσαν τα κείμενά του. Φοβισμένα, μοναχικά, σε σημεία φουσκωμένα από ανομολόγητες ελπίδες αγάπης. Καρέκλες κήπου, ποτήρια με γάλα, επιθετική φύση που σκαρφαλώνει μέχρι το μπαλκόνι – μπαλκόνι ποιανού; Παραδοχές απουσίες, εξίσου θανατηφόρες με την πιθανότητα συντροφιάς – αποκλεισμένος στο βάρβαρο μεταίχμιο της μεταξύ τους μετάφρασης.
«Ούτε είναι ακριβώς αγάπη άμα λέω πως μου είσαι ακριβαγάπητη. Αγάπη είναι ότι είσαι το μαχαίρι που στρίβω μέσα μου.»
September 26, 2024
Περί Τρέλας
Αντονέν Αρτώ, Βιρτζίνια Γουλφ, Φρήντριχ Νίτσε, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Μαίρη Σέλλεϋ. Το κοινό της συλλογής που συνθέτουν αυτή τη συλλογή 34 επιστολών, είναι η επιδείνωση της ψυχικής υγείας τους. Τον Αρτώ τον διάβασα τώρα για πρώτη φορά, μέσα από τις επιστολές του από την ψυχιατρική κλινική του Ροντέζ, όπου και νοσηλεύτηκε. Ομολογώ πως μου ήταν κάπως δυσάρεστο, μιας και φάνηκε να προσπαθεί να διαπραγματευτεί την τύχη του, πού θα καταλήξει, να εξαγοράσει κατά μια έννοια την ελευθερία του. Ένα ζήτημα μάλλον απαίσιο, εάν όλοι αναλογιστούμε πώς πρέπει να έχουν νιώσει και να νιώθουν άνθρωποι στη θέση του, όταν το τοπίο της ζωής της ζωής αρχίζει να είναι περισσότερο θολό παρά βέβαιο.
Η Γουλφ ήταν (όπως πάντα) συγκινητική, δίνοντας μια καθαρότητα παρά τη φρίκη του πόνου της. Η Γουλφ παρατήρησε τις κρίσεις της και πώς συμπεριφερόταν πριν, ενδιάμεσα και μετά από αυτές και λειτούργησε για χάρη του λογοτεχνικού της οράματος όσο καλύτερα μπορούσε. Μόνο εκείνη θα μπορούσε να είναι πιο έξυπνη κι από το ίδιο της το μυαλό. Ακριβώς πριν διάβαζα τα δοκίμιά της για τη λογοτεχνία, όπου παρέδιδε μαθήματα δεξιοτεχνίας και τώρα διάβασα τις τελευταίες επιστολές που έγραψε στον σύζυγό της Λέναρντ πριν γεμίσει τις τσέπες του παλτού της με πέτρες και αποχωρήσει, γνωρίζοντας πως το μυαλό της δεν θα επιστρέψει και δεν θα μπορεί πια να γράφει. Τεράστια λύπη καταπλακώνει τον αναγνώστη, ενώ διαβάζει τη Βιρτζίνια να αποχαιρετά και να καταθέτει τέτοια λόγια στην οικογένειά της.
«Ως εμπειρία, η τρέλα, είναι φανταστική, σε διαβεβαιώνω, και δεν το λέω αφ’ υψηλού και στη λάβα της ανακαλύπτω ακόμη πολλά από τα πράγματα για τα οποία γράφω.»
Ο Νίτσε μια ζωή δυσάρεστος θα μου είναι. Τα «γράμματα τρέλας» του με τον εσταυρωμένο προκαλούν αναστάτωση, βέβαια. Διάβασα για τη φιλία του με μια φεμινίστρια της εποχής και γέλασα λίγο πικρά. Ο Πόε ακόμα κι έτσι παραμένει ποιητικός: «Ήμουν τρελός, ανάμεσα σε μεγάλη διαλλείματα φριχτής λογικής».
Εκεί που κανείς περιμένει πως η εντυπωσιακή Σέλλεϋ ίσως και να καταλήγει λιγωτική, αναγκάζεται να διαβάσει τις περιγραφές για την άφθαρτη καρδιά (κυριολεκτικά) του Πέρσυ και υποθέτω πως πάντα θα υπάρχει κάποιος κρυφός χώρος όπου μπορούν να προστίθενται εντός των αναγνώστη, καινούριες αναγνώσεις, των ήδη παλιών και πασίγνωστων διανοητικών τιτάνων της λογοτεχνίας.
Μια έκδοση που σίγουρα αφορά τους αναγνώστες των παραπάνω ονομάτων και οποιανδήποτε τον απασχολεί η ψυχική υγεία. Η έκδοση συνοδεύεται από την έρευνα των εκδόσεων ως ένα πολύ χρήσιμο σημείο εκκίνησης για όποιον θέλει να εργαστεί περεταίρω.
September 20, 2024
Γράμμα σε έναν νέο ποιητή και άλλα κείμενα
Τελείως κατανοητό γιατί το Γράμμα σε έναν νέο ποιητή τιτλοφορεί τη συλλογή, πρόκειται για το πιο προσωπικό, ευθύ και αφιερωμένο στη δημιουργία, ενώ τα υπόλοιπα, γεννάνε περισσότερα ερωτήματα, προβληματίζουν περισσότερο, αλλά έχουν λιγότερα στολίδια.
Γνήσια συγκίνηση αποτελούν τα δοκίμια της Βιρτζίνιας Γουλφ, η οποία παραδίδει μαθήματα ευστοχίας, ειλικρίνειας, χιούμορ και αστέρευτης γνώσης για τον λογοτεχνικό κόσμο της εποχής. Με καθαρότητα στη σκέψη και το γνωστό πάθος για τις λέξεις, δομεί έναν δοκιμιακό λόγο με μικρές συγκινητικές νιφάδες λογοτεχνίας για να κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Το ότι είναι πάνω απ’ όλα μυθοπλάστης, η δοκιμιογραφία της καταλήγει να είναι πλέον κατάλληλη για να ορίσει με αβρότητα και προσοχή τις συγγραφικές ευχάριστες ιδιαιτερότητες αλλά και τις ενοχλητικές εκκεντρικότητες πολλών ανδρικών ονομάτων από συγγραφείς, κριτικούς και θεωρητικούς του λόγου. Την απασχόλησε το πώς γράφει κανείς καλά, πώς ακριβώς ορίζεται ο κριτικός κι εκείνος, με τη σειρά του, τι ορίζει. Μονάχα οι ερωτήσεις της, είναι βάλσαμο στους (εγχμ) ομιχλώδεις καιρούς που ζούμε.
Ζηλευτή διαύγεια, ταλέντο, αλλά κυρίως σκληρή δουλειά. Οι γραμμές ορίων τόσο για κινήματα αλλά και ασκήσεις ύφους που ευγενικά προτείνει και θέτει, σε μια αβέβαιη και μεταιχμιακή περίοδο, καθησυχάζει τον αναγνώστη που νιώθει χάος με τις συγγραφικές λίστες που τις ανοίγει μπροστά του, με ντελικάτες τομές, casually. Μάλιστα, ακόμα καλύτερα: ο τυχεράκιας αναγνώστης, μπορεί να πάρει πάρα πολλές λογοτεχνικές προτάσεις και να ανακαλύψει καινούρια ονόματα. Ο συγγραφέας που αναλώνεται σε λεπτομερείς περιγραφές μπορεί να συνέλθει και να κόψει τους βαρετούς περιπάτους της γλώσσας, ενώ ο συγγραφέας που είναι αφοσιωμένος στο να βρίσκει διασκεδαστικούς τέτοιους περιπάτους, μπορεί να σημειώσει από τη Γουλφ μερικούς καλούς λόγους για να συνεχίσει να υπηρετεί τις εμμονές του, ώστε να το παίζει έξυπνος στους (εγχμ 2) λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής μας. Ο δοκιμιογράφος ας προβληματιστεί για τα όρια του λόγου του και τέλος, ο κριτικός, ας πάρει μαθήματα ευαισθησίας αλλά και πρωτοτυπίας, από μια γυναίκα που γεννήθηκε το 1882.
September 17, 2024
Ραγισμένοι
“Εμείς, οι ραγισμένοι, αναγνωρίζουμε εύκολα ο ένας τον άλλον, έλκουμε και απωθούμε εξίσου ο ένας τον άλλον. Απαρτίζουμε μια θλιβερή και ηττημένη συντεχνία. Είμαστε το χωριό που χτίστηκε δίπλα στο ηφαίστειο, η πόλη που υψώθηκε σε σαθρό έδαφος. Κάθε μέρα είναι η μέρα του μεγάλου σεισμού. Το χωριό μας θα καταρρεύσει. Ανά πάσα στιγμή θα αφανιστεί από προσώπου Γης.”
Δε νομίζω πως τελείωσα άλλο βιβλίο τόσο γρήγορα φέτος, όσο τους Ραγισμένους. Ίσως γιατί τα κείμενα δεν έχουν μεγάλη έκταση, ίσως γιατί η γραφή είναι πολύ λιτή, ίσως γιατί η αφήγηση τρέχει. Όπως και να ‘χει, ο αφαιρετικός λόγος της πρωταγωνίστριας εξαφανίζεται μέσα σε στιγμές. Εάν πάτε ταξίδι να πάρετε κι άλλα βιβλία μαζί σας γιατί θα ξεμείνετε αμέσως. Eάν είστε σε reading slump μάλλον πρόκειται για το ιδανικό βιβλίο, όπως και τα βιβλία της Ματσάδο.
Δεν θα γράψω τίποτα γιατί μου αρέσουν οι βερμπαλισμοί και είναι ειρωνικό να τοποθετηθεί κανείς έτσι μπροστά σε ένα τόσο απλό και αφοπλιστικό κείμενο. Μου φάνηκε αληθινό, ειλικρινές και γεμάτο από οδυνηρές ερμηνείες που δίνει η γράφουσα για τον οχυρωμένο εαυτό της.
Λόγοι που μου αρέσουν οι λίστες:
1. Μπορούν να είναι αστείες, καθημερινές, συνδεδεμένες με τον εαυτό τους ή και ασύνδετες, τρυφερές αλλά και θυμωμένες.
2. Το περιεχόμενο τους έχει έστω ένα κοινό, άρα το κάθε ένα στέκεται μόνο του, αλλά και με παρέα (εάν το θελήσει).
3. Νιώθεις πως τίποτα δεν μπορεί να σου ξεφύγει εάν όλα είναι συγκεντρωμένα κάπου.
4. Σε βοηθάνε να ξεκαθαρίσεις τις σκέψεις σου.
5. Μπορούν να συνεχίσουν να μεγαλώνουν όσο θέλουν.
September 16, 2024
My Year of Rest and Relaxation
Τη λάτρεψα με το Αϊλίν, τη λάτρεψα και με το έτος ξεκούρασης και χαλάρωσης της. Οδυνηρή, αστεία, αποσυνδεδεμένη από τα πάντα, ελάχιστα συμπαθητική, ιδιαίτερα έξυπνη, προνομιούχα και παράξενα ειλικρινής. Τέτοιες χαρακτήρες, που στέκονται στο “now what”, μετά το σημαντικό τους δράμα, περιαυτολογώντας για όσα έχουν απομείνει από τη ζωή με κερδίζουν πάντα, όπως με κέρδισε και το fleabag και κάθε ηρωίδα που επιτρέπει στον εαυτό της να είναι.. τίποτα. Κατ’ εμέ, ιδιοφυΐες και επαναστατικό.
Η «χειμερία νάρκη αυτοσυντήρησης» της είναι μια ζοφερά κωμική προσέγγιση της θλίψης της, μέσα από άπειρες ταινίες, εκκεντρικές αγορές, κινέζικο που σαπίζει, την αποτυχία να είναι half decent φίλη ή ψύχραιμη πρώην κάποιου που δεν την άξιζε εξαρχής. Δεν έχει πού να πάει και κατά συνέπεια, μένει εδώ, με σαρδόνιο χαμόγελο, πικρία. Μεταξύ νάρκωσης και συνείδησης είναι ικανή να κάνει μεγαλύτερη τομή στην ισόβια τερατώδη οικογενειακή σιωπή απ’ ότι όλοι οι φετιχτιστές της αισιοδοξίας μαζεμένοι. Στα μάτια μου είναι απόγονος της Σύλβιας, γιατί η γυναικεία κατάρρευση πήρε την ίδια ανθρώπινη κυνική νότα με το Bell Jar, η ίδια αίσθηση κλειστοφοβίας και γυμνού από υποκρισίες ντεκαντανς. Η ηρωίδα λέει πως δεν ξέρει τίποτα, αλλά τελικά φαίνεται σα να ξέρει τα πάντα ή ακόμα καλύτερα, έμαθε τα πάντα για τον εαυτό της με τόση διαφάνεια, που αυτές οι κοφτερές ματιές στην εγκαταλειμμένη της ζωή μπορούν να θεραπευτούν με ένα ακόμα ambien.
Στην κληρονομιά αυτή, με τους ‘αντιπαθητικούς’ γυναικείους χαρακτήρες κρύβεται το υπέροχο λογοτεχνικό μυστικό της απώθησης, που κρύβεται ακριβώς μπροστά μας. Χαρακτήρες που εάν ήταν άνδρες θα ήταν ιδιοφυείς και ευαίσθητοι, τώρα μεταφράζονται ως ‘αδύνατο να ταυτιστείς’ και από αυτό και μόνο πετάω το καπέλο μου στον αέρα και το βλέπω να στροβιλίζεται ενώ αρνείται να κατέβει κάτω. Θέλει γενναιότητα να μιλήσεις έτσι για ηβικές τρίχες, φίλους του πατέρα που στην κηδεία του σε χουφτώνουν. Το να μιλήσεις για το πώς το να γυρίσεις την πλάτη σε έναν τέτοιο κόσμο, έρχεται με μια ομιχλώδη ανακούφιση.
“I was both relieved and irritated when Reva showed up, the way you’d feel if someone interrupted you in the middle of suicide.”