Ρένα Λούνα's Blog, page 8
July 22, 2024
Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου
«Είμαι ευχαριστημένος και ευτυχισμένος και κατά συνέπεια κακώς αφηγητής»
Στη φετινή μου αποστολή, να διαβάζω επιστολές, φανταστικές και μη, ερωτικές και μη, δεν θα μπορούσε να λείπει ο Βέρθερος, το νεανικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα του Γκαίτε. Μάλιστα, πάγωσα την ανάγνωση του Λέανδρου του Παναγιώτη Σούτσο, αφού διαπίστωσα πως ο Σούτσος είχε επηρεαστεί από τον Βέρθερο.
Είναι ένα βιωματικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, γεμάτο από Θύελλα και Ορμή, όταν ο Γκαίτε πλάθει τον ιδανικό αυτόχειρα, ως πρόδρομο του ρομαντισμού. Ο Βέρθερος αγαπά παράφορα τη Λόττε από το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. Μάλιστα, τον είχαν προειδοποιήσει, του είχαν ήδη μεταφέρει πόσο υπέροχη είναι και πόσο του απαγορεύεται να αναπτύξει αισθήματα για εκείνη, μιας και ήταν μνηστή κάποιου άλλου. Βέβαια, ο Βέρθερος ευθύς αμέσως μαγεύεται από τη ρομαντική εικόνα της νεαρής που ανέλαβε τον ρόλο της μητέρας για τα αδέρφια της, μετά τον χαμό των γονιών της. Ο Βέρθερος χάνει το μυαλό του γύρω από τη θέα της, ζητάει τα ροζ φιογκάκια που φορούσε εκείνο το βράδυ, καθώς η φιλία του μαζί της βαθαίνει. Τίποτα δεν του στοιχίζει παραπάνω από το να μη τη βλέπει, οπότε καταφεύγει στην παραπάνω φιλία με την ίδια αλλά και με τον μνηστήρα της που σύντομα θα γίνει άνδρας της. Αγαπά και τα μικρά αδέρφια της και όλη τη καθημερινότητα που χτίζει δίπλα της, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τη μελαγχολία του, αποκλεισμένος από τον ερωτικό πόθο που νιώθει.
Πράγματι, ο Βέρθερος είναι ο απόλυτος εκφραστής της ρομαντικής ευαισθησίας και σπουδαίος επιστολικός συγγραφέας.
Ίσως το σημαντικότερο λογοτεχνικό κέρδος είναι οι αλλαγές του Βέρθερου. Ξεκινάει ως νωθρός ευγενής, αφιερωμένος στην ανία, ταξιδευτής της γερμανικής υπαίθρου που μοιράζει νομίσματα στα χαριτωμένα παιδιά, γεμάτος από κριτική διάθεση, ενάντια σε όσους θεωρεί κατώτερους του και τους περιφρονεί.
Κατά τη γνωριμία με τη Λόττε, μεταμορφώνεται σε κάποιον παραδομένο στα φριχτά πάθη του, που αδιαφορεί για την πραγματικότητα, εμποτισμένος με τις δικές του εμμονές, αποκλεισμένος από άλλες λύσεις και χαρές.
Η τελευταία μετάβαση και η πιο αντιπαθητική, είναι αυτή που ο ήρωας έχει εμποτιστεί με τη ζήλια και την παραφροσύνη, τις ατελείωτες επαναλήψεις, τη φετιχοποίηση του θανάτου, που μετά από τόσες μη διακριτικές υπενθυμίσεις, φαίνεται να καθυστερεί να έρθει. Σα να αγνοεί αρκετά επιδεικτικά την ελευθερία της Λόττε να ξέρει εκείνη καλύτερα από τον ίδιο ποιον αγαπάει. Όπως φαίνεται, η Λόττε αγάπησε τόσο τον σύζυγό της που παρά τις υπόγειες απειλές του Βέρθερου και τις στεναχώριες που της προσέφερε, συνέχισε να τον επιλέγει, μένοντας πιστή σε αυτόν που εξαρχής ήθελε – τον Άλμπερτ.
Υπέροχο έργο που δε γίνεται να διαβαστεί με νηφαλιότητα ψυχής. Επίσης, υπέροχη έκδοση από την Άγρα με εκτενή εισαγωγή και επίμετρο με κείμενα του Τόμας Μανν και του Ρολάν Μπαρτ.
July 11, 2024
Σε αβαρές φαλτσέτο. Μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα
Ίδιο με θεατρικό μονόλογο που θυμίζει την ελληνική ποίηση βγαλμένη από το βαθύ παρελθόν, ξαφνιάζει και η πρόζα που διατηρεί τη μουσικότητα της ποίηση αλλά αποχαιρετά τον στίχο. Βαθύ εξώφυλλο, φιλοσοφημένος τίτλος, θεματολογία εξαντλητικά υπέροχη, λόγια που φαίνεται πως πήραν χρόνο, πριν συναντηθούν μεταξύ τους.
«Ν’ αποδοθεί ρεαλιστικά η οσμή του αίματος!
Να υπερίπτανται οι βασιλείς με τα σάβανα
και μόλις από μακριά ν’ ακούγονται»
Ίσως φύγεις στο εξωτερικό
Ίσως φύγεις στο εξωτερικό του Νικόλα Κουτσοδόντη με το εξώφυλλο του ξαπλωμένου με το απλανές ερωτευμένο βλέμμα και πράγματι, δεν απουσιάζει ο έρωτας από τη συλλογή. Από τη μια φωλιάζει στα σεντόνια όλη η τρυφερότητα των δύο που έδωσαν τα χέρια (τα μυαλά και τις καρδιές) για το ζεστό πλαίσιο της συμβίωσης και της ευγενής ρουτίνας, από την άλλη τα ταξίδια, η απόσταση, τα μικρά αδιέξοδα μέχρι το σημείο που έρχονται το στοπ ακριβώς μπροστά μας – μου άρεσε το πώς αφήνοντας το Θερμαϊκό για λίγο, μπήκε ένα όλο τρεμάμενα σύμβολα, μπρουταλιστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο των Βαλκανίων και τα κτίρια που ζωντανεύουν, ίδια με το ανθρώπινο σώμα. Θυμήθηκα το έρωτες κομμουνιστών της Λουτσιάνα Καστελίνα, αλλά εδώ που τα λέμε δεν το ξεχνάω και ποτέ.
«στη ζεστή ιστορία του κρεβατιού μας
όπου κοιμάσαι
εξουθενωμένος σαν βυζαντινή εικόνα απ’ τα θυμιάματα σε μια πλωτή εκκλησία»
Εμείς & ο κόσμος
Εμείς & ο κόσμος της Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτο με το εξώφυλλο με τις μενεξεδένιες λαδομπογιές ακουαρέλας ενός σούρουπου, δέντρα και ζώα, κι ένα αυτοκίνητο περνά. Η ποιητική συλλογή ταιριάζει με το εξώφυλλό της, γραμμένη προσεκτικά και όλο φύση, με ψαράκια, γλάρους, πάπιες, κύκνους, λίγα σχεδόν αστικά περιστέρια, κοκκινωπά ηλιοβασιλέματα, θάλασσα, ωκεανοί και το ποτάμι Λιουμπλιάνα· γεμάτη ζωάκια και λίγα βροχερά αστικά τοπία, μαζί με κάποιες εκδοχές ενός κουκλοθέατρου.
«Έλα να σου πω ήταν τα’ όνομα του μπαρ
που γνωριστήκαμε εκείνο το βράδυ
– τώρα μοιάζει με πρόωρο θρίαμβο»
July 10, 2024
Ο άνεμος κουβάρι
“… και ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να ζήσει, έστω μια φορά στη ζωή του μια ιστορία της προκοπής”.
Δεν θα μάθαινα την ύπαρξη του «Ο άνεμος κουβάρι» του Διονύση Χαριτόπουλου εάν δε μου έλεγε η Κατερίνα πως οι Αλεπούδες της το θύμισαν. Ένα βιβλίο βασισμένο στα γράμματα που έγραφε η Μαλβίνα Κάραλη στον αγαπημένο και μετέπειτα σύζυγό της Δ. Χαριτόπουλο.
Τα γράμματα της Μαλβίνας (σύνολο ήταν πάνω από χίλιες σελίδες), που ξεχωρίζουν από το κείμενο του Χαριτόπουλου, το οποίο έρχεται να τα αγκαλιάσει, είναι ο ολοκληρωτικός πλούτος του βιβλίου. Ο Χαριτόπουλος ήθελε να την κρατήσει με όποιον τρόπο μπορούσε και το «Να γράψεις κάποτε ένα βιβλίο για μας», της Μαλβίνας, φαίνεται πολύ ταιριαστό.
«Μόνο εσύ με νοιάζεις και θα ‘ρθει κάποια στιγμή που τίποτα δεν θα είναι σε θέση να με στεναχωρήσει αν δεν προέρχεται από σένα – κι αν καμιά φορά εξακολουθώ να στεναχωριέμαι για πράγματα έξω από μας είναι από παλιά συνήθεια»
Τα γλυκά, μελό παραληρήματα είναι μια προσωπική ματιά στη Μαλβίνα που η δικιά μου γενιά γνώρισε μονάχα αποσπασματικά, από τον θαυμασμό που άφησε σε άλλους. Φαίνεται αρκετά τρελή, και το λέω έτσι χωρίς εισαγωγή και επίλογο, διότι αυτή η ωμότητα και ο αμετανόητος τρόπος της φαίνεται να την έκαναν να ξεχωρίζει.
Πολλές οι αμφιθυμίες, πολλή τρικυμία, ένταση, παιδιαρίσματα, σεξισμός, λαϊκά αλλά και σνομπισμός φερμένος από την Ευρώπη. Κάθε λίγες σελίδες σταματούσα είτε γιατί με λιγωνόμουν με τον έρωτα του σχολείου, είτε γιατί το βάθος της αγάπης της ήταν εξωκοσμικό. Παρακολουθούμε την πορεία τους, τους βλακώδεις τσακωμούς, τα περιστατικά ζήλειας και κάθε τι που φώλιασε στην ψυχή και τον δύο μέσα στα κοινά τους χρόνια. Μαθαίνουμε ποιες ταινίες του πρότεινε η Μαλβίνα να δει, μαθαίνουμε πως ο Χαριτόπουλος δεν ένιωθε άνετα να τον κοιτάνε να γράφει. Μάρκες τσιγάρων, ρούχων, διαμερίσματα, κατινιές, συνεντεύξεις, ροκ εντ ρολ, Βαρβάκειος, ένα σπίτι στα βουνά.
Διάβασα πως η Μαλβίνα είχε μεγάλους έρωτες πριν τον Χαριτόπουλο και άλλον έρωτα μετά, κάτι που με έκανε να σκεφτώ τι είναι όλα αυτά τα υπερβολικά που διαβάζουμε, αλλά νομίζω πως κατέληξα στο εξής: όταν το πάθαινε (το κεραυνοβόλημα ντε), το πάθαινε καλά. Υποθέτω έχει σπουδαία αξία, κάπου να διατηρείται τόσο αλώβητος ένας παιδικός εαυτός, διψασμένος για τόση ατόφια αγάπη.
Εάν κανείς ξεπεράσει το κρίντζ του να περιγράφει η πρωταγωνίστρια τον εαυτό της ως «πιτσιρίκα σου, αλητάκι σου» κ.ά. πολλά γλυκογλυκούλικα, ή το «sex and the city mr. Big» vibe, όπου ο πρωταγωνιστής είναι «Ο Άνδρας», τότε ανταμείβεται ο αναγνώστης. Η προσπάθεια του να διασώσει κανείς ό,τι θυμάται, πριν τους κάνει ο άνεμος κουβάρι, είναι συγκινητική και μικρή σχέση έχει με τη λογοτεχνία.
Τα υπέροχα σχέδια είναι του Δημήτρη Μυταρά που επιμελήθηκε το εικαστικό μέρος, εξώφυλλο και εντός του βιβλίου.
«Τελικά μόνο σε μια περίπτωση στη ζωή σου πρέπει να συμμορφώνεσαι με τη γραμμή του άλλου. Όταν είναι και δική σου γραμμή».
July 5, 2024
Το παράθυρο αριστερά
Το Παράθυρο αριστερά είναι η πρωτοπρόσωπη δραματοποιημένη αφήγηση ενός Ολλανδού ζωγράφου του 17ου αιώνα, ο οποίος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον φημισμένο Γιοχάνες Βερμέερ.
Ο αφηγητής ξετυλίγει τη ζωή του από τη βρεφική του ηλικία, στέκεται στην αγαπημένη του παραμάνα, αναλύει τη δυσκολεμένη σχέση με τον πατέρα του και εκτυλίσσει τον έρωτα του ζωγράφου με τη τέχνη του: αναφέρει όσους μέντορες που δίπλα τους μαθήτευσε και τον έναν που μαθήτευσε κοντά του. Στέκεται στη γυναίκα του, την Καταρίνα και συγκεκριμένα στη γνωριμία τους και στον βελούδινο λαιμό της, η δικιά του ρομαντική εμμονή. Αναφέρει την αλλαγή της θρησκείας του, από προτεσταντισμό σε καθολικισμό, την πεθερά του, Μαρία και τα πολλά παιδιά που έκανε. Δεν αργούμε να φτάσουμε στο τελευταίο βράδυ της ζωής του.
Μου άρεσε το λεξιλόγιο, το ύφος και η φιλοδοξία του να αποτυπωθεί αυστηρά ρεαλιστικά ο βίος ενός Ολλανδού ζωγράφου μακριά από την Ελλάδα και μακριά από την εποχή μας. Επίσης μου άρεσε η ψυχική εξερεύνηση στον Γιοχάνες και οι αποτύπωσης μιας καθημερινής Ολλανδίας του 17ου αιώνα, οι τουλίπες, τα κανάλια και όλα όσα φτάνουν και δε φτάνουν στις άλλες χώρες, στις άλλες πλευρές του κόσμου.
Η συγγραφέας υπήρξε ποιητική και διακριτική, γι’ αυτό εξάλλου και μου άρεσε το Παράθυρο αριστερά. Ίσως βέβαια παρά ήταν διακριτική, ακόμα και με τον αφηγητή της, τον Γιοχάνες. Περίμενα να συναντήσω περισσότερα αντικείμενα με τα οποία ο ζωγράφος είχε μανία, περισσότερες αναλύσεις για τους τριάντα τέσσερις πίνακές του, περισσότερα τοπία από το παραμυθένιο Ντελφτ, και άλλες συμπεριφορές και σκέψεις του Γιοχάνες, διότι έτσι όπως έχει η κατάσταση, περιγράφεται πολύ μαλακά και ευγενικά. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως υπήρξε τόσο ήπιος και δεν υπήρξε κάποιο ξέσπασμα που θα είχε ενδιαφέρον να αποτυπωθεί. Αντίστοιχα μου άρεσε πολύ η τοποθέτησή της για το έργο «Η τέχνη της ζωηγραφικής», τόσο που ήλπιζα κάπου μέσα μου, όλο το βιβλίο να αφορούσε αυτό. Τέλος, ήλπιζα ο Γιοχάνες να αναφερόταν στην Γκριετ, τη γνωστή υπηρέτρια, νεαρή κόρη, που ο ζωγράφος αποτύπωσε στο γνωστό πορτραίτο «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι».
Κάποια στιγμή θα πάρω και το Ρινόκερος και Ελέφαντας της ίδιας.
July 3, 2024
Πέντε δρόμοι προς τη συγχώρεση
Πρώτη γνωριμία με την Ούρσουλα Λε Γκεν η οποία ταξιδεύει σε φανταστικούς κόσμους, με έξι πλούσιες ιστορίες, ανάμεσα σε ένα παρελθόν κι ένα μέλλον, μακριά απ’ όσα ξέρουμε, αλλά εξερευνώντας έννοιες πολύ γνωστές σε εμάς.
«Τα κορίτσια είχαν διδαχθεί διαφορετικά. Οι άνθρωποι της Στσε πίστευαν ότι ο κύκλος γονιμότητας των γυναικών τις δυσκόλευε να μάθουν πότε και πώς να συλλαμβάνουν, κι έτσι και τα μαθήματα ήταν εύκολα. Οι εισαγωγικές τελετές των κοριτσιών ήταν γιορταστικές και στρέφονταν προς την εξύμνηση παρά προς την ντροπή, διεγείροντας προσμονή και όχι φόβο.»
Σε σημεία σκεφτόμουν την υπέροχη Άτγουντ μιας και τις ενώνει το ότι και οι δύο αναλύουν τη διαφθορά κατά την εξουσία, το περιβάλλον, τη δουλεία του αποικισμού, τη σκλαβιά της φυλής, την καταπίεση αλλά και την ελευθερία της ταυτότητας και του φύλου.
Οι ρόλοι των φύλων είχαν ενδιαφέρον με στοχαστικές γυναίκες όλο αξιοπρέπεια, σε σημεία αυταρχικές με πολύ ενέργεια και παρούσα σεξουαλικότητα. Βέβαια το ότι γέμισαν τις ζωές τους με διαφορετικά πράγματα (καριέρα, έρωτα, οικογένεια) και αυτό ισορροπούταν αλάνθαστα και με πάθος ήταν σίγουρα το στοιχείου του φανταστικού. Όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνδρες που αντί να σαμποτάρουν τη θηλυκό στοιχείο, το υποστήριξαν.
Θα επανέλθω κάποια στιγμή με περισσότερη Ούρσουλα.
July 1, 2024
Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα
Γνωριμία με την Αντωνία Μποτονάκη μέσα από την τρίτη και ιδιαίτερη ποιητική συλλογή της «Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα».
Πέντε ομολογίες ή ψαλμοί, χαρακώνουν με ευγένεια τη δομή των ποιημάτων που τριγυρνάνε στο παιδικό βλέμμα, βλέμμα κοριτσίστικο, που στέκεται στα αλλόκοτα του κόσμου.
Η βουκολική γη, τα ζώα, τα φαγητά, οι μυρωδιές της φύσης και οι μυρωδιές του σπιτιού που ακουμπάει εντός της φύσης, ποτίζουν τις λέξεις, δημιουργώντας ένα αγροτικό πλαίσιο μιας ταξικής πραγματικότητας όπου η γυναικεία φωνή υψώνεται, ξεγυμνώνοντας τον πόνο, συνομιλώντας με την Έμιλι Ντίκινσον την Ανν Σέξτον, τον Αντρέι Ταρκόφσκι και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Ένιωσα αρκετή μοναξιά σε σημεία, αλλά θύμιζε περισσότερο κελάηδισμα.
Η γλώσσα σε κάποια ποιήματα βαριά, σε άλλα νεραϊδένια, παραμένει παλιά, μιλώντας για μια σύγχρονη ελευθερία μέσα από τα λογοτεχνικά εργαλεία του παρελθόντος που – σε εμένα- ασκούν μεγάλη σαγήνη. Λυπάμαι που το διάβασα καταμεσής της πόλης, περιτριγυρισμένη από άσφαλτο κι όχι κάπου που να έχει χορτάρι.
Οι σελίδες καταλήγουν στις «Σημειώσεις» που ρίχνουν φως σε όλες τις ενδιαφέρουσες λέξεις που ξεχειλίζουν τρυφερότητα, εικόνες και αντίσταση.
Μυθιστόρημα Α’
Ρωτά ο νεκρός:
Γιατί δε μ’ έκλαψες;
Τι να του πω;
τον έκλαιγα όσο ζούσε.
Θα ‘πρεπε να ‘ναι ευτυχισμένος
Μυθιστόρημα Β’
Κάθε πρωί τον θάβω
Και κάθε βράδυ το μνήμα αφήνει
Τον θάνατο πατεί
Κι έρχεται πάλι κλαίγοντας
Παράξενος νεκρός
Σαν ζούσε, όλο έφευγε
Και τώρα όλο επιστρέφει
June 19, 2024
Όσο δεν έζησαν
Τέσσερα διηγήματα, γνωριμία με τη Μαρία Σκιαδαρέση, περί λαών και μετακινήσεων στον κόσμο.
Το Όσα δεν έζησαν κρατάει όσο περίπου κρατάει ένα απόγευμα, και χωράει τέσσερα πυκνά διηγήματα που τα ενώνει η ίδια η ένωση, η πράξη της γεφύρωσης των κόσμων. Βέβαια, τέτοιου τύπου ένωση προϋποθέτει την ανάλυση όσων χωρίζουν, το διαφορετικό, τον ξένο πολιτισμό, τη θρησκεία, τη γλώσσα, τις συνήθειες. Πράγματα που μαθαίνονται, όπως μαθαίνεται και το να απορρίπτεις το ξένο, να γελάς, να νιώθεις άβολα – να είναι κάπως παράλογο να ρίχνεις τα υπολείμματα του φαγητού στη γλάστρα αντί να τα πετάς στα σκουπίδια, αλλά η κίνηση του σταυρού έξω από τις εκκλησίες είναι το δίχως άλλο, καθόλου παράλογο.
Ο Κούρδος από την Τουρκία στο Λαύριο, ερωτεύσιμος και ευάλωτος, η µουσουλµάνα από την Κοµοτηνή, έτοιμη να γεφυρώσει τα αγεφύρωτα με σημείο εκκίνησης την ουδέτερη, παγωμένη Γερμανία, ο γοητευτικός Ιρανός αρχαιολόγος από την Τεχεράνη, και ο πρόσφυγας πολέμου που περπατάει δίπλα μας στον δρόμο, μαζεύοντας σκληρά βλέμματα σαν μπουκέτα, θυμίζοντάς μας τι ωραίο που είναι το κάπνισμα, πριν τα πράγματα χειροτερέψουν.
Το Όσα δεν έζησαν είναι η πιο εύκολη μαντεψιά, μιας και το να μαντέψεις τα δεινά είναι δυστυχώς το εύκολο, το αναμενόμενο. Ο τίτλος επισκέπτεται το μάταιο της υπόθεσης, το πώς η Δύση αποφασίζει με τους όρους της για την Ανατολή και αυτό εύκολα απομονώνει την πολύχρωμη εμπειρία, τα όσα απρόβλεπτα και θαυμάσια θα μπορούσε να ζήσει κανείς, πριν καταλήξει στο μονότονο γκρι, το πολύ προβλεπόμενο μονόχρωμο.
Είναι φανερό πως η συγγραφέας επιθυμεί ανακωχή. Συμφιλίωση και παύση πυρός – αυτή την πολύτιμη ανάγκη–. Η Δύση οφείλει να έρθει προ των ευθυνών της και να μάθει κάποτε, πως φιλοξενία δεν σημαίνει υπό δικούς της όρους, αλλά προϋποθέτει ένα μαλακό στρογγύλεμα συγκατοίκησης, ώστε να χωρέσουν οι όμορφες ιδιοτροπίες του άλλου. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για υπέροχες ιδιοτροπίες.
Ιστορίες σημαντικές να γραφτούν, επειδή ακριβώς είναι κυρίως προφορικές, και το προφορικό το παίρνει ο αέρας.
June 18, 2024
Καθεδρικοί
Γνωριμία με την Piñeiro μέσα στους Καθεδρικούς της.
Πέρασα πολύ ωραία με τη συντροφιά της, ξεκουράστηκα, ηρέμησε το κεφάλι μου. Εάν είστε σε δύσκολη φάση αναγνωστικά (ή και γενικά), το ύφος της θα σας βοηθήσει.
Το συμμιγές κείμενο εμπεριέχει τη δολοφονία της 17χρονης Άννας Σαρδά, που το πτώμα της βρέθηκε καμένο και τεμαχισμένο σε μια αλάνα κοντά στο σπίτι της.
Η αφήγηση ξεκινάει με τη Λία, την αδερφή της και συνεχίζεται ως μια πολυφωνική ενημέρωση από όλους τους αγαπημένους της Άννας, προκειμένου να ζωγραφιστεί το πορτραίτο εκείνης της βραδιάς. Προσωπικά λάτρεψα τη Λία, ήλπιζα όλο το βιβλίο να αφορά τη ζωή της μετά τη θρησκεία, μετά τον θάνατο της Άννας.
Φυσικά και δεν πρόκειται (μονάχα) για αστυνομικό μυθιστόρημα. Η πρώτη απόδειξη είναι πως μου άρεσε. Η δεύτερη είναι πως, πράγματι, εάν ήταν ένα παιχνίδι του να βρει κανείς τον δολοφόνο, θα ήταν αποτυχημένο. Η Piñeiro φαίνεται πως θέλει να μιλήσει για την τεράστια εξουσία της εκκλησίας πάνω στις κοινότητες αλλά και να συνδυάσει τη τρυφερή καμπύλη των χεριών που ζωγραφίζουν Καθεδρικούς και ενώνουν οικογένειες, με τα άγρια μυαλά εντός των ναών που τα γκρεμίζουν όλα.
Κάπου ανάμεσα στην οπτική του αστυνομικού και των υπολοίπων ένιωσα κούραση, αλλά πρόκειται για ένα βιβλίο που λαχταρούσα να γυρίσω σπίτι και να το πιάσω, συνεπώς τι άλλο να λέμε;
Υ.Γ. Σε άλλα νέα, η ‘ουλή’ του Ματέο μου θύμισε το οικογενειακά μυστικά του Serge Tisseron και όχι δεν παίρνω ποσοστά, απλά είναι εξαιρετικό βιβλίο.
«Ελπίζω να σας ξαναδώ. Και την Άννα, το Μπουμπουκάκι μου, που δεν της άξιζε να πεθάνει. Διαφορετικά, θα έχετε δίκιο εσείς, αγαπημένοι μου άθεοι, κι έπειτα από τούτη τη ζωή, όσο κι αν δεν μ’ αρέσει, δεν θα υπάρχει τίποτα».