Ρένα Λούνα's Blog, page 2
July 22, 2025
Τα κορίτσια
Τα κορίτσια – Henry de Montherlant (Εκδόσεις Ίνδικτος μετφ. Λουίζα Μητσάκου)
“Γιατί, ὁρισμένες μέρες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐχθρικὰ πράγματα ἄλλες στιγμὲς ἀφανέρωτα, ανώδυνα, ξαφνικὰ νὰ σηκώνονται καὶ νὰ σοῦ ἐπιτίθενται όλα μαζί; Είναι φρικτὸ νὰ ὑφίστασαι αὐτὴν τὴν ἐπιδρομή. Καὶ συλλογίζομαι τὰ Χριστούγεννα ἐκείνων ποὺ ἀγαπιοῦνται, τὰ μαγευτικὰ Χριστούγεννα του Βέρθερου. Τι κρίμα ποὺ δὲν μπορῶ πιὰ νὰ βάλω τὰ παπούτσια μου μέσα στὸ τζάκι! Θὰ ἔβαζα δύο ζευγάρια, γιατὶ ὑπάρχουν τέσσερα πράγματα ποὺ ἐπιθυμῶ τρελά: ἕναν σύζυγο (μὲ ἔρωτα), ἕναν φωνόγραφο, ἕνα βιβλίο γιὰ τὴν Κοζίμα Βάγκνερ, καὶ ἕνα καπελάκι μὲ λοφίο, ἕνα καπελάκι ποὺ δὲν σᾶς τὸ περιγράφω, γιατὶ θὰ μὲ κοιροϊδέψετε.
Εὐτυχισμένο το 1927! Σᾶς ἀγαπῶ πολύ, Κοστάλς, ξέρετε. Καὶ ἂν ἡ εὐτυχία προσφερόταν σαν διαμάντι, θὰ εἶχε περάσει στὴ στιγμὴ ἀπὸ τὸ χέρι μου στὸ δικό σας. Σᾶς ἐκφράζω γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἀπόλυτη ἀφοσίωσή μου. Ἀλλὰ πότε, πότε θὰ θελήσετε νὰ τὴν χρησιμοποιήσετε;”
July 14, 2025
Our Little Secret
Η Έμιλυ Κάρρινγκτον απελπίζεται από τη Δικαιοσύνη κι έτσι αποφασίζει να βρει άλλον τρόπο για να αφήσει κάτω το βάρος του μυστικού που κουβαλάει: το ζωγραφίζει και έτσι λέει το μυστικό σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Δικαιοσύνη έχει αποτύχει, αλλά το μυστικό δεν είναι πλέον μυστικό. Η Έμιλυ Κάρρινγκτον κάνει ένα τολμηρό βήμα μπροστά και συστήνεται μέσα από το έργο της, λέει δυνατά το μυστικό και επιμορφώνει γονείς, δείχνει τον δρόμο σε παιδιά, αγκαλιάζει τα θύματα.
Η Έμιλυ Κάρρινγκτον είναι μια τυπική έφηβη, η οποία έρχεται από μια οικογένεια με αρκετά προβλήματα, αλλά όπως λέει, πριν βιαστεί από τον Ρίτσαρντ όλες αυτές τις φορές, διέσχιζε το μονοπάτι της ζωής της – εξαιτίας του δεν θα μάθει πού θα την οδηγούσε αυτό το μονοπάτι. Ο μπαμπάς της, εκκεντρικός και ψυχικά άρρωστος, η μαμά της σε άλλη πολιτεία, απέτυχαν να την προστατέψουν.
Ο Ρίτσαρντ αφιέρωσε χρόνο κάνοντας grooming και φυλακίζοντας τον ψυχισμό της Έμιλυ η οποία ήταν σίγουρη πως δεν μπορούσε να μιλήσει πουθενά. Πολλά χρόνια αργότερα τον βλέπει σε ένα φέρι κι έτσι ο θυμός της την σπρώχνει να αναζητήσει δικαιοσύνη. Το παράδειγμά της είναι ένα από τα πολλά που απαντάει στο γιατί τα θύματα δεν αναζητούν δικαίωση.
Φέτος διάβασα και τον Θλιβερό τίγρη της Νεζ Σινό που είναι πολύ κοντά στη δουλειά της Έμιλυ Κάρρινγκτον μιας και τα δυο είναι ψύχραιμες τοποθετήσεις τον θυμάτων βιασμού σε νεαρή ηλικία και ρίχνουν φως στα γεγονότα. Ρίχνουν φως στα πάττερνς των κακοποιητών, το πώς φέρθηκε το κοινωνικό σύνολο και η οικογένεια, πώς φέρθηκαν και ένιωσαν οι ίδιες. Η Σινό τοποθετεί τον εαυτό της απέναντί μας και μας λέει τα πάντα. Η Κάρρινγκτον κάνει ακριβώς το ίδιο: εντός της αφήγησης του παρελθόντος, προσθέτει καρέ με τον εαυτό της στο σήμερα, σε ένα τραπέζι, να μας μιλάει. Ρωτάει τον εαυτό της: γιατί με ζωγραφίζω μπροστά από ένα τραπέζι; μάλλον για να ακουμπάω τους αγκώνες μου, απαντάει.
Αυτά, ας διαβαστούν απ’ όλους μας. Ας διαβαστούν γιατί είναι πασιφανές πως και οι δύο μάτωσαν τόσο όχι απλά για να ακουμπήσουν την ψυχή τους εντός της αφήγησης και να ανακουφιστούν, αλλά για να μάθουμε εμείς πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό, αυτό για το οποίο, πολύ κακώς, δεν μιλάμε. – Κάθε φορά που αγνοούμε την ιστορία ενός θύματος, ένας βιαστής δρα ανενόχλητος.
July 10, 2025
Λευκές νύχτες
SPOILERS ~ βέβαια είχατε 177 χρόνια να το διαβάσετε (μη βαράτε)
Απορρίπτεις ερωτικά έναν άντρα στην πραγματική ζωή, αλλά του προτείνεις να μείνετε φίλοι γιατί τον συμπαθείς πολύ και πιστεύεις πως ταιριάζετε: “κοσμητικά” επίθετα, κατάρες και ψόφοι.
Απορρίπτει η Νάστινκα τον αφηγητή στις Λευκές Νύχτες του Ντοστογιέφσκι:
“Αλλά είναι δυνατόν να φανταστείς ότι μπορώ να σου κρατήσω κακία, Νάστινκα; Είναι ποτέ δυνατόν να ρίξω ένα σκοτεινό σύννεφο πάνω στην ήρεμη, γαλήνια ευτυχία σου, να προξενήσω με τα πικρά μου παράπονα στενοχώρια στην καρδιά σου, να τη δηλητηριάσω με ανώφελες τύψεις και να την κάνω να τρέμει από αγωνία τη στιγμή της ευτυχίας σου, να συνθλίψω έστω και ένα από τρυφερά άνθη που θα έχεις πλέξει στα μαύρα μαλλιά σου όταν θα πηγαίνεις με εκείνον στην εκκλησία… Ω, ποτέ, ποτέ! Είθε ο ουρανός σου να είναι καθαρός, είθε το γλυκό σου χαμόγελο να είναι φωτεινό και ατάραχο, και είθε να είσαι ευλογημένη για εκείνη τη στιγμή της μακάριας ευτυχίας που χάρισες σε μια άλλη, μοναχική και ευγνωμονούσα καρδιά!
Θεέ μου, μια ολόκληρη στιγμή απίστευτης ευτυχίας! Δεν είναι άραγε αυτό αρκετό για ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου;”
July 9, 2025
Αλληλογραφία δύο θαλασσών
Η Αλληλογραφία δύο θαλασσών είναι δύο γυναικείες φωνές — δύο αδερφές-θάλασσες (Ατλαντικός και Μεσόγειος) — που μιλούν με τρόπο παρηγορητικό, στοχαστικό και ανελέητο. Βέβαια, οι αδερφές που έχουν βαθιά οικειότητα δεν εξηγούν τη σχέση τους, αλλά μπορεί να την αφηγηθούν με ησυχία, σαγήνη και μνήμη.
Η Jacobsen σχεδιάζει ένα οικολογικό παραμύθι, μια φιλοσοφική αλληγορία και φυσικά, ποίηση σε πρόζα. Η γλώσσα της είναι απλή και ξεγυμνωτική, όπου κανείς υποθέτει πως ο ήρεμος τρόπος της παραπέμπει σε αναπνευστικό ρυθμό, όμοιο με κύμα. Η σκέψη πως οι θάλασσες δεν θα απασχολούνταν μαζί μας είναι σοφή, γι’ αυτό κι εμείς είμαστε τα «ζωύφια» με τα σώματά μας να κουβαλάνε το νερό των προγόνων μας. Όμως, το βιβλίο παραμένει ανθρώπινη εφεύρεση κι έτσι εντός του ανακαλείται η μνήμη του κόσμου μέσα από ιστορικές αναφορές: ναυάγια, αρχαίοι μύθοι, μετανάστευση, αποικιοκρατία, ταξίδια, πνιγμοί, καθηγητής Ράιντον και Ίκαρος, φώκιες και πλαστικά μπουκάλια — όλα περνούν όπως κι εμείς έχουμε σημάδια πάνω μας, τραυματισμοί, τατουάζ, κοκκινίλες από μικροσκοπικά σπασμένα αγγεία· αναφορές που δίνουν διάσταση αιωνιότητας, όπως ακριβώς ο άνθρωπος φαντάστηκε τη θάλασσα: ατελείωτη, ευτυχισμένη κι επικίνδυνη, όλος ο φόβος κι ο θαυμασμός μαζί. Πια, οι ωκεανοί είναι γεμάτοι από περίεργα πλάσματα, μάλλον με πλαστικά πτερύγια.
Οι δύο θάλασσες μιλούν όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για το παρόν, για την παρακμή, για το πλαστικό που πλέει στα σπλάχνα τους. Το οικολογικό στοιχείο είναι έντονο, αλλά χωρίς διδακτισμό. Απλά και πένθιμα, μιλούν για το σώμα τους που αλλάζει, που τραυματίζεται — σαν γυναίκες που φτιάχνουν καφέ και καπνίζουν στην κουζίνα, αξιολογώντας τον κίνδυνο, φτιάχνοντας ένα πλάνο προστασίας.
Λοιπόν, δεν είναι μεγάλο βιβλίο — αλλά δεν του λείπει τίποτα:
«Αγαπητή αδερφή,
Σύντομα θα φυτρώσουν πάλι μεγάλα δάση μέσα μας, πυκνά και μαύρα από τροφή. Αυτό να σκεφτείς.
Σκέψου ότι θα είμαστε ο μοναδικός ήχος στον κόσμο.»
July 8, 2025
I Still Love H.E.R.
Το βιβλίο I Still Love H.E.R. του Κώστα Σαββόπουλου είναι μέρος της απάντησης όταν η πατριαρχία παραπονιέται: «α δεν σας νοιάζει η ανδρική καταπίεση». Μας νοιάζει, αλλά είναι δικιά σας δουλειά να τη μελετήσετε, να την καταλάβετε, να μιλήσετε για αυτή (κυρίως μεταξύ σας) και να δημιουργήσετε πρωτοβουλίες ώστε να αλλάξει το πλαίσιο της αρρενωπότητας όπως εσείς τη διδαχθήκατε κι εμείς τη βιώνουμε.
Η πρόθεση του βιβλίου πάει κόντρα στο ρεύμα: στοχάζεται με κριτική ματιά αλλά και γνήσιο ενδιαφέρον πάνω στην κουλτούρα της αρρενωπότητας, και πιο συγκεκριμένα, της υπεραρρενωπότητας όπως αυτή κατασκευάζεται, εξιδανικεύεται και αναπαράγεται στον κόσμο της ραπ, ως φωνή των αποκλεισμένων, αλλά και ως μέρος του πατριαρχικού συνόλου – κανείς δεν θα ξέφευγε από το εργοστάσιο παραγωγής μας.
Η συμβολή του βιβλίου είναι σημαντική όχι μόνο επειδή αποδομεί την gangsta αρρενωπότητα με συγκεκριμένα παραδείγματα, αναλύοντας στίχους και εικόνες από τον αμερικανικό και τον ελληνικό χώρο, αλλά κυρίως επειδή το κάνει με έναν τρόπο στοχαστικό, χωρίς διδακτισμό και καταγγελία – περισσότερο ως ανάλυση πολιτικής και κοινωνικής κατανόησης.
Το φεμινιστικό κίνημα έχει να διαχειριστεί την οργή για τις εκφάνσεις της πατριαρχίας κι έτσι έρχεται η ανάγκη να ανοίγονται χώροι όπου οι άνδρες καλούνται να μιλήσουν οι ίδιοι για το φύλο τους. Όχι για να εξιλεωθούν, αλλά για να αναλάβουν ευθύνη και να παραδεχτούν ανοιχτά πως η κουλτούρα μέσα στην οποία μεγάλωσαν είχε –και έχει– πολλές προβληματικές πτυχές στα έμφυλα ζητήματα. Η έμφυλη κριτική σκέψη δεν είναι υπόθεση μόνο των γυναικών ή των queer ατόμων, αλλά όλων όσων θέλουν να ζήσουν σε έναν κόσμο πιο ελεύθερο και πιο δίκαιο. Η προσέγγιση οφείλει να αποφύγει μια «εύκολη συμμαχία» δηλαδή δεν είναι ο δρόμος ένας άνδρας απλώς να σταθεί «στο πλευρό» των γυναικών ράπερ, ούτε (φυσικά) να επιχειρήσει να μιλήσει αντί γι’ αυτές. Το κείμενο φωτίζει το πώς το ανδρικό φύλο μέσα στη ραπ είναι –και αυτό– μια κατασκευή, συχνά φορτωμένη με επικίνδυνα πρότυπα όπως αυτό του υπερμάτσο ράπερ όπου οι γυναίκες έχουν ρόλο αντικειμένου στο βιντεο κλιπ. Αργότερα, όταν οι γυναίκες διεκδικούν τη θέση τους στη ραπ παραμένουν περιθωριοποιημένες – όχι επειδή δεν υπάρχουν, αλλά επειδή η ανδροκεντρική νοοτροπία της σκηνής δεν έχει ακόμα αμφισβητηθεί σε βάθος.
Το κείμενο σίγουρα ανοίγει έναν διάλογο στην Ελλάδα μιας και ο φεμινισμός δεν είναι μόνο θέμα γυναικών· όπως έγραψε και η Adichie Chimamanda Ngozi, «We Should All be Feminists». Μάλιστα, η αγάπη για τη ραπ μπορεί να συνυπάρξει με τη φεμινιστική κριτική – όχι μόνο να συνυπάρξει, αλλά και να ανθίσει εξαιτίας της. Η κριτική είναι συχνά χειρονομία φροντίδας.
June 26, 2025
Γάμος – Μάριος Ποντίκας
Διαβάζοντας τον Γάμο (1980) του Μάριου Ποντίκα, έρχεται ο αναγνώστης σε ανελέητη ανατομία της ελληνικής οικογένειας, της συζυγικής υποκρισίας, της έμφυλης βίας και, κυρίως, της ιδεολογικής βίας που μεταμφιέζεται σε μετρονόμο ανάμεσα στην παράδοση και το καθήκον. Στηριγμένος στη δυναμική των μεταπολιτευτικών χρόνων, ο Ποντίκας ανήκει στη γενιά των διανοουμένων που δεν φοβήθηκαν να κατονομάσουν τις παθογένειες της κοινωνίας τους —και μάλιστα όχι αφηρημένα, αλλά μέσα από την ωμή, ασυμβίβαστη θεατρική πράξη.
Ο Γάμος επιτίθεται κατά μέτωπο στον «ιερό θεσμό» που έχει διαμορφωθεί από την Εκκλησία, την οικογένεια και το εθνικό φαντασιακό: ο γάμος ως μέσο ελέγχου της γυναίκας, ως άντρο σιωπηλής καταπίεσης και εγγενούς ανδρικής βίας, όπου οι σκηνές αυτές δεν είναι σκηνές κορύφωσης αλλά η παθογένεια εκείνης της καθημερινότητας. Ο λόγος εδώ μιλάει για «ντροπή» και «χρέος», αποκαλεί τη βιασμένη κόρη «προκλητικά μουγκή», εξισώνει την αυτοκτονία με καθαρτήριο. Η γραφή του Ποντίκα διατηρεί έναν πικρό ρεαλισμό, αλλά και μια σατιρική ένταση. Ο πατριαρχικός λόγος στον μονόλογο του δικαστή-εισαγγελέα αυτοϋπονομεύεται από τη γελοιότητά του: πίσω από τη ρητορική περί «σεβασμού της γυναίκας», ξεπροβάλλει ο δομικός, θεσμικός μισογυνισμός της «δούλας και κυράς». Είναι ακριβώς αυτή η εναλλαγή, ανάμεσα στην τραγωδία και την ειρωνεία που κάνει το έργο τόσο δυνατό. Εν ολίγοις, τα πάντα υπαγορεύουν με κακοποιητική δολιότητα την αποδοχή του βιασμού ως θεσμοθετημένης προϋπόθεσεις του γάμου όπου όλα τα πρόσωπα του έργου, εκτονώνουν την κακουργία τους πάνω στην κόρη, μέχρι και η μάνα, παρά το ότι στη δεύτερη πράξη έχει αρχίσει να μαλακώνει και να αλλάζει.
Ο πατέρας παρακινεί την κόρη του να αυτοκτονήσει για να διασώσει ό,τι έχει απομείνει από την οικογενειακή τιμή και η ίδια καταλήγει να αυτοπυρποληθεί και αργότερα να οδηγεί σε καταναγκαστικό γάμο με τον βιαστή της (ακούγεται καμπάνες κηδείας).
Εν τέλει γίνεται λόγος για το πώς απηχεί κοινωνικά το φαλλοκρατικό μοντέλο του παρελθόντος, οι κοντινές μας ρίζες. Μάλιστα, έχει ειπωθεί από φεμινιστικό σύγχρονο λόγο, πολλές – πολλές φορές, πως ο σεξισμός του σήμερα δεν αντέχει κριτική πάνω στο παρελθόν, γιατί όπως έμπρακτά έχει αποδειχθεί, η μερική θεσμοθέτηση δεν φέρει καμία πραγματική αλλαγή. Ο Ποντίκας κάνει λόγο και γι’ αυτό, στην εισαγωγή της γυναίκας του Λωτ: «Οι άνθρωποι στρέφουν (με νοσταλγία) τα βλέμματα στο παρελθόν, για ν’ αντικρίσουν τα όμορφα μόνο τοπία του. Αποστρέφονται τα λάθη, διότι ο εντοπισμός και η παραδοχή τους απαιτούν σκέψη εν ενεργεία και απειλούν, εξ αυτού, τις κεκτημένες παντοιοτρόπως ησυχίες τους. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι εφιάλτες του μέλλοντος κρύβονται στα δύσμορφα (ενίοτε και απατηλώς όμορφα) τοπία του παρελθόντος.»
Πίσω στον «Γάμο», η αυτοπυρπόληση που υποβάλλεται ως ιδέα είναι χειροπιαστό τεκμήριο της ενοχικής σχέσης κι ενώ εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να φαντάζει ως μελοδραματική υπερβολή, τελικά ως δραματουργική επιλογή επιτυγχάνει να συνοψίσει το τεράστιο μέγεθος του ηθικού εγκλήματος και της αυτουργίας που βαραίνει όλα τα συνένοχα μέλη της οικογένειας.
Και σε αυτό το σημείο, όπου θεωρώ πως πιθανό ο αναγνώστης έχει σταματήσει να διαβάζει, θα αφήσω αυτό: Ο Ποντίκας το 1980 δεν γράφει απλά μια παρατήρηση, αλλά καταγγέλλει και μηνύει με μανία. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, έχουμε στην Ελλάδα τους αριστερούς διανοούμενους του γλυκού νερού που όταν καταγγέλλουμε τη βία, μας γυρνάνε την πλάτη και μας λένε πως το φτωχό μας μυαλουδάκι δεν μας επιτρέπει να δούμε πως βρισκόμαστε σε λάθος πλαίσιο (θα μας ορίσουν εκείνοι το σωστό ντε). Κλείνω με βαριά καρδιά, ασήκωτη κι ένα ευχαριστώ στους φίλους Χριστίνα και Σπύρο για την αναγνωστική εμπειρία. Ακολουθούν τα πιο αγαπημένα αποσπάσματα:
«ΜΗΤΕΡΑ: Μα τι θες να κάνει; Να αυτοκτονήσει, θες;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι. Ν’ αυτοκτονήσει. Έχει χρέος, έχει υποχρέωση. Οι Σουλιώτισσες γιατί πέφτανε στον γκρεμό; Καλύτερη είναι αυτή; Στο κάτω κάτω οι Σουλιώτισσες δεν τις γαμήσανε. Και όμως αυτοκτονήσανε. Για να μη τις πιάσουνε οι Τούρκοι και τις γαμήσουνε. Όχι αυτήν που ήδη τη σκίσανε. Και αντί να αισθάνεται την ντροπή, κάθεται τώρα και μας παριστάνει τη μουγκή. Μας κάνει το θύμα τώρα. (Έρχεται στο Κορίτσι. Την ταρακουνάει). Ακούς, παλιοβρόμα, παλιοξεσκισμένη; Ν’ αυτοκτονήσεις.»
*
«ΠΑΤΕΡΑΣ: Πρώτο θέμα (Διαβάζει). Η Ελληνίδα Ιωάννα της Λωραίνης. Έγινε παρανάλωμα του πυρός για την τιμή της.
ΑΔΕΡΦΗ: Ποια είναι αυτή η Ιωάννα;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Μία. (Διαβάζει). Η τραγική μικρούλα που βιάστηκε βάναυσα πριν λίγες ημέρες, αυτοπυρπολήθηκε γιατί δεν άντεξε την ντροπή. Την έχει και φωτογραφία.»
*
«ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ: … Και συμφωνώ με τον κύριο Εισαγγελέα, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει άλλωστε ότι η γυναίκα είναι το ιερότερο πλάσμα της φύσεως. Είναι θεία η αποστολή της και ιερόν το καθήκον της. Αλλά κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι…! Ποιος δε γνωρίζει, ποιος θα αρνηθεί εξ ημών ότι όσον η γυναίκα είναι ιερό πλάσμα, άλλο τόσο είναι και δαιμονικό. Η εκκλησία μας της έχει απαγορεύσει την είσοδο εις τα άδυτα του ιερού. Όλες οι λέξεις με επιβαρυντική σημασία είναι γένους θηλυκού. Η πορνεία, η αμαρτία, η κλοπή, η αγυρτεία, η ψευδομαρτυρία και πλήθος άλλων είναι γένος θηλυκού. Προσπαθώ μήπως να μειώσω το γυναικείο φύλο, Όχι, σεβαστό δικαστήριο. Δεν ανήκω εις τους φαλοκράτας, δεν υποτιμώ την αξία της γυναικός και το ρόλο της εις την κοινωνία. Είμαι μάλιστα από τους υποστηρικτές των αγώνων της για την απόκτηση περισσότερων, από τα κεκτημένα, δικαιωμάτων. Αλλά δεν ανήκω και εις την άλλη πλευράν. Εις το άλλο άκρον. Η γυναίκα είναι κι αυτή άνθρωπος όπως όλοι μας και σαν άνθρωπος όπως όλοι μας, έχει κι αυτή τις αρετές της, έχει κι αυτή τις αδυναμίες της έχει κι αυτή τα πάθη της. Δεν εκμηδενίζεται ο άντρας για να αριστεύσει η γυναίκα. Δεν υποτιμάται η γυναίκα για να υπερτιμηθεί ο άντρας.»
*
«ΠΑΤΕΡΑΣ: Όχι μόνο δεν ήθελες, αλλά σηκώθηκες την πρώτη νύχτα του γάμου κι έφυγες. (Στην Αδερφή. Γελώντας). Σηκώθηκε και πήγε στη μάνα της. (Στη Μητέρα). Θυμάσαι; Βέβαια. Και τη φέρανε με το ζόρι πίσω. Μετά όμως κάθισε και της άρεσε. Αυτό τι ήτανε; Βιασμός δεν ήτανε; Και τι έγινε; Ζήσαμε μαζί, έγινα ο άντρας σου, κάναμε παιδιά και πού πήγε παρακαλώ ο βιασμός; Και κάτι άλλο. Πόσες φορές κοιμηθήκαμε μαζί; Διακόσες; Τριακόσιες; Πεντακόσιες; Πες χίλιες. Πόσες από αυτές ήθελες; Όχι σε ρωτάω και θέλω να μ’ απαντήσεις με ειλικρίνεια. Πόσες ήθελες; Μην απαντάς. Δε χρειάζεται. Έχεις μια συστολή και την καταλαβαίνω. Θα σου πω εγώ πόσες: ούτε πενήντα. Τι πενήντα λέω… Ούτε τριάντα. Οι υπόλοιπες εννιακόσιες εβδομήντα τι ήτανε; Βιασμός δεν ήτανε; Υπό την έννοια που το θέλεις εσύ, βιασμός ήτανε. Και μάλιστα μεγαλοπρεπής. Και όχι ένας, παρακαλώ. Εννιακόσιοι εβδομήντα. Τι έγινε; Με πήγες στα δικαστήρια; Έφυγες; Τι έκανες; Τίποτα. Ήσουν, είσαι και θα είσαι η γυναίκα μου. Κι εγώ ο άντρας σου. Μην τα λέμε λοιπόν όπως θέλουμε. Με αναγκάζεις και μιλάω έτσι μπροστά στα κορίτσια και δε μ’ αρέσει καθόλου αυτό. Καθόλου. Παρασύρομαι και λέω πράματα, που ουδείς γονιός θα έλεγε μπροστά στα παιδιά του. Αυτό μόνο.»
June 13, 2025
Η τελειότητα
Ο Latronico έχει αναφέρει πως εμπνέεται από το (μαγικό) μεταμοντέρνο πρότυπο του Perec, που συνθέτει την κοινωνία μέσω της σχέσης της με τα πράγματα και τον χώρο. Έχω πει και γράψει πολλές φορές πόσο μεγάλη έμπνευση είναι για εμένα ο Perec. Μάλιστα, όταν διάβασα το «Ζωή, οδηγίες χρήσεως», την πρώτη βδομάδα του Αυγούστου το 2021, σε μια προβλήτα φτιαγμένη από πέτρες Καρύστου δίπλα από την Πορτάρα της Νάξου, μου έγινε σαφές πως ο Perec είχε δώσει την άδεια στους απανταχού ανθρώπους που γράφουν, πως επιτρέπεται να γράφεις έτσι – κανείς δεν θα έρθει να σου βάλει φωτιά στο λάπτοπ. Πάντοτε πάλευα με τη γοητεία που μου ασκούσαν οι λίστες και οι λεπτομέρειες, τόσο ως θησαυροφυλάκιο αναμνήσεων, αλλά και ως ιδιοφυής λογοτεχνική κατασκευή ανάμεσα στη γεφύρωση και την απώθηση. Οι λεπτομέρειες είναι αυτές που θα προδώσουν εάν κάποιος λέει ψέματα ή όχι. Είναι συγκεκριμένες και υπερβολικές, είναι η αρχή κάθε καλού χτισίματος, είναι και η απογείωση της ομορφιάς.
Με σημείο εκκίνησης την ιδέα της επιδίωξης ενός lifestyle καταναλωτικής ικανοποίησης, όπου η κατοχή ορίζει την ύπαρξη, ο 40χρονος Latronico στρέφει το μαχαίρι προς τον εαυτό και τη γενιά μας, όπου τα «πράγματα» δεν είναι μόνο είδη επίπλωσης ή ηλεκτρικές συσκευές∙ είναι εικόνες, στιγμές και η αποτύπωση των ταξιδιών στα social media μέσα από τη γνωστή ψηφιακή κουλτούρα που ενώ καταλήγει πανομοιότυπη με του διπλανού, καθορίζει την αυθεντικότητα, όπως η γενιά μας την έχει κατασκευάσει.
Η ομοιότητα με τον Perec έγκειται στον αφαιρετικό, ανά στιγμές «κλινικό» τρόπο γραφής, όπου απουσιάζουν οι εσωτερικοί μονόλογοι και κυριαρχεί η λεπτομερής εξωτερική παρατήρηση. Όμως ο Latronico δεν κρατιέται και δίνει κάποια ζωή σε αυτό το στυλ: πίσω από την ψυχρή καταγραφή, εντοπίζεται ένας ήπιος σαρκασμός σε προσεκτικές δόσεις που πληγώνει όσους πάμε και διαβάζουμε σε χιπστερ καφέ, θα θέλαμε συνδρομές σε περιοδικά που δεν θα προλάβουμε να διαβάσουμε, έχουμε κλείσει Βερολίνο τον Ιούλιο και βασανιζόμαστε με δυσανεξίες που οι εργατοώρες μας έχουν εφεύρει και ανακατέψει ανάμεσα στο φαντασιακό και στο φαντασιακού του στομαχιού μας.
Ενώ ο Perec εγκαταλείπει τον νεωτερικό κόσμο υπέρ ενός κονστρουκτιβιστικού βλέμματος (ως μέλος της Oulipo συμφωνεί πως η λογοτεχνία οφείλει να αυτοπεριορίζεται με κανόνες, φόρμες και παιχνίδια-καρδούλα μεγάλη- και από αυτούς τους υποτιθέμενα εξαναγκαστικούς περιορισμούς γεννιέται νέο νόημα, γράφοντας για να κατασκευάσει, σαν εργαλείο μηχανικής κι όχι ρομαντικής εξομολόγησης, ως μοντάζ κι όχι ως ψυχογράφημα, ως φόρμα κι όχι για συγκίνηση– για αυτό και ο έρωτας μέσα από καταγραφές είναι τόσο επίπονος), ο Latronico καταθέτει πως η «Τελειότητα» σήμερα δεν είναι απλά ζήτημα υλικής κατάστασης, αλλά ψηφιακής παρουσίας, που θέτει την ουσία ως θυσία στην αρένα του θεάματος ή ακόμα χειρότερα, η ουσία γίνεται κάτι μιμητικό και η κοινωνική σύνδεση ακολουθεί τα καθρεφτίσματα του καιρού της.
Η σύγκριση με τον Perec είναι απόλυτα θεμιτή, ωστόσο μου θύμισε ανά σημεία και το «Πρωτόλειο» του Martin Andrew εντός της αυτο-αναφορικότητας και της μεταειρωνείας της γενιάς μας. Η αυτο-ανάλυσης της εποχής και η πλάγια ειρωνεία στη φαινομενική υπερβολή καταλήγουν εργαλείο ειλικρίνειας. Και ο Latronico όσο κι ο Andrew δεν σατιρίζουν έξυπνα για τον σύγχρονο τρόπο ζωής όπως κάνουν για παράδειγμα οι φοβεροί Sedaris και Keret, αλλά επιχειρούν να κοιτάξουν τον εαυτό τους ανάποδα – έτσι ακτινογραφούν τις αγωνίες της γενιάς μας.
Ο Latronico, λοιπόν, χτίζει το σκηνικό που υποτίθεται πως καθρεφτίζει το περιεχόμενο του μυαλού εντός ενός καπιταλιστικού κόσμου: Το “τέλειο” διαμέρισμα με τα δανέζικα έπιπλα ως κάστρο μιας επιλεκτικής πόζας σαν σκηνογραφία που προσποιείται ότι λέει κάτι ουσιώδες για τον ένοικο, όπως και τα χίπστερ καφέ, οι μοντέρνοι χώροι εργασίας, οι εκθέσεις, τα events: κάθε χώρος δηλώνει έναν τρόπο ζωής και την επιμονή στο ανθρώπινο «δίκτυο» που ψυχαναγκαστικά έρχεται με ένα βαρύ φόντο αισθητικής, κάπως γιορτινό και δήθεν αβίαστο, που στο τέλος μάς φέρει αντιμέτωπους με συμπτώματα άγχους ενώ μυρίζουμε τη λεβάντα που καλοπροαίρετα δεν μπορεί να λείπει από κάθε χώρο που θέλει να φαντάζει «προσεγμένος» και «φροντιστικός», ό,τι κι εάν αυτό σημαίνει. Σημαίνει άξιος να φωτογραφηθεί.
Ο Latronico κατασκευάζει το «μουσειακό» του σύμπαν ως ένα μεγάλο οικοσύστημα όπου τα αντικείμενα έχουν συναισθηματικό ρόλο που ενώ ο αναγνώστης δεν τον ξέρει, τον υποψιάζεται, όπως συχνά και ο κάτοχός τους. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης οφείλει να μείνει και μακριά από τη ζωή του ζευγαριού, παρατηρώντας τον ελεγχόμενο, καλοσκηνοθετημένο, χωρίς απρόβλεπτες εκρήξεις ή αγριότητα κόσμο, σαν μυθιστόρημα της Paula Fox που έμεινε στη μέση. Άλλωστε, ένα μουσείο έχει τις προδιαγραφές του: πλαστική μεμβράνη, ταμπελάκια, αποστειρωμένο φως – και δε σε αφήνει να αγγίξεις το έκθεμα. Ο Latronico ψιθυρίζει πίσω από τις ατελείωτες περιγραφές: Ποιος δεν σε αφήνει να αγγίξεις το έκθεμα;
June 5, 2025
Με μια χαρά: Η στρατιωτική θητεία του Ιωάννη Μαργαριτόπουλου, Μικρά Ασία και Ελλάδα 1921-1924
Με το Με μια χαρά: Η στρατιωτική θητεία του Ιωάννη Μαργαριτόπουλου, Μικρά Ασία και Ελλάδα 1921-1924 (εκδ. Βιβλιοπωλείο “Ο Μωβ Σκίουρος”) έρχεται κανείς σε επαφή με μια σπάνια, άμεση μαρτυρία της περιόδου της Μικρασιατικής Καταστροφής — όχι μέσα από τη συνηθισμένη – επίσημη αφήγηση, αλλά με την ωμή πραγματικότητα, μακριά από το μελόδραμα ή τον εξιδανικευμένο πατριωτισμό, μέσα από τα μάτια ενός στρατιώτη που έζησε τον πόλεμο με τις φρίκες και τις αντιφάσεις της εποχής.
Ο Μαργαριτόπουλος περιγράφει όχι μόνο τη σκληρότητα των Τούρκων, αλλά και την αποκτήνωση των Ελλήνων· Το Τούρκικο και το Ελληνικό σπαθί. Οι Έλληνες στρατιώτες, κάποιες φορές από εξάντληση και απογοήτευση, κι άλλες από τη φύση της εκδίκησης, διέπραξαν ωμότητες και εγκλήματα, όπως το πλιάτσικο, οι βιασμοί, και η πυρπόληση πόλεων, όπως στην περίπτωση της Μαγνησίας και του Σαλιχλί, που ο Μαργαριτόπουλος περιγράφει με μια γλώσσα που δεν αποκρύπτει. Κάποιες φορές ο τρόπος του μαλακώνει, σα να μην μπορεί να αντέξει τον εαυτό του, ειδικά όταν μιλάει για νεαρές γυναίκες και παιδιά. «Αυτό που μπορεί να σκεφτεί κανείς με τη φαντασία του», λέει και ανακουφίζομαι που δεν αντέχει να τα γράψει. Άλλωστε όσοι μιλάνε με χαρά για τον στρατό είναι τρομακτικοί, ακόμα κι εάν ο Μαργαριτόπουλος ξεκίνησε «με μια χαρά», γεμισμένος βουβά, μέχρι πάνω, από τη δόξα της μεγάλης ιδέας, άδειασε γρήγορα.
Η απουσία διασωθέντων πρωτογενών πηγών που να καταγράφουν αυτές τις πλευρές κάνει το βιβλίο ακόμα πιο σημαντικό. Οι μνήμες του Μαργαριτόπουλου, γραμμένες μετά τα γεγονότα, βασισμένες σε ημερολόγια και προσωπικές καταγραφές, προσφέρουν μια σχεδόν μοναδική μαρτυρία για όσα συνέβησαν σε μια από τις πιο τραγικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Το γεγονός ότι η αφήγηση δεν αποφεύγει να θίξει τα κακοποιητικά περιστατικά που διέπραξαν οι ίδιοι οι Έλληνες στρατιώτες, αποτελεί μια σπάνια στιγμή αυτοκριτικής σε ένα ιστορικό αφήγημα που συχνά γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής εκμετάλλευσης.
Αμηχανίες, φόβοι, κουρασμένη ελπίδα, απογοήτευση των νεαρών στρατιωτών που παλεύουν να κατανοήσουν την πορεία της ιστορίας γύρω τους. Η υποχώρηση του Αυγούστου του 1922 δεν περιγράφεται σαν μια αφηρημένη στρατιωτική ήττα, αλλά σαν μια ζωντανή εμπειρία γεμάτη οδύνη και χάος, όπου οι ίδιοι οι στρατιώτες δεν μπορούν να πιστέψουν ότι εγκαταλείπουν τη γη που πάλεψαν να κρατήσουν.
Αλλά και ακολούθησαν την καταστροφή: οι πολιτικές αναταραχές στην Ελλάδα, οι εμφύλιες συγκρούσεις, τα κινήματα, οι διώξεις και οι εκτοπίσεις πληθυσμών. Ο Μαργαριτόπουλος μάς δείχνει ότι η τραγωδία της Μικράς Ασίας δεν έληξε τον Αύγουστο του 1922, αλλά επηρέασε βαθιά την ελληνική κοινωνία και τον στρατό τα χρόνια που ακολούθησαν, δημιουργώντας ένα τοπίο αβεβαιότητας και (ατελείωτων) εσωτερικών συγκρούσεων.
Το να μη μιλάμε για το τι σημαίνει πόλεμος μέσα από τις λίγες μαρτυρίες και γενικά να μιλάμε μόνο για την έναρξη και τη λήξη, κάνει σε ένα έθνος ότι θα έκανε και σε ένα παιδί που μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια που τα σημαντικότερα ζητήματα απαγορεύεται να θιχθούν. Εδώ όμως ο αναγνώστης θα βρει καμένα χωριά «απ’ άκρη σ’ άκρη», τις φυλακές που ανοίγουν, τα πλιάτσικα, το «κάθε γαλόνι το θεωρούν χάρο», το «έτυχε να είμαι παρών», τον φιλέλληνα Μπέη που τους έκανε το τραπέζι και το πιο συγκινητικό: «δεν έμεινε τίποτα από την ωραία πόλι».
Εικόνες όπου όλα καίγονται, τρέχουν Ελληνίδες, Αρμένισες και Τουρκάλες, φωτιά, σφάξιμο, βιασμοί, μακελειό απαίσιο, ενώ οι στρατιώτες περιμένουν να βγάλουν το χακί και να γυρίσουν σε μια κανονική ζωή. Οι Τσέτες, oι Τσολιάδες του Πλαστήρα που σκότωσαν τα άλογα και οι σκέψεις του Μαργαριτόπουλου:
«Με ειρωνεύονται πολλοί φαντάροι που δεν καβαλλώ και πηγαίνω πεζός. Αλλά δεν ξέρουν πως το άλογό μου υποφέρει, δεν ξέρουν ότι με έφερε στις πλάτες του μέχρι τη Σμύρνη»
«Πουθενά αλλού δε μπόρεσα να πάρω έστω και μια συμβουλή από Έλληνα. Οι Τούρκοι πιο πρόθυμοι αλλά εκείνοι από φόβο μάλλον. Εζήτησα να ποτίσω και το άλογό μου. Αυτό τους έκαμε καλή εντύπωσι και με δώσαν χωρίς ακόμη να τους ζητήσω ένα ολόκληρο ψωμί ζεστό και τυρί. Είμαι ευτυχής.»
June 2, 2025
Hotel 21η Απριλίου
“Ο Μιχάλης κατεβαίνοντας από το λεωφορείο είδε μπροστά του να ορθώνεται η ταμπέλα του Χοτέλ Απόλλων, πελώρια κι αντιαισθητική. Άναψε το τσιγάρο του, έβρισε την κακή του την τύχη και τον ξάδερφό του τον Χρήστο, που του ‘χε πει να πιάσει κι αυτός δουλειά στα ξενοδοχεία γιατί έχει εύκολο χρήμα.”
Κατά το 1981, λίγο πριν την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο σύλλογος «Ελλήνων Ήθος» πραγματοποιεί την ετήσια μάζωξή του στο ξενοδοχείο Απόλλων. Εφοπλιστές βουτηγμένοι σε πολυτελή γεύματα είναι οι πελάτες του ξενοδοχείου, που νοσταλγούν τη χούντα.
Ο συγγραφέας συγκερνά πολιτικό στοχασμό με αφηγηματικούς βιτριολικούς χαρακτηρισμούς, ως μια γιορτινή καταγγελία: ο πλούσιος εκτός από ανόητος εντός της προφυλαγμένης οικογενειογραμμής του («όταν η ζωή σε παραχαϊδεύει γίνεσαι βλάκας»), είναι και βαθύτατα κακός, επιθυμώντας να βλάψει τους άλλους, ευτυχής να τους βλέπει να βασανίζονται να υποφέρουν. Ο Σόιτσερ επενδύει στο καλτ της υπόθεσης, το οποίο σίγουρα το παίρνει πολύ σοβαρά και το διανθίζει με τα κώδικά του ονόματα.
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από χουντικούς νοσταλγούς, πλοιοκτήτες, στρατιωτικούς και επιχειρηματίες της διαπλοκής, που βλέπουν την επερχόμενη πολιτική αλλαγή ως απειλή σοβιετοποίησης της χώρας. Μέσα σε αυτό το αποκρουστικό σκυλολόι (βρες κάποιον να σε αγαπάει όσο ο Σόιτσερ αγαπάει τη λέξη «σκυλολόι»), στήνεται ένα παράνομο λαθροπάζαρο πολιτιστικών θησαυρών – έργα τέχνης, αρχαιότητες, κοσμήματα – που αλλάζουν χέρια για εκατομμύρια δολάρια.
Το μεγάλο κέρδος είναι η αφοσίωση του Σόιτσερ στους μισητούς χαρακτηρισμούς, το μάθημα ιστορίας εντός κι εκτός ενός κακού ονείρου από το παρελθόν, χωρίς να γίνεται διδακτικός. Μάλιστα, παρά την παιγνιώδη υβριστική διάθεση, παρουσιάζεται ένα ελληνικό καλοκαίρι σκληρό, με το τρομακτικό φολκλόρ του τουρισμού: οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία περιγράφονται ως (σύγχρονοι) είλωτες, εγκλωβισμένοι σε εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, ανασφάλιστοι, χωρίς μέλλον – τι μας θυμίζει;
Η ηρωίδα, μια θαρραλέα δικαστικός που προσποιείται την τουρίστρια, λειτουργεί σαν φάρος ηθικής μέσα στο τοπίο διαφθοράς. Δεν είναι όμως υπεράνθρωπη – κάνει λάθη, παγιδεύεται, και πολλές φορές μοιάζει να τα βάζει με έναν αντίπαλο τερατώδους δύναμης. Η εμπλοκή της Μοσάντ και η παρουσία ενός αξιωματούχου που παρακολουθεί τις εξελίξεις προσθέτουν μια διεθνή διάσταση στην ιστορία, δείχνοντας πως τα δίκτυα εξουσίας και παρανομίας δεν περιορίζονται στα εθνικά σύνορα – ενώ ξεκάθαρα ο Σόιτσερ φαίνεται να βασανίζεται παραπάνω με τους «ρουφιάνους» και «γλείφτες» ομοεθνείς.
Ο Σόιτσερ, μέσα από το σκηνικό της Μεταπολίτευσης δεν χαρίζεται σε κανέναν, πασπατεύοντας τις ρίζες της σημερινής παρακμής: καταγγέλλει την ασυδοσία των πλουσίων, την υποκρισία της άρχουσας τάξης, την εθελοδουλία των πολιτικών και την αδυναμία των θεσμών να προστατεύσουν τον πολίτη, καταλήγοντας στην ανατομία μιας χώρας που δεν έπαψε ποτέ να κουβαλά τα (ντροπιαστικά) φαντάσματα του παρελθόντος της.
“Και θα μου πείτε: Γιατί βρίζεις, ρε μαλακισμένε, γέρο άνθρωπο; Και θα σας πω κι εγώ, shut up and listen.”
May 28, 2025
Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες
Η περίπτωση της Μαλβίνας με έχει προβληματίσει πολύ. Η αρχική μου ιδέα ήταν, ενώ έχω διαβάσει το «Ο άνεμος κουβάρι» του Χαριτόπουλου και ενώ τώρα διάβασα το «Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες» της Μαλβίνας, να έκανα μερικά ψαξίματα σχετικά με δηλώσεις της και εκπομπές της και να έγραφα ένα κείμενο για φεμινισμό και για μια γυναίκα από το παρελθόν η οποία για κάποιους άφησε εποχή και ήταν εμβληματική, ενώ για άλλους ήταν ανισόρροπη και υπέρ του φασισμού (!). Τελικά η αποστολή μου με φέρνει σε ένα μικρό αδιέξοδο και καταλήγω πως παρά την ανοιχτοσύνη της δεν την έμαθε ποτέ το κοινό της.
Η μπερδεψούρα ανάμεσα στον Μπαρτ, τον Κούντερα, τα τακουνάκια στα αεροδρόμια τα βαριά λαϊκά, τα σνομπ, η Βουγιουκλάκη, η φιλία με την οικιακή βοηθό, τα χύμα, τα μύδια, τα σαλόνια και τα αλώνια προκαλούν πονοκέφαλο, εάν κανείς αποπειραθεί να της ξεσκεπάσει τη γοητεία. Δεν ξέρω καν εάν την έμαθε «πραγματικά» ο Χαριτόπουλος παρά το βιβλίο του που πέρυσι με είχε συγκινήσει πολύ (και σε άλλα σημεία δεν ήταν για εμένα –κρατάω την ομορφιά στην προσπάθεια να τη διασώσει και να την τυλίξει μέσα στις σελίδες πριν του φύγει για τα καλά).
Η Μαλβίνα σε συνεντεύξεις είχε πει πως δεν είναι «με τις φεμινίστριες», ενώ σε πάμπολλα μέσα είχε καταγγείλει σεξισμό, είχε συγκριθεί με συναδέλφους της που της φαίνονταν λίγοι και όλα αυτά κατέληγαν ανάμεσα στην πολιτική και στο προσωπικό ημερολόγιο μιας γυναίκας που φαίνεται να την καίει ένα τραυματισμένο παρελθόν, η επιμονή πως ο έρωτας είναι πόλεμος και αιώνιο καταφύγιο και τέλος… το χιούμορ.
Η ενασχόληση με τη Μαλβίνα περισσότερα ερωτηματικά φέρνει παρά απαντήσεις, γιατί άλλαζε πολύ και γρήγορα. Απαντούσε όχι πάντοτε ακουμπώντας το δομικό Εγώ της, αλλά υπηρετούσε και τη Θεά της Ατάκας. Αλλάζω τον «Θεό» σε «Θεά» όχι απλά για το φεμινιστικό του ζητήματος, αλλά γιατί νομίζω πως ο σεξισμός μας γδύνει και μας ντύνει όπως τους φανεί και η Μαλβίνα δεν καθόταν, προκαλώντας σύγχυση σε όλα τα μέτωπα – και σε εμένα φυσικά. Ως φεμινίστρια δεν θα της ζητούσα να κάνει φεμινιστικό κήρυγμα (ωραία θα ήταν!), αλλά η πατριαρχία της ζήτησε να μην έχει χιούμορ, παρουσιάζοντάς την όχι επικίνδυνα αστεία που ήταν, αλλά ψυχικά ασταθή και συχνά σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία κατέληγε έτσι. Πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό ευθύνονταν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι της εποχής και η επιμονή τους να δείχνουν τις γυναίκες με έναν τρόπο είτε ερωτικό, είτε γραφικό, προκειμένου να πείσουν (και πάντα τα καταφέρουν) την κοινή γνώμη, πως αυτές είναι οι προθέσεις της εκάστοτε γυναίκας που μιλάει. Μιλάει, αλλά δεν έχουμε ιδέα τι λέει. Ο δημοσιογράφος θα πατήσει στο ότι κανείς δεν θα δει ένα βίντεο μεγαλύτερο από δύο λεπτά και θα μας πει το δικό του «ηθικό συμπέρασμα» στον τίτλο. Η Μαλβίνα ήταν κοντά και στο θυμωμένο παιδί μέσα της και δεν είχε πάντοτε την υπομονή να τους πολεμήσει, με αποτέλεσμα συχνά να τους απαντάει «λάθος», παγιδεύοντας τον εαυτό της σε μια γωνιά.
Η Μαλβίνα δεν ήταν φεμινίστρια, αλλά είχε φεμινιστικά στοιχεία. Περισσότερο απ’ όλα μάλλον ήταν η Βασίλισσα της Ατάκας, και της καλής και της κακής. Βάζω άνω τελεία και κλείνω το μαλβινικό παραλήρημα με δικά της λόγια.
«Επιμύθιο:
Αν, λοιπόν, κύριε Παραγεμιστέ, έκανα αυτή την εκπομπή στο δικό σας ελεύθερο κανάλι, η εκπομπή θα ξεκινούσε με προσευχή, με ένα Κάντις, κι αυτό το Κάντις θα έλεγε: «Τα αγκαλιάσματά μας δεν έχουν λόγο ύπαρξης που να χρειάζοται οδηγίες κι ούτε περιμένουν τη δικαίωσή τους από μεγαλειώδεις εκστάσεις. Δώσε μας, Κύριε, τον παραλογισμό και την αμφιβολία, την αδεξιότητα και την απρέπεια του έρωτα. Κι όλες τις εναρμονισμένες, κατεψυγμένες, καλοσαπουνισμένες ηδονές θα τις ξεφορτωθούμε, όπως και τις άλλες ιδεολογίες. Αμήν.»