Γάμος – Μάριος Ποντίκας
Διαβάζοντας τον Γάμο (1980) του Μάριου Ποντίκα, έρχεται ο αναγνώστης σε ανελέητη ανατομία της ελληνικής οικογένειας, της συζυγικής υποκρισίας, της έμφυλης βίας και, κυρίως, της ιδεολογικής βίας που μεταμφιέζεται σε μετρονόμο ανάμεσα στην παράδοση και το καθήκον. Στηριγμένος στη δυναμική των μεταπολιτευτικών χρόνων, ο Ποντίκας ανήκει στη γενιά των διανοουμένων που δεν φοβήθηκαν να κατονομάσουν τις παθογένειες της κοινωνίας τους —και μάλιστα όχι αφηρημένα, αλλά μέσα από την ωμή, ασυμβίβαστη θεατρική πράξη.
Ο Γάμος επιτίθεται κατά μέτωπο στον «ιερό θεσμό» που έχει διαμορφωθεί από την Εκκλησία, την οικογένεια και το εθνικό φαντασιακό: ο γάμος ως μέσο ελέγχου της γυναίκας, ως άντρο σιωπηλής καταπίεσης και εγγενούς ανδρικής βίας, όπου οι σκηνές αυτές δεν είναι σκηνές κορύφωσης αλλά η παθογένεια εκείνης της καθημερινότητας. Ο λόγος εδώ μιλάει για «ντροπή» και «χρέος», αποκαλεί τη βιασμένη κόρη «προκλητικά μουγκή», εξισώνει την αυτοκτονία με καθαρτήριο. Η γραφή του Ποντίκα διατηρεί έναν πικρό ρεαλισμό, αλλά και μια σατιρική ένταση. Ο πατριαρχικός λόγος στον μονόλογο του δικαστή-εισαγγελέα αυτοϋπονομεύεται από τη γελοιότητά του: πίσω από τη ρητορική περί «σεβασμού της γυναίκας», ξεπροβάλλει ο δομικός, θεσμικός μισογυνισμός της «δούλας και κυράς». Είναι ακριβώς αυτή η εναλλαγή, ανάμεσα στην τραγωδία και την ειρωνεία που κάνει το έργο τόσο δυνατό. Εν ολίγοις, τα πάντα υπαγορεύουν με κακοποιητική δολιότητα την αποδοχή του βιασμού ως θεσμοθετημένης προϋπόθεσεις του γάμου όπου όλα τα πρόσωπα του έργου, εκτονώνουν την κακουργία τους πάνω στην κόρη, μέχρι και η μάνα, παρά το ότι στη δεύτερη πράξη έχει αρχίσει να μαλακώνει και να αλλάζει.
Ο πατέρας παρακινεί την κόρη του να αυτοκτονήσει για να διασώσει ό,τι έχει απομείνει από την οικογενειακή τιμή και η ίδια καταλήγει να αυτοπυρποληθεί και αργότερα να οδηγεί σε καταναγκαστικό γάμο με τον βιαστή της (ακούγεται καμπάνες κηδείας).
Εν τέλει γίνεται λόγος για το πώς απηχεί κοινωνικά το φαλλοκρατικό μοντέλο του παρελθόντος, οι κοντινές μας ρίζες. Μάλιστα, έχει ειπωθεί από φεμινιστικό σύγχρονο λόγο, πολλές – πολλές φορές, πως ο σεξισμός του σήμερα δεν αντέχει κριτική πάνω στο παρελθόν, γιατί όπως έμπρακτά έχει αποδειχθεί, η μερική θεσμοθέτηση δεν φέρει καμία πραγματική αλλαγή. Ο Ποντίκας κάνει λόγο και γι’ αυτό, στην εισαγωγή της γυναίκας του Λωτ: «Οι άνθρωποι στρέφουν (με νοσταλγία) τα βλέμματα στο παρελθόν, για ν’ αντικρίσουν τα όμορφα μόνο τοπία του. Αποστρέφονται τα λάθη, διότι ο εντοπισμός και η παραδοχή τους απαιτούν σκέψη εν ενεργεία και απειλούν, εξ αυτού, τις κεκτημένες παντοιοτρόπως ησυχίες τους. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι εφιάλτες του μέλλοντος κρύβονται στα δύσμορφα (ενίοτε και απατηλώς όμορφα) τοπία του παρελθόντος.»
Πίσω στον «Γάμο», η αυτοπυρπόληση που υποβάλλεται ως ιδέα είναι χειροπιαστό τεκμήριο της ενοχικής σχέσης κι ενώ εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να φαντάζει ως μελοδραματική υπερβολή, τελικά ως δραματουργική επιλογή επιτυγχάνει να συνοψίσει το τεράστιο μέγεθος του ηθικού εγκλήματος και της αυτουργίας που βαραίνει όλα τα συνένοχα μέλη της οικογένειας.
Και σε αυτό το σημείο, όπου θεωρώ πως πιθανό ο αναγνώστης έχει σταματήσει να διαβάζει, θα αφήσω αυτό: Ο Ποντίκας το 1980 δεν γράφει απλά μια παρατήρηση, αλλά καταγγέλλει και μηνύει με μανία. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, έχουμε στην Ελλάδα τους αριστερούς διανοούμενους του γλυκού νερού που όταν καταγγέλλουμε τη βία, μας γυρνάνε την πλάτη και μας λένε πως το φτωχό μας μυαλουδάκι δεν μας επιτρέπει να δούμε πως βρισκόμαστε σε λάθος πλαίσιο (θα μας ορίσουν εκείνοι το σωστό ντε). Κλείνω με βαριά καρδιά, ασήκωτη κι ένα ευχαριστώ στους φίλους Χριστίνα και Σπύρο για την αναγνωστική εμπειρία. Ακολουθούν τα πιο αγαπημένα αποσπάσματα:
«ΜΗΤΕΡΑ: Μα τι θες να κάνει; Να αυτοκτονήσει, θες;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι. Ν’ αυτοκτονήσει. Έχει χρέος, έχει υποχρέωση. Οι Σουλιώτισσες γιατί πέφτανε στον γκρεμό; Καλύτερη είναι αυτή; Στο κάτω κάτω οι Σουλιώτισσες δεν τις γαμήσανε. Και όμως αυτοκτονήσανε. Για να μη τις πιάσουνε οι Τούρκοι και τις γαμήσουνε. Όχι αυτήν που ήδη τη σκίσανε. Και αντί να αισθάνεται την ντροπή, κάθεται τώρα και μας παριστάνει τη μουγκή. Μας κάνει το θύμα τώρα. (Έρχεται στο Κορίτσι. Την ταρακουνάει). Ακούς, παλιοβρόμα, παλιοξεσκισμένη; Ν’ αυτοκτονήσεις.»
*
«ΠΑΤΕΡΑΣ: Πρώτο θέμα (Διαβάζει). Η Ελληνίδα Ιωάννα της Λωραίνης. Έγινε παρανάλωμα του πυρός για την τιμή της.
ΑΔΕΡΦΗ: Ποια είναι αυτή η Ιωάννα;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Μία. (Διαβάζει). Η τραγική μικρούλα που βιάστηκε βάναυσα πριν λίγες ημέρες, αυτοπυρπολήθηκε γιατί δεν άντεξε την ντροπή. Την έχει και φωτογραφία.»
*
«ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ: … Και συμφωνώ με τον κύριο Εισαγγελέα, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει άλλωστε ότι η γυναίκα είναι το ιερότερο πλάσμα της φύσεως. Είναι θεία η αποστολή της και ιερόν το καθήκον της. Αλλά κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κύριοι ένορκοι…! Ποιος δε γνωρίζει, ποιος θα αρνηθεί εξ ημών ότι όσον η γυναίκα είναι ιερό πλάσμα, άλλο τόσο είναι και δαιμονικό. Η εκκλησία μας της έχει απαγορεύσει την είσοδο εις τα άδυτα του ιερού. Όλες οι λέξεις με επιβαρυντική σημασία είναι γένους θηλυκού. Η πορνεία, η αμαρτία, η κλοπή, η αγυρτεία, η ψευδομαρτυρία και πλήθος άλλων είναι γένος θηλυκού. Προσπαθώ μήπως να μειώσω το γυναικείο φύλο, Όχι, σεβαστό δικαστήριο. Δεν ανήκω εις τους φαλοκράτας, δεν υποτιμώ την αξία της γυναικός και το ρόλο της εις την κοινωνία. Είμαι μάλιστα από τους υποστηρικτές των αγώνων της για την απόκτηση περισσότερων, από τα κεκτημένα, δικαιωμάτων. Αλλά δεν ανήκω και εις την άλλη πλευράν. Εις το άλλο άκρον. Η γυναίκα είναι κι αυτή άνθρωπος όπως όλοι μας και σαν άνθρωπος όπως όλοι μας, έχει κι αυτή τις αρετές της, έχει κι αυτή τις αδυναμίες της έχει κι αυτή τα πάθη της. Δεν εκμηδενίζεται ο άντρας για να αριστεύσει η γυναίκα. Δεν υποτιμάται η γυναίκα για να υπερτιμηθεί ο άντρας.»
*
«ΠΑΤΕΡΑΣ: Όχι μόνο δεν ήθελες, αλλά σηκώθηκες την πρώτη νύχτα του γάμου κι έφυγες. (Στην Αδερφή. Γελώντας). Σηκώθηκε και πήγε στη μάνα της. (Στη Μητέρα). Θυμάσαι; Βέβαια. Και τη φέρανε με το ζόρι πίσω. Μετά όμως κάθισε και της άρεσε. Αυτό τι ήτανε; Βιασμός δεν ήτανε; Και τι έγινε; Ζήσαμε μαζί, έγινα ο άντρας σου, κάναμε παιδιά και πού πήγε παρακαλώ ο βιασμός; Και κάτι άλλο. Πόσες φορές κοιμηθήκαμε μαζί; Διακόσες; Τριακόσιες; Πεντακόσιες; Πες χίλιες. Πόσες από αυτές ήθελες; Όχι σε ρωτάω και θέλω να μ’ απαντήσεις με ειλικρίνεια. Πόσες ήθελες; Μην απαντάς. Δε χρειάζεται. Έχεις μια συστολή και την καταλαβαίνω. Θα σου πω εγώ πόσες: ούτε πενήντα. Τι πενήντα λέω… Ούτε τριάντα. Οι υπόλοιπες εννιακόσιες εβδομήντα τι ήτανε; Βιασμός δεν ήτανε; Υπό την έννοια που το θέλεις εσύ, βιασμός ήτανε. Και μάλιστα μεγαλοπρεπής. Και όχι ένας, παρακαλώ. Εννιακόσιοι εβδομήντα. Τι έγινε; Με πήγες στα δικαστήρια; Έφυγες; Τι έκανες; Τίποτα. Ήσουν, είσαι και θα είσαι η γυναίκα μου. Κι εγώ ο άντρας σου. Μην τα λέμε λοιπόν όπως θέλουμε. Με αναγκάζεις και μιλάω έτσι μπροστά στα κορίτσια και δε μ’ αρέσει καθόλου αυτό. Καθόλου. Παρασύρομαι και λέω πράματα, που ουδείς γονιός θα έλεγε μπροστά στα παιδιά του. Αυτό μόνο.»