Η τελειότητα

Ο Latronico έχει αναφέρει πως εμπνέεται από το (μαγικό) μεταμοντέρνο πρότυπο του Perec, που συνθέτει την κοινωνία μέσω της σχέσης της με τα πράγματα και τον χώρο. Έχω πει και γράψει πολλές φορές πόσο μεγάλη έμπνευση είναι για εμένα ο Perec. Μάλιστα, όταν διάβασα το «Ζωή, οδηγίες χρήσεως», την πρώτη βδομάδα του Αυγούστου το 2021, σε μια προβλήτα φτιαγμένη από πέτρες Καρύστου δίπλα από την Πορτάρα της Νάξου, μου έγινε σαφές πως ο Perec είχε δώσει την άδεια στους απανταχού ανθρώπους που γράφουν, πως επιτρέπεται να γράφεις έτσι – κανείς δεν θα έρθει να σου βάλει φωτιά στο λάπτοπ. Πάντοτε πάλευα με τη γοητεία που μου ασκούσαν οι λίστες και οι λεπτομέρειες, τόσο ως θησαυροφυλάκιο αναμνήσεων, αλλά και ως ιδιοφυής λογοτεχνική κατασκευή ανάμεσα στη γεφύρωση και την απώθηση. Οι λεπτομέρειες είναι αυτές που θα προδώσουν εάν κάποιος λέει ψέματα ή όχι. Είναι συγκεκριμένες και υπερβολικές, είναι η αρχή κάθε καλού χτισίματος, είναι και η απογείωση της ομορφιάς.

Με σημείο εκκίνησης την ιδέα της επιδίωξης ενός lifestyle καταναλωτικής ικανοποίησης, όπου η κατοχή ορίζει την ύπαρξη, ο 40χρονος Latronico στρέφει το μαχαίρι προς τον εαυτό και τη γενιά μας, όπου τα «πράγματα» δεν είναι μόνο είδη επίπλωσης ή ηλεκτρικές συσκευές∙ είναι εικόνες, στιγμές και η αποτύπωση των ταξιδιών στα social media μέσα από τη γνωστή ψηφιακή κουλτούρα που ενώ καταλήγει πανομοιότυπη με του διπλανού, καθορίζει την αυθεντικότητα, όπως η γενιά μας την έχει κατασκευάσει.

Η ομοιότητα με τον Perec έγκειται στον αφαιρετικό, ανά στιγμές «κλινικό» τρόπο γραφής, όπου απουσιάζουν οι εσωτερικοί μονόλογοι και κυριαρχεί η λεπτομερής εξωτερική παρατήρηση. Όμως ο Latronico δεν κρατιέται και δίνει κάποια ζωή σε αυτό το στυλ: πίσω από την ψυχρή καταγραφή, εντοπίζεται ένας ήπιος σαρκασμός σε προσεκτικές δόσεις που πληγώνει όσους πάμε και διαβάζουμε σε χιπστερ καφέ, θα θέλαμε συνδρομές σε περιοδικά που δεν θα προλάβουμε να διαβάσουμε, έχουμε κλείσει Βερολίνο τον Ιούλιο και βασανιζόμαστε με δυσανεξίες που οι εργατοώρες μας έχουν εφεύρει και ανακατέψει ανάμεσα στο φαντασιακό και στο φαντασιακού του στομαχιού μας.

Ενώ ο Perec εγκαταλείπει τον νεωτερικό κόσμο υπέρ ενός κονστρουκτιβιστικού βλέμματος (ως μέλος της Oulipo συμφωνεί πως η λογοτεχνία οφείλει να αυτοπεριορίζεται με κανόνες, φόρμες και παιχνίδια-καρδούλα μεγάλη- και από αυτούς τους υποτιθέμενα εξαναγκαστικούς περιορισμούς γεννιέται νέο νόημα, γράφοντας για να κατασκευάσει, σαν εργαλείο μηχανικής κι όχι ρομαντικής εξομολόγησης, ως μοντάζ κι όχι ως ψυχογράφημα, ως φόρμα κι όχι για συγκίνηση– για αυτό και ο έρωτας μέσα από καταγραφές είναι τόσο επίπονος), ο Latronico καταθέτει πως η «Τελειότητα» σήμερα δεν είναι απλά ζήτημα υλικής κατάστασης, αλλά ψηφιακής παρουσίας, που θέτει την ουσία ως θυσία στην αρένα του θεάματος ή ακόμα χειρότερα, η ουσία γίνεται κάτι μιμητικό και η κοινωνική σύνδεση ακολουθεί τα καθρεφτίσματα του καιρού της.

Η σύγκριση με τον Perec είναι απόλυτα θεμιτή, ωστόσο μου θύμισε ανά σημεία και το «Πρωτόλειο» του Martin Andrew εντός της αυτο-αναφορικότητας και της μεταειρωνείας της γενιάς μας. Η αυτο-ανάλυσης της εποχής και η πλάγια ειρωνεία στη φαινομενική υπερβολή καταλήγουν εργαλείο ειλικρίνειας. Και ο Latronico όσο κι ο Andrew δεν σατιρίζουν έξυπνα για τον σύγχρονο τρόπο ζωής όπως κάνουν για παράδειγμα οι φοβεροί Sedaris και Keret, αλλά επιχειρούν να κοιτάξουν τον εαυτό τους ανάποδα – έτσι ακτινογραφούν τις αγωνίες της γενιάς μας.

Ο Latronico, λοιπόν, χτίζει το σκηνικό που υποτίθεται πως καθρεφτίζει το περιεχόμενο του μυαλού εντός ενός καπιταλιστικού κόσμου: Το “τέλειο” διαμέρισμα με τα δανέζικα έπιπλα ως κάστρο μιας επιλεκτικής πόζας σαν σκηνογραφία που προσποιείται ότι λέει κάτι ουσιώδες για τον ένοικο, όπως και τα χίπστερ καφέ, οι μοντέρνοι χώροι εργασίας, οι εκθέσεις, τα events: κάθε χώρος δηλώνει έναν τρόπο ζωής και την επιμονή στο ανθρώπινο «δίκτυο» που ψυχαναγκαστικά έρχεται με ένα βαρύ φόντο αισθητικής, κάπως γιορτινό και δήθεν αβίαστο, που στο τέλος μάς φέρει αντιμέτωπους με συμπτώματα άγχους ενώ μυρίζουμε τη λεβάντα που καλοπροαίρετα δεν μπορεί να λείπει από κάθε χώρο που θέλει να φαντάζει «προσεγμένος» και «φροντιστικός», ό,τι κι εάν αυτό σημαίνει. Σημαίνει άξιος να φωτογραφηθεί.

Ο Latronico κατασκευάζει το «μουσειακό» του σύμπαν ως ένα μεγάλο οικοσύστημα όπου τα αντικείμενα έχουν συναισθηματικό ρόλο που ενώ ο αναγνώστης δεν τον ξέρει, τον υποψιάζεται, όπως συχνά και ο κάτοχός τους. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης οφείλει να μείνει και μακριά από τη ζωή του ζευγαριού, παρατηρώντας τον ελεγχόμενο, καλοσκηνοθετημένο, χωρίς απρόβλεπτες εκρήξεις ή αγριότητα κόσμο, σαν μυθιστόρημα της Paula Fox που έμεινε στη μέση. Άλλωστε, ένα μουσείο έχει τις προδιαγραφές του: πλαστική μεμβράνη, ταμπελάκια, αποστειρωμένο φως – και δε σε αφήνει να αγγίξεις το έκθεμα. Ο Latronico ψιθυρίζει πίσω από τις ατελείωτες περιγραφές: Ποιος δεν σε αφήνει να αγγίξεις το έκθεμα;

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 13, 2025 06:42
No comments have been added yet.