Όσο δεν έζησαν
Τέσσερα διηγήματα, γνωριμία με τη Μαρία Σκιαδαρέση, περί λαών και μετακινήσεων στον κόσμο.
Το Όσα δεν έζησαν κρατάει όσο περίπου κρατάει ένα απόγευμα, και χωράει τέσσερα πυκνά διηγήματα που τα ενώνει η ίδια η ένωση, η πράξη της γεφύρωσης των κόσμων. Βέβαια, τέτοιου τύπου ένωση προϋποθέτει την ανάλυση όσων χωρίζουν, το διαφορετικό, τον ξένο πολιτισμό, τη θρησκεία, τη γλώσσα, τις συνήθειες. Πράγματα που μαθαίνονται, όπως μαθαίνεται και το να απορρίπτεις το ξένο, να γελάς, να νιώθεις άβολα – να είναι κάπως παράλογο να ρίχνεις τα υπολείμματα του φαγητού στη γλάστρα αντί να τα πετάς στα σκουπίδια, αλλά η κίνηση του σταυρού έξω από τις εκκλησίες είναι το δίχως άλλο, καθόλου παράλογο.
Ο Κούρδος από την Τουρκία στο Λαύριο, ερωτεύσιμος και ευάλωτος, η µουσουλµάνα από την Κοµοτηνή, έτοιμη να γεφυρώσει τα αγεφύρωτα με σημείο εκκίνησης την ουδέτερη, παγωμένη Γερμανία, ο γοητευτικός Ιρανός αρχαιολόγος από την Τεχεράνη, και ο πρόσφυγας πολέμου που περπατάει δίπλα μας στον δρόμο, μαζεύοντας σκληρά βλέμματα σαν μπουκέτα, θυμίζοντάς μας τι ωραίο που είναι το κάπνισμα, πριν τα πράγματα χειροτερέψουν.
Το Όσα δεν έζησαν είναι η πιο εύκολη μαντεψιά, μιας και το να μαντέψεις τα δεινά είναι δυστυχώς το εύκολο, το αναμενόμενο. Ο τίτλος επισκέπτεται το μάταιο της υπόθεσης, το πώς η Δύση αποφασίζει με τους όρους της για την Ανατολή και αυτό εύκολα απομονώνει την πολύχρωμη εμπειρία, τα όσα απρόβλεπτα και θαυμάσια θα μπορούσε να ζήσει κανείς, πριν καταλήξει στο μονότονο γκρι, το πολύ προβλεπόμενο μονόχρωμο.
Είναι φανερό πως η συγγραφέας επιθυμεί ανακωχή. Συμφιλίωση και παύση πυρός – αυτή την πολύτιμη ανάγκη–. Η Δύση οφείλει να έρθει προ των ευθυνών της και να μάθει κάποτε, πως φιλοξενία δεν σημαίνει υπό δικούς της όρους, αλλά προϋποθέτει ένα μαλακό στρογγύλεμα συγκατοίκησης, ώστε να χωρέσουν οι όμορφες ιδιοτροπίες του άλλου. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για υπέροχες ιδιοτροπίες.
Ιστορίες σημαντικές να γραφτούν, επειδή ακριβώς είναι κυρίως προφορικές, και το προφορικό το παίρνει ο αέρας.