Ας πούμε πως είμαι εγώ
Όπως απολαμβάνω τον David Sedaris και τον Etgar Keret, έτσι πέρασα υπέροχα και με τη Ραϊμο. Σχεδόν ενοχλήθηκα με όσους έκαναν λόγο για ναρκισσισμό. Πώς μπορεί να γράψει κάποια για τον εαυτό της χωρίς να έχει κέντρο τον εαυτό της; Ναι μεν είναι ‘εύκολη’ δουλειά, μιας και καταγράφεις τις ερμηνείες σου για τον κόσμο, κρίνεις τους άλλους και διαχωρίζεσαι, αλλά ταυτόχρονα, εκτίθεσαι. Εκτίθεσαι και ταυτόχρονα ανακατασκευάζεσαι με έναν τρόπο που δεν υπάρχει άλλος όμοιός του. Άλλωστε, τα είπε όλα στην πρώτη σελίδα: «Όταν σε μια οικογένεια γεννιέται ένας συγγραφέας, λένε πως αυτή η οικογένεια, πάει, τελείωσε. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως συνέβαινε πάντα, από καταβολής κόσμου, ενώ αυτός που θα ‘χει άσχημα ξεμπερδέματα θα ‘ναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που θα προσπαθεί μάταια να σκοτώσει μανάδες, πατεράδες, και αδέρφια, μόνο και μόνο για να τους ξαναβρεί μπροστά του, αμείλικτα ζωντανούς.»
Η νευρωτική ιταλική οικογένεια, όλο ψεγάδια, ιδιορρυθμίες και άγχος, κάνουν το βιβλίο της Βερόνικα άκρως απολαυστικό. Το να κοιτάς μέσα από την κλειδαρότρυπα, το να πίνεις μαζί με την ‘προδότρια’ της οικογένειας, που αφήνεται στις διαθέσεις του να εκθέτει τους δικούς της, είναι το πιο αυθεντικό διάλειμμα από όλα τα βαριά βιβλία που κυκλοφορούν. Βέβαια, ανά σημεία, η Βερόνικα γίνεται εξίσου βαριά, αλλά φαίνεται πως έχει επιλέξει να τα ισορροπήσει με ανάλαφρη διάθεση. Όταν δεν επιχειρεί να σβήσει το μαύρο χιούμορ και το αφήνει να καίει την αναγνώστρια, μου γίνεται πιο ευχάριστη από ποτέ.
“Στη ζωή μου δεν βλέπω ποτέ το ποτήρι μισογεμάτο. Ούτε και μισοάδειο. Πάντα το βλέπω έτοιμο να πέσει κάτω. Ή δεν το βλέπω καθόλου. Δεν υπάρχει καν ποτήρι. Δεν υπάρχει τίποτα. Βρίσκομαι μπροστά σε ένα κακάσχημο τραπεζάκι που πάνω του δεν έχει τίποτα. Θα μπορούσε επίσης να εξαφανιστεί και το τραπεζάκι. Ή μάλλον, έχει ήδη εξαφανιστεί. Και μένα δεν μου απομένει καν η απουσία, μόνο οι απορία.”
Η Ραϊμο λέει πως η μητέρα της συχνά δεν την αναγνωρίζει σε φωτογραφίες. Η Ραϊμο κάνει λόγο πως εάν χρειαστεί η μητέρα της να αναγνωρίσει το πτώμα της, θα καταλήξει να κλαίει γοερά πάνω από το πτώμα μιας άγνωστης- κάποιας με μπούκλες, κάποιας ξανθιάς, κάποιας δέκα κιλά περισσότερα ή λιγότερα. Η δικιά μου μητέρα αγαπάει τους ξηρούς καρπούς και τα παστέλια, ενώ εγώ από την άλλη δεν τα ακουμπάω. Δεν ξέρω καν πόσα παστέλια και παραλλαγές αυτών μου φέρνει η μητέρα μου. Μάλιστα, όταν μου κάνει ψώνια νιώθω πως ψωνίζει για κάποια άλλη, όχι για εμένα. Αστείο δεν είναι;