Γράμμα στη Ντ.: Ιστορία ενός έρωτα
Ο Αντρέ Γκορζ γράφει κάπως περήφανα πως ο Ζαν Ντανιέλ είχε σχολιάσει τον Αντρέ και την Ντορίν με τον εξής τρόπο: «προσηλωμένοι με εμμονή ο ένας στον άλλο». Φαίνεται πως επένδυσε ο Αντρέ σε αυτή την τοποθέτηση και αποφάσισε η έξοδός του από τη ζωή να γίνει ταυτόχρονα με την έξοδο της Ντορίν. Ο Μιχάλης Μήτσου κάνει μια σύνδεση με αυτή τη συμπεριφορά ως ένα χαρακτηριστικό ζευγαριών που είχαν αφιερωθεί στον σοσιαλισμό κι ενώ δεν μου άρεσε η πολιτική εντός της αγάπης, είναι σαφές πως μάλλον έχει κάποιο δίκιο. Πολύ με στεναχώρησε αυτό το βιβλίο, όσο με είχε στεναχωρήσει και ο Αγνός Εραστής του Πλαντ.
Ο Αντρέ γράφει «δεν θέλω να τα περιγράψω, αλλά να δώσω το νόημά τους» και το πετυχαίνει, φέρνοντας την ιστορία της ιστορίας τους. Θέλει εξιλέωση για το λάθος του, το πώς στο βιβλίο του «ο Προδότης» προδίδει την εντυπωσιακή, δυνατή Ντορίν, κι έτσι επανορθώνει δημόσια. Μάλιστα, φέρνει κι αποδείξεις. Στον Προδότη την περιγράφει ως ένα απροσανατολισμένο πλάσμα που δεν μιλάει Γαλλικά, χαμένη σε μια χώρα μακριά από τη Βρετανία της, ενώ η Ντορίν ήταν η πράξη στη θεωρία του, ο βράχος που έκανε την αγάπη τους πραγματική. Εκείνη του είπε πως οι άνδρες δεν ξέρουν να χωρίζουν και πως εάν δεν βρει μέσα του έναν τόπο συμφιλίωσης ώστε να παντρευτούν θα τον αφήσει. Μάλιστα, πίστευε τόσο στον άνδρα της και στα γραψίματά του που του έφτιαξε το γιγάντιο, υπέροχο αρχείο που τον ακολούθησε σε κάθε δημοσιογραφική δουλειά του. Οι εργοδότες του Αντρέ ήξεραν πόσο σημαντική είναι η Ντορίν, οι φίλοι του ήξεραν το μεγαλείο της, άρα αναρωτιέται, γιατί την υποτίμησε έτσι, τότε;
Υπήρξε τυχερός, πιο τυχερός από πολλούς υπαρξιστές. Τα σοβαρά ρούχα, τα καπνά και τα παριζιάνικα δοκίμια γύρω από το βάρος της ψυχής ήταν πολύ σαγηνευτικά, αλλά ο Αντρέ είχε εκλάμψεις διαφάνειας και διαπίστωσε πως τίποτα δεν φέρει περισσότερο βάρος από την αφοσίωση σε κάτι διαφορετικό από άλλους όμοιούς του και τις κιτρινισμένες σελίδες των βιβλίων, καλύτερα να αφοσιωθεί στην Ντορίν. Κατά την αρχική εκδήλωση της ασθένειάς της, γράφει: «χάραξα στην πέτρα το όνομά σου με μια λεπίδα» και μάλλον αυτή ήταν η χάραξη του τέλους τους.
«Μόλις έγινες ογδόντα δύο χρονών. Είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική και επιθυμητή. Πάνε πια πενήντα οκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σ’ αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Τελευταία σε ξαναερωτεύτηκα για άλλη μια φορά και έχω πάλι μέσα μου ένα σπαρακτικό κενό που το γεμίζει μονάχα το σώμα σου αγκαλιασμένο σφιχτά με το δικό μου. Τη νύχτα βλέπω καμιά φορά έναν άντρα, μέσα σ’ ένα έρημο τοπίο, να περπατά σ’ έναν άδειο δρόμο πίσω από μια νεκροφόρα. Είμαι αυτός ο άντρας. Εσένα μεταφέρει η νεκροφόρα. Δεν θέλω να παραβρεθώ στην καύση σου· δεν θέλω να παραλάβω ένα δοχείο με τις στάχτες σου. Ακούω τη φωνή της Καθλίν Φεριέ που τραγουδάει «Die Welt ist leer, Ich will nicht leben mehr»* και ξυπνάω. Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά από τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί.»
*Ο κόσμος είναι άδειος, δε θέλω πια να ζω.