Ο γυάλινος κώδων
“Είχα είκοσι μία νύχτες να κοιμηθώ.
Σκεφτόμουν ότι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν μάλλον η σκιά, τα εκατομμύρια κινούμενα σχήματα και τα αδιέξοδα της σκιάς. Σκιά υπήρχε στα συρτάρια των γραφείων, σε ντουλάπες και βαλίτσες, σκιά υπήρχε κάτω απ’ τα σπίτια, τα δέντρα και τις πέτρες, στο πίσω μέρος των ματιών και των χαμόγελων των ανθρώπων και σκιά, ολόκληρα μίλια σκιάς, υπήρχε στη σκοτεινή πλευρά της γης. Κοίταξα κάτω τους δυο κρεατί επιδέσμους που σχημάτιζαν ένα σταυρό στη γάμπα του δεξιού μου ποδιού. Εκείνο το πρωί είχα κάνει μια αρχή.
Είχα κλειδωθεί στο μπάνιο, είχα γεμίσει την μπανιέρα με ζεστό νερό κι είχα βγάλει ένα ξυραφάκι Ζιλέτ.
Όταν είχαν ρωτήσει έναν αρχαίο Ρωμαίο φιλόσοφο πώς ήθελε να πεθάνει, είχε πει ότι θα άνοιγε τις φλέβες του μέσα σε ένα ζεστό μπάνιο. Σκέφτηκα πως θα ήταν εύκολο, θα ξάπλωνα στην μπανιέρα και θα κοίταζα το κόκκινο χρώμα να ανθίζει από τους καρπούς μου, να πλημμυρίζει το διάφανο νερό, ώσπου θα βυθιζόμουν στον ύπνο κάτω από μια επιφάνεια ολοπόρφυρη σαν παπαρούνα.
Μα όταν έφτασε η στιγμή να το κάνω, το δέρμα στους καρπούς μου έδειχνε τόσο λευκό κι ανυπεράσπιστο που δεν μπόρεσα. Έμοιαζε λες κι αυτό που ήθελα να σκοτώσω δεν βρισκόταν μέσα σ’ εκείνο το δέρμα ή στον αδύναμο γαλάζιο σφυγμό που αναπηδούσε κάτω απ’ τον αντίχειρά μου, μα κάπου αλλού, κάπου πιο βαθιά, σε ένα μέρος πιο κρυφό και πολύ πιο δύσκολο να το φτάσω.”