Ο αστράγαλος
«Το οικοτροφείο πληρώθηκε για είκοσι τέσσερις ώρες· μπορώ να πάω περίπατο τώρα, και όλη τη νύχτα αν θέλω. Αλλά ακόμα ξενυχτάω ελάχιστα, το πόδι μου ζεσταίνεται, διψάει για παλιές παντόφλες και δροσερά σεντόνια, κι εγώ προσπαθώ να σταματήσω στα όρια κάθε ευκαιρίας για ιεροσυλία αν ένας άντρας έχει τα μάτια του Ζυλιέν ή αν κρατάει την τσάντα του όπως ο Ζυλιέν ή με πλησιάσει με τη φωνή του, γυρίζω από την άλλη πλευρά και τρέχω στον Ζαν, στον Ζαν που δεν έχει τίποτα για να με δελεάσει να τον ερωτευτώ το σώμα του δεν με αηδιάζει, είναι φιλικό και χωρίς εκπλήξεις, πρόθυμο, εν ολίγοις ευχάριστο. Αυτό που σιχαίνομαι είναι η ανυπαρξία του, η υποταγή του, το συστηματικό χαμόγελό του, όπου εμφανίζονται κάπου κάπου συσπάσεις θλίψης.»
Υπέροχο βιβλίο, με εξαιρετικά αγχωτική ταχύτητα. Η Σαρραζέν πλησιάζει την καρδιά του αναγνώστη, κουτσαίνοντας.
Οι περιγραφές είναι αυθεντικές, αστείες και γεμάτες φαντασία, το ύφος όμοιο με αυτό ενός παιδιού που έχει μπλεξίματα και η πλοκή καθηλωμένη, όπως η ίδια, στο μοτίβο ενός ταξιδιού απόδρασης από τη συστημική καταπίεση και προς την ελευθερία. Ο έρωτας επίσης είναι στο κέντρο, γεμάτος ιδανικά και ελευθερία. Οι φιλίες της, εξίσου πολύτιμες. Όταν έγραφε για τσιγάρα και κρυφά γέλια, και δουλειά και επαναλαμβανόμενα αστεία, ένιωσα πολύ όμορφα. Οι σκέψεις της προσγειωμένες και αστείες, με μερικά πιο ποιητικά σημεία που ισορροπούν πολύ προσεκτικά. Κυριαρχεί η αίσθηση του επείγοντος.
Κρατάμε παρέα στην Άννι όσο αναρρώνει από το κάταγμα στον αστράγαλό της κι εκείνη μας λέει αστεία, κουτσαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθεί να κλείσει τη βαλίτσα που δεν κλείνει, ονειρεύεται να τρέξει, ονειρεύεται να βγει ο Ζυλιέν από τη φυλακή, φοβάται μη χάσει το πόδι, θυμάται να παίζει χαρτιά στη φυλακή και προσπαθεί να κρυφτεί αποτελεσματικά από τις αρχές. Εφηβική καρδιά, μάλλον δεν θα γερνούσε ποτέ.