Λοιμός
«Είμαι ένας γελοίος υποκριτής… ζήτω η θάλασσα, ζήτω ο Βούδας, ζήτω η θεία μου, ζήτω η ζέστη, ζήτω το κρύο, ζήτω οι μύγες, ζήτω ο αέρας, ζήτω οι πέτρες, ζήτω…»
Ο Λοιμός του Αντρέα Φραγκιά (εκδ. Ποταμός) στέκει μοναδικά, ακριβώς επειδή δεν αποσκοπεί να αφηγηθεί το παρελθόν αλλά να το μεταπλάσει με όρους λογοτεχνίας και να του αποδώσει μεταφυσική και αλληγορική διάσταση. Εάν και ριζωμένο στο ιστορικό τραύμα της εξορίας και του εγκλεισμού –με κυρίαρχη τη σκιά της Μακρονήσου–, αρνείται να περιοριστεί σε αυτό. Η αφήγηση λειτουργεί εντέχνως έξω από τον χρόνο και τον τόπο, και αυτή ακριβώς η εσκεμμένη αοριστία αναγκάζει το έργο να μένει διαχρονικό. Πολλοί συγγραφείς ονειρεύονται να στήσουν κόσμους έξω από τόπους και χρόνους, αλλά μάλλον πρόκειται για μεγάλη φιλοδοξία, καθώς αργά ή γρήγορα έρχονται αντιμέτωποι με τη σκληρή δουλειά που απαιτεί αυτό: να εντοπιστεί το αληθινό και γύρω του να χτιστεί η κατασκευή – όχι το αντίθετο. Ο Φραγκιάς δεν αποκαλύπτει, αλλά ούτε δεν κρύβει την ιστορία.
Η πολιτεία του Λοιμού, όχι μακριά από την καφκική σωφρονιστική αποικία, δεν είναι μόνο ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ένας δυστοπικός, οργανικός μηχανισμός με δική του λογική, σαν σώμα σε μάχη με τον εαυτό του ενώ υπηρετεί τις λειτουργίες του, σε έναν χώρο που διαρκώς επεκτείνεται και προχωρεί. Το νησί-πολιτεία αποκτά σχεδόν ανθρώπινη υπόσταση και φέρεται ως φορέας λόγου μιας καθημερινής μνήμης χωρίς όμως ερμηνείες και ηθικά συμπεράσματα για τις δραστηριότητές του. Κάτω από την επιφάνειά του, αναπτύσσεται μία υπόγεια πολιτεία ποντικιών, ένα δίκτυο από λαγούμια και πηγάδια που θυμίζει το καθρεφτισμένο ασυνείδητο του συστήματος.
Η απουσία χωροχρονικών προσδιορισμών, ο τρόπος που η μέρα και η νύχτα συγχέονται σε ένα άχρονο, επαναλαμβανόμενο παρόν, δημιουργούν μια αφήγηση χωρίς αρχή και τέλος, όπως ακριβώς και η εμπειρία του εγκλεισμού. Η ζωή στο στρατόπεδο περιστρέφεται γύρω από το άσκοπο κυνήγι της μύγας, την καταναγκαστική εργασία και την επιβίωση χωρίς νόημα, με μόνη έγνοια την επιβίωση της μέρας που θα ξημερώσει.
Η γλώσσα του Φραγκιά είναι εσκεμμένα επίπεδη, χωρίς συναισθηματική έξαρση. Αν και ο ίδιος έζησε σε εξορία, δεν γράφει με όρους μαρτυρίας, δεν κάνει κατάθεση βιωμάτων. Η γραφή του είναι αποστασιοποιημένη, σχεδόν κλινική, σαν να κοιτάει το ανθρώπινο μαρτύριο από απόσταση, όχι από αδιαφορία, αλλά για να επιτρέψει στον αναγνώστη να διακρίνει καθαρά τη φρίκη. Πρόκειται για κατάθεση μιας ιστορίας και οτιδήποτε που θα απευθυνόταν σε λειτουργίες συναισθήματος, θα τιθόταν εκτός στοιχείων σε ένα μελλοντικό δικαστήριο, όπου οι ζωντανοί είναι πολύ μακριά από τους αρχαίους νεκρούς τους.
Οι χαρακτήρες είναι ανώνυμοι, προσδιορίζονται μόνο από χρώματα σκούφων, από συμπεριφορές ή σωματικά χαρακτηριστικά: ο περιδεής, ο επιεικής, ο αρπαγας, ο επόπτης, όπως και οι νεοφώτιστοι βασανιστές – απλώς ακολουθούν εντολές. Οι ρόλοι δεν έχουν ψυχολογία· είναι σκιές μέσα σε έναν μηχανισμό, φτιαγμένοι για να εξυπηρετούν.
Το σκηνικό –με μάντρες, τοιχάκια, ασβέστη, νταμάρια, κόκκινο κάτουρο, ισχυρά μεγάφωνα και φρονιματισματικούς στύλους– αποτυπώνει τα δομικά υλικά της εργασίας, κτίζοντας κάτι που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ και αφορά κυρίως μια τυραννική αρχιτεκτονική, κι όχι τη στέγη και την ανθρώπινη κοινότητα. Ενώ το ουτοπικό, το ρεαλιστικό και το δυστοπικό ενώνονται, η προσοχή του αναγνώστη μένει συγκεντρωμένη στη σπασμωδική τροχιά του εντόμου, γιατί έτσι κι αλλιώς η φρίκη δεν φωνάζει πάντοτε· συχνά ψιθυρίζει.
Η αγαπημένη μου φράση: Η αυτοκτονία απαγορεύεται αυστηρώς.
«Κι αφού ούτε ακούς ούτε βλέπεις γύρω σου, άνοιξες το κουτάκι σου να γνωρίσεις αυτό το μικρό ζώο, την πολύτιμη μύγα σου. Ένας μαύρος κόμπος γεμάτος φυσική ενέργεια κείτεται στη χούφτα σου. Τα διάφανα φτερά της με τις συμμετρικές διακλαδώσεις των νεύρων τους έχουν μια υπέροχη διάταξη. Τα κομψά πόδια της δε σταματούν ποτέ, οι αρθρώσεις τους κρύβουν τεράστια δύναμη. Αν είχες και συ γόνατα από ατσάλι… Και τα μάτια της!… Τώρα είναι νεκρά. Την έπιασε απαλά με τα δάχτυλα και την κοίταξε προσεχτικά. Όλος ο κόσμος σκεπάστηκε από αυτή τη μύγα που γιγαντώθηκε κι έγινε ένα φτερωτό τέρας με εξογκωμένα γυαλιστερά μάτια, σουβλερό ρύγχος, δαγκάνες, αδηφάγα σαγόνια, κεραίες, θώρακα και σιδερένια πολύσπαστα πόδια. Ένας πανίσχυρος και τέλειος οργανισμός, με σκοτεινή κι ανεξιχνίαστη βούληση κλεισμένη σ’ αυτό το τριχωτό μέταλλο. Η πρησμένη κοιλιά της από ταιριασμένα τσέρκια γεννάει χιλιάδες αυγά, οι κεραίες πιάνουν περίεργα μηνύματα, η βουλιμία οδηγεί το θηρίο παντού. Αυτή η μηχανή έχει κέλυφος, αρμούς, σηματολήπτες, οφθαλμούς μεγάλους κι εποπτικούς, για στέρα, ρύγχος που τρυπάει. Ένα ρίγος φρίκης σε διατρέχει μπροστά σ’ αυτό το ζώο με την τερατώδη δύναμη που του δίνει ο ακατανόητος μηχανισμός του.»