This coming fall & Postlude
Τo This coming fall του Matthew Winston και το Postlude του Haldon Lockly είναι δύο μικρά μεταμοντέρνα αναγνώσματα από την pilotless press, που πρόσφατα έπεσαν (εναερίως) στα χέρια μου. Η έκδοση μπουτίκ, κουβαλάει την αίσθηση του χειροποίητου και του μοναδικού, πρόθυμη να εξαφανιστεί παρά να σουπερματοποιηθεί, χτυπώντας στο σημείο που έχουμε πολλοί αναγνώστες γύρω από την έννοια της συλλογής, χτίζοντας μιας βιβλιοθήκη με διαλεχτά έντυπα (πού ίσως να ελπίζουμε πως αντανακλόμαστε σε αυτά;)
Το This coming fall δεν είναι παρά μια διαφημιστική φωνή της τηλεόρασης που ενημερώνει τον τηλεθεατή για τα προσεχώς ριάλτι τύπου Survivor. Η φωνή αυτή διακόπτεται από τις σκέψεις ενός άγνωστου πρωταγωνιστή ο οποίος κινείται σε ένα γκρι φάσμα γεγονότων. Του λείπουν οι φρέσκιες ντομάτες και προσπαθεί να ισορροπήσει το τι σημαίνει να είναι άντρας. Τα Eh? και τα You know? του, τον φέρνουν ακριβώς δίπλα στον αναγνώστη και μάλλον γίνεται συμπαθής, όχι μόνο εξαιτίας αυτών.
Η φωνή της τηλεόρασης αρχίζει να χώνεται στην εγκληματική παρωδία και τον σεξισμό της εποχής, ενώ ο άντρας πέφτει όλο και πιο μέσα στο μυαλό του, δίνοντας μας μια ακόμα πιο αποκαλυπτική εικόνα του ποιος είναι. Για λόγους που αγνοώ μου ερχόταν στο μυαλό το πιο άγουρο ακόμα έργο του Παλάνιουκ, μάλλον γιατί σκεφτόμουν έναν άντρα μόνο του σε ένα διαμέρισμα, να πηγαινοέρχεται σε κάποιο μπαρ και ενώ έχει χάσει κάθε αίσθηση ποίησης στον δυσκολεμένο παράγοντα ζωή, αλλά να καταφέρνει να μιλάει στεγνά γύρω από το ζήτημα. Μιας και πρόκειται για μοντέρνο/μεταμοντέρνο διήγημα η γοητευτική κυκλικότητα της σκέψης του άνδρα αλλά και η φωνή της τηλεόρασης, κάποια στιγμή οφείλουν να εκτροχιαστούν, τρόπον τινά.
Το Postlude έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί πως δεν του έχει καταβληθεί ο μισθός από το HR γιατί έχει πεθάνει, αλλά παρά αυτό το γεγονός πρέπει να ολοκληρώσει την corporate βάρδιά του. Αυτός ο πρωταγωνιστής είναι όλοι μας, αυτός ο πρωταγωνιστής είναι εμείς. Στην αρχή είναι κωμικό, με απλή γλώσσα και δεν θα αργήσει να θεωρηθεί ως μια τέλεια μικρή καφκική ιστορία. Λίγο μετά θα έρθει η σκηνή από τον beetlejuice όταν το ζευγάρι κουνάει τα διακοσμητικά αλογάκια μπροστά από τον καθρέπτη και αυτά στον πραγματικό κόσμο κουνιούνται μόνα τους.
Κι αυτή η ιστορία οφείλει να ακολουθήσει το μεταμοντέρνο και θα καταλήξει με ποιητική γλώσσα, θα αφιερώσει κάποιες σελίδες στις αισθήσεις (εικόνες/μυρωδιές), μέχρι την παραμόρφωση και διαστρέβλωση των κόσμων, υπακούοντας στον κανόνα της πρόσθεσης, τόσο ως προς το φιλοσοφικό/μεταφυσικό και υφολογικό αλλά και ως σενάριο: Ο έννοια του κωμικού γύρω από τον χαμένο μισθό, έρχεται να καταπραΰνει τα τραύματα του μεταμοντέρνου υπαρξιακού άγχους, εφόσον στο σύνολο του διηγήματος ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει όχι απλά τη σύγχυση τού παραλόγου τού θανάτου αλλά και το πολύ πιθανό του θανάτου, βλέποντας την ‘επόμενη ημέρα’ ως ένα γεγονός παθητικού πένθους.
Το δικό μου αγαπημένο σημείο είναι πως η απόλυση του πρωταγωνιστή και ο θάνατός του είναι δύο τελείως διαφορετικά γεγονότα και αυτό είναι, πράγματι, πολύ σοφό.
I attended my funeral, of course. Couldn’t decide if the crowd was bigger or smaller than I would have wanted.