Αμάραντες
«Τώρα πια το σπίτι της έχει γίνει παρκοκρέβατο· το κρεβάτι όπου πλάγιαζε με τον άντρα της, ο καναπές με το βελουτέ ύφασμα, η μπρεζέρα με την μαξιλάρα που είχε κεντήσει για την προίκα της κόρης της φτιάχνουν μια μαλακή και ασφαλή φυλακή, για να ξαποστάσει η ίδια, να καθίζει τους επισκέπτες της, να μιλάει με τα έπιπλα που την ακολουθούν από τότε που παντρεύτηκε κι έχουν γίνει κατοικίδια, ή, ίσως, δικοί της άνθρωποι.»
Οι άγριοι Αμάραντες της Δώρας Κασκάλη που φυτρώνουν στα ορεινά της ελληνικής υπαίθρου κι έχουν σοβαρές αντοχές, είναι μια συλλογή διηγημάτων για τη γυναικεία αντοχή και το άνθισμα που λίγοι, μάλλον λίγες, παρατηρούν στις άλλες αυτού του κόσμου. Ξεχώρισα τη Βλάβη και το Άννα Ρούμπινσταιν.
Εντός της ανθολογίας, κάθε διήγημα παραμένει ως μωσαϊκό, συνδεδεμένο με καθημερινά αντικείμενα, που μια ζωή δεν κοιτάς δεύτερη φορά, και κάποια στιγμή στο μέλλον δε σταματάς να τα σκέφτεσαι, τα λυπάσαι, να σου λείπουν.
Στο δεύτερο διήγημα με τίτλο Ραγισμένοι Ουρανοί βρήκα τη φράση «Προτιμά, σχεδόν πάντοτε, την υπαινικτικότητα κάποιου ποιήματος» κάτι πολύ διαφωτιστικό για το ύφος της συγγραφέας που σε πολλά σημεία η πρόζα της ακροβατεί στα σύνορα ποίησης και πεζού λόγου, δημιουργώντας το δικό της ενδιάμεσο μνημοσυναισθηματικό σύμπαν λέξεων. Όπως και στην ποίηση, που ο αναγνώστης αναζητάει τα συναισθήματα και τη στιγμή που πάγωσε, έτσι κι εδώ, καμία ηρωίδα δεν κρίνει σκόπιμο να συστηθεί, μονάχα να αφήσει πίσω της, ειδικά στις τελευταίες τους σελίδες, θραύσματα που θα συνθέσουν το πορτραίτο τους.
Τα δεκατρία αυτά διηγήματα της τρίτης συλλογής της Κασκάλη γυρνάνε γύρω από τη μνήμη και την απώλεια, ενώ διαπραγματεύονται μια μόνιμη θέση μετά το τραύμα, μετά το πένθος, μετά τη βαριά απογοήτευση, ενώ πάντα επιμένει η θέση του σώματος και της σάρκας, ως περίτρανη απόδειξη των παραπάνω.
.
( Το τρών τα ‘λάφια και αρρωστούν, τ’ αγρίμια και ημερεύουν.)