Christos R. Tsiailis's Blog, page 8
January 1, 2013
THE HUMAN POEM
The Human Poem (a poem of participations)
Over my thick head a giant clepsydra splashing overheated news (Christos Rodoulla Tsiailis, author, educator)
while below rolls the green sea that Homer saw. (Chrystalla Thoma, author, educator)
It feels like dwell - a forgotten borough searching for Synesthesia (Mishiellinos Ioannou, company administrator)
as the sting of time is sweeter than its honey. (Michalis Theocharides, photographer, educator)
Utopia lacks of humanity while gold is shining on Mars. (Elena Kadi, educator)
Ιδέες, Ζωή, Αλήθεια, μα στη διαδοχή τους η Πραγματική Ουσία, (Δημήτρης Κουζάπας, university student)
να πετάξω μια στιγμή στον ουρανό, να ξεφύγω από μένα, (Νίκη Σιάτη, actor)
το χρόνο πίσω θα ήθελα, για λίγο να γυρίσω…(Γιάννα Στεφανή, embassy employee)
...μα ο Ίκαρος πέθανε. (Δέσποινα Μαλλουρή, doctor)
Nocturnal clowns dancing, earth is marked in a poker game (Themis Christodoulou, university student)
as my head transforms itself into a glassy sphere. (Maria A. Ioannou, author, educator)
A gnarled tree in agony trying to escape its crucifixion, (Gerry Huntman, author)
nurturing, protecting eyes back then - empty now, lost lonely love. (Alex Panayi, artist)
Sperando che il tempo sarà più lento per noi,
(ελπίζοντας ότι ο χρόνος θα είναι πιο αργός για μας)
(hoping that time shall be slower for us)
(Konstantinos Kokologiannis, poet)
- face life without lies - (Filios Christou, student)
To dance upon the sea and float among the stars, (Ipatia Apostolides, author)
all candles flickered and died, yet still the spark alive. (Gianna Charalambous)
We are nothing inside everything, everything is nothing without us. (George Christodoulou, soldier)
What is the effect of movement on how we think? (Κυριάκος Αντωνίου, accoundant)
Στο σπίτι μου το πατρικό θα' θελα να πεθάνω, (Νίτσα Παπαϊωάννου- Καλούδη, educator)
μα δρόμος για την Ιθάκη στρωμένος με ροδοπέταλλα ποτέ δεν θα υπάρξει.
(Χαράλαμπος Ζορπάς, university student)
Βαστώ σας σφιχτά, λέξεις μου, μεν φοάστε. (Ελλάδα Ευαγγέλου, theatrologist, educator)
Μέσα στη λέξη σκιρτά το πεύκο, Αύγουστος φέγγει στα ακρολίθαρα. (Έκτωρ Πανταζής, poet)
Βάρα το ταμπούρλο σου, ξεσήκωσε τα πλήθη, νανούρισε τη λήθη, (Κώστας Πατίνιος, poet, public servant)
στο παγκάκι κάτσε και καρτέρα, τρένο φτάνει σαν τη σφαίρα. (Αλέξης Σιαγκαρής, computer engineering)
Λύπη η ζωή μου και χαρά, τη δύναμη αν είχα
(Έμιλυ Κυριάκου, university student)
μακάρι να μπορούσα το όνειρο ελεύθερος να ζήσω, (Λουκάς Μαυρή, medicine student)
και δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (Χαρά Χρίστου, university student)
I need to rise above mediocrity (Anthie Zachariadou, solicitor)
τις φοβίες προσπαθώ να καταπολεμίσω, να ζήσω ελεύθερη (Νικολέττα Χαραλάμπους, university student)
for to live of love, it is to know no fear. (Γεωργία Μυλωνά, college student)
Και δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι, υπάρχουν πονηρά μυαλά, (Λούκας Ιωάννου, college student)
παιδιά της βρωμερής θεάς θαριούνται νικούν το μεγαλείο της καρδιάς, (Chrysostomos Tsiailis, educator)
σαν διανοούμενοι του καμπινέ που οδηγούνε την κούρσα. (Γιώργος Βλάχος, poet)
Μαριονέτα έγινες, τα σκοινιά κρατούσες - εύκολα, Ψυχή, έρωτα σου πουλούσαν. (Χριστιάνα Χριστοφή, educator)
Μακριά από αυτούς που λαίμαργα απομυζούν την ανθρωπιά σου. (Μαριλένα Αντωνιάδου, Greek Philologist)
Σαλεύει το δέντρο κι αποδυναμώνει το φεγγάρι (Christina Flourou, medicine student)
στη σβούρα του τίποτα χαμένοι, χαοτικού σύμπαντος χείλος, αβύσσεια πτώσις, (Χ''Δημητρίου Αίγλη, educator)
σωροί αναμνήσεων θαμμένοι στο δίδυμο κορμί – μια ταφόπλακα στολισμένη χαρούμενα. (Ioanna Saouri, university student)
Μεταξύ ζωής και θανάτου – εκεί, τέρμα δρόμου σε βρήκα. (Elena Sakka, shop owner)
Everybody dies, but not everybody lives, (Antrea Pavlou, student)
μα οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε, (Άντρια Κούρτη, university student)
και όσοι μας λείπουν, δεν έφυγαν ποτέ από κοντά μας. (Γιώργος Μακκίδης, Demokritio University Graduate)
- time confess - (Emmanuel Adebayo Oweye Oluga, music industry)
Αβάπτιστο τώρα τ' αύριο! (Κουμέττος Κατσιολούδης, poet)
- Λυπούμαστε αλλά δεν υπάρχει εγχειρίδιο χρήσης - (Νίκος Λαζάρου, educator)
Αγάπης υπέροχη φλόγα, στο χρόνο παγώνεις, δεν σβήνεις, δεν λειώνεις. (Μαρία Παρασκάκη, High school graduate)
Ψυχή μου, καρδιά μου, ζωή μου, μου έδωσες νόημα εσύ (Άντρη Φιλίππου, University of Cyprus)
κι εγώ κουρασμένος περπατητής, προς το φως να πορεύομαι επιμένω. (Tea A. Schinis, Legal Conusltant)
Έγινα έτσι για να αντέξω - είμαι εδώ. Μα ως εδώ. (Φώτια Δημητρίου, food science)
Έβρεχε ολοβραδίς. Σιδερώνω κάτι πουκάμισα. Σε περίμενα. Βρέχει ξανά. (Ανδρέας Ζ.Μαλλουρής, doctor)
Οταν πονάς για κάτι καλό τότε ο πόνος είναι γλυκός. (Ειρήνη Χαϊλή, University of Cyprus Graduate)
Στον πόνο κάλλιο παρά στην ξεγνασιά, δυνατότερος πάντα να επιστρέφω. (Κωνσταντίνος Παψανάκης, university student)
Είναι όμορφο να ταξιδεύεις στο άπειρο με φτερά του έρωτα, (Θεοδώρα Χριστοδούλου, nurse)
γυρεύοντας αγάπη, τον εαυτό σου μπορεί να συναντήσεις, (Τζιωρτζίνα Χρίστου, director at Mediterranean Institute of Gender Studies)
99 κόκκινα μπαλόνια, πιάσε ένα αν μπορείς, πάνω γράψε ευχή. (Ντένης Καλαστάρ, actor)
Έτσι, κάνοντας όνειρα, έμαθα τι σημαίνει ζωή. (Ειρήνη Μυλωνά, student)
Η δύναμη του 'τίποτα' σε απαλλάσσει από το αδηφάγο 'κάτι' (Αλκιβιάδης Δωροθέου)
γιατί οι κόποι μας πάντα ανταμείβονται όταν το ζητάμε. (Κωνσταντίνα Κυριάκου, student)
Σαν ναυαγός στον ήλιο στεγνώνεις, τη νύχτα πάλι ονειρεύεσαι καράβια. (Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου, educator)
Μεγάλωσες γρήγορα, και τώρα θες απλά - να γίνεις ξανά - παιδί (Ιωάννα Γ. Χατζημάρκου, university student)
μα φαντάσου ένα κόσμο χωρίς χαμόγελα παιδιών - κόλαση, (Τεύκρος Νεοκλέους, singer, educator)
η κόλαση γίνεται παράδεισος με τις γλυκές μελωδίες της μουσικής .(Σταύρος Γεωργίου, soldier)
Change the unknown and walk the highway of wood spirits, (Sherrida Woodley, author)
beauty of moon in the sky, reflection touches my feet. (Haresh Daswani, author)
Follow your bliss and the universe opens doors for you, (George Kyriakou, computer technology)
change the world, or the world will change you. (Andreas Nicolaou, student)
Share without expecting, love with all your heart supporting (Constantinos Papaleontiou, firefighter)
learn to accept difference and to welcome the unexpected. (Danielle Mulholland, author)
the things you see reflect the things you feel (Nikos Maras, English Language Major, Turkish Studies, director)
Of everything we know, love is the one thing aboce all. (Αλεξάνδρα Νίκου, self-employed)
Μα όταν συνοδεύεσαι στο λέω δεν παντρεύεσαι. (Panagiotis Papaspyrou, firefighter)
Για να δεις το ουράνιο τόξο, άντεξε τη βροχή. (Nicoleta Ciubotarou, student)
Την αλήθεια θαρρετά αν λες, λάθος ποτέ δεν κάνεις (Ευριπίδης Ρουμελιώτης, cook)
Σκόρπιες σκέψεις, στοχασμοί ενος τρελού, τo μυαλό σαλεύει (Demetris Nikolaides, firefighter)
και το σώμα δουλεύει, αέναο, ασταμάτητο, το χρόνο κοροϊδεύει (Christos Christou - P.E instructor, Triathlon)
De tijd is blijkbaar rijp... De vraag is alleen waarvoor...
(The time has apparently come...Yet the question is, to what?)
(Προφανώς ήρθε η ώρα... Η ερώτηση όμως είναι, για ποιο πράγμα;)
(Robby Maes, translator, Greek Language Specialist)
Μακάρι να μπορούσα να περιγράψω τον κόσμο με 10 λέξεις, (Κυριάκος Νικολάου, student)
άγνωστή σου είμαι, μα ο στίχος σα γροθιά μας ένωσε. (Ανθή Τσιαήλη, manager at Larnaca Airport)
Το μέλλον ανήκει σ' αυτούς που πιστεύουν στα όνειρά τους, (Κρίστια Χατζηχαραλάμπους, bank employee)
μια απ' αυτές κι εγώ και πώς μ'έχεις πετάξει. (Μαρία Μιχαήλ, solicitor)
Χέρια απλώνεις, απλοϊκά απλό -η απόλυτη απλότητα - κι όμως πλάνη. (Thea Skoulia, educator)
Σαγηνευτική παραίσθηση η ζωή...ο θάνατος, η μόνη αδιαμφισβήτητη στιγμή. (Αντριάνα Σιέλλη, university student)
Break the spell, unchain them and let them seem genuine... (Έλενα Περσιάνη, university student)
Σιωπάτε!Θα ξυπνήσετε την Κάλι.
(Silence! You shall give rise to Kali.)
(Ερατώ Ιωάννου - Μουστάκα,author, educator, director)
The news erupt
out of a yawning giant,
rising,
today.
(END OF POEM, NO MORE ENTRIES ACCEPTED, THANK YOU FOR YOUR PARTICIPATION...)
Published on January 01, 2013 00:42
December 4, 2012
My Fig Tree Don’t Let Me Go.
(from my cinema script "The Neighbourhood")
“Where is
your soul, now, my Queen, my fig tree?
Where your
eyes?
Are your
roots still there, rotten, proud and grey,
the hair of
fate upside-down in dismay?
Where could
this soul be flying?
Could she
be in your seeds?
Inside your
offspring?”
My Fig Tree
won’t let me go.
I say this
in certainty
for the
little fig tree plants are still growing
among the
wild bushes behind houses,
a treat for
a look,
a tree and
a hook you can never escape.
-not that
it would let go anyway -
Which yards
are you now shading with your million silver-green palms?
Which children
are you feeding with your sumptuous fruit?
Your holy
empire,
the
priests, your followers.
If I dig
now where you retire,
and find
the thirty pills I never took down,
what says you, if I do so,
and all the
full quantity take
with a
single swallow
and a pint
of fine ouzo?
-you know,
once I heard an ancient Greek call out “OU ZO!” -
I watched
as he wisely fell from his own Queen Fig Tree,
and I saw
him die right there
with
splashed ripe figs under his smashed corpse.
Green figs
smirking with red slashes
are still
falling on his shattered chest bones.
“So tell me,
Eternal Lady,
If I
swallow them pills,
still dive
from up there
and dance
with your falling flesh,
Will it be
over, will I be free?”
Published on December 04, 2012 12:23
November 29, 2012
Νέες Οδηγίες #99 Ομπάμα, Μέρκελ, Χριστόφια, Πούτιν, Ελισάβετ, Σαμαρά.
Ομπάμα, Μέρκελ, Χριστόφια, Πούτιν, Ελισάβετ, Σαμαρά.
Δεν ήξερα το πόσο επηρεάζομαι τόσο φανερά
σε κάθε μου σκέψη,
σε κάθε μου κίνηση,
σε κάθε μου άρνηση,
σε κάθε μου απόφαση
από σας.
Σαμαρά, Μέρκελ, Ομπάμα, Ελισάβετ, Χριστόφια, Πούτιν.
Με όνειρα αριστερά στα μάγουλα να με τσιμπούν
ξύπναγα το πρωί νωρίτερα από το ξυπνητήρι,
και πλήρωνα το δρόμο μου ακριβά με χρήμα.
Γιατί αν ήξερα πως το φαί μου το φτηνό
κρύβει τεράστια έξοδα σε κάθε χωράφι που πατώ
και το πληρώνω από άλλες τρύπες που μου ανοίγουν στο
λογισμικό
θα έτρωγα τόνο γαλαζόπτερο με Ιρανικό χαβιάρι
και τρούφα μανιτάρι
και καφεδάκι Κόπι Λούβακ,
και στέκι από βοδινό ιαπωνέζικο Γουαγκίου
και θα γαρνίριζα τα πιάτα μου με μπόλικο Σαφράν
και θα ήξερα πως τούτα όλα η Κυβέρνησή μου
δεν τα επιχορηγά,
σε τους αγρότες και τις μεγαλοεταιρίες
με τεράστια πακέτα.
Μακάρι να ήξερα εξ αρχής ότι τα πληρώνει τριπλά σε τρίτους
για την καταστροφή που προκαλεί η παραγωγή τους
αφού δώσει τους φόρους μου,
μετά που από το ΔΝΤ θα δανειστεί
μετά που τα πακέτα της Ευρώπης θα χαλάσει σε μικροέξοδα,
μετά που θα αρχίσει ο μισθός κι οι εισπράξεις μου
το χρέος ετούτο να πληρώνει, όλο και πιο χοντρά,
συνάμα του πιάτου του φτηνού που μου προσφέρουν.
Ντίλι-ντίλι το καντήλι, είμαι εγώ το ποντικάκι τελικά,
μα θα’ναι το στομάχι μου γιομάτο με χρυσό μπαρούτι,
Ομπάμα, Χριστόφια, Σαμαρά, Μέρκελ, Ελισάβετ, Πούτιν.
Σαμαρά, Μέρκελ, Πούτιν, Ομπάμα,Ελισάβετ, Χριστόφια,
Ω, ξανθό μου μέλι εύχρηστο, απαλό,
το σύνορό μου δεν θα ήτανε εδώ,
και τα καλοκαίρια η καρδιά μου δεν θα εκρήγνυτο,
μαριναρισμένη σαν σουβλάκι προς βορά των πλουσίων κοράκων,
και των ημιπλουσίων ορνίων.
Ο φόβος μου θα ήταν ανθρώπινος, συνηθισμένος,
Θα κοίταζα τον Ευρασιάτη στα μάτια,
Ούτε από χαμηλά, ούτ’ αφ’ υψηλού.
Αλοίμονο,
δεν ήξερα πόσο ο χυμόκοσμός μου διαμορφώνεται
από τον κάθε οικουμενικό και ντόπιο ηγέτη,
και γίνομαι φλεγματικός και θυμωμένος
χολερικός και ισορροπιστής
αιματικός με σύγχυση περίσσια
και μελαγχολικός με εκείνη τη θλίψη τη γατίσια.
Γιατί, να ξέρετε, από ετούτη τη στιγμή
που άρχισε ετούτος ο ονομαστικός ρυθμός αλήθεια να με
συνεπαίρνει,
το μαύρο βαθιά με ενοχλεί,
το άσπρο με τσιτώνει,
το ξανθό με γαληνεύει
ωσότου κοκκινίσει και γίνει καυτερό και χάσω κάθε υπομονή
και οι κορώνες με κάνουν τον πόνο μου να λέω σε κάθε ευκαιρία.
Είναι, φαίνεται, εκείνο το μυστήριο μωβ σάββανο με το
βασιλικό το κράμα,
Μέρκελ, Χριστόφια, Πούτιν, Σαμαρά, Ελισάβετ, και Ομπάμα.
Μου άρεσε η καλαθόσφαιρα,
δεν μου άρεσε το σκι,
κι από σας έμαθα ότι ξέρω για ετούτη τη στρατόσφαιρα,
κάποιος θα φταίει από ‘σας και για το λιγοστό μου σκάκι.
Που αρνιέμαι τις στρατηγικές να μάθω των μάστερ και των μετρ,
και το Ναπολέοντα ξεχνάω εκ πεποιθήσεως
και τη Σικελική απαξιώ να αποδεχτώ ως άμυνα ατόφια,
Ελισάβετ, Πούτιν, Μέρκελ, Ομπάμα, Σαμαρά, Χριστόφια.
Μες τα βιβλία μου,
στα περιοδικά,
στα έπιπλά μου,
στο διαδίκτυο,
ότι αγγίζω, ότι διαβάζω, ότι υποθέτω
το εναποθέτω σε σας.
Σεβαστείτε το σαν να ήμουνα εγώ η καθημερινότητά σας
και σαν να ήμουν το παιδί σας το ευαίσθητο,
που άσκοπα ψάχνει το Σαμαριτιανό Όραμα.
Μέρκελ, Χριστόφια, Πούτιν, Ελισάβετ, Σαμαρά, Ομπάμα.
Με Χρίζετε Πυρίτιδα Ελληνική Σαν Οδυσσέα,
για να πεθάνω,
για να μην μιλάω,
μα θα ζήσω,
κι αυτή την κρίση θα περάσω αναίμακτα,
με τον κάθε μου πολύτιμο χυμό.
Μέρκελ, Χριστόφια, Πούτιν, Ελισάβετ, Ομπάμα, Σαμαρά.
Με Χρωματίζετε Παντού Επικίνδυνες Ουτοπίες Σαδιστικές,
για να ξεχνάω.
Για να σας πιστεύω.
Μα θα θυμάμαι.
Και τον τρίτο ετούτο Παγκόσμιο Πόλεμο θα τερματίσω
με έξι λέξεις
μια ευχή
και την ευχή σας.
Published on November 29, 2012 14:16
November 27, 2012
Νέες οδηγίες #90 Η Εδώδιμή Σου Οδοντοστοιχία.
Τα ούλα στη ρώγα
κατά του θηλασμού την ώρα
του μασήματος σου δίδαξαν τις ορθές κινήσεις
και της άγριας ηδονής.
Χαμογέλαγες κατά την Πλάγια Πτώση
του μαθήματος και της περισυλλογής.
Στων μπιμπερό τα λάστιχα με τα δύο σου πρώτα δόντια
τα πρώτα υλικά έμαθες να αποσπάς
με δύο τεράστια χαμόγελα να σε στηρίζουν.
Με τα πρώτα σπασμένα μπιμπελό
η πρώτη μάστιγα.
Τα δόντια σου στα δέκα πια σειρά.
Μία σειρά από λευκούς ουρανοξύστες στου Ακαπούλκο την
τεράστια παραλία,
ψάχνεις σεισμούς στην ευρύτερη περιοχή,
κάτω να τους ρίχνεις ένα-ένα
να τρως τα κομμάτια αμάσητα.
Μα τα σφραγίζεις έκτοτε αλόγιστα στους οδοντογιατρούς
πληρώνοντας με δάνεια πάνω απ’ το ΑΕΠ σου
και παρατείνεις το λευκό σου καπιταλισμό ως το τέλος.
Στα είκοσί σου χαμογέλαγες με στόμφο κι έπαρση
απέναντι σου οι πάντες μικρότεροι
κι εσύ με βήματα στου Ωκεανού το μήκος
προχώραγες στο μέλλον αφήνοντας
του παρελθόντος έγχρωμα τετράγωνα.
Τα δόντια σου κύβοι λευκοί,
σαν σύννεφα που θα ζωγράφιζε ο Πικάσσο αν,
αν δεν είχε την ψύχωση ετούτη την ανθρωποκεντρική
και αν δεν αγνοούσε τον άστατο καιρό του ογδόντα
που έμελλε τότε να βρέψει σίδηρο σφόδρα εις το κεφάλι μας.
Μια μέρα κάποιοι ήρθανε και ζητήσανε
τα δόντια σου να αγοράσουν ακριβά,
και παρολίγον να δεχτείς
αν δεν κιτρίνιζε ο εαρινός ήλιος εκείνο το απόγευμα
-για πρώτη φορά-
τις γωνιές τους για λίγο.
Στα εξήντα σου έχασες το χαμόγελό σου ξαφνικά.
Η πείρα σου αναίρεσε την κάθε αδημονία,
ήξερες πια η θάλασσα πως δεν θα σε πνίξει
-όσο κι αν παρακαλείς-
ήξερες πια πως ο αέρας της αναμονής τίποτα δεν θα φέρει.
Κι έγινε η διάθεσή σου πια σοφή,
χωρίς χαρά, χωρίς θλίψη,
γνώση στεγνή και εμπειρία ζωής γινομένη.
Τα δόντια σου λευκά, κενά κουτιά,
γιομάτα ζαχαρόμελο και σόδα που αναβράζει,
και τρέχει το σάλιο στο πηγούνι σου το ασάλευτο
να ανεβαίνουν τα μυρμήγκια από χάμω να σε βαραίνουν όσο
μπορούν,
-μπροστά να γέρνεις-
να σιμώνουν τα δυτικά κολύβρια
και να σου χαμογελούν που τα ταίζεις
-σαν γριά πια-
σαν να έγινες η ίδια προσωρινό λουλούδι κρεμαστό.
Στα εκατό σου τα έτη πλήρη ξυπνάς
από των κολάκων τα ονείρατα και τις υπνοβασίες.
Στη θάλασσα βουτάς το τεράστιό σου κεφάλι
την κολιτσίδα να σου ξεπλύνει από το δέρμα
μα ο διάβολος κρύβεται στο σκληρό, άχειλο στόμα
των αχόρταχων μικρών ψαριών που σε τσιμπολογούν.
Τα δόντια σου αδειάζουν,
Τα αραδιάζεις σαν πέταλα στην θάλασσα,
Σαν τάμα να κυλήσουν στον εφήμερο αφρό.
Στο στόμα σου μένουν τα ούλα σου, μαραμένα, πληγωμένα.
Θέλεις από τη θάλασσα σύσσωμη να βγεις,
μα πώς,
τόσα χρόνια που την έχεις συνηθίσει.
Μετά ψάχνεις τη ρώγα,
μα η πρόγονός σου χιλιάδες χρόνια τώρα νεκρή.
Το δικό μου σου προτάσσω βυζί
μα δεν έχω γάλα,
δεν έχω ασβέστιο,
δεν έχω βιταμίνη,
για νέα δόντια ελπίδα δεν έχεις.
Και βυθιζόμαστε ξανά βαθιά στο αρχιπέλαγος,
Κρήτη, Κύπρος, Ρόδος και Σαντορίνη,
το τέλειο λευκό τετράγωνο.
Το σχέδιο δεν πέτυχε,
γιατί τα φάγαμε τα ίδια μας τα δόντια
για τροφή.
Ώρα για επανασυγκρότηση.
Published on November 27, 2012 12:32
October 25, 2012
A Global Poem - Ένα Παγκόσμιο Ποίημα (a poem of participations)
The Human Poem
over my thick head a giant klepsydra splashing overheated news
(χρίστος ροδούλλας τσιαήλης)
and below rolls the green sea that Homer saw
(Chrystalla Thoma)
the sting of time is sweeter than its honey
(Michalis Theocharides)
it feels like dwell - a forgotten borough searching for Synesthesia
(Mishiellinos Ioannou)
outopia lacks of humanity while gold is shining on Mars
(Elena Kadi)
ιδέες, Ζωή, Αλήθεια, μα στη διαδοχή τους η Πραγματικη Ουσία
(Δημήτρης Κουζάπας)
να πετάξω μια στιγμή στον ουρανό, να ξεφύγω από μένα
(Νίκη Σιάτη)
nocturnal clowns dancing, Earth is marked in a poker game
(Themis Christodoulou)
my head transforms itself into a glassy sphere
(Maria A. Ioannou)
το χρόνο πίσω θα ήθελα, για λίγο να γυρίσω...
(Γιάννα Στεφανή)
...μα ο Ίκαρος πέθανε
(Δέσποινα Μαλλουρή)
βάρα το ταμπούρλο σου, ξεσήκωσε τα πλήθη, νανούρισε τη λήθη
(Κώστας Πατίνιος)
λύπη η ζωή μου και χαρά, τη δύναμη αν είχα...
(Έμιλυ Κυριάκου)
μακάρι να μπορούσα το όνειρο ελεύθερος να ζήσω
(Λουκάς Μαυρή)
στο παγκάκι κάτσε και καρτέρα, τρένο φτάνει σαν τη σφαίρα
(Alexis Shangaris)
a gnarled tree in agony trying to escape its crucifixion
(Gerry Huntman)
sperando che il tempo sarà più lento per noi
(ελπίζοντας ότι ο χρόνος θα είναι πιο αργός για μας)
(hoping that time shall be slower for us)
( Konstantinos Kokologiannis)
nurturing, protecting eyes back then - empty now, lost lonely love
(Alex Panayi)
Παιδιά της βρωμερής θεάς θαριούνται νικούν το μεγαλείο της καρδιάς
(Chrysostomos Tsiailis)
Διανοούμενοι του καμπινέ οδηγούνε την κούρσα
(Γιώργος Βλάχος)
over my thick head a giant klepsydra splashing overheated news
(χρίστος ροδούλλας τσιαήλης)
and below rolls the green sea that Homer saw
(Chrystalla Thoma)
the sting of time is sweeter than its honey
(Michalis Theocharides)
it feels like dwell - a forgotten borough searching for Synesthesia
(Mishiellinos Ioannou)
outopia lacks of humanity while gold is shining on Mars
(Elena Kadi)
ιδέες, Ζωή, Αλήθεια, μα στη διαδοχή τους η Πραγματικη Ουσία
(Δημήτρης Κουζάπας)
να πετάξω μια στιγμή στον ουρανό, να ξεφύγω από μένα
(Νίκη Σιάτη)
nocturnal clowns dancing, Earth is marked in a poker game
(Themis Christodoulou)
my head transforms itself into a glassy sphere
(Maria A. Ioannou)
το χρόνο πίσω θα ήθελα, για λίγο να γυρίσω...
(Γιάννα Στεφανή)
...μα ο Ίκαρος πέθανε
(Δέσποινα Μαλλουρή)
βάρα το ταμπούρλο σου, ξεσήκωσε τα πλήθη, νανούρισε τη λήθη
(Κώστας Πατίνιος)
λύπη η ζωή μου και χαρά, τη δύναμη αν είχα...
(Έμιλυ Κυριάκου)
μακάρι να μπορούσα το όνειρο ελεύθερος να ζήσω
(Λουκάς Μαυρή)
στο παγκάκι κάτσε και καρτέρα, τρένο φτάνει σαν τη σφαίρα
(Alexis Shangaris)
a gnarled tree in agony trying to escape its crucifixion
(Gerry Huntman)
sperando che il tempo sarà più lento per noi
(ελπίζοντας ότι ο χρόνος θα είναι πιο αργός για μας)
(hoping that time shall be slower for us)
( Konstantinos Kokologiannis)
nurturing, protecting eyes back then - empty now, lost lonely love
(Alex Panayi)
Παιδιά της βρωμερής θεάς θαριούνται νικούν το μεγαλείο της καρδιάς
(Chrysostomos Tsiailis)
Διανοούμενοι του καμπινέ οδηγούνε την κούρσα
(Γιώργος Βλάχος)
Published on October 25, 2012 01:08
October 20, 2012
Νέες Οδηγίες #166 Υπέροχοι Άνθρωποι
Δέκα καρέκλες φτιάχνουν μα δεν
φτάνουνε
κάθε φορά που μας μαζεύουν.
Ένας μικρομεγάλος κύκλος.
Μα δέκα άνθρωποι φτάνουμε να
φτιάξουμε μία τεράστια χώρα.
Το ξέρω αυτό γιατί σε αναγνώρισα,
άνθρωπε,
σε ένα τεράστιο σύμπαν που έψαχνα
να βρω βιολογική μάζα.
Γιατί ήσουν ατελής,
δεν ήσουν στρόγγυλος σαν
ραφιναρισμένος ήλιος
ή εύγλωττος πλανήτης σταθερός.
Σε αναγνώρισα, γιατί είχες σχήμα
ακαθόριστο,
σαν βιαστικός κομήτης,
με λάθη,
με αναθυμιάσεις,
με αδυναμίες.
Σε αναγνώρισα,
γιατί είτε σε τρώγλη ή σε παλάτι
γεννημένος
φτιαγμένος είσαι ο ίδιος,
μισός χαρά, μισός καταθλιμένος.
Κρέας και λίπος,
δέρμα και ψυχή,
ύδωρ και κόκκαλο,
τρίχα και κόκκινο αίμα.
Καθήσαμε οι δέκα που μαζεύτηκαν,
δειλά εισερχόμενοι
στην πόρτα αφού είδαν την ταμπέλα.
«Υπέροχοι Άνθρωποι»
Εσύ, ο πρώτος, που κάθεσαι στα
αριστερά,
ξέρω τι πρόβλημα έχεις.
Βλέπω το στρώμα το πηκτό από την
κόλλα
σε όλο σου το κορμί,
στα πόδια, στα αχαμνά, στο
στήθος, στα μάγουλα και στο κεφάλι,
ξέρω πως κάθε τρίχα σου όταν
πέφτει,
φροντίζεις να τη μαζεύεις και να
την κολλάς,
η αλωπεκίασή σου να κρυφτεί,
ούτε φαλάκρα μην φανεί,
μη δει η γυναίκα σου
στο ίδιο σου το μόριο το μικρό
πόσο σιγά σιγά ομοιάζεις,
ίδιος με τον πεθερό της που τόσο
μισεί
μη δει σύντομα πως θα γίνεις.
Γιατί το ξέρεις ότι μίλησε με τη
μάνα σου μια μέρα πριν πεθάνει
και κάτι της ψιθύρισε αυτή στ’
αυτί
κάτι για σένα που δεν θα σου πει
ποτέ η σκύλλα, η αχάριστη,
ξύλο που της ταιριάζει άγριο,
γιατί την αγαπάς,
γιατί δεν θέλεις να τη χάσεις.
Ξέρω όμως και κάτι άλλο,
πως όσο ασχημονείς, χειροδικείς
και βρίζεις,
κάτω από την κόλλα την πηχτή,
βλαστάνε άλλες τρίχες, πιο
σκληρές.
Καλπάζεις προς τα πίσω,
πολύ μακριά θα έλεγα.
Το βλέμμα σου μου λέει πως
μπορείς,
την φετινή παρτίδα των τριχών,
στο πάτωμα ν’ αφήσεις.
Δίπλα του κάθεται ένα κορίτσι νεαρό,
μα δεν γυρνάει να με κοιτάξει.
Κάτω σκυμμένο το κεφάλι,
μία τεράστια μαύρη φράντζα από το
μέτωπο στα χείλη,
μα πώς έτσι να σε αγαπήσω,
άμα δεν σε δω,
άμα δεν ξέρω ότι τα μάγουλά σου καθημερινά
ξυρίζεις,
με αυτή την άγρια τριχοφυία.
Ξέρω ότι το άδικο του σύμπαντος
ολόκληρου σε πνίγει,
ότι κοιτάς γυμνούς πλανήτες στα
περιοδικά και στις ιστοσελίδες,
και θα ήθελες να ήσουνα σαν
εκείνους άγονη και τρυφερή,
παρά που βλέπεις ύστερα τη γη με
τα τεράστια δάση,
τις τρίχες ετούτες τις πράσινες
κι επίμονες,
και το γρασιδι σαν το χνούδι που
σου καλύπτει το κορμί
και σε αδικεί, σε κρύβει.
Μα δεν βλέπεις πως είσαι εσύ η
ίδια η γη,
παρθένα ανάγγικτη,
ενώ η αδελφή σου είναι η
Αφροδίτη,
άτριχη κι αγγιγμένη από παντού,
σε άλλο κρεβάτι κάθε φορά.
Και δεν οράς του λόγου σου
Πως και εγώ ο ίδιος θα σε
ερωτευόμουνα μέ ή χωρίς το μούσι,
που το ίδιο θε να σε φιλώ,
ξυρισμένη ή όχι,
εγώ ή αυτός που εσύ, με τη θέλησή
σου
θα αφήσεις μια μέρα να σε
αγαπήσει.
Στα δεξιά μου.
Νοιώθω κάτι δυνατό,
σαν την βαρύτητα που θα μου
ασκούσε
ο τεράστιος Δίας αν τον εσίμωνα
ποτές.
Θα γυρίσω διακριτικά,
νοιώθω την έλξη μίας παρακλητικής
ματιάς,
ενός υπέρβαρου άντρα,
υπέρογκου,
καταπληκτικού.
Σε απολαμβάνω,
κάθε στο δέρμα σου πτυχή μια
ατέλειωτη ιστορία,
φτιαγμένη από κλάμα, αγάπη,
απόγνωση, χαρά, ελευθερία.
Στα άκρα σου το κάθε φούσκωμα
μια ατελείωτη ορδή από χαϊδέματα,
γδαρσίματα, ουλές, δαγκώματα και γλείψιμο από σκύλους.
Μην μου μιλάς, άντρα απίθανε,
δεν χρειάζεται,
κράτα την αργή αυτή αναπνοή για
τη ζωή σου,
γιατί καλύτερη σιγά σιγά θα
γίνεται,
στο όριο άμα φτάσεις, στου
σύμπαντος την άκρη,
πίσω θα αρχίσεις να έρχεσαι,
για να διηγηθείς,
γηραιότερος, σοφότερος.
Τότε όλα θα αρχίζουν να
μειώνονται
σε απόσταση, σε ταχύτητα, σε
όγκο.
Ξέρω τον πόνο σου που θες να
σηκωθείς,
να δείξεις σε όλους ότι ξέρεις να
χορεύεις αέρινα, Νουρεγιεφικά,
πως θά ‘θελες, αν σε άφηνε η
βαρύτητα της άδικης γης,
που καθηλώνει τα παιδιά της
σαν να φοβάται μια μέρα μην την
εγκαταλείψουν
πως θα ‘θελες, λέω, ψηλά να
αιωρείσαι,
το ξέρουμε όλοι εδώ,
και αν μας το ζητήσεις,
οι εννιά θα σε αναλήψουμε γλυκά.
Δίπλα σου, ω του απροσμένου
θαύματος,
μια γλυκιά ύπαρξη, αιθέρια.
Θα έλεγα, μικρό μου κοριτσάκι,
ίσως δεν χρειάζεται τελικά,
τόσο ισχνή να είσαι,
την όρεξη σου ψάξε,
θα τη βρεις στις λεπτομέρειες,
σε ένα φιλί απ’ τον πατέρα σου
γλυκό,
θα την βρεις σε ένα μικρό
μηνυματάκι,
πίσω από τον ψεύτη ετούτο τον
καθρέφτη
που συνέχεια σε δείχνει πιο
γεματούλα από όσο είσαι.
Ακόμη πιο δεξιά, δίπλα μου
ακριβώς,
κάθεται ένας γεράκος,
θέλει να μου πει ότι έλεγε ψέματα
πολλά,
στη ζωή του έχασε φίλους και
οικογένεια,
θέλει να μου πει,
μα το στόμα του σφραγισμένο
φαίνεται
σαν από κατάρα που έριξε ο ίδιος
στον εαυτό του,
ωσάν τα χείλη του φοβούνται αν
ανοίξουν
μην τα σάπια δόντια αρχίσουν να
τα μασάνε με μίσος,
για να τα φάνε λαίμαργα,
να χορτάσουν την πείνα
που προέκυψε από των τελευταίων
χρόνων την απόλυτη σιωπή.
Μα αν το στόμα του τελικά
τολμήσει να ανοίξει
ξέρει ο ίδιος πως ψέματα πάλι θα
μου πει,
ξέρει πώς η αλήθεια του χρόνια
τώρα έχει χαθεί,
γιατί δεν ξέρει πια ποιος είναι,
πού στην πραγματικότητα πια ζει,
και αν ό,τι ακούει σαν μήνυμα
περνάει στο μυαλό του ερμηνευμένο
διηθηζόμενο από ένα φίλτρο
διαφορικό,
πλεγμένο από ίνες χρυσαφιού και σκουριασμένου τιτανίου,
μπλεγμένο με ιδέες χιλιάδων
φωνών,
τυρρανικά φυλακισμένων.
Γιατί ο γεράκος αλήθεια μόνο θα
έλεγε,
αν ήξερε ποια είναι.
Ξαναγυρνάω στα αριστερά μου,
μια λάγνα γυναίκα πανέμορφη
ξεδιάντροπα με χαιδεύει,
με φιλά στο μάγουλο, στα χέρια,
ηδονίζεται μόνη της,
αγγίζει το μόριό της,
ζουλήζει τα στήθια της,
μου πιπιλάει τα δάκτυλα,
προκλητικά κουνιέται,
με κοιτάει στα μάτια θελκτικά,
σαν την κοιτάω με λύπηση.
«Βοήθησέ με», ψελλίζει
ανάμεσα στα βογγητά της,
λίγο πριν τον επόμενο οργασμό.
«Δεν είμαι ο Ιησούς» της λέω.
Συνέχισε, γυναίκα, αυτό που
νοιώθεις να το πράττεις,
δεν είναι αρρώστια,
η ανάγκη δεν είναι αρρώστια,
δεν είναι ασθένεια,
ο πόθος δεν είναι ασθένεια.
Στον καταπίεζε η μάνα κι ο
πατέρας σου και ο μεγάλος αδελφός,
στον καταπίεζε ο Μεγάλος Αδελφός,
στον καταπίεζε ο άντρας σου κι ο
γείτονας,
η ηδονή δεν είναι ντροπή.
Απλά ίσως θα έπρεπε να γίνεις
πόρνη.
Ξέρω πως δεν μπορείς να απατήσεις
την οικογένειά σου,
μα δεν τους ρώτησες ποτέ αν είναι
εντάξει.
Ξέρω πως δεν μπορείς να αφήσεις
τη δουλειά σου σαν δασκάλα,
μα δεν αναρωτήθηκες ποτέ αν θα
ήτανε καλύτερα
να δίδασκες σε νεαρούς και γέροντες
τον έρωτα,
παρά τα γράμματα που εσύ δεν
αγαπάεις.
Δίπλα της ένα ντροπαλό παιδί,
ένα τρυφερό αγόρι,
αμούστακο,
καλά ντυμένο.
Κοιτάει τον γέροντα,
κοιτάει τον υπέρβαρο,
κοιτάει κάτω,
κάτι θέλει να μου πει,
μα δεν πρόκειται να το
ξεστομίσει.
Θα τον ρωτάνε οι άνθρωποι σε όλη
τη ζωή του,
αν είναι διαφορετικός
και θα αρνιέται.
Θα τον γιουχαίζουν στο σχολείο
και θα ψάχνει κορίτσι να φιλήσει
για να τους κοροϊδέψει,
θα παντρευτεί,
θα κάνει παιδιά,
θα κάνει εγγόνια,
κι αυτός ο πόνος ο βαρύς μαζί του
θα γερνάει.
Σαν μαύρο καρκίνωμα θα κάνει
μεταστάσεις
στην καρδιά και το μυαλό του,
θα μολύνει τα άκρα του,
και θα πονάει όταν τους φίλους
του θα αγγίζει,
θα κλαίει κρυφά όταν τη σύντροφό
του θα φιλάει,
θα αγγίζει το σώμα του
και θα φαντασιώνεται όλους αυτούς
τους άγριους συμμαθητές,
και τους φαντάρους,
γιατί έστω και έναν αν φίλαγε όσο
ήτανε καιρός,
θα ήταν κάποιος άλλος,
και από τον καρκίνο τούτο δεν θα
υπέφερε.
Είσαι υπέροχος, νεαρέ,
είσαι σωστός,
αυτός που είσαι έπρεπε να είσαι,
να γίνεις, λοιπόν αυτός,
κι αν κάποιος σου πει πως είσαι
άρρωστος,
την γλώσσα σου τη ροζ να δείξεις
πολύ προκλητικά,
και θα σωπάσει.
Και μην ανησυχείς,
κανείς δεν θα σε κοροϊδέψει,
αν εσύ ο ίδιος δεχτείς αυτό που ήδη
για πάντα είσαι.
Απέναντι μου ένας τραυλός.
Σε αγαπώ, τραυλέ,
γιατί σκέφτεσαι πριν μιλήσεις,
γιατί παλεύεις κάθε λέξη που θα
πεις,
γιατί κάνεις τη γλώσσα να έχει
επιτέλους σημασία,
γιατί δείχνεις σε μας τους
φαφλατάδες
τι είναι ο κάθε ήχος και η κάθε
συλλαβή όταν δεν βγαίνει εύκολα,
τι είναι η σύνεση και το
λακωνίζειν.
Σε αγαπώ, γιατί μου βάζεις
τροχοπαίδι.
Δίπλα του κάθεται ένας μεσήλικας
με χέρια σταυρωτά στα γόνατα.
Ξέρω γιατί τα σταύρωσες, αγαπητέ,
τα χέρια,
ξέρω πως δεν έγραψες ποτέ σου
κάτι σε χαρτί.
Ξέρω το Δαίμονα σου, που σου τον
βαφτίσανε,
έτσι χοντρά, αβίαστα, ‘Βαρεία
Δυσλεξία’.
Ξέρω το μίσος σου για τα στεγνά
μολύβια
και τα στυλό τα ζουμερά,
τη βασανιστική σου αναμονή στο
δημοτικό
για την επόμενη τιμωρία.
Αλήθεια, ξέρω ότι αυτό που ποτέ
δεν έγραφες,
δεν έπρεπε να γραφτεί,
και ότι είσαι ευλογημένος.
Ξέρω ότι αυτό που λένε οι λόγιοι,
το δήθεν Σκρίπτα Μάνεντ
Είναι υστερόβουλο,
εκβιαστικό
Και ένα μεγάλο ψέμα.
Σε αγαπώ βαθιά,
γιατί δεν έγραφες,
μόνο ζωγράφισες στις παραλίες και
στις ερήμους του κόσμου
σε άμμους μαύρες και χρυσές,
λίγα στιχάκια που σε κυνηγούν.
Και άφηνες τον άνεμο αιώνια να τα
σβήσει,
γιατί φοβόσουνα μην τα διαβάσουν
οι βεδουίνοι και γελάνε με την ανορθογραφία σου,
γιατί έτρεμες μην βγουν οι
γκόμενες
βρεγμένες σαν Αφροδίτες από τις
θάλασσες και τους ωκεανούς
και με τις αλμυρές σταγόνες τους
σου σημαδέψουνε προκλητικά
εκεί όπου δεν τις έβαλες
τις άτιμες οξείες.
Σε αγαπώ, γιατί μου δείχνεις
στωικά
πως τα όρια της γραφής
δεν βρίσκονται στη σύνταξη
και στη γραμματική,
δεν απαντούνται στα τεράστια
βιβλία ή στα χάικου,
μου δείχνεις πως ο Λόγος και η
Σοφία
είναι έννοιες προφορικές,
απέραντες,
και η γραφή, απλά, τις
εγκλωβίζει.
Σηκώνομαι ξαφνικά,
κοιτάω ένα γύρο όλους σας και σας
χαμογελάω.
Είμαι έτοιμος κι εγώ να σας
μιλήσω.
Κάθομαι στα πόδια εσάς των δυο
απέναντι.
Ακουμπημένος με τους άτριχους μου
αγκώνες
κολλάει η γόμμα μου στα πόδια σας
κι αρχίζω να σας γλύφω με την
τριχωτή μου γλώσσα που δεν ξύρισα
και αγγίζομαι και ηδονίζομαι
σας λέω ψέματα και αλήθειες μαζί,
τα χείλη μου δαγκώνω άγρια
και ρουφάω την ιδέα του απείρου του
σύμπαντος
-που σήμερα φαίνεται να με
κυνηγάει-
και σε δευτερόλεπτα φουσκώνει το
δέρμα μου με λίπος φάλαινας
και την επόμενη στιγμή, ανάμεσα
στα μετικάσματά σας
αδειάζει το αίμα μου στο πάτωμα
και γίνομαι ο ίδιος μια ξανθιά τρίχα.
Αμέσως με ντροπή γι αυτή μου τη
διαφορετικότητα ξαναγίνομαι άνθρωπος
και αρχίζω να αυτοκτυπιέμαι βίαια,
να βρίζω τον εαυτό μου,
να σας παρακαλώ να με βαρέσετε
άγρια.
Όλοι σας με κοιτάτε με αγάπη.
Μα εγώ μαράζω που ξέρω πως τελικά
Με λόγο γραπτό θα καταφέρω
Το ποίημα ετούτο να ολοκλ/.
φτάνουνε
κάθε φορά που μας μαζεύουν.
Ένας μικρομεγάλος κύκλος.
Μα δέκα άνθρωποι φτάνουμε να
φτιάξουμε μία τεράστια χώρα.
Το ξέρω αυτό γιατί σε αναγνώρισα,
άνθρωπε,
σε ένα τεράστιο σύμπαν που έψαχνα
να βρω βιολογική μάζα.
Γιατί ήσουν ατελής,
δεν ήσουν στρόγγυλος σαν
ραφιναρισμένος ήλιος
ή εύγλωττος πλανήτης σταθερός.
Σε αναγνώρισα, γιατί είχες σχήμα
ακαθόριστο,
σαν βιαστικός κομήτης,
με λάθη,
με αναθυμιάσεις,
με αδυναμίες.
Σε αναγνώρισα,
γιατί είτε σε τρώγλη ή σε παλάτι
γεννημένος
φτιαγμένος είσαι ο ίδιος,
μισός χαρά, μισός καταθλιμένος.
Κρέας και λίπος,
δέρμα και ψυχή,
ύδωρ και κόκκαλο,
τρίχα και κόκκινο αίμα.
Καθήσαμε οι δέκα που μαζεύτηκαν,
δειλά εισερχόμενοι
στην πόρτα αφού είδαν την ταμπέλα.
«Υπέροχοι Άνθρωποι»
Εσύ, ο πρώτος, που κάθεσαι στα
αριστερά,
ξέρω τι πρόβλημα έχεις.
Βλέπω το στρώμα το πηκτό από την
κόλλα
σε όλο σου το κορμί,
στα πόδια, στα αχαμνά, στο
στήθος, στα μάγουλα και στο κεφάλι,
ξέρω πως κάθε τρίχα σου όταν
πέφτει,
φροντίζεις να τη μαζεύεις και να
την κολλάς,
η αλωπεκίασή σου να κρυφτεί,
ούτε φαλάκρα μην φανεί,
μη δει η γυναίκα σου
στο ίδιο σου το μόριο το μικρό
πόσο σιγά σιγά ομοιάζεις,
ίδιος με τον πεθερό της που τόσο
μισεί
μη δει σύντομα πως θα γίνεις.
Γιατί το ξέρεις ότι μίλησε με τη
μάνα σου μια μέρα πριν πεθάνει
και κάτι της ψιθύρισε αυτή στ’
αυτί
κάτι για σένα που δεν θα σου πει
ποτέ η σκύλλα, η αχάριστη,
ξύλο που της ταιριάζει άγριο,
γιατί την αγαπάς,
γιατί δεν θέλεις να τη χάσεις.
Ξέρω όμως και κάτι άλλο,
πως όσο ασχημονείς, χειροδικείς
και βρίζεις,
κάτω από την κόλλα την πηχτή,
βλαστάνε άλλες τρίχες, πιο
σκληρές.
Καλπάζεις προς τα πίσω,
πολύ μακριά θα έλεγα.
Το βλέμμα σου μου λέει πως
μπορείς,
την φετινή παρτίδα των τριχών,
στο πάτωμα ν’ αφήσεις.
Δίπλα του κάθεται ένα κορίτσι νεαρό,
μα δεν γυρνάει να με κοιτάξει.
Κάτω σκυμμένο το κεφάλι,
μία τεράστια μαύρη φράντζα από το
μέτωπο στα χείλη,
μα πώς έτσι να σε αγαπήσω,
άμα δεν σε δω,
άμα δεν ξέρω ότι τα μάγουλά σου καθημερινά
ξυρίζεις,
με αυτή την άγρια τριχοφυία.
Ξέρω ότι το άδικο του σύμπαντος
ολόκληρου σε πνίγει,
ότι κοιτάς γυμνούς πλανήτες στα
περιοδικά και στις ιστοσελίδες,
και θα ήθελες να ήσουνα σαν
εκείνους άγονη και τρυφερή,
παρά που βλέπεις ύστερα τη γη με
τα τεράστια δάση,
τις τρίχες ετούτες τις πράσινες
κι επίμονες,
και το γρασιδι σαν το χνούδι που
σου καλύπτει το κορμί
και σε αδικεί, σε κρύβει.
Μα δεν βλέπεις πως είσαι εσύ η
ίδια η γη,
παρθένα ανάγγικτη,
ενώ η αδελφή σου είναι η
Αφροδίτη,
άτριχη κι αγγιγμένη από παντού,
σε άλλο κρεβάτι κάθε φορά.
Και δεν οράς του λόγου σου
Πως και εγώ ο ίδιος θα σε
ερωτευόμουνα μέ ή χωρίς το μούσι,
που το ίδιο θε να σε φιλώ,
ξυρισμένη ή όχι,
εγώ ή αυτός που εσύ, με τη θέλησή
σου
θα αφήσεις μια μέρα να σε
αγαπήσει.
Στα δεξιά μου.
Νοιώθω κάτι δυνατό,
σαν την βαρύτητα που θα μου
ασκούσε
ο τεράστιος Δίας αν τον εσίμωνα
ποτές.
Θα γυρίσω διακριτικά,
νοιώθω την έλξη μίας παρακλητικής
ματιάς,
ενός υπέρβαρου άντρα,
υπέρογκου,
καταπληκτικού.
Σε απολαμβάνω,
κάθε στο δέρμα σου πτυχή μια
ατέλειωτη ιστορία,
φτιαγμένη από κλάμα, αγάπη,
απόγνωση, χαρά, ελευθερία.
Στα άκρα σου το κάθε φούσκωμα
μια ατελείωτη ορδή από χαϊδέματα,
γδαρσίματα, ουλές, δαγκώματα και γλείψιμο από σκύλους.
Μην μου μιλάς, άντρα απίθανε,
δεν χρειάζεται,
κράτα την αργή αυτή αναπνοή για
τη ζωή σου,
γιατί καλύτερη σιγά σιγά θα
γίνεται,
στο όριο άμα φτάσεις, στου
σύμπαντος την άκρη,
πίσω θα αρχίσεις να έρχεσαι,
για να διηγηθείς,
γηραιότερος, σοφότερος.
Τότε όλα θα αρχίζουν να
μειώνονται
σε απόσταση, σε ταχύτητα, σε
όγκο.
Ξέρω τον πόνο σου που θες να
σηκωθείς,
να δείξεις σε όλους ότι ξέρεις να
χορεύεις αέρινα, Νουρεγιεφικά,
πως θά ‘θελες, αν σε άφηνε η
βαρύτητα της άδικης γης,
που καθηλώνει τα παιδιά της
σαν να φοβάται μια μέρα μην την
εγκαταλείψουν
πως θα ‘θελες, λέω, ψηλά να
αιωρείσαι,
το ξέρουμε όλοι εδώ,
και αν μας το ζητήσεις,
οι εννιά θα σε αναλήψουμε γλυκά.
Δίπλα σου, ω του απροσμένου
θαύματος,
μια γλυκιά ύπαρξη, αιθέρια.
Θα έλεγα, μικρό μου κοριτσάκι,
ίσως δεν χρειάζεται τελικά,
τόσο ισχνή να είσαι,
την όρεξη σου ψάξε,
θα τη βρεις στις λεπτομέρειες,
σε ένα φιλί απ’ τον πατέρα σου
γλυκό,
θα την βρεις σε ένα μικρό
μηνυματάκι,
πίσω από τον ψεύτη ετούτο τον
καθρέφτη
που συνέχεια σε δείχνει πιο
γεματούλα από όσο είσαι.
Ακόμη πιο δεξιά, δίπλα μου
ακριβώς,
κάθεται ένας γεράκος,
θέλει να μου πει ότι έλεγε ψέματα
πολλά,
στη ζωή του έχασε φίλους και
οικογένεια,
θέλει να μου πει,
μα το στόμα του σφραγισμένο
φαίνεται
σαν από κατάρα που έριξε ο ίδιος
στον εαυτό του,
ωσάν τα χείλη του φοβούνται αν
ανοίξουν
μην τα σάπια δόντια αρχίσουν να
τα μασάνε με μίσος,
για να τα φάνε λαίμαργα,
να χορτάσουν την πείνα
που προέκυψε από των τελευταίων
χρόνων την απόλυτη σιωπή.
Μα αν το στόμα του τελικά
τολμήσει να ανοίξει
ξέρει ο ίδιος πως ψέματα πάλι θα
μου πει,
ξέρει πώς η αλήθεια του χρόνια
τώρα έχει χαθεί,
γιατί δεν ξέρει πια ποιος είναι,
πού στην πραγματικότητα πια ζει,
και αν ό,τι ακούει σαν μήνυμα
περνάει στο μυαλό του ερμηνευμένο
διηθηζόμενο από ένα φίλτρο
διαφορικό,
πλεγμένο από ίνες χρυσαφιού και σκουριασμένου τιτανίου,
μπλεγμένο με ιδέες χιλιάδων
φωνών,
τυρρανικά φυλακισμένων.
Γιατί ο γεράκος αλήθεια μόνο θα
έλεγε,
αν ήξερε ποια είναι.
Ξαναγυρνάω στα αριστερά μου,
μια λάγνα γυναίκα πανέμορφη
ξεδιάντροπα με χαιδεύει,
με φιλά στο μάγουλο, στα χέρια,
ηδονίζεται μόνη της,
αγγίζει το μόριό της,
ζουλήζει τα στήθια της,
μου πιπιλάει τα δάκτυλα,
προκλητικά κουνιέται,
με κοιτάει στα μάτια θελκτικά,
σαν την κοιτάω με λύπηση.
«Βοήθησέ με», ψελλίζει
ανάμεσα στα βογγητά της,
λίγο πριν τον επόμενο οργασμό.
«Δεν είμαι ο Ιησούς» της λέω.
Συνέχισε, γυναίκα, αυτό που
νοιώθεις να το πράττεις,
δεν είναι αρρώστια,
η ανάγκη δεν είναι αρρώστια,
δεν είναι ασθένεια,
ο πόθος δεν είναι ασθένεια.
Στον καταπίεζε η μάνα κι ο
πατέρας σου και ο μεγάλος αδελφός,
στον καταπίεζε ο Μεγάλος Αδελφός,
στον καταπίεζε ο άντρας σου κι ο
γείτονας,
η ηδονή δεν είναι ντροπή.
Απλά ίσως θα έπρεπε να γίνεις
πόρνη.
Ξέρω πως δεν μπορείς να απατήσεις
την οικογένειά σου,
μα δεν τους ρώτησες ποτέ αν είναι
εντάξει.
Ξέρω πως δεν μπορείς να αφήσεις
τη δουλειά σου σαν δασκάλα,
μα δεν αναρωτήθηκες ποτέ αν θα
ήτανε καλύτερα
να δίδασκες σε νεαρούς και γέροντες
τον έρωτα,
παρά τα γράμματα που εσύ δεν
αγαπάεις.
Δίπλα της ένα ντροπαλό παιδί,
ένα τρυφερό αγόρι,
αμούστακο,
καλά ντυμένο.
Κοιτάει τον γέροντα,
κοιτάει τον υπέρβαρο,
κοιτάει κάτω,
κάτι θέλει να μου πει,
μα δεν πρόκειται να το
ξεστομίσει.
Θα τον ρωτάνε οι άνθρωποι σε όλη
τη ζωή του,
αν είναι διαφορετικός
και θα αρνιέται.
Θα τον γιουχαίζουν στο σχολείο
και θα ψάχνει κορίτσι να φιλήσει
για να τους κοροϊδέψει,
θα παντρευτεί,
θα κάνει παιδιά,
θα κάνει εγγόνια,
κι αυτός ο πόνος ο βαρύς μαζί του
θα γερνάει.
Σαν μαύρο καρκίνωμα θα κάνει
μεταστάσεις
στην καρδιά και το μυαλό του,
θα μολύνει τα άκρα του,
και θα πονάει όταν τους φίλους
του θα αγγίζει,
θα κλαίει κρυφά όταν τη σύντροφό
του θα φιλάει,
θα αγγίζει το σώμα του
και θα φαντασιώνεται όλους αυτούς
τους άγριους συμμαθητές,
και τους φαντάρους,
γιατί έστω και έναν αν φίλαγε όσο
ήτανε καιρός,
θα ήταν κάποιος άλλος,
και από τον καρκίνο τούτο δεν θα
υπέφερε.
Είσαι υπέροχος, νεαρέ,
είσαι σωστός,
αυτός που είσαι έπρεπε να είσαι,
να γίνεις, λοιπόν αυτός,
κι αν κάποιος σου πει πως είσαι
άρρωστος,
την γλώσσα σου τη ροζ να δείξεις
πολύ προκλητικά,
και θα σωπάσει.
Και μην ανησυχείς,
κανείς δεν θα σε κοροϊδέψει,
αν εσύ ο ίδιος δεχτείς αυτό που ήδη
για πάντα είσαι.
Απέναντι μου ένας τραυλός.
Σε αγαπώ, τραυλέ,
γιατί σκέφτεσαι πριν μιλήσεις,
γιατί παλεύεις κάθε λέξη που θα
πεις,
γιατί κάνεις τη γλώσσα να έχει
επιτέλους σημασία,
γιατί δείχνεις σε μας τους
φαφλατάδες
τι είναι ο κάθε ήχος και η κάθε
συλλαβή όταν δεν βγαίνει εύκολα,
τι είναι η σύνεση και το
λακωνίζειν.
Σε αγαπώ, γιατί μου βάζεις
τροχοπαίδι.
Δίπλα του κάθεται ένας μεσήλικας
με χέρια σταυρωτά στα γόνατα.
Ξέρω γιατί τα σταύρωσες, αγαπητέ,
τα χέρια,
ξέρω πως δεν έγραψες ποτέ σου
κάτι σε χαρτί.
Ξέρω το Δαίμονα σου, που σου τον
βαφτίσανε,
έτσι χοντρά, αβίαστα, ‘Βαρεία
Δυσλεξία’.
Ξέρω το μίσος σου για τα στεγνά
μολύβια
και τα στυλό τα ζουμερά,
τη βασανιστική σου αναμονή στο
δημοτικό
για την επόμενη τιμωρία.
Αλήθεια, ξέρω ότι αυτό που ποτέ
δεν έγραφες,
δεν έπρεπε να γραφτεί,
και ότι είσαι ευλογημένος.
Ξέρω ότι αυτό που λένε οι λόγιοι,
το δήθεν Σκρίπτα Μάνεντ
Είναι υστερόβουλο,
εκβιαστικό
Και ένα μεγάλο ψέμα.
Σε αγαπώ βαθιά,
γιατί δεν έγραφες,
μόνο ζωγράφισες στις παραλίες και
στις ερήμους του κόσμου
σε άμμους μαύρες και χρυσές,
λίγα στιχάκια που σε κυνηγούν.
Και άφηνες τον άνεμο αιώνια να τα
σβήσει,
γιατί φοβόσουνα μην τα διαβάσουν
οι βεδουίνοι και γελάνε με την ανορθογραφία σου,
γιατί έτρεμες μην βγουν οι
γκόμενες
βρεγμένες σαν Αφροδίτες από τις
θάλασσες και τους ωκεανούς
και με τις αλμυρές σταγόνες τους
σου σημαδέψουνε προκλητικά
εκεί όπου δεν τις έβαλες
τις άτιμες οξείες.
Σε αγαπώ, γιατί μου δείχνεις
στωικά
πως τα όρια της γραφής
δεν βρίσκονται στη σύνταξη
και στη γραμματική,
δεν απαντούνται στα τεράστια
βιβλία ή στα χάικου,
μου δείχνεις πως ο Λόγος και η
Σοφία
είναι έννοιες προφορικές,
απέραντες,
και η γραφή, απλά, τις
εγκλωβίζει.
Σηκώνομαι ξαφνικά,
κοιτάω ένα γύρο όλους σας και σας
χαμογελάω.
Είμαι έτοιμος κι εγώ να σας
μιλήσω.
Κάθομαι στα πόδια εσάς των δυο
απέναντι.
Ακουμπημένος με τους άτριχους μου
αγκώνες
κολλάει η γόμμα μου στα πόδια σας
κι αρχίζω να σας γλύφω με την
τριχωτή μου γλώσσα που δεν ξύρισα
και αγγίζομαι και ηδονίζομαι
σας λέω ψέματα και αλήθειες μαζί,
τα χείλη μου δαγκώνω άγρια
και ρουφάω την ιδέα του απείρου του
σύμπαντος
-που σήμερα φαίνεται να με
κυνηγάει-
και σε δευτερόλεπτα φουσκώνει το
δέρμα μου με λίπος φάλαινας
και την επόμενη στιγμή, ανάμεσα
στα μετικάσματά σας
αδειάζει το αίμα μου στο πάτωμα
και γίνομαι ο ίδιος μια ξανθιά τρίχα.
Αμέσως με ντροπή γι αυτή μου τη
διαφορετικότητα ξαναγίνομαι άνθρωπος
και αρχίζω να αυτοκτυπιέμαι βίαια,
να βρίζω τον εαυτό μου,
να σας παρακαλώ να με βαρέσετε
άγρια.
Όλοι σας με κοιτάτε με αγάπη.
Μα εγώ μαράζω που ξέρω πως τελικά
Με λόγο γραπτό θα καταφέρω
Το ποίημα ετούτο να ολοκλ/.
Published on October 20, 2012 01:40
October 15, 2012
Νέες Οδηγίες #164 Φαντάρε, αν μ’ ακούς
Ξέρω πως έφθασε ο καιρός
κι εγώ τις προφητείες να πιστέψω,
ο τελευταίος είμαι των απίστων,
ο τελευταίος που στην ειρήνη πίστευα,
ο μωρός.
Έδεσα τις μπότες μου για τ’ άγρια κατσάβραχα και τις
σπηλιές,
αγόρασα όσες κονσέρβες φόραγε το ταγάρι μου
και έραψα στα ρούχα μου όσο δέρμα έβρισκα σκληρό.
Ετοιμάστηκα.
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, γρηγόρεψε το βήμα σου
θέλω να δω πού βγάζει ο δρόμος τούτος
που μου είπες να σταθώ.
Πούλησα τα υπάρχοντά μου, το σπίτι, το αμάξι,
πήρα από την τράπεζα τις λιγοστές μου οικονομίες,
και όλα μου χρήματα μετέτρεψα σε χρυσό.
Ετοιμάστηκα.
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, κόψε απ’ το μονοπάτι
κλαδιά και θάμνους και γαιδουράγκαθα,
σύροντας να περάσω.
Έσκισα τις φωτογραφίες τους, έσπασα τα ποτήρια που έπιναν,
δεν πότισα δυο μήνες τα λουλούδια να χαθούνε στον αγέρα του
καλοκαιριού,
δεν τηλεφώνησα, γράμμα δεν έγραψα, δεν έστειλα χαμπάρι.
Ετοιμάστηκα, αληθινά.
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, άκουσα πυροβολισμούς,
άκουσα εκρήξεις, άκουσα τανκς,
άκουσα ιαχές και γιουχαϊσματα,
άκουσα κραυγές!
Μη, μη, μη! Γαμώτο μη!
Φαντάρε, αν μ’ ακούς, μην περπατήσεις προς τα δω,
θα είμαι κάποιος άλλος
Και θα καραδοκώ.
Published on October 15, 2012 12:35
October 9, 2012
(Εκατόλεξο με ίχνος διαλόγου) - Το Αστικό Σκούντημα.
Στο καράβι φόρτωσα γιους, κόρες
και εγγόνια. Άλλοι στην πλώρη στάθηκαν, στην πρύμνη άλλοι. Άλλοι μπροστά αγναντεύουνε
περαστικούς, οι πίσω ποδηλάτες. Γυρνάμε σε τετράγωνα ετούτη τη θάλασσα, πορεία
σεσημασμένη. Εθνική παρέλαση στη λεωφόρο απέναντι. Να κατέβω. Μα δεν μπορώ, σε
ετούτα τα βρώμικα νερά των υπονόμων δεν θα πατήσω. Φώτα τροχαίας - κόκκινο - Μα το καράβι δεν ξαναξεκινάει. Τετράκοπος άπανη,
στα κτίρια κτυπάμε τα κουπιά, μα πια δεν προχωράμε. Οι κόρες κάτω τα καρφώνουνε,
μα άμμο πια δεν βρίσκουν, μον ένα μαύρο υλικό σκληρό. Το τελευταίο δόρι πριν τραβήξω
να τρυπήσω τη σημαία απέναντι, «Ιάσονα!» με σκουντάει η Βενετία.
Published on October 09, 2012 03:19
October 7, 2012
Νέες Οδηγίες #161 Οι Στρουθοκάμηλοι.
Ένα πρωινό
δισεκατομμύρια άνθρωποι μαζεύτηκαν
σε μια τεράστια πλατεία
για να διαμαρτυρηθούν.
Μερικές δεκάδες υπεύθυνοι
τους ρίξανε εκατομμύρια τόνους με άμμο
από τα βάθη την Νότιας Θάλασσας
που λέγανε ότι σκάβαν.
Ήταν χρυσό, τους είπανε,
και όλοι είδανε τη λάμψη καθαρά.
Το μεσημέρι οι διαμαρτυρόμενοι πεινάσανε,
και λαίμαργα
βούτηξαν τα κεφάλια τους στην άμμο.
Και έγιναν στρουθοκάμηλοι.
Published on October 07, 2012 04:23
October 5, 2012
chapter 60 from 'The Omniconstant'
Chapter Sixty
01:05:00
Borsch Serfatti
is sitting in a corner of the ward. The other seven men are standing near the
two dead women. He is lost in deep thoughts.
Switchers, that’s what we are. We want to change our life completely from
scratch. Switchers, amoral, indifferent
to human grace and weakness. The game of
power and control.
He turns to
look at his father. Julius Serfatti
seems content, happy to be around the man he has always admired.
What have we done, dad? We have sacrificed two
women to seal the secret of a new society. And I killed two people, one of them
used to be my girlfriend, the only woman I’ve ever really loved. Oh, Lilith,
and I killed you twice! Why did you have to turn to the other side? What was your gnomon?
He looks
back at the bed where Lilith lies dead in a combined posture of a
semi-circle. His eyesight line, just like
a laser beam, writes on the air the expression she had always used to hurt him.
‘My silence
inside you a stendorious voice constantly cracking your dialogues.’
He imagines
a little needle pinching Lilith’s idle heart.
No, it is too late to hurt you, and I’ve already
done more than that. So what if I will never know what your gnomon had always
been? To abandon me was a necessity, to
become powerful was a step, to evolve to absolute evil was a dead-end path. We are our names, after all. But do I know my own drive here tonight? What am I doing here? What is our standing now? Are we really destined to change the world,
save it from all forms of vice, lead humanity to a new era, more spiritual?
Even if that is what Dabolmort dictates to us, with his actions today, does he
believe it too? Does he, really? He did not hesitate even for a moment to
abandon Rome with the first obstacle.
And sacrifice the woman of his life to absorb life –or the remains of
Klotho as I have figured out- out of her. And make me and Nevo sacrifice the
one woman we have ever loved – at least I, dunno about him.
He looks at
his hands. First at his bare, innocent
left, and then at his right hand with the microbionic glove and the secret
mechanism that transmits the nano-killers.
He imagines a pair of golden handcuffs on his wrists.
Or am I in the cold hands of a bunch of
misogynists? A handy tool at the control and service of a ruthless man? I really
don’t know. The long future that lies before us will have to give the answers.
Hopefully soon.
Borsch
removes the glove with difficulty and looks at his bare hand after hours. Now
he knows he is still human. And that he still has a choice.
He hears
Dabolmort order Nevo to open the window shutters again.
“I guess we
are done.” Borsch thinks loudly.
Suddenly
the ward door opens.
Published on October 05, 2012 19:00


