Christos R. Tsiailis's Blog, page 7
March 25, 2013
excerpt from the second novel of the series "The Omniconstants - Hollow Earth"
Chapter One
Cube 03
Underground time 28:35
A few
minutes before Borsch Serfatti and his daughter met in cube 85, four men were
having a light discussion, occupying their hands with shears trimming plants
and hoses watering giant pots with trees and bushes.
They are in
a garden cube, large, just like a miniature Paradise should be. With birds and
butterflies flying over their heads and among the branches, frogs jumping from
pot to pot, and cats running around and playing.
It is amazing
how scientists have managed to create and preserve such a rich, generous
greenhouse with artificial illumination and selective oxygenation. Truth is,
though, that the Cube City of the Omniconstants that spreads under Athens all
the way deeper and deeper beneath the Aegean Archipelagos Basin, covering the
triangle created among Santorin, Crete and Athens, has more than fifty such
small Paradises. They are the lungs of this great system of cubes, sustaining
life and providing oxygen, as this world has always been secret, and could not
have had many advances to the surface - neither by extracted tubes, nor by
obvious entrances and exits. This world is in isolation of and in distance from
the earthen surface world. Its inhabitants have always been aware of a certain
disparity in time and customs from the ‘upper world’ and have been taught
‘discipline in natural curiosity’ at any cost.
Dr Jacomo
has been one the greatest teachers of this motto. He knows exactly how to evoke
discipline to the Cube City small populations and induce solidarity without the
negative consequences of isolation to the psyche.
His
lifetime assistant, Julius Serfatti suddenly stops watering and drops the hose
down.
“What
if...”
“What if
what?” asks Dr Jacomo looking at him with deep curiosity. Julius Serfatti has not
had him used to this kind of sudden outbursts of supposition.
“I say,
what if what we are doing is wrong?” Serfatti completes.
Dr Jacomo
keeps staring at him with a mild drop of his jaw in anticipation and
disapproval.
“I know you
are not following, I mean when we keep growing this city with a new cube every
year, new ideas, new technology, when the world up on the surface is at such
great stake of extinction with their...”
“Drop it!”
Dr. Jacomo tries to interrupt him, yet in vain.
Serfatti
continues by reintroducing his last two words, “...with their stupid fighting
over sources and water, contaminating everything, bringing every spot of
self-sustaining nature to a expurgation and death.”
“What are
you saying, Julius?” Dr. Jacomo asks, again trying to break the monologue.
“We could
help them...”
“They don’t
know of our existence!” Dr. Jacomo asserts.
“Are you
sure about this? All these rumours all these years...”
“Well,
those who do know, or suspect, are not our friends, anyway, why should we help
them? Give me one good reason!”
“It’s our
planet, for Heaven’s sake! Our home! If we don’t help...,” cries Serfatti.
“Don’t
bring Heaven around and about your exclamations, dear friend, ‘cause we are in Heaven! We invented it! We
nourish and expand it! It was their choice to destroy theirs!”
“You are
not being fair, Jacomo, not fair at all! Remember, we lived half our life up
there, almost a century!” Julius Serfatti protests.
“Well,
indeed we did, and we saw the plunge that would inevitably lead to permanent
decadence, we saw how Italy went down, how they fought each other, how
everything was money money money! Here it is different, can’t you see?”
“No! I
can’t see! Because we still influence the world above, Dabolmort still have
contact, some of them come down and meet us. Why? What for? To make sure we are
part of this total catastrophe? Haven’t we had enough revenge?” Julius Serfatti
leans on a pot almost his height.
“Revenge?
Do you think this is about revenge? Come on! There are billions of miserable
people up there who have dug their graves themselves! I’m not saying that we
should push them inside their holes, nor that we should dig the graves deeper!
We are going to watch and when they all die, we’ll just cover them with the
contaminated soil in honour and in sorrow...”
“You are
cruel! We gave them the shovels in the first place!”
“Not we!
Our ancestors! And, no, let me disagree with you...they gave them the metal,
not the design, or the idea! People have always had the choice of how to deal
with matter. Fortunately, our ancestors kept pure down here. The second level
caves in the earth cavity provided ample shelter for them to employ their
ingenuity to development, away from the eyes of the wild ones, the Neanderthals
that ruled the world. When the other race came, the Homo Sapiens, we had to
stay below, we were too few.”
“You talk
of that ancient race of human beings like it’s us. We are Homo Sapiens, Jacomo!
We come from above! Those people who stayed in the Second Caves came from
another branch of the primate tree, the smallest branch. They are not mentioned
in any books, they never existed! Nobody found evidence of their existence!”
“We did,
down here!” Dr. Jacomo exclaims. “Can’t you see these are two totally different
worlds? The last people of that tribe were dying, so they used to capture young
infants from the surface, before they gained consciousness or memory, just
after birth and killed all the tribe in the first cave to eliminate any danger
of revelation of their existence.”
“What?” Serfatti
chuckles.
“Yes. For a
whole century, when the disease came, they decided they should leave legacy, or
everything they had invented would perish in deep eternity. So, whenever they
would hear the cry of a newborn in a cave above their own, they would go up in
early hours, when everybody was asleep, still the child, seal the cave entrance
with rocks and kill them all with poisonous gas that they had invented so that
they would leave no traces of violence. Then they would burn them inside their
skin blankets. If and when the other tribes found them, they knew only one
motive. Rocks falling and fire.”
“That was
so cruel! What was the disease?”
(to be continued)
Published on March 25, 2013 10:24
Νέες Οδηγίες #22 Δώσε μου Δύο Σύννεφα να τα Κτυπήσω
Δεν έχεις βίο δεν έχεις πολιτεία
Δεν έχεις έργο δεν έχεις αμαρτία
Δεν δίνεις λόγο δεν δίνεις
Δεν δίνεις αυτοβούληση δεν δίνεις
Με πιάνεις απ’ το χέρι και παγώνω
Και τσουρουφλίζεται
το τριχωτό μου σαν με χαϊδεύεις
Τι κρύβεις τρομερό μες την παλάμη ετούτη,
Ποια δύναμη απορροφάς απ’ του βυθού τ’ απάτητα;
Μα ποιος είμαι εγώ, ολόκληρη να σε περιπατήσω;
Ένας μικρός τραμπούκος ξεμπαρκαρισμένος
Που ψήλωσε μην και πνιγεί
Που μην και βουλιάξει στέριωσε
Ποια είσαι εσύ απάντησα κι ευτυχισμένος πέθανα
Είσαι η Κούβα και η Κύπρος και η Ιρλανδία της ψυχής μου
Είσαι η χαμένη Νήσος των ηττημένων νικητών
Είσαι η Νέα Νήσος που θα ζωγράφιζε,
αν το ονειρευόταν,
ο Νταλί
Ανάμεσα στο τίποτα, στο κάτι και στο ύστερα
Βρήκα μικρό στοιχείο αναφοράς γλυκύ
Να ξύνω τη μέντα,
να μυρίσει με το νύχι το κομμένο
του δακτύλου του μικρού σου
που μου χάρισες
Κι εκεί ανάμεσα στο εσύ, στο αλλού και στο σκοτάδι
Βρήκα τη διάσταση την κρυφή κι ονειρεμένη
Εκεί που κρύφτηκε το αλμυρό της γύρας
και του χώματός σου
Δάκρυα να μυζώ και έρεβος και να σε σώζω
Αν έχεις έλεος αν έχεις αντοχή
Θα έχεις μένος θα έχεις οργή
Αν έχεις πόμολο θα βρω εγώ την πόρτα
Καλούπι αν έχεις τους μαχητές εγώ θα φτιάξω
Δώσε μου δύο σύννεφα να τα κτυπήσω
Να φτιάξω εγώ βροχή
Να πιούνε τα παιδιά σου που διψούν
Να φτιάξω καταιγίδα
Τα ώτα να ξυπνήσουν και τα μάτια μου
που πια δεν αγροικούν.
12 01 2009
© Χρίστος Π.Ρ. Τσιαήλης
Published on March 25, 2013 03:04
March 3, 2013
Νέες Οδηγίες #163 Χατζής – Μαρινέλλα. Η Παράκρουση της Επανάληψης της Επανάληψης.
Ανοίγεις του μικρού αεροπλάνου την πόρτα.
Ανάβεις το κασετόφωνο.
Η γκρίζα κασέτα γυρνάει.
Όπως σου υποσχέθηκε σε πετάει
και ‘συ κοιτάς από ψηλά.
Ακούς Χατζή.
Ακούς Μαρινέλλα.
Ακούς Χατζή.
Ακούς Μαρινέλλα.
Ακούς Χατζή.
Ακούς Χατζή.
Ακούς Μαρινέλλα.
Ακούς Μαρινέλλα.
Ακούς Μαρινέλλα.
Ακούς Χατζή.
Ακούς Χατζή.
Ακούς.
Κλείνεις το κασετόφωνο.
Προσγειώνεστε.
Κλείνεις την πόρτα πίσω σου με απορία.
Πάτε σπίτι.
Ανοίγει το μικρόφωνο.
Τραγουδάει Χατζή.
Τραγουδάει Μαρινέλλα.
Τραγουδάει Μαρινέλλα.
Τραγουδάει Χατζή.
Τραγουδάει Χατζή.
Τραγουδάει Χατζή.
Τραγουδάει Μαρινέλλα.
Σηκώνεσαι.
Κάτι δεν είναι σωστό.
Τραγουδάει Χατζή, ακούεις Μαρινέλλα.
Τραγουδάει Μαρινέλλα, ακούεις Χατζή.
Ακούς να τραγουδάει Χατζή και Μαρινέλλα την ίδια στιγμή.
Κάτι σιγοψιθυρίζεις.
Ανοίγεις την πόρτα στο μπαλκόνι.
Βγαίνεις.
Πηδάς.
Από πάνω παίζει Χατζή, τραγουδάει Μαρινέλλα.
Τραγουδάει Χατζή, παίζει Μαρινέλλα.
Σηκώνεται.
Σε ψάχνει.
Βλέπει την πόρτα του μπαλκονιού ανοικτή.
Κλείνει το μικρόφωνο.
Σιγοτραγουδάει,
να μην ακούεις πια.
Δεν ήξερε.
Τώρα κατάλαβε.
Κι ύστερα;
Published on March 03, 2013 10:44
February 23, 2013
Εκατόλεξο για χαμένες λέξεις (χωρίς παύσεις) – το άροτρο
Την κάθε πόρτα που κτυπάει ο
πολιτευμένος γεωργός την ανοίγει μια ψυχή νεανική και ανεκπαίδευτη και τον κοιτάνε
ματιές κενές και απορημένες γιατί ρωτάει αν είδε κανείς άροτρο κάπου στις
γειτονιές της πόλης γιατί αυτοί δεν ξέρουν από χωράφια και σπόρους και αυλάκια
και τέτοια και δεν μπορούν το λεξικό των χαμένων λέξεων να ανακαλούν μες το μυαλό
τους κι ούτε γνωρίζουν πώς να προφέρουν τέτοιες λέξεις και αφήνονται στο
ρομαντισμό της ανάμνησης της πιθανότητας της ύπαρξης μιας άλλης ζωής πιο ήρεμης
έξω από τα όρια που τετραγωνίσανε οι διπλοί δρόμοι και αφού χαμογελάσουν αστικά
κι ευγενικά κλείνουν την πόρτα
Published on February 23, 2013 12:24
February 13, 2013
Νέες Οδηγίες #151 Η Επικάλυψη
«όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε ένα μόριο νερού, σε μια
σταγόνα έρωτος διαφανούς»
Στη μήτρα των πάντων – τουτέστιν το κέντρο της γης - ξεκινάει η Αρχική Επικάλυψη.
Είναι μια διαδικασία αναπόφευγκτη,
η μια επιφάνεια να καλύπτει την άλλη,
έτι σκληρότερη, έτι ανθεκτικότερη.
Τι να καλύπτει ο κωδικός ετούτος τυπωμένος στο DNA της ζωής;
Τι να κρύβει η ανάγκη της ύλης να κρύβεται,
η ανάγκη του κάθε μορίου, του κάθε κυττάρου;
Η δεύτερη επικάλυψη διεξάγεται στη δεύτερη μήτρα,
τη μήτρα της
μάνας.
Στη σακούλα που γενιέται το μωρό
η γλίδα είναι κατάφορη, ανυπόφορη
πνίγει την παιδική φωνή, που κάτι ξέρει, κάτι θέλει να πει.
Μα σπάζει με την πρώτη ανάσα.
Όταν όλα ξεχαστούν.
Όταν δει η ψυχή την πρώτη διανοϊκή Επικάλυψη – το φως -
Κι αρχίζεις να συζητάς τη Σαϊεντολογία
με τους Άθεους
Θαμώνες του Γκρεμισμένου Παρθενώνα
και τρίζουνε τα κόκκαλα του Ρον Χάμπαρτ – χωρίς επικάλυψη
πια.
Η Τρίτη Επικάλυψη είναι το αυγό – η κυλιόμενη, επίκτητη
μήτρα.
Το σκληρό λευκό καλύπτει τη διαφανή μεβράνη
που καλύπτει το
κίτρινο
που καλύπτει το ωάριο
που καλύπτει μια ντροπαλή ζωή.
Τι είναι η Επικάλυψη;
Είναι και το δέρμα μια επικάλυψη ικανή,
είναι η επικάλυψη της επικάλυψης,
να κρύβει το κίτρινο λίπος
που φυλάσσει το κόκκινο κρέας
που κρύβει το λευκό οστούν
που φυλάσσει το νωτιαίο μυελό σου και το κέντρο της
σκέψης σου.
Μα εμείς θελήσαμε να ξεχωρίσουμε απ’ τα ζώα.
Και κάναμε το δέρμα και το τρίχωμά τους την επικάλυψή
μας.
Και μετατρέψαμε το έξυπνο χρώμα τους στο καμουφλάζ και στη
χαρά μας.
Και γίναμε εμείς οι ίδιοι οι παλιάτσοι και τα τέρατα του βασιλείου
του ζωικού.
Κοιτάζεις τη μέδουσα – διαφανή ολοσχερώς – και ξέρεις ότι
η επικάλυψή της είναι ολόκληρη η θάλασσα
κι ενίοτε κι ένας τεράστιος ωκεανός.
Η θάλασσα, πότε θα με επικαλύψει η θάλασσα,
η ενοχή μου τεράστια,
η ευθύνη μου απέραντη,
από τη σύλληψή μου την ίδια αρχίζει,
με τη γέννησή μου γιγαντώνεται,
με τη ζωή μου σαν σε συλλογικό ασυνείδητο απέραντη
γίνεται,
με τι να την καλύψω;
Τώρα μόνο καταλαβαίνω τι εστί η Τελική Επικάλυψη,
τη βλέπω απέναντί μου να έρχεται,
νοιώθω γι αυτήν τον απόλυτο έρωτα,
14 Φεβρουαρίου θα αρχίσει το Νέο Τέλος.
Γιατί πρώτος γενιέται ο χρόνος ένοχος, πριν από εμένα,
και αναγκάζει τα πάντα να αλλάζουν,
να τρέχουν προς τα εμπρός με τάση προς το ενδότερον.
Θα χυμήξει η φωτιά,
θα λειώσει η ύλη,
θα καλύψει τα πάντα,
θα εξατμιστεί το νερό,
Θα καλύψει τον ήλιο για πάντα,
θα βρέχει ο ουρανός για χίλια έτη,
θα καταλήξει το νερό,
να καλύψει εκ νέου την καινούρια επιφάνεια.
Κι όταν θα παγώσει ο ουρανός,
θα με καλύψει το χιόνι,
κι όταν θα σβήσει το φως,
θα με καλύψει το σκοτάδι,
θα σβήσει η ζωή,
Θα με καλύψει το χώμα,
θα κυλήσει ο ποταμός,
θα με παρασύρει με την επικάλυψή μου μαζί στην αιώνια
θάλασσα,
και
θα
είμαι
μια
μέδουσα
χωρίς
επικάλυψη
πια
-εγώ-
«όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε ένα μόριο νερού, σε μια
σταγόνα έρωτος διαφανούς»
Published on February 13, 2013 02:27
February 6, 2013
Νέες Οδηγίες # 154 Το Βρέφος του Νεποτισμού.
Η εποχή του βυζάγματος δεν τελειώνει ποτέ.
Χρόνια τώρα το βρέφος αυτό δεν μεγαλώνει.
Είναι μια υπόσχεση αρχαία που δεν εκπληρώνεται.
Είναι το παιδί του παιδιού του κάθε παιδιού που βαστάει γερά
τους χρυσούς μοχλούς.
Τους μοχλούς που κινούνε τα γρανάζια στο κέντρο της πόλης
σου.
Μην αγγίξεις αυτό το βρέφος ούτε το βράδυ
-μα ούτε και με το φως-
Γιατί η εποχή του γαλουχίσματος πάει παράλληλα σαν σκιά της
ιστορίας ανατολικά του ήλιου.
Μην χαιδέψεις το βρέφος ετούτο στα αραιά, ξανθά μαλλιά.
Γιατί ο πατέρας του πατέρα του κάθε πατέρα του
μπορεί να διατάξει τον αποκεφαλισμό σου.
-και θα το κάνει-
Χρόνια τώρα το βρέφος αυτό δεν κλαψουρίζει
και δεν σε κοιτάει με χαμόγελο ή δάκρυ,
μόνο ξορκίζει τα παιδάκια γύρω του να του χαρίζουνε
παιχνίδια πριν τα χαρούνε.
Είναι μια αλυσίδα που δεν σκουριάζει
γιατί ναρκωμένος την γυαλίζεις εσύ με λευκά πανιά και
μικρομεσαία ψηφοδέλτια.
Μην αντικρύζεις το βρέφος αυτό χωρίς γυαλιά,
κι αν δεν έχεις τρέξε μακριά,
-άλλαξε χώρα, πάρε τα βουνά-
Καθώς τα δημοκρατικά, τα βασιλικά και τα εκκλησιαστικά ποτέ
δεν σε αφορούσανε
κι ούτε ποτέ αυτό θα γίνει,
γιατί το βρέφος του Νεποτισμού γιγαντώνεται, χωρίς να
μεγαλώνει.
Published on February 06, 2013 14:13
February 4, 2013
(εκατόλεξο) - Το Ακαδημαϊκό Οξύ.
Μικρά τα έτη πλέον της
τελευταίας πολιτείας του κόσμου. Λύσσα ανεξιχνίαστη εναποτέθηκε στο στόμα των
ωρίμων ακαδημαικών. Νόσημα ανεξήγητα επικαθήμενο επί ευγλώττων κοιλοτήτων –
είπανε ετέροι πριν προσβληθούν - Το σάλιο των λυσσασμένων έξυπνο οξύ που
λειώνει τα πάντα. Ανεβαίνουν στα κτίρια, φτύνουν τους περαστικούς. Σημαδεύουν ταμπέλες
μονοδρόμων και φώτα τροχαίας παντού, όλα λειώνουν για να
γίνει κομφούζιο, πανωλεθρία να επέλθει. Ανοίγουν τις βιβλιοθήκες και
σαλιαρίζουν λαίμαργα επάνω στα βιβλία πηδώντας από ράφι σε ράφι. Μπαίνουν στα
σπίτια και φτύνουνε τους υπολογιστές σας. Αν μείνει κάτι από την πολιτεία
ετούτη, να ξέρετε οι επόμενοι τι να κτίζετε και τι να μη.
Published on February 04, 2013 12:31
January 26, 2013
Νέες Οδηγίες #153 Είμαι το Δέντρο – Οι Μάχες της Ενοχής και της Ανάγκης.
Είμαι το δέντρο που απέναντί του στάθηκες με το τσεκούρι
και με τη μηρυκαστική ματιά σου μέτρησες.
Μέτρησες χρόνια πάνω στη ροζαριασμένη φλούδα μου με δάκρυα
στα μάτια
μέτρησες χρήμα στις διαστάσεις του κορμού μου αγκαλιάζοντάς
με,
μέτρησες ζέστη στο τζάκι τη σφαγή μου φαντασιαζόμενος,
μέτρησες.
Και τι δεν μέτρησες.
Είμαι το δέντρο που υποσχέθηκες λίγο χρόνο να χαρίσεις, να
γίνω αιωνόβιο,
στο γύρισμα της χιλιετίας που με βρήκες γερασμένο,
που υποσχέθηκες σύμβολο να με κάνεις της ζωής με τα ποιήματά
σου,
που υποσχέθηκες να με ζωγραφίσεις στους πίνακές σου με
πουλιά,
που υποσχέθηκες.
Και τι δεν υποσχέθηκες.
Είμαι το δέντρο που μεγάλωσες για χρόνια στην αυλή σου με
αγάπη,
με μεγάλωνες με αγιασμένο νερό από την Ιερουσαλήμ,
με μεγάλωνες με λίπασμα απ’ τις καμήλες της ερήμου για ν’
αντέχω,
με μεγάλωνες με δάκρυ απ’ τους άδικους πόνους της ζωής σου,
με μεγάλωνες.
Και πώς δεν με μεγάλωνες.
Είμαι το δέντρο που πότιζε ο παππούς σου ο καπετάνιος όποτε
ξεμπάρκαρε,
που πότιζε ο πατέρας σου ο εργάτης στο εργοστάσιο φωταερίου
απ’ το υστέρημά του,
που ήθελες να πότιζε ο γιος σου,
που ήθελες να γράψεις επάνω μου το όνομά σου για τα
δισέγγονά σου,
-Μα άλλοι δεν ήθελαν-
Και με την πρώτη ανάγκη που σου επέβαλαν
βρήκαν τον τρόπο να σου μειώσουνε τα πάντα
και όσα δεν κατάφεραν σε πείσανε να τα κόψεις εσύ.
Και τώρα δεν είμαι το μολύβι που χαράσσει τη μοίρα ενός
δέντρου.
Και τώρα δεν είμαι το χαρτί που γράφεις το ποίημα ετούτο.
Και τώρα δεν είμαι το έπιπλο που ακουμπάς.
Και τώρα δεν είμαι η ψυχή που σε γυροφέρνει
και εσύ την ονομάζεις έμπνευση.
Γιατί είσαι ένας ψεύτης ποιητής
Και είμαι το
δέντρο.
Published on January 26, 2013 08:36
January 22, 2013
Νέες Οδηγίες #152 Ποίημα Ψηφιακό Ίσως Αν Γενώ.
Η οθόνη, αυτό το τετράγωνο,
νόμιζα στην αρχή πως ήτανε σελίδα,
δεν το ήξερα πως δεν ήτανε χαρτί.
Η οθόνη, σε αυτό το μηχάνημα,
που το ονομάσανε υπολογιστή,
η λάμψη σε αυτή την οθόνη,
ένοιωθα εκτεθειμένη.
Ένοιωθα γυμνή.
Και έλεγα στον εαυτό μου,
ποίημα είσαι, να είσαι γυμνή,
να είσαι έτοιμη.
Και άφηνα το χέρι του ελεύθερα να με αντιγράφει με το ‘copy – paste’
εδώ κι εκεί
στο ψηφιακό δίκτυο το κοινωνικό
όπως μου έλεγε κρυφά στ’ αφτί
για να με σαγηνεύσει,
να μη χαθώ,
να μη σβηστώ απ’ την οθόνη την μπαγάσικη.
Μα εγώ στα μέσα της διαδρομής
πεθύμησα το αληθινό χαρτί.
Να απλωθώ σε μία-δυο σελίδες,
το αληθινό μου μελάνι
να αερίσει η ζεστή αναπνοή ενός αναγνώστη.
Πεθύμησα τόσο πολύ το απαλό εκείνο χέρι της γριάς
που ανακάλυψε την ποίηση στα εβδομήντα
να με αγγίξει.
Ποθώ το δάκρυ του καρδιοκτυπημένου αγοριού που ερέθισα το
συμπαθητικό
να έτρεχε επάνω μου, σε κάποιες λέξεις,
πραγματικά να με ύγραινε,
και μια αιώνια κιτρινίλα να μου άφηνε,
και θα την έκανα εγώ ελπίδα.
Γιατί θα είχα εξώφυλο,
και ένα ωραιότατο εξώφυλλο,
- Αχ πόσο το επιθυμώ -
γιατί θα ανήκα σε ένα
βιβλίο.
Και έτσι θα είχα υφή,
να επανέρχεται,
να με ξαναδιαβάζει,
να θυμάται.
Σε ένα κλειστό, αδιαφανές
παράθυρο,
τέτοια δεν θα βρει.
Μα τίποτα απ’ όλα αυτά που έχω πεθυμήσει.
Παραμένω σα μαύρη κατάρα
εδώ.
Με ‘enter’ με
διαβάζουν και με ‘scroll’
κι ακούω κάποτε να λέει ο ένας στον άλλο
πάτα το ‘χι΄’ με το ‘cursor’ σου δεξιά επάνω,
‘it’s
just a poem’.
Είμαι απλά ένα ποίημα,
είναι αλήθεια.
Μα όταν ρέω ψηλαφιστά
σε κύμματα ψηφιακά,
όταν ψάχνω το σώμα μου τυπωμένο επάνω σε χαρτί
και δεν το βρίσκω,
μον΄’ βρίσκω τη ψυχή μου βιασμένη
με άγνωστα ψηφία,
το νόημά μου
υπερκαταναλανωμένο
σε άσχετες ιστοσελίδες
την ύπαρξή μου υπό
σοβαρή αμφισβήτηση,
υπό διαπραγμάτευση την προέλευσή και τον προορισμό μου,
τι ποίημα είμαι τότε εγώ;
Μα εγώ φταίω
που ήθελα να γίνω ‘Ποίημαν
Ψηφιακόν’,
η ‘εν πολλαίς αμαρτίαις
περιπεσούσα γυνή’,
για να γενώ γνωστή,
για να γενώ αρεστή.
Μα έγινα άγνωστη ακόμη πιο
πολύ
κι από την άδική μου ειμαρμένη
ασημία.
Κι από τ’ αδέλφια μου στα
παρατημένα ισχνά βιβλία,
έγινα ακόμη πιο βαρετή.
Δύσκολα διαβάζομαι,
εύκολα προσπεράσιμη
γιατί θέλησα να είμαι
παντού.
Και τώρα δεν είμαι πουθενά.
Η οθόνη, αυτό το
παραπλανητικό λευκό, λαμπρό τετράγωνο,
στους υπολογιστές του
κόσμου,
νόμιζα πως θα ήτανε βήμα,
κι αποτυπώθηκα αυτού,
και διαδικτυώθηκα.
Ήθελα κι εγώ λίγη
καινοτομία,
μα πόσο το μετάνοιωσα.
Πέθανε κι ο επινοητής του RSS.
Αυτοκτόνησε, έμαθα,
περίμενα πότε θα ανακάλυπτε
εκείνο το κουμπάκι
που αυτοκτονεί κανείς
διαδικτυακά,
με τον αντίθετο κι
αντίστροφο μηχανισμό του RSS
για να πάψω να παρακαλάω τα βιαστικά
μάτια
καρφωμένα στις λαμπρές
οθόνες,
αδιάβαστη.
Re Sy Stamata!
Ti diavazeis ekei?
Pata to ‘x’ me to ‘cursor’
sou deksia epano,
‘it’s just a poem!’
Published on January 22, 2013 00:48
January 14, 2013
"The unsuccessful authors should always forget the practi...
"The unsuccessful authors should always forget the practices and obtained knowledge implemented in every previous novel, so that they never repeat themselves. Style, however, should remain the same. I am glad I am still unsuccessful!" (Christos Rodoulla Tsiailis)
Published on January 14, 2013 01:05


