Christos R. Tsiailis's Blog, page 5
July 26, 2015
Ο Πάσσαλος
20,000 έτη μ.Χ. Μετά της εκρήξεις του αφρικανικού μάγματος ολόκληρη η επιφάνεια άμμου της Σαχάρας έχει πετροποιηθεί. Ένα ατελείωτο στρώμα συμπαγούς βασαλτίου την έχει μετατρέψει σε μια τεράστια σκουρόχρωμη πλατεία. Την μεγαλύτερη που έχει ποτέ δει η ανθρωπότητα. Μια πλατεία χωρίς διαζώματα, χωρίς περιορισμούς, καθαρή, αναμένει το πλήθος που θα της δώσει αξία, ζωή, και ταυτότητα.
Στα βόρεια και δυτικά ο Παγετώνας που έχει κατέβει από το Κιλιμάντζαρο και έχει καλύψει το υπόλοιπο 80% της Αφρικανικής Ηπείρου, δημιουργεί ένα παράξενο θέαμα, στους χάρτες που εκτυπώνονται εκ νέου ένα τεράστιο Γιν και Γιαν καλεί τους ανθρώπους από ολόκληρη την υφήλιο να μαζευτούνε στην πλατεία.
Ημέρα Κυριακή. Ψυχρό αεράκι από τον παγετώνα δροσίζει τα πλήθη. Ο βασάλτης απορροφάει την ακτινοβολία και είναι όλοι ευχαριστημένοι, σε αναμονή. Το μήνυμα έχει μεταδοθεί από τα μίντια απ’ άκρη σε άκρη της οικουμένης και τα πάντα είναι έτοιμα.
Στο μέσο της πλατείας ένας πανύψηλος πάσσαλος της Ηλεκτρικής. Τα ηλεκτροφόρα καλώδια χάνονται στον ορίζοντα, κανείς δεν γνωρίζει πού οδηγούνε. Ο άνεμος τα κουνάει ρυθμικά, δεξιά αριστερά, πάνω κάτω. Τα κεφάλια των ανθρώπων ακολουθάνε αυτή την κίνηση παθητικά. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να δούνε. Κάποιοι έχουν φέρει και τα σκυλιά τους, ένας ένα ψαράκι και μια κυρία ένα γκρίζο γατί. Γιατί είναι γκρίζο το γατάκι; Τη ρωτάει ένα κοριτσάκι από Αμερική μεριά μα η κυρία δεν απαντάει και γυρνάει το κεφάλι του γατιού της προς τον πάσσαλο. Ο κύριος με το ψαράκι το υψώνει ψηλά στον αέρα και κτυπάει το γυαλί με το δάκτυλο για να το έχει συνεχώς γυρισμένο προς τον πάσσαλο, να κοιτάει προς τα εκεί, να περιμένει. Οι σκύλοι από παντού μυρίζουν τον αέρα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Κάτι έρχεται.
Τι έρχεται και περιμένουμε εδώ από το πρωί, ρωτάει ένα αγόρι τον πατέρα του. Μα ο πατέρας του δεν του απαντάει και του πιάνει το κεφάλι για να το κρατήσει σταθερό για λίγο προς την κατεύθυνση του πασσάλου, όσο χρειάζεται για να μείνει το βλέμμα του αγοριού καρφωμένο εκεί.
Μια γριά επίμονα κρατάει το κεφάλι του συζύγου της να κοιτάει προς την ίδια κατεύθυνση. Ο γέρος είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος, ακουμπάει το κεφάλι πίσω και της λέει είμαι έτοιμος, κοιτάω, άσε με τώρα και συγκεντρώσου εσύ. Η γριά προσπαθεί να αφαιρέσει από το μυαλό της κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση από τα ευτυχισμένα τους χρόνια στην Ινδία και το Ιράκ, έχουν περάσει αυτά, κάτι καινούριο έρχεται, κάτι που ίσως τους αλλάξει τη μίζερη ζωή τους.
Καμιά δεκαριά ανέμελες νεαρές χορεύουν γύρω από μια φωτιά. Την έχουνε ανάψει για να προστατευτούν από το κρύο που έχει φέρει το σούρουπο. Πέντε εμπρός και πέντε πίσω, χορεύουν ασυνάρτητα, χωρίς μουσική, κρατώντας από τον ώμο η μια την άλλη. Ακολουθούν το ρυθμό των βημάτων τους που γεννάει συνεχώς νέες μουσικές, άλλες γνωστές, άλλες καινούριες. Ο χορός τους είναι έξαλλος. Μα όσο κι αν τις παρασύρει ο αυτοαναγεννόμενος ρυθμός, τα κεφάλια τους είναι στραμμένα προς τα εκεί που πρέπει. Γιατί κάτι έρχεται. Και θα έρθει σύντομα. Και δεν μπορούν να αγνοήσουν τον ερχομό του. Είναι έτοιμες από καιρό. Χωρίς πια σεξουαλικότητα. Χωρίς δεσμούς με τους ανθρώπους. Με στοχασμό. Και συναίνεση. Και απόλυτη αποδοχή.
Ξαφνικά η μάζα των ανθρώπων αρχίζει να πυκνώνει προς το κέντρο. Αρχικά σπρώχνει ευγενικά ο ένας τον άλλο, παρακινώντας για ικανή προσέγγιση. Οι πιο εύσωμοι νεαροί αρχίζουνε να γίνονται πιο επίμονοι όσο οι ηλικιωμένοι επιδεικνύουν μια λογική, βραδεία κίνηση, αποφεύγοντας την επαφή με τους εμπροσθότερους. Τα μικρά παιδάκια αρχίζουν να ασφυκτιούν και ζητάνε από τις μητέρες τους να τα ανεβάσουν στους ώμους τους. Οι πολύτεκνες οικογένειες αρχίζουν να ανησυχούνε ιδιαίτερα και οι μονογονιοί σύντομα αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο και επιδιώκουν συνεργασία για να σώσουν τα παιδιά τους.
Η πίεση προς το κέντρο αρχίζει να κάνει την κατάσταση αφόρηρη, ειδικά για τις πρώτες σειρές που κινδυνεύουν να ποδοπατηθούν. Ο βασάλτης αρχίζει να ραγίζει και ένας υπόκωφος κρότος απειλεί για υποκαθίζηση. Η κρυμμένη άμμος στα έγκατα της γης πιέζει να αναδυθεί. Αν την καταπιούνε όλα αυτά τα πεινασμένα στόματα θα είναι το τέλος τους κόσμου όπως τον γνωρίζουμε. Γιατί είναι όλοι εκεί πια. Δεν έχει μείνει κανένας πίσω. Αυτό που έρχεται έρχεται για όλους. Δεν υπάρχει εξαίρεση.
Όπως η μάζα αυτοσυμπιέζεται με τη δύναμη της ενδόκεντρου έλξης, σαν ένα αντίστροφο σύμπαν, τα στήθη των γυναικών πιέζονται στις πλάτες των ανίκανων μεσήλικων που ανεξήγητα αρχίζουν να έχουν στύση όπως ακουμπάνε στα οπίσθια των τραπεζιτών και των οικονομολόγων μπροστά τους που κι αυτοί με τη σειρά τους αρχίζουν να έχουνε στύση όπως ακουμπάνε στα οπίσθια της σειράς των πολιτικών που προλάβανε να τους ξεπεράσουνε, που κι αυτοί τώρα καβλώνουνε αγκαλιάζοντας τις εγκύους μπροστά τους προσπαθώντας να τις προστατέψουνε, σπρώχνοντας τις πλάτες των εργατών και των σοφών πιο μπροστά με τα μακριά τους τεντωμένα χέρια. Μα οι εργάτες και οι σοφοί δεν έχουνε καβλώσει. Στέκονται με δάκρυα ακριβώς μπροστά από τον πάσσαλο. Είναι η πρώτη σειρά που η ανθρωπότητα συνέταξε για εμπροσθοφυλακή. Γιατί μόνο αυτοί δήλωσαν ότι υποψιάζονται τι έρχεται. Μετά βίας σπρώχνουν προς τα πίσω για να κρατήσουνε απόσταστη ενός μέτρου από αυτόν. Για να μην πέσει, να μείνει όρθιος, να τον κοιτάνε όλοι, έτοιμος να φιλοξενήσει αυτό που έρχεται. Και ως απόσταση ασφαλείας.
Ξαφνικά ακούγεται ένα επιβλητικό φτερούγισμα από μακριά. Οι αναπνοές σταματάνε. Μια σκιά περνάει πάνω από τα ακινητοποιημένα κεφάλια. Είναι ένα φτερούγισμα γρήγορο, ρυθμικό, που όσο κοντεύει προς τον πάσσαλο αραιώνει. Πιάνει τα ρεύματα του αέρα και σιγά σιγά χαμηλώνει προς την κατεύθυνση που του δείχνουν τα βλέμματα.
Όλοι σταματάνε. Όλα παύουν να κουνιούνται. Η τάση του βασαλτίου χαλαρώνει. Οι φωτιές σβήνουν. Οι άνθρωποι σταματούν να σπρώχνουν. Ο αέρας δεν φυσάει πια στα μαλλιά τους. Το ψαράκι με ένα και μοναδικό φλουπ ανεβαίνει στην επιφάνεια και κοιτάει από μόνο του προς τον πάσσαλο. Είναι ο τελευταίος ήχος για ένα ολόκληρο λεπτό, σε μια ακτίνα πλήθους εκατό χιλιομέτρων, σαν μονόλεπτη σιγή εις αναμονή αυτού που έρχεται.
Όσα βλέμματα μπορούν θα καταφέρουν να δούνε την τόσο αναμενόμενη επικάθηση επί του πασσάλου, τη σωτηρία, την αμφιλεγόμενη ελπίδα της Νέας Τάξης Πραγμάτων που επιτέλους ήρθε
– είναι το λευκό κοράκι –
Κλείνει τα φτερά και σκύβει το κεφάλι προς τη μάζα. Με επιδέξιο τρόπο γυρνάει το σώμα αργά γύρω από τον πάσσαλο. Κοιτάει ένα-ένα τους ανθρώπους και τα ζώα διερευνητικά με γουρλωμένα μαύρα μάτια. Είναι η πρώτη επαφή.
Αυτή τη στιγμή κοιτάει εσένα στα μάτια. Σε παρακαλώ κλείσε τα αν μπορείς. Προσπάθησε - πριν φτάσει το βλέμμα του σ’ εμένα.
©Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
Published on July 26, 2015 02:48
June 25, 2015
Μαγιονέζα
Μαγιονέζα
---------------
Άνοιξε το καπάκι του σωληναρίου και άρχισε να του τοποθετεί προσεκτικά τη μαύρη κρέμα στις ανοικτές πληγές πάνω στην πλάτη, στους ώμους, στο μέτωπο. Αυτός κινόνταν αντιδραστικά δεξιά κι αριστερά από τον πόνο, προκαλώντας της σοβαρή αστοχία. Το μισό του σώμα κατέληξε άτσαλα μουντζουρωμένο με δακτυλιές, σαν παρατημένο τείχος όπου αντίθετες φατριές σβήνουν η μια τα συνθήματα της άλλης για δεκαετίες. Αλλά με την επιμονή της τις πληγές τις πέτυχε όλες –σχεδόν. Γιατί μόλις πήγε να του βάλει λίγη στο σημείο που άνοιξε κάτω από το χείλος του, της άρπαξε το χέρι.
«Ααχ.»
«Μα πρέπει, γιε μου, κάνε μια προσπάθεια...»
Την δάγκωσε ελαφρά για να τραβήξει το χέρι της. «Άλλαξε κάτι;»
«Όχι, αλλά να είσαι έτοιμος. Συντηρήσου. Θα αλλάξει ο νόμος, θα δεις. Με κάποιο τρόπο διατηρήσου.»
«Επειδή το θέλεις εσύ; Κι αν δεν το θέλω εγώ;» ψέλλισε πριν κλείσει τα κουρασμένα του μάτια.
Η μάνα του σηκώθηκε. Έκλεισε το καπάκι από το σωληνάριο και γύρισε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Ξανάνοιξε το καπάκι και με την άκρη των δακτύλων της του έβαλε λίγη κρέμα ανάμεσα στα χείλη. Έτρεξε μετά προς την έξοδο του κελιού. Οι πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Δεν φόραγε το βραχιόλι.
Πέρασε ένα σαββατοκύριακο και τρεις καθημερινές πριν ξανάρθει. Ο Σωκράτης την περίμενε με αγωνία. Δεν της το έδειχνε, αλλά η παρουσία της του ήταν απαραίτητη. Του ανακούφιζε τον αβάσταχτο πόνο στα κόκκαλα. Τον έτρεφε η αναπνοή της, τον δρόσιζε η φωνή της γεμάτη αγάπη, κι ας την απόπαιρνε αυτός με κάθε ευκαιρία.
Ήταν κι αυτή η κρέμα που του έβαζε, σαν μικρό θαύμα σταματούσε τη φαγούρα στις πληγές του, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο σίγηζε και την καταταραμμένη την καούρα στο στομάχι του. Του είχε πει ο γιατρός ότι τα εσωτερικά του όργανα θα άρχιζαν πια, μετά από τρεις μήνες, να ατροφούν, ο οργανισμός του θα κατανάλωνε λαίμαργα από τους μύες του και από τους ιστούς του όλο το οργανικό υλικό. Μα δεν τον ένοιαζε. Αν έξω δεν έφευγε από την εξουσία ο σατράπης που τους έκανε όλους ίσους και κατώτερους των υπολοίπων μισών, δύο μόνο τάξεις, εργάτες και προύχοντες, πλουσιότατοι και φτωχότατοι, πεινασμένοι και παραταϊσμένοι, δεν θα σταματούσε αυτή την απεργία. Οι φίλοι του ήταν έξω με τα πλακάτ και έτρωγαν ξύλο από την αστυνομία και το στρατό, τον γιο του τον έπιασε η γυναίκα του και πήγανε Αγγλία για να σωθούνε. Μα αυτός βρήκε το δικό του αγώνα.
«Η Νεφέλη; Ο Λένος; Κανένα νέο;»
«Τίποτα, γιε μου,» είπε ήσυχα η μάνα του σαν έβαζε στη μεγάλη πληγή στο μηρό του τη μαύρη κρέμα.
«Αααχ!»
«Άσε να καταλαγιάσει η εξέγερση, να σταματήσετε κι εσείς την απεργία πείνας... Μην τους συλλάβουν κι αυτούς.»
«Πρόσεξε.»
«Τι; Σε πόνεσα;»
«Πρόσεξε τη σιγουριά σου. Δεν θα σταματήσω.»
Ο Σωκράτης έκλεισε τα μάτια του και του ακούμπησε το κεφάλι στο σκληρό μαξιλάρι προς τα πίσω. Έπιασε ένα κομμάτι πανί και το βούτηξε στην κούπα με το νερό και άρχισε να μαζεύει από το σώμα του τα απομεινάρια της κρέμας που δεν πήγαν στις πληγές. Έσφιξε λίγο το πανί για να αναμειχθεί η κρέμα με το νερό και μετά, σταγόνα-σταγόνα, του έσταξε το μαύρο νερό στα χείλη. Πολύ αργά, μην την καταλάβει. Σηκώθηκε γρήγορα, έκλεισε το καπάκι του σωληναρίου και έτρεξε να φύγει. Σταμάτησε απότομα και στράφηκε πίσω. Ξέχασε να πάρει το πανί μαζί της.
Την ερχόμενη εβδομάδα αποφάσισε να πάει πιο πρωί. Να τον προλάβει πριν κατουρήσει. Ήθελε να πάρει κρυφά δείγμα από τα ούρα του, να τα πάει σε ένα γιατρό φίλο τους έξω – εκείνος της το είχε εισηγηθεί – για να δούνε την κατάστασή του. Δεν θα άφηνε το παιδί της να αυτοκτονήσει για μια ιδέα. Ας τον σκότωνε ένας αστυνομικός εκεί έξω – ας τον δολοφονούσε το σύστημα το ίδιο. Μα να θέλει ο ίδιος να θέσει εαυτόν προς θάνατο; Τι θα άλλαζε; Δεν θα το επέτρεπε.
«Κατούρα μου λίγο εδώ.»
«Τι λες βρε μάνα; Τι είναι αυτό το μπουκαλάκι; Έγινες και νοσοκόμα τους τώρα; Με παρακολουθείς; Έγινες σπιούνα της εξουσίας; Πιονάκι του καπιταλισμού; Βγες απ’ αυτή την παρτίδα, βρεεεε! Θα σε φάνε τα άλογα κι οι πύργοι σε τρεις κινήσεις ματ, βρε! Ξύπνα!»
«Τέλειωσες, Σωκρατάκο μου; Μπράβο. Ωραία. Τώρα κατούρα μου εδώ. Θα τα πάω στον Σούρελη, να τα αναλύσει.»
«Τον γιατρό; Γιατί; Τι πιστεύεις; Ότι μας κοροϊδεύουν εδώ; Για να πούνε τι; Ούτε τρώω, ούτε πίνω, έχω παραδοθεί. Τελεία. Ότι κι αν πει ο κάθε γιατρός, η μάχη μου είναι μία. Και δεν θα αλλάξει. Βρες ένα τροπο να επικοινωνήσεις με το Λένο. Πες του να έρθει πίσω. Να με προλάβει.»
«Κατούρα.»
«Εντάξει. Για σένα. Για να καταλάβεις επιτέλους ότι τελειώνω. Μπορώ να τελειώσω.»
Φύλαξε το μπουκαλάκι στο βρακί της χωρίς να τον ντραπεί. Του έβαλε κρέμα βιαστικά και έφυγε.
***
Ξαναήρθε μετά από δεκαπέντε μέρες. Άρχισε αμήχανα να του βάζει την κρέμα. Ο Σωκράτης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Μητέρα, να σε ρωτήσω κάτι;»
Η μητέρα του δεν του απάντησε. Έσφιγγε τα χείλη της με αγωνία μην μιλήσει.
«Τι κρέμα είναι αυτή;»
Δυστυχώς, η ερώτησή του ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε. Ήταν έτοιμη. «Δεν ξέρω ακριβώς, την παίρνω από το φαρμακείο, είναι πολύ καλή φαίνεται, οι πληγές σου σιγά-σιγά κλείνουν.»
«Μάνα, τι κρέμα είναι;»
«Γιατί βρε Σωκράτη μου επιμένεις; Αφού σου είπα!»
«Σταμάτησα να πεινάω και η κατάστασή μου δεν επιδεινώνεται. Ο Γιατρός ψιθυρίζει με τους άλλους για θαύμα.»
«Αλήθεια;»
«Μάνα, δεν πιστεύω να μου κάνεις καμιά χαλάστρα, έτσι;»
«Τι εννοείς;»
«Φέρτο εδώ.»
«Ποιο;»
Ο Σωκράτης με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκε απότομα για να την προλάβει πριν τρέξει και άρπαξε το σωληνάριο. Έβαλε την αδύναμή του γλώσσα στο στόμιο και ζούληξε για να βγει λίγο και να γευτεί.
«Γιατί δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό; Γιατί δεν έπιασα λίγη απ’ τις πληγές μου να τη γευτώ; Να σε σταματήσω;»
«Ποια;»
«Τη μαγιονέζα, γαμώτο! Τη μαγιονέζα με το κάρβουνο! Με τάιζες όλο αυτό τον καιρό! Μου χάλασες όλο τον αγώνα, πουτάνα! Φύγε! Χάσου να μην σε ξαναδώ!»
Ο Σωκράτης σωριάστηκε στο λερωμένο πάτωμα.
«Γιε μου! Ηρέμησε! Θα πέθαινες αν δεν σε τάιζα με κάποιο τρόπο!»
«Και σένα τι σε νοιάζει, βρε σκύλλα! Που πας και γαμιέσαι με το γιατρό και τον παρακαλάς να σε βοηθήσει! Και μου φέρνεις μυστικά εδώ μέσα το ένα αντικείμενο που θα χαρακτήριζε πιο καλά από ό,τιδήποτε άλλο το τέρας του καπιταλισμού! Τη μαγιονέζα! Την κρέμα που βάζεις σε όλα τα κωλοφάγια των πολυεθνικών και τους δίνεις γεύση! Την κρέμα με τα συντηρητικά που ξαναζωντανεύουν ελέφαντα κι αν δεν το θέλει! Μαύρη, μεταμφιεσμένη μαγιονέζα! Φύγε, γιατί θα σε αρπάξω από το λαιμό και θα μου φταίξεις πιο πολύ κι από το σύστημα, καταραμμένη! Εσύ φταις για όλα! Εσύ τους ψήφισες! Που σου υποσχέθηκαν μια καλύτερη ζωή! Ηλίθια! Ανόητη!»
Κι όσο φώναζε στο παραλήρημά του ο Σωκράτης ξαπλωμένος στο πάτωμα, αυτή τον είχε αγκαλιάσει και τον τάιζε λίγο-λίγο τη μαγιονέζα ανάμεσα στις βρισιές του.
«Έφτασα με τη μαγιονέζα στα όργανά σου όλα, μα στην καρδιά σου δεν τα κατάφερα. Είναι αδύναμη, γι’ αυτό δεν σου είπα τίποτα. Μην πάθεις κανένα καρδιακό επεισόδιο έτσι ξαφνικά. Τώρα που όλα τελείωσαν. Όμως τώρα που ξέσπασες ξέρω ότι είσαι πιο δυνατός.»
«Τι δεν μου είπες, μάνα; Τι τελείωσε;»
«Έξω περιμένει η Νεφέλη κι ο Λένος. Η κυβέρνηση έπεσε πριν δυο μέρες. Όλοι οι αστυνομικοί έφυγαν αλλά άφησαν ασφάλεια έξω και δεν μας άφηναν να μπούμε. Τους σκοτώσαμε όλοι οι συγγενείς σας μαζί πριν λίγο. Έλα, σήκω, πάμε, τουλάχιστον θα πας χορτάτος στο παιδί σου. Έλα, θα σε τυλίξω με το σεντόνι, μην σε δει σαν φάντασμα που κατάντησες.»
«Συγ.../»
«Όχι, μην ζητήσεις συγνώμη. Θα μου χαλάσεις το δικό μου αγώνα. Στάσου μόνος σου, να σε τυλίξω, δεν μπορώ να σε σηκώσω.»
«Όχι, άσε, έτσι να με δει, οι καλές και οι κακές μέρες εναλλάσονται αιώνια, ποτέ δεν ξέρεις τι συνταγή θα πρέπει να σκαρφιστείς στο μέλλον για τον Λένο.»
© Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
Published on June 25, 2015 00:24
March 29, 2015
Το Αυγό Του Παπαγάλου
Ο Γκαβέλας κοίταζε στο κλουβί της Μπεμπέ για χρόνια κρυφά από αυτή. Κοίταζε όποτε η Μπεμπέ έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση τα σποράκια της – ποτέ δεν της έδινε σοκολάτα, γιατί διάβασε κάπου ότι σκοτώνει.
Έβαζε το τριχωτό του χέρι μέσα στη φωλιά με τα άχυρα που της είχε φτιάξει όταν την είχε πρωτοαγοράσει από την Κυρία Μπατάλ, που απογοητευμένη ήθελε να την πουλήσει στον πρώτο λαχόντα γιατί, «δεν ξεγώ τι πγεπεί να κανώ, δεν κάνει αυγό, δεν θα έχω απογονούς, ίσως δεν μπογώ τελικά να κανώ κάτι, πάγτην, ίσως μαζί σου να αλλαξεί η τύχη της. Νες πα;» Θυμότανε τα λόγια της που του αράδιασε με γαλλική προφορά κάθε φορά που έβγαζε το χέρι από την άδεια φωλιά, απογοητευμένος. Ήξερε ότι έπρεπε να δώσει αυτός τη μάχη. Καθάριζε το χέρι του το λερωμένο με τα σκατωμένα άχυρα και τα μισά πέφτανε χάμω. Τα μάζευε βιαστικά με λίγο χαρτί που είχε εκεί πρόχειρα, γιατί δεν έπρεπε να δει η Μπεμπέ τι συμβαίνει, δεν έκανε να ξέρει ότι την παρακολουθεί, γιατί το αυγό μετά δεν θα άξιζε, ο Γκαβέλας δεν ήθελε χάρες. Μόλις τελείωνε το μάζεμα κάθε φορά άκουγε από το σαλόνι την Μπεμπέ επανειλημμένα να φωνάζει το όνομά της και ήξερε ότι ήτανε ώρα να τη βάλει για ύπνο.
8:13 μ.μ. Πάντα την ίδια ώρα. Ευτυχώς. Ήταν η ώρα που άρχιζαν οι ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση. Ίσως δεν άρεσαν στην Μπεμπέ οι ειδήσεις. Ίσως καταλάβαινε τι έβλεπε και δεν ήθελε. Στους δρόμους οι διαδηλωτές την ενοχλούσαν, οι πολιτικοί ακούγονταν σαν παπαγάλοι, συνεχώς να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, θα τα βαρέθηκε όλα.
Το κλουβί το διάλεξε αυτός για την Μπεμπέ γιατί ήξερε ότι έπρεπε να αλλάξει το περιβάλλον της. Την έπαιρνε στο δωμάτιο αμέσως και τη φιλούσε στο ράμφος λέγοντας της πόσο την αγαπάει. Στους πράσινους τοίχους στο δωμάτιο δεν έβαλε αφίσες και τον καναπέ-κρεβάτι τον είχε πάντα κλειστό. Την άφηνε ήσυχη πάντα ως τις 10:00 ακριβώς κάθε πρωί που την ξύπναγε για το πρωινό της στην βεράντα, για να πάρει και λίγο ήλιο στο υπέροχο γκρίζο της φτέρωμα. Να παράξει βιταμίνη Ντι. Να της δώσει κι αυτός κρυφά στο φαγητό της λίγη Μπι, και λίγη Έψιλον, μπας και αλλάξει το παραγωγικό της. Γιατί πραγματικά την ήθελε να κάνει ένα αυγό. Για τους δυο τους.
Αυτή την Κυριακή κτύπησε η πόρτα γύρω στις 9:55 το πρωί. Ο Γκαβέλας, φορώντας ανάποδα τη γαλάζια νυχτικιά του άνοιξε την πόρτα διστακτικά. Ο Γκαβέλας στάθηκε εμβρόντητος. «Τ-τι θ-θέλεις;» ψέλλισε μόνο και πήγε να κλείσει την πόρτα στα μούτρα του ανεπιθύμητου επισκέπτη. Ο επισκέπτης έβαλε το πόδι του στον παραστατό και συγκράτησε την πόρτα. Ο Γκαβέλας άνοιξε ξανά, με λιγότερες μοίρες γωνίας αυτή τη φορά.
Του πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.
Ήταν ο Αλέξης.
Ο Αλέξης στο σπίτι του, δυο χρόνια ολόκληρα μετά που τον είχε εγκαταλείψει.
«Γιατί είσ’ εδώ; Είναι κι αυτή εδώ. Δεν έφυγε.» Ο Γκαβέλας ήξερε πολύ καλά τι του είπε. Ήταν μόνο λίγους μήνες πριν φύγει ο Αλέξης που είχε πάρει την Μπεμπέ. Είχε πάθει τόσο κόλλημα μαζί της. που της έδινε όλη τη σημασία, και ανέπτυξε την ψύχωση με το αυγό και έγραφε κανονικά τον Αλέξη. Αυτός φαίνεται δεν άντεξε τον ανταγωνισμό και τον εγκατέλειψε χωρίς μια κουβέντα, ένα φιλί. Μόνο ένα σημείωμα του είχε αφήσει, τι σημείωμα δηλαδή; Μια φρασούλα ήτανε. «Ποτέ μην της δώσεις σοκολάτα».
Έσκυψε το κεφάλι στο πλάι και κοίταξε τον Αλέξη λίγο πιο διεξοδικά από κάτω στο λασπωμένο παπούτσι ως πάνω στο κεφάλι. Ήταν γεμάτος με άχυρα.
Πρέπει να ξυπνήσω την Μπεμπέ!
Ξαφνικά ο Αλέξης άνοιξε τη χούφτα του. Του αποκάλυψε τα σπασμένα τσόφλια ενός αυγού. Χαμογέλασε. Από πίσω εμφανίστηκε η Κυρία Μπατάλ, κι αυτή χαρούμενη.
Ήταν ήδη 10:20. Για πρώτη φορά την είχε βγάλει από το πρόγραμμα και άργησε να την ξυπνήσει.
Η νυχτικιά του Γκαβέλα άνοιξε. Μέσα γυμνός, κοίταξε το σώμα του για πρώτη φορά στο φως της ημέρας. Ήταν κι ο ίδιος γεμάτος άχυρα.
Μέσα από το δωμάτιο η Μπεμπέ άρχισε να κακαρίζει σαν κότα, ξέρεις, όταν κάνει αυγό.
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on March 29, 2015 23:45
February 26, 2015
Πεζογράφημα ΣΤΡΕΙΔΙΑ του ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ - διασκευή σε θέατρο από Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης (απόσπασμα)
ΣΤΡΕΙΔΙΑ του Άντον Τσέχωφ
(Διασκευή για θέατρο Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης)
Σκηνή 2:
Χώρος:
Το Υπνοδωμάτιο φτωχικό. Μούχλα. Τα αντικείμενα ένδυσης του πατέρα στο πάτωμα.
Πρόσωπα:
Πατέρας
Γιος (μεγάλος σε ηλικία, από 30 ως 40)
(το φως πάνω στο κρεβάτι του γιου ανάβει. Τλειστό το φως επάνω στο ερμάρι.)
Γιος: Είσαι σκληρή, κουβέρτα, πολύ σκληρή, αλλά θα σε νικήσω.
(αρχίζει να σπρώχνει και να παλεύει και να κλωτσάει την κουβέρτα με ένα τρόπο δυναμικό αλλά συνάμα και κωμικό, βγάζοντας κραυγές.)
Γιος: Αααααχ, άνοιξε, γγκκκκκρρρρ, ΑΦΗΣΕ ΜΕ!
Άφησέ με, σου λέω! Δεν θα με κλείσεις εσύ μαζί με τον πυρετό κι αυτή την καταραμένη τη Φάμες! (φωνάζει άγρια) ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΚΥΝΗΓΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕ ΠΙΑΝΕΙΣ! ΔΕΝ ΜΕ ΣΚΛΑΒΩΝΕΙΣ!!!
(καταφέρνει να φύγει από επάνω του την κουβέρτα και σηκώνεται.)
(στέκεται λίγο για να συνηθίσει τη μορφή του το κοινό.)
Γιος: (απευθύνεται προς το κοινό) Όχι, δεν είμαι πια μικρός. Πώς με βλέπετε, αγαπητή; Δεν είμαι οκτώ χρόνων. Εσύ πόσων χρόνων είσαι; Πόσων χρόνων είσαι στα όνειρά σου; Εσύ, αγαπημένε παππού; (γυρνάει προς οποιονδήποτε ηλικιωμένο) Ε; Πόσων χρόνων είσαι στους εφιάλτες σου; Δεν είμαι οκτώ χρόνων, αλλά ούτε και μεγάλωσα. Είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από εκείνη την καταραμμένη μέρα που μπαστακώθηκα κάτω από εκείνη την κουβέρτα. Και την ξαναζώ κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ... Ελάτε μαζί μου, θα καταλάβετε τι έγινε εκείνη την ημέρα... είμαι σίγουρος πως θα καταλάβετε... Θέλετε να καταλάβετε, έτσι; Μην ανησυχείτε, ψέματα έλεγα στον πατέρα μου, δεν θα μπει η Μόσχα ολόκληρη από το παράθυρο εκείνο. θα σας προστατεύσω! (γελάει κοροϊδευτικά) Αχχχχαααχαχαχααα
(ήχοι κεραυνών και έντονης βροχής, το φως στη σκηνή χαμηλώνει και ο φωτισμός συγκεντρώνεται στον τοίχο που είναι κρεμασμένη η η μουντζουρωμένη ταμπέλα. Ο γιος πηγαίνει κοντά στον τοίχο όπου είναι κρεμμασμένη και την κοιτάει διερευνητικά.)
Γιος: Αυτή την ταμπέλα μια μέρα θα την πλύνω. Ξέρω ότι κρύβει κάτι πολύ σημαντικό από κάτω. Κάτι γράφει. Αλλιώς δεν θα την έβαζα εκεί! (Προχωράει προς το κοινό) Γιατί να το ξέρετε, εγώ την έβαλα εκεί, αλλά δεν θυμάμαι πότε. Και δεν θυμάμαι γιατί. Εσύ, βρε φίλε (κοντεύει τον νεαρότερο θεατή που μπορεί να διακρίνει) θα μπορούσες να θυμηθείς; Αν έπασχες από Φάμεν, και οι γιατροί σε διώχνανε γιατί δεν έχουν θεραπεία, θα θυμόσουνα; Ε; Άσε, μην απαντάς, θα το λύσω μόνος μου!
(Γυρνάει και τρέχει προς τον τοίχο και κατεβάζει την ταμπέλα.)
Γιος: (προς την ταμπέλα) Να, σε έπιασα. Τώρα θα μου μιλήσεις.
(Τοποθετεί την ταμπέλα στην σκάφη και αρχίζει να την τρίβει).
Γιος: (καθώς τρίβει με μανία) Τι κρύβεις; Ε; (συλλαβίζει αργά) Εστ..../ τόρ..../ Στρ... Στρ... Να! Σε ξέπλυνα!
(Τρέχει στο κρεβάτι, όπου το φως παραμένει αμυδρό και στεγνώνει την ταμπέλα με την άκρη της κουβέρτας χωρίς να την κουνάει.)
(Έρχεται μπροστά και γυρνάει την ταμπέλα προς το κοινό.)
(Στην πρώτη γραμμή γράφει ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ και στη δεύτερη ΣΤΡΕΙΔΙΑ. Την γυρνάει για να τη δει όλο το ακροατήριο. Αν είναι μεγάλο ακροατήριο την διαβάζει.)
(Ο γιος κάθεται σταυροπόδι μπροστά στη σκηνή και τοποθετεί την ταμπέλα απέναντι του και της μιλάει.)
Γιος: Ω, μα παίζεις μαζί μου, καημένη ταμπέλα; Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι σκάκι; Εγώ δεν παίζω! Σ’ έπιασα! Τώρα ξέρω τι γράφεις! Και ... γαμώτο, πάλι ξεχνάω ΤΙ ΕΙΝΑΙ αυτό που γράφεις! Ξανά το ίδιο! Πάλι από την αρχή!
(Σηκώνεται και γυρνάει προς το κοινό)
Γιος: Είμαι οκτώ χρόνων και τριών μηνών ακριβώς και δεν έχω ακούσει ούτε μια φορά ως τώρα να λένε αυτή τη λέξη! Τι θέλει να πει; Μήπως είναι το όνομα του ιδιοκτήτη του εστιατορίου; Μα τα ονόματα τους οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών τα βάζουν στις πόρτες και όχι στους τοίχους!
(Το φως πάνω από το ερμάρι ανάβει. Το φως στη σκάφη και στο κρεβάτι παραμένουν αναμμένα. Ο γιος πλησιάζει το ερμάρι και στέκεται μπροστά του με την ταμπέλα στη μασχάλη.)
Γιος: Μπαμπά, τι θέλει να πει η λέξη ‘στρείδια’;
(παύση)
Γιος: Πατέρα, ξέρω ότι είσαι εκεί, τι θα πει η λέξη ‘στρείδια’;
Πατέρας: (χωρίς να ανοίγει το ερμάρι) Μα, παιδί μου, το στρείδι είναι ένα ζώο που ζει μες τη θάλασσα.
Γιος: Ααα, είναι δηλαδή, κάτι μεταξύ ψαριού και αστακού. Αφού λοιπόν είναι θαλασσινό ζώο, θα κάνουν βέβαια απ’ αυτό ψαρόσουπα.
(πλησιάζει τη σκάφη και αρχίζει να προσποιείται ότι βάζει μέσα τα υλικά που αναφέρει στη συνέχεια.)
Γιος: Ψαρόσουπα όμορφη και ζεστή, με πιπέρι κόκκινο και φύλλα δάφνης.
(Γυρνάει προς το κοινό)
Γιος: Θα θέλατε, πεινασμένε μου κύριε, λίγη ψαροσουπα; Μόλις την έφτιαξα, με στρείδια είναι!
(μικρή παύση)
Γιος: Μπορεί πάλι αυτό το ζώο της θάλασσας να το τρώνε με σάλτσα, όπως τους αστακούς, ή ακόμα, θα το σερβίρουν κρύο μαζί με τυρί ροκφόρ! Τα φέρνουν τα στρείδια αυτά που λες, από την αγορά στα εστιατόρια, τα καθαρίζουν γρήγορα- γρήγορα και τα πετάνε (πάει ξανά πίσω στη σκάφη) γρήγορα-γρήγορα πάλι μέσα στην κατσαρόλα.
Ναι! Γρήγορα-γρήγορα, όλα αυτά γίνονται γρήγορα γιατί όλος ο κόσμος πεινάει φριχτά! Αχ, τι ωραία η μυρωδιά της σούπας που έφτιαξα! Μου γαργαλίζει τον ουρανίσκο, τα ρουθούνια! Θέλω να τη φάω!
(ο γιος αρχίζει να μασάει και να πιπιλίζει τα δάκτυλά του. Σκύβει στο παλτό και πιάνει το μανίκι του.)
Γιος: Πατέρα, πώς μαγειρεύονται τα στρείδια;
Πατέρας: (το ερμάρι κλειστό) Τα τρώνε ζωντανά...έχουν κι αυτά ένα όστρακο, σαν τις χελώνες, ένα κογχύλι, όπως το λένε, χωρισμένο όμως στα δυο.
Γιος: (δυνατά και με γουρλωμένα μάτια) Τι φρίκη, τι φρίκη!
(παύση)
(ο γιος πάει και ρίχνει κάτω τη σκάφη με θυμό και περιχύνεται το νερό στη σκηνή)
Γιος: Δηλαδή το στρείδι είναι ένα ζώο, ένα ζώο που μοιάζει με βάτραχο, ένα βάτραχο κλεισμένο σε ένα κοχύλι, που κοιτάει με μεγάλα αστραφτερά μάτια και που σαλεύει αδιάκοπα τα αποκρουστικά σαγόνια του! (κάνει με τα χέρια του τα σαγόνια)
Πατέρας: (μέσα από το ερμάρι) Μην κινείσαι πολύ, γιε μου, μην αναπνέεις, θα σε ρίξει πολύ η Φάμεν και ο πυρετός και δεν θα αντέξεις...
Γιος: (Θυμωμένα) ΠΑΨΕ! ΠΑΨΕ ΠΙΑ! ΣΤΑΜΑΤΑ!
- Τέλος Σκηνής -
Published on February 26, 2015 00:19
February 14, 2015
Δίδυμες στα Σκοτεινά – Επαναδιαπραγμάτευση.
Ξαφνικά έσβησε το φως παντού, σε όλη την υφήλιο, μέσα και έξω από τα σπίτια, στα δάση, στις ερήμους, στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Απόλυτο σκοτάδι κάλυψε την κάθε επιφάνεια, στους βυθούς των ωκεανών και στα υψήπεδα των μεγάλων οροσειρών.Μέρα και νύχτα πια δεν ξεχώριζε στη γη. Στην αρχή όλοι νομίσανε πως θα κρατήσει μόνο μερικές ώρες αυτή η παράξενη εξέλιξη. Και μετά θα ήταν όλα εντάξει. Θα ερχότανε το φως. Αυτό επιθυμούσαν οι άνθρωποι. Μα τώρα έβλεπαν μόνο το σκοτάδι. Δεν φοβήθηκαν. Σε λίγο θα διαλυόταν και θα συνέχιζαν κανονικά.
Την έβδομη ώρα σε ένα ραδιόφωνο, μία ανακοίνωση άρχισε να ακούγεται από ένα μπαλκόνι απέναντι από τη Βιενέζικη λαϊκή αγορά παρά το Δούναβη. Μια γλυκιά γυναικεία φωνή επαναλάμβανε:
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΨΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΑΣ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ.»
Έπειτα συνέχισε να παίζει συνεχώς η ίδια ανακοίνωση. Μέχρι να ακούσουνε όλοι. Ανεξαιρέτως.
Μα οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι έλεγε η ανακοίνωση. Γιατί όντως έξω υπήρχε φως και όλα τα ζώα και τα φυτά απολάμβαναν μια υπέροχη λιακάδα. Οι άνθρωποι όμως βίωσαν εκείνη τη στιγμή που το σκοτάδει ξεκίνησε, μια τεράστια έκρηξη μέσα τους και το σκοτάδι τους κατακερμάτισε τη νόηση και τους αφαίρεσε όλα τα συναισθήματα και τη λογική. Γιατί ήταν η εποχή του πνευματικού σκοταδισμού. Κοντά, πολύ κοντά στο τέλος.
Οι ώρες στο σκοτάδι έγιναν ημέρες και ο πανικός έγινε μανία. Όλοι σιγά-σιγά έχασαν σχεδόν εντελώς τη μνήμη τους, που περιορίστηκε πια μόνο στην επαγγελματική και κοινωνική τους ταυτοποίηση. Οι άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη πλέον θυμόντουσαν μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματός τους, και κάποια από τα ονόματα των μελών των οικογενειών τους, των συντρόφων ή των φίλων τους. Τίποτα άλλο. Ούτε και το πού βρισκόντουσαν δεν μπορούσαν πια να ανακαλέσουν.
***
Πρώτοι πεθάνανε οι τυφλοί σε όλη την υφήλιο. Γιατί τολμήσανε με έπαρση να θεωρήσουνε πως οι ίδιοι θα δείχνανε το δρόμο. Μα δεν κατάλαβαν πως η γη που πατούσανε πια δεν ήταν η ίδια και το μυαλό τους πλέον δεν ήξερε τα βήματα για να μετρήσουν. Και καταποντιστήκανε στις γέφυρες, πέσανε στους κρημνούς και ψηλά από τις βεράντες και τις ταράτσες των ανενοικίαστων διαμερισμάτων, και καταπλακώθηκαν από τους τοίχους που σπρώχνανε από την άλλη πλευρά οι έχοντες την όραση μα ουχί την όψη.
Κι αφού τραγικά εξαλείφθηκε όλη η ομάδα αυτών που δεν θα βλέπανε έτσι κι αλλιώς αν έπεφτε πραγματικό σκοτάδι επί γης, έμειναν όσοι δεν θα βλέπανε το έρεβος αν επέπεφτε Κόλαση επί των πάντων.
Κατά τη δεύτερη ημέρα, όλοι οι πληθυσμοί της γης απεγνωσμένα έτρεχαν στους δρόμους και κτυπούσανε στους ανελέητους τοίχους, καρφώνονταν στα κοφτερά κλαδιά των χαμηλών πεύκων και των ελαιόδεντρων, έπεφταν στα βαθιά χαντάκια και στους κρημνούς. Γέμιζαν τις επιφάνειες με κόκκινες κηλίδες από το αίμα τους, μα δεν υπήρχε κανείς άλλος για τους δει και να τους σταματήσει.
Τα παγωμένα νερά των λειωμένων πόλων και των κορυφών των οροσειρών ξεχύλισαν τους γνωστούς και τους μπαζωμένους ποταμούς της Αμερικής, της Ασίας και τις Ευρώπης ψηλά, και κατά εκατομμύρια ξέβραζαν τα πτώματα στον Ινδικό, στον Ατλαντικό, στον Ειρηνικό, στη Νεκρά Θάλασσα και στη Μεσόγειο. Και από το Νότιο ημισφαίριο η Ανταρκτική έπνιξε στη λιγοστή ξηρά και στα νησιά της Ωκεανίας, τους απογόνους των Άγγλων, τους παροίκους και τους ιθαγενείς. Και με τους ανέμους και τα κύμματα και τους τυφώνες και τους Μουσώνες σπρώχνονταν τα πτώματα μαζικά προς τις ερήμους της ζώνης του τροπικού του Αιγόκερω και του Καρκίνου, συνεχώς προς το κέντρο, για να μαζευτούν όλα στον Ισημερινό για την τελική καύση.
Οι συσκευές μέσα στα σπίτια δεν σταμάταγαν να λειτουργούν. Οι οικοκυρές τρομαγμένες με τα παιδιά τους κρύβονταν μέσα στα πλυντήρια, στα στεγνωτήρια, στους φούρνους και πέθαιναν φωνάζοντας τα ονόματα των συζύγων τους. Μα ο Λάρρυ, ο Φρανσουά, ο Μάρκο, ο Οδυσσέας, ο Μαλού και όλοι οι σύζυγοι τρακάρανε θανάσιμα ο ένας τον άλλο με τα αυτοκίνητά τους στις κοινές Λεωφόρους στα σύνορα των χαρτών.
Στα νοσοκομεία και στις κλινικές οι ασθενείς, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι κατάπιναν τα χάπια και αλληλοκαρφώνονταν με τις ενέσεις και τα εμβόλια και τυλίγονταν με τους επιδέσμους για να αποβάλουν από μέσα τους το αβάστακτο σκοτάδι, μα δεν γνώριζαν πως το θρέφανε και το διογκώνανε με κάθε νέα προσπάθεια, ως το θάνατό τους από τα εγκεφαλικά και τα καρδιακά και λειωμένοι από τη χημική ασυναρτησία.
Οι ιερείς κάθε θρησκείας έτρεχαν απεγνωσμένα μέσα και έξω απ’ τα χωριά και τις πόλεις να βρούνε τις εκκλησίες, τα τζαμιά, τους καθεδρικούς, τις παγόδες και κάθε λογής άλλο ναό και αρχαίο μνημείο. Πάσχιζαν κατά δεκάδες να ανέβουνε στα καμπαναριά, στους θόλους, στις στέγες και στους στιβαγμένους λίθους για να κτυπήσουνε τις καμπάνες και τα θυμιατά και τα γκογκ και όλα τα άλλα θρησκευτικά εργαλεία σε μια ύστατη προσπάθεια να φωνάξουνε στον κόσμο να μετανοήσει, μα από το βάρος και τη δόνηση γκρεμίζονταν τα κτίρια και σκότωναν τους ίδιους και τους λιγοστούς πιστούς που μαζεύονταν τριγύρω με ελπίδα.
Δισεκατομμύρια παρέμεναν αλώβητοι ως την τρίτη μέρα οι άθεοι, μα ακούγοντας την ανακοίνωση στο ραδιόφωνο, με την όχι πλέον σθεναρή τους λογική που σιγά-σιγά μετατρεπόταν σε ανοία, πίστευαν πως έφταιγαν εκείνοι για το σκοτάδι, και μετανοούσαν και έπεφταν στα γόνατα για να προσευχηθούν σε κάποιο Θεό, όποιον να’ναι, επειγόντως. Μα σαν πάσκιζαν να σταυροκοπηθούν, δεν ήταν ικανοί να δούνε την σαν από αρχαία κατάρα αποκάλυψη του μαχαιριού στο χέρι τους και έσκιζαν χωρίς πόνο την ίδια τους τη σάρκα στα τέσσερα, και άθελά τους πέθαιναν θυσιαζόμενοι στο θέλημα του σκοταδιού του πνεύματος.
Τα ραδιόφωνα παγκόσμια έπιαναν ένα μόνο σήμα και το επαναλάμβαναν συνεχώς, αλλάζοντας τη σειρά των φράσεων, σε διάφορες γλώσσες.
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΨΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ, ΨΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ.»
Οι άνθρωποι πια ήταν λιγοστοί. Και δεν έβλεπαν το φως που έλεγε το ραδιόφωνο. Οι εραστές έτρεχαν να βρούνε το ταίρι τους και φώναζαν τα ονόματα που θυμόντουσαν. Μα έλειπε εκείνη η μοναδική σύνδεση που θα τους έφερνε κοντά – ο Αντρέας φώναζε τη Μαρία μα εκείνη ήτανε απανθρακωμένη στο φούρνο του κρεματορίου που νόμισε πως ήτανε το αμάξι του Αντρέα και μπήκε μέσα για να την πάρει μακριά. Η Τσαν φώναζε τον Κιμ, μα ο Κιμ έκανε εκείνη τη στιγμή το τελευταίο του βήμα στο κενό, έτοιμος να πέσει, περπατώντας εν αγνοία του στην κορυφή της πυραμίδας της Γκίζας. Στο Σίδνεϊ ο Τζον φώναζε την Άγκαθα για να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει, μα η Άγκαθά του ήταν στην αγκαλιά ενός άλλου Τζον στο Λονδίνο κατά λάθος, και εκείνη τη στιγμή τους κτύπαγε ένα κόκκινο λεωφορείο που ούτε είδαν, ούτε άκουσαν να έρχεται, στη μέση του δρόμου που ψηλάφιζαν ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι.
***
Την τέταρτη μέρα οι εργάτες του Δημοσίου όλων των χωρών του κόσμου, και οι ιδιώτες μικρομεσαίοι, και οι υπάλληλοι των πολυεθνικών έσκαβαν στο έδαφος μεγάλους λάκους με τα νύχια τους και με μικρά κλαδάκια και κρύβονταν μέσα καλύπτοντας ξανά το σώμα τους με το χώμα, εις αναμονή της επαναφοράς του φωτός. Παρέμειναν ζωντανοί για μερικά λεπτά και ένοιωσαν την ασφυξία προτιμότερη από τον πανικό του σκοταδιού της ψυχής τους.
Οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς, οι δάσκαλοι και οι οικονομολόγοι κρύφτηκαν μέσα στις δημόσιες και τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες και στα μουσεία και ανάψανε σπίρτα για να δούνε, μα βάλανε φωτιά στα βιβλία και στα αγάλματα αμέσως, χωρίς να το καταλάβουνε. Μια φωτιά που δεν την βλέπανε, που έκαψε τα πάντα πριν κάψει αυτούς, που απλά στεκόντουσαν με το σπίρτο στο χέρι περιμένοντας την επαναφορά του φωτός. Γιατί είχαν καταλάβει τη φράση του ραδιοφώνου που τους έλεγε να σταθούνε κάπου ασφαλείς. Και αυτό έκαναν.
Έπειτα, το απόγευμα της ημέρας αυτής εξαλείφηκαν ταυτόχρονα όλοι οι αθλητές του κόσμου, ομαδικών και ατομικών αθλημάτων. Άλλοι απέθαναν σαν προπονούνταν, πλακωμένοι από τα βαριά όργανα στα γυμναστήρια, άλλοι καταπώθηκαν από το λειωμένο ταρτάν του στίβου σαν ανάπτυσσαν την ταχύτητα και την αντοχή τους με στόχο την πρωτιά στο κόψιμο του νήματος, που ακόμη και στο απόλυτο σκοτάδι αυτή η εμμονή δεν αναλωνότανε. Άλλοι δε αρπάχτηκαν από τον άγριο άνεμο σαν βελτίωναν το άλμα τους για να πάνε ψηλότερα και μακρύτερα. Και άλλοι πνίγηκαν στις μαινόμενες πισίνες και στραγγαλίστηκαν στους κρίκους, τα σκοινιά και τα λάστιχα. Στις ομάδες και τα δίδυμα ζεύγη, οι αθλητές σκότωσαν ο ένας τον άλλο με κάθε μέσο, με μανία, με το μίσος που κρατήθηκε μέσα τους χρόνια τώρα, για το φόβο της ήττας, για το φόβο της επιβράβευσης του άλλου, με τον αθέμιτο ανταγωνισμό της ψυχής που η μάνα κι ο πατέρας τους και ο προπονητής τους έθρεψαν με κάθε μέσο, με κάθε είδος τροφής από τον καιρό που πάτησαν πόδι και περπάτησαν στο πράσινο γρασίδι το αξήραντο.
Έξω στους δρόμους οι Χούλιγκανς του ποδοσφαίρου, οι περιθωριακοί αντιεξουσιαστές και οι νεαροί οπαδοί των ακροδεξιών, φασιστικών κομμάτων ενώθηκαν με τους τζιχαντιστές και τους κομμουνιστές και γέμισαν τις πλατείες του κόσμου για να φωνάξουνε να έρθει το φως. Μα ο κάθε ένας που ερχότανε ακόμη και στην παραμικρή επαφή με έναν άλλο νόμιζε πως απειλότανε η ζωή του και σκότωνε. Κι ας νόμιζε πως σκότωνε έναν αστυνομικό κάθε φορά. Κι όταν ο ίδιος πέθαινε μετά, νόμιζε πως αστυνομικός τον σκότωνε. Κάθε μία ώρα που περνούσε, ο αριθμός αυτός των διαμαρτυρουμένων γινότανε ακριβώς ο μισός, αφού ο καθένας σκότωνε τον απέναντί του. Γέμισε η Τιέν Αρμέν, και τα Ηλύσια Πεδία και η Ομόνοια και η Τάιμς και η Πλατεία Ελευθερίας και η Πλατεία Νέλσον Μαντέλα και όλες οι μεγάλες πλατείες, με πτώματα νεαρών ανδρών και γυναικών που απώλεσαν την ελπίδα στη μάχη με τον εαυτό τους.
Με το πέρας της πανωλεθρίας της επανάστασης, κατά τα μεσάνυκτα της τέταρτης μέρας στο Βόρειο ημισφαίριο όταν ακόμη μεσημέρι στο νότιο, η Πανσέληνος και ο Ήλιος που κανείς δεν έβλεπε, αποκάλυψαν ότι είχε απομείνει ένας νεαρός σε κάθε πλατεία σε όλες τις πόλεις του κόσμου. Και ο καθένας τους μάταια έψαχνε ψαχουλεύοντας να βρει μια κάποια σημαία να αγκαλιάσει. Το πρώτο όρνιο προσγειώθηκε πάνω στο πτώμα του νεαρότερου, ήταν δέκα ετών και ονομαζότανε Ντανούκα. Εκείνη τη στιγμή, ένας ένας σε κάθε πλατεία, πήρανε φόρα οι εναπομείναντες χιλιάδες μοναχικοί επαναστάτες των κρατών και των θρησκειών. Χωρίς να γνωρίζει ο ένας για τον άλλον κινήθηκαν ταυτόχρονα, ανεξήγητα γιατί, και κτυπήσανε από μία βιτρίνα κοσμηματοπωλείου ο καθένας κι απέθαναν, άλλοι καρφωμένοι στα σπασμένα γυαλιά, άλλοι στραγγαλισμένοι με πανάκριβα περιδέραια κι άλλοι καταπίνοντας το χρυσάφι σε δακτυλίδια, αρραβώνες και σκουλαρίκια.
Στα ραδιόφωνα η ένταση της ανακοίνωσης δυνάμωνε από μόνη της, χωρίς χέρι να αγγίξει το κομβίο της ρύθμισης του ήχου. Οι λιγοστοί άνθρωποι που απομείνανε πάνω στη γη έψαχναν τα ραδιόφωνα για να τα σπάσουνε χωρίς να έχουν συνείδηση στόχου, απλά ήταν ο μόνος θόρυβος που ακούγανε πια. Ήτανε η μόνη φωνή πέρα από τη συνεχή ανάκληση των ονομάτων απανταχού.
«ΨΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΨΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ.»
Μα τα ραδιόφωνα συνέχιζαν επίμονα, σπασμένα, ριγμένα στη λάσπη και βυθισμένα στις θάλασσες και στα ποτάμια εξακολουθούσαν να επαναλαμβάνουν την ίδια ανακοίνωση, όλο και δυνατότερα.
***
Παραδόξως απέμειναν μόνο τα αδέλφια σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι μανάδες, οι πατεράδες, οι μονογιοί κι οι μονοκόρες, όλοι πέθαναν με κάποιο τρόπο. Μόνο τα αδέλφια.
Ο Ερνέστος φώναζε απεγνωσμένα τον Νάβο μα δεν τον εντόπιζε. Κι ας στεκόντουσαν στην απέναντι λωρίδα πριν ταυτόχρονα κάνουν το βήμα στον αεροδιάδρομο που θα προσγειωνότανε το αυτόματο, μη επανδρωμένο αεροπλάνο. Ο Αμπτάλα στέκεται στον Πύργο του Άιφελ και φωνάζει την Μπαρίκα και την Τζουμάνα, μα και οι δυο τους χωρίς να το γνωρίζουν είναι έτοιμες να μπούνε στο μονοπάτι των ελεφάντων που θα κάνουν στο δάσος τη συνηθισμένη τους βόλτα προς τη λίμνη. Μόλις περάσουν οι ελέφαντες από πάνω τους ο Αμπτάλα πηδάει το κάγκελο του τρίτου ορόφου νομιζόμενος πως πηδάει το φράχτη της φάρμας στο χωριό. Η Ραχήλ κρυμμένη στα χαλάσματα της λωρίδας της Γάζας φοβάται πως όλα τα κάνανε οι Παλαιστίνιοι και φωνάζει τη μικρή της αδελφή, τη Γιονίνα, μα εκείνη τη στιγμή ένας γορίλλας βιάζει μισοπεθαμένο το αγαπημένο της περιστεράκι, την μοναδική της αδελφή, στο ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης, όπου όλα τα κλουβιά είναι πια ανοικτά και τα ζώα κυκλοφοράνε στους άδειους δρόμους. Κατευθύνονται προς το Σέντραλ Παρκ, από όπου αναδύεται μια έντονη μυρωδιά πτωματίλλας και δισεκατομμύρια έντομα σημαίνουν τη σήψη.
***
Ξαφνικά η ανακοίνωση από τα ραδιόφωνα άλλαξε.
«ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΝΑ ΨΑΞΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΘΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ ΔΥΝΑΤΑ. ΦΩΝΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΤΕ. ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΔΙΔΥΜΟ ΑΔΕΛΦΟ ΣΑΣ.»
Το σκοτάδι φοβότανε τη μοναδική σύνδεση. Πέθαιναν τα αδέλφια συνεχώς, μα όσα ήταν δίδυμα, τρίδυμα και τετράδιμα, όσο κι αν τους απομάκρυνε σιγά σιγά, σίμωναν με το πέρασμα των ωρών στο σκοτάδι. Το δέσιμο που τους έφερνε πιο κοντά - όσο μακριά κι αν τους έφερε η ξαφνική έκρηξη του σκοταδισμού - ήταν γονιδιακό, συμπαγές, κωδικοποιημένο με ένα κωδικό που το σκοτάδι του πνεύματος δεν μπορούσε να σπάσει.
Φώναξε ο Μοχάμετ τον Αχμέτ κι αυτός τον άκουγε και προσεκτικά πέρασε τα σύνορα της Ρωσσίας για να τον συναντήσει στην Ανδαλουσία, διασχίζοντας με βάρκα τη μισοβυθισμένη κεντρική Ευρώπη. Βρέθηκαν δυο μέτρα μακριά και ένοιωσαν έντονα στην καρδιά τους την παρουσία ο ένας του άλλου. Κι όμως, μόλις έκαναν ταυτόχρονα το τελικό βήμα, έπεσε επάνω τους μια θεώρατη, ξερριζωμένη ελιά και σκότωσε και τους δύο, πριν αγγίξει ο ένας τον άλλο και πετύχουν την ένωση.
Η Λαρίσσα φώναζε για μέρες τον Αλεξέι και την Εκατερίνα, ήταν τρίδυμα. Έμεινε ακίνητη και ασφαλής, είχε απ’ την αρχή ακούσει το μήνυμα γιατί βρέθηκε στη Βιέννη τις πρώτες ώρες, κι όσο τους φώναζε αυτοί έπαιρναν κατεύθυνση. Πέρασαν τον Βόλγα κολυμπώντας κι ακολούθησαν το Δούναβη να πάνε κοντά της. Μα μόλις εισήλθανε στην πόλη, ένα κοπάδι λύκων καταβρόχθησε και τους τρεις.
Η Γαβριέλλα ήταν δίδυμη. Είχε μπει σε ένα πλυντήριο από την πρώτη ώρα και γύριζε συνεχώς. Άρχισε να φωνάζει τη Μαριλένα μόλις την τρίτη μέρα.
«Μαριλένα!» φώναζε με το μυαλό της μα δεν ακουγότανε έξω από το πλυντήριο η φωνή της.
Για κάποιο λόγο όμως η Μαριλένα την άκουσε, κι ας βρέθηκε την πρώτη εκείνη ημέρα – ανεξήγητα- στην έρημο της Σαχάρας αγκαλιασμένη με ένα αντικείμενο στέρεο, που το θεώρησε άγαλμα και έμεινε εκεί ακούνητη για πολλά μερόνυκτα.
«Γαβριέλλα;» ψιθύρισε όταν μέσα στο κεφάλι της, κάπου στο πίσω μέρος, άκουσε τη φωνή της αδελφής της. Μα το ραδιόφωνο φώναζε συνεχώς την ανακοίνωσή του και δεν την άφηνε να ακούσει:
«ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ. ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΝΑ ΨΑΞΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΣ. ΈΞΩ ΘΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ ΔΥΝΑΤΑ. ΦΩΝΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΤΕ. ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΔΙΔΥΜΟ ΑΔΕΛΦΟ ΣΑΣ. ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩ.»
Η Μαριλένα δεν πολυκαταλάμβαινε τι άκουε, αλλά το ‘βρείτε την δίδυμή σας αδελφή’, το είχε νοιώσει βαθιά μέσα της. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει το αντικείμενο που κρατούσε. Ήξερε πως ο θάνατος θα ήταν πιο κοντά αν το έκανε.
Ξαφνικά, με τη λιγοστή λογική που της είχε απομείνει, σκέφτηκε να κτυπήσει το αντικείμενο με τα δάκτυλά της για να καταλάβει το υλικό του. «Τικ-τοκ. Τικ-τοκ». Ένας κούφιος ήχος. Της θύμισε τον ήχο του ξύλου. Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπρωξε με το σώμα της και έγειρε μέσα στο παγωμένο νερό που της έβρεχε τα πόδια εδώ και μερικές ώρες. Σε μερικά λεπτά βρέθηκε να επιπλέει σε βαθύτερο νερό κι όσο έκανε κουπί με τα χέρια, άκουε όλο και πιο έντονα το όνομά της από τη φωνή της αδελφής της.
«Μαριλένα, Μαριλένα...»
Άρχισε κι αυτή πιο έντονα να σκέφτεται τη Γαβριέλλα.
Η Γαβριέλλα μέσα στο πλυντήριο, ξαφνικά, για πρώτη φορά μετά από μέρες άκουσε το όνομά της.
Δεν είναι δυνατόν! σκέφτηκε. Η Μαριλένα! Με άκουσε και με φωνάζει! Έρχεται!
Κι όπως γύριζε έντονα, κάθε δυο-τρεις στροφές προλάβαινε να σκεφτεί το όνομα της Μαριλένας. Το σκεφτότανε έντονα, το φώναζε μέσα στο μυαλό της με όλη την ένταση της ψυχικής της σκοτοδύνης, το φώναζε με μανία, κι όσο το φώναζε, τόσο πιο δυνατά άκουε τη φωνή της Μαριλένας να της απαντάει.
«Μαριλένα!»
«Γαβριέλλα!»
«Μαριλένα!»
«Γαβριέλλα!»
«Μαριλένα!»
«Γαβριέλλα!»
«Μαριλένα!»
Κι ο κορμός που αγκάλιαζε η Μαριλένα – γιατί περί κορμού επρόκειτο τελικά, κι όχι αγάλματος – επιτάχυνε, άρπαζε τη φόρα των ανέμων, στροβιλλιζότανε στο ρεύμα και τιναζότανε μπροστά, ολοένα μπροστά, προς τη φωνή της Γαβριέλλας, λες και ο ίδιος ο κορμός, σε μια συμφωνία με τη μάνα του, ήθελε να φέρει τις δίδυμες κοντά.
«Γαβριέλλα...»
«Μαριλένα!»
Συνεχώς αντάλλαζαν σκέψεις οι δίδυμες, κι άρχισαν ξανά μέσα τους να νοιώθουν τη χαμένη ευτυχία, άρχισαν να νοιώθουν τη γαλήνευση, όσο γρήγορα κι αν γύριζε η Γαβριέλλα, ένοιωθε μόνο την τεράστια ανάγκη να αγκαλιαστεί με την αδελφή της, κι η Μαριλένα, όσο κι αν την κτύπαγαν τα κύματα στο πρόσωπο, κι ας της έγδερναν τα πόδια και τα μπράτσα τα ξερόκλαδα που έπλεαν αντίθετα με την πορεία της, κι αυτή δεν νοιαζότανε παρά μόνο να ακούει τη φωνή της αδελφής της.
Η Γαβριέλλα ήταν σίγουρη πως η πρώτη αναλαμπή που είδε την Έβδομη μέρα, ήταν φως.
Ήταν φως, γιατί τίποτα άλλο δεν είχε δει μέσα κι έξω απ’ το μυαλό της εδώ και επτά μέρες, ήταν πάντα απόλυτο και εντελώς μαύρο το σκοτάδι. Μα εκείνη τη στιγμή ήταν σίγουρη ότι είδε μια μικρή αναλαμπή φωτός. Και η φωνή της Μαριλένας ήταν πολύ πιο έντονη πια, ενώ το πλυντήριο είχε αρχίσει να μειώνει τις στροφές του, σχεδόν δεν γύριζε.
«Μαριλένα!» άρχισε να φωνάζει, «Μαριλένα! Μαριλένα! ΜΑΡΙΛΕΝΑΑΑΑΑ!»
Ένα ‘ΜΠΑΜ’ δυνατό την ταρακούνησε και το πλυντήριο έγειρε στο πλάι. Ήταν ο κορμός του δέντρου πάνω στον οποίο ήταν γραπωμένη η Μαριλένα και κτύπησε βίαια επάνω στο πλυντήριο εισερχόμενος με ορμή από το παράθυρο, ενώ έξω κύλαγε βίαια ο Δούναβης απειλώντας να πάρει μαζί του τα πάντα.
Η Μαριλένα λιποθύμησε έχοντας κτυπήσει στο κεφάλι.
Η Γαβριέλλα εκτινάχθηκε έξω από το πλυντήριο καθώς άνοιξε η πόρτα του.
«Μαριλένα! ΜΑΡΙΛΕΝΑ!» φώναξε με αγωνία, και ξαφνικά ένοιωσε την αύρα της Μαριλένας κοντά της. Η ελαφριά αναλαμπή φωτός που είχε νοιώσει προηγουμένως τώρα ήταν πιο έντονη και ερχότανε σε ριπές.
«Μαριλένα μου!» κατάφερε να πει βρίσκοντας για πρώτη φορά μετά από μέρες φωνή και μια δεύτερη λέξη. Ψαχούλευε στο πάτωμα για να βρει τη Μαριλένα σκίζοντας τις παλάμες της στα σπασμένα γυαλιά.
«Μαριλένα – Μαριλένα – Μαριλένα - Μαριλένα» έλεγε συνεχώς, μα δεν άκουε πια μέσα στο μυαλό της την απόκριση της Μαριλένας.
Ξαφνικά άγγιξε ένα στερεό σώμα σαν ξύλο και τυλιγμένο επάνω του ένα απαλό αντικείμενο, ζεστό, σαν σώμα.
«Μαριλένα! Είσαι ζωντανή!» Φώναξε δυνατά. «Είσαι εδώ!»
Αγκάλιασε τη Μαριλένα και επαναλάμβανε την πιο αγαπημένη της λέξη «Μαριλένα, Μαριλένα μου, Μαριλένα...»
Η Μαριλένα δεν συνερχόντανε, αλλά η καρδιά της κτύπαγε δυνατά. Η Γαβριέλλα την έσφιξε ακόμη πιο δυνατά στην αγκαλιά της και τα δάκρυα που άρχισε να χύνει της έφεραν περισσότερο φως μέσα στο μυαλό της.
Η ανακοίνωση στο ραδιόφωνο ήταν πια πιο λακωνική. Η ώρα σίμωνε.
«ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ. ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΝΑ ΨΑΞΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. ΈΞΩ ΘΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ ΔΥΝΑΤΑ. ΦΩΝΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩ.»
Δεν έλεγε πια για το σκοτάδι. Μίλαγε για το φως. Και η Γαβριέλλα άρχισε να κατανοεί την ανακοίνωση.
Κι όπως έλεγε συνεχώς το όνομα της δίδυμης αδελφής της, «Μαριλένα, Μαριλένα μου, Μαριλένα», ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, όπως το φως άρχισε να την κατακλύει μέσα και έξω, ο μονόλογός της πήρε μια διαφορετική τροπή.
«Μαριλένα, Μαριλένα μου, Μαριλένα, Γαβρι...Μαριλένα, Γαβριέλ...Μαριλένα.» Όσο κι αν το πάλευε, χωρίς καμία δύναμη να το αποφύγει, δεν μπορούσε πια να φωνάζει την αδελφή της χωρίς να φωνάζει και το δικό της όνομα. «Μαριλένα, Γαβριέλλα, Μαριλένα μου, Γαβριέλλα, Μαριλένα, Γαβριέλλα μου, Γαβριέλλα, Γαβριέλλα!»
Κι όσο έλεγε το όνομα και των δύο, όλο και πιο σφικτά αγκάλιαζε τη Μαριλένα. Ο κορμός άρχισε να ξεζουμίζει το αλμυρό και το γλυκό νερό που είχε μαζέψει, ξεζούμισε και το αίμα της Μαριλένας με το οποίο ποτίστηκε και τράφηκε για να τη φέρει στην αδελφή της, κι άρχισε να γίνεται μαλακός, να διαλύεται, και δεν ήταν πια κορμός δέντρου, ήταν πολτός. Κι άρχισε και η Βιέννη να γίνεται πολτός, και ο υπόλοιπος πλανήτης το ίδιο.
Ήταν η έβδομη μέρα κι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο.
«Γαβριέλλα, Γαβριέλλα μου, Γαβριέλλα,» φώναζε πια η Γαβριέλλα, μα φώναζε με τη φωνή της Μαριλένας, γιατί πια η Μαριλένα είχε εισχωρήσει μέσα της, είχαν αφομοιωθεί.
Το φως είχε έρθει. Απλά δεν υπήρχε πια κανείς για να το δει.
***
Ξαφνικά ο Μιχαήλ ανοίγει τα μάτια. Στεκότανε εκεί μόνος, επάνω στη Σελήνη απέναντι από την γη που κάποτε είχε εγκαταλείψει, χιλιάδες χρόνια τώρα υπνωτισμένος, σε πλήρη ασυναισθησία. Κοιτάει κάτω, προς τον πλανήτη που είχε τόσο αγαπήσει.
Ολοπράσινος, πανέμορφος, ποτάμια να κυλάνε, εξωτικά πουλιά να αντικατοπρίζουν στο υπέροχό τους φτέρωμα το άπλετο φως, τεράστια κοπάδια με αντιλόπες στις ζούγκλες και τα δάση. Χρώματα, χρώματα, χρώματα και φως.
Κοιτάει πιο προσεκτικά. Κοιτάει συνεχώς, κάτι άλλο ψάχνει.
Περιμένει να περάσουνε εικοσιτέσσερις ώρες, να κάνει η Σελήνη πλήρη περιστροφή, να κοιτάξει διερευνητικά και διεξοδικά παντού στον παράδεισο ετούτο στην γη, σε κάθε γωνιά. Να βρει αυτό που ψάχνει.
Και ξαφνικά βλέπει αυτό που ήθελε να δει.
Ανοίγει τα τεράστια, μεταλλικά του φτερά και κάνει μια βουτιά προς τη γη. Κατεβαίνει και προσγειώνεται απαλά σε ένα σημείο εκεί που κάποτε ήτανε η Βόρεια Αφρική, στο μέσο ενός τροπικού δάσους.
Βρήκε αυτόν που έψαχνε.
Αντικρύζονται με αμηχανία.
Ο Μιχαήλ πλησιάζει τον άντρα της γης τη στιγμή που κόβει ένα κομμάτι σάρκας από το πλευρό του.
«Γαβριήλ! Μη!»
©χρίστος ροδούλλας τσιαήλης
Published on February 14, 2015 01:31
December 29, 2014
Νέες Οδηγίες #217 Η Γάτα στο Πηδάλιο
Στο μικρό μου καράβι ξυπνάω το πρωί,
νωχελικά χασμουριέμαι
κάποτε μόνος,
κάποτε με καμιά Μουσουλμάνα ομορφονιά,
απ’ τα λιμάνια του κόσμου
που σαλπάρω βραδιά με βραδιά.
Η καμπίνα μικρή, μια μονή τουαλέτα
ένα ντουζ στο κατάστρωμα επάνω
και για το φαί και τον τούρκικο καφέ
ένα γκαζάκι που δεν μου τελειώνει ποτέ.
Μάζεψα απ’ τα νησιά δύο ποτήρια και δύο πιάτα
και για το τρίτο σκεφτόμουνα πολύ,
γιατί είναι τα ρούχα μου πολλά και στο καράβι δεν χωράνε
πώς τα ερμάρια σε ένα τετράμετρο είναι λίγα και τα συρτάρια μικρά,
και τρίτος μαζί να ταξιδέψει δεν χωράει,
μόλις που το μπορώ εγώ,
πώς είναι στενοί σε ένα μονοκάταρτο οι διαδρόμοι
στενή κι η σκάλα πάνω-κάτω κι έχω κουραστεί.
Αφήνω καμιά φορά και το πηδάλιο για να αράζω κουπαστή.
Μεσοπελάγου η ελευθερία ουδαμώς με νοιάζει,
ξέρω πού είναι τα νησιά και κάθε ακτή,
άνεμος αν δεν με ταρακουνάει
και κύμα αν δεν με κτυπάει δυνατά
με μαθαίνουν τα ψάρια ποιος είμαι
και με επισκέπτονται για καμιά αρπαχτή,
γιατί πάντα για την παρέα τους έχω ψωμί
και ποτέ δεν ψαρεύω όταν κοιτάνε
για να διατηρώ τη Φιλία,
αυτή τη Μεγάλη Αρετή.
Τελευταία, όμως, εξωκείλω συχνά.
Όποτε αφήνω το πηδάλιο
κάποιος το απασφαλίζει
και ξέρει να μαζεύει την άγκυρα
πατώντας το κουμπί.
Συμβαίνει κάποια βράδια σαν κοιμάμαι
και το πρωί ψάχνω στους χάρτες
να βρώ συντεταγμένες και σημάδι
και αζιμούθιο στην πυξίδα,
γιατί η γοργόνα τρώει αμαγείρευτους τους ναυτικούς
που με τον Μέγα Αλέξανδρο δεν μοιάζουν.
Τί μύωπας, μα δεν καταλαβαίνει;
Του μοιάζω ή δεν του μοιάζω;
Θα με αγκαλιάσεις, γοργόνα ή θα φαγωθώ;
Καθρέφτη καθρεφτάκη μου,
αν χώραγες στον τοίχο μου
δεν θα σε είχα πετάξει στης Μυκόνου τα ανοικτά
τα χρόνια που τη νύχτα και τη ξηρά αγαπούσα,
και θα μου έλεγες ποιος είμαι
και πάνω στο καράβι τι αγώνα δίνω
και γιατί είμαι εδώ.
Μα το πηδάλιο ελευθερώνεται και στο ξύπνιο μου,
σαν μαγειρεύω,
-σας λέω- δεν ονειρεύομαι και δεν υπνοβατώ,
το νοιώθω κι ανεβαίνω
μα στην πλώρη δεν στέκεται κανείς.
Μον’ το πηδάλιο γυρνάει αργά, ελεγχόμενα,
στοχευμένα στην Ανατολή.
Μα δεν θέλω να πλεύσω προς τα εκεί,
δεν θέλω να έβρω τα λιμάνια του Λιβάνου,
δεν θέλω να ξαναρίξω άγκυρα Σιδώνα,
γιατί είναι μια γυναίκα όμορφη, θελκτική
κι όποτε ένοιωθε πως σιμώνω
στεκότανε ευθυτενής σαν σειρήνα γυμνή
και με παρακάλαγε να κατέβω και να φύγω μαζί της
και ήξερε ότι εγώ το καράβι μου είχα όρκο
ποτέ να μην εγκαταλείψω,
πώς τη στεριά πολύ φοβόμουνα ως θαλασσομανής,
γιατί τα πόδια μου επίμονα πατάγαν μόνο ξύλο και φίλαγαν νερό,
κι ήταν για μένα η άσφαλτος, το τσιμέντο, το χώμα και το μάρμαρο
η λάβα της κόλασης που θα με έτρωγε μεμιάς,
κι έβλεπα τη Μεγάλη Φωτιά στην πόλη να καίει ακόμη,
από την επανάσταση κατά του Αρταξέρξη
που τα παιδιά της αυτοπυρποληθήκαν
και τα κλαίει μόνη.
Φοβόμουνα μην γίνω ο πατέρας των τέκνων της γυναίκας αυτής.
Έφευγα άρον άρον μην βλέπω τη μορφή της,
τα κατάλευκα στήθη
σαν τις δύο μεγάλες σαρκοφάγους
γιατί δάκρυζα από τον πόθο
και έτρεμα από την ηδονή.
Άναβα μηχανές και άνοιγα πανιά
και γύριζα την πλάτη μου στην πρύμνη
να βρεθώ απ’ την εικόνα της μακριά.
Μα στα ανοικτά πριν προλάβω
να χάσω στον ορίζοντα την όψη της πόλης
παθιασμένα αυνανιζόμουνα στη σκέψη της κόρης
και στο ημερολόγιό μου περίγραφα μαζί της
πως είχα την τέλεια ερωτική επαφή
- τι μεγάλο ψέμα – νόμιζα πως έλεγα τότε,
μα δεν ήξερα πως όντως ήτανε μαζί μου εκεί,
και πως μου κράταγε το χέρι
και μου πίεζε –πιο δυνατά να πάλλεται- την καρδιά
και μου φύλαγε αόρατα τα χείλια
κι έψαχνα στον αέρα σάλιο ξένο να γευτώ
πόσο μεγάλο άδικο και κρίμα στον ερωτισμό μου
που δεν ήξερα πως όντως φίλαγα
τη γυναίκα του Λιβάνου στοργικά.
Όχι, δεν θέλω να ξαναπάω στο λιμάνι εκείνο,
γιατί όσες φορές της φώναξα να ανέβει
να φύγουμε μαζί για πάντα,
μου έλεγε πως το ξύλο την αφομοιώνει σαν σκόνη
και την αποτυπώνει μόλις το πατήσει
σαν μια Φοινικική χαλκομανία απ’ τα παλιά.
Της έλεγα να τη δέσω σε τεράστιο παλαμάρι και να την τραβώ
και να κατεβαίνω εγώ να τη συναντώ
μα το νερό το αλμυρό –μου απαντούσε- την γλύφει λαίμαργα
και την καταλύει γρήγορα, σαν ζαχαρωτό.
Όχι, δεν θέλω να την ξαναδώ,
δεν θέλω να πονάω
δεν θέλω στα γήινα ανθρώπινα να αναλωθώ.
Μα κάποιος είναι κρυμμένος στο καράβι
και στρέφει πάντα το πηδάλιο προς τα ‘κει
σαν δεν κοιτάω, σαν απασχολούμαι.
θα το βρω το πλάσμα ετούτο, αυτό το ξωτικό,
θα το σκοτώσω, να τραβήξω για Δύση ελεύθερος,
τον Ατλαντικό να διασχίσω,
να πάω στα λιμάνια της Κούβας,
να πηγαινοέρχομαι στης Αμερικής τους πορθμούς,
να γνωρίσω εκεί μιγάδα,
μελαμψή καλλονή,
στον έρωτά μου υποταγμένη,
πρόθυμη στο καράβι να ανεβεί,
να πατάει ξύλο, να γλύφει αλμυρό νερό,
απαρχής να ερωτευτώ,
γιατί η γλυκιά χαννούμισα με σαγηνεύει
και από μακριά μου γνέφει,
με θέλει να κατέβω στη στεριά.
Ανόητε, ανόητε - ανόητε!
Βλάκα!
Πώς έπεσες στου ποντικιού τη φάκα;
Πώς γίνεται να αγνοείς την ύπαρξη της γάτας;
Της διάφανης γάτας,
που στο καράβι σου ολημερίς περπατάει παντού,
αόρατη στο κατάστρωμα, στο αμπάρι και στην κουπαστή,
που στα πόδια σου τρίβεται και στον αστράγαλό σου τυλίγει την ουρά.
Δεν την ακούς που στο στήθος σου γουργουρίζει ξαπλωμένη
όταν τα αστέρια τα βράδια μετράς;
Δεν την αισθάνεσαι
που ανοίγει τα νύχια σαν του Ολύμπου τον ζηλιάρη αετό
όταν καμιά περαστική πόρνη γαμάς
και σας γδέρνει εναλλάξ
κι εσείς κοιτάτε ο ένας τον άλλο με λαγνεία
και διαβάζετε την Αφρικανική αγριάδα
στην κάθε που ανταλλάζετε ματιά;
Ανόητε, δεν μετράς τα ψάρια σου που λιγοστεύουν,
τη ζωή σου δεν υπολογίζεις στην αλήτισσα θάλασσα που χάνεται
μετρημένη στις ατίθασες στροφές του ανυπάκουου πηδαλίου;
Δεν μυρίζεις το άρωμα του οίστρου
που η διάφανη γάτα απλώνει στο ξύλο παντού;
Γιατί θα σε έπνιγε η μυρωδιά ετούτη,
αν η ψυχή σου δεν ήταν στη στεριά.
Γιατί θα ένοιωθες στο δέρμα σου τα μολυσμένα γδάρματα
αν η αφή σου δεν ήταν απλωμένη στο καυτό μάρμαρο,
παραδομένος στις δέκα γυναίκες
που περιμένουν τον Μέγα Αλέξανδρο
και αντ’ αυτού χαϊδεύουν τη σκιά σου
και τραγουδάνε το νανούρισμα του βρέφους του θανάτου.
Γιατί αν τα μάτια σου δεν είχαν τυφλωθεί στον Λίβανο
θα έβλεπες τη διάφανη γάτα
που τόσα χρόνια θέλει μαζί σου να ζήσει στέρεα,
πίσω να σε πάρει εκεί από πού τη μάζεψες και ξέχασες,
τρεις χιλιετίες πριν,
όταν ο Όμηρος σε περίγραψε,
Έλληνα,
για πρώτη φορά.
©Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
30/12/2014
Published on December 29, 2014 23:35
December 22, 2014
The Christmas Epitaph
What are you, Christmas?
Building up your legendary come-back year by year,
Always on the last three months,
In commercials,
through verbal anticipation, in decorated streets,
On joyful wrappings dazzling lights
glitters around me
What are you, now?
a volcano day
jolly arrangements of lava
Las Vegas eruptions?
What have you been?
What have you been for them peoples?
What have you been for me?
You have been something for my house, I must admit.
But nothing, nothing for my room!
You have done nothing, nothing for my soul,
You have done nil, nil for my health!
What art thou, Christmas?
Would I hear about you in Shakespearean riddles?
In a Freudian myth?
Are you registered in the Jungian archetypes list?
25thDecember, I know, you have been that,
That has been you,
But for that date what have you done?
Have you enhanced it, made it merrier?
For some, yes. Even perhaps for many a western world,
With so many turkeys in distress.
You have enchanted it.
25thDecember, a dolly charcoal burning of my thoughts.
But I cannot forget.
No, no, nothing can make me forget.
25thDecember.
“Is your name Christos?”
I can’t forget.
They don’t let me forget.
“Wow! Today is your name day!”
And I should be so happy.
Christmas, the merry lolly dolly day tailored to my being.
And what have you done for me, my soul, my mind, my place inside my oversized shoes?
What have you done for my omni-ceased inspiration during these days of fixed bliss?
Nothing, nothing for my ever leaking perspiration over wishes for my damned name
Christos
Christmas
chrisimon
chrisma
All Greek creeks creeping inside my red veins.
What are you, Christmas?
Winter, shouldn’t my complexion whiten whither ado?
But like the shadow of a dead Jesus epitaph view
in a church yard
three months later just before Easter,
as I pass under it,
I am darker as I approach this weird Christmas day,
My skin is darker
the lava - the charcoal – the decorations – the wish –
the wish is a curse – I know now!
I KNOW WHAT YOU HAVE BEEN!
Baptizing me to the rituals of death,
Indeed, Christmas, what have you done for my birth
and what for my long-gone mirth?
Published on December 22, 2014 02:53
November 19, 2014
Νέες Οδηγίες #192 Πριν Γίνουμε Καμήλες
Σε μια ύστατη προσπάθεια
στην έρημο περπάταγε της γης ο πληθυσμός
γραμμή κι ευθεία - όλοι τους ένα σώμα,
χωρίς υπάρχοντα
χωρίς στολίδια
χωρίς ψυχή
Έψαχναν με το χάρτη κι οδηγίες
να εναποθέσουνε μία-μία τις τιμές
και ήταν αρκετές έτσι που τις μετέφεραν
απ’ τους ναούς του κόσμου ολόκληρου
από όλες τις θρησκείες και τους λογισμούς
στη νοτιότερη Πυραμίδα
για να ησυχάσουν οι Θεοί
που τους εγκαταλείψανε
-όπως είπανε-
προσωρινά.
Δεν είχανε νερό
δεν είχανε φαί
δεν είχανε χρυσάφι
να ανταλλάξουν για εκείνο το ένα όνειρο.
Ζεστή η άμμος - τις πατούσες έκαιγε
και λειώνανε τα νύχια τους
στο ξύσιμο της κρούστας.
Το βράδυ ο αγέρας δρόσιζε
και ανοίγανε τα στόματα
άλλοι προς τον ουρανό
άλλοι προς την Ανατολή
και άλλοι προς τη Δύση
και υγρασία ρουφάγανε.
Τη μέρα περπατάγανε
κρατώντας με τα χέρια τους
τις πλάτες των εμπρός
κι άλλοι διψάγανε πολύ, άλλοι καθόλου.
Κι αυτό γιατί αρχίσαν μερικοί νεαροί
να βγάζουνε καμπούρες
φουσκωμένες με νερό.
Κι όμως, όσο ετούτο κι αν έμοιαζε καλό,
χωρίς να ξέρει ο ουραγός
μηδέ ο πρώτος,
στη μέση της γραμμής ο πληθυσμός λιγόστευε.
Ακούστηκε πως οι νεαροί καμπούρηδες
σχεδίαζαν επανάσταση
κι οι γηραιότεροι τους σκοτώνανε
πριν γίνουνε καμήλες
μήπως εκεί θελήσουνε να μείνουνε
πριν παν στην Πυραμίδα
παρασύροντας και ικανό πληθυσμό
ν’ αλλάξει τις συνθήκες.
Κι έτσι, όσο προχώραγαν
στην κόλαση βαθύτερα ετούτη
ολοένα περισσότερες συσσωρεύονταν τιμές
σε χέρια λιγότερα ωσάν μεγάλη ευθύνη
και έμοιαζαν χειρότερες κι από την ανελέητη ζέστη.
Μα ήταν το κακό αναπόφευγκτο
και όταν έφτασε ο πληθυσμός στην Πυραμίδα
οι Θεοί με γέλια πολλά αντικρύσανε
αυτό που ήδη περιμέναν.
Κι έτσι, ευχαριστημένοι απ’ τις τιμές
και την ψυχαγωγία
όλες εκείνες τις καμήλες πέζεψαν
πίσω σ’ εμάς να ‘ρθούνε
-με όνειρο και νερό –
©Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on November 19, 2014 13:07
October 18, 2014
Νέες Οδηγίες #211 Μικρά Συμβάντα στην Υπεραγορά
Μπροστά στο ράφι με τα απορρυπαντικά πλυντηρίου μυρίζομαι τα μαλακτικά.
Στον αέρα οι μυρωδιές αναμειγνύονται και βλέπω των κυριών τα χαμόγελα χαλαρά
αμήχανα να κοροϊδεύουν την επιδεικτική μου αναποφασιστικότητα.
Λεβάντα, πορτοκάλι, μέντα, μπανάνα, ινδοκάρυδο.
Ένα χέρι πάει να αρπάξει την τελευταία μέντα, μόλις που το προλαβαίνω.
Και έτσι πρώτο ρίχνω στο καροτσάκι το μαλακτικό.
Περνώντας από τα μπαχαρικά βλέπω το πιπέρι
βλέπω το αλάτι
βλέπω το σαφράν
βλέπω το τούρμερικ
βλέπω το κάρυ
Και καταλήγουν όλα στο καλάθι
όσο το χέρι εκείνο με χαϊδεύει παρακλητικά.
Σκέφτομαι κουζίνες ανατολικές και φαϊ πικάντικο μέσα στα σωθικά μου
και έρχομαι σε άγριο οργασμό,
εκεί, κρυφά από το χέρι,
κρυφά από την υπεραγορά την κάμερες γεμάτη
κρυφά απ’ τις κυρίες που το ράφι αδειάζουν
απ’ τη ζάχαρη το μέχλεπι και το νισιαστέ.
Στη φρουταρία δαγκώνω ένα κόκκινο μήλο κρυφά.
Στο τμήμα με τις σκούπες και τα καθαριστικά
αρπάζω πανάκια πολύχρωμα
στης κουζίνας το χρώμα και των ποτηριών μου,
κίτρινο, κόκκινο, γαλαζόλευκο, σε μια παράξενη, Ντοστογευστική σύγχυση των αισθήσεών μου.
Και ένα μαύρο,
για το γρατσουνισμένο φλιντζάνι που μου άφησε όταν έφυγε κακήν-κακώς.
Ορκίζομαι είδα το χέρι να ζουλάει ένα μαύρο σφουγγάρι.
Μα δεν θα το πάρω αυτό.
Το υγρό πιάτων μέντας αρκεί για τον ιερό μου σκοπό.
Ναι, νομίζω θα είναι μια χαρά.
Μα θα πάρω και το σκουπιστήρι με τα φτερά της πέρδικας
γιατί η σκόνη στις ρωγμές του πατρικού του δύσκολα φεύγει.
Και θα την καθαρίζω εγώ
γιατί όλοι οι άλλοι δεν κοντεύουν,
δεν θα πάρουνε σφαίρα γι’ αυτόν,
δεν θα ξεκλειδώσουνε χειροβομβίδα,
δεν θα τεντώσουνε τόξο ο ένας απέναντι στον άλλο.
Θα αφήσουν την πόρτα κλειστή και σε ‘μένα να κλειδιά.
Στο ράφι με τα γλυκά
τα γλυκά λείπουν.
Ζαλίζομαι,
χωρίς μπισκότα στα χαρακώματα δεν ζεις
χωρίς σοκολάτα το βράδυ τσίλια δεν βγάζεις
χωρίς καραμέλλες την πορεία στην επίθεση
και της άμυνας το περήφανο στήσιμο δεν το αντέχεις χωρίς προφιτερόλ
γιατί γίνεσαι στρατιώτης ενώ ψωνίζεις
και δεν θα αντέξεις
-γιατί κι αν αντέξεις τις τρεις πρώτες μέρες
εξουθενωμένο θα σε ρίξει με ένα φύσημα ο εχθρός-
Ένα ποτήρι νερό μου ρίχνει το χέρι και συνέρχομαι
και πάω στο ράφι με τα αλεύρια
και αρπάζω ό,τι έχει μείνει
και το καροτσάκι γεμίζω
και τρέχω στην έξοδο πίσω από τους ταμίες που αλαφιασμένοι σπάζουν τις τζαμαρίες με κασόνια για να βγούνε και φωνάζουν πανικόβλητοι με τα χέρια στα κεφάλια γιατί πέφτει το ταβάνι και πίσω μου πέφτουν τα ράφια το ένα πάνω στο άλλο σαν ντόμινο και υποχωρεί επάνω τους η στέγη και καταλήγουν επάνω της οι όροφοι.
Κοιτάω επάνω να δω τον ουρανό πριν πεθάνω και είναι τα Ζέπελιν και τα F16 και τα Αντόνοβ και τα Tiger και οι Τόμαχοκ και τα Stealth σε υπέροχους σχηματισμούς να οργιάζουν και να υμνούν τον έρωτα προς το θάνατο και όταν πια είμαι έξω οι βόμβες πέφτουν η μια επάνω και δίπλα στην άλλη.
Επιστρέφω στο κέντρο της Υπεραγοράς επάνω στα συντρίμια ξανά πίσω στη θάλασσα που με περιέλουζε από την αρχή του χρόνου και ξέρω πως είμαι και θα είμαι μικρή όσο πρέπει και με το μαλακτικό λούζομαι και ρίχνω επάνω μου όλα τα μπαχαρικά και όλο το αλεύρι και κουλουριάζω το σώμα μου και απλώνω γύρα μου τα έγχρωμα πανάκια και χύνω επάνω τους των πιάτων το υγρό για να κολλήσει η στάχτη πριν φτάσει σε μένα ενώ στην κουζίνα πέφτει και σπάει το μαύρο φλιντζάνι. Φτύνω το κομμάτι μήλο που μου φράκαρε τη φωνή για να φωνάξω το ‘ωμέγα’ επιτέλους και το στόμα μου γυρνάω προς τα πάνω με το φτερό δαγκωτό χωρίς βέβαια να θέλω να παραδοθώ και με καλύπτει του Μέλανα Φιλοσόφου το χέρι να σωθώ και γίνομαι η αποδράσασα αμφιλεγόμενη μπαλαρίνα του Ντεγκά εν έτει 2015, Μάρτιο, όταν αποφασίσανε να αρχίσουνε τον πόλεμο της τελικής καταστροφής με μικρές διαταραχές στην Υπεραγορά του Κόσμου,
χωρίς εμένα πάλι,
-και χωρίς το χέρι, το μόνο ικανό-
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Οκτώμβριος 2014
Published on October 18, 2014 15:57
August 28, 2014
Μια μέρα Άγιος.
Σήμερα ξημερώματα ξαφνικά βλέπω τον πρόεδρο να στέκεται αγέρωχος στην πιο ψηλή κορυφή του Τροόδους, στην τελευταία κεραία. Αγναντεύει με το τηλεσκόπιό του γύρω-γύρω ολόκληρη την Κύπρο από την Κερύνια στη Λεμεσό κι από την Πάφο στην Αμμόχωστο.
Δίπλα του στέκεται ο Θεός.
"Πω ρε, τι ωραίο νησί που έχουμε!" σκέφτεται φωνακτά.
"Όντως, ωραίο νησάκι φτιάξατε εδώ στην άκρη της Μεσογείου".
"Μην το λες άκρη, στο κέντρο είμαστε, στο κέντρο που φιλάει η Ανατολή την Ευρώπη και ο Νότος το Βορρά".
"Καλά, εντάξει" του λέει ο Θεός με μια δόση απαξίωσης.
"Κοίτα τη Λευκωσία," λέει ο πρόεδρος, "ένα διαμάντι, ένα διαμεσολαβητικό κέντρο υπηρεσιών, μια βάση για όλες τις πολυεθνικές εταιρείες που σέβονται τον εαυτό τους..."
"Εντάξει, αλλά πούντες;" Αναρωτιέται ο Θεός.
"Εεε, να, κοίτα, είχαμε κάποια οικονομικά προβλήματα τώρα τελευταία..."
"Αλήθεια, είχατε;΄"
«Μπα, μην φαντάζεσαι κάτι πολύ σοβαρό...λίγο οι τράπεζες, λίγο ο κόσμος, λίγο το κράτος. Αλλά πάντα υπό έλεγχο, πάντα υπό έλεγχο".
"Και γιατί δεν με πήρες ένα τηλέφωνο βρε μπαγάσα να μου πεις; Να σας βοηθήσω. Το αγαπώ το νησί σας, από εδώ περάσανε όλοι οι Απόστολοι, όλοι οι Άγιοι, έχετε τόσες εκκλησίες να με λατρεύετε. Εύκολο είναι για μένα να σας βοηθήσω."
"Εγώ; Εγώ να σε πάρω; Ο Αρχιεπίσκοπος έπρεπε να σε πάρει, όχι εγώ!"
"Τώρα που το λες, πού χάθηκε εκείνος; Όλο κάτι θυμούνται και με παίρνουν, μια ο Πάπας, μια ο Πατριάρχης, αυτός όμως ο Αρχιεπίσκοπός σας με έχει ξεχάσει τελείως!"
"Εεε, έλα τώρα, μην τον παρεξηγάς, είχε κι αυτός κάτι προβλήματα με μια τράπεζά του... ξέρεις, τα συνηθισμένα."
Ο Θεός δεν απάντησε στον πρόεδρο, έκανε μια κλήση στο κινητό του. Ο πρόεδρος ξαναγύρισε το τηλεσκόπιο στη Λευκωσία. 'Πω-πω, κοίτα κτίρια, κοίτα επαύλεις, πολυκατοικίες.' σκέφτηκε από μέσα του. ‘Αν τους έβαζα φόρο όλους αυτούς, δεν θα βοηθούσε να λυθεί μέρος του προβλήματος;'
"Όχι!" ακούστηκε ο Θεός να λέει ενώ ήταν απασχολημένος με το κινητό του.
"Σε μένα μιλάς;" τον ρωτάει ο πρόεδρος. "Αφού δεν μίλησα!"
"Σε ακούω κι εγώ όταν σκέφτεσαι, σε ακούει κι ο λαός σου, σε ακούει και η Τρόικα, σε ακούνε κι οι ομόλογοί σου στην Ευρώπη. Και έτσι όλοι σχεδιάζουν πριν μιλήσεις. Μόνο ο λαός δεν σχεδιάζει. Τρομάζει και κλείνεται στο καβούκι του, και ψάχνει στις εφημερίδες και στα facebook την επόμενη είδηση."
"Πώς με ακούνε όλοι αυτοί;"
"Σε ακούνε, σε ακούνε γιατί είσαι ο πρόεδρος. Γιατί το κάθε τι που κάνεις ταρακουνάει το νησί, η κάθε σκέψη σου αλλάζει το μέλλον του λαού αυτού, η κάθε επιστολή που γράφεις και η κάθε επιστολή που δεν γράφεις καθορίζει το μέλλον του νησιού."
"Τόσο πολύ ε;"
"Τόσο πολύ, ναι."
Ο πρόεδρος κοίταξε το Θεό περίλυπος. "Μα δεν είμαι Άγιος για να έχω μόνο αμόλυντες σκέψεις. Δεν μπορώ να ελέγχω τη σκέψη μου συνεχώς. Κάποτε πάει και στο συμφέρον μου, ή στο συμφέρον του κόμματος. Τι να κάνω για να καθαρίσω τις σκέψεις αυτές, να τις κόψω από τη ρίζα;"
"Πρώτα απ' όλα πρέπει να κατέβεις από το βουνό αυτό και να πετάξεις το τηλεσκόπιο. Πρέπει να κατέβεις στις πόλεις. Και ακόμη καλύτερα να μπεις μέσα στα διαμερίσματα των ανθρώπων, να μπεις στις μικρές επιχειρήσεις που υποφέρουν, και ακόμη αν γίνεται να ακούσεις τις συνομιλίες τους, ακόμη και τις σκέψεις τους."
"Μα πώς θα γίνει αυτό; Θα με δούνε! Θα με διώξουνε!"
"Θα σου δώσω δύο ιδιότητες για μια μέρα μόνο. Και μετά θα εξαφανιστούνε σαν να μην τις είχες ποτέ."
"Τι ιδιότητες;" γύρισε ο πρόεδρος να ρωτήσει, αλλά ο Θεός είχε εξαφανιστεί.
Ο Πρόεδρος κοίταξε το τηλεσκόπιό του και αρπάζοντάς το από τα δύο άκρα το μοίρασε στη μέση κτυπώντας το δυνατά στο γόνατό του δυο-τρεις φορές. Άρχισε έπειτα να κατηφορίζει το χωμάτινο δρομάκι. Ήδη είχε αρχίσει να ακούει τις σκέψεις των ανθρώπων από τα γύρω χωριά. Στην Ευρύχου κοντοστάθηκε για να κάνει ώτοστοπ γιατί είχε κουραστεί. Μόνο αφού πέρασε πολλή ώρα και αρκετά αυτοκίνητα κατάλαβε ότι ήταν αόρατος.
Και έτσι έφτασε στο πρώτο σπίτι της Λευκωσίας πεζή.
Και μπήκε.
©Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on August 28, 2014 05:57


