Πεζογράφημα ΣΤΡΕΙΔΙΑ του ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ - διασκευή σε θέατρο από Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης (απόσπασμα)


ΣΤΡΕΙΔΙΑ του Άντον Τσέχωφ
(Διασκευή για θέατρο Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης)
Σκηνή 2:
Χώρος:
Το Υπνοδωμάτιο φτωχικό. Μούχλα. Τα αντικείμενα ένδυσης του πατέρα στο πάτωμα.
Πρόσωπα:
            Πατέρας
            Γιος (μεγάλος σε ηλικία, από 30 ως 40)
 
 
                                                      
(το φως πάνω στο κρεβάτι του γιου ανάβει. Τλειστό το φως επάνω στο ερμάρι.)
Γιος: Είσαι σκληρή, κουβέρτα, πολύ σκληρή, αλλά θα σε νικήσω.
(αρχίζει να σπρώχνει και να παλεύει και να κλωτσάει την κουβέρτα με ένα τρόπο δυναμικό αλλά συνάμα και κωμικό, βγάζοντας κραυγές.)
Γιος: Αααααχ, άνοιξε, γγκκκκκρρρρ, ΑΦΗΣΕ ΜΕ!
Άφησέ με, σου λέω! Δεν θα με κλείσεις εσύ μαζί με τον πυρετό κι αυτή την καταραμένη τη Φάμες! (φωνάζει άγρια) ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΚΥΝΗΓΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕ ΠΙΑΝΕΙΣ! ΔΕΝ ΜΕ ΣΚΛΑΒΩΝΕΙΣ!!!
(καταφέρνει να φύγει από επάνω του την κουβέρτα και σηκώνεται.)
(στέκεται λίγο για να συνηθίσει τη μορφή του το κοινό.)
Γιος: (απευθύνεται προς το κοινό) Όχι, δεν είμαι πια μικρός. Πώς με βλέπετε, αγαπητή;  Δεν είμαι οκτώ χρόνων. Εσύ πόσων χρόνων είσαι; Πόσων χρόνων είσαι στα όνειρά σου; Εσύ, αγαπημένε παππού; (γυρνάει προς οποιονδήποτε ηλικιωμένο) Ε; Πόσων χρόνων είσαι στους εφιάλτες σου; Δεν είμαι οκτώ χρόνων, αλλά ούτε και μεγάλωσα. Είναι σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από εκείνη την καταραμμένη μέρα που μπαστακώθηκα κάτω από εκείνη την κουβέρτα. Και την ξαναζώ κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ... Ελάτε μαζί μου, θα καταλάβετε τι έγινε εκείνη την ημέρα... είμαι σίγουρος πως θα καταλάβετε... Θέλετε να καταλάβετε, έτσι; Μην ανησυχείτε, ψέματα έλεγα στον πατέρα μου, δεν θα μπει η Μόσχα ολόκληρη από το παράθυρο εκείνο. θα σας προστατεύσω! (γελάει κοροϊδευτικά) Αχχχχαααχαχαχααα
(ήχοι κεραυνών και έντονης βροχής, το φως στη σκηνή χαμηλώνει και ο φωτισμός συγκεντρώνεται στον τοίχο που είναι κρεμασμένη η η μουντζουρωμένη ταμπέλα. Ο γιος πηγαίνει κοντά στον τοίχο όπου είναι κρεμμασμένη και την κοιτάει διερευνητικά.)
Γιος: Αυτή την ταμπέλα μια μέρα θα την πλύνω. Ξέρω ότι κρύβει κάτι πολύ σημαντικό από κάτω. Κάτι γράφει. Αλλιώς δεν θα την έβαζα εκεί! (Προχωράει προς το κοινό) Γιατί να το ξέρετε, εγώ την έβαλα εκεί, αλλά δεν θυμάμαι πότε. Και δεν θυμάμαι γιατί. Εσύ, βρε φίλε (κοντεύει τον νεαρότερο θεατή που μπορεί να διακρίνει) θα μπορούσες να θυμηθείς; Αν έπασχες από Φάμεν, και οι γιατροί σε διώχνανε γιατί δεν έχουν θεραπεία, θα θυμόσουνα; Ε; Άσε, μην απαντάς, θα το λύσω μόνος μου!
(Γυρνάει και τρέχει προς τον τοίχο και κατεβάζει την ταμπέλα.)
Γιος: (προς την ταμπέλα) Να, σε έπιασα. Τώρα θα μου μιλήσεις.
(Τοποθετεί την ταμπέλα στην σκάφη και αρχίζει να την τρίβει).
Γιος: (καθώς τρίβει με μανία) Τι κρύβεις; Ε; (συλλαβίζει αργά) Εστ..../ τόρ..../ Στρ... Στρ... Να! Σε ξέπλυνα!
(Τρέχει στο κρεβάτι, όπου το φως παραμένει αμυδρό και στεγνώνει την ταμπέλα με την άκρη της κουβέρτας χωρίς να την κουνάει.)
(Έρχεται μπροστά και γυρνάει την ταμπέλα προς το κοινό.)
(Στην πρώτη γραμμή γράφει ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ και στη δεύτερη ΣΤΡΕΙΔΙΑ. Την γυρνάει για να τη δει όλο το ακροατήριο. Αν είναι μεγάλο ακροατήριο την διαβάζει.)
(Ο γιος κάθεται σταυροπόδι μπροστά στη σκηνή και τοποθετεί την ταμπέλα απέναντι του και της μιλάει.)
Γιος: Ω, μα παίζεις μαζί μου, καημένη ταμπέλα; Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι σκάκι; Εγώ δεν παίζω! Σ’ έπιασα! Τώρα ξέρω τι γράφεις! Και ... γαμώτο, πάλι ξεχνάω ΤΙ ΕΙΝΑΙ αυτό που γράφεις! Ξανά το ίδιο!  Πάλι από την αρχή!
(Σηκώνεται και γυρνάει προς το κοινό)
Γιος: Είμαι οκτώ χρόνων και τριών μηνών ακριβώς και δεν έχω ακούσει  ούτε μια φορά ως τώρα να λένε αυτή τη λέξη! Τι θέλει να πει; Μήπως είναι το όνομα του ιδιοκτήτη του εστιατορίου; Μα τα ονόματα τους οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών τα βάζουν στις πόρτες και όχι στους τοίχους!
(Το φως πάνω από το ερμάρι ανάβει. Το φως στη σκάφη και στο κρεβάτι παραμένουν αναμμένα. Ο γιος πλησιάζει το ερμάρι και στέκεται μπροστά του με την ταμπέλα στη μασχάλη.)
Γιος: Μπαμπά, τι θέλει να πει η λέξη ‘στρείδια’;
(παύση)
Γιος: Πατέρα, ξέρω ότι είσαι εκεί, τι θα πει η λέξη ‘στρείδια’;
Πατέρας: (χωρίς να ανοίγει το ερμάρι) Μα, παιδί μου, το στρείδι είναι ένα ζώο που ζει μες τη θάλασσα.
Γιος: Ααα, είναι δηλαδή, κάτι μεταξύ ψαριού και αστακού. Αφού λοιπόν είναι θαλασσινό ζώο, θα κάνουν βέβαια απ’ αυτό ψαρόσουπα.
(πλησιάζει τη σκάφη και αρχίζει να προσποιείται ότι βάζει μέσα τα υλικά που αναφέρει στη συνέχεια.)
Γιος: Ψαρόσουπα όμορφη και ζεστή, με πιπέρι κόκκινο και φύλλα δάφνης.
(Γυρνάει προς το κοινό)
Γιος: Θα θέλατε, πεινασμένε μου κύριε, λίγη ψαροσουπα; Μόλις την έφτιαξα, με στρείδια είναι!
(μικρή παύση)
Γιος: Μπορεί πάλι αυτό το ζώο της θάλασσας να το τρώνε με σάλτσα, όπως τους αστακούς, ή ακόμα, θα το σερβίρουν κρύο μαζί με τυρί ροκφόρ! Τα φέρνουν τα στρείδια αυτά που λες, από την αγορά στα εστιατόρια, τα καθαρίζουν γρήγορα- γρήγορα και τα πετάνε (πάει ξανά πίσω στη σκάφη) γρήγορα-γρήγορα πάλι μέσα στην κατσαρόλα.
Ναι! Γρήγορα-γρήγορα, όλα αυτά γίνονται γρήγορα γιατί όλος ο κόσμος πεινάει φριχτά! Αχ, τι ωραία η μυρωδιά της σούπας που έφτιαξα! Μου γαργαλίζει τον ουρανίσκο, τα ρουθούνια! Θέλω να τη φάω!
(ο γιος αρχίζει να μασάει και να πιπιλίζει τα δάκτυλά του. Σκύβει στο παλτό και πιάνει το μανίκι του.)
Γιος: Πατέρα, πώς μαγειρεύονται τα στρείδια;
Πατέρας: (το ερμάρι κλειστό) Τα τρώνε ζωντανά...έχουν κι αυτά ένα όστρακο, σαν τις χελώνες, ένα κογχύλι, όπως το λένε, χωρισμένο όμως στα δυο.
Γιος: (δυνατά και με γουρλωμένα μάτια) Τι φρίκη, τι φρίκη!
(παύση)
(ο γιος πάει και ρίχνει κάτω τη σκάφη με θυμό και περιχύνεται το νερό στη σκηνή)
Γιος: Δηλαδή το στρείδι είναι ένα ζώο, ένα ζώο που μοιάζει με βάτραχο, ένα βάτραχο κλεισμένο σε ένα κοχύλι, που κοιτάει με μεγάλα αστραφτερά μάτια και που σαλεύει αδιάκοπα τα αποκρουστικά σαγόνια του! (κάνει με τα χέρια του τα σαγόνια)
Πατέρας: (μέσα από το ερμάρι) Μην κινείσαι πολύ, γιε μου, μην αναπνέεις, θα σε ρίξει πολύ η Φάμεν και ο πυρετός και δεν θα αντέξεις...
Γιος: (Θυμωμένα) ΠΑΨΕ! ΠΑΨΕ ΠΙΑ! ΣΤΑΜΑΤΑ!
  - Τέλος Σκηνής -
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 26, 2015 00:19
No comments have been added yet.