Δίδυμες στα Σκοτεινά – Επαναδιαπραγμάτευση.


  Ξαφνικά έσβησε το φως παντού, σε όλη την υφήλιο, μέσα και έξω από τα σπίτια, στα δάση, στις ερήμους, στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Απόλυτο σκοτάδι κάλυψε την κάθε επιφάνεια, στους βυθούς των ωκεανών και στα υψήπεδα των μεγάλων οροσειρών.

Μέρα και νύχτα πια δεν ξεχώριζε στη γη. Στην αρχή όλοι νομίσανε πως θα κρατήσει μόνο μερικές ώρες αυτή η παράξενη εξέλιξη. Και μετά θα ήταν όλα εντάξει. Θα ερχότανε το φως. Αυτό επιθυμούσαν οι άνθρωποι. Μα τώρα έβλεπαν μόνο το σκοτάδι. Δεν φοβήθηκαν. Σε λίγο θα διαλυόταν και θα συνέχιζαν κανονικά.
Την έβδομη ώρα σε ένα ραδιόφωνο, μία ανακοίνωση άρχισε να ακούγεται από ένα μπαλκόνι απέναντι από τη Βιενέζικη λαϊκή αγορά παρά το Δούναβη. Μια γλυκιά γυναικεία φωνή επαναλάμβανε:
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΨΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΑΣ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ.»
Έπειτα συνέχισε να παίζει συνεχώς η ίδια ανακοίνωση. Μέχρι να ακούσουνε όλοι. Ανεξαιρέτως.
Μα οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι έλεγε η ανακοίνωση. Γιατί όντως έξω υπήρχε φως και όλα τα ζώα και τα φυτά απολάμβαναν μια υπέροχη λιακάδα. Οι άνθρωποι όμως βίωσαν εκείνη τη στιγμή που το σκοτάδει ξεκίνησε, μια τεράστια έκρηξη μέσα τους και το σκοτάδι τους κατακερμάτισε τη νόηση και τους αφαίρεσε όλα τα συναισθήματα και τη λογική. Γιατί ήταν η εποχή του πνευματικού σκοταδισμού. Κοντά, πολύ κοντά στο τέλος.
Οι ώρες στο σκοτάδι έγιναν ημέρες και ο πανικός έγινε μανία. Όλοι σιγά-σιγά έχασαν σχεδόν εντελώς τη μνήμη τους, που περιορίστηκε πια μόνο στην επαγγελματική και κοινωνική τους ταυτοποίηση. Οι άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη πλέον θυμόντουσαν μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματός τους, και κάποια από τα ονόματα των μελών των οικογενειών τους, των συντρόφων ή των φίλων τους. Τίποτα άλλο. Ούτε και το πού βρισκόντουσαν δεν μπορούσαν πια να ανακαλέσουν.
***
Πρώτοι πεθάνανε οι τυφλοί σε όλη την υφήλιο. Γιατί τολμήσανε με έπαρση να θεωρήσουνε πως οι ίδιοι θα δείχνανε το δρόμο. Μα δεν κατάλαβαν πως η γη που πατούσανε πια δεν ήταν η ίδια και το μυαλό τους πλέον δεν ήξερε τα βήματα για να μετρήσουν. Και καταποντιστήκανε στις γέφυρες, πέσανε στους κρημνούς και ψηλά από τις βεράντες και τις ταράτσες των ανενοικίαστων διαμερισμάτων, και καταπλακώθηκαν από τους τοίχους που σπρώχνανε από την άλλη πλευρά οι έχοντες την όραση μα ουχί την όψη.
Κι αφού τραγικά εξαλείφθηκε όλη η ομάδα αυτών που δεν θα βλέπανε έτσι κι αλλιώς αν έπεφτε πραγματικό σκοτάδι επί γης, έμειναν όσοι δεν θα βλέπανε το έρεβος αν επέπεφτε Κόλαση επί των πάντων.
Κατά τη δεύτερη ημέρα, όλοι οι πληθυσμοί της γης απεγνωσμένα έτρεχαν στους δρόμους και κτυπούσανε στους ανελέητους τοίχους, καρφώνονταν στα κοφτερά κλαδιά των χαμηλών πεύκων και των ελαιόδεντρων, έπεφταν στα βαθιά χαντάκια και στους κρημνούς. Γέμιζαν τις επιφάνειες με κόκκινες κηλίδες από το αίμα τους, μα δεν υπήρχε κανείς άλλος για τους δει και να τους σταματήσει.
Τα παγωμένα νερά των λειωμένων πόλων και των κορυφών των οροσειρών ξεχύλισαν τους γνωστούς και τους μπαζωμένους ποταμούς της Αμερικής, της Ασίας και τις Ευρώπης ψηλά, και κατά εκατομμύρια ξέβραζαν τα πτώματα στον Ινδικό, στον Ατλαντικό, στον Ειρηνικό, στη Νεκρά Θάλασσα και στη Μεσόγειο. Και από το Νότιο ημισφαίριο η Ανταρκτική έπνιξε στη λιγοστή ξηρά και στα νησιά της Ωκεανίας, τους απογόνους των Άγγλων, τους παροίκους και τους ιθαγενείς. Και με τους ανέμους και τα κύμματα και τους τυφώνες και τους Μουσώνες σπρώχνονταν τα πτώματα μαζικά προς τις ερήμους της ζώνης του τροπικού του Αιγόκερω και του Καρκίνου, συνεχώς προς το κέντρο, για να μαζευτούν όλα στον Ισημερινό για την τελική καύση.
Οι συσκευές μέσα στα σπίτια δεν σταμάταγαν να λειτουργούν. Οι οικοκυρές τρομαγμένες με τα παιδιά τους κρύβονταν μέσα στα πλυντήρια, στα στεγνωτήρια, στους φούρνους και πέθαιναν φωνάζοντας τα ονόματα των συζύγων τους. Μα ο Λάρρυ, ο Φρανσουά, ο Μάρκο, ο Οδυσσέας, ο Μαλού και όλοι οι σύζυγοι τρακάρανε θανάσιμα ο ένας τον άλλο με τα αυτοκίνητά τους στις κοινές Λεωφόρους στα σύνορα των χαρτών.
Στα νοσοκομεία και στις κλινικές οι ασθενείς, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι κατάπιναν τα χάπια και αλληλοκαρφώνονταν με τις ενέσεις και τα εμβόλια και τυλίγονταν με τους επιδέσμους για να αποβάλουν από μέσα τους το αβάστακτο σκοτάδι, μα δεν γνώριζαν πως το θρέφανε και το διογκώνανε με κάθε νέα προσπάθεια, ως το θάνατό τους από τα εγκεφαλικά και τα καρδιακά και λειωμένοι από τη χημική ασυναρτησία.
Οι ιερείς κάθε θρησκείας έτρεχαν απεγνωσμένα μέσα και έξω απ’ τα χωριά και τις πόλεις να βρούνε τις εκκλησίες, τα τζαμιά, τους καθεδρικούς, τις παγόδες και κάθε λογής άλλο ναό και αρχαίο μνημείο. Πάσχιζαν κατά δεκάδες να ανέβουνε στα καμπαναριά, στους θόλους, στις στέγες και στους στιβαγμένους λίθους για να κτυπήσουνε τις καμπάνες και τα θυμιατά και τα γκογκ και όλα τα άλλα θρησκευτικά εργαλεία σε μια ύστατη προσπάθεια να φωνάξουνε στον κόσμο να μετανοήσει, μα από το βάρος και τη δόνηση γκρεμίζονταν τα κτίρια και σκότωναν τους ίδιους και τους λιγοστούς πιστούς που μαζεύονταν τριγύρω με ελπίδα.
Δισεκατομμύρια παρέμεναν αλώβητοι ως την τρίτη μέρα οι άθεοι, μα ακούγοντας την ανακοίνωση στο ραδιόφωνο, με την όχι πλέον σθεναρή τους λογική που σιγά-σιγά μετατρεπόταν σε ανοία, πίστευαν πως έφταιγαν εκείνοι για το σκοτάδι, και μετανοούσαν και έπεφταν στα γόνατα για να προσευχηθούν σε κάποιο Θεό, όποιον να’ναι, επειγόντως. Μα σαν πάσκιζαν να σταυροκοπηθούν, δεν ήταν ικανοί να δούνε την σαν από αρχαία κατάρα αποκάλυψη του μαχαιριού στο χέρι τους και έσκιζαν χωρίς πόνο την ίδια τους τη σάρκα στα τέσσερα, και άθελά τους πέθαιναν θυσιαζόμενοι στο θέλημα του σκοταδιού του πνεύματος.
Τα ραδιόφωνα παγκόσμια έπιαναν ένα μόνο σήμα και το επαναλάμβαναν συνεχώς, αλλάζοντας τη σειρά των φράσεων, σε διάφορες γλώσσες.
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΨΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΑΣ,  ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ, ΨΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ.»
Οι άνθρωποι πια ήταν λιγοστοί. Και δεν έβλεπαν το φως που έλεγε το ραδιόφωνο. Οι εραστές έτρεχαν να βρούνε το ταίρι τους και φώναζαν τα ονόματα που θυμόντουσαν. Μα έλειπε εκείνη η μοναδική σύνδεση που θα τους έφερνε κοντά – ο Αντρέας φώναζε τη Μαρία μα εκείνη ήτανε απανθρακωμένη στο φούρνο του κρεματορίου που νόμισε πως ήτανε το αμάξι του Αντρέα και μπήκε μέσα για να την πάρει μακριά. Η Τσαν φώναζε τον Κιμ, μα ο Κιμ έκανε εκείνη τη στιγμή το τελευταίο του βήμα στο κενό, έτοιμος να πέσει, περπατώντας εν αγνοία του στην κορυφή της πυραμίδας της Γκίζας. Στο Σίδνεϊ ο Τζον φώναζε την Άγκαθα για να την αγκαλιάσει, να την παρηγορήσει, μα η Άγκαθά του ήταν στην αγκαλιά ενός άλλου Τζον στο Λονδίνο κατά λάθος, και εκείνη τη στιγμή τους κτύπαγε ένα κόκκινο λεωφορείο που ούτε είδαν, ούτε άκουσαν να έρχεται, στη μέση του δρόμου που ψηλάφιζαν ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι.
***
Την τέταρτη μέρα οι εργάτες του Δημοσίου όλων των χωρών του κόσμου, και οι ιδιώτες μικρομεσαίοι, και οι υπάλληλοι των πολυεθνικών έσκαβαν στο έδαφος μεγάλους λάκους με τα νύχια τους και με μικρά κλαδάκια και κρύβονταν μέσα καλύπτοντας ξανά το σώμα τους με το χώμα, εις αναμονή της επαναφοράς του φωτός. Παρέμειναν ζωντανοί για μερικά λεπτά και ένοιωσαν την ασφυξία προτιμότερη από τον πανικό του σκοταδιού της ψυχής τους.
Οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς, οι δάσκαλοι και οι οικονομολόγοι κρύφτηκαν μέσα στις δημόσιες και τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες και στα μουσεία και ανάψανε σπίρτα για να δούνε, μα βάλανε φωτιά στα βιβλία και στα αγάλματα αμέσως, χωρίς να το καταλάβουνε. Μια φωτιά που δεν την βλέπανε, που έκαψε τα πάντα πριν κάψει αυτούς, που απλά στεκόντουσαν με το σπίρτο στο χέρι περιμένοντας την επαναφορά του φωτός. Γιατί είχαν καταλάβει τη φράση του ραδιοφώνου που τους έλεγε να σταθούνε κάπου ασφαλείς. Και αυτό έκαναν.
Έπειτα, το απόγευμα της ημέρας αυτής εξαλείφηκαν ταυτόχρονα όλοι οι αθλητές του κόσμου, ομαδικών και ατομικών αθλημάτων. Άλλοι απέθαναν σαν προπονούνταν, πλακωμένοι από τα βαριά όργανα στα γυμναστήρια, άλλοι καταπώθηκαν από το λειωμένο ταρτάν του στίβου σαν ανάπτυσσαν την ταχύτητα και την αντοχή τους με στόχο την πρωτιά στο κόψιμο του νήματος, που ακόμη και στο απόλυτο σκοτάδι αυτή η εμμονή δεν αναλωνότανε. Άλλοι δε αρπάχτηκαν από τον άγριο άνεμο σαν βελτίωναν το άλμα τους για να πάνε ψηλότερα και μακρύτερα. Και άλλοι πνίγηκαν στις μαινόμενες πισίνες και στραγγαλίστηκαν στους κρίκους, τα σκοινιά και τα λάστιχα. Στις ομάδες και τα δίδυμα ζεύγη, οι αθλητές σκότωσαν ο ένας τον άλλο με κάθε μέσο, με μανία, με το μίσος που κρατήθηκε μέσα τους χρόνια τώρα, για το φόβο της ήττας, για το φόβο της επιβράβευσης του άλλου, με τον αθέμιτο ανταγωνισμό της ψυχής που η μάνα κι ο πατέρας τους και ο προπονητής τους έθρεψαν με κάθε μέσο, με κάθε είδος τροφής από τον καιρό που πάτησαν πόδι και περπάτησαν στο πράσινο γρασίδι το αξήραντο.
Έξω στους δρόμους οι Χούλιγκανς του ποδοσφαίρου, οι περιθωριακοί αντιεξουσιαστές και οι νεαροί οπαδοί των ακροδεξιών, φασιστικών κομμάτων ενώθηκαν με τους τζιχαντιστές και τους κομμουνιστές και γέμισαν τις πλατείες του κόσμου για να φωνάξουνε να έρθει το φως. Μα ο κάθε ένας που ερχότανε ακόμη και στην παραμικρή επαφή με έναν άλλο νόμιζε πως απειλότανε η ζωή του και σκότωνε. Κι ας νόμιζε πως σκότωνε έναν αστυνομικό κάθε φορά. Κι όταν ο ίδιος πέθαινε μετά, νόμιζε πως αστυνομικός τον σκότωνε. Κάθε μία ώρα που περνούσε, ο αριθμός αυτός των διαμαρτυρουμένων γινότανε ακριβώς ο μισός, αφού ο καθένας σκότωνε τον απέναντί του. Γέμισε η Τιέν Αρμέν, και τα Ηλύσια Πεδία και η Ομόνοια και η Τάιμς και η Πλατεία Ελευθερίας και η Πλατεία Νέλσον Μαντέλα και όλες οι μεγάλες πλατείες, με πτώματα νεαρών ανδρών και γυναικών που απώλεσαν την ελπίδα στη μάχη με τον εαυτό τους.
Με το πέρας της πανωλεθρίας της επανάστασης, κατά τα μεσάνυκτα της τέταρτης μέρας στο Βόρειο ημισφαίριο όταν ακόμη μεσημέρι στο νότιο, η Πανσέληνος και ο Ήλιος που κανείς δεν έβλεπε, αποκάλυψαν ότι είχε απομείνει ένας νεαρός σε κάθε πλατεία σε όλες τις πόλεις του κόσμου. Και ο καθένας τους μάταια έψαχνε ψαχουλεύοντας να βρει μια κάποια σημαία να αγκαλιάσει. Το πρώτο όρνιο προσγειώθηκε πάνω στο πτώμα του νεαρότερου, ήταν δέκα ετών και ονομαζότανε Ντανούκα. Εκείνη τη στιγμή, ένας ένας σε κάθε πλατεία, πήρανε φόρα οι εναπομείναντες χιλιάδες μοναχικοί επαναστάτες των κρατών και των θρησκειών. Χωρίς να γνωρίζει ο ένας για τον άλλον κινήθηκαν ταυτόχρονα, ανεξήγητα γιατί, και κτυπήσανε από μία βιτρίνα κοσμηματοπωλείου ο καθένας κι απέθαναν, άλλοι καρφωμένοι στα σπασμένα γυαλιά, άλλοι στραγγαλισμένοι με πανάκριβα περιδέραια κι άλλοι καταπίνοντας το χρυσάφι σε δακτυλίδια, αρραβώνες και σκουλαρίκια.
Στα ραδιόφωνα η ένταση της ανακοίνωσης δυνάμωνε από μόνη της, χωρίς χέρι να αγγίξει το κομβίο της ρύθμισης του ήχου. Οι λιγοστοί άνθρωποι που απομείνανε πάνω στη γη έψαχναν τα ραδιόφωνα για να τα σπάσουνε χωρίς να έχουν συνείδηση στόχου, απλά ήταν ο μόνος θόρυβος που ακούγανε πια. Ήτανε η μόνη φωνή πέρα από τη συνεχή ανάκληση των ονομάτων απανταχού.
«ΨΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΜΕΙΝΕΤΕ ΕΚΕΙ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΨΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΑΣ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ.»
Μα τα ραδιόφωνα συνέχιζαν επίμονα, σπασμένα, ριγμένα στη λάσπη και βυθισμένα στις θάλασσες και στα ποτάμια εξακολουθούσαν να επαναλαμβάνουν την ίδια ανακοίνωση, όλο και δυνατότερα.
***
Παραδόξως απέμειναν μόνο τα αδέλφια σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι μανάδες, οι πατεράδες, οι μονογιοί κι οι μονοκόρες, όλοι πέθαναν με κάποιο τρόπο. Μόνο τα αδέλφια.
Ο Ερνέστος φώναζε απεγνωσμένα τον Νάβο μα δεν τον εντόπιζε. Κι ας στεκόντουσαν στην απέναντι λωρίδα πριν ταυτόχρονα κάνουν το βήμα στον αεροδιάδρομο που θα προσγειωνότανε το αυτόματο, μη επανδρωμένο αεροπλάνο. Ο Αμπτάλα στέκεται στον Πύργο του Άιφελ και φωνάζει την Μπαρίκα και την Τζουμάνα, μα και οι δυο τους χωρίς να το γνωρίζουν είναι έτοιμες να μπούνε στο μονοπάτι των ελεφάντων που θα κάνουν στο δάσος τη συνηθισμένη τους βόλτα προς τη λίμνη. Μόλις περάσουν οι ελέφαντες από πάνω τους ο Αμπτάλα πηδάει το κάγκελο του τρίτου ορόφου νομιζόμενος πως πηδάει το φράχτη της φάρμας στο χωριό. Η Ραχήλ κρυμμένη στα χαλάσματα της λωρίδας της Γάζας φοβάται πως όλα τα κάνανε οι Παλαιστίνιοι και φωνάζει τη μικρή της αδελφή, τη Γιονίνα, μα εκείνη τη στιγμή ένας γορίλλας βιάζει μισοπεθαμένο το αγαπημένο της περιστεράκι, την μοναδική της αδελφή, στο ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης, όπου όλα τα κλουβιά είναι πια ανοικτά και τα ζώα κυκλοφοράνε στους άδειους δρόμους. Κατευθύνονται προς το Σέντραλ Παρκ, από όπου αναδύεται μια έντονη μυρωδιά πτωματίλλας και δισεκατομμύρια έντομα σημαίνουν τη σήψη.
***
Ξαφνικά η ανακοίνωση από τα ραδιόφωνα άλλαξε.
«ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΝΑ ΨΑΞΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. ΈΞΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΘΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ ΔΥΝΑΤΑ. ΦΩΝΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΑΣ,  ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΤΕ. ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΔΙΔΥΜΟ ΑΔΕΛΦΟ ΣΑΣ.»
Το σκοτάδι φοβότανε τη μοναδική σύνδεση. Πέθαιναν τα αδέλφια συνεχώς, μα όσα ήταν δίδυμα, τρίδυμα και τετράδιμα, όσο κι αν τους απομάκρυνε σιγά σιγά, σίμωναν με το πέρασμα των ωρών στο σκοτάδι. Το δέσιμο που τους έφερνε πιο κοντά - όσο μακριά κι αν τους έφερε η ξαφνική έκρηξη του σκοταδισμού - ήταν γονιδιακό, συμπαγές, κωδικοποιημένο με ένα κωδικό που το σκοτάδι του πνεύματος δεν μπορούσε να σπάσει.
Φώναξε ο Μοχάμετ τον Αχμέτ κι αυτός τον άκουγε και προσεκτικά πέρασε τα σύνορα της Ρωσσίας για να τον συναντήσει στην Ανδαλουσία, διασχίζοντας με βάρκα τη μισοβυθισμένη κεντρική Ευρώπη. Βρέθηκαν δυο μέτρα μακριά και ένοιωσαν έντονα στην καρδιά τους την παρουσία ο ένας του άλλου. Κι όμως, μόλις έκαναν ταυτόχρονα το τελικό βήμα, έπεσε επάνω τους μια θεώρατη, ξερριζωμένη ελιά και σκότωσε και τους δύο, πριν αγγίξει ο ένας τον άλλο και πετύχουν την ένωση.
Η Λαρίσσα φώναζε για μέρες τον Αλεξέι και την Εκατερίνα, ήταν τρίδυμα. Έμεινε ακίνητη και ασφαλής, είχε απ’ την αρχή ακούσει το μήνυμα γιατί βρέθηκε στη Βιέννη τις πρώτες ώρες, κι όσο τους φώναζε αυτοί έπαιρναν κατεύθυνση. Πέρασαν τον Βόλγα κολυμπώντας κι ακολούθησαν το Δούναβη να πάνε κοντά της. Μα μόλις εισήλθανε στην πόλη,  ένα κοπάδι λύκων καταβρόχθησε και τους τρεις.
Η Γαβριέλλα ήταν δίδυμη. Είχε μπει σε ένα πλυντήριο από την πρώτη ώρα και γύριζε συνεχώς. Άρχισε να φωνάζει τη Μαριλένα μόλις την τρίτη μέρα.
«Μαριλένα!» φώναζε με το μυαλό της μα δεν ακουγότανε έξω από το πλυντήριο η φωνή της.
Για κάποιο λόγο όμως η Μαριλένα την άκουσε, κι ας βρέθηκε την πρώτη εκείνη ημέρα – ανεξήγητα- στην έρημο της Σαχάρας αγκαλιασμένη με ένα αντικείμενο στέρεο, που το θεώρησε άγαλμα και έμεινε εκεί ακούνητη για πολλά μερόνυκτα.
«Γαβριέλλα;» ψιθύρισε όταν μέσα στο κεφάλι της, κάπου στο πίσω μέρος, άκουσε τη φωνή της αδελφής της. Μα το ραδιόφωνο φώναζε συνεχώς την ανακοίνωσή του και δεν την άφηνε να ακούσει:
«ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ. ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΝΑ ΨΑΞΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΣ. ΈΞΩ ΘΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ ΔΥΝΑΤΑ. ΦΩΝΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΑΣ,  ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΜΗΝ ΤΡΕΧΕΤΕ. ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΔΙΔΥΜΟ ΑΔΕΛΦΟ ΣΑΣ. ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩ.»
Η Μαριλένα δεν πολυκαταλάμβαινε τι άκουε, αλλά το ‘βρείτε την δίδυμή σας αδελφή’, το είχε νοιώσει βαθιά μέσα της. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει το αντικείμενο που κρατούσε. Ήξερε πως ο θάνατος θα ήταν πιο κοντά αν το έκανε.
Ξαφνικά, με τη λιγοστή λογική που της είχε απομείνει, σκέφτηκε να κτυπήσει το αντικείμενο με τα δάκτυλά της για να καταλάβει το υλικό του. «Τικ-τοκ. Τικ-τοκ». Ένας κούφιος ήχος. Της θύμισε τον ήχο του ξύλου. Αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπρωξε με το σώμα της και έγειρε μέσα στο παγωμένο νερό που της έβρεχε τα πόδια εδώ και μερικές ώρες. Σε μερικά λεπτά βρέθηκε να επιπλέει σε βαθύτερο νερό κι όσο έκανε κουπί με τα χέρια, άκουε όλο και πιο έντονα το όνομά της από τη φωνή της αδελφής της.
«Μαριλένα, Μαριλένα...»
Άρχισε κι αυτή πιο έντονα να σκέφτεται τη Γαβριέλλα.
Η Γαβριέλλα μέσα στο πλυντήριο, ξαφνικά, για πρώτη φορά μετά από μέρες άκουσε το όνομά της.
Δεν είναι δυνατόν! σκέφτηκε. Η Μαριλένα! Με άκουσε και με φωνάζει! Έρχεται!
Κι όπως γύριζε έντονα, κάθε δυο-τρεις στροφές προλάβαινε να σκεφτεί το όνομα της Μαριλένας. Το σκεφτότανε έντονα, το φώναζε μέσα στο μυαλό της με όλη την ένταση της ψυχικής της σκοτοδύνης, το φώναζε με μανία, κι όσο το φώναζε, τόσο πιο δυνατά άκουε τη φωνή της Μαριλένας να της απαντάει.
«Μαριλένα!»
«Γαβριέλλα!»
«Μαριλένα!»
«Γαβριέλλα!»
«Μαριλένα!»
«Γαβριέλλα!»
«Μαριλένα!»
Κι ο κορμός που αγκάλιαζε η Μαριλένα – γιατί περί κορμού επρόκειτο τελικά, κι όχι αγάλματος – επιτάχυνε, άρπαζε τη φόρα των ανέμων, στροβιλλιζότανε στο ρεύμα και τιναζότανε μπροστά, ολοένα μπροστά, προς τη φωνή της Γαβριέλλας, λες και ο ίδιος ο κορμός, σε μια συμφωνία με τη μάνα του, ήθελε να φέρει τις δίδυμες κοντά.
«Γαβριέλλα...»
«Μαριλένα!»
Συνεχώς αντάλλαζαν σκέψεις οι δίδυμες, κι άρχισαν ξανά μέσα τους να νοιώθουν τη χαμένη ευτυχία, άρχισαν να νοιώθουν τη γαλήνευση, όσο γρήγορα κι αν γύριζε η Γαβριέλλα, ένοιωθε μόνο την τεράστια ανάγκη να αγκαλιαστεί με την αδελφή της, κι η Μαριλένα, όσο κι αν την κτύπαγαν τα κύματα στο πρόσωπο, κι ας της έγδερναν τα πόδια και τα μπράτσα τα ξερόκλαδα που έπλεαν αντίθετα με την πορεία της, κι αυτή δεν νοιαζότανε παρά μόνο να ακούει τη φωνή της αδελφής της.
Η Γαβριέλλα ήταν σίγουρη πως η πρώτη αναλαμπή που είδε την Έβδομη μέρα, ήταν φως.
Ήταν φως, γιατί τίποτα άλλο δεν είχε δει μέσα κι έξω απ’ το μυαλό της εδώ και επτά μέρες, ήταν πάντα απόλυτο και εντελώς μαύρο το σκοτάδι. Μα εκείνη τη στιγμή ήταν σίγουρη ότι είδε μια μικρή αναλαμπή φωτός. Και η φωνή της Μαριλένας ήταν πολύ πιο έντονη πια, ενώ το πλυντήριο είχε αρχίσει να μειώνει τις στροφές του, σχεδόν δεν γύριζε.
«Μαριλένα!» άρχισε να φωνάζει, «Μαριλένα! Μαριλένα! ΜΑΡΙΛΕΝΑΑΑΑΑ!»
Ένα ‘ΜΠΑΜ’ δυνατό την ταρακούνησε και το πλυντήριο έγειρε στο πλάι. Ήταν ο κορμός του δέντρου πάνω στον οποίο ήταν γραπωμένη η Μαριλένα και κτύπησε βίαια επάνω στο πλυντήριο εισερχόμενος με ορμή από το παράθυρο, ενώ έξω κύλαγε βίαια ο Δούναβης απειλώντας να πάρει μαζί του τα πάντα.
Η Μαριλένα λιποθύμησε έχοντας κτυπήσει στο κεφάλι.
Η Γαβριέλλα εκτινάχθηκε έξω από το πλυντήριο καθώς άνοιξε η πόρτα του.
«Μαριλένα! ΜΑΡΙΛΕΝΑ!» φώναξε με αγωνία, και ξαφνικά ένοιωσε την αύρα της Μαριλένας κοντά της. Η ελαφριά αναλαμπή φωτός που είχε νοιώσει προηγουμένως τώρα ήταν πιο έντονη και ερχότανε σε ριπές.
«Μαριλένα μου!» κατάφερε να πει βρίσκοντας για πρώτη φορά μετά από μέρες φωνή και μια δεύτερη λέξη. Ψαχούλευε στο πάτωμα για να βρει τη Μαριλένα σκίζοντας τις παλάμες της στα σπασμένα γυαλιά.
«Μαριλένα – Μαριλένα – Μαριλένα - Μαριλένα» έλεγε συνεχώς, μα δεν άκουε πια μέσα στο μυαλό της την απόκριση της Μαριλένας.
Ξαφνικά άγγιξε ένα στερεό σώμα σαν ξύλο και τυλιγμένο επάνω του ένα απαλό αντικείμενο, ζεστό, σαν σώμα.
«Μαριλένα! Είσαι ζωντανή!» Φώναξε δυνατά. «Είσαι εδώ!»
Αγκάλιασε τη Μαριλένα και επαναλάμβανε την πιο αγαπημένη της λέξη «Μαριλένα, Μαριλένα μου, Μαριλένα...»
Η Μαριλένα δεν συνερχόντανε, αλλά η καρδιά της κτύπαγε δυνατά. Η Γαβριέλλα την έσφιξε ακόμη πιο δυνατά στην αγκαλιά της και τα δάκρυα που άρχισε να χύνει της έφεραν περισσότερο φως μέσα στο μυαλό της.
Η ανακοίνωση στο ραδιόφωνο ήταν πια πιο λακωνική. Η ώρα σίμωνε.
«ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΩΣ. ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΤΕ. ΌΛΑ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΝΑ ΨΑΞΕΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ. ΈΞΩ ΘΑ ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ. ΜΗΝ ΨΗΛΑΦΙΖΕΤΕ, ΦΩΝΑΞΤΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ ΔΥΝΑΤΑ. ΦΩΝΑΞΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΞΩ.»
Δεν έλεγε πια για το σκοτάδι. Μίλαγε για το φως. Και η Γαβριέλλα άρχισε να κατανοεί την ανακοίνωση.
Κι όπως έλεγε συνεχώς το όνομα της δίδυμης αδελφής της, «Μαριλένα, Μαριλένα μου, Μαριλένα», ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει, όπως το φως άρχισε να την κατακλύει μέσα και έξω, ο μονόλογός της πήρε μια διαφορετική τροπή.
«Μαριλένα, Μαριλένα μου, Μαριλένα, Γαβρι...Μαριλένα, Γαβριέλ...Μαριλένα.» Όσο κι αν το πάλευε, χωρίς καμία δύναμη να το αποφύγει, δεν μπορούσε πια να φωνάζει την αδελφή της χωρίς να φωνάζει και το δικό της όνομα. «Μαριλένα, Γαβριέλλα, Μαριλένα μου, Γαβριέλλα, Μαριλένα, Γαβριέλλα μου, Γαβριέλλα, Γαβριέλλα!»
Κι όσο έλεγε το όνομα και των δύο, όλο και πιο σφικτά αγκάλιαζε τη Μαριλένα. Ο κορμός άρχισε να ξεζουμίζει το αλμυρό και το γλυκό νερό που είχε μαζέψει, ξεζούμισε και το αίμα της Μαριλένας με το οποίο ποτίστηκε και τράφηκε για να τη φέρει στην αδελφή της, κι άρχισε να γίνεται μαλακός, να διαλύεται, και δεν ήταν πια κορμός δέντρου, ήταν πολτός. Κι άρχισε και η Βιέννη να γίνεται πολτός, και ο υπόλοιπος πλανήτης το ίδιο.
Ήταν η έβδομη μέρα κι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο.
«Γαβριέλλα, Γαβριέλλα μου, Γαβριέλλα,» φώναζε πια η Γαβριέλλα, μα φώναζε με τη φωνή της Μαριλένας, γιατί πια η Μαριλένα είχε εισχωρήσει μέσα της, είχαν αφομοιωθεί.
Το φως είχε έρθει. Απλά δεν υπήρχε πια κανείς για να το δει.
 
***
Ξαφνικά ο Μιχαήλ ανοίγει τα μάτια. Στεκότανε εκεί μόνος, επάνω στη Σελήνη απέναντι από την γη που κάποτε είχε εγκαταλείψει, χιλιάδες χρόνια τώρα υπνωτισμένος, σε πλήρη ασυναισθησία. Κοιτάει κάτω, προς τον πλανήτη που είχε τόσο αγαπήσει.
Ολοπράσινος, πανέμορφος, ποτάμια να κυλάνε, εξωτικά πουλιά να αντικατοπρίζουν στο υπέροχό τους φτέρωμα το άπλετο φως, τεράστια κοπάδια με αντιλόπες στις ζούγκλες και τα δάση. Χρώματα, χρώματα, χρώματα και φως.
Κοιτάει πιο προσεκτικά. Κοιτάει συνεχώς, κάτι άλλο ψάχνει.
Περιμένει να περάσουνε εικοσιτέσσερις ώρες, να κάνει η Σελήνη πλήρη περιστροφή, να κοιτάξει διερευνητικά και διεξοδικά παντού στον παράδεισο ετούτο στην γη, σε κάθε γωνιά. Να βρει αυτό που ψάχνει.
Και ξαφνικά βλέπει αυτό που ήθελε να δει.
Ανοίγει τα τεράστια, μεταλλικά του φτερά και κάνει μια βουτιά προς τη γη. Κατεβαίνει και προσγειώνεται απαλά σε ένα σημείο εκεί που κάποτε ήτανε η Βόρεια Αφρική, στο μέσο ενός τροπικού δάσους.
Βρήκε αυτόν που έψαχνε.
Αντικρύζονται με αμηχανία.
Ο Μιχαήλ πλησιάζει τον άντρα της γης τη στιγμή που κόβει ένα κομμάτι σάρκας από το πλευρό του.
«Γαβριήλ! Μη!»
 
 
©χρίστος ροδούλλας τσιαήλης
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 14, 2015 01:31
No comments have been added yet.