Το Αυγό Του Παπαγάλου
Ο Γκαβέλας κοίταζε στο κλουβί της Μπεμπέ για χρόνια κρυφά από αυτή. Κοίταζε όποτε η Μπεμπέ έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση τα σποράκια της – ποτέ δεν της έδινε σοκολάτα, γιατί διάβασε κάπου ότι σκοτώνει.
Έβαζε το τριχωτό του χέρι μέσα στη φωλιά με τα άχυρα που της είχε φτιάξει όταν την είχε πρωτοαγοράσει από την Κυρία Μπατάλ, που απογοητευμένη ήθελε να την πουλήσει στον πρώτο λαχόντα γιατί, «δεν ξεγώ τι πγεπεί να κανώ, δεν κάνει αυγό, δεν θα έχω απογονούς, ίσως δεν μπογώ τελικά να κανώ κάτι, πάγτην, ίσως μαζί σου να αλλαξεί η τύχη της. Νες πα;» Θυμότανε τα λόγια της που του αράδιασε με γαλλική προφορά κάθε φορά που έβγαζε το χέρι από την άδεια φωλιά, απογοητευμένος. Ήξερε ότι έπρεπε να δώσει αυτός τη μάχη. Καθάριζε το χέρι του το λερωμένο με τα σκατωμένα άχυρα και τα μισά πέφτανε χάμω. Τα μάζευε βιαστικά με λίγο χαρτί που είχε εκεί πρόχειρα, γιατί δεν έπρεπε να δει η Μπεμπέ τι συμβαίνει, δεν έκανε να ξέρει ότι την παρακολουθεί, γιατί το αυγό μετά δεν θα άξιζε, ο Γκαβέλας δεν ήθελε χάρες. Μόλις τελείωνε το μάζεμα κάθε φορά άκουγε από το σαλόνι την Μπεμπέ επανειλημμένα να φωνάζει το όνομά της και ήξερε ότι ήτανε ώρα να τη βάλει για ύπνο.
8:13 μ.μ. Πάντα την ίδια ώρα. Ευτυχώς. Ήταν η ώρα που άρχιζαν οι ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση. Ίσως δεν άρεσαν στην Μπεμπέ οι ειδήσεις. Ίσως καταλάβαινε τι έβλεπε και δεν ήθελε. Στους δρόμους οι διαδηλωτές την ενοχλούσαν, οι πολιτικοί ακούγονταν σαν παπαγάλοι, συνεχώς να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, θα τα βαρέθηκε όλα.
Το κλουβί το διάλεξε αυτός για την Μπεμπέ γιατί ήξερε ότι έπρεπε να αλλάξει το περιβάλλον της. Την έπαιρνε στο δωμάτιο αμέσως και τη φιλούσε στο ράμφος λέγοντας της πόσο την αγαπάει. Στους πράσινους τοίχους στο δωμάτιο δεν έβαλε αφίσες και τον καναπέ-κρεβάτι τον είχε πάντα κλειστό. Την άφηνε ήσυχη πάντα ως τις 10:00 ακριβώς κάθε πρωί που την ξύπναγε για το πρωινό της στην βεράντα, για να πάρει και λίγο ήλιο στο υπέροχο γκρίζο της φτέρωμα. Να παράξει βιταμίνη Ντι. Να της δώσει κι αυτός κρυφά στο φαγητό της λίγη Μπι, και λίγη Έψιλον, μπας και αλλάξει το παραγωγικό της. Γιατί πραγματικά την ήθελε να κάνει ένα αυγό. Για τους δυο τους.
Αυτή την Κυριακή κτύπησε η πόρτα γύρω στις 9:55 το πρωί. Ο Γκαβέλας, φορώντας ανάποδα τη γαλάζια νυχτικιά του άνοιξε την πόρτα διστακτικά. Ο Γκαβέλας στάθηκε εμβρόντητος. «Τ-τι θ-θέλεις;» ψέλλισε μόνο και πήγε να κλείσει την πόρτα στα μούτρα του ανεπιθύμητου επισκέπτη. Ο επισκέπτης έβαλε το πόδι του στον παραστατό και συγκράτησε την πόρτα. Ο Γκαβέλας άνοιξε ξανά, με λιγότερες μοίρες γωνίας αυτή τη φορά.
Του πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.
Ήταν ο Αλέξης.
Ο Αλέξης στο σπίτι του, δυο χρόνια ολόκληρα μετά που τον είχε εγκαταλείψει.
«Γιατί είσ’ εδώ; Είναι κι αυτή εδώ. Δεν έφυγε.» Ο Γκαβέλας ήξερε πολύ καλά τι του είπε. Ήταν μόνο λίγους μήνες πριν φύγει ο Αλέξης που είχε πάρει την Μπεμπέ. Είχε πάθει τόσο κόλλημα μαζί της. που της έδινε όλη τη σημασία, και ανέπτυξε την ψύχωση με το αυγό και έγραφε κανονικά τον Αλέξη. Αυτός φαίνεται δεν άντεξε τον ανταγωνισμό και τον εγκατέλειψε χωρίς μια κουβέντα, ένα φιλί. Μόνο ένα σημείωμα του είχε αφήσει, τι σημείωμα δηλαδή; Μια φρασούλα ήτανε. «Ποτέ μην της δώσεις σοκολάτα».
Έσκυψε το κεφάλι στο πλάι και κοίταξε τον Αλέξη λίγο πιο διεξοδικά από κάτω στο λασπωμένο παπούτσι ως πάνω στο κεφάλι. Ήταν γεμάτος με άχυρα.
Πρέπει να ξυπνήσω την Μπεμπέ!
Ξαφνικά ο Αλέξης άνοιξε τη χούφτα του. Του αποκάλυψε τα σπασμένα τσόφλια ενός αυγού. Χαμογέλασε. Από πίσω εμφανίστηκε η Κυρία Μπατάλ, κι αυτή χαρούμενη.
Ήταν ήδη 10:20. Για πρώτη φορά την είχε βγάλει από το πρόγραμμα και άργησε να την ξυπνήσει.
Η νυχτικιά του Γκαβέλα άνοιξε. Μέσα γυμνός, κοίταξε το σώμα του για πρώτη φορά στο φως της ημέρας. Ήταν κι ο ίδιος γεμάτος άχυρα.
Μέσα από το δωμάτιο η Μπεμπέ άρχισε να κακαρίζει σαν κότα, ξέρεις, όταν κάνει αυγό.
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on March 29, 2015 23:45
No comments have been added yet.


