Μαγιονέζα
Μαγιονέζα
---------------
Άνοιξε το καπάκι του σωληναρίου και άρχισε να του τοποθετεί προσεκτικά τη μαύρη κρέμα στις ανοικτές πληγές πάνω στην πλάτη, στους ώμους, στο μέτωπο. Αυτός κινόνταν αντιδραστικά δεξιά κι αριστερά από τον πόνο, προκαλώντας της σοβαρή αστοχία. Το μισό του σώμα κατέληξε άτσαλα μουντζουρωμένο με δακτυλιές, σαν παρατημένο τείχος όπου αντίθετες φατριές σβήνουν η μια τα συνθήματα της άλλης για δεκαετίες. Αλλά με την επιμονή της τις πληγές τις πέτυχε όλες –σχεδόν. Γιατί μόλις πήγε να του βάλει λίγη στο σημείο που άνοιξε κάτω από το χείλος του, της άρπαξε το χέρι.
«Ααχ.»
«Μα πρέπει, γιε μου, κάνε μια προσπάθεια...»
Την δάγκωσε ελαφρά για να τραβήξει το χέρι της. «Άλλαξε κάτι;»
«Όχι, αλλά να είσαι έτοιμος. Συντηρήσου. Θα αλλάξει ο νόμος, θα δεις. Με κάποιο τρόπο διατηρήσου.»
«Επειδή το θέλεις εσύ; Κι αν δεν το θέλω εγώ;» ψέλλισε πριν κλείσει τα κουρασμένα του μάτια.
Η μάνα του σηκώθηκε. Έκλεισε το καπάκι από το σωληνάριο και γύρισε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Ξανάνοιξε το καπάκι και με την άκρη των δακτύλων της του έβαλε λίγη κρέμα ανάμεσα στα χείλη. Έτρεξε μετά προς την έξοδο του κελιού. Οι πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Δεν φόραγε το βραχιόλι.
Πέρασε ένα σαββατοκύριακο και τρεις καθημερινές πριν ξανάρθει. Ο Σωκράτης την περίμενε με αγωνία. Δεν της το έδειχνε, αλλά η παρουσία της του ήταν απαραίτητη. Του ανακούφιζε τον αβάσταχτο πόνο στα κόκκαλα. Τον έτρεφε η αναπνοή της, τον δρόσιζε η φωνή της γεμάτη αγάπη, κι ας την απόπαιρνε αυτός με κάθε ευκαιρία.
Ήταν κι αυτή η κρέμα που του έβαζε, σαν μικρό θαύμα σταματούσε τη φαγούρα στις πληγές του, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο σίγηζε και την καταταραμμένη την καούρα στο στομάχι του. Του είχε πει ο γιατρός ότι τα εσωτερικά του όργανα θα άρχιζαν πια, μετά από τρεις μήνες, να ατροφούν, ο οργανισμός του θα κατανάλωνε λαίμαργα από τους μύες του και από τους ιστούς του όλο το οργανικό υλικό. Μα δεν τον ένοιαζε. Αν έξω δεν έφευγε από την εξουσία ο σατράπης που τους έκανε όλους ίσους και κατώτερους των υπολοίπων μισών, δύο μόνο τάξεις, εργάτες και προύχοντες, πλουσιότατοι και φτωχότατοι, πεινασμένοι και παραταϊσμένοι, δεν θα σταματούσε αυτή την απεργία. Οι φίλοι του ήταν έξω με τα πλακάτ και έτρωγαν ξύλο από την αστυνομία και το στρατό, τον γιο του τον έπιασε η γυναίκα του και πήγανε Αγγλία για να σωθούνε. Μα αυτός βρήκε το δικό του αγώνα.
«Η Νεφέλη; Ο Λένος; Κανένα νέο;»
«Τίποτα, γιε μου,» είπε ήσυχα η μάνα του σαν έβαζε στη μεγάλη πληγή στο μηρό του τη μαύρη κρέμα.
«Αααχ!»
«Άσε να καταλαγιάσει η εξέγερση, να σταματήσετε κι εσείς την απεργία πείνας... Μην τους συλλάβουν κι αυτούς.»
«Πρόσεξε.»
«Τι; Σε πόνεσα;»
«Πρόσεξε τη σιγουριά σου. Δεν θα σταματήσω.»
Ο Σωκράτης έκλεισε τα μάτια του και του ακούμπησε το κεφάλι στο σκληρό μαξιλάρι προς τα πίσω. Έπιασε ένα κομμάτι πανί και το βούτηξε στην κούπα με το νερό και άρχισε να μαζεύει από το σώμα του τα απομεινάρια της κρέμας που δεν πήγαν στις πληγές. Έσφιξε λίγο το πανί για να αναμειχθεί η κρέμα με το νερό και μετά, σταγόνα-σταγόνα, του έσταξε το μαύρο νερό στα χείλη. Πολύ αργά, μην την καταλάβει. Σηκώθηκε γρήγορα, έκλεισε το καπάκι του σωληναρίου και έτρεξε να φύγει. Σταμάτησε απότομα και στράφηκε πίσω. Ξέχασε να πάρει το πανί μαζί της.
Την ερχόμενη εβδομάδα αποφάσισε να πάει πιο πρωί. Να τον προλάβει πριν κατουρήσει. Ήθελε να πάρει κρυφά δείγμα από τα ούρα του, να τα πάει σε ένα γιατρό φίλο τους έξω – εκείνος της το είχε εισηγηθεί – για να δούνε την κατάστασή του. Δεν θα άφηνε το παιδί της να αυτοκτονήσει για μια ιδέα. Ας τον σκότωνε ένας αστυνομικός εκεί έξω – ας τον δολοφονούσε το σύστημα το ίδιο. Μα να θέλει ο ίδιος να θέσει εαυτόν προς θάνατο; Τι θα άλλαζε; Δεν θα το επέτρεπε.
«Κατούρα μου λίγο εδώ.»
«Τι λες βρε μάνα; Τι είναι αυτό το μπουκαλάκι; Έγινες και νοσοκόμα τους τώρα; Με παρακολουθείς; Έγινες σπιούνα της εξουσίας; Πιονάκι του καπιταλισμού; Βγες απ’ αυτή την παρτίδα, βρεεεε! Θα σε φάνε τα άλογα κι οι πύργοι σε τρεις κινήσεις ματ, βρε! Ξύπνα!»
«Τέλειωσες, Σωκρατάκο μου; Μπράβο. Ωραία. Τώρα κατούρα μου εδώ. Θα τα πάω στον Σούρελη, να τα αναλύσει.»
«Τον γιατρό; Γιατί; Τι πιστεύεις; Ότι μας κοροϊδεύουν εδώ; Για να πούνε τι; Ούτε τρώω, ούτε πίνω, έχω παραδοθεί. Τελεία. Ότι κι αν πει ο κάθε γιατρός, η μάχη μου είναι μία. Και δεν θα αλλάξει. Βρες ένα τροπο να επικοινωνήσεις με το Λένο. Πες του να έρθει πίσω. Να με προλάβει.»
«Κατούρα.»
«Εντάξει. Για σένα. Για να καταλάβεις επιτέλους ότι τελειώνω. Μπορώ να τελειώσω.»
Φύλαξε το μπουκαλάκι στο βρακί της χωρίς να τον ντραπεί. Του έβαλε κρέμα βιαστικά και έφυγε.
***
Ξαναήρθε μετά από δεκαπέντε μέρες. Άρχισε αμήχανα να του βάζει την κρέμα. Ο Σωκράτης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Μητέρα, να σε ρωτήσω κάτι;»
Η μητέρα του δεν του απάντησε. Έσφιγγε τα χείλη της με αγωνία μην μιλήσει.
«Τι κρέμα είναι αυτή;»
Δυστυχώς, η ερώτησή του ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε. Ήταν έτοιμη. «Δεν ξέρω ακριβώς, την παίρνω από το φαρμακείο, είναι πολύ καλή φαίνεται, οι πληγές σου σιγά-σιγά κλείνουν.»
«Μάνα, τι κρέμα είναι;»
«Γιατί βρε Σωκράτη μου επιμένεις; Αφού σου είπα!»
«Σταμάτησα να πεινάω και η κατάστασή μου δεν επιδεινώνεται. Ο Γιατρός ψιθυρίζει με τους άλλους για θαύμα.»
«Αλήθεια;»
«Μάνα, δεν πιστεύω να μου κάνεις καμιά χαλάστρα, έτσι;»
«Τι εννοείς;»
«Φέρτο εδώ.»
«Ποιο;»
Ο Σωκράτης με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκε απότομα για να την προλάβει πριν τρέξει και άρπαξε το σωληνάριο. Έβαλε την αδύναμή του γλώσσα στο στόμιο και ζούληξε για να βγει λίγο και να γευτεί.
«Γιατί δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό; Γιατί δεν έπιασα λίγη απ’ τις πληγές μου να τη γευτώ; Να σε σταματήσω;»
«Ποια;»
«Τη μαγιονέζα, γαμώτο! Τη μαγιονέζα με το κάρβουνο! Με τάιζες όλο αυτό τον καιρό! Μου χάλασες όλο τον αγώνα, πουτάνα! Φύγε! Χάσου να μην σε ξαναδώ!»
Ο Σωκράτης σωριάστηκε στο λερωμένο πάτωμα.
«Γιε μου! Ηρέμησε! Θα πέθαινες αν δεν σε τάιζα με κάποιο τρόπο!»
«Και σένα τι σε νοιάζει, βρε σκύλλα! Που πας και γαμιέσαι με το γιατρό και τον παρακαλάς να σε βοηθήσει! Και μου φέρνεις μυστικά εδώ μέσα το ένα αντικείμενο που θα χαρακτήριζε πιο καλά από ό,τιδήποτε άλλο το τέρας του καπιταλισμού! Τη μαγιονέζα! Την κρέμα που βάζεις σε όλα τα κωλοφάγια των πολυεθνικών και τους δίνεις γεύση! Την κρέμα με τα συντηρητικά που ξαναζωντανεύουν ελέφαντα κι αν δεν το θέλει! Μαύρη, μεταμφιεσμένη μαγιονέζα! Φύγε, γιατί θα σε αρπάξω από το λαιμό και θα μου φταίξεις πιο πολύ κι από το σύστημα, καταραμμένη! Εσύ φταις για όλα! Εσύ τους ψήφισες! Που σου υποσχέθηκαν μια καλύτερη ζωή! Ηλίθια! Ανόητη!»
Κι όσο φώναζε στο παραλήρημά του ο Σωκράτης ξαπλωμένος στο πάτωμα, αυτή τον είχε αγκαλιάσει και τον τάιζε λίγο-λίγο τη μαγιονέζα ανάμεσα στις βρισιές του.
«Έφτασα με τη μαγιονέζα στα όργανά σου όλα, μα στην καρδιά σου δεν τα κατάφερα. Είναι αδύναμη, γι’ αυτό δεν σου είπα τίποτα. Μην πάθεις κανένα καρδιακό επεισόδιο έτσι ξαφνικά. Τώρα που όλα τελείωσαν. Όμως τώρα που ξέσπασες ξέρω ότι είσαι πιο δυνατός.»
«Τι δεν μου είπες, μάνα; Τι τελείωσε;»
«Έξω περιμένει η Νεφέλη κι ο Λένος. Η κυβέρνηση έπεσε πριν δυο μέρες. Όλοι οι αστυνομικοί έφυγαν αλλά άφησαν ασφάλεια έξω και δεν μας άφηναν να μπούμε. Τους σκοτώσαμε όλοι οι συγγενείς σας μαζί πριν λίγο. Έλα, σήκω, πάμε, τουλάχιστον θα πας χορτάτος στο παιδί σου. Έλα, θα σε τυλίξω με το σεντόνι, μην σε δει σαν φάντασμα που κατάντησες.»
«Συγ.../»
«Όχι, μην ζητήσεις συγνώμη. Θα μου χαλάσεις το δικό μου αγώνα. Στάσου μόνος σου, να σε τυλίξω, δεν μπορώ να σε σηκώσω.»
«Όχι, άσε, έτσι να με δει, οι καλές και οι κακές μέρες εναλλάσονται αιώνια, ποτέ δεν ξέρεις τι συνταγή θα πρέπει να σκαρφιστείς στο μέλλον για τον Λένο.»
© Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
Published on June 25, 2015 00:24
No comments have been added yet.


