Christos R. Tsiailis's Blog, page 6
August 7, 2014
Νέες Οδηγίες #216 Το μήλο και ο Δολοφόνος
Σε ένα τραπεζάκι στρογγυλό με μαύρο βερνίκι κάθεται ένα μήλο. Κόκκινο, καλογυαλλισμένο, κομψό. Απέναντι κάθεται ένας δολοφόνος και αναλογίζεται.
Σε βλέπω κάθε μέρα εκεί, ακίνητο, σιωπηλό, προκλητικό, έτοιμο να μου χυμήξει, μα δεν σε πειράζω, δεν σε αγγίζω. Περιμένω. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή όταν θα λείπουνε όλοι. Και μέσα στο σπίτι, και έξω. Και οι γείτονες και οι εργαζόμενοι στα γραφεία δίπλα. Θα περιμένω.
Το μήλο γλυστράει λίγο προς τα πίσω, φεύγει από το κέντρο του τραπεζιού, δείχνει να είναι λίγο αμήχανο απέναντι από το δολοφόνο.
Ο δολοφόνος βλέπει ένα κόκκινο, ακίνητο μήλο.
Όλο μένεις εκεί, δεν αντιδράς. Δεν με φοβάσαι; Μια μέρα, λέω, θα σε χυμήξω εγώ, όταν είναι σκοτεινά, όταν δεν θα με βλέπεις, όταν δεν θα με περιμένεις.
Το μήλο χάνει για λίγο το χρώμα του, χλωμιάζει, η γυαλλάδα του σβήνει, εμφανίζονται κίτρινες κηλίδες στο φλοιό του, μα ο δολοφόνος το βλέπει το ίδιο κόκκινο και γυαλλιστερό.
Γιατί είσαι πάντα φρέσκο, τόσο έτοιμο για φάγωμα; Θέλω να τρέξω, να κλωτσήσω το τραπεζάκι, να πέσεις χάμω στο μάρμαρο, να σπάσεις στα δύο με ένα κρακ δυνατό, να μπήξω τα δόντια μου στη σάρκα σου, να σου βγάλω μια κομματάρα και να χυθεί το αίμα σου στον κήπο πίσω. Θα σε θάψω και θα βλαστήσει μια μηλιά τεράστια να χώσει τον ήλιο.
Ο δολοφόνος σηκώνεται και κλείνει την κουρτίνα. Η σκιά του τραπεζιού και του μήλου εξαφανίζεται. Η φλούδα του μήλου σκίζεται σε τρία σημεία, κι όπως η σάρκα του ξεπροβάλλει σαν μαραμένο λίπος, το μήλο αρχίζει να σιγοτραγουδάει ένα σκοπό σαν νανούρισμα.
Άσε τη νύκτα να μας σκεπάσει
σε μια γη που φυλάει τας δυσμάς
πας τη φωτιά βάλε τσουκάλι
φτιάξε μια σούπα για μας
έρχεται μπόρα έρχεται χιόνι
έρχεται αγέρας έξω μη βγεις
με ένα χάδι θα με ζεστάνεις
θα σε ηρεμήσω με ένα φιλί
Άσε τη νύκτα να μας σκεπάσει
σε μια γη που φυλάει τας ανατολάς
...
Μα ο δολοφόνος δεν ακούει το νανούρισμα. Το μήλο απέναντί του είναι κόκκινο, γυαλλιστερό, ακούνητο και σιωπηλό.
Τι μου συμβαίνει; Γιατί θέλω να βάλω τα δυο μου χέρια ολόκληρα μέσα στην μπλούζα μου και τα δυο μου πόδια στην ίδια σκέλη και τις πατούσες μου στο ένα παπούτσι, σαν να έχω ουρά μα όχι άκρα; Γιατί με κάνεις να θέλω να γίνω ένα τεράστιο φίδι;
...σε μια γη που φυλάει το βορρά
το παραθύρι κλείσε
κλείσε την πόρτα διπλά
έρχεται σύννεφο πυκνή ομίχλη
και παγωμένος βοριάς
με μια αγκαλιά θα με κερδίσεις
και μ’ ένα χαμόγελο θα μου δοθείς
άσε τη νύχτα να μας σκεπάσει
...
Μα ο δολοφόνος βλέπει ένα μήλο σιωπηλό.
Θέλω να σου ανοίξω μια τρύπα στο πλάι και να εισχωρήσω το πέος μου μέσα και να σε γαμάω ωσότου χύσω και ωσότου αρχίσεις να μου μιλάς. Ωσότου αρχίσεις να τρέμεις από ηδονή! Και τότε θα σου πάρω τη ψυχή!
Το μήλο μαραίνεται και ψιθυρίζει άπνοα το νανούρισμα.
Ο δολοφόνος αρχίζει να στροβιλλίζεται στην καρέκλα που κάθεται, ανίκανος να κουνήσει χέρια και πόδια.
Πρέπει να απελευθερωθώ! Πρέπει να καταστρέψω το μήλο με κάθε τρόπο! Γυρνάει γρήγορα μα δεν μπορεί να μετακινηθεί για να φύγει από ‘κει, ούτε να πέσει μπορεί για να συρθεί στο υπνοδωμάτιο να ησυχάσει ως το άλλο πρωί από το μήλο, μόνο γυρνάει σαν αρνί στη σούβλα και ξεφυσάει τόσο δυνατά που αρχίζει να σφυρίζει σαν κροταλίας και το ένα του παπούτσι να κτυπάει το σκληρό πάτωμα με τη σόλα σαν κροταλισμός. Τα σάλια και τα δάκρυά του βρέχουν τα ρούχα παντού και τα σκληραίνουν και τον σφίγγουν κι αυτός σιγά-σιγά αλλάζει μορφή. Το μήλο σταματάει το νανούρισμα κατατρομαγμένο και αρχίζει να παρακαλάει το δολοφόνο με χαμηλή φωνή. Μην το κάνεις, μη με δαγκώνεις, έχω δηλητήριο, με πότισαν με μια βελόνα, έχω φαρμάκι ικανό να σε σκοτώσει, μην με κόβεις, το αίμα μου πιάνει φωτιά στον αέρα και θα καείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, τυλιγμένος στα ρούχα σου επάνω στην καρέκλα. Μην με σκοτώνεις και θα σου χαρίσω ότι θελήσεις κι ότι χρειάζεσαι κι ακόμη παραπάνω. Μα ο δολοφόνος βλέπει απέναντί του ένα κόκκινο, γυαλλιστερό, ακίνητο, σιωπηλό μήλο. Χα! Να, βρήκα το μαχαίρι που έχασα, ήτανε δεμένο στην κάλτσα μου με τη μικρή ζωνούλλα. Όλα συμβαίνουν για ένα λόγο. Γι’ αυτό έπρεπε να τυλιχτώ στα ρούχα μου σαν φίδι. Για να βρω το μαχαίρι. Ετοιμάσου. Ο δολοφόνος αρχίζει να σκίζει τα ρούχα του από μέσα προς τα έξω από κάτω προς επάνω, και ανοίγει σαν κουκούλι και αποκαλύπτει το σώμα του γυμνό, μα έξω δεν θα βγει άνθρωπος, θα ξεπροβάλει πια τεράστια πεταλούδα με μαύρα και κίτρινα φτερά και τέσσερις βούλες σαν μάτια που στο σκοτάδι παρακολουθούνε τα πάντα κρυφά. Ποτισμένη και ταϊσμένη με χιλιάδες ψυχές. Παντοδύναμη και αιμοβόρα. Σαγηνευτική. Τα φτερά της ακόμη μισόκλειστα, βρεγμένα από το υγρό της σκληρής μήτρας. Τα πιέζει σαν κάθεται κι αρχίζουν να ανοίγουν στα δύο μήκη της κουζίνας. Το μήλο ξαφνικά δίνει μια και κυλάει στο πάτωμα, μακριά. Κυλάει γρήγορα και σιωπηλα για να πάει στο στενό διάδρομο. Σάπιο που είναι αφήνει ένα καφέ ίχνος ως το υπνοδωμάτιό του. Βγαίνεις από το δικό σου υπνοδωμάτιο. Πας και κάθεσαι στη θέση του μήλου, στο τραπεζάκι. Ο δολοφόνος βλέπει ένα κόκκινο, γυαλλιστερό, ακίνητο μήλο. Και σηκώνεται. © Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on August 07, 2014 10:59
July 18, 2014
Αυτό δεν είναι λογοτεχνία
Από μικρός ήθελα να μπορούσα να ζωγραφίζω σαν τους μεγάλους ζωγράφους. Να κρατάω μια κιμωλία στον πίνακα και να με θαυμάζουν οι συμμαθητές μου για τα σχέδια που ζωγράφισα. Να κάνω μάθημα και να ακούω τη δασκάλα ενώ κατάφερνα απίθανους συνδυασμούς σχημάτων στο θρανίο. Το έκαναν ένας-δυο συμμαθητές μου και όλοι τους προσέγγιζαν για να δούνε.
Προσπάθησα πολύ, αλλά δεν το είχα το άτιμο αυτό το ταλέντο της αποτύπωσης, ούτε σε χρώμα, ούτε με μολύβι. Με κοροϊδέψανε. Δεν με χλευάσανε, αλλά με κάνανε να καταλάβω ότι η εικαστική τέχνη δεν με ήθελε - έγκαιρα, ευτυχώς.
Κι έτσι άρχισα να απομονώνομαι και να δημιουργώ κολάζ στους τοίχους του δωματίου μου με αποκόμματα από έγχρωμα περιοδικά, σώματα γυμνά, κήποι από κομμένα άκρα ανθρώπων και ζώων, πολιτείες και ουρανοξύστες από περιοδικά διακόσμησης της μάνας μου, αυτοκίνητα από λουλούδια.
Μα η επιφάνεια των τεσσάρων τοίχων γέμισε πολύ νωρίς - μόλις στα δεκατέσσερά μου. Το ταβάνι δεν το τόλμησα, θα έπρεπε να περιμένει χρόνια για να απολέσω την εφηβική δειλία.
Κάπου εκεί, με τρόπο που δεν θυμάμαι, κι ίσως δεν θυμηθώ ποτέ, ακούγοντας αγγλικά τραγούδια από το RADIO BAYRAK ΚΑΙ διαβάζοντας αρχαιογνωσία, ανακάλυψα τις κόλλες των τετραδίων του σχολείου και τις λέξεις.
Ξεθάρρεψα και άρχισα να γράφω μέσα στην τάξη αυτά που άκουα και τα φανταζόμουνα σαν κάτι άλλο, σαν ήρωες, προσωποποιούσα τις αναφορές της δασκάλας σε ό,τιδήποτε επιστητό, υλικό ή ιδεατό, έφτιαχνα συμβολισμούς, έδινα φωνή σε ζώα, κίνηση σε άψυχα αντικείμενα, πτήση σε ανθρώπους και τετράποδα. Όταν τα καλοκαίρια ήμουνα σερβιτόρος έκλεβα κόλλες από τα μπλοκάκια παραγγελιών. Τις έχω ακόμη.
Όταν δούλευα στις ανασκαφές με το αμερικάνικο πανεπιστήμιο έκλεβα ώρα για να γράψω τα αγγλικά μου ποιήματα, θυμάμαι διάβασα μερικά στον Brian και στο Joseph που ήταν οι μέντορές μου στην αγγλική γλώσσα τα ατέλειωτα απογεύματα στις γειτονιές της Αθηένου. Ήμουνα δεκαέξι χρόνων όταν ο Brian μου έκανε δώρο για να διαβάζω το 'Μεταμόρφωσις' του Οβιδίου. Καταβρόχθιζα τα βιβλία κατά δεκάδες κάθε χρόνο. ¨Ολα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν τα δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη του κατηχητικού. Από εκεί δανείστηκα και διάβασα και όλους (ίσως) τους βίους των γνωστών αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παράλληλα διάβαζα όμως και όλα τα άρλεκιν (εκατοντάδες) που είχε στην κατοχή της η μάνα μου.
Και τι δεν διάβασα όλα εκείνα τα χρόνια πριν φτάσω στην Τρίτη Λυκείου που όλα έγιναν προεισαγωγικές. Και αν νομίζεις ότι εκεί δεν έγραψα καποιους από τους 'πίνακές' μου, έχεις λάθος. Εκεί μάλιστα θυμάμαι ότι είχα αρχίσει να γυρίζω τη σελίδα κι ότι τα ποιήματά μου είχαν μεγαλώσει και άρχισα τους πειραματισμούς με τη μορφή και το απρόοπτο, κάτι που κατάλαβα ότι η ζωγραφική δεν επέτρεπε. Την έκπληξη ναι, την ανατροπή όχι.
Στο πανεπιστήμιο άρχισα να γράφω πεζογραφήματα. Κι ύστερα, μετά τα τριάντα μου, ακολούθησαν τα θεατρικά και τα μυθιστορήματα. Η ποίηση όμως, αυτή η εναλλακτική ζωγραφική δεν με πρόδωσε ποτέ.
Από τότε, εδώ και εικοσιέξι χρόνια, έχω δημιουργήσει χιλιάδες μικρούς και μεγάλους πίνακες με υπογραμμισμένους τίτλους, περίγραμμα, βάθος και προοπτική.
Εγώ με το παρανοϊκό μου μάτι βλέπω πίνακες, σουρεαλιστικούς, ακόμη και αφηρημένης προοπτικής κάποτε, οι πιο πολλοί φίλοι μου όμως τα ονόμασαν ποιήματα και δεν τα διάβασαν ποτέ, παρά μόνο αν τους πίεζα εγώ.
Τους πίνακες των φίλων μου τους γνωρίζουμε όλη η παρέα, εύκολο, εμφανές. Και ωραίο, το ζηλεύω. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να έχω σε κοινή θέα τη δημιουργία μου. Μα δεν γίνεται. Εγώ γεννήθηκα για να γεμίσω σελίδες με γραμμές κι όχι καμβάδες. Για να δώσω φωνή και ρυθμό στις ιδέες κι όχι μορφή. Για να δαμάσω σε στίχους και στροφές τις λέξεις κι όχι να τις μετατρέψω σε ακρυλική μπογιά και οπτικά σχήματα.
Είμαι ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης κι αυτός είναι ο μοναδικός καημός μου στη ζωή. Η δυσκολία να δώσω το μήνυμά μου μέσα από την τέχνη μου χωρίς να παρακαλέσω. Κι είναι ένας καημός που τον μοιράζονται όλοι οι μικροί συγγραφείς. Όλες οι άλλες μου επιθυμίες έχουν πραγματοποιηθεί γι' αυτό και θα είμαι για πάντα 60% ευτυχισμένος.
Ίσως για κάποιους αυτά που έγραψα να ακούγονται περιαυτολογικά, ίσως και εγωιστικά. Για μένα δεν είναι. Είναι η αλήθεια μου. Μπορεί κάποιος να γυρίσει το κεφάλι και να πει άλλος ένας που καβάλλησε το καλάμι - story of my life - το έμαθα το σλόγκαν της υπεκφυγής και της ζήλειας. Γι' αυτό στα σαράντα μου, ώριμος πια, μπορώ να πω και να το εννοώ, ας πει ό,τι θέλει. Ας μάθουν οι επί των επάλξεων επικρητές ότι οι συγγραφείς όταν ανοίγουν τα εσώψυχά τους, τα ανοίγουν μια φορά και τα ανοίγουν πραγματικά. Όλα τα άλλα είναι - απλά - λογοτεχνία.
Δεν είμαι αχάριστος, νοιώθω πραγματικά ευλογημένος. Αλλά εκείνο το 40% της ευτυχίας που δεν θα νοιώσω ποτέ, θα με τρέχει 'με τα τάσια' μια ζωή - και θα με τρώει ως το πικρό τέλος.
Είμαι ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης και αυτή ειναι η πραγματική μου ιστορία. Όλα τα άλλα στη ζωή τα επέλεξα εγώ με πλήρη γνώση των πράξεών μου, σε αντίθεση με την ποίηση που επέλεξε εμένα να βασανίζει.
Όμως δεν θα ρίξω τον καημό μου στα σκουπίδια. Θα τον κρατάω σημαία, τη σημαία της δικής μου, προσωπικής πατρίδας του ενός κατοίκου.
Προσπάθησα πολύ, αλλά δεν το είχα το άτιμο αυτό το ταλέντο της αποτύπωσης, ούτε σε χρώμα, ούτε με μολύβι. Με κοροϊδέψανε. Δεν με χλευάσανε, αλλά με κάνανε να καταλάβω ότι η εικαστική τέχνη δεν με ήθελε - έγκαιρα, ευτυχώς.
Κι έτσι άρχισα να απομονώνομαι και να δημιουργώ κολάζ στους τοίχους του δωματίου μου με αποκόμματα από έγχρωμα περιοδικά, σώματα γυμνά, κήποι από κομμένα άκρα ανθρώπων και ζώων, πολιτείες και ουρανοξύστες από περιοδικά διακόσμησης της μάνας μου, αυτοκίνητα από λουλούδια.
Μα η επιφάνεια των τεσσάρων τοίχων γέμισε πολύ νωρίς - μόλις στα δεκατέσσερά μου. Το ταβάνι δεν το τόλμησα, θα έπρεπε να περιμένει χρόνια για να απολέσω την εφηβική δειλία.
Κάπου εκεί, με τρόπο που δεν θυμάμαι, κι ίσως δεν θυμηθώ ποτέ, ακούγοντας αγγλικά τραγούδια από το RADIO BAYRAK ΚΑΙ διαβάζοντας αρχαιογνωσία, ανακάλυψα τις κόλλες των τετραδίων του σχολείου και τις λέξεις.
Ξεθάρρεψα και άρχισα να γράφω μέσα στην τάξη αυτά που άκουα και τα φανταζόμουνα σαν κάτι άλλο, σαν ήρωες, προσωποποιούσα τις αναφορές της δασκάλας σε ό,τιδήποτε επιστητό, υλικό ή ιδεατό, έφτιαχνα συμβολισμούς, έδινα φωνή σε ζώα, κίνηση σε άψυχα αντικείμενα, πτήση σε ανθρώπους και τετράποδα. Όταν τα καλοκαίρια ήμουνα σερβιτόρος έκλεβα κόλλες από τα μπλοκάκια παραγγελιών. Τις έχω ακόμη.
Όταν δούλευα στις ανασκαφές με το αμερικάνικο πανεπιστήμιο έκλεβα ώρα για να γράψω τα αγγλικά μου ποιήματα, θυμάμαι διάβασα μερικά στον Brian και στο Joseph που ήταν οι μέντορές μου στην αγγλική γλώσσα τα ατέλειωτα απογεύματα στις γειτονιές της Αθηένου. Ήμουνα δεκαέξι χρόνων όταν ο Brian μου έκανε δώρο για να διαβάζω το 'Μεταμόρφωσις' του Οβιδίου. Καταβρόχθιζα τα βιβλία κατά δεκάδες κάθε χρόνο. ¨Ολα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν τα δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη του κατηχητικού. Από εκεί δανείστηκα και διάβασα και όλους (ίσως) τους βίους των γνωστών αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παράλληλα διάβαζα όμως και όλα τα άρλεκιν (εκατοντάδες) που είχε στην κατοχή της η μάνα μου.
Και τι δεν διάβασα όλα εκείνα τα χρόνια πριν φτάσω στην Τρίτη Λυκείου που όλα έγιναν προεισαγωγικές. Και αν νομίζεις ότι εκεί δεν έγραψα καποιους από τους 'πίνακές' μου, έχεις λάθος. Εκεί μάλιστα θυμάμαι ότι είχα αρχίσει να γυρίζω τη σελίδα κι ότι τα ποιήματά μου είχαν μεγαλώσει και άρχισα τους πειραματισμούς με τη μορφή και το απρόοπτο, κάτι που κατάλαβα ότι η ζωγραφική δεν επέτρεπε. Την έκπληξη ναι, την ανατροπή όχι.
Στο πανεπιστήμιο άρχισα να γράφω πεζογραφήματα. Κι ύστερα, μετά τα τριάντα μου, ακολούθησαν τα θεατρικά και τα μυθιστορήματα. Η ποίηση όμως, αυτή η εναλλακτική ζωγραφική δεν με πρόδωσε ποτέ.
Από τότε, εδώ και εικοσιέξι χρόνια, έχω δημιουργήσει χιλιάδες μικρούς και μεγάλους πίνακες με υπογραμμισμένους τίτλους, περίγραμμα, βάθος και προοπτική.
Εγώ με το παρανοϊκό μου μάτι βλέπω πίνακες, σουρεαλιστικούς, ακόμη και αφηρημένης προοπτικής κάποτε, οι πιο πολλοί φίλοι μου όμως τα ονόμασαν ποιήματα και δεν τα διάβασαν ποτέ, παρά μόνο αν τους πίεζα εγώ.
Τους πίνακες των φίλων μου τους γνωρίζουμε όλη η παρέα, εύκολο, εμφανές. Και ωραίο, το ζηλεύω. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να έχω σε κοινή θέα τη δημιουργία μου. Μα δεν γίνεται. Εγώ γεννήθηκα για να γεμίσω σελίδες με γραμμές κι όχι καμβάδες. Για να δώσω φωνή και ρυθμό στις ιδέες κι όχι μορφή. Για να δαμάσω σε στίχους και στροφές τις λέξεις κι όχι να τις μετατρέψω σε ακρυλική μπογιά και οπτικά σχήματα.
Είμαι ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης κι αυτός είναι ο μοναδικός καημός μου στη ζωή. Η δυσκολία να δώσω το μήνυμά μου μέσα από την τέχνη μου χωρίς να παρακαλέσω. Κι είναι ένας καημός που τον μοιράζονται όλοι οι μικροί συγγραφείς. Όλες οι άλλες μου επιθυμίες έχουν πραγματοποιηθεί γι' αυτό και θα είμαι για πάντα 60% ευτυχισμένος.
Ίσως για κάποιους αυτά που έγραψα να ακούγονται περιαυτολογικά, ίσως και εγωιστικά. Για μένα δεν είναι. Είναι η αλήθεια μου. Μπορεί κάποιος να γυρίσει το κεφάλι και να πει άλλος ένας που καβάλλησε το καλάμι - story of my life - το έμαθα το σλόγκαν της υπεκφυγής και της ζήλειας. Γι' αυτό στα σαράντα μου, ώριμος πια, μπορώ να πω και να το εννοώ, ας πει ό,τι θέλει. Ας μάθουν οι επί των επάλξεων επικρητές ότι οι συγγραφείς όταν ανοίγουν τα εσώψυχά τους, τα ανοίγουν μια φορά και τα ανοίγουν πραγματικά. Όλα τα άλλα είναι - απλά - λογοτεχνία.
Δεν είμαι αχάριστος, νοιώθω πραγματικά ευλογημένος. Αλλά εκείνο το 40% της ευτυχίας που δεν θα νοιώσω ποτέ, θα με τρέχει 'με τα τάσια' μια ζωή - και θα με τρώει ως το πικρό τέλος.
Είμαι ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης και αυτή ειναι η πραγματική μου ιστορία. Όλα τα άλλα στη ζωή τα επέλεξα εγώ με πλήρη γνώση των πράξεών μου, σε αντίθεση με την ποίηση που επέλεξε εμένα να βασανίζει.
Όμως δεν θα ρίξω τον καημό μου στα σκουπίδια. Θα τον κρατάω σημαία, τη σημαία της δικής μου, προσωπικής πατρίδας του ενός κατοίκου.
Published on July 18, 2014 01:46
July 4, 2014
I Wish I Could Tell You, Matt.
I wish I could tell you, Matt,
I wish it weren’t so hard.
Yet all I do is force you to your room.
And I cry out loud, to my surprise, that it is not yet time,
for dinner.
Little bro is winding in and curling around the bed sheets
And then he gets his toy train and smashes all wagons in half treats.
-knowing he can fix it back-
But I do not know how to fix the wound dad gave me,
that morning, at breakfast, between cereals and juice.
God, how my stomach hurt,
Matt, can you fix that, too?
So instead I just ask you if you are listening to me
And I cry out frustrated, to your confusion,
as if it hadn’t been enough already
for you – a young child - to stay alone
until I called you,
cause mum hasn’t started making dinner yet.
Little bro is on the floor with hands in his rabbit sleepers,
feet in his dog gloves
role-playing,
pretending he is father to his innocent furry herd.
I’ve always felt that the most intriguing sound for a girl
Is her father’s key on the door at 7:00 o’clock.
her happy voice announcing
“Dad’s home, mum, wake up, let’s make dinner!”
But mum hasn’t started making dinner yet.
Yet tonight, on this third night,
it is not dad’s thin metal pointer and the short thumb
dancing around the pocket-warmed bronze.
No, these are not here tonight.
It is just mum coming from her new work.
I can’t call dad to make dinner with me,
someone else is cooking it for him.
How wrong was I, to have been feeling that dads are forever.
Why me and not Matt - mum ok - but why not him?
Why do I get to play the role of a grown-up?
Well, I guess the pain I suffer on my wound is nothing
compared to an innocent child’s tragic oblivion to the absence.
So I call you to stay in your room,
To my grief,
I don’t think you should be coming down tonight either.
Because mum hasn’t started making dinner yet.
Just as I was pushing odds,
And thinking of the right odes,
all the time I had left behind,
to fit keys through tiny holes
what I was afraid and hoping all along,
just happened.
The phone rang.
My heart barked.
Like a cocker spaniel it barked.
And I almost cracked
my skull on the phone.
“Dad, is it you, dad?”
-again-
“Dad, is that you, dad?”
But it was uncle John
“No, we still haven’t heard from this lad!”
And what I had been hoping might never happen.
So mum hasn’t started making dinner yet.
Matt must have heard the ringing.
I know he did.
I hear him call out his worst distress in pain,
that three days I had him locked up in there,
yet this had been the very least that happened
to our family,
oh, how hungry he must be by now,
but for him it’s best like this.
I am on the phone and I am making my hair.
I am pulling whole tufts of sheer blonde pain
and I know it will never grow again.
I am not helping mum for dinner anymore.
I climb the stairs.
Door is ajar,
little Matt on top of his library,
chewing up on super-hero comics,
feasting over colourful, happy pages.
I wish I could tell you, Matt, how, oh, how I wish I were a hero in there right now.
But mum hasn’t started making dinner yet.
© Christos Rodoulla Tsiailis
Published on July 04, 2014 07:10
May 15, 2014
Νέες Οδηγίες #201 Της Αμφιπάτριδος ο Ηδύπικρος Σίελος
Πήγε και στάθηκε η κόρη
εκεί που ξέθαψαν το σκουριασμένο συρματόμπλεγμα.
Το ’να χωράφι αριστερά με χώμα μαλακό και οργωμένο,
με κριθαριού βλαστούς ξεμυτισμένους.
Ντροπαλά κοράκια στο βάθος παρακολουθούν
το άγραφο σύνορο
που τάχθηκε η κόρη να αποσαφηνίσει.
Στο δεξί της πόδι έδαφος ακαλλιέργητο χρόνια,
με πέτρες και ξεχασμένα υνία
και τενεκέδες των βοσκών που ασχημονούσαν επί ύδατος και γης.
Ήταν η παραχώρα, εκεί που γεννήθηκε.
Ατελείωτα έτη στάθηκε εκεί,
στο αμφιλεγόμενο μέσο,
αγκαλιασμένη με το συρματόμπλεγμα σφικτά
-για να γεράσει-
Το κριθάρι τελικά μεγάλωσε
και μύλοι αλέσανε αλεύρι
από τη χώρα
και της δώσανε ψωμί,
από ζυμάρι που φτιάξανε από τα δάκρυά της
-και από τα δύο μάτια-
και με αλάτι από τις αποξηραμένες αλυκές της παραχώρας,
και έφαγε για πρώτη φορά φαί κι από τις δύο πλευρές.
Και άρχισαν να έρχονται από τη χώρα κομμώτριες
για να της πλέκουν ωραία τα μαλλιά
για το Πάσχα και του καλοκαιριού το τέλος σιμά.
Και από μακρύτερα στην παραχώρα
έρχονταν ράφταινες και της ράβανε
με ντεγκραντέ υφάσματα
φούστες χωρίς μόλα για το ένα πόδι
-γιατί την έβλεπαν μισή-
και χιλιοποίκιλτα φανελάκια με ένα μανίκι,
μισό κολλάρο
κι ένα βυζί,
και ήτανε όμορφη σε κάθε γιορτή κι από τις δυο πατρίδες.
Και από τα έξω σύνορα της χώρας και της παραχώρας
ναύτες της έφερναν μηνύματα αγάπης και φιλιά
για την αγάπη της κόρης τη βαθιά.
Στην παραχώρα το δεξί της χέρι ψαχούλευε το άγριο παρελθόν της μητρός της
-και το ανακάλυπτε με τρόμο-
Εκεί χαλάσαν το χωράφι για να φτιάξουν λεωφόρο
και πέρναγαν τα λεωφορεία και γιουχάϊζαν την κόρη τα παιδιά
και των φορτηγών ο ζεστός αέρας της έκαιγε μαλλιά τε και δέρμα ικανά,
κι ερχόντουσαν από τη χώρα τα τρομαγμένα ποντίκια σειρά
και έπιαναν στα πόδια της σκιά
και το χειμώνα η βροχή της παραχώρας έγδερνε το δεξί της μάτι
-μα δεν αρρωστούσε-
και στη χώρα ο Προκρούστης σχεδίαζε το κρεβάτι εκ νέου.
Υπομονετικά περίμενε τις δύο πατρίδες να μιλήσουνε η μία στην άλλη
-και μετά στην ίδια-
Αδημονούσε τη μέρα που θα ξεκαρφωνότανε από την γκαστρωμένη της κοιλιά
το συρματόμπλεγμα που της συστήσαν
σαν τον μόνο αποδεκτό σύζυγο,
μα εν τω μεταξύ
με αυτόν ερωτοτροπούσε,
αυτόν φίλαγε
και αυτόν αγαπούσε.
Μια μέρα μια κομμώτρια της ξύρισε το μισό κεφάλι
«γκρίζα μαλλιά δεν θέλεις» της είπε
κι ένα φορτηγό φορτωμένο κοπριά
της πήρε σβάρνα τα μαλλιά στα δεξιά της και της τα ξερίζωσε.
Κι ένας δημοσιογράφος από την παραχώρα
ήρθε και της ψιθύρισε στο αυτί
«είστε αμφίπατρης, κυρία μου, δεν το καταλαβαίνετε; Διαλέξτε!»
«Είμαι πια φαλακρή, αγαπημένε μου, σε λίγο θα είμαι έτοιμη»
είπε στο συρματόπλεγμα
καθώς το δέρμα της τσουρουφλισμένο απλωνότανε στο χώμα
καλώντας τα κοράκια σε άγρια βρώση,
κι αυτός τη φίλησε και της ρούφηξε την τελευταία σταγόνα
απ’ τον ηδύπικρό της σίελο.
Μα αυτή είχε μεταφορφωθεί σε έχιδνα ήδη
απορροφηθείσα από της μάνας της
τον άφθαρτο μύθο
και όπως την άδικη διπλή ταυτότητα της
απενδύθη επαρκώς
τον αγαπημένο της μαζί της
κατάφερε να παρασύρει
-και ένα παιδί δικό τους-
Published on May 15, 2014 12:54
April 29, 2014
Φαινομενολογία
Οι ορειβάτες, οι τυμβωρύχοι, οι εργάτες του ορυχείου, οι εκδρομείς και εγώ με τους ποδηλάτες ανεβαίναμε εκείνο το πρωινό το βουνό από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα σε κυκλική κίνηση, έτσι όπως ήταν σκαλισμένοι οι δρόμοι με κλίση ανάβασης από έξι τοις εκατό ως δεκαπέντε. Σε κάποια σημεία η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, ο ιδρώτας έκανε ποταμάκια από τα πρόσωπα στα σώματά μας και μετά κάτω στο έδαφος, εισχωρούσε στα στεγνά ρυάκια που θα συναντούσαν το μοναδικό ποτάμι που κατέβαινε εκείνο το αποσπασμένο, μονοφυές βουνό. Το φαλακρό βουνό. Που την κορυφή του δεν την είδα ποτέ, και άκουσα πως είχε στο μέσο μια μεγάλη, τεράστια τρύπα, σαν την είσοδο του Άδη, σαν το αιδοίο της αιώνιας πουτάνας, τρύπα σκληρή, αγέρωχη, βαθιά, που οδηγούσε στη μήτρα της μάνας του βουνού. Κι όπως ο ιδρώτας μας έλουζε το τοπίο τριγύρω, άρχισε να πλένει το χώμα από το έδαφος, κι από κάτω μου φάνηκε ότι μπορούσα να διακρίνω ένα μαύρο πέτρωμα, μα σίγουρος εκατό τοις εκατό δεν ήμουνα ακόμη, ο ήλιος έκαιγε και ίσως να είχα παραισθήσεις, και δεν είπα τίποτα στους ποδηλάτες, ούτε φώναξα δυνατά να φτάσει η ηχώ της κραυγής στις τριγύρω πλαγιές, να προειδοποιήσω τους υπόλοιπους.
Με φανερή αγωνία, αφού πέταγαν μακριά τα πουλιά και οι σαύρες βρήκαν φωνή και απειλούσαν με θάνατο αν πατούσα τα αυγά τους, άρχισα να πεταλίζω πιο γρήγορα, για να προλάβω να ανέβω στην κορυφή, να βεβαιωθώ πως είχα λάθος – ή δίκαιο – για να ενημερώσω με σιγουριά τους πάντες. Ή θα πεθαίναμε, ή θα ευλογούμασταν. Γιατί το έδαφος στα πλάγια του δρόμου, το μαύρο αυτό έδαφος το είδα να κυλάει αργά, προς τα κάτω, να ξεφυσάει και να αχνίζει απότομα σαν θερμοπίδακας όπου έπεφτε ο ιδρώτας.
Αποσπάστηκα, και ξάφνου το τοπίο άρχισε να παίρνει μια πιο αρχέτυπα γνώριμη μορφή, καθώς οι άκρες των πευκοβελόνων άρχισαν να ξηραίνονται και οι κορμοί από κάτω προς τα πάνω να μαυρίζουν. Σκεφτόμουνα, όπως έτρεχα, πως ίσως είχα λάθος, πως μέσα από τα γυαλιά και με το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς τα έβλεπα όλα διαφορετικά. Υπέθεσα πως αν έκοβα ίσως λίγο φόρα θα γίνονταν όλα κανονικά, μα δεν μπορούσα να μειώσω ταχύτητα, αυτά τα τρομαγμένα πόδια πίεζαν τα πετάλια με μανία και ανέβαινα, ανέβαινα, τα δέντρα πια σε αυτό το υψόμετρο ήταν πιο αραιά, οι βράχοι πιο ογκώδεις, το χώμα είχε χαθεί, κάτω έβλεπα το ποτάμι του ιδρώτα αφρίζοντας να περνάει από τα χωριά, και τα κορίτσια να βρέχουν δειλά-δειλά τα πόδια τους γυμνά, και τις αγελάδες να γλείφουν το απρόσμενο αλάτι με ευγνωμοσύνη. Παρακολουθούσα και τους υπόλοιπους επίδοξους επιβήτορες αυτού του βουνού να ανεβαίνουν ανέμελα και όπως τους άφηνα όλους πίσω, αβοήθητους, η αγωνία μεγάλωνε, και ο τρόμος γιγαντωνότατε, γιατί ένοιωθα την τεράστια οπή κοντύτερα, όλο και πιο ελκτική, και άκουα τη βοή του κενού να μου μιλάει υπόκωφα,
«Έλα, ποδηλάτη, έλα πιο κοντά, θα σε φιλέψω με ψημένο κρέας ελαφιού, θα σου κεράσω ρακί από πεύκο».
Λες και ήξερε πόσο δίψαγα και πόσο πεινούσα εκείνη τη στιγμή, μα δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι το κεφάλι μου με πονούσε πιότερο κι απ’ το στομάχι μου – είχα καταλάβει τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ, ήταν αδύνατο να γυρίσω το ποδήλατο προς τα πίσω και να αρχίσω την ξέφρενη κατάβαση φωνάζοντας και ουρλιάζοντας. Δεν ήταν άνθρωπος και δεν ήξερε πως αν ο στόχος ήτανε η τρύπα θα έφτανα με κάθε τρόπο – ήταν η μόνη αναπόφευκτη κατάρα του ανθρώπου, κι αυτό επίσης το λέγανε στα κάτω χωριά, μα δεν τους πίστευα. Και εκείνη την ημέρα το διεπίστωσα με το χειρότερο τρόπο.
Και έτσι, αφού το αποφάνθηκαν οι χωρικοί και το αποφάσισε η μάνα, ούτε εσωτερική, ούτε εξωτερική επιλογή δεν θα είχα εκείνο το πρωινό. Η πορεία μου θα ήταν μία. Η διείσδυση. Για να ετοιμαστώ, λοιπόν, και να αφήσω το κεφάλι μου γυμνό να ορμήσει, και ανεμπόδιστο να εισχωρήσει στην τρύπα, έβγαλα το κράνος μου και το πέταξα στο πλάι μπροστά, και συνέχισα να ανεβαίνω με όλο μου το σώμα σε μια παρανοϊκά αργή κίνηση καθώς η κλίση πια είχε πιάσει το ανώτερό της ποσοστό.
Ένοιωσα τον πρώτο σεισμό και κράτησα με δυσκολία το ποδήλατο όρθιο και σε πορεία. Τα βράχια άρχισαν να ξεκολλάνε και να τα κατρακυλάνε παρασύροντας τα πάντα πίσω τους. Δεν τόλμησα να γυρίσω και να κοιτάξω τι συνέβαινε πιο κάτω.
Μόλις δύο μέτρα προχώρησα και έφτασα ακριβώς πριν την τελευταία στροφή που οδηγούσε κατευθείαν στο χείλος του κρατήρα.
«Έλα, αγόρι, θα σε φιλέψω...» συνέχισε η μακάβρια φωνή.
Ενώ τα αυτιά μου βούιζαν, τα μάτια μου καρφώθηκαν στο κράνος που έλιωνε στη λάβα, που πλέον κύλαγε ακάλυπτη, ξεθαρρεμένη από την απουσία των αδιάκριτων ματιών, γιατί εγώ δεν ήμουνα αδιάκριτος, εγώ ήμουνα καλεσμένος, και σε λίγο θα είχα γεύμα με την πουτάνα τη ζωή – ένα μυστικό γεύμα.
Ακριβώς πάνω από το χείλος, όταν αντίκρυσα το απύθμενο χάος και στα εσωτερικά τοιχώματα ένα τσούρμο κοκκινόμαυρους διαβόλους να ανεβαίνουν κυκλικά, είπα να αλλάξω γνώμη και να γυρίσω πίσω. Μα ήταν πολύ αργά, η άσφαλτος είχε χαθεί από κάτω μου, τα λάστιχα του ποδηλάτου μου ήταν ήδη λειωμένα και έφυγαν με τη λάβα και την τελευταία σταγόνα ιδρώτα που έσταξε από επάνω μου. Και τότε έβγαλα τα μαύρα γυαλιά.
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on April 29, 2014 02:22
March 24, 2014
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Θα αρχίσω το άρθρο μου συνετά, με το δέοντα καθωσπρεπισμό. Εάν σε κάποια φάση ο αναγνώστης νοιώσει ότι θίγεται, τον συμβουλεύω να σταματήσει να το διαβάζει.
Το άρθρο αυτό γράφεται με αφορμή τον πρόσφατο θάνατο του Τάσου Μητσόπουλου, Υπουργού Αμύνης της Κύπρου. Άκουσα πολλά καλά σε εκπομπές για αυτόν απανταχού. Αιωνία του η μνήμη του ανθρώπου. Φαντάζομαι ότι όλος ο σάλος που γίνεται είναι επειδή ήταν εν ενεργεία υπουργός. Δηλαδή το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι επί του θεσμού, αφού έφερε τον τίτλο του Υπουργού Άμυνας. Να το δεχτούμε. Ελπίζω να μη γίνονται αυτά επειδή ήταν μέλος του κόμματος που είναι στην εξουσία.Παρόλα αυτά, χωρίς να θέλω να χαλάσω το φορτισμένο από θλίψη και οδυρμό κλίμα, το οποίο θέλω να ομολογήσω ότι δεν με 'πιάνει' περισσότερο από όσο θα με λυπούσε η κάθε είδηση για τον οποιοδήποτε αιφνίδιο θάνατο σε μεσήλικα, θα θίξω κάποια θέματα.
Μπορεί να παρεξηγηθώ, αλλά θα το πω όπως θέλω εγώ, σαν σύγχρονος πολίτης, με τη δύναμη της πλατφόρμας των κοινωνικών δικτύων, έστω κι αν στην Τουρκία τους τα κλείνουνε. Θα το πω με πλήρη επίγνωση της ελευθερίας του λόγου που δικαιούμαι, χωρίς να ξεχνάω την υποχρέωσή μου για σεβασμό προς τις αντίθετες απόψεις αλλά και προς τη γλώσσα. Θα το πω με ηθική επιμέλεια, όσο πιο ευγενικά γίνεται. Θα το πω όμως με τα δικά μου λόγια, σαν συνειδητοποιημένος πολίτης και όχι όπως το λένε τα ΜΜΕ. Ούτε θα κάθομαι να τους ακούω σαν αρνί, μα ούτε και θα βγαίνω στους δρόμους να πλακώνομαι με τους αστυνομικούς που εντεταλμένα και άβουλα υπερασπίζονται το αφεντικό τους όποτε γίνεται διαδήλωση του λαού.Να το πω;
(ε πες το, Χριστιανέ μου, μας έσπασες!)
("Χριστιανός"; Γιατί προϋποθέτεις πράγματα για εμένα; Τίποτα δεν είναι δεδομένο στη σήμερη εποχή. Τα πάντα είναι ρευστά. Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στο κράτος και σε όλους τους θεσμούς. Η εξουσία πλέον για τον παγκόσμιο πολίτη είναι άλλη μια υπηρεσία, όπως είναι μια τηλεφωνική εταιρία ή ένα ιδιωτικό κολλέγιο. Να το καταλάβουν αυτό οι πολιτικοί και να προσγειωθούνε λιγάκι. Όσο πιο πολύ προσγειώνονται και με σέβονται, τόσο περισσότερο θα τους ακούω και ίσως τους θαυμάσω αν είναι ικανοί... Αλλά η ΠΡΟΣΩΠΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΕΛΟΣ)Τελοπάντων, θα το πω.Ιτ γκόουζ λάικ δις:Μακάρι να μην γινόταν τόσος ντόρος μόνο για τους πολιτικούς. Να γινότανε ισομερώς για όλους τους επιφανείς ανθρώπους. Ένας διευθυντής σχολείου για πενήντα χρόνια, ας πούμε, μπορεί να έχει αγγίξει πολύ περισσότερα μυαλά από όσο ένας πολιτικός. Ένας γιατρός μπορεί να έχει βελτιώσει τη ζωή πολλών ασθενών με τα χέρια του, ενώ ένας βουλευτής μπορεί να έχει καταστρέψει ολόκληρες οικογένειες με τις υπογραφές του. Ένας αθλητής διεθνούς βεληνεκούς μπορεί να έχει βάλει τη χώρα στο χάρτη και να έχει φέρει πολύ περισσότερα κέρδη από τον τουρισμό που θα ελκύσει, παρά ολόκληρα υπουργεία και οργανισμοί (που κυρίωςτρώνε, δυστυχώς και ομολογουμένως). Ο αιφνίδιος θάνατος ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου ζωγράφου, συγγραφέα ή συνθέτη μπορεί να αφήσει τεράστιο κενό ή τραύμα στον παγκόσμιο πολιτισμό. Θα αναρωτηθεί ο καθένας τι έργο θα μπορούσε να παράξει στο μέλλον και δεν αξιώθηκε... Αλλά δεν θα αναρωτηθεί ο πολίτης τι θα γίνει χωρίς τον πολιτικό που φεύγει. Υπάρχουν πολλοί ικανοί και πρόθυμοι να ακολουθούν τις γραμμές ενός κόμματος. Ένα δίπλωμα χρειάζεται. Και μια ζωή στις επάλξεις ενός κόμματος. Τίποτα παραπάνω.Νοιώθω κάποτε ότι ο τρόπος που ενίοτε αντιδρούν στο θάνατο ενός πολιτικού, τόσο ο κρατικός μηχανισμός (το σύστημα) όσο και οι πολιτικές δυνάμεις κατά άτομο, είναι σαν να προσπαθούν να προβάλλουν την ίδια τους τη ματαιοδοξία και το πώς θα ήθελαν να μιλήσουν οι άλλοι για τους ίδιους και για το "έργο" τους όταν οι ίδιοι πεθάνουν. Αλήθεια, δεν είναι να τους λυπάται κανείς, όταν τους βλέπει να ανεβάζουν από μόνοι τους τους εαυτούς τους σε ένα ανώτερο επίπεδο; Να νομίζουν ότι είναι εξουσιαστές, ενώ στην πραγματικότητα είναι ΕΡΓΑΤΑΚΙΑ μου; Διότι εγώ είμαι ο ΠΟΛΙΤΗΣ του 2014 και ο κυριότερος ΠΕΛΑΤΗΣ της ιδιωτικής εταιρίας που λέγεται ΚΡΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ και πληρώνω με το φόρο μου τους υπαλλήλους της, αλλά είμαι και μέτοχος, κι αν με δεις σαν ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΣΩΜΑ, τότε είμαι ΜΕΓΑΛΟΜΕΤΟΧΟΣ - χωρίς την έγκρισή μου, κανείς πολιτικός δεν κουνάει ρούπι. Και τον απολύω πάραυτα.
Επεμβαίνω σήμερα που 'βράζει το σίδερο', για να πω κάτι άσχετο με τον ίδιο το μακαρίτη, αλλά σχετικό με την ιδιότητά του...Και κάτι άλλο. Γιατί οι πολιτικοί γυρνάνε τα κανάλια και εγκωμιάζουν το ήθος και την ικανότητα του εκλιπόντος Τάσου Μητσόπουλου; Γιατί λένε ότι ήταν ο πιο ικανός, ο πιο έξυπνος, η πιο ήρεμη δύναμη; Γιατί λένε ότι ήταν τίμιος και άμεμπτος; Δεν λέω πως δεν ήτανε, ρωτάω όμως, ευθαρσώς: Δεν θα έπρεπε όλοι οι πολιτικοί να είναι έτσι; Δεν μας πείσανε ότι είναι η αφρόκρεμα οι πολιτικοί μας; Δεν είναι το αναμενόμενο να μας εξουσιάζουν (αφού είναι απαραίτητο να γίνεται κι αυτό) οι πιο έξυπνοι και πιο ικανοί της κοινωνίας; Που ανελίσσονται βάση των ξεχωριστών τους ικανοτήτων; Αν δεν είναι, τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Κι αν το παραδέχονται οι ίδιοι με πλάγιο τρόπο αναφερόμενοι στην απώλεια του πιο ικανού πολιτικού, τότε θα πρέπει να περιμένουμε αλλαγές στις συμπεριφορές των 'πολιτικών μας υπαλλήλων' σε όλα τα επίπεδα.Μπορεί ένας θάνατος να φέρει την Αλλαγή;
Αν έχουν 'ποιόν' οι πολιτικοί μας θα φανεί.
Αλλά προς το παρόν ΔΕΝ.
Αντίο Μητσόπουλε.
Δεν σε γνώριζα, αλλά ούτε και τώρα, τουλάχιστον όχι από τα λόγια των αυτοϊκανοποιούμενων πολιτικών. Θα πίστευα ευκολότερα φίλους και συγγενείς σου.
Σου άξιζε ταπεινότερη κηδεία.
Το ίδιο θα ήθελες κι εσύ, γι αυτό είμαι σίγουρος.
Published on March 24, 2014 02:30
March 7, 2014
ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ
Στο γραφείο πήγα ξανά δύο μήνες μετά. Η εγχείρηση για το δακτυλίδι στο στομάχι μου είχε πετύχει – όπως προς το παρόν έδειχνε – και έτρωγα πολύ λιγότερο. Ένοιωθα ότι είχα ήδη αρχίσει να ξεφουσκώνω, να χάνω κιλά, να διαφεύγω της οδυνηρής ολισθήσεως των τελευταίων δέκα ετών, καθώς είχα μακαβρίως πετύχει να φτάσω τα 190(!) κιλά. Βέβαια, δεν είχα πέσει και πολύ κάτω μετά την εγχείρηση, παρόλη την επιβεβλημένη στέρηση. Κάλλιο να έκανα λιποαναρρόφηση, θα ήταν πολύ πιο άμεσο, αλλά, φοβάμαι, και προσωρινό. Λεπτός, σαν στυλό, για λίγο, και μετά στα ίδια και χειρότερα. Όλα ήταν ίδια στο γραφείο. Ακριβώς τα ίδια, σε ανησυχητικό βαθμό. Πάντως με καλοδεχτήκανε με ανοικτές αγκάλες. Κάθησα στην παλιά μου καρέκλα και έπιασα αμέσως δουλειά. Έπρεπε να γράψω παρατηρήσεις σε ένα σωρό επιστολές από διάφορους λειτουργούς του Υπουργείου. Άρχισα να διαβάζω, και οι πρώτες ελλείψεις και τα λάθη επήλθαν στην αντίληψή μου από το πρώτο λεπτό. Χωρίς να μπορώ να αποσπάσω το βλέμμα μου από ένα χαρακτηριστικό λάθος που δικαιολογούσε την προσέλευση Ουκρανών προσφύγων στο νησί χωρίς διαβατήριο, λόγω έκτακτης ανάγκης, άρχισα να ψαχουλεύω στο γραφείο μου, στην αρχή ήρεμα, αλλά μετά από λίγο επίμονα, με ένταση στα δάκτυλα, χωρίς αποτέλεσμα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω το αγαπημένο μου μολύβι, αλλιώς δεν θα διόρθωνα τίποτα. Και ειδικά αυτή τη μικρή ατασθαλία που διαισθανόμουνα ότι θα είχε πολύ σοβαρότερες προεκτάσεις από όσο έδειχνε. Έκανα ανάστατο το γραφείο μου, μα το μολύβι μου πουθενά.
Σηκώθηκα με δυσκολία.
-Είδε κανείς το μολύβι μου;
Φώναξα με ένταση την ερώτηση αυτή, με έναν υποτυπώδη θυμό, και μια ανεξήγητη αγανάκτηση, ανάρμοστη στη θέση που κατείχα, αλλά και στο χαρακτήρα του ήρεμου γίγαντα που πάντοτε διεκδικούσα.
Δεν απάντησε κανείς – θα ήταν όλοι στην κουζίνα, ήταν ώρα διαλείμματος.
Σηκώθηκα και άρχισα να γυρνάω τα γραφεία τους, ψάχνοντας τα ένα-ένα, έπρεπε να βρω επειγόντως το μικρό μου μολύβι. Το μόνο με το οποίο ήθελα να γράφω, γιατί ήταν αρκετά χοντρό για τα δάκτυλά μου, άλλά με μια όχι υπερβολικά χοντρή μύτη, για να χωράνε οι παρατηρήσεις μου ανάμεσα στις γραμμές και στα περιθώρια των επιστολών και των ανακοινώσεων. Μέτραγα τα βήματά μου όπως άλλαζα γραφεία, η κάθε γωνιά ήταν σημαντική, μπορεί να είχε πέσει οπουδήποτε, τα γραφεία κρατάνε το υλικό τους με νύχια και με δόντια και η γραφειοκρατία εμφανίζει συνεχώς νέα πλοκάμια. Κάτι έπαθε το Υπουργείο με το μολύβι εκείνο και θα μου το κρύψανε, αλλιώς δεν εξηγείτο.
Ήταν άφαντο. Άρχισα να χώνω τα νύχια μου στις γωνιές των τοίχων και κάτω της τσεκουλλατούρας, μην σφήνωσε καπου εκεί, για ώρες ψηλάφησα όλο το υπουργείο, μέχρι και στις τουαλέττες πήγα, βρήκα γομμολάστιχες, στυλό καινούρια και παλιά, τρύπησα τα δάκτυλά μου με έγχρωμα συνδετηράκια, έσπασα διάφανες ρίγες ψάχνοντας πιο βαθιά στις ρίγες και κάτω από τις πόρτες. Τϊποτα.
Μα δεν μπορεί, θα το έβρισκα. Με τόσο έντονο χρώμα, αποκλείεται να μην το έβλεπα να ξεμυτάει από κάποιο γραφείο, κάτω από κάποιο σημειωματάριο, μέσα σε κάποιο ατέλειωτο νομοσχέδιο, πίσω από την οθόνη κάποιου υπολογιστή. Έστω και στον κάλαθο κάποιου απερίσκεπτου συναδέλφου που το έπιασε για να καθαρίσει τα βρώμικά του αυτιά για να χωράνε τα ακουστικά του άι-ποτ του. Άει και γαμήσου μαλάκα, αν έκανες κάτι τέτοιο!
Με αυτή τη σκέψη, πήγα απευθείας στο γραφείο του Βελζεβούλ του Υπουργείου. Ήταν ο ‘λερωμένος’, ο κλέφτης, αυτός που έπιανε απέξω τις μίζες και από μέσα τράβαγε τα σκοινιά του ‘βίσματος’ από τρία κόμματα ταυτόχρονα, χωρίς ο ένας να γνωρίζει για τον άλλο. Εκβίαζε, απειλούσε, έγλυφε, και γνώριζε άριστα τη χρήση όλων αυτών των ρημάτων σε όλα τα πρόσωπα του γ’ ενικού και του γ’ πληθυντικού – αυτός, αυτή, αυτό (το σώμα, το τμήμα), αυτοί, αυτές (οι εταιρείες), αυτά (τα κόμματα) – τόσο καλά, που ενώ όλοι γνώριζαν για το ...ποιόν του, υποτάσσονταν και τον απέφευγαν με κάθε ευκαιρία.
Χα! Το μολύβι ήταν στο συρτάρι του. Πώς δεν το είχα σκεφτεί από την αρχή, να απέφευγα όλο εκείνο τον κόπο;
Το μολυβάκι μου, το υπέροχο μου κόκκινο σπαθί του Ζορρό, που έβαζα το σημάδι μου και όλοι με φοβόντουσαν, και δεν τελείωνε ποτέ, και θα ζούσε όσο θα ζούσα κι εγώ – για πάντα.
Πήγα πίσω στο γραφείο μου κατενθουσιασμένος που είχα καταφέρει να γυρίσω το Υπουργείο πάνω-κάτω, σε όλους τους ορόφους, σε όλα τα γραφεία, σαν παιδάκι ακούραστο. Τα λίγα κιλά που είχα χάσει από το δακτυλίδι σε συνδυασμό με το πάθος μου για το τέλειο μου μολύβι και η αδημονία να ξαναγράψω με αυτό μετά από μήνες, με είχαν γεμίσει ενέργεια και αποτελεσματικότητα. Ήταν και η αγωνία να γράψω εκείνη την παρατήρηση...
Κάθησα στην καρέκλα μου φαρδύς-πλατύς. Τελικά είχα κουραστεί πολύ περισσότερο από το ψάξιμο από ότι είχα καταλάβει. Αναμενόμενο.
Αγκομαχούσα βίαια, σαν ένας μισο-προπονημένος, ερασιτέχνης αλλά φιλόδοξος δρομέας, που μόλις τερμάτισε τον αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας. Το στομάχι μου πονούσε αφάνταστα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελλή.
Κι όμως, αφήνοντας όλη αυτή την κούραση πίσω για να επιτελέσω το έργο μου, ένοιωσα ξαφνικά ότι το μολύβι μου φαινόταν να βαρούσε πιότερο κι από μένα. Το χέρι μου που το κρατούσε δεν κουνιόταν με τίποτα. Δεν μπορούσα να γυρίσω το χέρι μου για να γράψω, ή να αφήσω το μολύβι στο γραφείο. Ξαφνικά κατάλαβα ότι μου πίεζε τα δάκτυλα με τρομερή πίεση ανάποδα πάνω σε εκείνη την επιστολή της λειτουργού από το τμήμα μεταναστεύσεων. Ήθελα να γράψω την παρατήρηση για το διαβατήριο μα δεν μπορούσα.
Το κόκκινο μολύβι ήταν επίμονο, παντοδύναμο. Έπιασα τον αγκώνα μου με το ελεύθερό μου χέρι και τράβηξα δυνατά. Δεν γινότανε τίποτα. Ήταν ανένδοτο. Δεν θα με άφηνε να κάνω τίποτα. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλουδάκι μου πώς ένα τόσο μικρό, ντελικάτο μολυβάκι έκρυβε τόση δύναμη, τόσο βάρος και τόση επιμονή. Ίσως τελικά να μην ήτανε τόσο αθώο όσο φαινότανε. Ίσως να με είχε κοροϊδέψει τόσο καιρό, κι εμένα και τους υπόλοιπους συναδέλφους μου.
Το σκέφτηκα καλύτερα. Ίσως να ήξερε κάτι ο Βελζεβούλης για το μολύβι αυτό. Ίσως πάλι να του έκανε κάτι, να επέμβηκε με κάποιο τρόπο στη σύστασή του, να το ενίσχυσε, για να μου κάνει κακό. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Έπρεπε να κάνω κάτι, να απαλλαγώ από την πίεση του, να γράψω την παρατήρηση, έστω και με ένα άλλο μολύβι, ίσως και με στυλό. Έπρεπε να αλλάξει ο κανονισμός αλλιώς η χώρα μου κινδύνευε. Έσκυψα προς τα μπρος για να δαγκώσω το μολύβι, να το κόψω. Δεν έφτανα, δεν μου άφηνε περιθώριο η κοιλιά μου.
Κι ενώ σκεφτόμουνα το ενδεχόμενο να γράψω με το αριστερό μου, ξαφνικά γλύστρησαν οι τροχοί της γαλαζοκίτρινης καρέκλας και έσπασε το ένα πόδι. Σαν σημαία της Ουκρανίας που καταποντίζεται στη Μαύρη Θάλασσα μαζί με την Κριμαία, τα καράβια, τον κόσμο, τα νεκρά άρματα μάχης, βρέθηκα κρεμασμένος από το γραφείο μου. Τότε ήταν που άκουσα το κόκκαλο του αγκώνα μου να σπάζει, καθώς το κόκκινο μολύβι δεν με λυπήθηκε ούτε και κατά την τεράστιά μου πτώση, γιατί ήταν ταγμένο οπωσδήποτε να μη με άφηνε να γράψω την παρατήρηση αυτή.
Πρώτη φορά στη ζωή μου έσπαζα κόκκαλο. Δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή αν μου άρεσε και αν το βρήκα ενδιαφέρον, ή αν ένοιωσα απελπισία. Ο πόνος πρέπει να ήταν τόσο δυνατός, που δεν με άφησε το μυαλό μου το ίδιο να τον νοιώσω. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη, την ύστατη στιγμή της αγωνίας όπως έχανα τις αισθήσεις μου, είναι ότι έριξα μια τελευταία, απέλπιδα ματιά στο μολύβι.
Κι έτσι, όπως άφηνα την προτελευταία μου αναπνοή, είδα, για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια χρήσης, τι ήταν χαραγμένο στο μολύβι μου – ένα σφυρί και μια μυτερή παρένθεση να το αγκαλιάζει.
Κι όλα σκοτείνιασαν.
***
Ευτυχώς, όπως μου περιγράψανε αργότερα, με προλάβανε στην τελευταία αναπνοή επάνω, και με συνεφέρε ο Βελζεβούλης μου με το μηχάνημα Σι-Πι-Αρ, καθώς ήταν ο μόνος που είχε εκπαιδευτεί στη χρήση του, και η Μαρία – αχ, η Μαρία – με τεχνητή αναπνοή.
Με πήρανε με ασθενοφόρο στις πρώτες βοήθειες στο Γενικό κοντά στο ΙΚΕΑ και με κρατήσανε για άλλους δύο μήνες για να αφαιρέσουν το δακτυλίδι από το στομάχι μου. ‘Επιπλοκές’, θυμάμαι, συζητούσανε μεταξύ τους οι συνάδελφοι κι οι γιατροί, μα ήξερα πολύ καλά από εκείνη την ημέρα ότι για όλα υπαίτειο ήταν το μολύβι εκείνο που εμπιστεύτηκα, μέχρις ώτου απεκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα – και χαρακτήρα. Την ημέρα που ήρθα αντιμέτωπος με τα συμφέροντά του.
Published on March 07, 2014 03:13
February 23, 2014
Το Αυγό του Παπαγάλου
Ο Γκαβέλας κοίταζε στο κλουβί της Μπεμπέ για χρόνια κρυφά από αυτή. Κοίταζε όποτε η Μπεμπέ έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση τα σποράκια της – ποτέ δεν της έδινε σοκολάτα, γιατί διάβασε κάπου ότι σκοτώνει.
Έβαζε το τριχωτό του χέρι μέσα στη φωλιά με τα άχυρα που της είχε φτιάξει όταν την είχε πρωτοαγοράσει από την Κυρία Μπατάλ, που απογοητευμένη ήθελε να την πουλήσει στον πρώτο λαχόντα γιατί, «δεν ξεγώ τι πγεπεί να κανώ, δεν κάνει αυγό, δεν θα έχω απογονούς, ίσως δεν μπογώ τελικά να κανώ κάτι, πάγτην, ίσως μαζί σου να αλλαξεί η τύχη της. Νες πα;» Θυμότανε τα λόγια της που του αράδιασε με γαλλική προφορά κάθε φορά που έβγαζε το χέρι από την άδεια φωλιά, απογοητευμένος. Ήξερε ότι έπρεπε να δώσει αυτός τη μάχη. Καθάριζε το χέρι του το λερωμένο με τα σκατωμένα άχυρα και τα μισά πέφτανε χάμω. Τα μάζευε βιαστικά με λίγο χαρτί που είχε εκεί πρόχειρα, γιατί δεν έπρεπε να δει η Μπεμπέ τι συμβαίνει, δεν έκανε να ξέρει ότι την παρακολουθεί, γιατί το αυγό μετά δεν θα άξιζε, ο Γκαβέλας δεν ήθελε χάρες. Μόλις τελείωνε το μάζεμα κάθε φορά άκουγε από το σαλόνι την Μπεμπέ επανειλημμένα να φωνάζει το όνομά της και ήξερε ότι ήτανε ώρα να τη βάλει για ύπνο.
8:13 μ.μ. Πάντα την ίδια ώρα. Ευτυχώς. Ήταν η ώρα που άρχιζαν οι ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση. Ίσως δεν άρεσαν στην Μπεμπέ οι ειδήσεις. Ίσως καταλάβαινε τι έβλεπε και δεν ήθελε. Στους δρόμους οι διαδηλωτές την ενοχλούσαν, οι πολιτικοί ακούγονταν σαν παπαγάλοι, συνεχώς να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, θα τα βαρέθηκε όλα.
Το κλουβί το διάλεξε αυτός για την Μπεμπέ γιατί ήξερε ότι έπρεπε να αλλάξει το περιβάλλον της. Την έπαιρνε στο δωμάτιο αμέσως και τη φιλούσε στο ράμφος λέγοντας της πόσο την αγαπάει. Στους πράσινους τοίχους στο δωμάτιο δεν έβαλε αφίσες και τον καναπέ-κρεβάτι τον είχε πάντα κλειστό. Την άφηνε ήσυχη πάντα ως τις 10:00 ακριβώς κάθε πρωί που την ξύπναγε για το πρωινό της στην βεράντα, για να πάρει και λίγο ήλιο στο υπέροχο γκρίζο της φτέρωμα. Να παράξει βιταμίνη Ντι. Να της δώσει κι αυτός κρυφά στο φαγητό της λίγη Μπι, και λίγη Έψιλον, μπας και αλλάξει το παραγωγικό της. Γιατί πραγματικά την ήθελε να κάνει ένα αυγό. Για τους δυο τους.
Αυτή την Κυριακή κτύπησε η πόρτα γύρω στις 9:55 το πρωί. Ο Γκαβέλας, φορώντας ανάποδα τη γαλάζια νυχτικιά του άνοιξε την πόρτα διστακτικά. Ήταν ο Αλέξης. Ο Γκαβέλας στάθηκε εμβρόντητος. «Τ-τι θ-θέλεις;» ψέλλισε μόνο και πήγε να κλείσει την πόρτα στα μούτρα του ανεπιθύμητου επισκέπτη. Ο Αλέξης έβαλε το πόδι του στον παραστατό και συγκράτησε την πόρτα. Ο Γκαβέλας άνοιξε ξανά, με λιγότερες μοίρες γωνίας αυτή τη φορά.
Του πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Ο Αλέξης στο σπίτι του, δυο χρόνια ολόκληρα μετά που τον είχει εγκαταλείψει. Ήταν οι πρώτοι μήνες που είχε πάρει την Μπεμπέ και της έδινε όλη τη σημασία, και ανέπτυξε την ψύχωση με το αυγό και έγραφε κανονικά τον Αλέξη. Αυτός φαίνεται δεν άντεξε τον ανταγωνισμό και τον εγκατέλειψε χωρίς μια κουβέντα, ένα φιλί. Μόνο ένα σημείωμα του είχε αφήσει, τι σημείωμα δηλαδή; Μια φρασούλα ήτανε. «Ποτέ μην της δώσεις σοκολάτα».
Έσκυψε το κεφάλι στο πλάι και κοίταξε τον Αλέξη λίγο πιο διεξοδικά από κάτω στο λασπωμένο παπούτσι ως πάνω στο κεφάλι. Ήταν γεμάτος με άχυρα.
Πρέπει να ξυπνήσω την Μπεμπέ!
Ξαφνικά ο Αλέξης άνοιξε τη χούφτα του. Του αποκάλυψε ένα μικρό αυγό. Χαμογέλασε. Από πίσω εμφανίστηκε η Κυρία Μπατάλ, κι αυτή χαρούμενη.
Ήταν ήδη 10:20
Η νυχτικιά του Γκαβέλα άνοιξε. Μέσα γυμνός, κοίταξε το σώμα του για πρώτη φορά στο φως της ημέρας. Ήταν κι ο ίδιος γεμάτος άχυρα.
Μέσα από το δωμάτιο η Μπεμπέ άρχισε να κακαρίζει σαν κότα, ξέρεις, όταν κάνει αυγό.
© Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης
Published on February 23, 2014 11:33
April 1, 2013
2nd excerpt from The Omniconstant - Hollow Earth
Chapter Two
The Factory
Underground time 28:45
“Hold the
electron higher! Pay attention to the laser line! You are gonna have to melt it
back and reattach the whole bar if you don’t make it perfect!” a man in uniform
shouts on his radio to an operator. This man is Nevo, Jordan Dabolmort’s
grandson. He is in a small capsule, which moves freely in the giant cavity of
the Factory. The technology that keeps it airborne is kept simple, bidirectionally
using polarised magnets in a world made of almost thirty per cent iron. The levels and tension of polarisation are
controlled by buttons and levers that Nevo operates for vertical and horizontal
movement. It is easily assumed that diagonal movement is impossible, so
brilliantly pre-calculated scale moves of the capsule allow Nevo to inspect
every production procedure happening in the Factory. He is the Cube Chief
Constructor and he has to be very careful with the material of transparent
metal the cubes are made of. It is a mixture of diamond and iron. These two
materials are easy to find under the earth mantle. Their fusion is carried out
in the natural furnaces that the underground people have used for thousands of
years for numerous works – the Lava Rivers.
Right beneath them lies a level
of the Earth mantle that looks like the second level of the human skin - the
level where the small blood veins pass. Small streams of lava here are in
constant move, bearing their own steady speed and temperature, as if the planet
is a living, controlled organism. Under this layer, obviously, are the Lava
Lakes, which are not filled from higher grounds, but from the deeper veins that
start from the Earth Core and climb outwards in terms of the sphere shape of
the planet.
Around the
cube city cavity there are huge, firmly sealed chambers of magma, which endure
the pressure for millions of years, only releasing some of it at its peak
seasons, either from their volcano mouths on the surface of the earth, or with
small bursts inside the hollow level where the Cube City is built. That is why
at some points the Cubes are dirty with spots of Lava, and on the cavity
ground, where the Factory stands there are numerous miraculously shaped hills of black, shining
lava, like giant stalagmites.
Slowly
moving among these huge creations are some super giant, white creatures. They
are the Albino Mantises of this world. The hard labour workers of the Factory.
All of them under the close surveillance of Nevo and his operators, perform all
the heavy duty tasks for the creation of the New Cubes half through the year, during
the Season of the Cold.
The seasons
of the underworld are two. The Hot Season and the Cold.
(...to be continued)
Published on April 01, 2013 15:15
March 29, 2013
Νέες Οδηγίες #38 Μίλα μου για τη Φτώχεια
«Στην υγειά μας, το ούζο είναι της ζωής και το νερό της
νιότης.»
είπες μόνο...
«Έλα να σε κεράσω, φίλε, τι πίνεις; Θα πιω κι εγώ.
Έτσι όπως καθόμαστε
εδώ, χρόνια μετά,
ένα ψυχικό, και θα σε ανταμείψω.
Από τι υποφέρω θα σου πω
και πες μου εσύ για την αρρώστια ετούτη.»
Έπιασα, φίλε μου, τον εαυτό μου αδύναμο,
πλαδαρό κι
οσφυοκάμπτη.
Έπιασα τον πόθο μου την ιδέα του πλούτου να υπηρετεί
Μα ετούτος γείτονάς μου καν δεν είναι.
Χρόνια τώρα έτσι πονώ
αγκαλιάζοντας πίνακες του Μιρό
σε αφίσες,
διαβάζοντας του Φενγκ Σούι
τα μυστικά
για να βρω του πλούτου τη θέση
στο μικρό μου φτωχικό.
Δεν ξέρω αν μετανιώνω ή αν μεμψιμοιρώ.
Ίσως εσύ με καταλάβεις.
Μίλα μου για τη φτώχεια, μίλα μου,
γιατί πάω να τρελαθώ,
θα μου καταλογίσουνε των λογικών την τρέλα,
μίλα μου να σ’ ακούω
την οποία αναβράζουσα σκέψη
να ξεχνώ.
Πες μου, ας πούμε,
ότι δεν ευθύνομαι
που έχω τη ζωή μου ζήσει ως τώρα
στην κραιπάλη,
σε μια ανίατη αντίδραση ποτέ να μην
παραδεχτώ
αυτό που στην ουσία ακόμη είμαι,
ένας πένητας κι εγώ,
αν δεν τα χρέη μου ξοφλήσω.
Για πες μου πώς να σταματήσω
της φτώχειας μου τον πόνο
να παλεύω οι άλλοι μην τον δουν
στα περσινά μου ρούχα,
στης οδοντοστοιχίας μου το κιτρίνισμα,
στο μαύρο μισοσάπιο σφράγισμα.
Και πες μου πώς να σταματήσω τη μοίρα μου
να λοιδορώ
μην ο φίλος το διακρίνει
στο βλέμμα όταν πάω
να πληρώσω στην ταβέρνα
το λογαριασμό,
στην αδυναμία μου από άλλους κέρασμα
να δεχθώ,
στο άγχος μην ξεχάσω το δώρο
κανενός.
-καταραμένη περηφάνια-
Μίλα μου για τη φτώχεια, μίλα μου,
ξανά μη βυθιστώ,
τράβα με απ΄ το βούρκο της ψευδοχλιδής,
μίλα μου να σ’ ακούω,
να πάψω τη στριφνή μου μνήμη να ζυγίζω
σαν το μανάβη των δύσκολων καιρών,
από την κάθε ντομάτα κερδίζοντα
με τη διαφορά του κοτσανιού
μα και της κολλημένης λάσπης.
Πες μου, ας πούμε,
ότι η ζωή πάει κι έτσι,
να είναι ιδία η ευθύνη μου
να μην πολυξοδεύω,
-άμα δεν μπορώ-
σε μια ανίατη αντίδραση
να επιδεικνύω,
αυτό που στην ουσία δεν είμαι,
αν δεν τη ζωή μου
ισορροπήσω.
Πείσε με της άφραγκης αλήθειας μου το άχθος
να μην παλεύω οι άλλοι μήπως ξαφνικά διαπιστώσουν
στο δεκαπεντάχρονό μου αμάξι,
στης οδοντοστοιχίας μου το στράβωμα,
στον εκλιπόντα φρονιμίτη,
στο τραγικό μειδίαμα.
Πες μου να μην θυμάμαι κι ο ίδιος
την κατάντια
διακρίνοντάς την στων συντρόφων το βλέμμα
όταν πλησιάζω
ίσος προς ίσον να ομιλήσω,
στην αδυναμία μου τη βοήθειά τους
να δεχθώ,
στο άγχος κανείς για μένα
μην πονέσει.
Ολοένα εσένα καλώ,
εσένα εκλιπαρώ,
η ψυχή μου άφωνη,
η βούλησή μου ελάσσονα
«Μου τηλεφώνησες και ήρθα αμέσως να σε βρω,
εδώ στο μπαράκι που γιορτάζαμε παλιά τα νιάτα,
δεν ήθελα να έρθω, μα έπεσε στα χέρια μου
του Αριστοφάνη ο ‘Πλούτος’»
Μίλα μου για τον πλούτο,
τώρα,
μίλα μου,
πως είναι στη ψυχή,
-τώρα πια έτοιμος είμαι-
στόχος μου δεν είναι καμιά
υποταγή,
μια κάποια ίσως της προσωρινής κατάστασής μου
αποδοχή,
του φόβου μου τα χρυσίζοντα συντρίμμια να
συμμαζέψω,
να τον χαρτογραφήσω,
να εκτονωθεί.
Πες μου, ας πούμε,
πως οι άλλοι δεν με μετράν με το πουγκί μου,
πως ψηλότερα θα στεκότανε το όνομά μου στη λίστα τους
αν δεν υπερέβαλλα,
αν δεν τους γέμιζα ενοχές,
λες και φταίξανε εκείνοι για τη μικρή προσωπική μου πτώση.
Μίλα μου
για το δικό μου εσωτερικό φτωχό,
ίσως πλουτίσει
ξαφνικά.
Μίλα,
σου λέω,
μα δεν μιλάς,
Ας είναι, ίσως και να το έκανες για να τα πω ο ίδιος.
είπες μόνο...
«Στην υγειά μας, το ούζο είναι της ζωής και το νερό της
νιότης.»
Published on March 29, 2013 04:13


