Νέες Οδηγίες #201 Της Αμφιπάτριδος ο Ηδύπικρος Σίελος




Πήγε και στάθηκε η κόρη
εκεί που ξέθαψαν το σκουριασμένο συρματόμπλεγμα.
Το ’να χωράφι αριστερά με χώμα μαλακό και οργωμένο,
με κριθαριού βλαστούς ξεμυτισμένους.
Ντροπαλά κοράκια στο βάθος παρακολουθούν
το άγραφο σύνορο
που τάχθηκε η κόρη να αποσαφηνίσει.
Στο δεξί της πόδι έδαφος ακαλλιέργητο χρόνια,
με πέτρες και ξεχασμένα υνία
και τενεκέδες των βοσκών που ασχημονούσαν επί ύδατος και γης.
Ήταν η παραχώρα, εκεί που γεννήθηκε.
 
Ατελείωτα έτη στάθηκε εκεί,
στο αμφιλεγόμενο μέσο,
αγκαλιασμένη με το συρματόμπλεγμα σφικτά
-για να γεράσει-
 
Το κριθάρι τελικά μεγάλωσε
και μύλοι αλέσανε αλεύρι
από τη χώρα
και της δώσανε ψωμί,
από ζυμάρι που φτιάξανε από τα δάκρυά της
-και από τα δύο μάτια-
και με αλάτι από τις αποξηραμένες αλυκές της παραχώρας,
και έφαγε για πρώτη φορά φαί κι από τις δύο πλευρές.
 
Και άρχισαν να έρχονται από τη χώρα κομμώτριες
για να της πλέκουν ωραία τα μαλλιά
για το Πάσχα και του καλοκαιριού το τέλος σιμά.
Και από μακρύτερα στην παραχώρα
έρχονταν ράφταινες και της ράβανε
με ντεγκραντέ υφάσματα
φούστες χωρίς μόλα για το ένα πόδι
-γιατί την έβλεπαν μισή-
και χιλιοποίκιλτα φανελάκια με ένα μανίκι,
μισό κολλάρο
κι ένα βυζί,
και ήτανε όμορφη σε κάθε γιορτή κι από τις δυο πατρίδες.
Και από τα έξω σύνορα της χώρας και της παραχώρας
ναύτες της έφερναν μηνύματα αγάπης και φιλιά
για την αγάπη της κόρης τη βαθιά.
 
Στην παραχώρα το δεξί της χέρι ψαχούλευε το άγριο παρελθόν της μητρός της
-και το ανακάλυπτε με τρόμο-
Εκεί χαλάσαν το χωράφι για να φτιάξουν λεωφόρο
και πέρναγαν τα λεωφορεία και γιουχάϊζαν την κόρη τα παιδιά
και των φορτηγών ο ζεστός αέρας της έκαιγε μαλλιά τε και δέρμα ικανά,
κι ερχόντουσαν από τη χώρα τα τρομαγμένα ποντίκια σειρά
και έπιαναν στα πόδια της σκιά
και το χειμώνα η βροχή της παραχώρας έγδερνε το δεξί της μάτι
-μα δεν αρρωστούσε-
και στη χώρα ο Προκρούστης σχεδίαζε το κρεβάτι εκ νέου.
 
Υπομονετικά περίμενε τις δύο πατρίδες να μιλήσουνε η μία στην άλλη
-και μετά στην ίδια-
Αδημονούσε τη μέρα που θα ξεκαρφωνότανε από την γκαστρωμένη της κοιλιά
το συρματόμπλεγμα που της συστήσαν
σαν τον μόνο αποδεκτό σύζυγο,
μα εν τω μεταξύ
με αυτόν ερωτοτροπούσε,
αυτόν φίλαγε
και αυτόν αγαπούσε.
 
Μια μέρα μια κομμώτρια της ξύρισε το μισό κεφάλι
«γκρίζα μαλλιά δεν θέλεις» της είπε
κι ένα φορτηγό φορτωμένο κοπριά
της πήρε σβάρνα τα μαλλιά στα δεξιά της και της τα ξερίζωσε.
 
Κι ένας δημοσιογράφος από την παραχώρα
ήρθε και της ψιθύρισε στο αυτί
«είστε αμφίπατρης, κυρία μου, δεν το καταλαβαίνετε; Διαλέξτε!»
 
«Είμαι πια φαλακρή, αγαπημένε μου, σε λίγο θα είμαι έτοιμη»
είπε στο συρματόπλεγμα
καθώς το δέρμα της τσουρουφλισμένο απλωνότανε στο χώμα
καλώντας τα κοράκια σε άγρια βρώση,
κι αυτός τη φίλησε και της ρούφηξε την τελευταία σταγόνα
απ’ τον ηδύπικρό της σίελο.
Μα αυτή είχε μεταφορφωθεί σε έχιδνα ήδη

απορροφηθείσα από της μάνας της

τον άφθαρτο μύθο

και όπως την άδικη διπλή ταυτότητα της

απενδύθη επαρκώς

τον αγαπημένο της μαζί της

κατάφερε να παρασύρει

-και ένα παιδί δικό τους-
 
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on May 15, 2014 12:54
No comments have been added yet.