Christos R. Tsiailis's Blog, page 4

January 25, 2016

January 23, 2016

Ενσυνειδησία --- Διαίσθηση --- Συναισθησία --- Διορατικότητα

Έχοντας διαβάσει διάφορα από διάφορες πηγές τα τελευταία χρόνια, έχω αναπτύξει για τον εαυτούλη μου [πόσο εγωιστικό ακούγεται αυτό] κάποιες αρχές που με βοηθούν να πράττω και να δημιουργώ χωρίς κόπο, με ανοικτές τις αντένες μου, με ανοικτές τις στρόφιγγες της φαντασίας. Κατέληξα ότι οι ακόλουθες τέσσερις λέξεις δεν είναι απλά λέξεις. Είναι η μετεξέλιξη που επέρχεται στο ανθρώπινο γένος. Προς το παρόν είναι απλά σπάνιες ιδιότητες που συναντάς σε πολύ λίγους ανθρώπους. Ιδιαίτερα δύσκολο είναι να συναντήσεις πέραν των δύο σε ένα άτομο. Για τον εαυτούλλη μου δεν ξέρω αν κατέχω έστω και μία από αυτές. Πάντως τις κατανοώ και πιστεύω ότι μπορώ πια να τις αποδομήσω σαν έννοιες και να ξέρω πώς θα μπορέσω να οδηγηθώ τελικά προς αυτές.Ενσυνειδησία --- Διαίσθηση --- Συναισθησία --- ΔιορατικότηταΆσε με λοιπόν να σου εισηγηθώ κάποια πράγματα για να ξεκλειδώσεις λίγο από αυτό το τεράστιο χάρισμα που όλοι κρύβουμε μέσα μας:
 - Παρακολούθα τα όνειρά σου. [Αυτά ειδικά που επαναλαμβάνονται για χρόνια είναι το κλειδί για αυτοθεραπεία από ένα παιδικό ή πιο πρόσφατο τραύμα. Μόλις το αντιληφθείς λύεται και με συνδυασμό πολλών λύσεων ανοίγει η πρώτη πόρτα για τη σύνδεση σου με τους υποσυνείδητούς σου μηχανισμούς. Ο Φρόυντ και ο Αριστοτέλης μίλησαν και για δεύτερο επίπεδο στο υποσυνείδητο. Θα χρειαστείς κι άλλη δουλειά μετά το άκουσμα των ονείρων. Μείνε μαζί μου για ακόμη λίγο.]
 - Απομονώσου κάθε μέρα για λίγο με στόχο τη συζήτηση με τον εαυτό σου.[μη φοβάσαι τη φωνή μέσα σου, είσαι εσύ, απλά πιο ειλικρινής, χωρίς τους εξωτερικούς φραγμούς . Ενδείκνυται και η έφαρμογή τεχνικών υπερβατικού διαλογισμού, φτάνει να μην υποπέφτεις στον κίνδυνο της σύνδεσης των πρακτικών αυτών με την πίστη σε θρησκεύματα, καθώς οι θρησκείες γενικά κλείνουν τις στρόφιγγες της διαίσθησης.]
 - Ενώσου με το συλλογικό ασυνείδητο που τόσο ωραία ανάλυσε ο Καρλ Γιουγκ.[άκουσε τους άλλους, σκέψου για τους άλλους και το κοινό ώφελος -- σκέψου τι θα σήμαινε ένας κοινός παγκόσμιος ανθρώπινος εγκέφαλος, όπως συμβαίνει με τα μυρμήγκια και τις μέλισσες.]
 - Άκουσε το σώμα σου.[η καρδιά, τα άκρα μας, τα σωθικά μας, ρέουν συνεχώς από το αίμα που τρέφει τον εγκέφαλο και το υποσυνείδητό μας. Άσκησε το σώμα σου και μετά ξεκούρασέ το, κάθε μέρα δίνε του μικρά δώρα απόλαυσης, είτε σε άσκηση, είτε σε τροφή είτε σε έρωτα. Είτε με μια αγκαλιά. Απλά να το κάνεις απλόχερα και με σκοπό την τέρψη του σώματος. Θα σε ανταμείψει κι αυτό με ηρεμία. Έτσι το πνεύμα σου θα δράσει ελεύθερα και τότε θα πλησιάσεις περισσότερο προς την ικανότητα να σκέφτεται ο εσωτερικός σου μηχανισμός αυτόματα για σένα. Και να δημιουργείς εύκολα αυτό που θέλεις, είτε είναι καλλιτεχνική δημιουργία, είτε ένας φιλοσοφικός διάλογος με τον πλησίον σου.]
 - Αποδέξου την ασημαντότητά σου.[το πνεύμα σου χρειάζεται ταπεινότητα για να ανθίσει. Εϊναι το λίπασμα των πιο όμορφων λουλουδιών που υπάρχουν εκεί έξω. Μην υποτιμάς όμως τον εαυτό σου. Να γνωρίζεις ακριβώς που στέκεσαι. Χωρίς να συγκρίνεις τις ικανότητες και τις αδυναμίες σου με εμπάθεια προς τους άλλους.]
 - Να δημιουργείς.[είτε είσαι καλλιτέχνης είτε οικοκυρά και μαγειρεύεις, να αφήνεσαι πάντα ΕΝΤΕΛΩΣ στη φαντασία σου. Να επιτρέπεις στη λογική και τη γνώση σου να επεμβαίνουν μόνο στις αντιφάσεις και στα λάθη. Να μην ραφινάρεις τις τραχείες γωνίες κατόπιν εορτής. Αν είσαι έτοιμος θα ξέρεις από πρώτα την ώρα που δημιουργείς τις σωστές ενέργειες. Πάνω από όλα να μην μιμείσαι όταν δημιουργείς. Να ψάχνεις μέσα σου τις εικόνες που χρειάζονται για το επόμενό σου βήμα. Είναι το τρίτο βήμα για ξεκλείδωμα της ενσυνειδησίας.]
 - Να παρακολουθείς τα πάντα γύρω σου.[είτε είναι εκπομπές στην τηλεόραση, είτε είναι το τιτίβισμα ενός σπίνου έξω στη βεράντα, πρέπει να μάθεις να ερμηνεύεις τις συμπτώσεις γύρω σου. Η αποδοχή και αποδόμηση του τι πραγματικά είναι η συγχρονιστικότητα του Καρλ Γιουγκ είναι το επόμενο βήμα στο να πετύχεις να αναπτύξεις τη διορατικότητά σου.]
 - Προσπάθησε όσο μπορείς και όσο είναι δυνατό να πράττεις το καλό χωρίς να αναμένεις ανταμοιβή είτε από την τωρινή ζωή είτε από θεϊκή εύνοια.[Η αυθεντική καλοσύνη δεν είναι άπιαστο όνειρο, φτάνει να σκεφτόμαστε με κάθε πράξη μας το πώς θα θέλαμε να πράξουν οι άλλοι προς εμάς σε μια δύσκολη στιγμή και σε μια καλή μας στιγμή. Πάντα να εκλείπουν οι υπερβολές. Ο καθρεφτισμός του εγώ είναι ένα ακόμη βήμα προς τη διορατικότητα.]
 - Να αποβάλλεις το άγχος και την αρνητική σκέψη ασταμάτητα.[Το άγχος και η αρνητική σκέψη πάντα προέρχονται από μια πηγή που αμύνεται με βάση το ατομικό μας συμφέρον -- ακόμη και στο έσχατο σημείο αλτρουισμού, την αγάπη προς την-τον σύντροφό μας. Όταν μας αποπάρει, ξεκινάει η ανάφλεξη μέσα μας που μπορεί να μας κυνηγάει για ώρες. Πιες ένα ποτήρι νερό και όλα θα καθαρίσουν -- λογικές σκέψεις από το πουθενά θα μας δείξουν σε τι φταίξαμε και θα κατανοήσουμε το έτερον ήμισι -- αλλά και οποιοδήποτε άλλο παράγοντα μας προκαλέσει άγχος -- ακόμη και το θάνατο προσφιλούς ατόμου. Να πονάς, δεν λέω, αλλά με μέτρο.]
 - Να ζεις ευτυχισμένα.[Δεν είναι δύσκολο. Αφού ξεκλειδώσεις όλα τα πιο πάνω, θα κατανοείς πιο εύκολα την τύχη του να είσαι μέρος αυτού του ευλογημένου πλανήτη και θα βρεις την ευτυχία σε όλα τα πράγματα. Όχι μόνο σε αυτά που σε συμφέρουν. Το εγώ σου είναι διάχυτο στο σύμπαν όταν το αγαπάς πραγματικά και δεν το κρατάς για τον εαυτό σου]
 - Μάθε σκάκι.[το παιχνίδι αυτό, περισσότερο από κάθε μαθηματική σκέψη ή αλγόριθμο, σε διδάσκει να προβλέπεις τις ενέργειες των άλλων αλλά και τις συνέπειες των δικών σου πράξεων. Πάντα με γνώμονα τη βελτίωση. Μην το εκλάβεις ότι πρέπει να καταστρέψεις τον αντίπαλο για να διαπρέψεις. Γι' αυτό σου παράθεσα το σκάκι ως μια τελευταία εντολή για ξεκλείδωμα της διαίσθησης. Επειδή πρέπει να περάσεις και όλα τα προηγούμενα στάδια για να ανοίξεις την προτελευταία πόρτα.]
 -Άσε την τελευταία πόρτα κλειστή. [Ποτέ μην πιστέψεις ότι απέκτησες και τις τέσσερις ιδιότητες. Ποτέ μην θεωρήσεις ότι γνωρίζεις τα πάντα ή ότι είσαι τέλειος ή απόλυτα ευτυχισμένος. Να παλεύεις πάντα για το καλύτερο. Ο άνθρωπος και ο πλανήτης μας δεν θα φτάσει ποτέ στο τέλειο. Απλά συνεχώς θα βελτιώνεται. Αυτή τη στιγμή σκέφτεσαι ότι όλα χειροτερεύουν. Ξαναδιάβασε το άρθρο μου και πάμε πάλι από την αρχή.]



©Christos Rodoulla Tsiailis
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 23, 2016 00:12

January 19, 2016

Μαγιονέζα


Άνοιξε το καπάκι του σωληναρίου και άρχισε να του τοποθετεί προσεκτικά τη μαύρη κρέμα στις ανοικτές πληγές πάνω στην πλάτη, στους ώμους, στο μέτωπο. Αυτός άλλαζε στάση αντιδραστικά δεξιά κι αριστερά από τον πόνο, προκαλώντας της σοβαρή αστοχία, ωσότου το μισό του σώμα κατέληξε άτσαλα μουντζουρωμένο με δακτυλιές, σαν παρατημένο τείχος όπου αντίθετες φατριές σβήνουν η μια τα συνθήματα της άλλης. Αλλά με την επιμονή της, πέτυχε όλες τις πληγές –σχεδόν όλες. Γιατί μόλις πήγε να του βάλει λίγη στο σημείο που άνοιξε κάτω από το χείλος του, της άρπαξε το χέρι.
               «Ααχ».
               «Μα πρέπει, γιε μου, κάνε μια προσπάθεια ...»
Την δάγκωσε ελαφρά για να τραβήξει το χέρι της. «Άλλαξε κάτι;»
               «Όχι, αλλά να είσαι έτοιμος. Συντηρήσου. Θα αλλάξει ο νόμος, θα δεις. Με κάποιο τρόπο διατηρήσου.»
               «Κι αν δεν το θέλω;» ψέλλισε πριν κλείσει τα κουρασμένα του μάτια.
Η μάνα του σηκώθηκε. Έκλεισε το καπάκι από το σωληνάριο και γύρισε να φύγει. Κοντοστάθηκε. Ξανάνοιξε το καπάκι και με την άκρη των δακτύλων της του έβαλε λίγη κρέμα ανάμεσα στα χείλη. Έτρεξε μετά προς την έξοδο του κελιού. Οι πόρτες άνοιξαν αυτόματα. Δεν φόραγε το βραχιόλι.
               Πέρασε ένα σαββατοκύριακο και τρεις καθημερινές πριν ξανάρθει. Ο Σωκράτης την περίμενε με αγωνία. Του ανακούφιζε τον αβάσταχτο πόνο στα κόκκαλα. Τον έτρεφε η αναπνοή της, τον δρόσιζε η φωνή της γεμάτη αγάπη, κι ας την απόπαιρνε αυτός με κάθε ευκαιρία, κι ας  μην την άφηνε τίποτα να δει από όλα αυτά. Η ανακούφιση παιγνίδιζε με την ανυπαρξία πίσω από ένα πέπλο λακωνισμού και υποτιθέμενης αδιαφορίας. Ένα παιχνίδι που αυτή προφανώς γνώριζε, γιατί πόνο δεν ένοιωθε όποτε πήγαινε, μόνο χαρά, μια παιδική χαρά που του την έβγαζε με χαμόγελα και νάζια. Κι ας το εκνεύριζαν τέτοιες συμπεριφορές από τη μάνα του, που του θυμίζανε το δικό του παρελθόν, πριν σταθεί αντιμέτωπος με το τέρας, πριν τραβήξει τον δρόμο τον σοβαρό. Που λίγοι θα τραβήξουν, για να χωράνε τα κελιά, να μην στοιβάζεται τόση σοβαρότης σε ένα χώρο. Η εξουσία δεν άντεχε τη σοβαρότητα, αυτός το ήξερε καλύτερα από όλους, η εξουσία ήθελε αφέλεια, αυθορμητισμό και υπακοή. Καλούς ανθρώπους, σαν τη μάνα του. Δεν θα της χαριζότανε εύκολα. Δεν θα τον έπειθε. Μα την ήθελε εκεί.
Ήταν κι αυτή η κρέμα που του έβαζε, σαν μικρό θαύμα σταματούσε τη φαγούρα στις πληγές του, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο σίγηζε και την καταταραμένη την καούρα στο στομάχι του. Του είχε πει ο γιατρός ότι τα εσωτερικά του όργανα θα άρχιζαν πια, μετά από τρεις μήνες, να ατροφούν, ο οργανισμός του θα κατανάλωνε λαίμαργα από τους μύες του και από τους ιστούς του όλο το οργανικό υλικό.
Τί κι αν πεθάνω εδώ μέσα;
Αν έξω δεν έφευγε από την εξουσία ο σατράπης που τους έκανε όλους ίσους και κατώτερους των υπολοίπων μισών, δύο μόνο τάξεις, εργάτες και προύχοντες, πλουσιότατοι και φτωχότατοι, πεινασμένοι και παραταϊσμένοι, δεν θα σταματούσε αυτή την απεργία. Ήταν και οι φίλοι του έξω με τα πλακάτ και έτρωγαν ξύλο από την αστυνομία και το στρατό, ήταν και ο γιος του που τον έπιασε η γυναίκα του και πήγανε Αγγλία για να σωθούνε.
               «Η Νεφέλη; Ο Λένος; Κανένα νέο;»
«Τίποτα, γιε μου», είπε ήσυχα η μάνα του σαν έβαζε στη μεγάλη πληγή στο μηρό του τη μαύρη κρέμα.
Αυτός μόρφασε έντονα από το τσούξιμο. Αυτή νόμισε πως τον ενόχλησε η έλλειψη κάποιας είδησης και συνέχισε να του αλοίφει την πληγή.
«Άσε να καταλαγιάσει η εξέγερση, να σταματήσετε κι εσείς την απεργία πείνας... Μην τους συλλάβουν κι αυτούς.»
«Πρόσεξε.»
«Τι; Σε πόνεσα;»
«Πρόσεξε τη σιγουριά σου».
Ο Σωκράτης έκλεισε τα μάτια του και εκείνη του ακούμπησε το κεφάλι στο σκληρό μαξιλάρι προς τα πίσω. Έπιασε ένα κομμάτι πανί και το βούτηξε στην κούπα με το νερό και άρχισε να μαζεύει από το σώμα του τα απομεινάρια της κρέμας που δεν πήγαν στις πληγές. Έσφιξε λίγο το πανί για να αναμειχθεί η κρέμα με το νερό και μετά, σταγόνα-σταγόνα, του έσταξε το μαύρο νερό στα χείλη. Πολύ αργά, μην την καταλάβει. Σηκώθηκε γρήγορα, έκλεισε το καπάκι του σωληναρίου και έτρεξε να φύγει. Σταμάτησε απότομα και στράφηκε πίσω. Ξέχασε να πάρει το πανί μαζί της.
Αυτή τη φορά έφτασε νωρίς το πρωί – ήθελε να προλάβει τα πρώτα του ούρα. Ο γιατρός, παλιός οικογενειακός φίλος, περίμενε να τα εξετάσει. Όχι, δεν θ’ άφηνε το παιδί της να χαθεί έτσι. Ας το σκότωνε ένας αστυνομικός εκεί έξω. Όλα ήταν καλύτερα απ’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει.
«Κατούρα μου λίγο εδώ.»
«Τι λες βρε μάνα; Τι είναι αυτό το μπουκαλάκι; Έγινες και νοσοκόμα τους τώρα; Με παρακολουθείς; Έγινες σπιούνα των σατράπηδων; Παίζεις σκάκι με τα μαύρα; Βγες απ’ αυτή την παρτίδα, βρεεεε! Θα σε φάνε τα άλογα κι οι πύργοι σε τρεις κινήσεις ματ, βρε! Ξύπνα!»
«Τέλειωσες, Σωκρατάκο μου; Μπράβο. Ωραία. Τώρα κατούρα μου εδώ. Θα τα πάω στον Σούρελη, να τα αναλύσει.»
«Τον γιατρό; Γιατί; Τι πιστεύεις; Ότι μας κοροϊδεύουν εδώ; Για να πούνε τι; Ούτε τρώω, ούτε πίνω, έχω παραδοθεί. Τελεία. Ό,τι κι αν πει ο κάθε γιατρός, η μάχη μου είναι μία. Και δεν θα αλλάξει. Βρες έναν τρόπο να επικοινωνήσεις με τον Λένο. Πες του να έρθει πίσω. Να με προλάβει.»
«Κατούρα.»
«Εντάξει. Για σένα. Για να καταλάβεις επιτέλους ότι τελειώνω. Μπορώ να τελειώσω.»
Φύλαξε το μπουκαλάκι στο βρακί της χωρίς να τον ντραπεί. Του έβαλε κρέμα βιαστικά και έφυγε.
***
Ξαναήρθε μετά από δεκαπέντε μέρες. Άρχισε αμήχανα να του βάζει την κρέμα. Ο Σωκράτης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Μητέρα;»
Η μητέρα του δεν του απάντησε. Έσφιγγε τα χείλη της με αγωνία μην μιλήσει.
«Μητέρα είπα».
«Τι;»
«Τι κρέμα είναι αυτή;»
Δυστυχώς, η ερώτησή του ήταν ακριβώς αυτή που περίμενε. Ήταν έτοιμη. «Δεν ξέρω ακριβώς, την παίρνω από το φαρμακείο, είναι πολύ καλή φαίνεται, οι πληγές σου σιγά-σιγά κλείνουν».
«Μάνα, τι κρέμα είναι;»
«Γιατί βρε Σωκράτη μου επιμένεις; Αφού σου είπα!»
«Σταμάτησα να πεινάω και η κατάστασή μου δεν επιδεινώνεται. Ο γιατρός ψιθυρίζει με τους άλλους για θαύμα.»
«Αλήθεια;»
«Μάνα, δεν πιστεύω να μου κάνεις καμιά χαλάστρα, έτσι;»
«Τι εννοείς;»
«Φέρτο εδώ.»
«Ποιο;»
Ο Σωκράτης σηκώθηκε απότομα για να την προλάβει πριν τρέξει. Τρίκλισε και σωριάστηκε αλλά πρόλαβε και άρπαξε της σφικτή της φούχτα. Νίκησε τα δάκτυλά της και απέσπασε το σωληνάριο. Ήδη αυτή έσκουζε τρομαγμένη και ανήμπορη. Έβαλε την αδύναμή του γλώσσα στο στόμιο και ζούληξε για να βγει λίγο και να γευτεί.
«Μη!»
«Γιατί δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό; Γιατί δεν μάζεψα λίγη απ’ τις πληγές μου να τη γευτώ σαν έφευγες; Να σε σταματήσω; Να τη σκουπίσω από πάνω μου! Βλάκα-βλάκα-βλάκα μου!»
«Ποια;»
«Τη μαγιονέζα, γαμώτο! Τη μαγιονέζα με το κάρβουνο! Τη μαύρη μεταμφιεσμένη μαγιονέζα! Το υποκατάστατο για μια ζωή που έχω ήδη αρνηθεί. Φύγε, γιατί θα σε αρπάξω… Δεν φταίνε αυτοί! Εσύ φταις, εσύ, εσύ, εσύ είσαι κατά βάθος αυτοί…»
«Είσαι παιδί μου. Σπλάχνο μου. Θα σε τάιζα με κάθε κόστος, αυτοί στους οποίους αναφέρεσαι, παιδί μου, είναι ανίκανοι να σε φροντίσουν.»
«Με μαγιονέζα! Την κρέμα που βάζεις σε όλα τα κωλοφάγια των πολυεθνικών και τους δίνεις γεύση! Την κρέμα με τα συντηρητικά που ξαναζωντανεύουν ελέφαντα κι αν δεν το θέλει! Μαύρη μαγιονέζα! Χα! Φύγε, γιατί θα σε αρπάξω από το λαιμό και θα μου φταίξεις πιο πολύ κι από το σύστημα, καταραμένη! Εσύ φταις για όλα! Εσύ τους ψήφιζες! Γιατί σου υποσχέθηκαν μια καλύτερη ζωή για όλους μας! Ηλίθια! Ανόητη!»
Κι όσο φώναζε στο παραλήρημά του ο Σωκράτης ξαπλωμένος στο πάτωμα, αυτή τον είχε αγκαλιάσει και τον τάιζε λίγο-λίγο τη μαγιονέζα ανάμεσα στις βρισιές του.
«Έφτασε στα όργανά σου όλα, μα στην καρδιά σου σχεδόν καθόλου. Μάλλον χειρότερα την έκανε. Ίσως να έσφαλα, έχεις δίκηο. Είναι αδύναμη, γι’ αυτό δεν σου είπα τίποτα. Μην πάθεις κανένα καρδιακό επεισόδιο έτσι ξαφνικά. Τώρα που όλα τελείωσαν. Όμως τώρα που ξέσπασες ξέρω ότι είσαι πιο δυνατός.»
«Τι τελείωσε;»
«Έξω περιμένει η Νεφέλη κι ο Λένος. Η κυβέρνηση έπεσε πριν δυο μέρες. Όλοι οι αστυνομικοί έφυγαν αλλά άφησαν ασφάλεια έξω και δεν μας άφηναν να μπούμε. Μαζευτήκαμε όλοι οι συγγενείς των φυλακισμένων μαζί πριν λίγο. Σκοτώσαμε όλους τους φρουρούς. Όχι, εγώ δεν μπόρεσα. Έλα, σήκω, πάμε, τουλάχιστον θα πας χορτάτος στο παιδί σου. Έλα, θα σε τυλίξω με το σεντόνι, μην σε δει σαν φάντασμα που κατάντησες.»
«Συγ.../»
«Όχι, μην ζητήσεις συγνώμη. Θα μου χαλάσεις το δικό μου αγώνα. Στάσου μόνος σου, να σε τυλίξω, δεν μπορώ να σε σηκώσω.»
«Όχι, άσε, έτσι να με δει, οι καλές και οι κακές μέρες εναλλάσονται αιώνια, ποτέ δεν ξέρεις τι συνταγή θα πρέπει να σκαρφιστείς στο μέλλον για τον Λένο.»
 
© Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 19, 2016 23:22

January 17, 2016

Το β’ Μισό του Μονολόγου της Πουτάνας





Για να σου πω, ήρεμα, μόλις ξύπνησα από ένα πολύ άσχημο όνειρο. Ήμουνα, λέει, σε ένα πίνακα, θύμιζε στήσιμο φιγούρων του Ελ Γκρέκο, και στεκόμουνα στο βάθος, σαν φόντο στον πίνακα. Μπροστά πολλοί παπάδες, δεμένοι με σκοινιά οπισθάγκωνα. Όλοι με σταφυδωμένα πρόσωπα και στεγνωμένα ως το κόκκαλο κορμιά. Και ιππότες με σκοτεινές πανοπλίες, και χωρικοί. Δεν κατάλαβαινα τι κάνανε, όσο κι αν πάσχιζα. Ήταν κι ένα παιδί, εκεί μπροστά, στη γωνιά, σκυμμένο, αιματωμένο. Ένας αγριάνθρωπος ετοιμαζότανε να του δώσει άλλη μία με το βούρδουλα.
«Αλλά...»
«Τι αλλά;»
«Τίποτα, συνέχισε, σκέφτομαι κάτι».
...αλλά δεν κινόταν. Τίποτα δεν κινείτο μέσα στον πίνακα. Ήταν μια φλατ επιφάνεια, ούτε τα μάτια μου δεν κινούνταν. Τα έβλεπα όλα από πίσω, από το αντίθετο προφίλ που τα φαντάστηκε ο ζωγράφος. Είδα τα λάθη. Από κοντά, από την πίσω πλευρά τους είδα όλους χαλασμένους, πεντάσχημους. Και πρόχειρες πινελιές, μπλεγμένα χρώματα και μολυβιές.
«Ααχ, με πονάς, πρόσεχε λίγο.»
«Σκάσε. Δεν σε πληρώνω για να παραπονιέσαι αλλά για να βογγάς.»
«Ααχ!»
Ορίστε, σου βόγγηξα. Τώρα μην μου μιλάς. Απλά συνέχισε να γαμάς σαν σκέφτομαι. Θέλω να θυμηθώ το όνειρο. Σίγουρα κάτι ήθελε να μου πει. Ήταν από εκείνα τα όνειρα ...
Ήθελα να αρπάξω το παιδί πριν φάει το τελειωτικό κτύπημα. Προσπαθούσα να βγω από τον πίνακα, μαζί του, μα τα πόδια μου ήτανε τα πόδια του ελέφαντα και το σώμα μου το καχεκτικό κατάντημα μιας βασανισμένης. Ήταν κι η ενέργειά μου ανύπαρκτη. Πώς δούλευε το μυαλό μου εκείνες τις στιγμές, δεν κατάλαβα και πολύ. Και τώρα που σου τα περιγράφω αυτά, ζαλισμένη είμαι, αλλά έχω τον έλεγχο της ζάλης μου.
«Λίγο πιο βαθιά τώρα, και πιο αργά, έτσι, ναι, ναι ...»
Όλα μέσα στον πίνακα ετούτο ήταν πιο σταματημένα κι από το ίδιο εκείνο το όνειρο που θέλεις να κάνεις κάτι για να αλλάξεις τον ρου, αλλά δεν μπορείς, γιατί νοιώθεις ότι παίζεις σε μια ταινία που ήδη έχει γυριστεί, και κάποιος άλλος θα πατήσει το στοπ, όταν το θελήσει. Όσον τρόμο κι αν νοιώσεις.
Κάποιος.
Κάποιος να πατήσει το στοπ. Γιατί και τώρα που είμαι ξύπνια και θυμάμαι το όνειρο, έντεκα το πρωί, με τον πρωινό πελάτη κι ακόμη καφέ δεν έκανα, είναι σαν να ήμουνα ξύπνια εδώ και σαράντα-ένα χρόνια. Γιατί δεν έμαθα ποτέ τι είναι αληθινός ύπνος.
Πάντα νικάει το πρόγραμμα. Να στέκομαι πίσω από το γυαλί και να κοιτάω τους περαστικούς με λάγνο βλέμμα και μάγουλα και βυζιά κοκκινισμένα από την αντανάκλαση του φωτός και των κουρτίνων. Κι όπως λικνίζομαι και χορεύω οι νταβαντζήδες μου να πηγαινοέρχονται και να ελέγχουν. Μια το βλέμμα μας αν είναι λάγνο αρκετά και μια τον κάθε ένα που κρατάει κάμερα μπας και μας βγάλει βίτεο. Γιατί αυτό απαγορεύεται.
‘Να’ στα μούτρα μας. Γίναμε και προϊόν με δικαιώματα, ‘κόπιραιτ’ το λέει ο δικός μου. Αυτό μας έλειπε. Το μουνί μου ξεσκισμένο, τα χείλια μου μυκητιασμένα από τις πίπες, και να πρέπει να σκέφτομαι μπας και δείξει την ωραία μου τη φατσούλα κάνα περιοδικό και εκτεθώ! Γαμηθείτε βρε νταβαντζήδες! Που θα μας βάζετε και εισφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις πλέον!
Γαμηθείτε!
«Ααχ, είσαι πολύ καλός, έλα γαμιά μου, μην σταματάς.»
Στα λέω, φιλαράκι μου τώρα, έτσι όπως πασκίζεις, μέσα-έξω, μέσα-έξω, αλλά τα είπα και του παπά. Ναι, καμιά δεκαριά χρόνια, θυμάμαι, πριν, όταν είχα μια αναλαμπή με την εικόνα της Παναγίας που είδα κρεμασμένη σε εκείνο το τεράστιο πέος στο τέρμα του κόκκινου σοκακιού. Έφευγα από τη δουλειά, μεσάνυκτα και την είδα. Ποιος την έβαλε εκεί; Τι ήθελε να πει; Έπρεπε να μάθω. Δεν άντεχα, δεν ήξερα ακριβώς αν η Παναγία με γέμισε ενοχές ή με φώτισε. Είχα πάει με τρεις καλογαμιάδες εκείνη τη νύχτα και τρίκλιζα με τα ψηλοτάκουνα όπως έπιασα το δρόμο αριστερά για να πάρω το ποδήλατό μου από το πάρκινγκ δίπλα από τον ποταμό.
«Δεν πάει άλλο!» είχα πει, θυμάμαι, και το άλλο πρωί πήγα απευθείας στο εξομολογητάρι της ενορίας. Ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, η πρώτη που είχα βρει μπροστά μου, αλλά τι με ένοιαζε εμένα; Σάμπως και ήξερα τι κάνουνε μέσα στις εκκλησίες; Και γιατί, βρε, να νοιάζομαι για τους Ορθόδοξους, τους Πρωτεστάντες και τους Καθολικούς και τους Αγγλικανούς και ξέρω και ‘γω τι άλλο σκαρφιστήκανε για να ξεχωρίζουνε; Όλοι στον ίδιο Θεό δεν υπάγονται; Στον ίδιο δεν υπακούουν;
Ήταν ημίφως μέσα, και τα κεριά τρεμόπαιζαν, λιγοστά και μισοκαμένα. Είχε ουρά, δεν ήθελα να καθήσω στη γραμμή με τα μαλλιά βαμμένα κόκκινα και το μέικ-απ της προηγούμενης νύκτας μισοσβησμένο. Αλλά κάθησα.
Τι σύμπτωση που τα θυμάμαι αυτά σήμερα! Είχα δει το ίδιο όνειρο θυμάμαι, τις λίγες ώρες που κοιμήθηκα, μόνο που ο πίνακας έμοιαζε να ήτανε του Ιερώνυμου Μπος, μάλλον. Γιατί ήταν λιγότερο βίαιος, αλλά οι μορφές ήταν πολύ πιο μακάβριες, παράξενες, αλλοπρόσαλλες! Πάντως, κατά περίεργο τρόπο, από την πλευρά που τις έβλεπα ήταν φυσιολογικές. Μόνο απέξω ο πίνακας φαινότανε να μιλάει για έναν κόσμο παράξενο, διαφορετικό. Από μέσα ο κόσμος αυτός ήτανε πιο ήρεμος, τα πρόσωπα πιο φυσιολογικά. Ίσως και πιο όμορφα. Το παιδί ήταν και σ’ εκείνον τον πίνακα. Ποιο να είναι αυτό το παιδί; Έπρεπε να καταλάβω. Με την ίδια ανησυχία όπως σήμερα, κι εκείνη την ημέρα ετοίμαζα τα λόγια που θα έλεγα του εξομολογητή μου, πώς θα συνδύαζα να του πω για την Παναγία κρεμασμένη στο φαλλό και το μωρό στο όνειρο. Δύσκολο, αλλά θα με άκουγε.
Ήθελα να γυρίσω να τα πω πρώτα στη διπλανή μου καθισμένη, μια γριά καλοκτενισμένη. Τουλάχιστον για το όνειρο, μην της πω για το πέος και τρομάξει, το όνειρο ίσως να μου το εξηγούσε, αν ήξερε, γιατί αυτές οι θρησκόληπτες γριές είναι σοφές, όσο απεχθείς κι αν είναι, πώς να το κάνουμε. Αλλά δεν της είπα τίποτα. Γιατί κι αυτή είχε μια κλίση στο κεφάλι δεξιά και πάνω, αντίθετα από τη θέση μου, σαν δήλωση ότι με αγνοεί. Ίσως ήταν η εμφάνισή μου, ίσως το χρώμα στο μαλλί. Κι έτσι άφησα το διάλογο αυτό για μια άλλη, επόμενη ζωή. Τον έψησα σαν εσωτερικό, σιωπηλό μονόλογο μέσα στο μυαλό μου, να μην απασχολώ κόσμο με τα χαζά μου όνειρα. Τα σάλια της γριάς τρέχανε στο τριχωτό της πηγούνι. Ίσως αυτή η γριά να ήτανε πιο αμαρτωλή κι από μένα. Πάντως ήξερα ήδη από εκείνη τη στιγμή ότι ο ιερέας θα ήταν νόστιμος. Ήξερα καλά τη δουλειά μου από τότε και μπορούσα να διαβάζω τα ντερντίπια του ερωτισμού που έπαιζε αθώα παιχνίδια με το φως ενώ έγλυφε κρυφά το σκοτάδι.
Μόλις με κάθησε απέναντί του με την υπέροχη ηρεμία της αγιότητας που έπρεπε, βεβαίως, να τον περιγράφει, έγινα άλλη γυναίκα. Ηρέμησα. Χαλάρωσα. Δεν ήξερα καν πώς εξομολογούνται και του το είπα. Με κοίταξε αμήχανα. Το ήξερα καλά εκείνο το βλέμμα και του το έδειξα.
Μου έβαλε βιαστικά ένα ρούχο στο κεφάλι και μου είπε πως το λέγαν ‘πετραχήλι΄.
Του είπα τα καθέκαστα. Έδωσα τα ρέστα μου στις περιγραφές. Δεν με ρώτησε πολλά. Μου είπε ότι είχα δει την Παναγία γιατί ήτανε καιρός να ορθοστατήσω, να αφήσω τον ανήθικο δρόμο που τραβούσα και να βρω μια δουλειά ότι να’ναι, για λίγο καιρό. Του εξήγησα ότι απλά ήταν μια εικόνα σε ένα άγαλμα που κάποιος την έβαλε εκεί σαν αντίδραση και όχι όραμα. Αυτό δεν του άλλαξε τη γνώμη, θα ήτανε φαίνεται το ίδιο για εκείνους. Με ρώτησε έπειτα αν ήθελα να αφοσιωθώ στην Παναγία - να πήγαινα μοναχή, αν ήθελα, ή, έστω, να δούλευα στην εκκλησία κοντά του.
«Λιγάκι πιο γρήγορα τώρα! Ααχ! Έλα να αλλάξουμε στάση.»
«Θες στα τέσσερα;»
«Ναι μωρό μου.»
Αυτό.
Αυτό ήταν που με έκανε να αρχίσω εκείνο το μονόλογο στο εξομολογητάρι με το βαρύ πετραχήλι στο κεφάλι μου να με πιέζει, άχθος αρούρης. Κι όπως έσπαζε σιγά-σιγά το σβέρκο μου από το άγχος της προσπάθειάς μου να βρω τα λόγια να μιλήσω, ο ιερέας ξαφνικά εξαφανίστηκε. Εξαφανίστηκαν τα μυώδη του πόδια και το φούσκωμα του καβάλου του μέσα από τα ράσα.
Και έτσι, μόνη, ένοιωσα τη δύναμη να τα πω απευθείας στο Θεό. Να Του πω το παράπονο μου. Που με έκανε ιδιαίτερα φιλήδονη από μικρή. Γιατί το ήξερα πάντα το μυστικό. Ήμουνα δεν ήμουνα έντεκα-δώδεκα χρονών όταν ο πατέρας μου καθότανε με το θείο μου το Ρούμπεν και έπαιζαν σκάκι. Θυμήθηκα που άρπαζα τον επίσκοπο στο πλάι της σκακιέρας μόλις ο πατέρας μου τον έτρωγε του θείου με τον ιππότη του, πάντα στην έβδομη κίνηση.
Τον άρπαζα δήθεν να παίξω και τους γύριζα την πλάτη και τον έχωνα κάτω από το φορεματάκι μου και έβαζα λίγο μέσα το κεφαλάκι του, λίγο έξω από την άτριχη φωλίτσα μου, αλλά πάνω από το βρακί μου, μην με πιάσουν ξαφνικά. Και ένοιωθα μια ηδονή, αχ, τι να σου λέω. Και την περίγραψα του Θεού, του είπα πόσο ποθούσα τον έρωτα από τόσο μικρή, και του το παρουσίασα σαν παράπονο γιατί ποτέ δεν σταματούσε αυτό το τρέμουλο στο σωματάκι μου, σαν κατάρα που είχε βάλει η Παναγία πάνω στο σώμα μου. Ναι, ήταν το παράπονο μου, γιατί και μέσα στο μπάνιο ονειρευόμουνα τον πατέρα και το θείο μου μαζί εκεί, να με τρίβουν.
Μα Του είπα κιόλας, λες και δεν το ήξερε ήδη, ότι ο πατέρας μου δεν με άγγιξε ποτέ, ούτε με έδειρε. Μόνο τη μάνα μου έδερνε πού και πού, άμα έχανε από το θείο Ρούμπεν και πήγαινε να πιει για να ξεχάσει. Βασίλισσα δεν την έκανε να νοιώσει ποτέ τη μάνα μου, το είπα κι αυτό στον Ύψιστο εκείνη τη μέρα, γιατί ήτανε άδικο γι’ αυτήν.
Γι’ αυτή τη λαγνεία μου έφυγα στα δεκαέξι μου κρυφά από το σπίτι, για να την κρύψω πριν να γινόταν αργά, μα δεν ήθελα συγχώρεση γι’ αυτό, ούτε απ’ Αυτόν, ούτε από την Παναγία.
Του είπα για τους συμμαθητές μου ως το γυμνάσιο που μου έδειναν λεφτά για να με χαϊδέψουν μέσα από το βρακί μου.
Του είπα και για τους δρόμους που είχα δουλέψει ωσότου να βρω τη δουλειά στα Κόκκινα Φανάρια, πόσο δύσκολοι ήταν αυτοί οι δρόμοι.
Τέτοιος ήταν ο μονόλογός μου με τον Θεό.
Και ξαφνικά εμφανίστηκαν ξανά μπροστά μου τα πόδια του παπά – ή ξυρισμένα ήταν ή σπανός ήταν -- και ο καβάλος του, και μου φάνηκε ακόμη πιο διογκωμένος. Άπλωσα το χέρι και τον άγγιξα, μα σηκώθηκε έξαλλος. Ασυγκράτητος. Με πέταξε έξω με τις κλωτσιές και δεν προλάβαινα να σηκωθώ, να αρπάξω από κανένα σκάμνο και με ξανακλώτσαγε στο διάδρομο ωσότου να με ξεπορτίσει. Και έβαζε και το σταυρό του ο μαλάκας. Μπροστά στα μάτια των Χριστιανών που περίμεναν για την εξομολόγηση.
Σαν έπεφτα και σηκωνόμουνα είδα και χαμόγελα στα ζαρωμένα πρόσωπα των κυριών που με κοίταζαν με ένα παράξενο ύφος, μεταξύ μίσους και οίκτου. Κάπως έτσι φαντάζομαι να μουτρώνει κι η μάνα μου κάθε φορά που θα με θυμάται – αν με θυμάται.
Κι έτσι εκείνη την ημέρα διακόπηκε άδοξα η εξομολόγησή μου – ή ο μονόλογος μου;
Πήρα το ποδήλατο μου, μωλωπισμένη όπως ήμουν και πονεμένη παντού, και κατευθύνθηκα εντελώς ενστικτωδώς προς τη δουλειά.
«Με έριξε κάτω σου λέω!»
«Τι;;;»
«Τίποτα, μην σταματάς να μου τον βάζεις, μου αρέσει, μην σταματάς.»
Αλλά σου λέω, μόλις είδα το θέαμα έπεσα από το ποδήλατο, έχασα το πετάλι και βρέθηκα κακήν-κακώς στο πεζοδρόμιο.
Μα δεν θα με μάζευε κανείς. Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σύρθηκα ως το άγαλμα του φαλλού, μα ήταν λυγισμένο, ζαρωμένο. Το κεφάλι του άγγιζε το πεζοδρόμιο, και δεν είχε πια εκείνη την περήφανη κλίση που με κάβλωνε όταν το έβλεπα, μα το μάζεμα του άντρα που έτρεξε το πρωινό του τζόγκιγκ και βγάζει εκείνη τη στιγμή το σώβρακό του για να κατουρήσει. Τον λυπήθηκα πολύ τον φαλλό έτσι όπως τον είδα. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή τί συμβόλιζε και τί αντιπροσώπευε για όλους μας. Αδύνατο να λύγισε με τόσο παχύ το μέταλλο, τι κακό μεγάλο να τον υπόταξε έτσι εύκολα. Τα μάτια μου θολώσανε και το τρεμάμενο μου χέρι πήγε να τον χαϊδέψει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον ξανακαβλώσω. Μα το ένστικτό μου μου έλεγε ότι κάτι χειρότερο γινότανε. Ένας βόμβος κι ένας αχός από μακριά ήταν σαν απειλή και δεν ήξερα αν ήτανε μέσα στο μυαλό μου από το ξύλο που είχα φάει ή αν ήταν κάτι αληθινό που συνέβαινε πίσω από τα κτίρια. Και δεν είχε αγώνα ο Άγιαξ εκείνη την ημέρα, κι ούτε άγρια άλογα κυκλοφορούσανε.
Η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη εκεί, μαζί με άλλες εικόνες, και από άλλους Αγίους, και με εικόνες του Ιησού στο Σταυρό, και του Ιησού με φωτοστέφανο, του Ιησού επάνω σε γαϊδουράκι και ξέρω ‘γω άλλο τι. Ήταν ο πίνακας του Ελ Γκρέκο μπροστά μου κι εγώ ήμουνα έξω. Και μπορούσα να τρέξω, να φύγω. Αλλά έμεινα. Αναβάτης δίχα άλογο, ιππότης δίχα πανοπλία, έμεινα.
Μια φιλενάδα, συνάδελφος, καθότανε πίσω από το φαλλό, κοίταζε το ποτάμι. Ήταν αιματωμένη. Τη ρώτησα τι είχε συμβεί. Με κοίταξε και μου έγνεψε προς τον λυγισμένο φαλλό. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και μου έγνεψε με την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω να πηγαινοέρχεται. Το σήμα του τέλους, της διακοπής. Άνοιξε το στόμα της με πόνο κι ήταν η γλώσσα της κομμένη και το αίμα ανάβλυζε από τα πλάγια των χειλιών της κι ανάμεσα από τα αραιά της δόντια.
Δεν άργησα να καταλάβω τι είχε γίνει. Γύρισα προς τα πίσω μου και ξαφνικά ξετυλίχτηκε μπροστά μου η Κόλαση, αν την έγραφε ο Γκαίτε κι όχι ο Δάντης. Όλες οι βιτρίνες στα Κόκκινα Φανάρια θρυμματισμένες, οι κουρτίνες στο δρόμο σκισμένες και πατημένες, άλλες καμένες. Είχαν μπουκάρει οι Χριστιανοί σε όλα τα πορνεία της πόλης με πανό και συνθήματα, δαυλούς και ρόπαλα. Από όλες τις εκκλησίες.
Φόβος, τρόμος, η ανασφάλεια της αποκάλυψης. Θα με καταλάβαιναν. Τα κόκκινα μαλιά, τα τακούνια, το λαμπερό φόρεμα. Μέσα στην πόλη που με τίμησε σαν καμία άλλη πουθενά, που με έκανε να νοιώθω σημαντική επειδή γαμιόμουνα, ένοιωθα πια σαν μια κυνηγημένη. Είδα τα μάτια τους φλογισμένα από το μίσος, είδα τα δάκτυλα τους τεράστια να αρπάζουν τους στύλλους και να κτυπάνε τις πουτάνες στην πλάτη για να πέσουν και μετά τους τράβαγαν τα μαλλιά για τα τους τα ξεριζώσουν. Κι είδα τα δόντια τους τεράστια να δαγκώνουν τις σάρκες τους σαν ύαινες για να τις διαμελήσουν και να χωρίσουν τα κιλά ακριβοδίκαια στις μάζες. Σειρές τα φρέσκα πτώματα, σειρές τα όρνια επάνω, σκοτείνιαζ ‘ο ουρανός, σκοτείνιασε η ψυχή μου.
Ακούς βρε; Μα πού να ακούσεις; Το στόμα μου δεν θα σου κάνει τη χάρη. Κάνε τη δουλειά σου. Σε περιμένω να μου χύσεις έτσι ωραία όπως την περασμένη εβδομάδα. Το χύμα σου το παχύρευστο. Το καρπερό.
Με ακύρωσαν σαν ύπαρξη πριν καν το αποφασίσω η ίδια. Γιατί δεν είχα ακόμη καταλήξει αν η Παναγία με είχε πείσει έτσι απλά να αλλάξω ζωή. Μα φοβήθηκα. Αληθινά φοβήθηκα.
Φοβήθηκα! Έσκυψα κάτω, δίπλωσα το σώμα μου, αγκάλιασα τα γόνατά μου και περίμενα το βαρύ κτύπημα στην πλάτη. Μα κανείς δεν με βάραγε και περίμενα πέντε ολόκληρα λεπτά και περνάγανε οι μάζες των χριστιανών από δίπλα μου και ένοιωθα τα παντελόνια και τις φούστες να μου αγγίζουνε τα μπράτσα και ριγούσα και έσφιγγα τα δόντια για να αντέξω το πρώτο κτύπημα, μα δεν με αγγίζανε.
«Έλα, θέλω να αλλάξουμε στάση.»
«Πάλι; Πριν ένα λεπτό αλλάξαμε.»
«Θέλω στην πλάτη μου, να μου ανοίξεις τα πόδια.»
«Έγινε.»
Κι όμως, δεν χάρηκα το γράψιμο ετούτο καθόλου. Γιατί δεν υπερασπίστηκα εκείνη τη στιγμή την τιμή μου. Την επιλογή μου. Δεν σηκωνόμουνα να ανοίξω τα κουμπιά του φορέματός μου και να προτάξω τα στήθια μου. Χέστηκα πάνω μου! Ήταν και ο μαραμένος φαλλός που παραδόθηκε αμαχητί, ξέχασα και τον βίαιο ιερέα, και έτσι αποφάσισα να γίνω για μια μέρα ιέρεια. Έτσι, για να δοκιμάσω.
Έδωσα ένα φιλί στο φαλλό, εκεί που το χύμα γίνεται σαν τυρί άμα δεν το πλύνει ο πελάτης από το γαμήσι της προηγουμένης, άφησα εκεί κάτω, δίπλα από τις εικόνες, την ταυτότητα της ιερόδουλης και τα τακούνια μου, και έγινα μάστορας του Λόγου. Έδεσα κι ένα μαύρο μαντήλι που βρήκα μπροστά μου στο κεφάλι και άρχισα να τρέχω μαζί τους ξυπόλητη. Γύρισα κι εγώ και έσπασα πόρτες, και τράβηξα τα μαλλιά των πουτάνων που έτρεχαν να ξεφύγουν. Έδειρα γυναίκες, κλώτσησα νταβατζήδες, όλα τα έκανα. Δάγκωσα το αυτί μιας που αντιδρούσε και το δάκτυλο ενός νταβαντζή. Τον ήξερα αυτόν και το χάρηκα. Μέχρι και στο ποτάμι από τη γέφυρα έσπρωξα μια κοκκινομάλλα, μα ήξερε κολύμπι και ξέφυγε, μακριά. Ας είναι.
Βρε, με ακούς; Κι αν δεν στα λέω με το στόμα, έτσι όπως μπαίνεις και βγαίνεις μέσα μου, και ρουθουνίζεις, με νοιώθεις καθόλου; Το μυαλό μου θα σπάσει που τα θυμάμαι όλα αυτά! Τίποτα εσύ;
Κοίτα με στα μάτια. Έτσι όπως με γαμάς τώρα, έτσι όπως μου κρατάς τα βυζιά και σου σφίγγω το σαγόνι για να με κοιτάς, ακούς το μονόλογό μου αυτό που σήμερα προσπαθώ να ολοκληρώσω; Αυτόν που δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω με το Θεό εκείνη την ημέρα, γιατί ο γαμημένος ο αντιπρόσωπός Του δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά του. Δεν ήξερε να ακούει τους ανθρώπους. Δεν ήξερε να συμβουλεύει. Μόνο άκουγε, και έφτιαχνε τη μέρα του μόνος του. Με τους μονολόγους των αμαρτωλών στο σακί του, ποιος ξέρει πού να τα διηγότανε όλα αυτά που άκουγε κάθε μέρα. Ίσως και να τα έγραφε, να τα έκανε βιβλία. Πάντως το δικό μου μονόλογο δεν τον άκουσε ολόκληρο. Κι έμεινα κι εγώ μισή, μισή εκεί μέσα σ’ εκείνη την εκκλησία, μισή εδώ. Μισή, και πρέπει να βρω ένα τρόπο να τελειώσω το μονόλογό μου, έστω και μ’ εσένα. Γιατί να ξέρεις, σαν με γάμαγες, μπόρεσα να πατήσω μόνη μου το ‘στοπ’, κι έσβησε το μυαλό σου σαν σου έβγαζα το προφυλακτικό και τώρα θα χύσεις μέσα μου και δεν θα καταλάβεις τίποτα.
Γιατί θέλω βρε!
Θέλω να μείνω έγκυος! Θέλω το μωρό που είδα ψες κι εκείνη την ημέρα στον πίνακα. Δεν με νοιάζει ποιος είσαι, δεν με νοιάζει τι θα γίνει. Θέλω εκείνο το μωρό -και θα μου το δώσεις. Για να γίνω ολόκληρη. Γιατί δεν ήρθε ακόμα η κλιμακτήριος μου, και βλέπω αίμα κάθε μήνα, κι ας είμαι τόσο χρονών. Προνόησε ο Θεούλης μου να αντέξω ως την ημέρα που θα το αποφασίσω μόνη μου να σταματήσω. Φαίνεται με είχε ακούσει ο Μπαγάσας τελικά εκείνη την ημέρα στην εξομολόγηση!
Κι αν δεν με έπεισε ο ιερέας κι όλη η κοινότητα της πόλης εκείνη την ημέρα, κι αν έμεινε η εξομολόγησή μου μισή, τώρα βρήκα μόνη μου το λόγο να σταματήσω.
Κι άμα με το καλό γεννήσω, θα επιστρέψω με το μωρό μου στον πίνακα του Μπος γιατί εκεί δεν μαστιγώνανε, κι ας ήτανε πιο άσχημοι.
Να ψάξω, όμως, στο γκούγκολ, πόσους μήνες μπορεί να γαμιέται μετά τη σύλληψη μια γκαστρωμένη, μην πάω εκεί μέσα και άφραγκη και με μωρό παιδί.
Αυτό.
 
©Χρίστος Ρ. Τσιαήλης   
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 17, 2016 23:04

Το Μολύβι


Στο γραφείο πήγα ξανά δύο μήνες μετά. Η εγχείρηση για το δακτυλίδι στο στομάχι είχε πετύχει – όπως προς το παρόν έδειχνε – και έτρωγα πολύ λιγότερο. Ένοιωθα ότι είχα ήδη αρχίσει να ξεφουσκώνω, να χάνω κιλά, να διαφεύγω της οδυνηρής ολισθήσεως των τελευταίων δέκα ετών, καθώς είχα μακαβρίως πετύχει να φτάσω τα 190(!) κιλά. Βέβαια, δεν είχα πέσει και πολύ κάτω μετά την εγχείρηση, παρόλη την επιβεβλημένη στέρηση. Κάλλιο να έκανα λιποαναρρόφηση, θα ήταν πολύ πιο άμεσο, αλλά, φοβάμαι, και προσωρινό. Λεπτός, σαν στυλό, για λίγο, και μετά στα ίδια και χειρότερα.
Όλα ήταν ίδια στο γραφείο. Ακριβώς τα ίδια, σε ανησυχητικό βαθμό. Πάντως με καλοδεχτήκανε με ανοικτές αγκάλες. Κάθησα στην παλιά μου καρέκλα και έπιασα αμέσως δουλειά. Έπρεπε να γράψω παρατηρήσεις σε ένα σωρό επιστολές από διάφορους λειτουργούς του Υπουργείου. Άρχισα να διαβάζω, και οι πρώτες ελλείψεις και τα λάθη επήλθαν στην αντίληψη από το πρώτο λεπτό. Και βεβαίως επανήλθαν οι αναμνήσεις του φόρτου. Χωρίς να μπορώ να αποσπάσω το βλέμμα από ένα χαρακτηριστικό λάθος που δικαιολογούσε τη μεταφορά προσφύγων στο νησί χωρίς διαβατήριο -- λόγω έκτακτης ανάγκης -- άρχισα να ψαχουλεύω παντού στο γραφείο, στην αρχή ήρεμα, αλλά μετά από λίγο άρχισε να αντηχεί έξω ο ήχος από τα συρτάρια και το σύρσιμο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω το αγαπημένο μου μολύβι, αλλιώς δεν θα διόρθωνα τίποτα. Και ειδικά αυτή τη μικρομεσαία ατασθαλία που διαισθανόμουνα ότι θα είχε πολύ σοβαρότερες προεκτάσεις από όσο έδειχνε. Έκανα ανάστατο το γραφείο, μα το μολύβι πουθενά.
Σηκώθηκα με δυσκολία.
-Είδε κανείς το μολύβι μου;
Φώναξα με ένταση την ερώτηση αυτή, με έναν υποτυπώδη θυμό, και μια ανεξήγητη αγανάκτηση, ανάρμοστη στη θέση που κατείχα, αλλά και στο χαρακτήρα του ήρεμου γίγαντα που πάντοτε διεκδικούσα.
Δεν απάντησε κανείς – θα ήταν όλοι κουζίνα, ώρα διαλείμματος.
Σηκώθηκα και άρχισα να γυρνάω τα γραφεία τους, ψάχνοντάς τα ένα-ένα, έπρεπε να βρω επειγόντως το μικρό μου μολύβι. Το μόνο με το οποίο ήθελα να γράφω, γιατί ήταν αρκετά χοντρό για τα δάκτυλά μου, αλλά με μια όχι υπερβολικά χοντρή μύτη, για να χωράνε οι παρατηρήσεις ανάμεσα στις γραμμές και στα περιθώρια των επιστολών και των ανακοινώσεων. Μέτραγα τα βήματα όπως άλλαζα γραφεία, η κάθε γωνιά ήταν σημαντική, μπορεί να είχε πέσει οπουδήποτε, τα γραφεία κρατάνε το υλικό τους με νύχια και με δόντια και η γραφειοκρατία εμφανίζει συνεχώς νέα πλοκάμια. Κάτι έπαθε το Υπουργείο με το μολύβι εκείνο και θα μου το κρύψανε, αλλιώς δεν εξηγείτο.
Άγγιξα το στομάχι σε μια ασυναίσθητη κίνηση. Ένοιωσα έναν ελαφρύ παλμό, ένα τρέμουλο. Δεν ήταν η καρδιά μου, αυτή κτύπαγε δίπλα, κάπως ανήσυχα. Αυτός ο παλμός ήταν διαφορετικός. Οι ραφές δεν ήταν πια εκεί, μόνο ένα ελαφρύ κοκκίνισμα, μια δυσδιάκριτη ουλή. Κι όμως ένοιωθα αυτό το παλμικό ρίγος πάνω κάτω, σαν ανησυχία, σαν κακό προαίσθημα.
Το μολύβι άφαντο. Άρχισα να χώνω τα νύχια στις γωνιές των τοίχων και στις παρυφές της τσεκουλατούρας, μην σφήνωσε καπου εκεί, για ώρες ψηλάφησα όλο το υπουργείο – οι συνάδελφοι με κοίταζαν παράξενα -- μέχρι και στις τουαλέτες πήγα, βρήκα γομολάστιχες, στυλό καινούρια και παλιά, τρύπησα τα δάκτυλα με έγχρωμα συνδετηράκια, έσπασα διάφανες ρίγες ψάχνοντας πιο βαθιά στις ρίγες και κάτω από τις πόρτες. Τϊποτα.
Μα δεν μπορεί, θα το έβρισκα. Με τόσο έντονο χρώμα, αποκλείεται να μην το έβλεπα να ξεμυτάει από κάποιο γραφείο, κάτω από κάποιο σημειωματάριο, μέσα σε κάποιο ατέλειωτο νομοσχέδιο, πίσω από την οθόνη κάποιου υπολογιστή. Έστω και στον κάλαθο κάποιου απερίσκεπτου συναδέλφου που το έπιασε για να καθαρίσει τα βρώμικά του αυτιά για να χωράνε τα ακουστικά του άι-ποτ. Άει και γαμήσου μαλάκα, αν έκανες κάτι τέτοιο!
Με αυτή τη σκέψη, πήγα απευθείας στο γραφείο του Βελζεβούλ του Υπουργείου. Ήταν ο ‘λερωμένος’,  ο κλέφτης, αυτός που έπιανε απέξω τις μίζες και από μέσα τράβαγε τα σκοινιά του ‘βίσματος’ από τρία κόμματα ταυτόχρονα, χωρίς ο ένας να γνωρίζει για τον άλλο. Ο κύριος Στήβενσον, ο Ελληνοσουηδός αυτός, εκβίαζε, απειλούσε, έγλυφε, και γνώριζε άριστα τη χρήση όλων αυτών των ρημάτων σε όλα τα πρόσωπα του γ’ ενικού και του γ’ πληθυντικού – αυτός, αυτή, αυτό (το σώμα, το τμήμα), αυτοί, αυτές (οι εταιρείες), αυτά (τα κόμματα) – τόσο καλά, που ενώ όλοι γνώριζαν για το ... ποιόν του, υποτάσσονταν. Αλλά τον απέφευγαν με κάθε ευκαιρία.
Χα! Το μολύβι ήταν στο συρτάρι του. Πώς δεν το είχα σκεφτεί από την αρχή, να απέφευγα όλο εκείνο τον κόπο;
Το μολυβάκι μου, το υπέροχο κόκκινο σπαθί του Ζορρό, που έβαζα το σημάδι μου και όλοι με φοβόντουσαν, και δεν τελείωνε ποτέ, και θα ζούσε όσο θα ζούσα κι εγώ – για πάντα.
Πήγα πίσω στο γραφείο μου κατενθουσιασμένος που είχα καταφέρει να γυρίσω το Υπουργείο πάνω-κάτω, σε όλους τους ορόφους, σε όλα τα γραφεία, σαν παιδάκι ακούραστο. Τα λίγα κιλά που είχα χάσει από το δακτυλίδι σε συνδυασμό με το πάθος για το τέλειο μολύβι και την αδημονία να ξαναγράψω με αυτό μετά από μήνες, με είχαν γεμίσει ενέργεια και αποτελεσματικότητα. Ήταν και η αγωνία να τελειώνω με εκείνη την παρατήρηση, να προλάβω το κακό ...
Κάθησα στην καρέκλα μου φαρδύς-πλατύς. Κι όμως, τελικά είχα κουραστεί πολύ περισσότερο από το ψάξιμο από ότι είχα καταλάβει. Αναμενόμενο.
Το τρέμουλο στο στήθος είχε περάσει, είχε αντικατασταθεί. Αγκομαχούσα βίαια, σαν ένας μισο-προπονημένος, ερασιτέχνης αλλά φιλόδοξος δρομέας, που μόλις τερμάτισε(;) τον αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας.  Το στομάχι με πονούσε αφάνταστα. Η καρδιά; Χτυπούσε σαν τρελλή, οι κτύποι από κούραση, τα κενά από αγωνία.
Κι όμως, αφήνοντας όλη αυτή την κούραση πίσω για να επιτελέσω το έργο, ένοιωσα ξαφνικά ότι το μολύβι βαρούσε πιότερο κι από μένα. Το χέρι που το κρατούσε δεν κουνιόταν με τίποτα. Δεν μπορούσα να γυρίσω την παλάμη για να γράψω, ή να αφήσω το μολύβι στο γραφείο. Ξαφνικά κατάλαβα ότι μου πίεζε τα δάκτυλα με τρομερή πίεση ανάποδα πάνω σε εκείνη την επιστολή της λειτουργού από το τμήμα μεταναστεύσεων. Ήθελα να γράψω την παρατήρηση για το διαβατήριο μα δεν μπορούσα.
Το κόκκινο μολύβι ήταν επίμονο, παντοδύναμο. Έπιασα τον αγκώνα με το ελεύθερό μου χέρι και τράβηξα δυνατά. Δεν γινότανε τίποτα. Ανένδοτο. Δεν θα με άφηνε να κάνω τίποτα. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλουδάκι μου πώς ένα τόσο μικρό, ντελικάτο μολυβάκι έκρυβε δύναμη,  βάρος και επιμονή. Ίσως τελικά να μην ήτανε τόσο αθώο όσο φαινότανε -- να με είχε κοροϊδέψει καιρό, κι εμένα και τους υπόλοιπους συναδέλφους μου.
Το σκέφτηκα καλύτερα. Θα ήξερε κάτι ο Βελζεβούλης για το μολύβι αυτό. Θα του έκανε κάτι, και επενέβη με κάποιο τρόπο στη σύστασή του. Το ενίσχυσε, για να μου κάνει κακό. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Έπρεπε να κάνω κάτι, να απαλλαγώ από την πίεση του, να γράψω την παρατήρηση, έστω και με ένα άλλο μολύβι, ίσως και με στυλό. Έπρεπε να αλλάξει ο κανονισμός αλλιώς η χώρα μου κινδύνευε. Έσκυψα προς τα μπρος για να δαγκώσω το μολύβι, να το κόψω. Δεν έφτανα, δεν άφηνε περιθώριο η κοιλιά μου.
Κι ενώ σκεφτόμουνα το ενδεχόμενο να γράψω με το αριστερό μου, ξαφνικά γλύστρησαν οι τροχοί της γαλαζοκίτρινης καρέκλας και έσπασε το ένα πόδι. Καταποντίστηκα σαν σημαία της Ουκρανίας που βυθίζεται στη Μαύρη Θάλασσα μαζί με την Κριμαία, τα καράβια, τον κόσμο, τα νεκρά άρματα μάχης, βρέθηκα κρεμασμένος από το γραφείο μου. Ωσάν οι ερήμοι των Αραβικών χωρών να γέμισαν από τα νερά του Τίγρη και του Ευφράτη πνίγοντας την ελπίδα της αυτοκυριαρχίας. Έπεσα σαν τυχαίος στοχος του ISIS σε μια αυθόρμητη εξόρμηση αυτομόλων στο Παρίσι. Βυθίστηκα στο αποσαρθρωμένο πάτωμα του Υπουργείου σαν πλαστική βάρκα με τους επιβαίνοντές μου στα ανοικτά της Αλικαρνασσού. Τότε ήταν που άκουσα το κόκκαλο του αγκώνα μου να σπάζει, καθώς το κόκκινο μολύβι δεν με λυπήθηκε ούτε και κατά την τεράστιά μου πτώση. Ήταν ταγμένο οπωσδήποτε να μη με άφηνε να γράψω την παρατήρηση αυτή. Έπεσε πάνω μου και από πάνω του έπεσαν και τα προς διόρθωση έγγραφα.
Πρώτη φορά στη ζωή μου έσπαζα κόκκαλο. Δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή αν μου άρεσε και αν το βρήκα ενδιαφέρον, ή αν ένοιωσα απελπισία. Ο πόνος πρέπει να ήταν δυνατός, τόσο, που το ίδιο το μυαλό δεν με άφησε να τον νοιώσω. Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη, την ύστατη στιγμή της αγωνίας όπως έχανα τις αισθήσεις, είναι ότι έριξα μια τελευταία, απέλπιδα ματιά στο μολύβι που ξεμύτιζε από τα έγγραφα, κοιτώντας μοχθηρά, μια δεξιά, μια αριστερά. Να μην κοντέψει κανείς να βοηθήσει.
Κι έτσι, όπως άφηνα την προτελευταία μου αναπνοή, είδα, για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια χρήσης, τι ήταν χαραγμένο στο πλάι του – ένα μοιρογνωμόνιο κι ένας διαβήτης να το αγκαλιάζει.
Κι όλα σκοτείνιασαν.
***
Ευτυχώς, όπως μου περιγράψανε αργότερα, με προλάβανε στην τελευταία αναπνοή επάνω, και με συνεφέρε ο Βελζεβούλης μου με το μηχάνημα Σι-Πι-Αρ, καθώς ήταν ο μόνος που είχε εκπαιδευτεί στη χρήση του, και η Μαρία – αχ, η Μαρία – με τεχνητή αναπνοή.
Με μεταφέρανε με ασθενοφόρο στις πρώτες βοήθειες στο Γενικό κοντά στο ΙΚΕΑ και με κρατήσανε άλλους δύο μήνες για να μου αφαιρέσουν το δακτυλίδι από το στομάχι. ‘Επιπλοκές’, θυμάμαι, συζητούσανε μεταξύ τους οι συνάδελφοι κι οι γιατροί. Μα εγώ ήξερα πολύ καλά από εκείνη την ημέρα ότι για όλα υπαίτειο ήταν το μολύβι εκείνο που εμπιστεύτηκα, μέχρις ώτου απεκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα – και χαρακτήρα. Την ημέρα που ήρθα αντιμέτωπος με τα συμφέροντά του.
© Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 17, 2016 03:42

December 20, 2015

Βελόνες. (Μονόπρακτο)


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ:
(σε ένα φτωχικό σαλόνι, ημίφως, ένας νεαρός άντρας, ρακένδυτος)
Ο άντρας γυρνάει λίγο ανήσυχος και κοιτάει από το παράθυρο. Κρατάει ένα μπουκάλι ουίσκι. Κάθεται με την εφημερίδα στην πολυθρόνα και αρχίζει να διαβάζει.  Πίνει λίγο ουίσκι από το μπουκάλι κάθε λίγο. Κοιτάει ανήσυχα πίσω από την πολυθρόνα. Τίποτα δεν συμβαίνει για δύο λεπτά. Γυρνάει νευρικά σελίδες στην εφημερίδα. (Προκαλείται η υπομονή των θεατών.)
 
ΒΡΕΦΟΣ
(Μετά από τα δύο λεπτά εμφανίζεται να μπουσουλάει πίσω από την πολυθρόνα, αν δεν μπορεί ο σκηνοθέτης να βρει ελεγχόμενη κούκλα, μπορεί να χρησιμοποιήσει ψηφιακή απεικόνιση με video wall. Αυτό μπορεί να γίνει και εναλλασσόμενα ανάλογα με της ανάγκες της σκηνής.)
-        Ήθελα να σε βρίσω,
ΠΑΤΡΙΟΣ
(Σηκώνεται από την πολυθρόνα απότομα σαν να άκουσε φάντασμα)
-        Να με βρίσεις; Πάλι;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Ναι, να σου πω πόσο πονάω όταν με τσιμπάς, όταν μου μπήγεις τις βελόνες. Να σου πω πόσο σε μισώ. Πόσο. Σε μισώ!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Το έκανες μαλακισμένο, με έβρισες, φτάνει! Πόσο ακόμη να σε ακούω να διαμαρτύρεσαι;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Όχι!!! Όχι, όχι. Όχι!!!  Θα σου το λέω, να ξέρεις πόσο λάθος είσαι, γαμώτο!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Βαρέθηκα να το ακούω συνεχώς! Δεν έχεις κάτι άλλο να πεις, να πούμε; 
ΒΡΕΦΟΣ
-        Να πούμε. Εμείς! 
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σαν πατέρας προς γιο; Ε;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Τι μας λες; Πατέρας; Γιος; Άσε μας βρε παλιοτόμαρο! Πατριέ της δεκάρας! Ανίκανε!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μεθύστακα! Ε, μεθύστακα! Που κατεβάζεις το ουίσκι σα νερό και βρίζεις τα θεία πριν κοιμηθείς, έτσι, για προσευχή. 
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Κόψτο! Προσεύχομαι πριν κοιμηθώ! Προσεύχομαι για να κοιμηθώ. Ξέρεις πόσο δύσκολη είναι η ζωή εκεί έξω; Ξέρεις τι είναι να δουλεύεις για πενταροδεκάρες όταν οι άλλοι χρηματίζουν στη γδαρμένη σου πλάτη; Προσεύχομαι για να κοιμηθώ, για να μην βγω στους δρόμους να φωνάζω μεσάνυκτα. Προσεύχομαι για να ονειρευτώ κάτι.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Να κοιμηθείς; Και να ονειρευτείς; Χα! Ας γελάσω! Σιγά μη σε λυπηθούμε κιόλας! Ξερός πέφτεις μια στον καναπέ μια στην πολυθρόνα τη σκισμένη.
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Εσύ την έσκισες βρωμόπαιδο! Σταμάτα να κατηγορείς εμένα για τα πάντα!  Εσύ την έσκισες, γαμώτο!
(ρίχνει το μπουκάλι στον πίσω τοίχο ή στο πάτωμα και σπάζει.)
ΒΡΕΦΟΣ
-        Εγώ βρε;;; Βρέφος είμαι, ρεεε! Ένα βρέφος που δεν περπάτησε ακόμη, ευτυχώς για σένα;
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Ναι, εσύ! Τέρας είσαι, τι βρέφος; Που αρπάζεις πάνω στην πολυθρόνα με τις νυχάρες σου σαν μπουσουλάς, δήθεν για να σταθείς, δήθεν, να περπατήσεις.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Θα περπατήσω! Και δεν σε συμφέρει!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Αμ δεν! Κούκου, για κοίτα εδώ τι σου ‘χω!
(του δείχνει μια χούφτα βελόνες και το βρέφος κουρνιάζει προς τα πίσω.)
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δεν θα σε αφήσω!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σταμάτα με αν μπορείς!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δεν θα κάνεις τίποτα!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Θα σου σπάσω τα πόδια παρά να περπατήσεις!  Εδώ μέσα θα μένεις, πάντα εδώ σε αυτό το σαλόνι και στο δωμάτιό μας!  
(ψιθυριστά) 
-        Εκεί έξω δεν θα βγεις ποτέ!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Θα βγω!  Μαλάκα, ε μαλάκα! Θα βγώ!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε βρώμικο σκατό! Κλείσε το σάπιο σου πουστόστομα, δόντια δεν έχεις ακόμη, τα δύο έτη τα έκλεισες και δεν τα ‘κλεισες, πώς μιλάς; Πώς γίνεται να ξέρεις τόσα; Το παράθυρο καν δεν το φτάνεις για να κρυφοκοιτάξεις τον κόσμο που φαντάζεσαι. Η μάνα σου στο παράθυρο δεν σε κοντεύει μην σε δουν οι γειτόνισσες. Τίποτα δεν ξέρεις για τους ανθρώπους. Νομίζεις πως είναι καλοί; Νομίζεις πως αν βγεις έξω να φωνάξεις ‘βοήθεια’ θα γυρίσει κανείς να σε κοιτάξει; Τα λουκέτα στις πόρτες κλείνουν ευκολότερα από ότι ανοίγουν, μικρέ!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Τίποτα δεν ξέρω που να μη μου συμβαίνει εμένα, που δεν το βλέπω.  Κι ότι δεν βλέπω και δεν νοιώθω δεν το ξέρω και δεν το λέω!
ΠΑΤΡΙΟΣ
(ειρωνικά)
-        Πάντως ούτε και τι λες δεν ξέρεις.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μαλάκα, πούστη, πατριός μου είσαι, δεν είσαι πατέρας μου, γαμάς τη μάνα μου κι εγώ περιμένω ένα αδικοχαμένο πατέρα να με αγκαλιάσει.  
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Να σε αγκαλιάσω; Εσένα;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δεν μιλάω για σένα ηλίθιε! Θέλω τον πατέρα μου μου να με αγκαλιάσει, όχι εσένα! Εσένα σε μισώ!!!  Και όποτε μιλώ για τον πατέρα μου σε μισώ ακόμη πιο πολύ!!!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Κι εγώ!!! ΑΑΑΑληλούια ΑΑΑΑΑληλούια Αληλούια…. Αμήηηηην!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Πάλι άρχισες αυτή την ακαταλαβίστικη γλώσσα… Τα τραγούδια αυτής.. της… εκκλησίας που πας…
ΠΑΤΡΙΟΣ
(απειλητικά)
-        Όποτε μιλάς για τον πατέρα σου η ζωή σου κοντεύει λιγάκι πιο πολύ στο τέλος της,  Η πολύ σύντομη ζωή σου!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μ’ απειλείς;
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Με ρωτάς;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δεν ξέρω πια τι μισώ πιο πολύ! Τη ζωή μου; Αυτό το σπίτι; Την πολυθρόνα; Εσένα; Την εφημερίδα την ψεύτρα; Δεν ξέρω πια.
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Τη ζωή σου; Για ποια ζωή μιλάς; Να σου πω εγώ τι μισάς πιο πολύ!  Αυτή μισάς!  Την μάνα σου!  Την Μπρούνα μου, το κοριτσάκι μου… μα πού είσαι καλό μου πουτανάκι; Πού μου κρύβεσαι και έχω κάβλες;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Εσένα μισώ που την αγκαλιάζεις μπροστά μου και μετά με χαστουκίζεις.  Αλλά ίσως έχεις δίκαιο... Ίσως μισώ και τους δυο σας! Που τη γαμάς μπροστά μου σαν να μην υπάρχω!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Χα χα, και δεν το απολαμβάνεις λερωμένο πουστράκι; Αφού σ’ αρέσει να με βλέπεις να την βαστάζω, να, έτσι!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Εμετός! Σε μισώ!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σου αρέσει που στάζει το μουνάκι της αίμα κάθε φορά που την γδέρνει το σκουλαρίκι στον πούτσο μου!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Αηδία!  Σταμάταααα!!!!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Αίμα, αίμα, αίμα σκουλαρίκι, αίμα, αίμα, αίμα και υγρούλι…
ΒΡΕΦΟΣ
-        Εντάξει!!! Κατάλαβα! Το ‘πιασα. Κόψε το τώρα! Έλεος, γίνεσαι σαχλός!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Χμμμ.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Τι χμμ και χίμαιρες; Κι άμα θες να ξέρεις τη μισώ αυτή, όχι μόνο γιατί διάλεξε εσένα από όλους τους άντρες στο Ρίο, μα και γιατί δεν με αγκαλιάζει ούτε κι αυτή η ίδια, σαν να απώλεσε το ρόλο της μάνας. Με βύζαξε μόνο δυο μήνες καθαρά κι από τότε, ένα ολόκληρο χρόνο έσπευδες κάθε φορά να με τραβήξεις μακριά απ’ το βυζί της. Για να το βυζάξεις εσύ! Την έκανες κι αυτή να με μισήσει! Την ίδια μου τη μάνα! Την έκανες να ποθεί το βύζασμά σου στο βυζί της κι εμένα μ’ έχει γραμμένο κανονικά!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Τι λυπηρό….Θα κλάψω... Λίγα σου ‘χω κάνει, σιχαμερό!!!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μετά, με έριξες χάμω σαν τσουβάλι! Σαν τα τσουβάλια με τον καφέ που κουβαλάς στο εργοστάσιο! Τόσο μετράω για σένα! Κι ήμουνα δεν ήμουνα δύο μηνών! Το ‘κανες μια, το ‘κανες δυο φορές, η μάνα μου συνήθισε στα σκασμένα από το ουίσκι χείλη σου και σου ‘δινε το γάλα εσένα να το βυζάξεις, κι εγώ;
 ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Εσύ τι;  Αρκετά ήπιες δυο μήνες. Πούστης θα κατέληγες από το βύζασμα αν δεν σε έσωζα!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Τι λες, βρε άχρηστε μεθύστακα! Έτσι γίνονται οι πούστηδες; Αμ δεν είναι έτσι που γίνονται! 
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Έτσι γίνονται, τι ξέρεις εσύ;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Κι όμως, οι πούστηδες γεννιούνται πούστηδες! Δεν γίνονται μετά και ακόμη περισσότερο επειδή βυζάνουν! Και με μαλάκες πατεράδες και παλαβές μανάδες σαν και του λόγου σας γίνονται ενίοτε και αρχιπούστηδες! Μα εγώ πούστης δεν θα γίνω σαν και του λόγου σου!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Μάζεψε τη γλώσσα σου σιχαμερό σκυλί μη στην κόψω κι αυτή μαζί με το λαρύγγι σου!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Να μου τα κόψεις όλα, να μου βγάλεις και τα μάτια να μη σε βλέπω!!! Φτάνει πια! Που εγώ στο πάτωμα άντεχα να σε βλέπω να βυζαίνεις το γάλα που δικαιόμουνα, μα τα εκατό σκατόμουννα!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Εσύ; Να δικαιούσαι εσύ; Χα!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Ναι ρε, να δικαιούμαι! Και να κλαίω πεινασμένος και να πηγαίνεις εσύ ο ίδιος μετά στην κουζίνα, χορτασμένος πια, να μου φέρεις κρύο γάλα αναμιγμένο με νερό απ’ τη βρύση για να γεμίσει το στομάχι μου, όχι τίποτα άλλο, απλά για να σκάσω…
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Ναι, σκάσε βρε παλιόπαιδο! Κλείσε το ψεύτικο σου στόμα! Μην παραπονιέσαι! Να, κοίτα μια βελόνα που σου έχω για το κωλομέρι!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Όχι στο κωλομέρι, όχι! Χθες με χαστούκισες εκεί! Κοκκίνισα, είδα τις δαχτυλιές σου στον καθρέφτη ψες! Σαν να με μούντζωνες γιομάτος ειρωνεία! Μαύρη Ειρωνεία!
ΠΑΤΡΙΟΣ
(μουντζώνει προς την κατεύθυνση του βρέφους)
-        ΝΑ! Πάρτα και τώρα!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Στα μούτρα σου! Σήμερα που κοίταξα, ολόκληρο το αριστερό μου κωλομέρι ήταν μαύρο! Ολόμαυρο! Δεν μπορώ να καθίσω! Μπουσουλάω τόσο αργά σήμερα! Κοίτα! Σαν σαλιγκάρι μετά από τη βροχή πηγαίνω εξαιτίας σου!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σαν γυμνοσάλιαγκας πας πανω στο πεζοδρόμιο, που αφήνει πίσω του κίτρινη σιχαμερή βλέννα και ψάχνει το βωθρόλακο! Και πόσο σου πάει!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μα φυσικά! Πολύ καλύτερα θα ήμουνα εκεί, μέσα στο βόθρο παρά εδώ μαζί σου!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε παλιόπαιδο! Με τα χαστούκια που σου βάρεσα σου ετοίμασα το κρέας εκεί, στο κωλομάγουλό σου! Από προχθές το ονειρεύτηκα πως θα σου μπήξω τη βελόνα εκεί!
ΒΡΕΦΟΣ
(φωνάζει τραγικά)
-        Οϊμέ!!! Ανώμαλε!!! Ένα αληθινό πατέρα για μένα! Τι σου έφταιξε θεέ μου και μου έστειλες αυτό τον τύραννο! Τι σου έφταιξα εγώ;
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε! Εσύ είσαι βρέφος! Βρέφος! Δύο ετών μωρό! Μόλις που συλλαβίζεις δυο-τρεις λέξεις! Δεν έχεις φωνή! 
ΒΡΕΦΟΣ
-        Έχω! Για σένα έχω όση γλώσσα θες!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σε κανένα δεν μιλάς, γιατί πρέπει εγώ ο άμοιρος  να σε ακούω να με βρίζεις συνεχώς; 
ΒΡΕΦΟΣ
-        Άμοιρος; Μαλάκα! Πούστη!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Βούλωστο, μισή μερίδα!
ΒΡΕΦΟΣ
-         Άνανδρε, μισέ άνδρα! Σε μισώ πιο πολύ κι απ’ το μουνί της μάνας μου! Το απερίσκεπτο μουνί  που με ξέβρασε χωρίς να με ρωτήσει! 
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Να σε ρωτήσει; Χα!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Που με ξέβρασε σε τούτο τον απαίσιο κόσμο που κτίζετε για μένα σ’ αυτό το σπίτι κρυφά απ’ τους γείτονες!  Κρυφά!  Δεν υπάρχω! Δεν με δήλωσε, ακούς;
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Το ξέρω αγόρι μου, εγώ δεν την άφησα, εγώ! Κανείς να μην γνωρίζει ότι υπάρχεις! Απλά δεν υπάρχεις! Ήτανε έγκυος η μάνα σου όταν την γνώρισα. Μα δεν ήσουνα δικός μου. Άρα γιατί να σε αναγνωρίσω; Γιατί να σου κάνω χαρτιά και να τρέχω στα γραφεία και στα υπουργεία τους; Μια χαρά δεν είσαι έτσι; Κρυμμένος, ανύπαρκτος, τυχερός που είσαι! Κολλάς παντού και πουθενά! Θα σου φανεί αυτό στο μέλλον σου, θα δεις.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Στο μέλλον μου... μου δίνεις επιλογή; Κρυμμένο εδώ μέσα όπως με έχεις, σαν φάντασμα, ούτε καν παρόν δεν αισθάνομαι να έχω. Και γιατί; Που αν έβγαζα το κεφάλι απ’ το παραθύρι, αν έφτανα εκεί πάνω, θα με έβλεπαν οι γείτονες σαν να ήμουν κλέφτης; Ε; Θα έβλεπαν το κεφάλι ενός άσχημου εγκληματία που εισέβαλε στο καλό σας σπιτάκι να σας ενοχλήσει; … Καλά μου παιδάκια… πιστοί μου χριστιανοί!  Εσύ τα αποφάσισες όλα αυτά;
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Ναι, ΡΕ, εγώ.  Εγώ είπα στη μάνα σου πριν σε γεννήσει να μη σε δηλώσουμε. Να σε έχουμε για πάρτι μας, για κανέναν άλλο! Εγώ την έπεισα!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Την έπρηξες εννοείς. Με τις φαεινές σου ιδέες. Της άδειασες τα ήδη λιγοστά μυαλά της, και της έβαλες εκεί μέσα …υπέροχη ουσία, ιδέες δικές σου, ιδέες για Όσκαρ! Κοίτα εδώ! Κοίτα με! Κοίτα με, μαλάκα!
ΠΑΤΡΙΟΣ
(γυρνάει την πλάτη στο βρέφος)
-        Δεν σου αξίζει να σε κοιτάω, δεν έχεις καμιά αξία για μένα.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μαλάκα! Τώρα, έτσι όπως τα έκανες, δεν έχω όνομα και δεν ξέρω καν αν θα προλάβω να αποκτήσω. 
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Ράψε το, βρωμισμένο σακί! Κανένα όνομα δεν σου αξίζει!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Σακί, σακί, σακί! Όλο τέτοια βλέπεις μπροστά σου! Εμμονές! Εργασιακές εμμονές! Το σακί του καφέ και το σακί του νεκρού βρέφους που ανατρέφεις κλεισμένο στο σπίτι που σε φιλοξένησε. Πούστη!  Που σκέφτομαι τον εαυτό μου πώς είναι αλήθεια ένα σακί, και νοιώθω το ‘εγώ’ μου να είναι ανύπαρκτο, τόσο ανυπόφορα μικρό! Που κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω ένα σακί με τρυπημένη σακούλα παντού! Ένα τέρας, με τεράστιες βελόνες να ξεπροβάλλουν από το κεφάλι, και τα μάτια μου, και να διαπερνούν το λαιμό μου!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Coooooll!!! Εύρωστη η φαντσία σου και άριστη η πρόβλεψή σου! Έτσι σε φαντάζομαι κι εγώ να γίνεις σε λίγους μήνες!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δηλώστε με, που να πάρει! Πού θα πάει, θα μιλήσω, καταραμένε Εουζέμπιο! Θα αποκτήσω φωνή και θα τα πω όλα! Και για τον πατέρα μου, και για τις βελόνες, και για το γαμήσι σας!  ΔΗΛΩΣΤΕ ΜΕ!!!
ΠΑΤΡΙΟΣ
(απειλητικά)
-        Έλα δω!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Αν έτρεχα και δεν μπουσούλαγα σαν τρίποδη κουτσο-αρκούδα θα έτρεχα να φύγω!  Έξω! Να φωνάξω στη γειτονιά, στην πόλη, στη χώρα ολόκληρη πόσο κακός είναι ο πατριός μου! Κι από τι είναι φτιαγμένη η μάνα μου!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Κακός, ε; Έλα εδώ είπα! Έλα να δεις τι πάει να πει κακός!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δίνω τη ζωή μου για ένα άλλο πατέρα που να γαμήσει τη μάνα μου για να με συλλάβει, να γεννηθώ διαφορετικός, αλλού, ξανααά!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Χα!!! Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι! Τη γαμάω εγώ, μα δεν πιάνει πια η γριό-κότα!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Τη μάνα μου μην την πιάνεις στο στόμα  σου, διάβολε μαύρε! 
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Μωρέ θα την πιάνω και θα την δαγκώνω και θα τη φτύνω σαν τη γαμάω κι εσύ θα παρακολουθάς σαν παλαβό!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Γαμημένε!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Έλα εδώ!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Όχι!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Δεν τρέχεις, πονάς το μαύρο σου κρέας και κινείσαι σα νεογέννητο πουλάρι κι από πάνω τρέχει η μύξα της μήτρας! Τρικλίζεις και πέφτεις και κλαις!  Κι όμως έχεις το θράσος να λες όχι!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Πιάσε με!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σιγά το πράγμα!
(αρπάζει το βρέφος και το βάζει μπρούμυτα πάνω στα γόνατά του)
(Του βάζει τη βελόνα αργά και βασανιστικά στο κωλομέρι)
ΒΡΕΦΟΣ
-        Αααααααααααααααχχχχχχχχχ! (δυνατό βρεφικό κλάμα) Ουάααααα!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε!
(του κλείνει με την παλάμη το στόμα)
ΒΡΕΦΟΣ
(πνιγμένα)
-        Μμμμμμμμμ!!!!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Όταν έρθει η μάνα σου θα τη γαμήσω αμέσως και θα βλέπεις και θα σου αρέσει και θα καβλώσει η μικροσκοπική σου ψωλή,
ΒΡΕΦΟΣ
(παλεύει να φύγει)
-        Μμμμμμμμμμμμμμ!!!!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        και θα κατουρήσεις στον αέρα σαν αρχίσω να χύνω και θα…
(ξεχνάει και σηκώνει το χέρι)
ΒΡΕΦΟΣ
-        Μμμμ, άσε με κάτω γαμώτο! Άσε με σου λέω, θέλω να βγάλω τη βελόνα, πονάει σα θάνατος! Βγάλε την!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Δεν μπορείς να τη βγάλεις, έβαλα το κεφαλάκι κάτω από το δέρμα και πρήστηκε ήδη.
ΒΡΕΦΟΣ
(ανάμεσα σε κλάματα)
-        Αααχ! Πονάει όπως τη βελόνα που μου έβαλες στο μπράτσο τον περασμένο μήνα, και αυτή που μου πέρασες στην πλάτη τον προπερασμένο μήνα!  Στην πλάτη αθεόφοβε! Δεν μπορούσα να ξαπλώσω να κοιμηθώ, να τεντώσω να χασμουρηθώ! Να κλάψω δεν μπορούσα!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Λίγες σου έβαλα ακόμη, κέντημα θα σε κάνω, αξιοθαύμαστό μου τερατάκι!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Θα κόβεις και εισιτήρια;  Οι θίασοι παρακαλάνε! Εμπρός λοιπόν, πούλα με, σε κάνα περιπλανώμενο θίασο τσιγγάνων,  τι περιμένεις; Η, καλύτερα, γίνε εσύ θιασάρχης! Πολύ θα σου πάει να ανακοινώνεις στο κοινό τα κατορθώματά σου! Χαχαχα, πολύ θα το ήθελα να σε δω να το ανακοινώνεις:
-        «Ακούστε, ακούστε! Σήμερα το απίθανο βρέφος με τις βελόνες! Περασμένες επάνω του 24 βελόνες! Μία κάθε μήνα! Τις πέρασα εγώ ο ίδιος με τις χερούκλες μου! Μεγάλη απόλαυση, δοκιμάστε το κι εσείς! Ή, μάλλον όχι! Είναι πολύ επικίνδυνο! Καλύτερα να δείτε πρώτα τα αποτελέσματα σε αυτό το υπέροχο πλάσμα! Περάαααστεεεε κόσμεεεεε να θαυμάσετε την απόλυτη, γλυκύτατη βία! Τον άνθρωπο-κέντημα! Το ζευγάρι των σαδιστών Εουζέμπ../»
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Εεεε, αυτό πάει πολύ! (Ρίχνει το βρέφος κάτω) (πολύ θυμωμένα, τρίζει τα δόντια) Δεν ξέρω τι με κρατάει και δεν σε πιάνω με τα δύο μου χέρια, να, έτσι, να σε αποτελειώσω, αληθινά δεν ξέρω τι με συγκρατεί…
ΒΡΕΦΟΣ
-        Το χόμπι σου.
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Το χόμπι μου;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Ναι, το χόμπι σου.
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Ποιο χόμπι;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Το κέντημα! Χαχαχαχαχαχα!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Αααα, για να σου πω, μην μου παίζεις τον έξυπνο εμένα, δεν είναι χόμπι, ξέρεις πολύ καλά ότι ο ιερέας μας συμβούλεψε να σου βάζω τις βελόνες, για να είναι ευτυχισμένος ο γάμος μας…
ΒΡΕΦΟΣ
(εσωτερικά)
-        Ευτυχισμένος. Βρώμα, τσαντίλα, βρώμα, μπλιάχ, χιλιάδες κατσαρίδες στο πάτωμα, μπλιαχ, οι βώθροι στα χαλιά, δεν φεύγουν με τίποτα, αηδία, βρώμα, να πάρουμε καινούρια χαλιά, να είμαστε ευτυχισμένοι, να πάρουμε καινούρια πολυθρόνα, έτριβα την πάνα μου και σκίστηκε, να πάρουμε νέο μωρό…
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Τι μουρμουράς βρε μαλακισμένο, με καταριέσαι, πούστρικο; Με καταριέσαι που να πέσει επάνω σου ο ουρανός και να σε πνίξει;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Ααα, άμα πέσει επάνω μου ο ουρανός, ειδικά επάνω μου, μάλλον θα σκάσει από τις βελόνες και θα ξεφουσκώσει. Ξέρεις κάτι, Εουζέμπιο; Ακούγεσαι πολύ χαζός όταν δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις και πώς να με χειριστείς.  Είσαι ένα ράκος. Και άδικα ασχολούμαι μαζί σου. Μεθύστακα! Πρεζάκια!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε. Είσαι γελοίος. Αλλά, άντε τώρα, δεν πειράζει. Άντε, μίλα να συνηθίσεις τη βελόνα. Εμπρός, τερατάκι μου, λέγε.
ΒΡΕΦΟΣ
-        Γαμώτο! Τι να κάνω; Τι θες να πω να με αφήσεις ήσυχο; Τι σου φταίω;
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Σκάσε! Μα τι … «σκάσε» σου λέω τόση ώρα, τι «βούλωστο» αφού φωνή δεν έχεις;
ΒΡΕΦΟΣ
-        Έχω! Για σένα μόνο έχω! Και θα μιλάω όσο θέλω και όσο κι αν μου βάζεις την παλάμη να σκάζω, θα σε αφορίζω με τα μάτια μου, κι αν μου καλύψεις τα μάτια  με το άλλο χέρι, τρίτο χέρι δε θα βγάλεις διάβολε!  Τρίτο χέρι δεν βγάζεις! Το δικό μου χέρι θα είναι πάντα ελεύθερο και έτσι με τα δάκτυλα μου θα σε βρίζω!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Φωνή δεν έχεις,
ΒΡΕΦΟΣ
-        Έχω!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Ούτε ποτέ θα αποκτήσεις,
ΒΡΕΦΟΣ
-        Έχω!
ΠΑΤΡΙΟΣ
-        Μια μέρα θα σου κόψω τη γλώσσα, μόλις πεις το πρώτο μπαμπά θα σου κόψω τη γλώσσα από βαθιά μέσα, σύριζα, να μην το ξαναπείς!!!  Εγώ είμαι ο μπαμπάς σου!!!
ΒΡΕΦΟΣ
-        Δεν είσαι πατέρας μου και ποτέ δεν θα γίνεις! Π-Ο-Τ-Ε!!!
ΠΑΤΡΙΟΣ
(αργά, τονισμένα)
-        Γίνομαι όλο και πιο πολύ πατέρας σου κάθε φορά που σε τρυπάω με μια βελόνα…
ΤΕΛΟΣ ΣΚΗΝΗΣ
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 20, 2015 07:54

December 17, 2015

Το Ιστορικό Ενός Κιτρινιασμένου Διαβατηρίου.


Είναι οι τελευταίες στιγμές
Μην κλείνεσαι στης χελώνας το στεγανό καβούκι
Αργά μην προχωράς
Μεμψιμοιρίες δε χρειάζονται
Τώρα που ο χρόνος φεύγει
Τώρα που ο χώρος φεύγει
Τώρα που ο πόνος φεύγει
Γεράματα ποτέ δε θα γνωρίσεις
Σαν της γιαγιάς ρυτίδες στο δέρμα σου ποτέ δε θα αγγίξεις,
Αναλογίστηκες ποτέ αυτή την ευλογία;
Ο καθρέπτης σου άσχημο δε θα σε πει ποτέ,
Ωραίος και νέος θα πεθάνεις
Χωρίς δάνεια και φρούδες παρακαταθήκες,
Αναλογίστηκες ποτέ αυτή την ευλογία;
Μην ολιγορείς,
Ο ουρανός είν’ κόκκινος επάνω στο Βορρά
Το χώμα είναι κόκκινο στην κόκκινη Άκρη της Ευρώπης
Πατάς τις χώρες μία μία
Χωρίς να προσκυνάς,
Χωρίς να συμμετέχεις στην κατάρα της αμφιλεγόμενης γραφειοκρατίας,
Αναλογίστηκες ποτέ αυτή την ευλογία;
Το σούρουπο ωραίο μα τελειώνει πάντα απότομα,
Τελειώνει πάντα με μια καινούρια έκρηξη,
Τελειώνει πάντα με μια σγαφτή πινελιά στον ορίζοντα
Τελειώνει πάντα ως θυσία στο ξύπνημα του ασημένιου γίγαντα.
Αναλογίστηκες ποτέ αυτή την ευλογία;
Το όνομά σου με γράμματα χρυσά στη λίστα θα γραφτεί
Το όνομά σου στις ειδήσεις θα παιχτεί
Το σώμα σου με άγιο νερό στις ακτές θα ξεβραστεί,
Αναλογίστηκες ποτέ αυτή την ευλογία;
Γι΄αυτό μόνο εσύ μπορείς τη μοίρα σου να αποφασίσεις
Νοιώσε την απειλή του χρόνου
Νοιώσε την απειλή του τόπου
Νοιώσε την απειλή του πόνου
Νοιώσε την απειλή του νερού
Και προσποιήσου πως δεν νοιάζεσαι
Μίλα στους φίλους που μαζί σου περπατάν τις χώρες
Κάνε τους να νομίσουν
Πως αιώνια  σε αυτό το κόκκινο χώμα θα ζήσεις.
Πως αιώνια κάτω από το κόκκινο σούρουπο θα ζήσεις.
Πως αιώνια βρεγμένος από το άγιο νερό θα αντέξεις.
Εντυπώσου στη συνείδηση του κόσμου
-σαν-
Ο Τέλειος Ολοκληρωμένος Άνθρωπος
Ωραίος σαν Άδωνης
Δυνατός του Ηρακλή βλαστάρι.
Υπέροχος ήρωας σε πίνακα του Ελ Γκρέκο
Όπως θα τον ζωγράφιζε το Φθινόπωρο του 2015
Ψηλά στα Σύνορα,
Ανατολίας μεριά,
Κρυφά της Οικουμένης.
Κτύπα τον τοίχο του συνόρου με γροθιά
Κάντον συντρίμια να σκορπίσουνε στους έξι ανέμους.
Ξέχνα τη χώρα που σε γέννησε
Ξέχνα τη χώρα που θα σε σκοτώσει
Κι ανέμισε τη σημαία με το όνομά σου
Που σου έραψε και έβαψε η μοίρα την ίδια μέρα
Με τον πρώτο πυροβολισμό στη Δαμασκό
Με την πρώτη μαχαιριά στο Αφγανιστάν.
Τώρα ανεμίζεις μια σημαία ολάκερη δική σου,
Γίνεσαι ο ίδιος χώρα κινούμενη,
Αναλογίστηκες, αλήθεια, ποτέ αυτή την ευλογία;
Στα εικοσιένα σου ατενίζεις σκεφτόμενος
από πολύ κοντά το τέλος
Σκεφτόμενος πως φταις μόνο εσύ.
Σκεφτόμενος πως η θυσία στην πρώτη χώρα σου
θα ήταν η μόνη αληθινή ευλογία.
Σκεφτόμενος πως η οικογένειά σου
Θα μπορούσε στη σημαία σου να γραφτεί
Αν δεν σκορπίζονταν στις σαράντα χώρες
Μα δεν φταις ούτε εσύ,
Ούτε το άγιο νερό,
Ούτε το κόκκινο χώμα,
Ούτε το σκληρό ασήμι,
Ούτε το κίβδηλο σούρουπο των βομβαρδιστικών.
Είναι η μοίρα.
Αυτή.
Αυτή τα αποφάσισε τα σύνορα
Και των μαυροσακούλων τις αράδες.
Γι΄αυτό σκόρπισε τις ενοχές
Ρίξε το φταίξιμο αλλού
Ίσως σε ένα κιτρινιασμένο διαβατήριο
[και πότε πρόλαβε με τόσες στάμπες να γεμίσει και να κιτρινίσει, ποιος θα μου πει, ποιος θα μου απαντήσει;]
Ίσως σε ένα σκουλαρίκι της γιαγιάς
Που άρπαξες απ’ το αυτί της πριν φύγεις τρέχοντας
Για να γλυτώσεις λίγη απ’ τη γενιά
Για να γλυτώσεις λίγη από την πίστη σου
Για να γλυτώσεις λίγη από τη χώρα σου.
 
Και τα κατάφερες – δεν ειν’ κι ετούτη μια μεγάλη ευλογία;
 
Ζήσε λοιπόν με τις φτερούγες σου ορθάνοικτες
Ζήσε στα πέρατα του δικού σου –μόνου αληθινού -- ονείρου
Ζήσε ελεύθερο πουλί
Ζήσε σαν Φοίνικας και Αετός
Ζήσε –σαν—Περιστέρι
Ζήσε στη χώρα του ουρανού
Αφού των χωμάτων και των θαλασσών οι χώρες δεν σε δεχτήκαν.
 
© Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 17, 2015 00:17

November 14, 2015

Thirteen Ways of Looking at a Silver Spoon


 IA silver spoon would dive in a soup bowl
and in reverse dive out loaded
soup would never do the same to its pot.
What hand would mystify
 this ritual of prudence?
 
II
Fast moving hands over a table,
dishes flying,
salads uplifted and surrendered
I never gave my silver spoon to
though everyone else gave theirs in.
 
III
In times when nothingness was valued,
at wars and major disasters,
Would you have lent me your silver spoon
for a sip of the rain water on the roof?
Or would you bend it for the wish well?
 
IV
a boy and his father
pee together for sanitation
in their backyard planted with silver spoons
 
V
a silver spoon was digging
deep-deep-deep until it reached its tail
and died
 
 
VI
Death visited me one day
dude, I protracted my silver spoon
She saw her face in the silver cavity distorted
“why the silver one?”  I heard as she was being absorbed
 
VII
Absorbents, disinfectants, pesticides
petrified at the sight of silver spoons,
especially the classic or baroque
– email  lost_animations@densey.com with an answer -
 
VIII
Some pusillanimity is likely
when fighting the knight of silver spoons at nights
Beware! He might cut you in circles
 
IX
The cycle of life
decoded by the hunter of golden dreams
sadly a cipher again
embargoed by the secret society
of  SI.SPO.
 
X
Venus would feed her children everything
everything with silver spoons
each child had her name on the hollow surface
-except the poor boy-
 
XI
If you ask me why I bought a silver spoon
I would go about saying that
bending it defies pitiful shows with forks
 
XII
Roll a silver spoon down Mount Everest
and blame me for the silvery avalanche
pinning you down as you observe
 
XIII
Admit it mother,
without your silver spoon dancing its tango
your father would be mine
 
©Christos Rodoulla Tsiailis
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on November 14, 2015 22:44

August 31, 2015

Νέες Οδηγίες #218 Αντιχρονιστικότητα.


Η παράλληλη πορεία
Οι ευθείες που δεν τέμνονται ποτέ
Η ωρολογία
Τα σημεία στο ημερολόγιο των ΚΤΕΛ
ήταν η ζωή της από τότε που θυμάται,
στο λεωφορείο κάθε μέρα,
στη δουλειά κτυπάει κάρτα
και μετράει τα κουτιά που κλείνει
και αγγίζει τον διάδρομο που κυλάει
και αντιλαμβάνεται το μήκος του μονόδρομου.
-Ο μονόδρομος-
Αυτή η τετραγωνισμένη πορεία,
όσα στριψίματα κι αν έκανε για να ξεφύγει από μικρή,
σε όσους κυκλικούς κόμβους κι αν έκανε επαναστροφή,
πάντα εκεί,
πάντα στο μονόδρομο,
οι ώρες εμπρός,
τα λεπτά στο μπάνιο μετρημένα,
σαν το νερό που ποτέ δεν τρέχει προς τα πάνω,
ποια δύναμη,
ποια έλξη κοσμική
κάνει τη ζωή της διαχειρίσιμη,
τι να σκεφτότανε ο Νταλί
όταν έλειωσε τα ρολόγια;
Ανάβει το καινούριο μπάρμπεκιου
που της έκανε δώρο ο σύζυγος
στα τριακοστά στη σειρά γενέθλιά της
Ακουμπάει το αριστερό της χέρι
με το ακριβό ρολόι
στη σχάρα για να λειώσει.
 
Και εκεί σταματάει ο χρόνος για μια μέρα.
Πριν σχολάσει ο σύζυγός της
και τη βρει για να τη φιλήσει με αγάπη
και το τεράστιο ετούτο γεγονός
την ξαναπετάξει στο μονόδρομο.
Κι όπως έσταζε το ρολόι, το δέρμα και η σάρκα της στη σχάρα
είδε τριγύρω της να ανυψώνεται ένας πύργος,
μέσα από τα τείχη του μονόδρομου
αφήνοντας έξω κουρτίνες, κουζίνες και παιδιά.
Ένας τεράστιος πύργος με σκάλες σιδερένιες,
κι είδε γυναίκες σαν κι αυτή
να σκαρφαλώνουν
με ένα χέρι.
Κι άντρες και μικρά παιδιά
τις παρακολουθούσανε
από τα μικρά παραθυράκια
κι ήταν το φως επάνω στο στόμιο διαφορετικό.
Ανέβαινε
γρήγορα
για να προλάβει να επιστρέψει
πριν τις οκτώ το βράδι,
δεν ήξερε πως δεν υπάρχει οκτώ το βράδι
μα θα το μάθαινε σύντομα.
Και της μίλαγαν οι άλλες που σκαρφάλωναν,
της έλεγαν διάφορα,
της έλεγαν πως ο έρωτας σταματάει το χρόνο
της έλεγαν πως ο χρόνος είναι όπλο,
ότι κανείς δεν ξέρει που είναι οι σφαίρες
ότι πεθαίνει όποιος δεν είναι πίσω στις οκτώ.
Δίστασε.
Άρχισε την κατάβαση,
ήθελε να επιστρέψει πίσω.
Κατέβηκε με δυσκολία,
γιατί έχασε τον πρώτο ενθουσιασμό
και γεύτηκε τον πρώτο αληθινό δισταγμό,
τον δισταγμό της αλλαγής,
τον δισταγμό της μετάβασης.
 
Την επομένη δεν πήγε δουλειά.
Μόλις έφυγε ο σύζυγός της
άνοιξε το λεξικό του,
στη βιβλιοθήκη του
πρώτο στο μεσαίο ράφι.
Στο λήμμα το ‘διστάζω’ έλεγε δις και ίσταμαι.
Μα μία είμαι,
πώς δις να σταθώ;
Μονόδρομος η ζωή,
μονόδρομος ο χρόνος,
δεν έχω επιλογή.
 
Θυμήθηκε ξαφνικά
την κλεψύδρα στο pictionary
που παίζανε κατά τα πρώτα έτη του σπιτώματος,
όταν έμαθε να θυμάται τα γενέθλια των φίλων,
τις γιορτές τους,
τη γιορτή της πεθαμένης της μάνας,
τη γιορτή του πατέρα που την ξέγραψε,
τη δική της γιορτή.
 
Κράτησε την κλεψύδρα στο χέρι.
Θα την κρατούσε ως τις οκτώ το βράδυ,
και η άμμος δεν θα τελείωνε.
Βγήκε στην πίσω αυλή,
στη σωρό με την άμμο
που βάλαν για τις γάτες.
Άνοιξε τα καπάκια της κλεψύδρας
από πάνω κι από κάτω,
άρχισε να ρίχνει άμμο
με το χέρι της σιγά-σιγά,
όσο που να μην αδειάζει,
και την άφηνε να τρέχει από κάτω
χαμηλά στα πόδια της,
και η άμμος ανέβαινε,
μα όσο η κλεψύδρα δεν γύριζε,
τα λεπτά δεν περνούσαν,
οι ώρες δεν γράφονταν,
στο εργοστάσιο ο ιμάντας δεν έφερνε υλικό.
Όσο η κλεψύδρα δεν γύριζε,
ο ήλιος δεν κινήθηκε καθόλου
ο άνεμος δεν φύσαγε να πάρει την άμμο,
η άμμος ανέβαινε,
ήταν σχεδόν στο στήθος της
μα η ώρα οκτώ δεν ερχότανε,
δεν είχε ρολόι να δει,
μα ο ήλιος ήταν ακόμη εκεί,
να της καίει το κεφάλι από ψηλά,
τα μαλλιά της να πέφτουν τούφα-τούφα,
και ήταν μια ανακούφιση
η κρύα άμμος που την είχε καλύψει
μα ήταν πια στο κάτω χείλος της,
σε λίγο δεν θα ανέπνεε,
σε λίγο δεν θα μίλαγε,
σε λίγο θα της κάλυπτε τα μάτια,
δεν θα έβλεπε
να βάζει την άμμο,
θα ακινητοποιούνταν τα χέρια της έτσι κι αλλιώς,
και θα σταμάταγε,
η κλεψύδρα θα άδειαζε και τον τελευταίο κόκκο
πριν μαζευτούνε οι γάτες θυμωμένες,
και ο χρόνος θα την έβρισκε έτοιμη,
για το παραπέρα.
 
Εγκαίρως,
με όλη την κυριολεκτική σημασία που μπορεί
μια τέτοια λέξη να πάρει σε τέτοια στιγμή,
έκλεισε το καπάκι από κάτω,
γύρισε την κλεψύδρα
και την σφράγισε.
Ο ήλιος μετακινήθηκε γρήγορα
κι ακόμη γρηγορότερα νύχτωσε.
Έτρεξε στην πόρτα κτυπώντας το φόρεμά της
για να πετάξει την άμμο μακριά
κι ήταν επτά και πενήντα εννιά
κι άνοιξε και τον φίλησε
πριν καν εκείνος βάλει το κλειδί στην πόρτα.
 
Πέρασαν χρόνια,
μα ποτέ δεν ξέχναγε
ότι ξέρει πια τον τρόπο
να σταματάει τον χρόνο.
Μια μέρα περπάτησε να πάει στη δουλειά,
είχανε λέει απεργία τα ΚΤΕΛ.
Κι όπως περπάταγε στη λεωφόρο ευθεία,
της φάνηκε απέναντι στο βάθος
πως ερχότανε,
ήταν ίδια,
ήταν η ίδια,
επέστρεφε από τη δουλειά,
λερωμένη, αποκαμωμένη.
Κοντοστάθηκε.
Κοντοστάθηκε κι η απέναντι.
Δεν κοιταχτήκαν.
Φοβόντουσαν κι οι δυο το ίδιο πράγμα.
Προχώρησαν.
Η μια πήγε στο σπίτι κι η άλλη στη δουλειά.
 
[Μια οπτασία ήταν, σκέφτηκε,
καθώς κτυπούσε την κάρτα στη δουλειά για ν’ αρχίσει
και ξέχασε τη σκηνή.]
 
[Μια οπτασία ήταν, σκέφτηκε,
καθώς άνοιγε το ντουζ στο σπίτι για να καθαρίσει
και ξέχασε τη σκηνή.]
 
[Μα το βράδι, επτά η ώρα που επέστρεφε,
στη λεωφόρο είδε πάλι τον εαυτό της,
να πηγαίνει βιαστικά στο εργοστάσιο,
είχε αργήσει,
και το αριστερό της χέρι ήταν λειωμένο.]
 
[Μα το πρωί, επτά η ώρα που πήγαινε,
στη λεωφόρο είδε πάλι τον εαυτό της
να επιστρέφει κουρασμένη απ’ τη δουλειά,
έφυγε νωρίτερα,
και το αριστερό της χέρι ήταν λειωμένο.]
 
Θυμήθηκε.
Τελείωσε το ντουζ και στάθηκε στην πόρτα.
Ήταν επτά και πενήντα οκτώ.
Κρατούσε στο χέρι το λεξικό.
Μπήκε ο σύζυγός της.
«Πήγαινε στη σελίδα 256,»
του είπε.
«Στο χωρίο ‘δισταγμός’
σβήσε το λάθος.
Τώρα
παίξε με
ένα παιχνίδι Pictionary
πρέπει να χάσω.»
 
©Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 31, 2015 11:57

August 10, 2015

Handicap Existentialis




(ένα δοκίμιο περί της ανθρώπινης φύσεως από τον Χρίστο Ροδούλλα Τσιαήλη)
            Καθόλου αυτοκαταστροφικοί, νομίζω, είναι οι άνθρωποι, μάλλον εγωιστές, σφετεριστές και αχόρταγοι.  Σε όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξής μας, ακόμη και στον ίδιο τον πρακτικό αλτρουϊσμό, όπου ανταγωνιζόμαστε και αυτοδιαφημιζόμαστε.  Έστω και αυτοί που δεν "κραυγάζουν" τις φιλανθρωπίες τους, φροντίζουν να το μάθουν κάποιοι, για να κοινοποιηθεί.
            Εντούτοις, σε ό,τι αφορά την οικολογική καταστροφή, κατά τη γνώμη μου εξελίσσεται καταιγιστικά, σε ρυθμό αντιστρόφως ανάλογο της ομολογουμένως εντυπωσιακής τεχνογνωσίας του όντος αυτού, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο του πλανήτη ετούτου.
            Κατά την άποψη μου, ένα ανεξήγητο κενό στη νόηση του ανθρώπου, από την αρχή της πρώτης του εξελιγμένης μορφής από τον αυστραλοπίθηκο, μια αδυναμία, ένα existential handicap όπως θέλω να το ονομάζω, τον οδηγεί σε συνεχή άμυνα προς τη φύση.  Αυτό το κενό τον παροτρύνει να δημιουργεί τεχνητά οχυρά, σε αντίθεση με τα ενσωματωμένα οχυρά των υπολοίπων όντων (βλλ. τρίχωμα, κέλυφος, σκληρός φλοιός, κλπ).  Βλέπεις, ο φλοιός του εγκεφάλου που περιλαμβάνει όλο το αποτύπωμα της συναισθηματικής εξέλιξης, είναι κι αυτό ένα όργανο που λειτουργεί με ορμονικές αντιδράσεις, μετεξέλιξη και εναλλακτική λύση, αν θες, για αντιμετώπιση του φόβου του κενού αυτού που μας εξουσιάζει και ανέκαθεν παλεύουμε να το γεμίζουμε, είτε με ικανοποίηση ύλης (βλλ. εδαφική κτητικότητα) είτε με πνευματική ικανοποίηση (βλλ. εξιδανίκευση της αγάπης ως κοινωνικό προϊόν).
            Υπερβολική, ίσως, μηδενιστική κάπως η προσέγγιση αυτή, εντούτοις με αυτό τον τρόπο κατανοώ αυτή την ίδια την ύπαρξη με τον δικό μου τρόπο  και δεν ανησυχώ για το μέλλον του ανθρώπου, αλλά του πλανήτη. Ο άνθρωπος θα μετοικήσει σε άλλους πλανήτες. Το έχω ήδη αποδεχτεί ως πραγματικότητα, όπως έχεις εσύ, άνθρωπε, αποδεχτεί τον θάνατο ως έχει.
Ο πρώτος ισχυρός άνθρωπος που έλεγξε τη φυλή γύρω από τη φωτιά μέσα στο σπήλαιο δεν ήταν ο Δυνατός, ο αρχηγός των αντρών στο κυνήγι.  Ήταν ο μάγος που πρώτος άρχισε να χρησιμοποιεί τη φαντασία και να δημιουργεί τα πρώτα μυστήρια σενάρια με τέρατα, δαιμονικές υπάρξεις και αγγελικές μορφές. Μιλάμε για προϊστορία τώρα, για τους πρώτους Χόμο Σάπιενς. Η δύναμη αυτή είναι αυταπόδεικτη καθώς αρχιερείς και μάγοι δεν παρουσιάζονται μόνο άντρες αλλά και γυναίκες (βλλ. αφρικανικές φυλές, ιέρειες στην αρχαία Ελλάδα, κλπ.)  Αντιλαμβάνομαι ότι τέτοιες αναφορές δύνανται να σπρώξουν τη φαντασία πιο βαθιά, πιο μακριά, σε αυτούς τους λίγους γνωστούς-αγνώστους της ιστορίας που παρακολουθούσαν το αρχέγονο αίσθημα του μυστηρίου και της οργιάζουσας φαντασίας να ελέγχεται και να εκφράζεται μέσα από τα στόματα των "έξυπνων" της κάθε φυλής ή αργότερα συνοικισμού και τέλος πόλης.  Αυτοί οι πρώτοι λίγοι πρέπει να είχαν το στοιχείο της εξουσίας του ισχυρού στα χέρια τους (π.χ βασιλιάδες ή αρχηγοί φυλής) και να κατάλαβαν από νωρίς τη χρηστικότητα της "πίστης" για τον έλεγχο του λαού, αν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη προς τον ίδιο τον βασιλιά. Ας μην ξεχνάμε την Αίγυπτο, όπου ο Φαραώ ήταν ταυτόχρονα και θεότητα, και έτσι εύκολα εξασφάλιζε τον έλεγχο.  Ή το ακραίο της σύγχρονης Ιστορίας, όπου ο αμφιλεγόμενος ηγέτης Αδόλφος Χίτλερ, φρόντισε να αντικαταστήσει τη θεοποίηση του εαυτού του και την προσωπολατρεία, με τη ρατσιστική θεοποίηση ενός ανώτερου έθνους, μιας «καλύτερης» φυλής, ικανής να επικρατήσει στον πλανήτη, αφανίζοντας κατά μάζες τα ανταγωνιστικά έθνη.
            Με τα πιο πάνω, ίσως αμυδρά μπορώ να διακρίνω ένα στοιχείο κοινωνικού αναγκαίου που μας διαφεύγει γενικά σε ανθρωπολογικό επίπεδο. Ίσως όλη η δομή της κοινωνίας από την αρχή να έχει κτιστεί με βάση το μαθηματικό τύπο λαός-αρχηγός-μάγος επειδή, όπως έχω εξηγήσει πιο πάνω, αυτό που καθιστά "ικανό και λογικό ον"  τον άνθρωπο δεν είναι ένα "συν" στον εγκέφαλό του, αλλά ένα "πλην" στη γενική του ύπαρξη.  Ένα κενό σε επίπεδο γονιδιακό, έλλειψη σκοπού, ενστίκτου και σταθερού φυσικού περιβάλλοντος του είδους.  Με άλλα λόγια είμαστε "ζώα ελλειπή," με ελαττωματικό DNA, με αποτέλεσμα να μην "ταιριάζουμε" με φυσικό τρόπο σε κανένα γήινο περιβάλλον ή κλίμα. Η γονιδιακή προσαρμογή, αντίθετα με το τι πιστεύουν οι Δαρβινικοί επιστήμονες, σε ότι αφορά στο ανθρώπινο είδος, είναι μια διεργασία στεγανή (μεταφράζω το stagnant και δεν ξέρω αν είμαι σωστός). 
            Από την αρχή ο άνθρωπος ως ανωμαλία στην εξέλιξη του τέλειου πιθήκου, με τον ατροφικό αντίχειρα τον γυρισμένο ανάποδα και την τριχόπτωση στο μισό του σώμα, έψαχνε τρόπους να επιβιώσει διότι δεν τους είχε εκ γενετής. Όλη η εξέλιξη (εγκεφαλικός φλοιός, καθαρισμός του δέρματος, ορθοστασία) δεν είναι παρά η αγωνιώδης προσπάθεια συμπλήρωσης των κενών που η ανώμαλή μας γονιδιακή φύση επέβαλε. Κενό ενστίκτου στο να μετράει τους παλμούς της φύσης, όπως η ανεξήγητη πρόβλεψη που αναστατώνει τα ζώα όταν θα γίνει σεισμός. Κενό στην αντιμετώπιση των καιρικών φαινομένων, που οδήγησε τον άνθρωπο από την αρχή να φτιάξει ρούχα επειδή είχε πρόβλημα στην ποσότητα αίματος και λίπους στο σώμα και στην εσωτερική του θερμοκρασία. Εξ’ ου έψαξε λύσεις, και στην αρχή το πιο πιθανόν (παρόλο που δεν το αναφέρουν οι επιστήμονες αφού δεν μπορεί πουθενά να φανεί σε παλαιοντολογικές ανακαλύψεις), ο άνθρωπος να καλυπτόταν με φύλλα ή να αλειβόταν με πηλό για να ζεσταίνεται. Αυτό το κάνουν οι ελέφαντες για άλλους λόγους. 
            Αλλά αν όλο αυτό σημαίνει πολλά για τις πρώτες γονιδιακές αλυσίδες, προφανώς ο άνθρωπος ήταν το πιο αδύναμο ζώο στη γη.  Δεν έκανε αυγά για να έχει σώμα ελεύθερο, δεν ήταν μικρό ον για να κρυφτεί από τους θηρευτές, δεν είχε φυσικά όπλα για να νικάει άλλα όντα, ούτε ταχύτητα, ούτε δόντια ούτε αγκάθια, τίποτα. Ούτε καν οι αισθήσεις του δεν ήταν αναπτυγμένες. Κάθε ζώο έχει τουλάχιστον μια αίσθηση υπέρ-αναπτυγμένη. Οι σκύλοι την ακοή, οι αετοί την όραση, τα σαλιγκάρια την αφή. Ο άνθρωπος πάρα πολύ λίγο από όλα. Αυτό πάλι μην μου πείτε πως είναι γονιδιακή προσαρμογή, θα υπήρχαν ενδείξεις σε δέκτες των αισθήσεων ότι στα παλιά χρόνια υπήρχε υπερανάπτυξη.  Η χρυσή τομή; Παν μέτρον άριστο; Επινοήσεις κι αυτές των Ελλήνων, μια απέλπιδα προσπάθεια να καλύψουμε το μεγάλο κενό.
            Κι έτσι αυτό το καημένο ον, με όλο του το είναι να είναι ανασφαλές, γεμάτο τρόμο προς τα φυσικά φαινόμενα και προς τα όντα της φύσης, δεν μπορούσε παρά να ψάξει την ασφάλεια στην επικοινωνία με τους οικείους στη φυλή.  Εκ των οποίων ένας είχε τη δύναμη να σκεφτεί ιστορίες για να εξηγήσει αυτά που έλειπαν από το κενό του εγκεφάλου. Τα ερωτήματα για το αδύνατο της φύσης του. Η πανάρχαια μάχη μεταξύ του "ανέκαθεν εστί" και του "τι έσεται". Το δεδομένο παρόν ενός ζώου, σε αντιπαράθεση με την αβεβαιότητα της ύπαρξης ενός όντος που οι σωματικές αναλογίες του είναι διαφορετικές από τις ικανότητές του. Υπήρξαν κι άλλα τέτοια όντα στα αρχαία χρόνια, ζώα που το DNA τους δεν έγινε για να κρατήσει. Και εξαφανίστηκαν. Ήμασταν οι τυχεροί; Αν ναι, τότε φάνηκε η φύση άτυχη που θέλησε να μας αφανίσει και δεν την αφήσαμε. Μπράβο μας!
              Και μπράβο σε αυτούς (αυτούς για τους οποίους μιλάμε από την αρχή του διαλόγου μας) που έφεραν τη νοημοσύνη του ανθρώπου σε τόσο ψηλό κριτικό, γνωσιακό και επινοητικό επίπεδο, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να του πουν την αλήθεια.
© Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 10, 2015 07:19