Το β’ Μισό του Μονολόγου της Πουτάνας





Για να σου πω, ήρεμα, μόλις ξύπνησα από ένα πολύ άσχημο όνειρο. Ήμουνα, λέει, σε ένα πίνακα, θύμιζε στήσιμο φιγούρων του Ελ Γκρέκο, και στεκόμουνα στο βάθος, σαν φόντο στον πίνακα. Μπροστά πολλοί παπάδες, δεμένοι με σκοινιά οπισθάγκωνα. Όλοι με σταφυδωμένα πρόσωπα και στεγνωμένα ως το κόκκαλο κορμιά. Και ιππότες με σκοτεινές πανοπλίες, και χωρικοί. Δεν κατάλαβαινα τι κάνανε, όσο κι αν πάσχιζα. Ήταν κι ένα παιδί, εκεί μπροστά, στη γωνιά, σκυμμένο, αιματωμένο. Ένας αγριάνθρωπος ετοιμαζότανε να του δώσει άλλη μία με το βούρδουλα.
«Αλλά...»
«Τι αλλά;»
«Τίποτα, συνέχισε, σκέφτομαι κάτι».
...αλλά δεν κινόταν. Τίποτα δεν κινείτο μέσα στον πίνακα. Ήταν μια φλατ επιφάνεια, ούτε τα μάτια μου δεν κινούνταν. Τα έβλεπα όλα από πίσω, από το αντίθετο προφίλ που τα φαντάστηκε ο ζωγράφος. Είδα τα λάθη. Από κοντά, από την πίσω πλευρά τους είδα όλους χαλασμένους, πεντάσχημους. Και πρόχειρες πινελιές, μπλεγμένα χρώματα και μολυβιές.
«Ααχ, με πονάς, πρόσεχε λίγο.»
«Σκάσε. Δεν σε πληρώνω για να παραπονιέσαι αλλά για να βογγάς.»
«Ααχ!»
Ορίστε, σου βόγγηξα. Τώρα μην μου μιλάς. Απλά συνέχισε να γαμάς σαν σκέφτομαι. Θέλω να θυμηθώ το όνειρο. Σίγουρα κάτι ήθελε να μου πει. Ήταν από εκείνα τα όνειρα ...
Ήθελα να αρπάξω το παιδί πριν φάει το τελειωτικό κτύπημα. Προσπαθούσα να βγω από τον πίνακα, μαζί του, μα τα πόδια μου ήτανε τα πόδια του ελέφαντα και το σώμα μου το καχεκτικό κατάντημα μιας βασανισμένης. Ήταν κι η ενέργειά μου ανύπαρκτη. Πώς δούλευε το μυαλό μου εκείνες τις στιγμές, δεν κατάλαβα και πολύ. Και τώρα που σου τα περιγράφω αυτά, ζαλισμένη είμαι, αλλά έχω τον έλεγχο της ζάλης μου.
«Λίγο πιο βαθιά τώρα, και πιο αργά, έτσι, ναι, ναι ...»
Όλα μέσα στον πίνακα ετούτο ήταν πιο σταματημένα κι από το ίδιο εκείνο το όνειρο που θέλεις να κάνεις κάτι για να αλλάξεις τον ρου, αλλά δεν μπορείς, γιατί νοιώθεις ότι παίζεις σε μια ταινία που ήδη έχει γυριστεί, και κάποιος άλλος θα πατήσει το στοπ, όταν το θελήσει. Όσον τρόμο κι αν νοιώσεις.
Κάποιος.
Κάποιος να πατήσει το στοπ. Γιατί και τώρα που είμαι ξύπνια και θυμάμαι το όνειρο, έντεκα το πρωί, με τον πρωινό πελάτη κι ακόμη καφέ δεν έκανα, είναι σαν να ήμουνα ξύπνια εδώ και σαράντα-ένα χρόνια. Γιατί δεν έμαθα ποτέ τι είναι αληθινός ύπνος.
Πάντα νικάει το πρόγραμμα. Να στέκομαι πίσω από το γυαλί και να κοιτάω τους περαστικούς με λάγνο βλέμμα και μάγουλα και βυζιά κοκκινισμένα από την αντανάκλαση του φωτός και των κουρτίνων. Κι όπως λικνίζομαι και χορεύω οι νταβαντζήδες μου να πηγαινοέρχονται και να ελέγχουν. Μια το βλέμμα μας αν είναι λάγνο αρκετά και μια τον κάθε ένα που κρατάει κάμερα μπας και μας βγάλει βίτεο. Γιατί αυτό απαγορεύεται.
‘Να’ στα μούτρα μας. Γίναμε και προϊόν με δικαιώματα, ‘κόπιραιτ’ το λέει ο δικός μου. Αυτό μας έλειπε. Το μουνί μου ξεσκισμένο, τα χείλια μου μυκητιασμένα από τις πίπες, και να πρέπει να σκέφτομαι μπας και δείξει την ωραία μου τη φατσούλα κάνα περιοδικό και εκτεθώ! Γαμηθείτε βρε νταβαντζήδες! Που θα μας βάζετε και εισφορά στις κοινωνικές ασφαλίσεις πλέον!
Γαμηθείτε!
«Ααχ, είσαι πολύ καλός, έλα γαμιά μου, μην σταματάς.»
Στα λέω, φιλαράκι μου τώρα, έτσι όπως πασκίζεις, μέσα-έξω, μέσα-έξω, αλλά τα είπα και του παπά. Ναι, καμιά δεκαριά χρόνια, θυμάμαι, πριν, όταν είχα μια αναλαμπή με την εικόνα της Παναγίας που είδα κρεμασμένη σε εκείνο το τεράστιο πέος στο τέρμα του κόκκινου σοκακιού. Έφευγα από τη δουλειά, μεσάνυκτα και την είδα. Ποιος την έβαλε εκεί; Τι ήθελε να πει; Έπρεπε να μάθω. Δεν άντεχα, δεν ήξερα ακριβώς αν η Παναγία με γέμισε ενοχές ή με φώτισε. Είχα πάει με τρεις καλογαμιάδες εκείνη τη νύχτα και τρίκλιζα με τα ψηλοτάκουνα όπως έπιασα το δρόμο αριστερά για να πάρω το ποδήλατό μου από το πάρκινγκ δίπλα από τον ποταμό.
«Δεν πάει άλλο!» είχα πει, θυμάμαι, και το άλλο πρωί πήγα απευθείας στο εξομολογητάρι της ενορίας. Ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, η πρώτη που είχα βρει μπροστά μου, αλλά τι με ένοιαζε εμένα; Σάμπως και ήξερα τι κάνουνε μέσα στις εκκλησίες; Και γιατί, βρε, να νοιάζομαι για τους Ορθόδοξους, τους Πρωτεστάντες και τους Καθολικούς και τους Αγγλικανούς και ξέρω και ‘γω τι άλλο σκαρφιστήκανε για να ξεχωρίζουνε; Όλοι στον ίδιο Θεό δεν υπάγονται; Στον ίδιο δεν υπακούουν;
Ήταν ημίφως μέσα, και τα κεριά τρεμόπαιζαν, λιγοστά και μισοκαμένα. Είχε ουρά, δεν ήθελα να καθήσω στη γραμμή με τα μαλλιά βαμμένα κόκκινα και το μέικ-απ της προηγούμενης νύκτας μισοσβησμένο. Αλλά κάθησα.
Τι σύμπτωση που τα θυμάμαι αυτά σήμερα! Είχα δει το ίδιο όνειρο θυμάμαι, τις λίγες ώρες που κοιμήθηκα, μόνο που ο πίνακας έμοιαζε να ήτανε του Ιερώνυμου Μπος, μάλλον. Γιατί ήταν λιγότερο βίαιος, αλλά οι μορφές ήταν πολύ πιο μακάβριες, παράξενες, αλλοπρόσαλλες! Πάντως, κατά περίεργο τρόπο, από την πλευρά που τις έβλεπα ήταν φυσιολογικές. Μόνο απέξω ο πίνακας φαινότανε να μιλάει για έναν κόσμο παράξενο, διαφορετικό. Από μέσα ο κόσμος αυτός ήτανε πιο ήρεμος, τα πρόσωπα πιο φυσιολογικά. Ίσως και πιο όμορφα. Το παιδί ήταν και σ’ εκείνον τον πίνακα. Ποιο να είναι αυτό το παιδί; Έπρεπε να καταλάβω. Με την ίδια ανησυχία όπως σήμερα, κι εκείνη την ημέρα ετοίμαζα τα λόγια που θα έλεγα του εξομολογητή μου, πώς θα συνδύαζα να του πω για την Παναγία κρεμασμένη στο φαλλό και το μωρό στο όνειρο. Δύσκολο, αλλά θα με άκουγε.
Ήθελα να γυρίσω να τα πω πρώτα στη διπλανή μου καθισμένη, μια γριά καλοκτενισμένη. Τουλάχιστον για το όνειρο, μην της πω για το πέος και τρομάξει, το όνειρο ίσως να μου το εξηγούσε, αν ήξερε, γιατί αυτές οι θρησκόληπτες γριές είναι σοφές, όσο απεχθείς κι αν είναι, πώς να το κάνουμε. Αλλά δεν της είπα τίποτα. Γιατί κι αυτή είχε μια κλίση στο κεφάλι δεξιά και πάνω, αντίθετα από τη θέση μου, σαν δήλωση ότι με αγνοεί. Ίσως ήταν η εμφάνισή μου, ίσως το χρώμα στο μαλλί. Κι έτσι άφησα το διάλογο αυτό για μια άλλη, επόμενη ζωή. Τον έψησα σαν εσωτερικό, σιωπηλό μονόλογο μέσα στο μυαλό μου, να μην απασχολώ κόσμο με τα χαζά μου όνειρα. Τα σάλια της γριάς τρέχανε στο τριχωτό της πηγούνι. Ίσως αυτή η γριά να ήτανε πιο αμαρτωλή κι από μένα. Πάντως ήξερα ήδη από εκείνη τη στιγμή ότι ο ιερέας θα ήταν νόστιμος. Ήξερα καλά τη δουλειά μου από τότε και μπορούσα να διαβάζω τα ντερντίπια του ερωτισμού που έπαιζε αθώα παιχνίδια με το φως ενώ έγλυφε κρυφά το σκοτάδι.
Μόλις με κάθησε απέναντί του με την υπέροχη ηρεμία της αγιότητας που έπρεπε, βεβαίως, να τον περιγράφει, έγινα άλλη γυναίκα. Ηρέμησα. Χαλάρωσα. Δεν ήξερα καν πώς εξομολογούνται και του το είπα. Με κοίταξε αμήχανα. Το ήξερα καλά εκείνο το βλέμμα και του το έδειξα.
Μου έβαλε βιαστικά ένα ρούχο στο κεφάλι και μου είπε πως το λέγαν ‘πετραχήλι΄.
Του είπα τα καθέκαστα. Έδωσα τα ρέστα μου στις περιγραφές. Δεν με ρώτησε πολλά. Μου είπε ότι είχα δει την Παναγία γιατί ήτανε καιρός να ορθοστατήσω, να αφήσω τον ανήθικο δρόμο που τραβούσα και να βρω μια δουλειά ότι να’ναι, για λίγο καιρό. Του εξήγησα ότι απλά ήταν μια εικόνα σε ένα άγαλμα που κάποιος την έβαλε εκεί σαν αντίδραση και όχι όραμα. Αυτό δεν του άλλαξε τη γνώμη, θα ήτανε φαίνεται το ίδιο για εκείνους. Με ρώτησε έπειτα αν ήθελα να αφοσιωθώ στην Παναγία - να πήγαινα μοναχή, αν ήθελα, ή, έστω, να δούλευα στην εκκλησία κοντά του.
«Λιγάκι πιο γρήγορα τώρα! Ααχ! Έλα να αλλάξουμε στάση.»
«Θες στα τέσσερα;»
«Ναι μωρό μου.»
Αυτό.
Αυτό ήταν που με έκανε να αρχίσω εκείνο το μονόλογο στο εξομολογητάρι με το βαρύ πετραχήλι στο κεφάλι μου να με πιέζει, άχθος αρούρης. Κι όπως έσπαζε σιγά-σιγά το σβέρκο μου από το άγχος της προσπάθειάς μου να βρω τα λόγια να μιλήσω, ο ιερέας ξαφνικά εξαφανίστηκε. Εξαφανίστηκαν τα μυώδη του πόδια και το φούσκωμα του καβάλου του μέσα από τα ράσα.
Και έτσι, μόνη, ένοιωσα τη δύναμη να τα πω απευθείας στο Θεό. Να Του πω το παράπονο μου. Που με έκανε ιδιαίτερα φιλήδονη από μικρή. Γιατί το ήξερα πάντα το μυστικό. Ήμουνα δεν ήμουνα έντεκα-δώδεκα χρονών όταν ο πατέρας μου καθότανε με το θείο μου το Ρούμπεν και έπαιζαν σκάκι. Θυμήθηκα που άρπαζα τον επίσκοπο στο πλάι της σκακιέρας μόλις ο πατέρας μου τον έτρωγε του θείου με τον ιππότη του, πάντα στην έβδομη κίνηση.
Τον άρπαζα δήθεν να παίξω και τους γύριζα την πλάτη και τον έχωνα κάτω από το φορεματάκι μου και έβαζα λίγο μέσα το κεφαλάκι του, λίγο έξω από την άτριχη φωλίτσα μου, αλλά πάνω από το βρακί μου, μην με πιάσουν ξαφνικά. Και ένοιωθα μια ηδονή, αχ, τι να σου λέω. Και την περίγραψα του Θεού, του είπα πόσο ποθούσα τον έρωτα από τόσο μικρή, και του το παρουσίασα σαν παράπονο γιατί ποτέ δεν σταματούσε αυτό το τρέμουλο στο σωματάκι μου, σαν κατάρα που είχε βάλει η Παναγία πάνω στο σώμα μου. Ναι, ήταν το παράπονο μου, γιατί και μέσα στο μπάνιο ονειρευόμουνα τον πατέρα και το θείο μου μαζί εκεί, να με τρίβουν.
Μα Του είπα κιόλας, λες και δεν το ήξερε ήδη, ότι ο πατέρας μου δεν με άγγιξε ποτέ, ούτε με έδειρε. Μόνο τη μάνα μου έδερνε πού και πού, άμα έχανε από το θείο Ρούμπεν και πήγαινε να πιει για να ξεχάσει. Βασίλισσα δεν την έκανε να νοιώσει ποτέ τη μάνα μου, το είπα κι αυτό στον Ύψιστο εκείνη τη μέρα, γιατί ήτανε άδικο γι’ αυτήν.
Γι’ αυτή τη λαγνεία μου έφυγα στα δεκαέξι μου κρυφά από το σπίτι, για να την κρύψω πριν να γινόταν αργά, μα δεν ήθελα συγχώρεση γι’ αυτό, ούτε απ’ Αυτόν, ούτε από την Παναγία.
Του είπα για τους συμμαθητές μου ως το γυμνάσιο που μου έδειναν λεφτά για να με χαϊδέψουν μέσα από το βρακί μου.
Του είπα και για τους δρόμους που είχα δουλέψει ωσότου να βρω τη δουλειά στα Κόκκινα Φανάρια, πόσο δύσκολοι ήταν αυτοί οι δρόμοι.
Τέτοιος ήταν ο μονόλογός μου με τον Θεό.
Και ξαφνικά εμφανίστηκαν ξανά μπροστά μου τα πόδια του παπά – ή ξυρισμένα ήταν ή σπανός ήταν -- και ο καβάλος του, και μου φάνηκε ακόμη πιο διογκωμένος. Άπλωσα το χέρι και τον άγγιξα, μα σηκώθηκε έξαλλος. Ασυγκράτητος. Με πέταξε έξω με τις κλωτσιές και δεν προλάβαινα να σηκωθώ, να αρπάξω από κανένα σκάμνο και με ξανακλώτσαγε στο διάδρομο ωσότου να με ξεπορτίσει. Και έβαζε και το σταυρό του ο μαλάκας. Μπροστά στα μάτια των Χριστιανών που περίμεναν για την εξομολόγηση.
Σαν έπεφτα και σηκωνόμουνα είδα και χαμόγελα στα ζαρωμένα πρόσωπα των κυριών που με κοίταζαν με ένα παράξενο ύφος, μεταξύ μίσους και οίκτου. Κάπως έτσι φαντάζομαι να μουτρώνει κι η μάνα μου κάθε φορά που θα με θυμάται – αν με θυμάται.
Κι έτσι εκείνη την ημέρα διακόπηκε άδοξα η εξομολόγησή μου – ή ο μονόλογος μου;
Πήρα το ποδήλατο μου, μωλωπισμένη όπως ήμουν και πονεμένη παντού, και κατευθύνθηκα εντελώς ενστικτωδώς προς τη δουλειά.
«Με έριξε κάτω σου λέω!»
«Τι;;;»
«Τίποτα, μην σταματάς να μου τον βάζεις, μου αρέσει, μην σταματάς.»
Αλλά σου λέω, μόλις είδα το θέαμα έπεσα από το ποδήλατο, έχασα το πετάλι και βρέθηκα κακήν-κακώς στο πεζοδρόμιο.
Μα δεν θα με μάζευε κανείς. Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι προς όλες τις κατευθύνσεις.
Σύρθηκα ως το άγαλμα του φαλλού, μα ήταν λυγισμένο, ζαρωμένο. Το κεφάλι του άγγιζε το πεζοδρόμιο, και δεν είχε πια εκείνη την περήφανη κλίση που με κάβλωνε όταν το έβλεπα, μα το μάζεμα του άντρα που έτρεξε το πρωινό του τζόγκιγκ και βγάζει εκείνη τη στιγμή το σώβρακό του για να κατουρήσει. Τον λυπήθηκα πολύ τον φαλλό έτσι όπως τον είδα. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή τί συμβόλιζε και τί αντιπροσώπευε για όλους μας. Αδύνατο να λύγισε με τόσο παχύ το μέταλλο, τι κακό μεγάλο να τον υπόταξε έτσι εύκολα. Τα μάτια μου θολώσανε και το τρεμάμενο μου χέρι πήγε να τον χαϊδέψει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον ξανακαβλώσω. Μα το ένστικτό μου μου έλεγε ότι κάτι χειρότερο γινότανε. Ένας βόμβος κι ένας αχός από μακριά ήταν σαν απειλή και δεν ήξερα αν ήτανε μέσα στο μυαλό μου από το ξύλο που είχα φάει ή αν ήταν κάτι αληθινό που συνέβαινε πίσω από τα κτίρια. Και δεν είχε αγώνα ο Άγιαξ εκείνη την ημέρα, κι ούτε άγρια άλογα κυκλοφορούσανε.
Η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη εκεί, μαζί με άλλες εικόνες, και από άλλους Αγίους, και με εικόνες του Ιησού στο Σταυρό, και του Ιησού με φωτοστέφανο, του Ιησού επάνω σε γαϊδουράκι και ξέρω ‘γω άλλο τι. Ήταν ο πίνακας του Ελ Γκρέκο μπροστά μου κι εγώ ήμουνα έξω. Και μπορούσα να τρέξω, να φύγω. Αλλά έμεινα. Αναβάτης δίχα άλογο, ιππότης δίχα πανοπλία, έμεινα.
Μια φιλενάδα, συνάδελφος, καθότανε πίσω από το φαλλό, κοίταζε το ποτάμι. Ήταν αιματωμένη. Τη ρώτησα τι είχε συμβεί. Με κοίταξε και μου έγνεψε προς τον λυγισμένο φαλλό. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και μου έγνεψε με την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω να πηγαινοέρχεται. Το σήμα του τέλους, της διακοπής. Άνοιξε το στόμα της με πόνο κι ήταν η γλώσσα της κομμένη και το αίμα ανάβλυζε από τα πλάγια των χειλιών της κι ανάμεσα από τα αραιά της δόντια.
Δεν άργησα να καταλάβω τι είχε γίνει. Γύρισα προς τα πίσω μου και ξαφνικά ξετυλίχτηκε μπροστά μου η Κόλαση, αν την έγραφε ο Γκαίτε κι όχι ο Δάντης. Όλες οι βιτρίνες στα Κόκκινα Φανάρια θρυμματισμένες, οι κουρτίνες στο δρόμο σκισμένες και πατημένες, άλλες καμένες. Είχαν μπουκάρει οι Χριστιανοί σε όλα τα πορνεία της πόλης με πανό και συνθήματα, δαυλούς και ρόπαλα. Από όλες τις εκκλησίες.
Φόβος, τρόμος, η ανασφάλεια της αποκάλυψης. Θα με καταλάβαιναν. Τα κόκκινα μαλιά, τα τακούνια, το λαμπερό φόρεμα. Μέσα στην πόλη που με τίμησε σαν καμία άλλη πουθενά, που με έκανε να νοιώθω σημαντική επειδή γαμιόμουνα, ένοιωθα πια σαν μια κυνηγημένη. Είδα τα μάτια τους φλογισμένα από το μίσος, είδα τα δάκτυλα τους τεράστια να αρπάζουν τους στύλλους και να κτυπάνε τις πουτάνες στην πλάτη για να πέσουν και μετά τους τράβαγαν τα μαλλιά για τα τους τα ξεριζώσουν. Κι είδα τα δόντια τους τεράστια να δαγκώνουν τις σάρκες τους σαν ύαινες για να τις διαμελήσουν και να χωρίσουν τα κιλά ακριβοδίκαια στις μάζες. Σειρές τα φρέσκα πτώματα, σειρές τα όρνια επάνω, σκοτείνιαζ ‘ο ουρανός, σκοτείνιασε η ψυχή μου.
Ακούς βρε; Μα πού να ακούσεις; Το στόμα μου δεν θα σου κάνει τη χάρη. Κάνε τη δουλειά σου. Σε περιμένω να μου χύσεις έτσι ωραία όπως την περασμένη εβδομάδα. Το χύμα σου το παχύρευστο. Το καρπερό.
Με ακύρωσαν σαν ύπαρξη πριν καν το αποφασίσω η ίδια. Γιατί δεν είχα ακόμη καταλήξει αν η Παναγία με είχε πείσει έτσι απλά να αλλάξω ζωή. Μα φοβήθηκα. Αληθινά φοβήθηκα.
Φοβήθηκα! Έσκυψα κάτω, δίπλωσα το σώμα μου, αγκάλιασα τα γόνατά μου και περίμενα το βαρύ κτύπημα στην πλάτη. Μα κανείς δεν με βάραγε και περίμενα πέντε ολόκληρα λεπτά και περνάγανε οι μάζες των χριστιανών από δίπλα μου και ένοιωθα τα παντελόνια και τις φούστες να μου αγγίζουνε τα μπράτσα και ριγούσα και έσφιγγα τα δόντια για να αντέξω το πρώτο κτύπημα, μα δεν με αγγίζανε.
«Έλα, θέλω να αλλάξουμε στάση.»
«Πάλι; Πριν ένα λεπτό αλλάξαμε.»
«Θέλω στην πλάτη μου, να μου ανοίξεις τα πόδια.»
«Έγινε.»
Κι όμως, δεν χάρηκα το γράψιμο ετούτο καθόλου. Γιατί δεν υπερασπίστηκα εκείνη τη στιγμή την τιμή μου. Την επιλογή μου. Δεν σηκωνόμουνα να ανοίξω τα κουμπιά του φορέματός μου και να προτάξω τα στήθια μου. Χέστηκα πάνω μου! Ήταν και ο μαραμένος φαλλός που παραδόθηκε αμαχητί, ξέχασα και τον βίαιο ιερέα, και έτσι αποφάσισα να γίνω για μια μέρα ιέρεια. Έτσι, για να δοκιμάσω.
Έδωσα ένα φιλί στο φαλλό, εκεί που το χύμα γίνεται σαν τυρί άμα δεν το πλύνει ο πελάτης από το γαμήσι της προηγουμένης, άφησα εκεί κάτω, δίπλα από τις εικόνες, την ταυτότητα της ιερόδουλης και τα τακούνια μου, και έγινα μάστορας του Λόγου. Έδεσα κι ένα μαύρο μαντήλι που βρήκα μπροστά μου στο κεφάλι και άρχισα να τρέχω μαζί τους ξυπόλητη. Γύρισα κι εγώ και έσπασα πόρτες, και τράβηξα τα μαλλιά των πουτάνων που έτρεχαν να ξεφύγουν. Έδειρα γυναίκες, κλώτσησα νταβατζήδες, όλα τα έκανα. Δάγκωσα το αυτί μιας που αντιδρούσε και το δάκτυλο ενός νταβαντζή. Τον ήξερα αυτόν και το χάρηκα. Μέχρι και στο ποτάμι από τη γέφυρα έσπρωξα μια κοκκινομάλλα, μα ήξερε κολύμπι και ξέφυγε, μακριά. Ας είναι.
Βρε, με ακούς; Κι αν δεν στα λέω με το στόμα, έτσι όπως μπαίνεις και βγαίνεις μέσα μου, και ρουθουνίζεις, με νοιώθεις καθόλου; Το μυαλό μου θα σπάσει που τα θυμάμαι όλα αυτά! Τίποτα εσύ;
Κοίτα με στα μάτια. Έτσι όπως με γαμάς τώρα, έτσι όπως μου κρατάς τα βυζιά και σου σφίγγω το σαγόνι για να με κοιτάς, ακούς το μονόλογό μου αυτό που σήμερα προσπαθώ να ολοκληρώσω; Αυτόν που δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω με το Θεό εκείνη την ημέρα, γιατί ο γαμημένος ο αντιπρόσωπός Του δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά του. Δεν ήξερε να ακούει τους ανθρώπους. Δεν ήξερε να συμβουλεύει. Μόνο άκουγε, και έφτιαχνε τη μέρα του μόνος του. Με τους μονολόγους των αμαρτωλών στο σακί του, ποιος ξέρει πού να τα διηγότανε όλα αυτά που άκουγε κάθε μέρα. Ίσως και να τα έγραφε, να τα έκανε βιβλία. Πάντως το δικό μου μονόλογο δεν τον άκουσε ολόκληρο. Κι έμεινα κι εγώ μισή, μισή εκεί μέσα σ’ εκείνη την εκκλησία, μισή εδώ. Μισή, και πρέπει να βρω ένα τρόπο να τελειώσω το μονόλογό μου, έστω και μ’ εσένα. Γιατί να ξέρεις, σαν με γάμαγες, μπόρεσα να πατήσω μόνη μου το ‘στοπ’, κι έσβησε το μυαλό σου σαν σου έβγαζα το προφυλακτικό και τώρα θα χύσεις μέσα μου και δεν θα καταλάβεις τίποτα.
Γιατί θέλω βρε!
Θέλω να μείνω έγκυος! Θέλω το μωρό που είδα ψες κι εκείνη την ημέρα στον πίνακα. Δεν με νοιάζει ποιος είσαι, δεν με νοιάζει τι θα γίνει. Θέλω εκείνο το μωρό -και θα μου το δώσεις. Για να γίνω ολόκληρη. Γιατί δεν ήρθε ακόμα η κλιμακτήριος μου, και βλέπω αίμα κάθε μήνα, κι ας είμαι τόσο χρονών. Προνόησε ο Θεούλης μου να αντέξω ως την ημέρα που θα το αποφασίσω μόνη μου να σταματήσω. Φαίνεται με είχε ακούσει ο Μπαγάσας τελικά εκείνη την ημέρα στην εξομολόγηση!
Κι αν δεν με έπεισε ο ιερέας κι όλη η κοινότητα της πόλης εκείνη την ημέρα, κι αν έμεινε η εξομολόγησή μου μισή, τώρα βρήκα μόνη μου το λόγο να σταματήσω.
Κι άμα με το καλό γεννήσω, θα επιστρέψω με το μωρό μου στον πίνακα του Μπος γιατί εκεί δεν μαστιγώνανε, κι ας ήτανε πιο άσχημοι.
Να ψάξω, όμως, στο γκούγκολ, πόσους μήνες μπορεί να γαμιέται μετά τη σύλληψη μια γκαστρωμένη, μην πάω εκεί μέσα και άφραγκη και με μωρό παιδί.
Αυτό.
 
©Χρίστος Ρ. Τσιαήλης   
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 17, 2016 23:04
No comments have been added yet.