Νέες Οδηγίες #166 Υπέροχοι Άνθρωποι

Δέκα καρέκλες φτιάχνουν μα δεν
φτάνουνε



κάθε φορά που μας μαζεύουν.



Ένας μικρομεγάλος κύκλος.



Μα δέκα άνθρωποι φτάνουμε να
φτιάξουμε μία τεράστια χώρα.



Το ξέρω αυτό γιατί σε αναγνώρισα,
άνθρωπε,



σε ένα τεράστιο σύμπαν που έψαχνα
να βρω βιολογική μάζα.



Γιατί ήσουν ατελής,



δεν ήσουν στρόγγυλος σαν
ραφιναρισμένος ήλιος



ή εύγλωττος πλανήτης σταθερός.



Σε αναγνώρισα, γιατί είχες σχήμα
ακαθόριστο,



σαν βιαστικός κομήτης,



με λάθη,



με αναθυμιάσεις,



με αδυναμίες.



Σε αναγνώρισα,



γιατί είτε σε τρώγλη ή σε παλάτι
γεννημένος



φτιαγμένος είσαι ο ίδιος,



μισός χαρά, μισός καταθλιμένος.



Κρέας και λίπος,



δέρμα και ψυχή,



ύδωρ και κόκκαλο,



τρίχα και κόκκινο αίμα.



 



Καθήσαμε οι δέκα που μαζεύτηκαν,



δειλά εισερχόμενοι



στην πόρτα αφού είδαν την ταμπέλα.



«Υπέροχοι Άνθρωποι»



 



Εσύ, ο πρώτος, που κάθεσαι στα
αριστερά,



ξέρω τι πρόβλημα έχεις.



Βλέπω το στρώμα το πηκτό από την
κόλλα



σε όλο σου το κορμί,



στα πόδια, στα αχαμνά, στο
στήθος, στα μάγουλα και στο κεφάλι,



ξέρω πως κάθε τρίχα σου όταν
πέφτει,



φροντίζεις να τη μαζεύεις και να
την κολλάς,



η αλωπεκίασή σου να κρυφτεί,



ούτε φαλάκρα μην φανεί,



μη δει η γυναίκα σου



στο ίδιο σου το μόριο το μικρό



πόσο σιγά σιγά ομοιάζεις,



ίδιος με τον πεθερό της που τόσο
μισεί



μη δει σύντομα πως θα γίνεις.



Γιατί το ξέρεις ότι μίλησε με τη
μάνα σου μια μέρα πριν πεθάνει



και κάτι της ψιθύρισε αυτή στ’
αυτί



κάτι για σένα που δεν θα σου πει
ποτέ η σκύλλα, η αχάριστη,



ξύλο που της ταιριάζει άγριο,



γιατί την αγαπάς,



γιατί δεν θέλεις να τη χάσεις.



Ξέρω όμως και κάτι άλλο,



πως όσο ασχημονείς, χειροδικείς
και βρίζεις,



κάτω από την κόλλα την πηχτή,



βλαστάνε άλλες τρίχες, πιο
σκληρές.



Καλπάζεις προς τα πίσω,



πολύ μακριά θα έλεγα.



Το βλέμμα σου μου λέει πως
μπορείς,



την φετινή παρτίδα των τριχών,



στο πάτωμα ν’ αφήσεις.



 



Δίπλα του κάθεται ένα κορίτσι νεαρό,



μα δεν γυρνάει να με κοιτάξει.



Κάτω σκυμμένο το κεφάλι,



μία τεράστια μαύρη φράντζα από το
μέτωπο στα χείλη,



μα πώς έτσι να σε αγαπήσω,



άμα δεν σε δω,



άμα δεν ξέρω ότι τα μάγουλά σου καθημερινά
ξυρίζεις,



με αυτή την άγρια τριχοφυία.



Ξέρω ότι το άδικο του σύμπαντος
ολόκληρου σε πνίγει,



ότι κοιτάς γυμνούς πλανήτες στα
περιοδικά και στις ιστοσελίδες,



και θα ήθελες να ήσουνα σαν
εκείνους άγονη και τρυφερή,



παρά που βλέπεις ύστερα τη γη με
τα τεράστια δάση,



τις τρίχες ετούτες τις πράσινες
κι επίμονες,



και το γρασιδι σαν το χνούδι που
σου καλύπτει το κορμί



και σε αδικεί, σε κρύβει.



Μα δεν βλέπεις πως είσαι εσύ η
ίδια η γη,



παρθένα ανάγγικτη,



ενώ η αδελφή σου είναι η
Αφροδίτη,



άτριχη κι αγγιγμένη από παντού,



σε άλλο κρεβάτι κάθε φορά.



Και δεν οράς του λόγου σου



Πως και εγώ ο ίδιος θα σε
ερωτευόμουνα μέ ή χωρίς το μούσι,



που το ίδιο θε να σε φιλώ,



ξυρισμένη ή όχι,



εγώ ή αυτός που εσύ, με τη θέλησή
σου



θα αφήσεις μια μέρα να σε
αγαπήσει.



 



Στα δεξιά μου.



Νοιώθω κάτι δυνατό,



σαν την βαρύτητα που θα μου
ασκούσε



ο τεράστιος Δίας αν τον εσίμωνα
ποτές.



Θα γυρίσω διακριτικά,



νοιώθω την έλξη μίας παρακλητικής
ματιάς,



ενός υπέρβαρου άντρα,



υπέρογκου,



καταπληκτικού.



Σε απολαμβάνω,



κάθε στο δέρμα σου πτυχή μια
ατέλειωτη ιστορία,



φτιαγμένη από κλάμα, αγάπη,
απόγνωση, χαρά, ελευθερία.



Στα άκρα σου το κάθε φούσκωμα



μια ατελείωτη ορδή από χαϊδέματα,
γδαρσίματα, ουλές, δαγκώματα και γλείψιμο από σκύλους.



Μην μου μιλάς, άντρα απίθανε,



δεν χρειάζεται,



κράτα την αργή αυτή αναπνοή για
τη ζωή σου,



γιατί καλύτερη σιγά σιγά θα
γίνεται,



στο όριο άμα φτάσεις, στου
σύμπαντος την άκρη,



πίσω θα αρχίσεις να έρχεσαι,



για να διηγηθείς,



γηραιότερος, σοφότερος.



Τότε όλα θα αρχίζουν να
μειώνονται



σε απόσταση, σε ταχύτητα, σε
όγκο.



Ξέρω τον πόνο σου που θες να
σηκωθείς,



να δείξεις σε όλους ότι ξέρεις να
χορεύεις αέρινα, Νουρεγιεφικά,



πως θά ‘θελες, αν σε άφηνε η
βαρύτητα της άδικης γης,



που καθηλώνει τα παιδιά της



σαν να φοβάται μια μέρα μην την
εγκαταλείψουν



πως θα ‘θελες, λέω, ψηλά να
αιωρείσαι,



το ξέρουμε όλοι εδώ,



και αν μας το ζητήσεις,



οι εννιά θα σε αναλήψουμε γλυκά.



 



Δίπλα σου, ω του απροσμένου
θαύματος,



μια γλυκιά ύπαρξη, αιθέρια.



Θα έλεγα, μικρό μου κοριτσάκι,



ίσως δεν χρειάζεται τελικά,



τόσο ισχνή να είσαι,



την όρεξη σου ψάξε,



θα τη βρεις στις λεπτομέρειες,



σε ένα φιλί απ’ τον πατέρα σου
γλυκό,



θα την βρεις σε ένα μικρό
μηνυματάκι,



πίσω από τον ψεύτη ετούτο τον
καθρέφτη



που συνέχεια σε δείχνει πιο
γεματούλα από όσο είσαι.



 



Ακόμη πιο δεξιά, δίπλα μου
ακριβώς,



κάθεται ένας γεράκος,



θέλει να μου πει ότι έλεγε ψέματα
πολλά,



στη ζωή του έχασε φίλους και
οικογένεια,



θέλει να μου πει,



μα το στόμα του σφραγισμένο
φαίνεται



σαν από κατάρα που έριξε ο ίδιος
στον εαυτό του,



ωσάν τα χείλη του φοβούνται αν
ανοίξουν



μην τα σάπια δόντια αρχίσουν να
τα μασάνε με μίσος,



για να τα φάνε λαίμαργα,



να χορτάσουν την πείνα



που προέκυψε από των τελευταίων
χρόνων την απόλυτη σιωπή.



Μα αν το στόμα του τελικά
τολμήσει να ανοίξει



ξέρει ο ίδιος πως ψέματα πάλι θα
μου πει,



ξέρει πώς η αλήθεια του χρόνια
τώρα έχει χαθεί,



γιατί δεν ξέρει πια ποιος είναι,



πού στην πραγματικότητα πια ζει,



και αν ό,τι ακούει σαν μήνυμα
περνάει στο μυαλό του ερμηνευμένο



διηθηζόμενο από ένα φίλτρο
διαφορικό,



πλεγμένο από ίνες  χρυσαφιού και σκουριασμένου τιτανίου,



μπλεγμένο με ιδέες χιλιάδων
φωνών,



τυρρανικά φυλακισμένων.



Γιατί ο γεράκος αλήθεια μόνο θα
έλεγε,



αν  ήξερε ποια είναι.



 



Ξαναγυρνάω στα αριστερά μου,



μια λάγνα γυναίκα πανέμορφη



ξεδιάντροπα με χαιδεύει,



με φιλά στο μάγουλο, στα χέρια,



ηδονίζεται μόνη της,



αγγίζει το μόριό της,



ζουλήζει τα στήθια της,



μου πιπιλάει τα δάκτυλα,



προκλητικά κουνιέται,



με κοιτάει στα μάτια θελκτικά,



σαν την κοιτάω με λύπηση.



«Βοήθησέ με», ψελλίζει



ανάμεσα στα βογγητά της,



λίγο πριν τον επόμενο οργασμό.



«Δεν είμαι ο Ιησούς» της λέω.



Συνέχισε, γυναίκα, αυτό που
νοιώθεις να το πράττεις,



δεν είναι αρρώστια,



η ανάγκη δεν είναι αρρώστια,



δεν είναι ασθένεια,



ο πόθος δεν είναι ασθένεια.



Στον καταπίεζε η μάνα κι ο
πατέρας σου και ο μεγάλος αδελφός,



στον καταπίεζε ο Μεγάλος Αδελφός,



στον καταπίεζε ο άντρας σου κι ο
γείτονας,



η ηδονή δεν είναι ντροπή.



Απλά ίσως θα έπρεπε να γίνεις
πόρνη.



Ξέρω πως δεν μπορείς να απατήσεις
την οικογένειά σου,



μα δεν τους ρώτησες ποτέ αν είναι
εντάξει.



Ξέρω πως δεν μπορείς να αφήσεις
τη δουλειά σου σαν δασκάλα,



μα δεν αναρωτήθηκες ποτέ αν θα
ήτανε καλύτερα



να δίδασκες σε νεαρούς και γέροντες
τον έρωτα,



παρά τα γράμματα που εσύ δεν
αγαπάεις.



 



Δίπλα της ένα ντροπαλό παιδί,



ένα τρυφερό αγόρι,



αμούστακο,



καλά ντυμένο.



Κοιτάει τον γέροντα,



κοιτάει τον υπέρβαρο,



κοιτάει κάτω,



κάτι θέλει να μου πει,



μα δεν πρόκειται να το
ξεστομίσει.



Θα τον ρωτάνε οι άνθρωποι σε όλη
τη ζωή του,



αν είναι διαφορετικός



και θα αρνιέται.



Θα τον γιουχαίζουν στο σχολείο



και θα ψάχνει κορίτσι να φιλήσει
για να τους κοροϊδέψει,



θα παντρευτεί,



θα κάνει παιδιά,



θα κάνει εγγόνια,



κι αυτός ο πόνος ο βαρύς μαζί του
θα γερνάει.



Σαν μαύρο καρκίνωμα θα κάνει
μεταστάσεις



στην καρδιά και το μυαλό του,



θα μολύνει τα άκρα του,



και θα πονάει όταν τους φίλους
του θα αγγίζει,



θα κλαίει κρυφά όταν τη σύντροφό
του θα φιλάει,



θα αγγίζει το σώμα του



και θα φαντασιώνεται όλους αυτούς
τους άγριους συμμαθητές,



και τους φαντάρους,



γιατί έστω και έναν αν φίλαγε όσο
ήτανε καιρός,



θα ήταν κάποιος άλλος,



και από τον καρκίνο τούτο δεν θα
υπέφερε.



Είσαι υπέροχος, νεαρέ,



είσαι σωστός,



αυτός που είσαι έπρεπε να είσαι,



να γίνεις, λοιπόν αυτός,



κι αν κάποιος σου πει πως είσαι
άρρωστος,



την γλώσσα σου τη ροζ να δείξεις
πολύ προκλητικά,



και θα σωπάσει.



Και μην ανησυχείς,



κανείς δεν θα σε κοροϊδέψει,



αν εσύ ο ίδιος δεχτείς αυτό που ήδη
για πάντα είσαι.



 



Απέναντι μου ένας τραυλός.



Σε αγαπώ, τραυλέ,



γιατί σκέφτεσαι πριν μιλήσεις,



γιατί παλεύεις κάθε λέξη που θα
πεις,



γιατί κάνεις τη γλώσσα να έχει
επιτέλους σημασία,



γιατί δείχνεις σε μας τους
φαφλατάδες



τι είναι ο κάθε ήχος και η κάθε
συλλαβή όταν δεν βγαίνει εύκολα,



τι είναι η σύνεση και το
λακωνίζειν.



Σε αγαπώ, γιατί μου βάζεις
τροχοπαίδι.



 



Δίπλα του κάθεται ένας μεσήλικας
με χέρια σταυρωτά στα γόνατα.



Ξέρω γιατί τα σταύρωσες, αγαπητέ,
τα χέρια,



ξέρω πως δεν έγραψες ποτέ σου
κάτι σε χαρτί.



Ξέρω το Δαίμονα σου, που σου τον
βαφτίσανε,



έτσι χοντρά, αβίαστα, ‘Βαρεία
Δυσλεξία’.



Ξέρω το μίσος σου για τα στεγνά
μολύβια



και τα στυλό τα ζουμερά,



τη βασανιστική σου αναμονή στο
δημοτικό



για την επόμενη τιμωρία.



Αλήθεια, ξέρω ότι αυτό που ποτέ
δεν έγραφες,



δεν έπρεπε να γραφτεί,



και ότι είσαι ευλογημένος.



Ξέρω ότι αυτό που λένε οι λόγιοι,



το δήθεν Σκρίπτα Μάνεντ



Είναι υστερόβουλο,



εκβιαστικό



Και ένα μεγάλο ψέμα.



Σε αγαπώ βαθιά,



γιατί δεν έγραφες,



μόνο ζωγράφισες στις παραλίες και
στις ερήμους του κόσμου



σε άμμους μαύρες και χρυσές,



λίγα στιχάκια που σε κυνηγούν.



Και άφηνες τον άνεμο αιώνια να τα
σβήσει,



γιατί φοβόσουνα μην τα διαβάσουν
οι βεδουίνοι και γελάνε με την ανορθογραφία σου,



γιατί έτρεμες μην βγουν οι
γκόμενες



βρεγμένες σαν Αφροδίτες από τις
θάλασσες και τους ωκεανούς



και με τις αλμυρές σταγόνες τους



σου σημαδέψουνε προκλητικά



εκεί όπου δεν τις έβαλες



τις άτιμες οξείες.



Σε αγαπώ, γιατί μου δείχνεις
στωικά



πως τα όρια της γραφής



δεν βρίσκονται στη σύνταξη



και στη γραμματική,



δεν απαντούνται στα τεράστια
βιβλία ή στα χάικου,



μου δείχνεις πως ο Λόγος και η
Σοφία



είναι έννοιες προφορικές,



απέραντες,



και η γραφή, απλά, τις
εγκλωβίζει.



 



 



Σηκώνομαι ξαφνικά,



κοιτάω ένα γύρο όλους σας και σας
χαμογελάω.



 



Είμαι έτοιμος κι εγώ να σας
μιλήσω.



 



Κάθομαι στα πόδια εσάς των δυο
απέναντι.



Ακουμπημένος με τους άτριχους μου
αγκώνες



κολλάει η γόμμα μου στα πόδια σας



κι αρχίζω να σας γλύφω με την
τριχωτή μου γλώσσα που δεν ξύρισα



και αγγίζομαι και ηδονίζομαι



σας λέω ψέματα και αλήθειες μαζί,



τα χείλη μου δαγκώνω άγρια



και ρουφάω την ιδέα του απείρου του
σύμπαντος



-που σήμερα φαίνεται να με
κυνηγάει-



και σε δευτερόλεπτα φουσκώνει το
δέρμα μου με λίπος φάλαινας



και την επόμενη στιγμή, ανάμεσα
στα μετικάσματά σας



αδειάζει το αίμα μου στο πάτωμα
και γίνομαι ο ίδιος μια ξανθιά τρίχα.



Αμέσως με ντροπή γι αυτή μου τη
διαφορετικότητα ξαναγίνομαι άνθρωπος



και αρχίζω να αυτοκτυπιέμαι βίαια,
να βρίζω τον εαυτό μου,



να σας παρακαλώ να με βαρέσετε
άγρια.



Όλοι σας με κοιτάτε με αγάπη.



 



Μα εγώ μαράζω που ξέρω πως τελικά



Με λόγο γραπτό θα καταφέρω



Το ποίημα ετούτο να ολοκλ/.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 20, 2012 01:40
No comments have been added yet.