Yanis Varoufakis's Blog, page 56
September 15, 2020
Το Όραμα του ΜέΡΑ25 για την Ελλάδα του 2025 – Ομιλία στη ΔΕΘ 2020
September 12, 2020
Συνέντευξη για Οικονομική Πανδημία, τα Ελληνο-Τουρκικά & τους εξοπλισμούς, στο ΑΠΕ & τον Σωτήρη Σιδέρη
ΕΡ: Διανύουμε τη δεύτερη φάση της πανδημίας με ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων. Έχετε ταχθεί υπέρ της ενίσχυσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Θεωρείτε ότι η κυβέρνηση δεν κάνει όσα επιβάλλουν οι συνθήκες;
ΓΒ: Δεν είναι θέμα άποψης. Είναι η αλήθεια. Μετά την καραντίνα επισκέφτηκα νοσοκομεία σε όλη την επικράτεια από τη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα ως την Ρόδο και την Κρήτη. Εκεί αντίκρισα γιατρούς και νοσηλευτές εξουθενωμένους, παρατημένους, θυμωμένους και φοβισμένους. Μας μίλησαν για σχεδόν μηδενικές προσλήψεις νέων μόνιμων νοσηλευτών και γιατρών που δεν αρκούν να αντικαταστήσουν καν τους αφυπηρετούντες λόγω ηλικίας – πόσο μάλιστα να καλύψουν τα κενά που δημιούργησε η δεκαετής μνημονιακή λαίλαπα. Πέραν κάποιων προσλήψεων με 12μηνες συμβάσεις, τίποτα. Βρήκαμε νέα μηχανήματα δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος χωρίς αντιδραστήρια.
Διαπιστώσαμε ότι το ΕΣΥ δεν έχει δυνατότητα να κάνει τα μαζικά τεστ που έχουμε ανάγκη σε αυτή τη φάση της πανδημίας. Κι όταν, κοιτάζοντας τον κ. Μητσοτάκη στα μάτια κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προ ημερήσιας διάταξης συζήτησης στη Βουλή για τις επιπτώσεις και την διαχείριση της πανδημίας, τον ρώτησα για όλα αυτά, προκαλώντας τον να με διαψεύσει, εκείνος επέλεξε να μην απαντήσει. Ηχηρότερη επιβεβαίωση δεν μπορούσε να υπάρξει.
Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Οι αστοχίες και τα λάθη συγχωρούνται. Όμως, δεν πρόκειται απλά για λάθη. Η κυβέρνηση συνειδητά επέλεξε να μην κάνει τα δύο απαραίτητα επειδή, αν τα έκανε, θα θύμωνε την παρασιτική ολιγαρχία που τόσο πιστά εξυπηρετεί: Ποια είναι αυτά τα δύο που έπρεπε να κάνει;
Πρώτον, να δημιουργήσει αποτελεσματικό δημόσιο δίκτυο για την διεξαγωγή μαζικών τεστ. Αυτό που, αν το έκανε, θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα πανάκριβα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Και, δεύτερον, να διορίσει επτά χιλιάδες μόνιμους γιατρούς και νοσηλευτές ώστε να πληρωθούν οι κενές θέσεις του ΕΣΥ – κάτι το απολύτως απαραίτητο για τη δημόσια υγεία που, όμως, είναι εφιάλτης για τους κλινικάρχες των οποίων τα συμφέροντα ο κ. Μητσοτάκης τα βάζει πιο ψηλά από το δημόσιο συμφέρον.
ΕΡ: Η οικονομία δέχεται επίσης πιέσεις. Είχατε προβλέψει μεγάλο ποσοστό ύφεσης και επιβεβαιωθήκατε, ενώ η κυβέρνηση στις αρχικές της προβλέψεις ήταν πολύ συγκρατημένη. Τώρα η επίσημη απάντηση της κυβέρνησης είναι ότι η ύφεση 15,2% του δεύτερου τριμήνου του 2020 ήταν χαμηλότερο από άλλων χωρών. Η δική σας απάντηση ποια είναι;
ΓΒ: Δεν με ικανοποιεί καθόλου το ότι οι δυσοίωνες προβλέψεις μας έπεσαν μέσα. Αυτά τα νούμερα κρύβουν ανθρώπινη δυστυχία, την οποία η κυβέρνηση αρνήθηκε να προβλέψει έγκαιρα και, τώρα, υποτιμά σκόπιμα.
Πάρτε το 15,2%, την ύφεση του 2ου τριμήνου, που αναφέρατε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δεν ήταν 15,2% αλλά 18,05%. Aπό 47,787 δις πέρσι στα 39,169 δις φέτος. Πως κατάφεραν αυτή τη δημιουργική στατιστική; Είναι απλό: Πέτυχαν την εξοικονόμηση της αλήθειας μέσω αφαίρεσης του πληθωρισμού από το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ. Κι επειδή ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός, κοντά στο μείον 3%, 18,05% η πραγματική ύφεση μείον το μείον 3%, να πως φτάσανε στο…15%.
Αυτά τα τερτίπια αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση ενδιαφέρεται περισσότερο να παίζει με τα νούμερα παρά να κοιτάξει τον ελληνικό λαό στα μάτια, να του πει την αλήθεια, και να του παρουσιάσει ένα σοβαρό σχέδιο ανάκαμψης.
Όσο για το επιχείρημα ότι «ε, η ύφεσή μας δεν ήταν κι η χειρότερη στην ευρωζώνη», πρόκειται για προκλητική στάση. Χώρες όπως η Ιταλία ή η Γαλλία μπορεί να έχασαν το ίδιο ή και μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος απ’ ότι η Ελλάδα. Ναι, αλλά αυτό έγινε επειδή εμείς ήδη είχαμε χάσει το 25% των εισοδημάτων μας την τελευταία δεκαετία. Το να χάσει 10% του βάρους του ένας εξουθενωμένος άνθρωπος που είναι ήδη πετσί και κόκκαλο είναι πολύ χειρότερο του να χάσει 15% ένας πιο ευτραφής. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβει αυτό ο κ. Μητσοτάκης.
Όπως, όμως, είπα και στο Κοινοβούλιο, δεν είναι ότι η κυβέρνηση δεν το καταλαβαίνει αυτό – ούτε ότι, κατά βάθος, διαφώνησαν ποτέ με τις δικές μου προβλέψεις. Όχι, προσποιούνται ότι είναι ανίκανοι να παρακολουθήσουν τις σωστές μας αναλύσεις επειδή, αν παραδέχονταν ότι είναι σωστές, θα αναγκάζονταν να προβούν στα κουρέματα των οφειλών μικρομεσαίων που, ναι μεν θα μείωναν τα λουκέτα, θα περιόριζαν την ύφεση και θα προστάτευαν την κοινωνία από την μέγιστη οικονομική μαράζωση, αλλά – φευ – θα θύμωναν την τρόικα, τα funds, τις στυγνότερες εργοδοσίες και τα λογής-λογής παράσιτα που απαιτούν να μην χαθεί η ευκαιρία αυτής της κρίσης και να κλείσουν τα οικογενειακά φαρμακεία, να εξαφανιστούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και να πάρουν στα χέρια τους όποιες περιουσίες αδύναμων δεν έχουν ακόμα κατασχεθεί.
ΕΡ: Αυτό που απασχολεί πολίτες και επιχειρήσεις, είναι αν αυτή η πορεία είναι αναστρέψιμη και σε λίγους μήνες η χώρα μπορεί να επανέλθει. Εσείς τι εκτιμάτε;
ΓΒ: Η μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει η οικονομία σήμερα είναι η συνέχιση των εφαρμοζόμενων πολιτικών στην βάση του διττού ψέματος (α) ότι η οικονομία αναπτυσσόταν πριν έρθει η πανδημία, και (β) ότι, μόλις νικήσουμε τον ιό, η ανάπτυξη θα επανέλθει και το σχέδιο της κυβέρνησης θα εφαρμοστεί. Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία – πιασμένη στα δίχτυα του 4ου Μνημονίου (2018-2060) – είχε ήδη επιστρέψει στην ύφεση από το 2019.
Επί πλέον, ο περαιτέρω εκτροχιασμός του χρέους (λόγω ενός κρατικού ελλείμματος που θα ξεπεράσει το 10% του ΑΕΠ) θα φέρει με μαθηματική ακρίβεια το 5ο Μνημόνιο (το οποίο, όπως και το 4ο, θα ονομαστεί κάτι άλλο) που ακυρώνει την όποια προοπτική σταθεροποίησης μετά το τέλος της πανδημίας.
Αυτός είναι ο λόγος που τις προάλλες, στη Βουλή, ο κ. Μητσοτάκης προσποιήθηκε ότι εξεμάνη που «τόλμησα» να αναφερθώ στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς»: ήθελε να βρει αφορμή να μην απαντήσει στο καθαρό μου ερώτημα: «Δεσμεύεστε ότι δεν θα μειώσετε συντάξεις;»
ΕΡ: Από την άνοιξη έχετε εκφράσει την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση θα οδηγήσει τη χώρα σε νέο μνημόνιο και σε πρόωρες εκλογές. Εμμένετε στις προβλέψεις σας;
ΓΒ: Κρίνετε εσείς: Το κρατικό έλλειμμα του 2020 θα κυμανθεί μεταξύ 10% και 15%. Έστω ότι, επειδή το 2021 θα ξεκινήσει καλύτερα (ελπίζουμε!) απ’ ότι το 2020, να μειωθεί αυτομάτως κατά 5%. Μένει ένα έλλειμμα 5% με 10%. Πιστεύετε ότι η τρόικα θα πει «ΟΚ, τί να κάνουμε;» Δεν υπάρχει πιθανότητα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων να απαιτήσει μέτρα περιορισμού του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ. Ακόμα και σε αυτό το βέλτιστο σενάριο, θα έχουμε μέτρα λιτότητας 2% με 7% του ΑΕΠ. Αυτά θα είναι τα προαπαιτούμενα για την επόμενη «ρύθμιση» του εκτροχιασμένου χρέους (το οποίο θα τρέχει πολύ πάνω από το 200% του ΑΕΠ). Αν αυτό δεν είναι Μνημόνιο, τότε τί είναι;
ΕΡ: Η πρότασή σας για την επίλυση της κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο είναι η σύγκληση πολυμερούς διάσκεψης με την εμπλοκή όλων των εμπλεκομένων χωρών. Ωστόσο, μέχρι να καθίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών Ελλάδα και Τουρκία, ή και άλλες χώρες, η ‘Αγκυρα κλιμακώνει τις στρατιωτικές πιέσεις με την κυβέρνηση να επικρίνεται ότι δεν διέθετε σχέδιο αποτροπής. Στρατιωτική απάντηση ή διπλωματία είναι η δική σας απάντηση;
ΓΒ: Όποιος επαγγέλλεται τον πόλεμο είναι επικίνδυνος. Προφανώς και απαντάμε «διπλωματία» προσβλέποντας σε μια ειρηνική λύση μετά από διάλογο. Κοιτάξτε, είναι δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε όλοι (Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτος, Λιβύη, Τυνησία, Λίβανος, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Κύπρος) να μαζευτούμε γύρω από ένα τραπέζι να τα βρούμε – αν όχι να συμφωνήσουμε τουλάχιστον να καταγράψουμε τις διαφωνίες μας πριν πάμε, με κοινό συνυποσχετικό, στη Χάγη. Το ΜέΡΑ25, λοιπόν, λέει κάτι απλό: Αντί για διμερείς ΑΟΖ, π.χ. με Αίγυπτο, που απλά δίνουν στο Ερντογάν πάτημα να εντείνει κι άλλο τις εντάσεις, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει αύριο το πρωί να καλέσει όλες αυτές τις χώρες σε Διεθνή Περιφερειακή Διάσκεψη στην Αθήνα. Από μόνη της αυτή η πρόσκληση θα βάλει φρένο στις προκλήσεις της Τουρκίας, είτε ο Ερντογάν την αποδεχθεί (καθώς πώς θα δικαιολογεί προκλήσεις την ώρα που αποδέχεται τον πολυμερή διάλογο) είτε την απορρίψει (καθώς έχοντας πει όχι σε μια τόσο λογική πρόσκληση θα μείνει έκθετος στην διεθνή κοινή γνώμη, αντίθετα με τώρα που η Αθήνα είναι αυτή που βάζει όρους για να προσέλθει σε διάλογο).
ΕΡ: Είστε σύμφωνος με την πρόθεση της κυβέρνησης να ανακοινώσει ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα; Πόσο θα επιβαρύνει την οικονομία αν, όπως λέγεται, δαπανηθούν γύρω στα 7-10 δισ. για εξοπλισμούς τα επόμενα χρόνια.
ΓΒ: Σαφώς όχι. Θα συνηγορήσουμε σε λελογισμένες δαπάνες συντήρησης και αναβάθμισης του πολεμικού υλικού αλλά σε καμία περίπτωση Αγορά του Αιώνα. Γιατί; Πιστεύει πραγματικά κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει έναν εξοπλιστικό αγώνα δρόμου εναντίον της Τουρκίας; Σε καμία περίπτωση. Δεδομένου μάλιστα ότι και αυτή η κυβέρνηση, με το ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ στην τρόικα, δεν τολμά να απαιτήσει αναδιάρθρωση του μη βιώσιμου δημόσιου χρέους – ακόμα και τώρα που εκσφενδονίζεται στην στρατόσφαιρα λόγω πανδημίας – ένα επί πλέον χρέος των 10 δις θα αντισταθμιστεί με ακόμα σκληρότερα υφεσιακά μέτρα στο επερχόμενο 5ο Μνημόνιο. Τι σημαίνει αυτό; Ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και, άρα, ακόμα πιο πολλοί νέοι μας θα φύγουν στο εξωτερικό. Κανένα εξοπλιστικό πρόγραμμα των 7-10 δις δεν μπορεί να αντισταθμίσει το πλήγμα στην μακροπρόθεσμη άμυνα της χώρας από αυτή την εντεινόμενη ερημοποίηση.
ΕΡ: Τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν τις πρώτες ρωγμές της κυβέρνησης. Πως εκτιμάτε την πορεία της εν μέσω της τριπλής κρίσης, της οικονομικής, υγειονομικής και γεωπολιτικής κρίσης;
ΓΒ: Παρατηρώ μια γιγαντιαία απόκλιση μεταξύ, από τη μία μεριά, της πεποίθησης της πλειοψηφίας (ακόμα και νεοδημοκρατών) ότι η οικονομική κρίση είναι καταστροφική και τα κυβερνητικά μέτρα εκτός τόπου και χρόνου ενώ, από την άλλη, οι πολίτες φαίνονται να μην πιστεύουν πια ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα ψηφίζοντας κάτι άλλο. Τίποτα δεν απειλεί μια κοινωνία περισσότερο από την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στις πολιτικές που την καταστρέφουν. Για αυτό τον λόγο, την Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου, από την HellExpo-ΔΕΘ, το ΜέΡΑ25 θα παρουσιάσουμε το όραμα μας για την Ελλάδα του 2025 βασισμένο σε συγκεκριμένες, ρεαλιστικές προτάσεις πολιτικής κάθε μία από τις πληγές της κοινωνίας μας.
ΕΡ: Αναλυτές υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία της ΝΔ είναι δεδομένη όσο η αξιωματική αντιπολίτευση δεν την αντιπολιτεύεται ουσιαστικά. Πως εκτιμάτε την στάση του ΣΥΡΙΖΑ.
ΓΒ: Το ΜέΡΑ25 μπήκε στη Βουλή ακριβώς για αυτό το λόγο: Προειδοποιούσαμε προεκλογικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορεί να αντιπολιτεύεται την Νέα Δημοκρατία για ένα λόγο. Κάθε φορά που ο κ. Τσίπρας θα καταγγέλλει τα νομοθετήματα του κ. Μητσοτάκη και των υπουργών του, εκείνοι θα του απαντούν: «Μα, αυτά που κάνατε και νομοθετήσατε εσείς προχωράμε εμείς». Έτσι ακριβώς έγινε. Το ίδιο σχέδιο, υπέρ των αρπακτικών ταμείων, με τον ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε («Ηρακλής») η Νέα Δημοκρατία. Τις ίδιες αποικιοκρατικές συμβάσεις για οικολογικά καταστροφικές εξορύξεις πέρασε η κυβέρνηση. Την ίδια οικονομική πολιτική, επί της ουσίας, εφαρμόζει. Πως θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπολιτευτεί ουσιαστικά τη Νέα Δημοκρατία υπό αυτές τις συνθήκες που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ διαμόρφωσε μετά την συνθηκολόγηση του κ. Τσίπρα το βράδυ του δημοψηφίσματος.
ΕΡ: Όλο αυτό το διάστημα πάντως της καθήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φάνηκε από τις δημοσκοπήσεις να επωφελείται το ΜέΡΑ25. Τι φταίει γι αυτό;
ΓΒ: Ποιες δημοσκοπήσεις; Εκείνες που παραγγέλνονται από τα κανάλια της τρόικας εσωτερικού, που «γίνονται» εν μέσω Αυγούστου (!); Εκείνες που πέρσι ένα μήνα πριν από τις εκλογές μας έδιναν 1%; Η δημοσκόπηση που για εμάς μετράει, και μας δίνει δύναμη, είναι το ότι τους τελευταίους μήνες έχουν γραφτεί στο ΜέΡΑ25 πάνω από 3 χιλιάδες ενεργά μέλη – ότι έχουμε καθημερινά προσέλευση νέων μελών σε όλη την Ελλάδα – ότι παρατηρούμε μεγάλη εγρήγορση στο δρόμο για την ψήφιση της νέας Κεντρικής Επιτροπής μέχρι το τέλος του μήνα – και, βέβαια, ότι εισπράττουμε μεγάλη αποδοχή των θέσεών μας από ανθρώπους και κομμάτια της κοινωνίας που τον Ιούλιο του 2019 είτε δεν ήξεραν την ύπαρξη του ΜέΡΑ25 είτε μας απέρριπταν έχοντας επηρεαστεί από την προπαγάνδα ότι ήμασταν «ανάχωμα του συστήματος».
Το στοίχημα για εμάς, που όταν κερδηθεί όπως φαίνεται ότι κερδίζεται θα αναγκάσει τους δημοσκόπους να αποτυπώσουν την αλήθεια, είναι η συνεχής παραγωγή καθαρών, ορθολογικών, φρέσκιων, ριζοσπαστικών και διεθνιστικών-πατριωτικών θέσεων, μαζί με την καθημερινή μετατροπή του ΜέΡΑ25 σε κόμμα με ζωντανές οργανώσεις σε κάθε πόλη και περιφέρεια.
September 5, 2020
Mπορούμε να αποτρέψουμε το 5ο Μνημόνιο; Οι επιβεβαιωμένες οικονομικές εκτιμήσεις του ΜέΡΑ25 βάση για νέο αναπτυξιακό σχέδιο της Ελλάδας – TO ΠΑΡΟΝ

Το ότι ο Πρωθυπουργός κώφευσε ήταν αναμενόμενο: αυτό ήταν το αφήγημά του σε αυτό επέμεινε (ότι δηλαδή η εκλογή της Νέας Δημοκρατίας θα έφερνε επενδύσεις ικανές να κάνουν τη χώρα να απογειωθεί). Το ενδιαφέρον είναι ότι ούτε η Αξιωματική Αντιπολίτευση τόλμησε να αποδεχθεί την πρόβλεψη του ΜέΡΑ25 για επιστροφή στην ύφεση στα τέλη του 2019. Εγκλωβισμένος στο δικό του αφήγημα (ότι είχε βγάλει τη χώρα από τα Μνημόνια και την είχε βάλει στην τροχιά της ανάπτυξης), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμαγε να προβλέψει ύφεση τόσο κοντά στην δική του διακυβέρνηση – ώστε να μην κατηγορηθεί για αυτήν.
Σήμερα, γνωρίζουμε με απόλυτη σιγουριά ότι η υφεσιακή δυναμική είχε, πράγματι, επιστρέψει στα τέλη του 2018. Το πρώτο γράφημα επιβεβαιώνει αυτή την πρόβλεψή μας. Η κόκκινη γραμμή αποτυπώνει την πορεία του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή τον κινούμενο μέσο όρο του ΑΕΠ σε ευρώ (από αυτά που έχει ο κόσμος στις τσέπες του – δηλαδή σε τρέχουσες ή αγοραίες τιμές) χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη τα οικονομικά στοιχεία εν καιρώ πανδημίας – με άλλα λόγια, αφήνοντας έξω τα στοιχεία του καταστροφικού (λόγω κορωνοϊού) 2ου τριμήνου του 2020.
Τί σημασία έχει για τον λαό μας αν επιβεβαιώθηκε ή όχι η πρόβλεψη του ΜέΡΑ25 για σημαντική ύφεση πριν καν μας χτυπήσει η πανδημία; Έχει τεράστια σημασία. Για σκεφτείτε το. Πάρτε ένα καράβι που το χτυπά αλύπητα μεγάλη φουρτούνα. Προφανώς έχει σημασία στον τρόπο που πρέπει να δράσει ο καπετάνιος και το πλήρωμα το αν το πλοίο έμπαζε νερά, ή η μηχανή του είχε πρόβλημα, πριν έρθει η φουρτούνα. Αλλιώς πρέπει να αντιδράσουν στην φουρτούνα αν το καράβι έχει πρόβλημα ανεξάρτητα από τη φουρτούνα κι αλλιώς αν δεν έχει. Έτσι και με το καράβι της ελληνικής οικονομίας: Μια κυβέρνηση που εμμένει ότι είμασταν σε τροχιά ανάπτυξης πριν τον ιό είναι καταδικασμένη να μην μπορεί να αντιμετωπίσει την υφιστάμενη ύφεση που αυτός, απλά, πολλαπλασιάζει.
Κι ερχόμαστε τώρα στην 10η Μαρτίου του 2020, όταν το ΜέΡΑ25 στη Βουλή έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου προτείνοντας «7+1 Μέτρα» για την πρόληψη της τεράστιας καθίζησης που ερχόταν και προέβλεπε ότι, όπως είπα στην Ολομέλεια, «θα είμαστε τυχεροί αν η ύφεση το 2020 περιοριστεί στο 10%». Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ έσπευσαν να με λοιδορήσουν για εκείνη μου την πρόβλεψη, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έλεγε κουβέντα (και που, και σήμερα, δεν έχει τολμήσει να προβλέψει το μέγεθος της ύφεσης). Από τότε, η κυβέρνηση και ο ανεκδιήγητος Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σέρνονται αργά και βασανιστικά προς τις δικές μας προβλέψεις – ξεκινώντας από το -3%, πηγαίνοντας στο -4% και τώρα ψελλίζοντας κάτι για -8% – βλ. σχετικό πίνακα πιο κάτω.
Την περασμένη Πέμπτη, επί τέλους, έβγαλαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία του 2ου τριμήνου του 2020 – η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που τα ανακοινώνει. Η ενσωμάτωσή τους, δυστυχώς, επιβεβαιώνει άλλη μια φορά, και απολύτως, τις προβλέψεις του ΜέΡΑ25: μια ματιά στην βουτιά τόσο της μπλε (εισοδήματα σε ευρώ) όσο και της κόκκινης γραμμής (του κινούμενου μέσου όρου) τα λέει όλα – βλ. πιο κάτω αναθεωρημένο γράφημα.
Γιατί έχει σημασία η επιβεβαίωση της πρόβλεψης του ΜέΡΑ25 για ύφεση που (μετά και τις τελικές αναθεωρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ στα μέσα του 2021) θα αποδειχθεί ότι άγγιξε το -15%; Επειδή αυτά τα νούμερα εγκυμονούν το 5ο Μνημόνιο το οποίο το ΜέΡΑ25 προδιέγραψε λεπτομερώς την 9η Απριλίου στη Βουλή. Πολύ απλά, λόγω δραστικής μείωσης του ΑΕΠ κάτω από τα 165 δις ευρώ, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού θα ξεπεράσει το 12% του ΑΕΠ. Και πλεόνασμα να μην απαιτήσει από τον κ. Μητσοτάκη η τρόικα (π.χ. αν του επιβάλει να συρρικνώσει το έλλειμμα στο -3%), ένα βαρύ πρόγραμμα λιτότητας (δηλαδή περικοπών επικουρικών συντάξεων, μισθών, δημόσιων επενδύσεων και δαπανών στην παιδεία κλπ) είναι δεδομένο.
Δεν θα το πουν, φυσικά, 5ο Μνημόνιο. Όπως ο κ. Τσίπρας το 4ο Μνημόνιο το ονόμασε «Μετα-Μνημόνιο», ο κ. Μητσοτάκης θα βρει κι αυτός έναν ευφημισμό – π.χ. Πρόγραμμα Ανάκαμψης ή κάτι τέτοιο. Στην ουσία θα είναι βαρύ 5ο Μνημόνιο καθώς, όπως και τα προηγούμενα, θα βασίζεται σε δύο πυλώνες:
Νέα δανειακή σύμβαση με την τρόικα, ώστε να μπορούν (παρά τη δραματική επιδείνωση της μη βιωσιμότητας του χρέους) να προσποιούνται ότι το χρέος θα αποπληρωθεί – δανειακή σύμβαση που θα βασίζεται στην υπό όρους επέκταση των αποπληρωμών – βλ. πιο κάτω για τους όρους
Νέους Μνημονιακούς όρους για την δανειακή σύμβαση. Κάποιοι προσπαθούν να παραπλανήσουν τους πολίτες λέγοντας ότι τα πράγματα θα είναι καλύτερα επειδή το κράτος έχει λαμβάνειν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Όπως μόνο το ΜέΡΑ25 έχει καταδείξει, στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα λάβει καθαρές ενισχύσεις των 9 δις από τα μέσα του 2021 έως το 2026. Πρόκειται για ψίχουλα μπροστά στους συντριπτικούς αριθμούς που αντιμετωπίζουμε. Για παράδειγμα, μόνο το 2020 το κράτος θα δανειστεί 10 δις ευρώ από ιδιώτες – την ίδια στιγμή που το εθνικό εισόδημα μειώνεται πάνω από 20 δις.
Όποιος αρνείται ότι το ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ στην τρόικα σήμερα εγγυάται την έλευση του 5ου Μνημονίου πασχίζει να παραπλανήσει του πολίτες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τους παραπλανούσαν τον Μάη του 2010 οι σχεδιαστές του Καστελόριζου.
Το ερώτημα είναι: Πως μπορούμε να αποτρέψουμε το 5ο Μνημόνιο, να προστατέψουμε τους πολίτες, και να ανατρέψουμε το καθεστώς της Χρεοδουλοπαροικίας; Επειδή το ΜέΡΑ25 πασχίζει να χτίζει σοβαρές πολιτικές προτάσεις πάνω στις σοβαρές μας αναλύσεις και προβλέψεις, την απάντηση στο μέγιστο αυτό ερώτημα θα την δώσουμε ενδελεχώς στις 20.00 της Τρίτης 15 Σεπτεμβρίου από το βήμα της Hellexpo στην Θεσσαλονίκη.
ANOTHER NOW: My political science fiction novel depicting a fully-fledged socialism we could have had – THE GUARDIAN

Leftists excel at pinpointing what is wrong with really-existing capitalism. We are good at demonstrating that it bears zero resemblance to the laissez-faire markets in which Adam Smith’s baker, butcher and brewer compete fairly to provide our daily bread, meat and ale. We wax lyrical about the possibility of some ‘other’ world in which one contributes according to one’s capacities and obtains according to one’s needs. But, when pushed to describe a fully-fledged alternative to contemporary capitalism, we oscillate between the ugly (a Soviet-like barracks’ socialism) and the tired (a social democracy financialised globalisation has rendered infeasible).
From April 1979 to our 1986 Wapping defeat, I participated in many debates in pubs, universities and town halls whose stated purpose was to organise resistance to Thatcherism. I remember my guilty thought, following those tedious meetings, every time I heard her speak: “If only we had a leader like her!” I was, of course, under no illusion: Thatcher’s program was despotic, anti-social and an economic cul-de-sac. But, unlike our side, Thatcher understood that we lived in a revolutionary moment. The post-war class-war armistice was over. If we wanted to defend the weak, we could not afford to be defensive. We needed to advocate as she did: out with the old system, in with a brand new one. Not Maggie’s dystopic one, but a brand new one nevertheless.
Alas, our lot had no vision of a new system. Instead, we were in the business of bandaging corpses while Thatcher was digging graves to clear the way for her spanking new spiv capitalism. Even when we were putting up a splendid fight in defence of communities that deserved defending, our causes screamed “anachronism” – fighting to preserve dirty coal-fired power stations or the right of male rightwing trade unionists to reach sordid deals behind closed doors with the likes of Robert Maxwell and Rupert Murdoch.
By early 2020, our defeat had become Modernity’s rout. What the 1984 miners’ strike had been to us, Lehman’s 2008 collapse was to the aspirational yuppies who had believed the Thatcherite mantra of self-regulating markets. Just as in 1991 we – social democrats, Keynesians and Marxists alike – realised that we would live the rest of our days as history’s losers, so in 2008 those labouring under the ideology of neoliberalism saw history erupt on their doorstep with similar soul-destroying force. Soon after, surveillance capitalism forced tech-evangelists, who thought they had seen in the Internet an irresistible global democratic force, also to shed their illusions.
Why Another Now?
The lack of a blueprint of any feasible alternative system to financialised capitalism has contributed to Modernity’s multiple defeats. They, in turn, landed humanity in today’s mire: a magma of unsustainable economies, pathetic democracies and dying ecosystems.
Of course, coming up with such a blueprint is easier said than done. Karl Marx, not exactly an author lacking self-confidence, steadfastly refused to go beyond vague references to what comes after capitalism. Why? Because trying to write down a fully-fledged realistic utopia is too damned hard, not to mention risky.
And yet, while perfectly mindful of the undertaking’s difficulty, two years ago I decided there is no… alternative: To fight Thatcher’s TINA, which lives on as the oligarchy’s greatest ally even after Thatcherism had lost its shine, we desperately need a comprehensive twofold account: How democratic socialism could work today, with our current technologies and despite our human failings. And how it could have transpired in our lifetime; e.g. following the 2008 bonfire of neoliberal certainties.
My reluctance to attempt such an undertaking was immense. Two people helped me overcome it. One is Danae Stratou, my partner. From the week we first met, she has been telling me that my critique of really-existing capitalism meant sweet nothing unless I could answer her pressing question: “What’s the alternative? And precisely how would things – like money, companies and housing – work?”
The second, and most unlikely, influence was Paschal Donohoe, currently Ireland’s finance minister and President of the Eurogroup. A political opponent who thought little of me as a finance minister (a mutual assessment), he was kind enough to write a generous review of an earlier book in which I exposed my daughter to a brief history of capitalism. However, while Donohoe liked my account of capitalism – a major shock given our vast political differences – he thought that the book’s ending, in which I tried to sketch some features of a postcapitalist society, was ‘…most disappointing’. In particular, he wrote:
‘A call to democratise the supply of money is baffling in its brevity. An exhortation for the creation of an “authentic democracy” and the collective ownership of technology and the means of production sits very poorly alongside his appreciation of entrepreneurship and individual initiative.’
He was right, I thought. So I decided to write Another Now. The time had come to stop hiding behind throwaway lines regarding postcapitalism, that begged more questions than they answered, and fully to flesh out my alternative to financialised capitalism. An added incentive was that it was also an opportunity to explain, to friends and foes, why I feel the need to call myself a libertarian Marxist.
In a bid to incorporate into my socialist blueprint different, often clashing, perspectives I decided to conjure up three complex characters whose dialogues would narrate the story – each representing different parts of my thinking: a Marxist-feminist, a libertarian ex-banker and a maverick technologist. Their disagreements regarding “our” capitalism provide the background against which my socialist blueprint is projected – and assessed.
Our bleak ‘20s
Capitalism took off in earnest when electromagnetism met share markets at the end of the 19th century. Their coupling gave rise to networked megafirms, like Edison, that produced everything from power stations to the lightbulb. To finance the huge undertaking, and the massive trade in their shares, the need arose for megabanks. By the early 1920s financialised capitalism roared, before the whole juggernaut crashed in 1929.
Our ‘20s began with another coupling that seems also to be propelling history at dizzying velocity: the one between the enormous bubble with which states have been refloating the financial sector since 2008 and… Covid-19. Concrete evidence is not hard to spot. On 12th August 2020, the day the news broke that the British economy had suffered its greatest slump ever, the London Stock Exchange jumped by more than 2%. Nothing comparable has ever occurred. Financial capitalism seems finally to have decoupled from the underlying capitalist economy triggering a variety of postcapitalism, though most certainly not the one socialists had envisioned.
Another Now begins in the late 1970s, as Margaret Thatcher was moving into 10 Downing Street. It then straddles the 2008 and 2020 crises before reaching its conclusion in 2036. Inevitably, there comes a moment in the story, on a Sunday evening in November 2025 to be precise, when my characters try to make sense of their circumstances by looking back to the events of 2020. The first thing they note is how drastically the lockdown changed people’s perception of politics.
Before 2020, politics seemed almost like a game, with the parties resembling teams who had good or bad days on the pitch, scoring or conceding points that propelled them up or down a league table which, at season’s end, determined who got the ultimate prize: the opportunity to form a government – without of course really being in power. But then, from one day to the next, the general feeling that politics was a game and politicians never really in control gave way to the realisation that governments everywhere possessed immense powers. With the arrival of the virus came the twenty-four-hour curfew, the closure of the local pub, the ban on walking through the park, the suspension of sport, the emptying of theatres, the silencing of music venues. All notions of a minimal state mindful of its limits and eager to cede power to individuals went out of the window.
Many salivated at this show of raw state power. Even free-marketeers, who had spent their lives shouting down any suggestion of even the most modest boost in public spending, demanded the sort of state control of the economy not seen since Leonid Brezhnev was running the Kremlin. Across the world, the state funded private firms’ wage bills, renationalised utilities and took shares in airlines, car makers, even banks. From the first week of lockdown, the pandemic stripped away the veneer of politics to reveal the boorish reality underneath: that some people have the power to tell the rest what to do.
The massive government interventions misled naïve leftists into the daydream that revived state power would prove a force for good. They forgot what Lenin had once said: Politics is about who does what to whom. They allowed themselves to hope that something good might transpire if the same elites, which had hitherto condemned so many to untold indignities, were handed over immeasurable power. At the heart of their confusion there lay their unintentional capitulation to Thatcher’s propaganda.
Thatcherism was never about a small, minimalist state. Thatcher understood that an authoritarian state was essential to support markets controlled by corporations and banks. Why should her heirs and successors, from both major parties, hesitate for a moment in 2008 or in 2020 to unleash massive government intervention to preserve that power? The confusion of state power with people power caused leftists to fantasise that the revival of communitarian sentiments during the lockdown would beget a renaissance of the commons. And they forgot the essential lesson of the 1930s: economic depression is a breeding ground for political monsters.
In 2020, the virus came for the British prime minister, the Prince of Wales, even Hollywood’s nicest star. But they survived. It was the poorer and the browner people that the Grim Reaper actually claimed. Why? Their poverty had been caused by their disempowerment. It aged them faster. And it made them more vulnerable to disease. Meanwhile, big business, always reliant on the state to impose and enforce the monopolies on which it thrives, boosted its privileged position in our societies’ pecking order.
When the state acquired new powers in response to the coronavirus, any chance of empowering the chronically disempowered disappeared. The Amazons of this world flourished, naturally.
[image error]
Demonstrators gather outside Amazon CEO Jeff Bezos’ $80m New York City penthouse, to protest the retailer’s treatment of workers during the pandemic, in August. Photograph: John Marshall Mantel/SIPA/REX/Shutterstock
Airlines took a while to return to the skies, true, but money immediately resumed its speed-of-light travels across the planet. Once production lines were restored and global trade resumed, the lethal emissions that had temporarily subsided returned to choke the atmosphere, just as they had before. In all countries, on all continents, it was the weak who suffered most, as they always must.
The hellish cycle of mutual reinforcement between inequality and economic stagnation, so familiar in the aftermath of 2008, returned with a vengeance in the early 2020s. Instead of international cooperation, borders went up and the shutters came down. Nationalist leaders offered demoralised citizens a simple trade: authoritarian powers in return for protection from lethal viruses – and scheming dissidents.
If cathedrals were the Middle Ages’ architectural legacy, our ‘20s will be remembered by the electrified fences and the flocks of drones buzzing in their shadow. Finance and nationalism, already on the rise before 2020, were the clear winners. The great strength of the new fascists was that, unlike their forerunners a century ago, they don’t need to wear brown shirts or even enter government to gain power. The panicking establishment parties – the neoliberals and social democrats – have been falling over themselves to do their job for them through the power of big tech.
Ever since we began living our lives in fear of infection human rights had become an unaffordable luxury. By popular consensus, to stop new outbreaks governments tracked our every move with fancy apps and fashionable bracelets. To stop new outbreaks governments tracked our every move with fancy apps and fashionable bracelets. Systems designed to monitor coughs now also monitored laughs. They made earlier organisations specialising in surveillance and “behaviour modification”, like the infamous KGB and Cambridge Analytica, seem positively neolithic.
What was the moment when humanity lost the plot? Was it 1991? 2008? Or did we still have a chance in 2020? Like epiphanies, the fork-in-the-road theory of history is a convenient lie. Yes, 2008 was a crisis whose wasting paved the way for the bigots and the financiers to prevail after 2020. But the truth is we face a fork-in-the-road every day of our lives. Every single day we fail to take advantage of opportunities to change the course of history. And how do we console ourselves? We look into the past, pick out one “pivotal” moment and try to lessen our guilt by saying: “That was the moment we missed!” It’s time to reject this self-motivated illusion. We miss pivotal moments every day, every hour, every instant.
Glimpses of Another Now
Imagine that our generation had not missed every pivotal moment history presented us with. For example, suppose we had seized the 2008 moment to stage a peaceful high-tech revolution that led to a postcapitalist economic democracy. What would it be like?
To be desirable, it would feature markets for goods and services since the alternative – a Soviet-type rationing system that vests arbitrary power in the ugliest of bureaucrats – is too dreary for words. But to be crisis-proof, there is one market that market socialism cannot afford to feature: The labour market. Why? Because, once labour time has a rental price, the market mechanism inexorably pushes it down while commodifying every aspect of work (and, in the Age of Facebook, of our leisure even). The greater the system’s success in doing this, the less the exchange value of each unit of output it generates, the lower the average profit rate and, ultimately, the nearer the next systemic crisis.
Can an advanced economy function without labour markets? Of course it can. Consider the principle of one-employee-one-share-one-vote underpinning a system that, in Another Now, is known as corpo-syndicalism. Amending corporate law so as to turn every employee into an equal (though not equally remunerated) partner is as unimaginably radical today as universal suffrage used to be in the 19th Century. Indeed, its effect on the future economy promises to be more radical than the effect of granting all adults a vote was a century ago.
In Another Now, Central Banks provide every adult with a free bank account into which a fixed stipend (called universal basic dividend) is credited monthly. As everyone uses their central bank account to make domestic payments, most of the money minted by the central bank is transferred within its ledger. Additionally, the central bank grants all new-borns a trust fund, to be used when they grow up.
In Another Now persons receive two types of income: The dividends credited into their central bank account and earnings from working in a corpo-syndicalist company. Neither are taxed, as there are no income or sales taxes (VAT). Instead, two types of taxes fund the government: A 5% tax on the raw revenues of the corpo-syndicalist firms. And proceeds from leasing land (which belongs in its entirety to the community) for private, time-limited, use.
When it comes to international trade and payments, Another Now features an innovative global financial system that continually transfers wealth to the Global South, while also preventing imbalances from causing strife and crises. All trade and all money movements between different monetary jurisdictions (e.g. the UK and the Eurozone or the United States) are denominated in a new digital accounting unit, called the Kosmos. If the Kosmos value of a country’s imports exceed its exports, it is charged a levy in proportion to the trade deficit. But, equally, if a country’s exports exceed its imports, it is also charged the same levy. Another levy is charged to a country’s Kosmos account whenever too much money moves too quickly out of, or into, the country – a surge levy of sorts that taxes the speculative money movements which do such damage to developing countries. All these levies end up, in Another Now, as direct green investments in the Global South.

While the new international system is impressive, it is the granting of a single non-tradeable share to each employee-partner that holds the key to Another Now’s economy. Turning shares into something resembling the student card students receive upon enrolment, or the single non-transferrable vote that citizens get once they reach a certain age, the single non-tradeable share changes everything. By granting employee-partners the right to vote in the corporation’s general assemblies, an idea proposed by the early anarcho-syndicalists, the distinction between wages and profits is terminated and democracy, at last, enters the workplace – with the new digital collaborative tools standing by to remove all inefficiencies that would otherwise hamper the prospects of a democratically-run corpo-syndicalist firm.
From a firm’s senior engineers and key strategic thinkers to its secretaries and janitors, everyone receives a basic wage plus a bonus that is decided collectively: Once a year, each employee is given one hundred merit points to distribute among her colleagues in proportion to her assessment of their contribution to the firm. Each receives a share of the total bonuses (a sum that has been chosen earlier) equal to the percentage of the total merit points her colleagues gave her. E.g. if three per cent of a firm’s overall merit points are awarded to, say, Harriet, Harriet collects three per cent of the firm’s total bonus fund.
Once this principle is embraced, a market-socialist blueprint almost writes itself: Since the one-employee-one-vote rule favours smaller decision-making units, corpo-syndicalism causes conglomerates voluntarily to break up into smaller companies, thus reviving market competition. Even more strikingly, share markets vanish completely since shares, like ID and library cards, are now non-tradeable. Once share markets have disappeared, the need for gargantuan debt to fund mergers and acquisitions evaporates – along with commercial finance. And given that the Central Bank provides everyone with a free bank account, private banking shrinks into utter insignificance.
****
Some of the thornier issues I had to address in writing Another Now, to ensure its consistency with a fully democratised society, included: democratic checks and balances on corporations and elected bodies; the fear that powerful people will manipulate elections even under market socialism; the stubborn refusal of patriarchy to die; gender and sexual politics; land use, housing and real estate; the funding of the Green Transition; borders and migration; a Bill of Digital Rights; etc.
Writing Another Now as a manual on how to construct the best possible socialism would have been unbearable. It would have forced me to pretend that I have taken sides in arguments that remain unresolved in my head – often in my heart. I, therefore, owe an immense debt of gratitude to Iris, Eva and Costa – my characters whose feisty personalities yielded debates from which I feel I learned a great deal. Above all else, they allowed me seriously to ponder the hardest of questions: Once we have settled on a feasible socialism that blasts Thatcher’s TINA out of the water, what must we do, and how far are we willing to go, to bring it about?
FOOTNOTES
This is Karl Marx’s own expression in his 1874 critique of Bakunin’s Statism and Anarchism. Writing like a liberal, he admonished “barracks communism” and its promise of: “…common pots and dormitories, control commissioners and control offices, the regulation of education, production, consumption – in one word, control of all social activity; and at the same time, there appears Our Committee, anonymous and unknown, as supreme authority.”
When John Maynard Keynes tried to envision an agreeable future, he was wide off the mark. Assuming that productivity gains would bring about the “euthanasia of the rentier”, Keynes expected that, without any political revolution, a leisure-based, chore-free society would evolve surreptitiously out of capitalism.
Marx’s own reason for offering no socialist blueprint was smart: It is beyond the capacities of middle-class intellectuals working in the British Library reading room or chatting in their posh living rooms. Capitalism unwittingly produces a class of people – the proletariat – who, in pursuing their collective interests, will create socialism as they go along – Marx thought. Today, we know, both from the Soviet and the Western European experience with social democracy, that this was wishful thinking: A bottom-up socialist blueprint has simply not transpired, anywhere.
He referred to my Talking to My Daughter About the Economy: A brief history of capitalism, as “[a] stimulating and elegant perspective on market economies. It is accessible but not simplistic.” The Irish Times, 4th November 2017.
• Another Now by Yanis Varoufakis is published by Bodley Head.
• For the shortened version of this article as it appeared in The Guardian’s web-page click here

September 1, 2020
Capitalism under the pandemic, Brexit, US-China, the Eurozone & Austerity: Oxford Political Review interview
August 30, 2020
Το ΜέΡΑ25 σχολιάζει, και αποδομεί, την Έκθεση Πισσαρίδη παράγραφο-παράγραφο – ΕφΣυν
Η Ομάδα Πισσαρίδη θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αν ο κ. Σαμαράς είχε κερδίσει τις εκλογές του 2015, το ΑΕΠ θα ανερχόταν αντί να μειωθεί κι άλλο. Ή ότι, χωρίς την πανδημία, η οικονομία θα αναπτυσσόταν στα τέλη του 2020. Τότε θα είχε ενδιαφέρον μια επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους. Οταν, όμως, ομάδα εκλεκτών οικονομολόγων υιοθετούν τα ψεύδη της Νέας Δημοκρατίας για το τι συνέβη, τότε η γόνιμη επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους είναι αδύνατη.
Το ΜέΡΑ25 δημοσιοποιεί σήμερα στην ιστοσελίδα του (www.mera25.gr) πλήρη αποδόμηση, παράγραφο προς παράγραφο, της «Επιτελικής Σύνοψης» της Εκθεσης. Από αυτήν προκύπτει:
(α) η επιστημονική πενία που είναι αναπόφευκτη όταν προσπαθείς να εκπονήσεις αναπτυξιακό πρόγραμμα σε χώρα όπου η όποια αναπτυξιακή δυναμική ακυρώνεται από (i) τεράστιο δημοσιονομικό κενό και (ii) δεσμεύσεις προς την ολιγαρχία-χωρίς-σύνορα, όπως, π.χ., η σύναψη νέου δημόσιου χρέους υπέρ των funds που αγοράζουν τα «κόκκινα» δάνεια
(β) η φιλότιμη προσπάθεια της Ομάδας Πισσαρίδη να ξεχάσουν οι πολίτες τα πρώτα τέσσερα ώστε να μη δουν να έρχεται το 5ο Μνημόνιο.
Ο πραγματικός σκοπός σύστασης της Ομάδας Πισσαρίδη
Το επίσημο σκεπτικό σύστασης της Ομάδας Πισσαρίδη είναι σωστό: Πώς να μη σπαταληθούν οι όποιοι πόροι καταλήξουν στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Δεν πρόκειται αποκλειστικά για ελληνική αγωνία. Οφείλεται στη σκληρή πραγματικότητα την οποία γνωρίζουν κι ας μην την ομολογούν οι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού κατεστημένου και τα φερέφωνά τους. Τα κονδύλια-ενισχύσεις του Ταμείου Ανάπτυξης (που συνολικά ανέρχονται, το πολύ, στα 310 δισ. €) είναι:
■ αρκετά μεν ώστε, υπό «κανονικές συνθήκες», να έδιναν μια διόλου ευκαταφρόνητη ώθηση στην παραγωγικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών
■ πολύ λίγα δε για να δώσουν τη δημοσιονομική ένεση που απαιτούν σήμερα οι ευρωπαϊκές οικονομίες (και όχι μόνο χώρες όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα) έτσι ώστε η οποιαδήποτε αύξηση της παραγωγικότητας να μην ακυρωθεί από χαμηλά επίπεδα παραγωγής-ζήτησης.
Αυτός είναι ο σοβαρός κίνδυνος (και, σύμφωνα με το ΜέΡΑ25, αναπόφευκτος) που ελλοχεύει σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ε.Ε., πολύ περισσότερο, βέβαια, στις χώρες του Νότου. Αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει μέρος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης για την έμμεση κάλυψη πάγιων δημοσιονομικών αναγκών, η Ε.Ε. κινδυνεύει:
● Και να αποτύχει στον δημοσιονομικό τομέα (δηλαδή, να μην καταφέρει να τονώσει σημαντικά τη συνολική ζήτηση)
● Και να σπαταλήσει τα κονδύλια που, διαφορετικά, θα αρκούσαν ώστε να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγικότητα.
Για την ελληνική οικονομία, όπου οι μνημονιακές δεσμεύσεις ακυρώνουν την όποια αναπτυξιακή-παραγωγική ανασυγκρότηση, ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος: Καμία σημαντική παραγωγική ιδιωτική επένδυση δεν μπορεί να γίνει υπό το καθεστώς υπερφορολόγησης και μηδενικών δημόσιων επενδύσεων που απαιτεί το 4ο Μνημόνιο.
Αυτό το καθεστώς παραμένει και θα ενισχύεται. Η πανδημία επισπεύδει (λόγω νέου δημόσιου χρέους) το 5ο Μνημόνιο, το οποίο θα παγιώσει τη χαμηλή συνολική ζήτηση. Συνεπώς, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης δεν θα ελκύσουν τις ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις χωρίς τις οποίες η ανάκαμψη θα παραμείνει όνειρο θερινής νυκτός.
Υπό αυτές τις συνθήκες τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης θα δαπανηθούν χωρίς ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας. Με απλά λόγια, ο επίσημος στόχος της Ομάδας Πισσαρίδη δεν μπορεί να επιτευχθεί. Ποιον πολιτικό σκοπό λοιπόν εξυπηρετεί η Εκθεση;
Ολόκληρο το Μνημονιακό Τόξο (Ν.Δ., ΚΙΝ.ΑΛΛ. και ΣΥΡΙΖΑ) επενδύει στην Εκθεση Πισσαρίδη
Παρά το γεγονός ότι η Εκθεση ανατρέχει στην πρόσφατη Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, δεν αναφέρει πουθενά την τετραπλή πτώχευση του 2010 (κράτους, τραπεζών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών), την τρόικα, τα Μνημόνια, τις ισχύουσες μνημονιακές δεσμεύσεις, το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος και, φυσικά, τη μόνιμη γάγγραινα της καταρρέουσας δευτερογενούς αγοράς «κόκκινων» δανείων –τον λεγόμενο «Ηρακλή», που αποδυναμώνει συστηματικά κάθε προσπάθεια ανάκαμψης των μικρομεσαίων, αλλά και των τραπεζών.
Τίποτα δεν νομιμοποιεί τα Μνημόνια πιο αποτελεσματικά από την άρνηση της ύπαρξής τους. Ο κ. Τσίπρας βάφτισε το 4ο Μνημόνιο «έξοδο από τα Μνημόνια». Σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης πασχίζει το 5ο Μνημόνιο να καταγραφεί ως το «σχέδιο ανάπτυξης» της χώρας, αναθέτοντας το εγχείρημα αυτό στην Ομάδα Πισσαρίδη.
Σε αυτό το πλαίσιο, όλο το Μνημονιακό Τόξο (Ν.Δ., ΚΙΝ.ΑΛΛ. και ΣΥΡΙΖΑ) επενδύει σε διένεξη άνευ ουσίας για το αν η Ομάδα Πισσαρίδη πρεσβεύει, ή όχι, νεοφιλελεύθερες πολιτικές με στόχο κοινό να μη γίνεται λόγος για τον ελέφαντα στο δωμάτιο: για τις μόνιμες μνημονιακές δεσμεύσεις (έως το 2060) που καθιστούν γελοία την αντιπαράθεση δήθεν νεοφιλελεύθερων και δήθεν κεϊνσιανών πολιτικών.
Με ενδιαφέρον διαβάζουμε την κριτική κύκλων του ΣΥΡΙΖΑ προς την Εκθεση της Ομάδας Πισσαρίδη, παραδείγματος χάριν τίτλους όπως: «Το σχέδιο Πισσαρίδη βρίθει νεοφιλελεύθερων εμμονών» ή «Φοροελαφρύνσεις για τους λίγους και καμία ουσιαστική ενίσχυση του κοινωνικού κράτους». Πρόκειται για αντιπαράθεση που, κάλλιστα, θα αποτύπωνε τον διάλογο Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ το 1996 ή το 2004. Το ζήτημα σήμερα όμως δεν είναι αν η ανάπτυξη θα έρθει με νεοφιλελεύθερα ή με κεϊνσιανά μέτρα.
Το ζήτημα σήμερα είναι ότι, όντας εγκλωβισμένο στο 4ο Μνημόνιο, και καθ’ οδόν προς το 5ο, το κράτος μας στερείται τους απαραίτητους βαθμούς ελευθερίας για να εφαρμόσει είτε νεοφιλελεύθερα (π.χ. μείωση ΦΠΑ και φόρου μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο 15%) είτε κεϊνσιανά αντι-υφεσιακά μέτρα (π.χ. σημαντική αύξηση δημόσιων επενδύσεων).
Αυτή την αγαστή αποσιώπηση των Μνημονίων, που θέτουν εκτός θέματος τόσο την Εκθεση της Ομάδας Πισσαρίδη όσο και τις αντιδράσεις σε αυτήν από τον ΣΥΡΙΖΑ, σπάει το ΜέΡΑ25 θυμίζοντας ότι στη «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς» δεν έχουμε καν την πολυτέλεια να αντιπαρατιθέμεθα για το αν θα ενστερνιστούμε νεοφιλελεύθερες ή κεϊνσιανές πολιτικές. Πολύ απλά, οι χρεοδουλοπάροικοι στερούμαστε των εργαλείων μιας κανονικής χώρας – ελέω των υπογραφών που έβαλαν Ν.Δ., ΚΙΝ.ΑΛΛ. και ΣΥΡΙΖΑ σε 4 Μνημόνια.
Η Αντι-Έκθεση του ΜέΡΑ25
Η μέγιστη συνεισφορά προοδευτικού κόμματος σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία είναι να καταστήσει ορατά στους πολίτες τα αίτια της ασφυξίας τους και το επερχόμενο 5ο Μνημόνιο το οποίο εγγυάται ο εκτροχιασμός του 4ου. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η παλλαϊκή συστράτευση που απαιτούν οι καιροί.
Η Ιδρυτική Διακήρυξη του ΜέΡΑ25 προϊδέασε το 2018 για τη μονιμοποίηση της Χρεοδουλοπαροικίας και των διαδοχικών, έως το 2060, Μνημονίων. Σήμερα, αποδομούμε την Έκθεση Πισσαρίδη αλλά και τις προσχηματικές αντιδράσεις εναντίον της από τη μείζονα αντιπολίτευση. Παράλληλα, έχουμε καταθέσει προς διαβούλευση, υπό μορφή Ολοκληρωμένης Πρότασης Νόμου, τη δική μας Έκθεση-Ατζέντα για τις θεσμικές τομές και οικονομικές παρεμβάσεις που απαιτούν η προστασία των πολιτών και η ανάκαμψη της κοινωνίας.
Ο ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ MέΡΑ25 ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ, ΣΗΜΕΙΟ-ΠΡΟΣ-ΣΗΜΕΙΟ, ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΕΔΩ.
Για την σελίδα της Εφημερίδας των Συντακτών, πατήστε εδώ.
August 21, 2020
Something remarkable just happened this August: How the pandemic has sped up the passage to postcapitalism – Lannan Foundation virtual talk
Unable to contain myself, I tweeted the following:
Financial capitalism has decoupled from the capitalist economy, skyrocketing out of Earth's orbit, leaving behind it broken lives & dreams. As the UK sinks into the worst recession ever, & US edges toward failed state status, FTSE100 goes up 2% & S&P500 breaks all time record!
— Yanis Varoufakis (@yanisvaroufakis) August 12, 2020
Before 2008, the money markets also behaved in a manner that defied humanism. News of mass firings of workers would be routinely followed by sharp rises in the share price of the companies “letting their workers go” – as if they were concerned with their liberation… But at least, there was a capitalist logic to that correlation between firings and share prices. That disagreeable causality was anchored in expectations regarding a company’s actual profits. More precisely, the prediction that a reduction in the company’s wage bill might, to the extent that the loss of personnel lead to lower proportional reductions in output, lead to a rise in profits and, thus, dividends. The mere belief that there were enough speculators out there thinking that there were enough speculators out there who might form that particular expectation was enough to occasion a boost in the share price of companies firing workers.
That was then, prior to 2008. Today, this link between profit forecasts and share prices has disappeared and, as a consequence, the share market’s misanthropy has entered a new, post-capitalist phase. This is not as controversial a claim as it may sound at first. In the midst of our current pandemic not one person in their right mind imagines that there are speculators out there who believe that there are enough speculators out there who may believe that company profits in the UK or in the US will rise any time soon. And yet they buy shares with enthusiasm. The pandemic’s effect on our post-2008 world is now creating forces hitherto unfathomable.
In today’s world, it would be a mistake to try to find any correlation between what is going on in the real world (of wages, profits, output and sales) and in the money markets. Today, there is no need for a correlation between ‘news’ (e.g. a newsflash that some large multinational fired tens of thousands) and share price hikes. As we watch stock exchanges rise at a time of tanking economies, it would be a mistake to think that speculators hear that the UK economy, or the US economy, have tanked and think to themselves: Great, let’s buy shares. No, the situation is far, far worse!
In the post-2008 world, speculators – for the first time in history – don’t actually give a damn about the economy. They, like you and me, can see that Covid-19 has put capitalism in suspended animation. That it is crushing corporate profit margins while also the destroying lives and livelihoods of the many. That it is causing a new tsunami of poverty with long-term effects on aggregate demand. That it demonstrates in every country and every town the pre-existing deep class and race divides, as some of us were privileged enough to keep social distance rules while an army of people out there laboured for a pittance and at risk of infection to cater to our needs.
No, what we are living through now is not your typical capitalist disregard for human needs, the standard tendency of the capitalist system to be motivated solely by the needs of profit-maximisation or, as we lefties say, capital accumulation. No, capitalism is now in a new, strange phase: Socialism for the very, very few (courtesy of central banks and governments catering to a tiny oligarchy) and stringent austerity, coupled with cruel competition in an environment of industrial, and technologically advanced, feudalism for almost everyone else.
This week’s events in Wall Street and the City of London mark this turning point – the historic moment that future historians will undoubtedly pick to say: It was in the summer of 2020 when financial capitalism finally broke with the world of real people, including capitalists antiquated enough to try to profit from producing goods and services.
But let us begin at the beginning. How did it all begin?
Before capitalism, debt appeared at the very end of the economic cycle; a mere reflection of the power to accumulate already produced surpluses. Under feudalism,
production came first with the peasants working the land to plant and harvest crops.
Distribution followed the harvest, as the sheriff collected the lord’s share. Part of this share was later monetised when the lord’s men sold it at some market.
Debt only emerged at the very last stage of the cycle when the lord would lend his money to debtors, the King often amongst them.
Capitalism reversed the order. Once labour and land had been commodified, debt was necessary before production even began. Landless capitalists had to borrow to lease workers, land and machines. Only then could production begin, yielding revenues whose residual claimant were the capitalists. Thus, debt powered capitalism’s early oeuvre. However, it took the second industrial revolution before capitalism could re-shape the world in its image.
The invention of electromagnetism, on the back of James Clerk Maxwell’s famous equations, gave rise to the first networked company, Edison for example that produced everything from the power generation stations and the electricity grid to the light bulb in every house. The funding needed to build these megafirms was, naturally, beyond the limits of the small banks of the 19th century. Thus, the megabank was born, as a result of mergers and acquisitions, along with a remarkable capacity to create money out of thin air. The agglomeration of these megafirms and megabanks created a new Technostructure that usurped markets, democracies and the mass media. The roaring 1920s, leading to the crash of 1929, was the result.
From 1933 to 1971, global capitalism was centrally managed and planned under different versions of the New Deal, that included the War Economy and the Bretton Woods system. Following the demise of Bretton Woods in the early 1970s, capitalism returned to a version of the 1920s: Under the ideological guise of neoliberalism (which was neither new nor liberal), the Technostructure again took over from governments. Our generation’s 1929, that happened in 2008 was the result.
Following the crash of 2008, capitalism changed drastically. In their attempt to re-float the crashed financial system, central banks channelled rivers of cheap debt-money to the financial sector, in exchange for universal fiscal austerity that limited the middle and lower classes’ demand for goods and services. Unable to profit from austerity-hit consumers, corporations and financiers were hooked up to the central banks’ constant drip-feed of fictitious debt.
Every time the Fed or the European Central Bank or the Bank of England pumped more money into the commercial banks, in the hope that these monies would be lent to companies which would in turn create new jobs and product lines, the birth of the strange world we now live in came a little closer. How? As an example, consider the following chain reaction: The European Central Bank extended new liquidity to Deutsche Bank. Deutsche Bank could only profit from it if it found someone to borrow this money. Dedicated to the banker’s mantra “never lend to someone who needs the money”, Deutsche Bank would never lend it to the “little people”, whose circumstances were increasingly diminished (along with their ability to repay any substantial loans), it preferred to lend it to, say, Volkswagen. But, in turn, Volkswagen executives looked at the “little people” out there and thought to themselves: “Their circumstances are diminishing, they won’t be able to afford new, high quality electric cars.” And so Volkswagen postponed crucial investments in new technologies and in new high quality jobs. But, Volkswagen executives would have been remiss not to take the dirt-cheap loans offered by Deutsche Bank. So, they took it. And what did they do with the freshly minted ECB-monies? They used it to buy Volkswagen shares in the stock exchange. The more of those shares they bought the higher Volkswagen’s share value. And since the Volkswagen executives’ salary bonuses were linked to the company’s share value, they profited personally – while, at once, the ECB’s firepower was well and truly wasted from society’s, and indeed from industrial capitalism’s, point of view.
This was the process by which, from 2008 to 2020, the policies to re-float the banking sector from 2009 onwards resulted in the almost complete zombification of corporations. Covid-19 found capitalism in this zombified state. With consumption and production hit massively and at once, governments were forced to step into the void to replace all incomes to a gargantuan extent at a time the real capitalist economy has the least capacity to generate real wealth. The decoupling of the financial markets from the real economy, that was the trigger for this talk, is a sure sign that something we may defensibly label postcapitalism is already underway.
My difference with fellow lefties is that I do not believe there is any guarantee that what follows capitalism – let’s call it, for want of a better term, postcapitalism – will be better. It may well be utterly dystopic, judging by present phenomena. In the short term, to avoid the worst, the minimum necessary change that we need is an International Green New Deal that, beginning with a massive restructuring of public and private debts, uses public financial tools to press the oodles of existing liquidity (e.g. funds driving up money markets) into public service (e.g. a green energy revolution).
The problem we face is not merely that our oligarchic regimes will fight tooth and nail against any such program. An even harder-to-crack problem is that an International Green New Deal, of the sort alluded to above, may be a necessary condition but is, most certainly, not a sufficient condition to create a future for humanity worth striving for. Can we imagine what may prove sufficient? My controversial parting shot is that, for postcapitalism to be both genuine and humanist, we need to deny private banks their raison d’être, and to terminate, with one move, two markets: the market for labour and the share market.
Fully aware of how difficult it is to imagine a technologically advanced economy lacking share and labour markets, I wrote my forthcoming book Another Now – in which I lay out the argument that terminating labour and share markets, along with the type of commercial banking taken for granted today, is a prerequisite for a postcapitalist society with functioning markets, authentic democracy and personal liberty.
Lannan Foundation virtual talk, in conversation with Daniel Denvir, Thursday 13th August 2020
August 12, 2020
Η πατριωτική-διεθνιστική θέση-πρόταση του ΜέΡΑ25 για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: Άμεση Σύγκληση Διάσκεψης Χωρών Αν. Μεσογείου στην Αθήνα
Παίρνοντας την σκυτάλη από την μνημονιακή κυβέρνηση Τσίπρα, η μνημονιακή κυβέρνηση Μητσοτάκη αμέσως υιοθέτησε το αυτογκόλ Τσίπρα (δηλαδή την συμφωνία με Ισραήλ και Κύπρο) και, γρήγορα, προχώρησε σε δύο συμφωνίες για χάραξη αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (ΑΟΖ) με την Ιταλία και την Αίγυπτο – συμφωνίες οι οποίες ενίσχυσαν περαιτέρω την διαπραγματευτική θέση της Άγκυρας ως εξής:
Στη συμφωνία με την Ιταλία η Αθήνα εδραίωσε την τουρκική θέση ότι, μέσω διμερούς διαπραγμάτευσης, η ΑΟΖ των νησιών περιορίζεται σημαντικά. Μετά από αυτό το, δίχως πίεση, αυτογκόλ της Αθήνας, η Άγκυρα εύλογα θα πει: Αν μόνοι σας παραδέχεστε ότι ακόμα και μεγάλα νησιά, π.χ. η Κεφαλονιά, που βρίσκονται μάλιστα μακρυά από παράλια άλλης χώρας, έχουν «επήρεια» μόνο 70%, το λιλιπούτειο Καστελόριζο που είναι δίπλα στα τουρκικά παράλια πόση επήρεια είναι λογικό να έχει;
Στο κείμενο της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο δεν γίνεται αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας αλλά στο διεθνές δίκαιο για την επίλυση διαφορών μεταξύ των δύο μερών – ένα δεύτερο αυτογκόλ της κυβέρνησης.
Κάπως έτσι, οι μνημονιακές κυβερνήσεις άνοιξαν τον δρόμο για διμερείς διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα υπό την επιδιαιτησία του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον και έδωσαν το έναυσμα στον Ερντογάν να προχωρά σε ελεγχόμενες εντάσεις χρησιμοποιώντας το Oruc Reis. Άμεσος στόχος του είναι να βάλει κάποια αιτήματα στο τραπέζι της διμερούς διαπραγμάτευσης που τον ωφελεί πριν αυτή αρχίσει. Έτσι στέλνει το Oruc Reis σε περιοχή κοντά αλλά εκτός της ΑΟΖ που συμφωνήθηκε πρόσφατα με την Αίγυπτο και στο απώτατο όριο της υφαλοκρηπίδας που θα κατοχύρωνε το Δικαστήριο της Χάγης στην Ελλάδα ακόμα κι αν αποδεχόταν εκατό τοις εκατό τα ελληνικά επιχειρήματα.
Κι ενώ τα ΜΜΕ της τρόικας εσωτερικού παραπλανούν τον λαό ότι ο Ερντογάν παραβίασε ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα (κάτι που δεν έκανε), οι εθνικιστικοί τους αλαλαγμοί προετοιμάζουν το έδαφος για μία κατά κράτος υποχώρηση υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι όμως δεν γίνεται πάντοτε; Ο εθνικισμός πάντα προετοίμαζε το έδαφος για το ενδοτισμό την ώρα που οι Μεγάλες Δυνάμεις εργάζονταν φιλότιμα εναντίον των λαών της περιοχής.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα κόμματα του Μνημονιακού Δικομματισμού
Ας δούμε τί κάνουν σήμερα οι Μεγάλες Δυνάμεις σε συνεργασία με τα κόμματα του Μνημονιακού Δικομματισμού: Διεμβολίζοντας την ανύπαρκτη ΕΕ, η Ουάσιγκτον έδωσε το πράσινο φως στον κ. Μητσοτάκη να προχωρήσει στη συμφωνία με την Αίγυπτο, η οποία προσέθεσε διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα για την Τουρκία σε εκείνα που είχε ήδη αποφέρει η ελληνο-ιταλική συμφωνία. Με αυτές τις δύο συμφωνίες, ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε, την ώρα που αποδυνάμωνε την διαπραγματευτική του θέση με την Άγκυρα, να κερδίζει πόντους (με την βοήθεια, βέβαια, των ΜΜΕ της διαπλοκής) στο εγχώριο παιχνίδι προπαγάνδας.
Η Μέρκελ ξενίστηκε με τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου που υπαγόρευσε η Ουάσιγκτον, αλλά την δέχθηκε. Έτσι, ακολουθώντας γραμμή Τσακαλώτου, κι όχι Τσίπρα (ο οποίος αυτές τις μέρες αναλώνεται υποδυόμενος τον Ανδρέα Παπανδρέου του «Βυθίσατε το Χόρα», το οποίο, βέβαια, ειπώθηκε όταν υπήρχε μια ισχυρή ΕΣΣΔ), ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε ελπίζοντας ότι Αμερική και Γερμανία θα μεσολαβήσουν από κοινού προκειμένου να αποφευχθούν τα θερμά επεισόδια και οι ελληνο-τουρκικές διαφορές να παραπεμφθούν σε διεθνές δικαστήριο.
Πράγματι, αυτό συμβαίνει. Θερμά επεισόδια φαίνεται να αποφεύγονται, με πίεση από ΗΠΑ, Ρωσία και Γερμανία. Όμως, δεδομένου ότι ΗΠΑ, Ρωσία και Γερμανία δεν θα στραφούν ποτέ κατά της Άγκυρας, οι συμφωνίες των μνημονιακών κυβερνήσεων με Ισραήλ, Ιταλία και Αίγυπτο εγκλωβίζουν την Αθήνα. Έχοντας δωρίσει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα στην Άγκυρα, η φυσική κατάληξη των κινήσεων των μνημονιακών πολιτικών στο Αιγαίο ήταν να συρθούν σε διμερή διάλογο με επιδιαιτησία των Μεγάλων – την χείριστη, δηλαδή, δυνατή εξέλιξη για τους λαούς της περιοχής.
Και τί κέρδισαν οι κυβέρνησεις Τσίπρα-Μητσοτάκη; Τίποτα περισσότερο από πρόσκαιρα επικοινωνιακά κέρδη στο εσωτερικό της χώρας, όσο τα ΜΜΕ τους λιβάνιζαν για τα ερείσματα που, δήθεν, δημιούργησαν για την χώρα χαριεντιζόμενοι με Νετανιάχου, Σίσσι, Μέρκελ, Μακρόν και Τραμπ. Επί πλέον, το ΜέΡΑ25 εκτιμά ότι ο κ. Μητσοτάκης θα θερίσει τις ίδιες θύελλες που θέρισε πριν δυο χρόνια ο κ. Τσίπρας με το Μακεδονικό. Όπως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε την επιλογή της, προκειμένου να μην δυσαρεστήσει τον ακροδεξιό εταίρο της, να μην ενημερώνει το λαό για την Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι σήμερα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σπέρνει θύελλες με την επιλογή της, προκειμένου να μην δυσαρεστήσει την ακροδεξιά της, να μην προετοιμάζει τον κόσμο της για την επερχόμενη συνθηκολόγηση.
Το ΜέΡΑ25 είναι το μοναδικό κόμμα που αξιολογεί ως άκρως επικίνδυνα όχι μόνο για τα σχέδια ΗΠΑ και Γερμανίας αλλά και για τον αντίκτυπο των μεταξύ τους διενέξεων. Π.χ. σε μια διμερή διαπραγμάτευση υπό επιδιαιτησία της κας Μέρκελ, την οποία φαίνεται να επιθυμεί ο κ. Μητσοτάκης, ο Ερντογάν θα έχει τον «αέρα» να προσπαθήσει να «γκριζάρει» περιοχές. Η Ουάσιγκτον θα αρπάξει την ευκαιρία να «ενεργοποιηθεί» καταργώντας την γερμανική πρωτοβουλία διαμεσολάβησης – με απώτερο στόχο να ψαλιδίσει τις φιλοδοξίες του Βερολίνου να αναδειχθεί σε γεωστρατηγικό παίκτη στη Μεσόγειο. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας παρέμβασης των ΗΠΑ, με μαθηματική ακρίβεια, θα ευνοήσει ακόμα περισσότερο την Άγκυρα.
ΜέΡΑ25: Πολυμερής Διάλογος, όχι διμερής διαπραγμάτευση με επιδιαιτητές
Ποια είναι η μόνη εναλλακτική στις εντάσεις και την διμερή διαπραγμάτευση; Η πρόταση του ΜέΡΑ25 ήταν, από καιρό, η Αθήνα να συγκαλέσει Διεθνή Διάσκεψη όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της Τουρκίας. Μια τέτοια διάσκεψη αποκλείει τους επιδιαιτητές και, παράλληλα, αναγκάζει την Άγκυρα είτε να αυτο-απομονωθεί (αρνούμενη να προσέλθει επειδή δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία) είτε να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. [Το ότι έτσι πιέζεται και η Λευκωσία να αναγνωρίσει μια μορφή τουρκοκυπριακής εκπροσώπησης, είναι κι αυτό στα θετικά της πρότασης.]
Η προτεινόμενη διάσκεψη θα πρέπει να εξελίσσεται, παράλληλα, σε δύο επίπεδα. Το πρώτο να αφορά τον καθορισμό ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας. Το δεύτερο να αφορά διεθνή συμφωνία απεξάρτησης της περιοχής (εντός των συμφωνηθέντων ΑΟΖ) από τα ορυκτά καύσιμα, την σταδιακή κατάργηση των εξορύξεων και, βέβαια, τη δημιουργία ενός Κοινού Δίκτυου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με πλωτές ανεμογεννήτριες που απελευθερώνουν τις κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου τόσο από τα ορυκτά καύσιμα όσο και από τις γιγαντιαίες χερσαίες ανεμογεννήτριες που σπέρνουν οι πολυεθνικές σε νησιά, πεδιάδες και βουνοκορφές.
Επίλογος
Ως πατριώτες, αν χρειαστεί, θα πολεμήσουμε. Επιλέγουμε προσεκτικά τις Θερμοπύλες μας, απορρίπτοντας παράλληλα τις εθνικιστικές κραυγές που (η Ιστορία μας δίδαξε) είναι ο προπομπός της ενδοτικότητας.
Τονίζουμε ότι ο ελληνικός κι ο τουρκικός λαός μόνο να χάσουμε έχουμε τόσο από τον Πόλεμο όσο και από την Συνεκμετάλλευση που απαιτούν οι ολιγάρχες και οι πετρελαϊκές πολυεθνικές. Παράλληλα, δεν θεωρούμε διεθνισμό την συνθηκολόγηση στις εθνικιστικές απαιτήσεις ενός Ερντογάν.
Ποτέ δεν θα διαπραγματευτούμε από φόβο. Αλλά, παράλληλα, δεν θα φοβηθούμε να διαπραγματευτούμε. Γνωρίζουμε ότι βέλτιστη λύση είναι η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με τις χώρες της ευρύτερης περιοχής μέσω ακηδεμόνευτου, πολυμερούς διαλόγου. Για αυτό εναντιωνόμαστε σε διμερείς διαπραγματεύσεις υπό την επιδιαιτησία «Μεγάλων Δυνάμεων» που στόχο έχουν μια συμφωνία υπέρ των ολιγαρχών, των εμπόρων όπλων και των πετρελαϊκών πολυεθνικών.
Καθώς ο αποδεκατισμένος λαός μας θα συσπειρώνεται εναντίον της λαίλαπας του επερχόμενου 5ου Μνημονίου, κι ο τουρκικός λαός θα βυθίζεται καθημερινά στη φτώχεια, είναι μονόδρομος για τις προοδευτικές ελληνίδες και τους προοδευτικούς έλληνες η πατριωτική-διεθνιστική πρόταση του ΜέΡΑ25 για Διεθνή Περιφερειακή Διάσκεψη στην Ανατολική Μεσόγειο που στόχο έχει να την μετατρέψουμε σε θάλασσα Ειρήνης, Συνεργασίας και Βιώσιμης Κοινής Ευημερίας.
August 2, 2020
Capitalism is undermining itself. What does this mean for humanity? What comes next?
Ο καπιταλισμός αυτο-υπονομεύεται. Τι σημαίνει αυτό για τους ανθρώπους & το μέλλον;
Yanis Varoufakis's Blog
- Yanis Varoufakis's profile
- 2351 followers
