Yanis Varoufakis's Blog, page 59

July 1, 2020

Η εβδομάδα που γέννησε το ΟΧΙ, Μέρος Γ’ – Το μέγα ερώτημα της Τετάρτης 1η Ιουλίου 2015: Ήταν μάταιη η αντίσταση στην τρόικα;

Τετάρτη 1η Ιουλίου 2015, πέντε χρόνια σαν σήμερα. Το μέγα ερώτημα που με απασχολούσε, όπως και όλους, ήταν το εξής: Τί θα γινόταν αν κέρδιζε το ΟΧΙ και η κυβέρνηση το τιμούσε, τραβώντας το σχοινί; Θα είχαμε Grexit; Κι αν ναι, με ποιό κόστος; Το πιο κάτω κείμενο, που δημοσιεύτηκε στον Πρόλογο του ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ, απαντά στα ερωτήματα αυτά βασιζόμενο σε σημειώσεις και υπολογισμούς που έκανα στο ΥπΟικ εκείνη τη μέρα – Τετάρτη 1η Ιουλίου 2015, πέντε χρόνια σαν σήμερα.
Η Ελλάδα, από τη στιγμή που το κράτος πτώχευσε το 2010, ήταν αντιμέτωπη με τρεις πιθανές καταστάσεις: Πρώτον, τη χρεοδουλοπαροικία, στο πλαίσιο της οποίας ζούμε από τότε υπό τον ζυγό μη βιώσιμων δανείων, μόνιμης λιτότητας και δίνης ύφεσης-χρέους. Δεύτερον, ένα Grexit, που θα ερχόταν είτε εξ ατυχήματος είτε λόγω πολιτικής απόφασης των δανειστών ή των Αθηνών. Τρίτον, μια βιώσιμη συμφωνία, βασισμένη στην αναδιάρθρωση του χρέους, εντός του ευρώ. Το εάν η αντίσταση της Άνοιξης του 2015 ήταν μάταιη ή όχι εξαρτιόταν από το εάν θεωρούσαμε την εκπαραθύρωση από το ευρώ χειρότερη προοπτική από τη μονιμοποίηση της χρεοδουλοπαροικίας μέσω 3ου μνημονίου.
Το λαϊκό αίτημα δεν ήταν ποτέ η έξοδος από την ευρωζώνη (Grexit). Τον Γενάρη του 2015 το εκλογικό σώμα μάς έδωσε εντολή να διαπραγματευτούμε μια βιώσιμη συμφωνία βασισμένη στην αναδιάρθρωση του χρέους, εντός του ευρώ. Αλλά θα πει σωστά κάποιος: «Αυτό το ήθελαν και οι κυβερνήσεις του μνημονιακού τόξου (Παπανδρέου-Παπαδήμου-Σαμαρά). Εσείς γιατί θα καταφέρνατε κάτι καλύτερο; Επειδή δε φορούσατε γραβάτα;»
Ο λόγος για τον οποίο οι μνημονιακές κυβερνήσεις δεν είχαν καμία ελπίδα να εξασφαλίσουν τη βιώσιμη συμφωνία είναι ότι εξόρκιζαν το Grexit και προέκριναν αντ’ αυτού, και χωρίς δεύτερη συζήτηση, την παραμονή της χώρας σε καθεστώς μόνιμης χρεοδουλοπαροικίας. Γνωρίζοντας ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με το Grexit θα έλεγαν «ναι σε όλα», οι δανειστές (οι οποίοι, για λόγους που θα εξηγηθούν σε επόμενα κεφάλαια, δεν ήθελαν τη βιώσιμη συμφωνία) δεν είχαν παρά να τις σπρώξουν στα πρόθυρα του Grexit ώστε να αντηχήσει το «ναι σε όλα» στην ολομέλεια και στους διαδρόμους της Βουλής μας.
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, από την πρώτη μέρα που συνάντησα τον Αλέξη Τσίπρα, το μήνυμά μου ήταν ότι, για να αξίζει τον κόπο να πάρει τα κλειδιά του Μαξίμου, έπρεπε να φοβάται τη μονιμοποίηση της χρεοδουλοπαροικίας μας (δηλαδή το 3ο μνημόνιο) περισσότερο απ’ ό,τι φοβόταν το Grexit: Μόνο έτσι υπήρχαν πιθανότητες για την πολυπόθητη βιώσιμη συμφωνία χωρίς Grexit! Μόνο έτσι δε θα μπλόφαρε λέγοντας στους δανειστές ότι τα μνημόνια τελείωσαν. Γιατί; Επειδή αν πραγματικά προτιμάς το Grexit από το 3ο μνημόνιο, δεν είναι μπλόφα να λες ότι, βρέξει χιονίσει, δεν υπογράφεις 3ο μνημόνιο! Κι οι δανειστές; Θα ενέδιδαν ποτέ στην απαίτηση για σοβαρή και έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους (προαπαιτούμενο για βιώσιμη συμφωνία); Ναι, εφόσον ταυτόχρονα:
(Ι) γνώριζαν ότι, αντιμέτωποι με το δίλημμα Grexit ή συνθηκολόγηση (και αποδοχή της χρεοδουλοπαροικίας),  εμείς προτιμούσαμε  το Grexit·
(ΙΙ) έκριναν ότι ένα Grexit θα τους κόστιζε τελικά (σε οικονομικούς και πολιτικούς όρους) πιο πολύ από το να ενδώσουν στη σοβαρή και έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους την οποία απαιτούσε η επιθυμητή βιώσιμη συμφωνία.

[Σημ Το άμεσο κόστος για ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ ανέρχεται στα περίπου 700 δισ. ευρώ αθετημένων αποπληρωμών: ελληνικό δημόσιο χρέος, TARGET2, υποχρεώσεις των ελληνικών τραπεζών απέναντι στην ΕΚΤ, οφειλές των ελληνικών τραπεζών σε ξένους δανειστές, δάνεια ελληνικών εταιρειών και νοικοκυριών από ξένους δανειστές. Όλα αυτά τα δάνεια σε ευρώ θα ήταν, προφανώς, αδύνατον να αποπληρωθούν σε ευρώ μετά την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι, λόγω των λεγόμενων cross defaults (των στάσεων πληρωμών ξένων εταιρειών ή οργανισμών προς άλλες ξένες εταιρείες ή οργανισμούς λόγω της αθέτησης αποπληρωμών από Έλληνες οφειλέτες), τουλάχιστον 300 δισ. επιπλέον πρέπει να προστεθούν στο κόστος της ΕΕ από ένα Grexit. Σύνολο: περί το 1 τρισ. ευρώ!]


Συνοπτικά, στη Μνημονιακή Ελλάδα υπήρχαν τρεις βασικές απόψεις-θέσεις – τις οποίες αποτυπώνει ο πιο κάτω πίνακας:
(α) Η πεποίθηση του μνημονιακού τόξου ότι η παραμονή στο ευρώ άξιζε τα ισόβια στη φυλακή οφειλετών στην οποία μας έβαλε η τρόικα.
(β) Η πεποίθηση των θιασωτών της δραχμής ότι βιώσιμη συμφωνία εντός ευρώ δεν μπορεί να υπάρξει και, συνεπώς, το Grexit είναι η μόνη εναλλακτική στη χρεοδουλοπαροικία.
(γ) Η μεσαία οδός που (νόμισα ότι) ήταν κοινός τόπος μου με τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του Σύριζα, και η οποία μπορούσε να μας οδηγήσει σε βιώσιμη συμφωνία εντός της ευρωζώνης εφόσον εμείς θεωρούσαμεό,τι χειρότερο το 3ο μνημόνιο και οι δανειστές φοβόντουσαν πιο πολύ το περίπου 1τρισ. ευρώ που θα κόστιζε το Grexit1 απ’ ό,τι το πολιτικό κόστος του «να τα βρουν» με μια ελληνική κυβέρνηση της Αριστεράς.

Ιδού λοιπόν το κλειδί της ερώτησης: «Ήταν μάταιη η διαπραγμάτευση;» Εφόσον προτιμούσαμε το Grexit από το 3ο μνημόνιο, όχι, δεν ήταν μάταιη. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος για τον οποίο το σύνθημα με το οποίο κερδίσαμε τις εκλογές του Γενάρη 2015 ήταν: «Συμφωνία βιώσιμη μέσα στο ευρώ, αλλά όχι όλα για το ευρώ!»
Κατεβήκαμε στις εκλογές (τουλάχιστον έτσι νόμισα) αποφασισμένοι να καταδείξουμε στους δανειστές την ειλικρινή μας διάθεση να κάνουμε τα πάντα για την επίτευξη έντιμης επίλυσης του ελληνικού ζητήματος διαμηνύοντάς τους, παράλληλα, ότι –ενώ σε καμία περίπτωση δεν απειλούμε με Grexit– ήμασταν έτοιμοι, ακόμα κι εάν εκείνοι μας απειλούσαν με Grexit, να απαντήσουμε σε επιθετικές τους κινήσεις (π.χ. κλεισίματος των ελληνικών τραπεζών) με ανάλογα και εύλογα αντίποινα (κούρεμα ομολόγων SMP της ΕΚΤ, ενεργοποίηση παράλληλου συστήματος πληρωμών κτλ.)
Δυστυχώς, μετά την ήττα και τη συνθηκολόγηση, ακούμε και διαβάζουμε καλοπροαίρετους σχολιαστές, ακόμα και πολλούς που διάκεινται επικριτικά απέναντι στην επιλογή Τσίπρα να ενδώσει στην τρόικα, και να αποκαλέσει την Ελληνική Άνοιξη «αυταπάτη», οι οποίοι αναρωτιούνται: «Και τι να έκανε όταν κατάλαβε ότι ο εχθρός [σημ.: εννοούν τον κ. Σόιμπλε] επιζητούσε την εφαρμογή της απειλής μας, του Grexit; Να αποδεχόταν την καταστροφή που θα έφερνε το Grexit; Να συνέχιζε να μπλοφάρει με τους δανειστές, όπως ο Βαρουφάκης;» Δυστυχώς, η ήττα φαίνεται πως έφερε αμνησία ως προς το διακύβευμα της Άνοιξης, τους στόχους και τα μέσα μας.
Πολύ πριν κερδίσουμε τις εκλογές, προειδοποιούσα τον Αλέξη να μη διανοηθεί καν να μπλοφάρει απειλώντας μ’ ένα Grexit το οποίο δεν είχε σκοπό να εφαρμόσει. Είχα μάλιστα γίνει και δυσάρεστος, καθώς, από το 2012, επέμενα ότι, την επομένη των εκλογών τις οποίες θα κέρδιζε, θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια τρόικα που θα τον έσπρωχνε τεχνηέντως στο χείλος του Grexit, ώστε να διαπιστώσουν οι δανειστές αν εννοούσε αυτά που έλεγε. Πρόσθετα μάλιστα ότι η βιωσιμότητα της Ελλάδας εντός του ευρώ απαιτούσε από εκείνον, εκείνη τη στιγμή, να προτιμήσει το επαπειλούμενο Grexit από τη συνθηκολόγηση. Μόνον τότε μπορεί να υποχωρούσαν, δίνοντας στη χώρα τις ανάσες που χρειαζόταν, και άξιζε, εντός της ευρωζώνης.
Είχα δίκιο όμως, το 2012, ή το 2015, ότι η βίαιη έξωσή μας από το ευρώ ήταν, παρά το τεράστιο κόστος της, προτιμότερη από τη συνέχιση των μνημονίων και του καθεστώτος χρεοδουλοπαροικίας που αυτά μας επιβάλλουν;
Το σχετικό κόστος του Grexit
Το μέγα λοιπόν ερώτημα ήταν, και παραμένει, το εξής: Τι θα ήταν καλύτερο τον Ιούλιο του 2015; Ένα Grexit, το οποίο δε θέλαμε; Ή το 3ο μνημόνιο, εναντίον του οποίου εξεγερθήκαμε; Η απάντηση απλή: Το Grexit! Ναι, το κόστος θα ήταν μεγάλο. Το 2012 είχα μάλιστα χρησιμοποιήσει ακραίες εκφράσεις, λέγοντας ότι ένα Grexit θα μας πήγαινε πίσω στη νεολιθική εποχή. Όμως και τότε επέμενα: Αν δεν ήμασταν διατεθειμένοι να πούμε «όχι» σε νέα μνημονιακά δάνεια, ακόμα και υπό την απειλή του Grexit, η τρόικα θα συνέτριβε τη χώρα αφήνοντάς την εκτεθειμένη σε ένα μελλοντικό Grexit το οποίο θα ερχόταν όταν θα συνέφερε τους δανειστές, και με τη χώρα σμπαραλιασμένη. Όπερ και εγένετο! (Βλ. παρακάτω το γράφημα όπου φαίνεται η ραγδαία πτώση των εισοδημάτων την περίοδο 2012-2015.)
Στις αρχές Ιουλίου του 2015, κατά την ηρωική στιγμή του δημοψηφίσματος, ο πρωθυπουργός βρέθηκε αντιμέτωπος με την απειλή του Grexit σε μια συγκυρία όπου, μεσοπρόθεσμα, η συνθηκολόγηση και το 3ο μνημόνιο ήταν χειρότερη επιλογή από την αποδοχή του Grexit. Μην ξεχνάμε ότι τα capital controls που μας επέβαλε η τρόικα, και τα οποία πάσχισα με νύχια και με δόντια να αποτρέψω τους πεντέμισι μήνες της υπουργικής μου θητείας (βλ. π.χ. στο κεφάλαιο 4 το υποκεφάλαιο «Απορρίπτοντας τα όπλα του εχθρού»), είχαν ήδη βγάλει –στην ουσία– τη χώρα από τη νομισματική ένωση δημιουργώντας, ντε φάκτο, δύο νομίσματα: τα «χάρτινα», κανονικά, ευρώ και ένα παράλληλο νόμισμα, τα ευρώ που είχαν εγκλωβιστεί στις ελληνικές τράπεζες.
Με το κλείσιμο των τραπεζών, οι Έλληνες έμαθαν το πλαστικό χρήμα, όπως θα μάθαιναν να χειρίζονται το παράλληλο σύστημα πληρωμών που θα μας έδινε, κατ’ αρχάς, τη δυνατότητα να παραμείνουμε στο ευρώ για κάποιους μήνες (ώστε να ξανασκεφτεί η κ. Μέρκελ την καταστροφική για την ευρωζώνη επιλογή του Grexit) και, εν τέλει, αν το Βερολίνο επέμενε στο Grexit, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για νέο νόμισμα. Με αυτά τα δεδομένα, και σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του 3ου μνημονίου περί μονιμοποίησης της λιτότητας (έως το 2040), υπερφορολόγησης των αδυνάμων, χυδαίας νέας εκχώρησης του εθνικού πλούτου και της εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές και στα λοιπά αρπακτικά και συνεχιζόμενης εις το διηνεκές μετανάστευσης νέων ανθρώπων, το αδιαμφισβήτητα αρνητικό σοκ ενός Grexit θα ήταν προτιμότερο!

Γράφημα: Η διακύμανση του τριμηνιαίου ελληνικού εθνικού εισοδήματος σε ευρώ για την περίοδο 2007-2017 – με τη συμπαγή γραμμή να καταδεικνύει τον κινούμενο μέσο όρο (διάρκειας ενός έτους) [στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, επικαιροποιημένα τον Σεπτέμβριο του 2017]. Οι δύο διακεκομμένες χρονοσειρές αποτελούν εκτιμήσεις (μία ουδέτερη και μία απαισιόδοξη) του μέσου όρου του ΑΕΠ μετά από ένα Grexit τον Ιούλιο του 2015. Οι εκτιμήσεις βασίζονται σε προβολές επί των ελληνικών μακροοικονομικών δεδομένων έξι επεισοδίων σπασίματος σταθερών νομισματικών ισοτιμιών (Βρετανία 1931, 1992, Ιταλία 1992, Μεξικό 1994, Βραζιλία 1999, Αργεντινή, 2002), λαμβανομένης υπ’ όψιν της προϋπάρχουσας εσωτερικής υποτίμησης (ιδίως στην περίπτωση της Ελλάδας). Για περισσότερα βλ. το παράρτημα του προλόγου της ελληνικής έκδοσης.
Τι θα συνέβαινε στην ελληνική οικονομία στην περίπτωση του Grexit εν μέσω θέρους του 2015; Το Γράφημα 1 (σελ. 25) παραθέτει δύο εκτιμήσεις της απάντησης (βλ. διακεκομμένες καμπύλες). Η πιο αισιόδοξη εκτίμηση βασίζεται σε απλή προβολή της ιστορικής πορείας του εθνικού εισοδήματος χωρών που βίωσαν το απότομο και βίαιο σπάσιμο σταθερών ισοτιμιών (βλ. Βρετανία 1931, 1992, Ιταλία 1992, Μεξικό 1994, Βραζιλία 1999, Αργεντινή 2002). Και η πιο απαισιόδοξη εκτίμηση βασίζεται στην υπόθεση ότι, λόγω της ανυπαρξίας εγχώριων χαρτονομισμάτων, η άμεση μείωση του εθνικού μας εισοδήματος θα ήταν η διπλάσια εκείνων των συγκεκριμένων ιστορικών επεισοδίων.
Ακόμα και με βάση το απαισιόδοξο σενάριο διαφαίνεται ότι η ανάκαμψη θα ξεκινούσε την άνοιξη του 2016, ότι έναν χρόνο μετά το σοκ του Grexit θα είχε αποσοβηθεί και, σήμερα πλέον, οι ρυθμοί ανάκαμψης θα ήταν εντυπωσιακοί, θέτοντας την ελληνική οικονομία σε τροχιά που καθιστά τη σημερινή μας κατάσταση αποτελμάτωσης και σταδιακής ερημοποίησης ακόμα πιο θλιβερή.
Το κόστος της διαπραγμάτευσης
Στην προσπάθεια αμαύρωσης της αντίστασης του ελληνικού λαού εκείνη τη σπουδαία Άνοιξη καταβλήθηκαν φιλότιμες προσπάθειες από την τρόικα εσωτερικού και εξωτερικού να παρουσιαστεί ως αυταπόδεικτο το ψεύδος ότι η Ελληνική Άνοιξη σταμάτησε την ανάπτυξη που είχε αρχίσει το 2014 και κόστισε στην οικονομία έως και 100 δισ. ευρώ. Μια ματιά στο Γράφημα 1 αποκαλύπτει την πραγματικότητα, η οποία αρνείται πεισματικά, όπως και οι ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ, να συμμορφωθεί «προς τας υποδείξεις» της τρόικας εσωτερικού και εξωτερικού.
Η εικόνα του συνολικού εισοδήματος της χώρας (του λεγόμενου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος), εκφρασμένου σε ευρώ, είναι ξεκάθαρη. Η μείωσή του αρχίζει με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και, από τότε, μέχρι και τις αρχές του 2014, επιταχύνεται ραγδαία, με μια συνολική απώλεια της τάξης του 25% και άνω. Από τα μέσα του 2014 περνάμε από τη ραγδαία πτώση στην αποτελμάτωση: πιο ήπιες μειώσεις του συνολικού εισοδήματος, οι οποίες, όμως, συμπίπτουν με μεγάλες μειώσεις τιμών (αποπληθωρισμός της τάξης του 2% και άνω). Εν συντομία, το 2014 δεν υπήρξε καμία ανάκαμψη, πόσο μάλιστα ανάπτυξη. Αυτό που υπήρξε ήταν παγίωση της κρίσης, αποτελμάτωση και παγίδευση της κοινωνίας στην αυτοτροφοδοτούμενη δίνη ενός μη βιώσιμου χρέους – ύφεσης-λιτότητας.
Αντίθετα, λοιπόν, από το αφήγημα της ολιγαρχίας, σύμφωνα με το οποίο ο «ανόητος» λαός ψήφισε Σύριζα τον Γενάρη του 2015 «παρά την ανάκαμψη», η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι ο ελληνικός λαός ψήφισε την κυβέρνησή μας επειδή όχι μόνο δεν υπήρξε καμία ανάκαμψη το 2014 αλλά, επιπλέον, δεν μπορούσε άλλο να ανεχτεί τις ανοησίες περί Greekcovery, Greek Success Story κτλ., στις οποίες, προσβλητικά, τον εξέθετε ένα καθεστώς υπό πανικό.
Όσο για το «κόστος» της Ελληνικής Άνοιξης, το Γράφημα  είναι εξίσου αποκαλυπτικό: Απλώς δεν προέκυψε ποτέ τέτοιο κόστος! Σε όρους συνολικού εισοδήματος, αν μη τι άλλο, από τις αρχές του 2015 παρατηρούμε μια διαρκή σταθεροποίηση. Μήπως όμως το 2015 αυξήθηκε το χρέος; Όχι, δεν αυξήθηκε ούτε το χρέος. Όταν παρέλαβα το Υπουργείο Οικονομικών, το δημόσιο χρέος ήταν στα 317 δισ., ενώ το παρέδωσα, έξι μήνες μετά, στα 307 δισ., δηλαδή επί της ουσίας στο ίδιο, κατά τι χαμηλότερο, μη βιώσιμο επίπεδο. Μήπως το νέο χρέος που μου καταλογίζουν προστέθηκε λίγο αργότερα; Ούτε αυτό στέκει: Από το τέλος του 2014 έως την 1η Απριλίου 2016 το δημόσιο χρέος αυξήθηκε, σύμφωνα με τη Eurostat, μόνο κατά 1,5 δισ.
Τότε, τα 86 και 100 δισ. που μου χρεώνουν οι κ. Στουρνάρας και Ρέγκλινγκ πώς προέκυψαν; Πολύ απλά: Πήραν το μη βιώσιμο μέρος του δημόσιου χρέους, το οποίο έλεγα ότι αν δεν κουρευτεί θα πρέπει να μετακυλιστεί με νέα μη βιώσιμα δάνεια, και αφού βοήθησαν να εμποδιστεί το κούρεμά του (κάτι που απαιτούσε την απομάκρυνσή μου από το Υπουργείο Οικονομικών και την ήττα της Άνοιξης), εξασφάλισαν όχι μόνο ότι θα μετακυλιστεί με νέα μνημονιακά δάνεια αλλά και θα χρεωθεί σ’ εμένα!
Δεν είναι εντυπωσιακό; Το μη βιώσιμο χρέος που εκείνοι συσσώρευσαν πριν από το 2015 αποφάσισαν και διέταξαν να χρεωθεί στην Ελληνική Άνοιξη, στην εξέγερση ενός λαού εναντίον του συγκεκριμένου μη βιώσιμου χρέους! Ο Γιόζεφ Γκέμπελς θα ήταν περήφανος που η τέχνη της θεμελίωσης μιας προπαγάνδας σε γιγαντιαία ψεύδη ζει και βασιλεύει.
Εν κατακλείδι
Το 2015 υπήρχε τρόπος να αποδράσει η χώρα από τη φυλακή του χρέους παραμένοντας παράλληλα στο ευρώ: αν η ηγεσία μας φοβόταν το 3ο μνημόνιο περισσότερο απ’ ό,τι φοβόταν το Grexit.
Αν έστω και μια στιγμή, τότε που μου προτάθηκε να συμμετάσχω στην κυβέρνηση Σύριζα, πίστευα ότι η ηγεσία του θα υπέκυπτε στην αυταπάτη ότι η υποταγή στην τρόικα ήταν λιγότερο κακή λύση από το Grexit, δεν υπήρχε πιθανότητα να συμμετάσχω. Το βιβλίο τούτο οφείλεται στην εσωτερική ανάγκη μου να αφηγηθώ τα διεθνούς σημασίας γεγονότα που έφεραν την καθυπόταξη της κυβέρνησής μας στην αυταπάτη ότι η Ελληνική Άνοιξη ήταν καταδικασμένη και πανάκριβη, ενώ το 3ο μνημόνιο μονόδρομος.
ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Προς την συγκέντρωση της Πλατείας Συντάγματος της 3ης Ιουλίου 2015
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α΄ και εδώ το Μέρος Β’
Αποσπάσματα από το βιβλίο “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ: Για μια Eλληνική Άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες”, Εκδόσεις Πατάκη, 2017
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 01, 2020 02:24

June 29, 2020

AL-AKHBAR: Long interview with Léa El Azzi on capitalism after the pandemic, Europe, Greece, Lebanon & the IMF

The pandemic is not the first crisis (if we can say so) that hit capitalism all over the world. what is the difference between this one and the previous crisis? 
The obvious one is that Covid-19 dealt capitalism an external shock, like an earthquake or a meteor that strikes at both production lines and consumption at once. In contrast, the 2008 financial collapse, for example, was an internal, an endogenous, shock that was created, within, by the system itself. Having said that, the reason why the pandemic will prove so damaging is that capitalism had never recovered from the 2008 crash. Back then, it was the financial sector that crashed and burned. Central banks and governments refloated the financial sector by means of trillions of dollars of new money. However, this liquidity did not turn into actual investment in the real economy. So, while the banks recovered, and the oligarchy found themselves with appreciating assets, the majority our there had to face harsh austerity. This boosted the disconnect between available liquidity and investment in good jobs and its associated disconnect between the world of money (that was doing well) and the world of the real economy (which was not). Company shared were high but profitability was low. So, when Covid-19 arrived on the scene, it acted like a pin that bursts a gigantic bubble. Reflating this bubble, in the absence of serious public investment, will not be possible however much money Central Banks pump into the financial markets.
Why does capitalism face so many problems and challenges, despite the absence of ideological competitors?
Because that’s what capitalism is wonderful at doing: Producing technologies that undermine itself. The process at work is fascinating: In the real economy, new machines come into play that cut down the content of labour per unit of output. New jobs are created lower down the hierarchy of work. This means that machines play an increasing role in producing great new products which the machines will never want and which humans are decreasingly able to afford. Meanwhile, in the world of money, financiers constantly create new forms of debt that disguise themselves as a form of private money. Its accumulation eventually leads to a crash due to a string of bankruptcies. The combination of these dynamics, in the real and in the money worlds, inexorably produce one crisis after the other.
Why throughout the years, the economic success was not accompanied by improvements in peoples’s lives? Is it one of capitalism problems now? 
Defenders of capitalism dispute this. They roll out statistics that show a steady increase in average living standards over the past one hundred and fifty years, presenting it as evidence that capitalism has been good for humanity. While it is true that average real incomes have increased, especially in China and other developing countries, it is not at all clear that this has been a victory either for capitalism or for humanity. Take China, for example. While it has relied on the market and on private enterprise, it would never have grown the way it did if it was not for the capacity of its government to direct investment and determine the income distribution in ways that capitalism would have made impossible – in other words, without the Communist Party and its structures. Additionally, defenders of capitalism ignore the simple fact that a rise in incomes does not necessarily mean a rise in the quality of life. To give an extreme, but not misleading, example, take Australia’s Aborigines. Before the Europeans arrived in Australia, they had no income. But they had a rich and fulfilling life. Today, their majority receive government benefits but lead broken lives. Is this progress?
Will Covid- 19 bring down capitalism? Or do you think it is just a battle inside the same capitalist camp, and capitalism will win again?
The death of capitalism has been pronounced so many times that it is unwise to do so once again. What I can say is, first, that Covid-19 has struck at a time when capitalism was particularly fragile (and, therefore, all the talk of a quick recovery is inane) and, secondly, how this crisis affects humanity will depend on what we do, on how we react. Nothing is written in stone.
If we will set another regime, what will be? and do you think China and Cuba could have an advantage after their role in fighting the virus and helping other countries? — Miatta Fahnbullah wrote in “Foreign Affairs” that “A new economic model is needed, one that adapts traditional socialist ideals to contemporary realities”, you agree?
Yes, of course. Strong public health systems have proven themselves immeasurably better, and more resilient, than private ones. Capitalism’s reliance on just-on-time supply chains that no collective agency can plan or direct is proving its Achilles Heal. How could we have organised production and distribution differently? What might Postcapitalism look like? I have been struggling with these questions for a long time. Alas, this coming September I am bringing out a new book that offers my answer, for whatever it is worth. It is entitled: ANOTHER NOW: Dispatches from an alternative present.
You said that “either we unite with progressives around the planet in a shared struggle for justice, or we surrender to the forces of nationalism and free-market fundamentalism”, how could reuniting progressives help in any way?and what is your plan beside the website?  
Let me give you a simple example: During every recent crisis, bankers banded together and forced governments to apply socialism – for them! The price was austerity and hardship for almost everyone else. This led to discontent. Discontent then breeds fascism, xenophobia, nativism, ultra-nationalism. The representatives of this misanthropic type of politics unite across borders (look at the love in between Trump, Bolsonaro, Modi, Le Pen, Salvini etc.). Is it not the time for progressives to band together in the interests of the majority in every country, on every continent?
This is what our Progressive International is about. How are we organising this, besides a website? In two ways. First, by putting together a global plan for shared, green prosperity. (We must be able to answer questions such as “How much should we spend on fighting climate change? Where will the money come from? How will we redistribute wealth from the few to the many and from the Global North to the Global South?”) Secondly, by organising global actions in support of local causes (e.g. a global campaign in support of a few striking women workers in, say, India). To accomplish these hugely hard, but essential, tasks the Progressive International has put together a Council, comprising leading activists from around the world, and a Cabinet, consisting of a few dedicated organisers working on our campaigns on a day-to-day basis. Our next meeting will take place on 18th September in Iceland, under the aegis of Katrin Jacobsdottir, the country’s Prime Minister.
What should be the role of the state in all of this, specially after the Covid 19 and critics to capitalism and private sectors which was not able to cope with the crisis?
The state’s role is crucial. Even politicians inspired by small-government libertarianism have had to call for governments to step in and, effectively, save everyone. The question is not whether the state has a role. The question is: On whose behalf is the state acting?
Part 2: Europe after the pandemic
How will Covid – 19 change Europe? 
It will make it even more fragmented, insular and wrought by nationalism. Europe’s historic failure came in 2010, when a financial sector crisis was dealt with as if it were a great opportunity to cement the policy of socialism for the bankers and austerity for everyone else. As a result, our democracies were poisoned and powerful centrifugal forces began to tear apart any sense of a union. Covid-19 simply reinforced these forces.
This is not a “traditional economic crisis”, and it’s been very long time since the world faced something alike, but we notice that governments and nations are making “traditional moves”, specially with  releasing new bonds. Yanis Varoufakis doesn’t agree with these procedures, but why should European institutions continue in supporting a failed financial system by saving creditors? And what should be done instead?
Because our political system belongs to the failed financiers. It is they who, for years, financed political campaigns. It is they that wrote the rules of our monetary union, both during the good and the bad times. And it is they who have the power to impose upon the rest of society that the rest of society bails them out from the mess of their own doing. It is oligarchy par excellence.
Why you said that the last thing businesses in Germany, in Italy, in France, in Greece need now is loans? and how loans could affect them?
It is crucial that we never mistake a bankruptcy for a case of illiquidity. If the estimated value of your future income is greater than your debt, you are solvent. But, you may be ‘illiquid’, i.e. lacking cash. In these cases, a loan is both sensible and useful. However, if your debt is lower than your future expected income, no loan can help – all it will do is magnify your debt and push you deeper in bankruptcy. It is in this sense that I said that businesses do not need loans so much now. They need cash injections or, better, a debt restructure – under conditions that society places upon them (e.g. how they treat their workers, the environment, their customers etc.)
Could European institutions finance governments directly?
The European Central Bank cannot, due to a severe restriction in its charter. But, there are a myriad ways in which member-state deficits and debts could be mutualised – the first step toward a proper union.
All we talk about is saving European economies and markets, what about citizens, and the social impact of the pandemic?
I never talk about anything other than our main task, which is to minimise human misery and to maximise shared, real, green prosperity. If I indulge in any discussion about banks, bonds and fiscal policy is because these are the tools by which so few people destroy the lives of so many.
Part 3: Greece and IMF
Did Greece recover after the program with IMF? – if no, why?
Of course not. The reason is simple: The joint IMF-EU program was never about helping the Greek people recover. It was all about, primarily, saving four or five French and German banks by cynically transferring their gargantuan losses onto Europe’s taxpayers, using the Greek Treasury as an intermediate stop for the bailout funds. A secondary role of this IMF-EU program was to force the people of Greece into permanent debt bondage so as to ‘teach’ others (e.g. the Spanish, Italians, French) an important lesson: You do as you are told or else…
Economically speaking, what were the benefits of the program and negatives?
Precisely zero benefits, unless you were an oligarch. As for the negatives, it suffices to mention two: First, permanent debt bondage. Second, desertification, as your young (especially the better educated) are migrating in droves.
If not asking for IMF “help”, what else could have Greece do?
Declare bankruptcy. And then take it from there. Yes, it would have been costly. But, with hard work it would have been possible, either inside or outside the euro, to climb out of the hole. Under the IMF-EU program, this was – and remains – impossible, the result being that all the sacrifices are wasted.
Part 4: Lebanon economic / financial crisis and its IMF Program 
The Lebanese government put recently a “Financial Recovery Plan”, claiming that the “lebanese economy is in free fall” and that an “international rescue package to backstop the recession and create the conditions for a rebound. In parallel a quick delivery on long-awaited reform measures is critical to help restore confidence”. The minister of finance started the negotiations with IMF, and government say that it is the only way out. Why? Is the IMF a solution for the problem or a problem itself? Can we really negotiate to get a better deal, or it’s a package “take it or leave it”, specially for a small country that every day one American responsable give a statement telling us what we should and should not do?
Just like Greece in 2010, Lebanon is facing a moment of truth, a great dilemma. Become a vassal of the IMF and hope for a miracle that becomes less and less likely in the era of the post-pandemic depression. Or, take the pain but also take matters in the hands of its people. There are no easy solutions. But there is a clear choice.
The IMF program can never work for the majority. It may end up a complete disaster, with even the richer Lebanese suffering hugely. Or it may end up as a partial disaster, leading to some benefits for the better off while the majority languish in deeper debt and misery than ever. In either case, the majority of young Lebanese, especially the better educated, will leave the country, thus draining it of its most precious capital. The reason the majority are condemned under the IMF program is that this is what it is meant to do: A mild restructure of banking, personal and public debt in exchange for a massive redistribution of income, and in particular wealth, from the poor to the oligarchy-without-frontiers. While the IMF can, potentially, restore in Lebanon a semblance of normality, this will be bought at the price of the permanent expropriation of whatever little prospects and wealth the ‘little’ people have.
The alternative takes courage and political organisation. Throwing out the IMF, unilaterally haircutting your dollar or euro denominated debt, nationalising the banks, launching a new currency under a reconstituted central bank… these would be the first steps. Undoubtedly, it is a thorny and treacherous path as the world’s powerful will treat your people as a rebel army. But, if they see that you are pulling together and are using this crisis as an opportunity to eradicate corruption and cronyism, they will eventually relent. Iceland was in the same situation at the beginning of the 2008 crisis. They followed this hard road. And they won. There is no reason why a small country cannot assert its right to sovereignty from the global oligarchy that the IMF represents.

FOR THE AL-AKHBAR SITE, in Arabic, CLICK HERE

1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 29, 2020 23:03

Η εβδομάδα που γέννησε το ΟΧΙ, Μέρος Β’: Τετάρτη 1η Ιουλίου 2015

Ένας από τους παραλογισμούς εκείνης της εβδομάδας πριν το Δημοψήφισμα ήταν πως δεν μπορούσα να εμπιστευτώ την Τράπεζα της Ελλάδος να μου πει ευθαρσώς πόση πραγματικά ρευστότητα, σε ευρώ, παρέμενε στο σύστημα. Καθώς ο στόχος των Στουρνάρα-Ντράγκι ήταν να μας γονατίσουν μία ώρα αρχύτερα, είχαν κάθε κίνητρο να μας κρύβουν ποσότητες υπάρχοντος, διαθέσιμου ρευστού. Κι αυτό γιατί όσο λιγότερο ρευστό νομίζαμε ότι υπήρχε, τόσο πιο χαμηλό όριο αναγκαζόμουν να θέσω στις ημερήσιες αναλήψεις των καταθετών (ώστε να διαρκέσει έως την επόμενη εβδομάδα). Από την αρχή έκρινα ότι τα 60 ευρώ την ημέρα ήταν λίγα, ότι υπήρχε περιθώριο μεγαλύτερο από αυτό που υπολογίζαμε βάσει των αναφορών της Τράπεζας της Ελλάδος. Όμως, το γεγονός ότι έπρεπε να βασιστώ στα νούμερα που μόνο η Τράπεζα της Ελλάδος γνώριζε μου έκοβε τα πόδια.
Αφού έκανα μια μικρή έρευνα, στην οποία συνέβαλε κι ο Τζεφ Σακς, ανακάλυψα έντονες ενδείξεις ότι ο Στουρνάρας μου έκρυβε, πράγματι, ρευστότητα. Ανακάλυψα όμως και μια άλλη ενδιαφέρουσα, αν και μη εκμεταλλεύσιμη, πληροφορία. Όπως γνώριζα, το καλοκαίρι του 2012, λίγο πριν και λίγο μετά την εκλογή της κυβέρνησης Σαμαρά, και λόγω φημών περί ενός Grexit, οι Έλληνες καταθέτες έτρεξαν στις τράπεζες να σηκώσουν τις καταθέσεις τους. Τότε η ΕΚΤ οργάνωσε κανονική αερομεταφορά με εκατοντάδες πτήσεις αεροπλάνων κάργκο από τη Φρανκφούρτη προς το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας τα οποία μετέφεραν τόνους χαρτονομισμάτων ώστε να αντιμετωπιστεί εκείνο το bank run. Για να μην ξαναχρειαστεί τέτοια αερογέφυρα, αργότερα η ΕΚΤ έστελνε σιγά σιγά χαρτονομίσματα στην Τράπεζα της Ελλάδος, ώστε να δημιουργηθεί ένα στοκ σε περίπτωση έκτατης ανάγκης. Έτσι, κι αυτή ήταν η ενδιαφέρουσα αλλά όχι ιδιαίτερα χρήσιμη ανακάλυψή μου, τον Ιούλιο του 2015, κάτι που μου κρατήθηκε μυστικό κι έπρεπε να το ανακαλύψω μόνος μου, υπήρχαν 16 δισ. ευρώ σε χαρτονομίσματα, ιδιοκτησία της ΕΚΤ, στοιβαγμένα στα θησαυροφυλάκια των υποκαταστημάτων της Τράπεζας σε όλη τη χώρα (εκτός Αττικής, για κάποιον λόγο).
Εκείνη τη μέρα, κατά τη διάρκεια της καθημερινής μου επίσκεψης στο Μαξίμου, βρήκα τον Αλέξη στο γραφείο του παρέα με τον Αλέκο Φλαμπουράρη. Ως συνήθως, ενημέρωσα τον πρωθυπουργό για τα σημαντικά ζητήματα της ημέρας, κυρίως για τον ρυθμό με τον οποίο τα χρήματα διέρρεαν από τα ΑΤΜ. Κάποια στιγμή ανέφερα επίσης τα καταχωνιασμένα 16 δισ. Τα μάτια του έλαμψαν. «Τι; Υπάρχουν 16 δισ. που κάθονται χωρίς να κάνουν τίποτα και δεν τα χρησιμοποιούμε για να γεμίσουμε τα ΑΤΜ ώστε να λειτουργούν κανονικά;» ρώτησε.
Εξήγησα πως δεν μπορούσαμε να ακουμπήσουμε τα χρήματα αυτά. Η κατάσχεσή τους θα ισοδυναμούσε με κλοπή, καθώς δεν ήταν δικά μας αλλά στοκ χαρτονομισμάτων ιδιοκτησίας της Φρανκφούρτης που η ΕΚΤ τα είχε παρκάρει εκεί για μελλοντική, κατά το δικό της δοκούν, χρήση.
Α.Τ.: «Μα, Γιάνη», διαμαρτυρήθηκε ο Αλέξης, «αν το παιδί μου πεινά και δεν έχω λεφτά, έχω το ηθικό δικαίωμα να κλέψω ένα μπουκάλι γάλα. Δεν είναι παρόμοια η περίσταση;»
Γ.Β.: «Έτσι είναι σε προσωπικό επίπεδο και σε επίπεδο ηθικών επιλογών ενός πατέρα. Όχι όμως σε πολιτικό επίπεδο. Από πότε η κλοπή έγινε μέρος του πολιτικού οπλοστασίου της Αριστεράς;» τον ρώτησα.
Ο Φλαμπουράρης έσπευσε να υπερασπιστεί τον προστατευόμενό του:
«Έχουμε κάθε δικαίωμα», βροντοφώναξε, «να πάρουμε αυτά τα λεφτά για να σταματήσει να υποφέρει ο λαός». Ξάφνου, τυχαία, μπήκε στο πρωθυπουργικό γραφείο ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, από τις σπάνιες φορές που τον έβλεπα στο Μαξίμου. Ρώτησε τι τρέχει. Ο Αλέξης κι ο Φλαμπουράρης τον πληροφόρησαν πως μόλις είχα ανακαλύψει 16 δισ. ευρώ σε ρευστό να κάθονται σε χρηματοκιβώτια της Τράπεζας της Ελλάδος σπαρμένα ανά την επικράτεια. Τότε ο Φλαμπουράρης του είπε ότι, με τον Αλέξη και σε αντίθεση με μένα, πίστευαν πως οι συνθήκες δικαιολογούσαν την κατάσχεση αυτών των χαρτονομισμάτων από ταμεία που ανήκαν στο κράτος υπέρ του λαού.
Προσπάθησα να τους συνετίσω και, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Λαφαζάνη υπέρ του Grexit, να εξηγήσω ποιες ήταν οι πραγματικές μας πολιτικές εναλλακτικές: Αν θέλαμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη, τους είπα, τότε δε θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να δημεύσουμε τα λεφτά της ΕΚΤ. Αυτά τα 16 δισ. ήταν σαν να μην υπήρχαν. Αν, από την άλλη, θέλαμε το Grexit, τότε υπήρχε κάτι που θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να χαρακτηριστούμε κλέφτες: Θα μπορούσαμε να δημεύσουμε τα 16 δισ. ευρώ, να τα σφραγίσουμε με ειδικό μελάνι ώστε να ακυρωθούν ως ευρώ, να τα ξανασφραγίσουμε σαν νέες δραχμές, να τα τοποθετήσουμε στα ΑΤΜ ως τη μαγιά για νέο νόμισμα και τέλος να καλέσουμε τον Μάριο Ντράγκι να του εξηγήσουμε πως είμαστε σε κατάσταση έκτατης ανάγκης και να τον ρωτήσουμε ποια ήταν η αξία παραγωγής των 16 δισ. χαρτονομισμάτων (μελάνι, χαρτί, μεταφορικά κόστη κτλ.), ώστε να τον αποζημιώσουμε!
Βλέποντάς τους να επεξεργάζονται σιωπηλά αυτά που μόλις τους είχα πει, άδραξα την ευκαιρία να επαναλάβω την πάγια θέση μου ότι δεν έπρεπε να κάνουμε τίποτα από όλα αυτά, αλλά να ενεργοποιήσουμε το παράλληλο σύστημα πληρωμών που είχα προετοιμάσει. Αυτό θα επεξέτεινε τα χρηματοπιστωτικά μας περιθώρια μέσα στο ευρώ ακόμη, με στόχο πάντα τη βιώσιμη συμφωνία εντός του ευρώ. Και, αν δεν προέκυπτε συμφωνία, θα μας εξαγόραζε χρόνο ή, με βάση το πιο ακραίο σενάριο του Grexit, θα γινόταν το θεμέλιο ενός νέου, ψηφιακού, εθνικού νομίσματος.
Φυσικά, στον Λαφαζάνη άρεσε η ιδέα να χρησιμοποιηθούν τα 16 δισ. του Ντράγκι ως η βάση μιας νέας δραχμής και συμφώνησε, αν ακολουθούσαμε αυτό το σενάριο, ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να αποζημιωθεί για το κόστος παραγωγής των χαρτονομισμάτων. Καθώς όμως ο Αλέξης δε διανοούνταν το Grexit, η συζήτηση ήταν καθαρά θεωρητική. Σύντομα θα ξέχναγε τα 16 δισ. ευρώ αλλά και θα συνέχιζε να μπλοκάρει την ενεργοποίηση του παράλληλου συστήματος πληρωμών μου, στηρίζοντας σταθερά το βέτο που είχε θέσει ο Δραγασάκης λίγες μέρες νωρίτερα.
Μήνες αργότερα, η Καθημερινή δημοσίευσε ως γεγονός κίβδηλο «ρεπορτάζ» σύμφωνα με το οποίο ο Λαφαζάνης σχεδίαζε να κάνει έφοδο στο Νομισματοκοπείο, να διαρρήξει τα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος, να συλλάβει τον Στουρνάρα κτλ. Κάποια ρεπορτάζ που ακολούθησαν μάλιστα με παρουσίαζαν σαν μέλος εκείνης της συνωμοσίας! Ο στόχος τους ήταν ξεκάθαρος: να δαιμονοποιήσουν όσους είχαν στηρίξει με ειλικρινή τρόπο το ΟΧΙ, ώστε ο Αλέξης να φαντάζει, μέσω της σύγκρισης, ως ο λογικός, ο ενήλικος πολιτικός ανήρ που, την τελευταία στιγμή, είδε τον σωστό δρόμο κι έσωσε την Ελλάδα από τους απατεώνες και τους ερασιτέχνες στο κόμμα και στην κυβέρνησή του. Το γεγονός πως ο Αλέξης και ο Φλαμπουράρης ήταν εκείνοι που, προς στιγμήν, φλέρταραν με την ανόητη ιδέα της δήμευσης χαρτονομισμάτων που ανήκαν στην ΕΚΤ δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας.
ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Προς την συγκέντρωση της Πλατείας Συντάγματος της 3ης Ιουλίου 2015
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α΄
Αποσπάσματα από το βιβλίο “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ: Για μια Eλληνική Άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες”, Εκδόσεις Πατάκη, 2017
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 29, 2020 22:40

Europe’s Recovery Fund: An instrument of class war against weaker Europeans everywhere

Europe never was the battlefield on which the frugal North clashed with the profligate South. Instead, every European country has been the battlefield where a vicious class war is fought by a transnational oligarchy-without-frontiers training its armour against the weaker residents of every country, every region, every community. Covid-19, and the European Union’s response to it, only magnifies the human costs of this unremitting class war. All talk of a North-South clash is founded on a gigantic lie, that is based on many small truths, conveniently hiding from Europeans’ gaze the class war that diminishes their life prospects.
The crisis of financialisation in 2008 intensified Europe’s class war massively, holding a majority of Northern and Southern Europeans behind and leaving Europe, including its capitalist class, much weakened in relation to the rest of the world – the United States and China in particular. Twelve years on, Covid-19 gives this crisis a new, violent spin. The weak are weakened much, much more while Europe as a whole falls further and further behind the United States and China.
While the EU’s leadership and bureaucracy have been quite active in the past three months, producing one impressive-sounding policy announcement after the next, the sum of their actions boost the class war that enfeebled Europe over the past decade and weakened a majority of Europeans everywhere.
The context: Europe’s place in the Global Class War
To understand the nature of Europe’s class war, we need first to re-assess the global class war underpinning Globalisation. In the era of global capital flows and financialisation, nation-state-based analyses of economics, finance and politics are bound to mislead. Indeed, if we have learned anything in recent decades, it is that it is pointless to focus on any single country’s economy.
Once upon a time, when money moved between countries mostly to finance trade, and much of domestic consumption was satiated by domestic producers, it was possible to assess the strengths and malignancies of a national economy. Not anymore. Today, the malignancies of China and Germany are viciously intertwined with the malignancies of countries like the United States and Greece.
The unshackling of finance in the early 1980s, following the end of the capital controls left over from the Bretton Woods system, enabled gargantuan trade imbalances to be funded by rivers of money created privately via financial engineering. American hegemony grew as the United States shifted from a trade surplus to a massive trade deficit because global demand is maintained by American imports which, in turn, are financed by a flood of foreigners’ profits into Wall Street – a strange recycling process that is managed by the world’s de facto central bank, the Federal Reserve. Maintenance of this majestic, albeit utterly imbalanced, system necessitates the constant intensification of class war both in the deficit and in the surplus countries.
Deficit countries are all the same, at least in one important sense: They are condemned to generate debt bubbles and for their working classes helplessly to watch as industrial areas morph into rustbelts, whether they are powerful countries like the United States or weaklings like Greece. Once the bubbles inevitably burst, workers from the Midwest to the Peloponnese are, thus, engulfed by debt bondage and free-falling living standards.
Surplus countries differ a great deal from one another, the commonality of the fierce class war against their working classes notwithstanding. Take, for example, China and Germany. Both feature large trade surpluses in relation to the United States and the rest of Europe. And both repress their working class’ income and wealth. The important difference, however, between China and Germany is that, while China maintains huge levels of investment through a domestic credit bubble, Germany’s corporations invest much less and rely on the credit bubbles building up in the rest of the eurozone – credit bubbles that benefit massively the local oligarchies in Greece etc.
The true nature of the euro crisis thus becomes obvious: It was never a clash between the Germans and the Greeks, whom I use here as shorthand for the fabled North-South clash. Instead, what we always had was an intensification of class war within Germany and within Greece at the hands of an oligarchy-without-frontiers living off financial flows disproportionate to actual production or trade. For example, when the Greek state went bankrupt in 2010, the austerity imposed on most of the Greek population did wonders to restrict investment not only in Greece but also in Germany, thus indirectly repressing German wages at a time when the central banks’ money-printing was pushing share prices and German directors’ bonuses through the roof.
Adding to this picture the fact that Deutsche Bank was made whole by the Greek ‘bailout’, that Fraport and other German companies were given for a pittance 14 lucrative Greek airports and other public assets, that the Greek oligarchs were also bailed out by the EU and were enlisted in the fight against the Greek Spring of 2015, it is clear how the EU’s institutions worked tirelessly so that the euro crisis is not wasted – that it ended up benefitting German and Greek oligarchs at the expense of Greek and German workers and smallholders.
Bungled Exploitation: A very European failure
Class war is, arguably, more brutal in China and in the United States than in Europe. However, the lack of a European political union ensures that Europe’s class war is verging on the pointless, even from the capitalist class’s perspective. Proof that German capitalists squandered the wealth extracted from the working classes of the European Union is not hard to find. The surpluses the German private sector amassed from 1999 onwards were devalued by a massive 7% (compared to a 50% gain of US assets) courtesy of having no alternative but to lend theses trillions of euros to assorted foreigners whose subsequent distress led to large losses.
This is not only a German problem. It is a condition afflicting the other surplus EU countries as well. Handelsblatt revealed last week a notable reversal. Whereas in 2007 EU corporations earned around €100 billion more than their US counterparts, in 2019 the situation was reversed. Moreover, this is an accelerating trend. Only in 2019, corporate earnings rose 50% in the US more than in Europe while, projections suggest, that in 2020 the US corporates will lose 20% of their earnings compared to 33% in Europe.
The gist of Europe’s conundrum is that, while it is a surplus economy, its fragmentation ensures that the incomes losses of German and Greek workers do not even become sustainable profits for Europe’s capitalists. In short, behind the narrative of Northern Frugality hides the spectre of Bungled Exploitation.
The European Union’s economic policy agenda in response to Covid-19
Rumours that Covid-19 caused the EU to lift its game are grossly exaggerated. Good people who took heart from the news that, however reluctantly, the EU has embraced common debt in a bid to further the cause of paneuropean solidarity, will soon be deeply disappointed. Behind the heroic pronouncements and the triumphant propaganda lurks a sordid truth: The class war against Europe’s weaker people is escalating. And so is Europe’s descent into global irrelevance.
It all began with the quiet death of the Eurobond. Eurobonds, as advocated by DiEM25, would perform a simple task: They would automatically convert any new Italian, Spanish or Greek public debt (due to the impact of the pandemic on public revenues and expenses) into European debt (in the same way that US Treasury Bills absorb the costs of a recession in Missouri and Wisconsin). But, once the Eurobond was killed off by the Eurogroup in early  April, it is now a given that the gigantic increase in national budget deficits will be followed by equally sizeable austerity in every country – a euphemism for the intensification of the class war that depletes the already atrophied incomes of the majority in each of our countries.
What about the large Recovery Fund under deliberation currently? Can it absorb austerity’s impact and thus shield Europe’s working classes from a further loss of income and prospects? Is perhaps the agreement for the European Commission to issue common debt to fund this Recovery Fund Europe’s Hamiltonian moment and an opportunity to bring about solidarity with the weak across the Continent? I am afraid the answers to these questions is a large, unequivocal ‘No!’
Yes, common debt instruments are a necessary condition for ameliorating the intensified class war. However, they are not a sufficient condition. Two are the conditions for common debt to play a potentially progressive role; i.e. one that favours the weaker people across an economic block:
First, that the common debt is open-ended, rather than fixed term. If debt is issued for a specific period of time, and needs to be repaid by a certain deadline to the full, it constitutes a loan from the surplus to the deficit regions and from the rich to the poor citizens; i.e. it is the opposite of… solidarity. Lest we forget, the EU’s Recovery Fund is exactly this: a fund with an expiry date to be funded by common debt that must, however, be fully repaid by a certain deadline.
Secondly, to play a progressive role, common debt must fund the weaker citizens and firms across the common economic area: in Germany as well as in Greece. Automatically. Without reliance on the kindness of local oligarchs. It must operate like an automated recycling mechanism that shifts surpluses to those in deficit within every town, region, state. In the United States, for example, without any involvement of governors and local bureaucrats, food stamps and social security payments support the weak in California and in Missouri while, at once, shifting resources from California to Missouri. [Which is, of course, why American class warriors are hellbent on cutting social security and curtailing food stamps.]
In sad contrast, the so-called European Recover Fund was announced complete with a precise sum of euros to be dispensed to each nation-state via its government. This fixed allocation to different member-states will turn one nation against the other, as the fixed sum to be given to Greece will be portrayed in Germany as a tax on Germany’s working class. Moreover, one can only be appalled by the idea of transferring monies to the Greek government, effectively entrusting the local oligarchy behind it with the task of distributing the monies to the people of Greece!
Conclusion: Europe’s class war and fragmentation will intensify in the post-pandemic era
The media adore a boxing match allegory. While the Dutch, Finnish, German and Austrian representatives attempt to water down the EU’s Recovery Fund, commentators will be making the most of the opportunity to present Europe as a ring in which, in the blue corner, the Frugal Protestants prepare to take on the Profligate Greco-Romans in the red corner. However, in exactly the same way that the spectre of trade wars between China and the United States is employed to hide the intense class wars within the United States and within China, so too in Europe the real bout is between a North-South alliance of oligarchs against everyone else.
There is, however, a difference that distinguishes Europe’s class war as particularly inane: Unlike China and the United States, whose institutions are capable of managing the class war so as not to weaken their corporations, Europe’s institutions are incapable of doing this. Thus, European capitalism wanes even though the class war against the weaker Europeans intensifies. In short: European oligarchs are not even good at serving their interests! Europe’s class war is intensifying but European capitalism falls behind day in day out. Bungled exploitation seems an apt term here.
Where Europe’s establishment seems to have improved is in its capacity to convince even some progressive Europeans (desperate for some good news) that recent policy announcements, like the EU’s Recovery Fund, are broadly in the right direction. They are the opposite. A good look at the Recovery Fund’s makeup, seen against the backdrop of huge new austerity, dispels any hope that the unremitting class war against Europe’s many is about to subside. Instead, what becomes obvious is that the EU is, yet again, investing in solidarity among oligarchies – North and South, East and West.
Solidarity amongst Europe’s oligarchs will never empower Europe’s majority. It will only intensify the omnipresent class war that short-changes almost all Europeans and pushes a majority of them into despair. This is why DiEM25, our transnational Democracy in Europe Movement, is more relevant than ever: Because the only force that can oppose the oligarchy’s class war tactics is a transnational movement that knows no frontiers and transcends the borders of Europe’s member-states.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 29, 2020 04:53

Η εβδομάδα που γέννησε το ΟΧΙ, Μέρος Α’: Παρασκευή 26η με Τρίτη 30η Ιουνίου 2015

Νωρίς το πρωί της Παρασκευή 26 Ιουνίου, ο Αλέξης μας μάζεψε όλους στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου μας, με πανοραμική θέα στο κέντρο των Βρυξελλών. Παρόντες εκτός από τον Αλέξη κι εμένα ήταν οι Δραγασάκης, Σαγιάς, Ευκλείδης, Παππάς, Σταθάκης, Χουλιαράκης και ίσως ένας ή δύο βοηθοί. Ελήφθησαν μεγαλύτερες προφυλάξεις απ’ ό,τι συνήθως για να αποτραπούν υποκλοπές πριν μας εξηγήσει ο Αλέξης τι θα συνέβαινε στη συνέχεια.
Καθώς είχε αποκλειστεί κάθε περιθώριο για τη σύναψη συμφωνίας, μας είπε ο πρωθυπουργός, όλοι εκτός από εμένα και τον Ευκλείδη (που έπρεπε να παραστούμε στο Eurogroup της επομένης μέρας) και τον Χουλιαράκη (ο οποίος μπορεί να χρειαζόταν να μείνει για κάποιο έκτακτο Brussels Group ή Eurogroup Working Group), θα επέστρεφαν στην Αθήνα με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο. Σκοπός του Αλέξη ήταν να συγκαλέσει το Υπουργικό Συμβούλιο το βράδυ της ίδιας μέρας, όπου θα πρότεινε να τεθεί το τελεσίγραφο των θεσμών σε δημοψήφισμα, το οποίο θα διεξαγόταν σε λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα, την Κυριακή 5 Ιουλίου. Προφανώς, θα καλούσαμε τον ελληνικό λαό να ψηφίσει ΟΧΙ, μας διαβεβαίωσε, κλείνοντας τη σύντομη ανακοίνωσή του λέγοντας:
Θέλω να το κάνω σε όλους ξεκάθαρο πως απαιτώ να μη διαρρεύσει τίποτα από εδώ μέσα. Είναι κρίσιμο να μη μαθευτεί πριν ανακοινώ- σουμε επίσημα το δημοψήφισμα στην Αθήνα μετά το Υπουργικό Συμβούλιο απόψε το βράδυ. Μην πείτε τίποτα σε κανέναν, ούτε σε δημοσιογράφους, ούτε στις συζύγους σας στο τηλέφωνο και, κυρίως, όχι στους τροϊκανούς. Εντάξει;
Συζήτηση δεν έγινε. Όλοι αντιλαμβανόμασταν το μέγεθος αυτού που είχε αποφασιστεί. Έκανα μόνο μία ερώτηση: «Σύντροφοι, έτσι για να ξέρω, το δημοψήφισμα το κάνουμε για να το κερδίσουμε ή για να το χάσουμε;». Κανείς δε μου απάντησε, ούτε ο Αλέξης. Η μοναδική απάντηση που έλαβα, και πιστεύω πως ήταν ειλικρινής, ήταν του Δραγασάκη. «Είναι η έξοδος κινδύνου μας», μου είπε καθώς το δωμάτιο άδειαζε.
Όπως ο Δραγασάκης, ήμουν κι εγώ πεπεισμένος πως θα χάναμε το δημοψήφισμα. Τον Ιανουάριο το συνολικό ποσοστό ψήφων που έλαβε η κυβέρνησή μας (Σύριζα και ΑΝΕΛ μαζί) ήταν 41%, σε αντίθεση με το μνημονιακό μπλοκ (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι), που έλαβε το 38,5%. Αν το δημοψήφισμα γινόταν την ίδια μέρα, ναι, πίστευα ότι θα το κερδίζαμε. Όμως είχαμε να διανύσουμε μια ολόκληρη εβδομάδα κλειστών τραπεζών και τοξικής προπαγάνδας από τα «μέσα» της τρόικας εσωτερικού. Η διαφορά μου με τον Δραγασάκη δεν ήταν εκεί. Εκτιμούσαμε κι οι δύο ότι το ΟΧΙ θα χάσει. Η διαφορά μας ήταν ότι, ενώ εγώ ήλπιζα διακαώς να θριαμβεύσει το ΟΧΙ, εκείνος έβλεπε το ΝΑΙ ως την έξοδο κινδύνου του, ως τη νομιμοποίηση της προσυπογραφής του τροϊκανικού τελεσι- γράφου – του 3ου μνημονίου.
Καθώς αποχωρούσαν όλοι, πλησίασα τον Χουλιαράκη για να προβώ σε μια σαφή προειδοποίηση: «Άκουσες τι είπε ο πρωθυπουργός. Ξέρω πως θα δυσκολευτείς να κρατηθείς μακριά από τους φίλους σου, τον Βίζερ και τους άλλους. Αν μάθω όμως πως μίλησες με τον Βίζερ ή τον Κοστέλλο, θα έχεις να κάνεις μαζί μου προσωπικά. Καταλαβαινόμαστε;» Ο Χουλιαράκης έδειξε απαθής εν τη συμφωνία του.
Επέστρεψα στο δωμάτιό μου, έβγαλα από την τσέπη μου την επιστολή παραίτησης που σκόπευα να υποβάλω στον Αλέξη εκείνη την ίδια μέρα, την έσκισα και πέταξα τα κομματάκια στον κάδο. Ήταν κάτι σαν τελετουργία πριν από τον πόλεμο. Μας περίμενε η μάχη του δημοψηφίσματος. Αν χρειαζόταν, σκέφτηκα, θα έγραφα άλλη, ακόμα πιο επικαιροποιημένη επιστολή παραίτησης σε μία εβδομάδα – σε περίπτωση που κέρδιζε το ΝΑΙ. Πού να ήξερα;
Αμέσως καταπιάστηκα  με την ομιλία που θα εκφωνούσα στο Eurogroup της επομένης καθώς και με τη σύνταξη επίσημης επιστολής προς το Eurogroup με την οποία ζητούσαμε την παράταση κατά έναν μήνα της δανειακής μας συμφωνίας, παράταση η οποία θα επέτρεπε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος χωρίς κλυδωνισμούς – ένα αίτημα που δεν είχα καμία αυταπάτη ότι θα απορριφθεί.
Αρκετές ώρες αργότερα κοίταξα έξω το παράθυρο και συνειδητοποίησα πως είχε πέσει η νύχτα. Αποφάσισα να βγω για να πάρω λίγο αέρα και να φάω κάτι. Στο λόμπι του ξενοδοχείου πέτυχα τον Γκλεν Κιμ και εξεπλάγην που ήταν ακόμη στις Βρυξέλλες. Πάντα χαιρόμουν όταν τον έβλεπα, κι έτσι τον κάλεσα να έρθει μαζί μου σε κάποιο κοντινό εστιατόριο. Τον είδα μαγκωμένο.
«Πρέπει να πάω σε μια συνάντηση», μου είπε.
«Αλήθεια;» τον ρώτησα. «Με ποιους;»
«Τον Χουλιαράκη, τον Βίζερ και τον Κοστέλλο», ήταν η αποστομωτική απάντησή του.
«Τι θράσος!» σκέφτηκα. Δεδομένης της απειλής μου εκείνο το πρωί σε περίπτωση συνεύρεσής του με τους αρχιτροϊκανούς, η άνεση με την οποία ο Χουλιαράκης κανόνιζε κάτω από τη μύτη μου συνάντηση με τον Βίζερ και τον Κοστέλλο, προσκαλώντας μάλιστα και τον «δικό μου» Γκλεν, ήταν άνω ποταμών. Καθώς ο Αλέξης είχε δώσει, ενώπιον όλων μας, ρητή εντολή να μη βγάλουμε κιχ, να μη μιλήσουμε καν τηλεφωνικώς με τους εκπροσώπους των δανειστών, θεώρησα καθήκον μου να τον κρατήσω ενήμερο για την «ωραία ατμόσφαιρα» που ετοίμαζε στις Βρυξέλλες ο Έλλην εκλεκτός της τρόικας. Πριν το κάνω, πήρα τον ίδιο τον Χουλιαράκη ώστε να του έχω δώσει την ευκαιρία την οποία δικαιούνταν για να εξηγηθεί.
Τον ρώτησα ψύχραιμα με τι είχε να κάνει η συνάντηση για την οποία μου μίλησε ο Γκλεν και αν δεν είχα γίνει αρκετά σαφής το πρωί. Μου απάντησε ότι δεν ήταν κάτι σημαντικό και ότι συναντιόντουσαν απλώς «για να ανταλλάξουν ιδέες». Χωρίς άλλη λέξη, έκλεισα το τηλέφωνο και τηλεφώνησα στον Αλέξη. Μου απάντησε η γραμματέας του, πληροφορώντας με ότι ετοιμαζόταν να μπει στο υπουργικό συμβούλιο. «Πρέπει οπωσδήποτε να του μιλήσω», επέμεινα. Όταν ήρθε ο Αλέξης στο ακουστικό, του είπα τι είχε συμβεί, ως όφειλα, δεδομένης της εντολής του για σιγή ασυρμάτου έως ότου ανακοινωθεί επισήμως το δημοψή- φισμα.
Για πρώτη φορά ο Αλέξης ύψωσε τον τόνο της φωνής του σε μένα, λέγοντάς μου ότι είχε βαρεθεί την εχθρότητά μου απέναντι στον Χουλιαράκη και καταλήγοντας με απειλή: «Αν συνεχίσεις, θα αναγκαστώ να σου κλείσω το τηλέφωνο». Εξοργισμένος του απάντησα: «Κάν’ το. Κλείσε μου το τηλέφωνο, Αλέξη!» Το έκλεισε. Δύο λεπτά αργότερα με κάλεσε πάλι για να ζητήσει συγγνώμη, αποδίδοντας το ξέσπασμά του στο στρες. «Όσο για τον Χουλιαράκη, δεν έχει σημασία πια», πρόσθεσε. «Σε λίγο ανακοινώνω το δημοψήφισμα».
Κατά τη διάρκεια του μοναχικού μου δείπνου τα ξανασκέφτηκα όλα. Δεν υπήρχε πιθανότητα ο Χουλιαράκης να συναντά την τρόικα στις Βρυξέλλες εκείνο το βράδυ χωρίς την έγκριση του Αλέξη. Όσο κι αν επιθυμούσα διακαώς να ξεφύγω από αυτό τoν βούρκο, είχα να εκπληρώσω ακόμη δύο καθήκοντα: πρώτον, να ολοκληρώσω το Eurogroup της επόμενης μέρας και, δεύτερον, να επιστρέψω στην Αθήνα για να συνεισφέρω όσο μπορούσα στην καμπάνια για το ΟΧΙ, ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή κατάληξη το δημοψήφισμα. Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο που έφερε το δημοψήφισμα, σκέφτηκα, δεν έπαυε να είναι μια κορυφαία στιγμή, μια ένδοξη κατάκτηση των Ελλήνων: Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός θα είχε την ευκαιρία να εκφράσει τη βούλησή του, αντιμέτωπος μ’ ένα τοξικό μνημόνιο. Δεν ήταν η ώρα για εσωστρέφεια ή τσακωμούς.
Το πρωί του Σαββάτου 27 Ιουνίου, λίγο πριν από το Eurogroup, ο Ευκλείδης κι εγώ συναντηθήκαμε με τους Ντάισελμπλουμ, Βίζερ και Σαπέν. Αναστατωμένοι από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, με πίεζαν να το ανακαλέσουμε. Εξήγησα το σκεπτικό της απόφασής μας: Αισθανόμασταν πως δεν είχαμε λάβει εντολή από τον ελληνικό λαό ούτε για να συγκρουστούμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας ούτε για να υπογράψουμε συμφωνία που φαινόταν παράλογη όχι μόνο σε εμάς αλλά ακόμα και στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, σε άλλους πέντε υπουργούς Οικονομικών και σε όλο σχεδόν το προσωπικό του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον. Ο Γερούν τότε τόλμησε να με επιπλήξει για την παρότρυνσή μας προς τους ψηφοφόρους:
ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Θα τους παροτρύνετε να ψηφίσουν ΟΧΙ!
Γ.Β.: Κυρίαρχο είναι το εκλογικό σώμα. Δεν είναι ούτε η κυβέρνηση ούτε ο υπουργός. Οι εντολές μας προέρχονται από το εκλογικό σώμα.
ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Τα πολιτικά κόμματα κάνουν προεκλογικές εκ- στρατείες…
Γ.Β.: Φυσικά. Και δεν είναι αυτό το θέμα της συζήτησης. Το τι εκστρατεία θα κάνουμε είναι δική μας δουλειά. Αυτό που χρειάζεται να ξέρεις…
ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Δείχνει όμως τις προθέσεις σας!
Γ.Β.: Η άποψή σου για τις προθέσεις που έχουμε ως πολιτικοί, Γερούν, δεν έχει καμία σημασία. Όπως και οι απόψεις μου για τις δικές σου προθέσεις ως πολιτικού δεν έχουν καμία σημασία. Είναι κάτι που αφορά εσένα και το εκλογικό σου σώμα.
Σε εκείνο το σημείο παρενέβη ο Σαπέν για να προβάλει κι εκείνος τη δική του ένσταση. Καλούσαμε, είπε, τους Έλληνες να ψηφίσουν εναντίον των αρνητικών όψεων της προτεινόμενης συμφωνίας, όπως π.χ. της λιτότητας, χωρίς να αναγνωρίσουμε τα πλεονεκτήματά της. Τον ρώτησα σε ποια πλεονεκτήματα αναφερόταν. «Τα μέτρα για το χρέος, την επενδυτική βοήθεια κτλ.», απάντησε ο Σαπέν. Ο Ευκλείδης του επισήμανε πως αυτά δεν τέθηκαν ποτέ στο τραπέζι, καθώς οι δανειστές μας είχαν αρνηθεί πεισματικά να τα θέσουν εκεί. Ο Γερούν παρενέβη ξανά:
ΝΤΑΪΣΕΛΜΠΛΟΥΜ: Ας δούμε τι είναι πολιτικά εφικτό. Χτίστε την εμπιστοσύνη, και τότε ακόμη και οι πιο αδιάλλακτοι υπουργοί θα είναι διατεθειμένοι, μετά το καλοκαίρι, να τα συζητήσουν αυτά. Αν νιώθουν περισσότερη εμπιστοσύνη πως το πρόγραμμα θα επανέλθει στον σωστό δρόμο.
Γ.Β.: Το δέχομαι αυτό. Το κατανοώ. Κατανοείτε όμως πως η εμπιστοσύνη είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης; Πως ο ελληνικός λαός δεν πιστεύει ότι το Eurogroup θα φανεί αντάξιο της εμπιστοσύνης του; Το Eurogroup δεν εμπιστεύεται τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά η εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει και από τις δύο πλευρές, Γερούν. Χρειάζεστε από εμάς κάτι δεσμευτικό στο τραπέζι; Το ίδιο κι εμείς από εσάς!
Η συζήτηση δεν έβγαζε πουθενά, έτσι πρότεινα να το αφήσουμε για την ώρα και να συνεχίσουμε τις συζητήσεις μας μέσα στο Eurogroup σε λίγα λεπτά, παρουσία όλων.
Το Eurogroup δεν υφίσταται!
Η σύνοδος του Eurogroup του Σαββάτου 27 Ιουνίου 2015 δε θα καταγραφεί ως μια λαμπρή στιγμή στην ιστορία της Ευρώπης. Το αίτημά μας να δοθεί ένα μικρό περιθώριο μερικών εβδομάδων στον ελληνικό λαό, ώστε να μπορέσει υπό συνθήκες ηρεμίας να αποφασίσει αν θα αποδεχόταν ή όχι το τελεσίγραφο των θεσμών, απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Καθώς η παράταση της δανειακής σύμβασης που είχε εξασφαλιστεί στις 20 Φεβρουαρίου έληγε την 30ή Ιουνίου, η απόρριψη του αιτήματός μας σήμαινε ότι η ΕΚΤ θα έκλεινε τη στρόφιγγα της έκτακτης ρευστότητας (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες. Με απλά λόγια, οι ελληνικές τράπεζες δε θα άνοιγαν τη Δευτέρα.
Το βασικό όμως, και πιο ενδιαφέρον, φαινόμενο σε εκείνη τη συνεδρίαση του Eurogroup ήταν η άνεση με την οποία όλοι τους συναίνεσαν στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία είναι μια πολύ κακή ιδέα. Η ιδέα και μόνον πως μια κυβέρνηση θα συμβουλευόταν τον λαό της, για μια προβληματική πρόταση-τελεσίγραφο που της ετίθετο από την τρόικα, αντιμετωπίστηκε με έλλειψη κατανόησης, περιφρόνηση, εν τέλει με προσβλητική έλλειψη σεβασμού απέναντι στην ίδια την έννοια της δημο- κρατίας.
«Πώς μπορούσαμε να περιμένουμε να καταλάβουν οι απλοί άνθρωποι τόσο πολύπλοκα θέματα;» ρωτήθηκα από πολλούς υπουργούς, συμπεριλαμβανομένου του Ιταλού Πιερ Κάρλο Παντοάν. Τους απάντησα με τρόπο που, αν ήμουν στη θέση τους, θα με είχε κάνει να ντραπώ:
«Πιστεύουμε ακράδαντα στην ικανότητα του λαού, των ψηφοφόρων, να είναι ενεργοί πολίτες. Να αναλύουν τις καταστάσεις και να λαμβάνουν υπεύθυνες αποφάσεις για το μέλλον της χώρας τους. Ακούγεται περίεργο το να αφήνουμε το μέλλον στα χέρια των πολλών, στη βάση της αρχής ένα άτομο-μία ψήφος. Αυτή όμως είναι η ουσία της δημοκρατίας, την οποία δεν έχουμε, απ’ όσο γνωρίζω, ακόμα καταργήσει στην Ευρώπη».
Το γεγονός ότι έπρεπε να πω αυτά τα λόγια, πόσο μάλιστα το έτερον γεγονός ότι δεν πείστηκαν από αυτά, σηματοδοτούσε μια μαύρη μέρα για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και τα θεσμικά της όργανα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πρόεδρος του Eurogroup αμέσως μετά έσπασε την κοινοτική παράδοση για να κάνει δύο απίστευτες ανακοινώσεις. Η πρώτη ήταν πως θα εξέδιδε «κοινό» ανακοινωθέν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής πλευράς, παραβιάζοντας  την εθιμοτυπική αρχή του Eurogroup και της ΕΕ γενικότερα περί ομοφωνίας. Η δεύτερη ήταν η ανακοίνωση ότι το Eurogroup θα επανασυνεδρίαζε μερικές ώρες αρ- γότερα για να συζητηθούν «τα επόμενα βήματα» χωρίς την παρουσία της ελληνικής αντιπροσωπείας.
Σε εκείνο το σημείο ζήτησα τον λόγο για να θυμίσω στον Γερούν ότι δεν ήταν στη διακριτική του ευχέρεια ούτε το ένα ούτε το άλλο. Εκείνος μου απάντησε κοφτά ότι ήταν. Τότε, απευθυνόμενος στη γραμ- ματεία του Eurogroup, που ήταν βέβαια η γραμματεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζήτησα νομική γνωμοδότηση για το ποιο από τα δύο ίσχυε: Ήταν στη διακριτική ευχέρεια του Ντάισελμπλουμ να εκδώσει κοινό ανακοινωθέν το οποίο είχα καταψηφίσει ή όχι; Μπορούσε να αποκλείσει αντιπροσωπεία κράτους-μέλους της ευρωζώνης με το έτσι θέλω ή όχι; Η συγκεκριμένη φρασεολογία του ερωτήματός μου προς το νομικό τμήμα της γραμματείας είχε ως εξής: «Έχει τη δυνατότητα ο πρόεδρος του Eurogroup να εκδίδει κοινά ανακοινωθέντα όταν δεν υπάρχει ομο- φωνία και, επίσης, να αποκλείει κατά βούληση υπουργούς Οικονομικών από συνεδριάσεις του Eurogroup;»
Ακολούθησε μια μικρή διακοπή ενώ άνθρωποι της γραμματείας, κάθιδροι και αναστατωμένοι, ήταν στα τηλέφωνα και άλλοι συμβουλεύονταν πολυσέλιδους τόμους. Μετά από λίγο ο Γερούν μας ανακά- λεσε στην τάξη και εκπρόσωπος της γραμματείας μου απηύθυνε τον λόγο.
«Κύριε Υπουργέ, το Eurogroup δεν υφίσταται νομικά, καθώς δεν αποτελεί μέρος των Συνθηκών της ΕΕ. Είναι μια άτυπη ομάδα των υπουργών Οικονομικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Κα- θώς είναι άτυπο όργανο, εξ ορισμού, δεν υπάρχουν γραπτοί κανό- νες που να καθορίζουν τη λειτουργία του. Ως εκ τούτου, ο πρόεδρός του δε δεσμεύεται νομικά».
Φεύγοντας από την αίθουσα του Eurogroup, καθώς περίμενα το ασανσέρ, πέτυχα έναν ανήσυχο αλλά αναπάντεχα φιλικό Μάριο Ντράγκι. «Τι στο καλό κάνει ο Γερούν;» με ρώτησε. «Καταστρέφει την Ευρώ-πη, Μάριο. Καταστρέφει την Ευρώπη», του απάντησα. Έγνεψε καταφατικά, φανερά προβληματισμένος. Κατεβήκαμε με το ασανσέρ και χωρίσαμε χωρίς να πούμε τίποτα άλλο.
Το ίδιο βράδυ, Σάββατο 27 Ιουνίου, μετά την άρον άρον επιστροφή από τις Βρυξέλλες, συγκλήθηκε το πολεμικό συμβούλιο στο Μαξίμου. Τη Δευτέρα το πρωί οι τράπεζες θα ξέμεναν από ρευστό και θα ξεκινούσε η βασανιστική προδημοψηφισματική εβδομάδα. Τα κανάλια της τρόικας εσωτερικού θα έδιναν ρεσιτάλ μαύρης προπαγάνδας δαιμονοποιώντας την αντίσταση στην τρόικα εξωτερικού και παρουσιάζοντας το ΝΑΙ στο πιο αντιευρωπαϊκό τελεσίγραφο ως την επιλογή «μένουμε Ευρώπη». Όμως το μέγα ερώτημα της στιγμής ήταν αν εμείς, το πολεμικό συμβούλιο, θα χρησιμοποιούσαμε το δημοψήφισμα για να επανενεργοποιήσουμε το σχέδιο απόδρασης από τη χρεοδουλοπαροικία ή το νεότερο σχέδιο του «στρίβειν διά του δημοψηφίσματος».
Σε όλα τα προηγούμενα πολεμικά συμβούλια, ακόμα και σε εκείνα όπου μειοψηφούσα οικτρά, το αρχικό σχέδιο μάχης που είχα καταθέσει στον Αλέξη πριν από τις εκλογές, σε περίπτωση που μας έκλειναν τις τράπεζες, δεν είχε αμφισβητηθεί από κανέναν. Μόνο ο Σταθάκης το απέρριπτε λέγοντας από την πρώτη μέρα, και προς τιμήν του, ότι εκείνος θα αποδεχόταν ό,τι μας έδινε η τρόικα την ύστατη στιγμή. Ακόμα και ο Δραγασάκης, όταν τους ρώταγα αν σε αντίποινα του κλεισίματος των τραπεζών από την τρόικα θα κουρεύαμε τα ομόλογα SMP της ΕΚΤ, αν θα ενεργοποιούσαμε το παράλληλο σύστημα πληρωμών, αν θα προχωρούσαμε σε ρήξη όπως λέγαμε εξαρχής, απαντούσε επαναλαμβάνο- ντας το γνωστό πλέον: «Ναι, θα το κάνουμε αλλά έως τότε βαδίζουμε με το καλό σενάριο». Για να σας δούμε τώρα, σύντροφοι, σκεφτόμουν εκείνο το βράδυ της 27ης Ιουνίου, τώρα που το «καλό σενάριο» τετέλεσται.
Με την έναρξη της συνεδρίασης, λίγα λεπτά αφότου μπήκαμε στην αίθουσα με τον Ευκλείδη, τους υπενθύμισα τη συμφωνία που είχαν «ορκιστεί» επανειλημμένα να τηρήσουν: αν η τρόικα και η ΕΚΤ έκλειναν τη στρόφιγγα του ELA, ώστε να κλείσουν τις τράπεζες για να μας σύρουν σε ένα τετράμηνο, χρηματοοικονομικά ανυπόστατο μνημόνιο, με καταστροφικά επίπεδα νέας λιτότητας, αντικοινωνικά μέτρα που επιδίωκαν την περαιτέρω εξαθλίωση των φτωχότερων και την εξασφαλισμένη επιδείνωση της χρεοκοπίας του κράτους, των τραπεζών, των οικογενειών και των επιχειρήσεων, θα αντιδρούσαμε με τα προσυμφωνημένα μεταξύ μας τριπλά αντίποινα: θα κουρεύαμε τα ομόλογα SMP που βρίσκονταν στην κατοχή της ΕΚΤ, θα ενεργοποιούσαμε το παράλληλο σύστημα πληρωμών σε ευρώ και θα ανακοινώναμε την πρόθεσή μας να νομοθετήσουμε [σημ.: που δεν είναι το ίδιο πράγμα με την άμεση νομοθέτηση] την επιστροφή του ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος στη Βουλή των Ελλήνων.
Στο κλείσιμο της τοποθέτησής μου είπα ότι η στιγμή της αλήθειας είχε φτάσει. Ότι η τρόικα, εξαρχής, σκόπευε να μας οδηγήσει σε εκείνο το σημείο ώστε να διαπιστώσει η κ. Μέρκελ πόσα απίδια πιάνει ο σάκος μας.
«Από τον Μάρτιο, δυστυχώς, στέλνονται σήματα στη Μέρκελ και στον Ντράγκι από μέλη της ηγετικής μας ομάδας ότι, κόντρα στα λεγόμενα του Βαρουφάκη, δε θα προβαίναμε σε αντίποινα αν μας έκλειναν τις τράπεζες. Γι’ αυτό μας τις κλείνουν τώρα. Για τον Σόιμπλε είναι το πρώτο στάδιο προς το Grexit. Όμως για τη Μέρκελ και τον Ντράγκι είναι ένα τεστ για εμάς και, συγκεκριμένα, για τον πρωθυπουργό: Θα καταρρεύσουμε, παραδίδοντας τα όπλα; Ή θα προχωρήσουμε για όσο χρειάζεται και όσο πάει, με τη δική μας ρευστότητα και τα δικά μας αντίποινα; Μόνο στη δεύτερη περίπτωση η Μέρκελ και ο Ντράγκι θα σε πάρουν τηλέφωνο, Αλέξη, προτείνοντάς σου κάτι βατό, μια βάση βιώσιμης συμφωνίας. Οπότε θεωρώ ότι έχουμε ιερή υποχρέωση, τώρα, πριν από το δημοψήφισμα, να δείξουμε επί του πρακτέου τόσο στην τρόικα όσο και στον κόσμο μας ότι αντιδρούμε σύμφωνα με το σχέδιο και τις εξαγγελίες μας: Δε θέλαμε ρήξη, δεν την επιδιώκαμε τη ρήξη, αλλά δε φοβόμαστε τη ρήξη που η τρόικα τόσο ξεδιάντροπα δρομολόγησε. Προτείνω λοιπόν να αποφασίσουμε αυτήν ταύτην τη στιγμή την ενεργοποίηση των τριών αντιποίνων μας. Όχι αναγκαστικά όλων μαζί. Μπορούμε να ξεκινήσουμε με την ανακοίνωση ότι, αν έως τις 6 Ιουλίου [σημ.: τη Δευτέρα μετά το δημοψήφισμα] δεν έχει επανέλθει από την ΕΚΤ ο ELA, ώστε να ανοίξουν οι τράπεζες, η αποπληρωμή των ομολόγων SMP της ΕΚΤ θα αναβληθεί για το… 2048. Κατόπιν, την Τετάρτη, ανακοινώνουμε  την ενεργοποίηση  του παράλληλου  συστήματος πληρωμών. Και ούτω καθεξής. Έτσι θα περάσουμε το μήνυμα πως δεν κάνουμε πίσω, αλλά παράλληλα πως θέλουμε να τους δώσουμε μια ευκαιρία να επιστρέψουν σύντομα με μια αξιοπρεπή πρόταση».
Ο Δραγασάκης παρενέβη με ασυνήθιστη γι’ αυτόν ταχύτητα και δυναμισμό, καταδεικνύοντας ότι προετοιμαζόταν για εκείνη τη στιγμή –όπως κι εγώ άλλωστε– από καιρό. Απέρριψε την τοποθέτησή μου ως «επι- κίνδυνο λεονταρισμό». «Θέτω βέτο, Πρόεδρε», είπε κοιτάζοντας τον Αλέξη. «Πρέπει να πάμε συναινετικά με τον Ντράγκι, να μην τον προ- καλούμε». Κανείς άλλος δε μίλησε. Όλοι κοίταζαν τον Αλέξη.
Ο Αλέξης πλησίασε το παράθυρο καπνίζοντας πούρο – μια σχετικά πρόσφατη συνήθεια. Μετά από μερικά λεπτά συλλογισμού, γύρισε προς το μέρος μου, έκανε μια παύση και μου είπε: «Θα πάμε με τον Δραγασάκη, Γιάνη». Οι υπόλοιποι, πλην του Ευκλείδη, ο οποίος ήταν πολύ καταβεβλημένος για να μιλήσει εμπεριστατωμένα, ένευσαν ότι συμφωνούσαν με τον πρωθυπουργό. Ένας αγώνας που ξεκίνησε με τέτοιον ενθουσιασμό, που πυροδότησε όνειρα απελευθέρωσης από την εγχώρια ολιγαρχία και το βαθύ κατεστημένο που καταρρακώνει την Ευρώπη, κατέληξε εκείνη τη μαύρη ώρα στο πρωθυπουργικό γραφείο μια ισχνή μειοψηφία δύο ατόμων. Την ίδια όμως ώρα, έξω από το Μαξίμου, η κοινωνία εγκυμονούσε την ακριβώς αντίθετη στάση. Είχα υποχρέωση, άλλη μία φορά, να περιμένω, να μην παραιτηθώ, ώστε να γεννηθεί εκείνο το μεγαλειώδες ΟΧΙ στις κάλπες της επόμενης Κυριακής χωρίς η κοινή γνώμη να αποπροσανατολιστεί με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών.
Έτσι, η συζήτηση προχώρησε στη διαχείριση του μεγαλύτερου εφιάλτη, εν καιρώ ειρήνης, για έναν υπουργό Οικονομικών: του επ’ αόριστον κλεισίματος των τραπεζών της χώρας. Ήταν επιτακτικό, υποστήριξα, να καταστήσουμε σαφές ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την καταστροφή. Από τη στιγμή της εκλογής μας η κυβέρνησή μας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, έφτασε στο σημείο να αποδεχτεί παραχωρήσεις που ήξερε πως ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν, για να παραμείνουν οι τράπεζες ανοιχτές. Αντιθέτως, οι Στουρνάρας και Ντράγκι είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να πυροδοτήσουν και να τροφοδοτήσουν ένα bank run, ως πρελούδιο του κλεισίματος των τραπεζών που έπαιζε το 2015 τον ρόλο των τανκς του 1967.
Δεν έπρεπε να τους κάνουμε τη χάρη, υποστήριξα, να τους αφήσου- με να μας παρουσιάσουν σαν την κυβέρνηση που επέλεξε να αρνηθεί στους πολίτες της την πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Όπως τους είχα προϊδεάσει μήνες νωρίτερα, πρότεινα το εξής: Το πρωί της Δευτέρας να αφήσουμε τις τράπεζες να ανοίξουν κανονικά. Σε μία ή δύο ώρες τα ταμεία θα ξέμεναν από ρευστό, με αποτέλεσμα οι διευθυντές των τραπεζικών καταστημάτων να αναγκαστούν να κλείσουν μόνοι τους τα γκισέ και τις πόρτες. Εκείνη την ώρα εμείς, σύσσωμη η κυβέρνηση και ο κόσμος μας, θα έπρεπε να βγούμε στους δρόμους, έξω από τα κεντρικά των τραπεζών, για να διαμαρτυρηθούμε μαζί με τον λαό ενάντια στην τρόικα που πραξικοπηματικά στέρησε στους Έλληνες την πρόσβαση στα χρήματά τους.
Αυτήν τη φορά ούτε ο Ευκλείδης δεν ήταν με το μέρος μου. Αν οι τράπεζες άνοιγαν μόνο για να ξεμείνουν από ρευστό λίγο αργότερα, υποστήριξαν, διατρέχαμε τον κίνδυνο επεισοδίων μέσα και έξω από τα τραπεζικά καταστήματα. Δε θεωρούσα το επιχείρημα αβάσιμο, πίστευα όμως πως υπερτιμούσαν τον κίνδυνο και πως θα μπορούσαν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η ηρεμία. Βασιζόμουν στην ωριμότητα του κόσμου, η οποία, σε συνδυασμό με την παρουσία των υπουργών στις διαδηλώσεις, θα λειτουργούσε κατευναστικά, ώστε ο εύλογος θυμός των πολιτών να διοχετευτεί σε πολιτική, ενοποιητική δράση και όχι σε βία.
Επέμεινα, παρά το γεγονός ότι ήμουν πλέον μειοψηφία του ενός:
«Αν εμείς υπογράψουμε αύριο το βράδυ [σημ.: Κυριακή] την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) με την οποία θα διαταχθεί το κλείσιμο των τραπεζών τη Δευτέρα το πρωί», τους προειδοποίησα, «να ξέρετε ότι οι πολίτες θα μας χρεώσουν τα capital controls, τη στέρηση της πρόσβασής τους στις καταθέσεις τους. Η τρόικα θα παρουσιάσει αυτό το όνειδος, το κλείσιμο των τραπεζών της χώρας, ως δική μας ιδέα, ως δική μας στρατηγική επιλογή. Όχι μόνο θα χάσουμε το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών αλλά και το δημοψήφισμα».
Καθώς έκλεινε η συνεδρίασή μας, ξαφνικά θυμήθηκα ότι αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεσή τους! Είχα, βλέπεις αναγνώστη, τέτοια ανάγκη να πείθω τον εαυτό μου ότι δίναμε κοινό αγώνα, που ξεχνούσα επιλεκτικά αυτά που μου έλεγαν οι ίδιοι, π.χ. τον χαρακτηρισμό από τον ίδιο τον Δραγασάκη του δημοψηφίσματος ως «εξόδου κινδύνου». Βέβαια, όχι για πολύ. Η επίμονη έκκλησή μου να μην υπογράψουμε την ΠΝΠ κλείνοντας εμείς τις τράπεζες, αλλά απλώς να τις αφήσουμε να κλείσουν από μόνες τους ενώ εμείς προετοιμαζόμαστε για το κλείσιμό τους, είχε στόχο να μη δώσουμε την ευκαιρία στην τρόικα να αποποιηθεί, και να φορτώσει σ’ εμάς, την ευθύνη για το κλείσιμο των τραπεζών. Δεν ήταν όμως ότι η πλειοψηφία του πολεμικού συμβουλίου δεν το καταλάβαινε αυτό. Το καταλάβαινε πολύ καλά ότι η υπογραφή της ΠΝΠ θα έθετε την τρόικα στο απυρόβλητο και θα έριχνε το φταίξιμο στην Αθήνα. Μόνο που το φταίξιμο δε θα έπεφτε πάνω τους. Θα το έριχναν σε μένα. Προσωπικά!
Δεν πέρασαν παρά δευτερόλεπτα πριν έρθει η απόδειξη. Καθώς βγαίναμε από το πρωθυπουργικό γραφείο, με πλησίασε ο Δραγασάκης με ύποπτα φιλική διάθεση. «Αύριο πρέπει να συγκαλέσεις το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας», είπε. «Δε θα μπορέσω να παραστώ αλλά είμαι σίγουρος πως θα το χειριστείς καλά». Το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας είναι το όργανο που δεν επιθυμεί ποτέ να καλέσει ένας υπουργός Οικονομικών. Συνεδριάζει μόνο όταν πρέπει να κλείσουν οι τράπεζες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ώστε να συνταχθεί, με τη συνεισφορά της κεντρικής τράπεζας και των τραπεζών, η ΠΝΠ – η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία οι τράπεζες λαμβάνουν εντολή να μην ανοίξουν τις πόρτες τους.
Ο κύβος είχε ριφθεί: Οι τράπεζες θα έκλειναν, ενώ η τρόικα εσωτερικού και εξωτερικού μαζί με μερίδα του Σύριζα η οποία σύντομα θα διασπούσε το κόμμα ώστε να προωθήσει τη συνθηκολόγηση θα ξανάγραφαν την ιστορία του κλεισίματος των τραπεζών, με τον υπογράφοντα στον ρόλο του… εμπνευστή του.
Επιχείρηση «ο Βαρουφάκης έκλεισε τις τράπεζες»
Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής μας, η αντιπροεδρία επιδόθηκε στην έκδοση σειράς αποφάσεων με τις οποίες όλες οι εξουσίες ρύθμισης και ελέγχου των τραπεζών περνούσαν από τον υπουργό Οικονομικών στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Ενώ στην αρχή αυτή η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων ενέπιπτε στη συμφωνία μας ότι ο Δραγασάκης αναλάμβανε τον ρόλο του πορθητή της ελληνικής Πτωχοτραπεζοκρατίας, πολύ γρήγορα διεφάνη ότι μάλλον άλλος ήταν ο ρόλος του – ένας ρόλος πολύ πιο κοντά σε εκείνον του προστάτη της. Ανεξάρτητα πάντως από τα κίνητρα και τις ερμηνείες, το αδιαμφισβήτητο είναι ότι όταν ετίθετο θέμα διαχείρισης για οτιδήποτε είχε να κάνει με τις τράπεζες, ο αντιπρόεδρος αναλάμβανε τον χειρισμό του μηνύοντας στο υπουργείο μου να μην ανακατεύομαι.
Υπό αυτό το πρίσμα, η εντολή του να συγκαλέσω εγώ το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας για να κλείσει τις τράπεζες, και η ανακοίνωση του αντιπροέδρου ότι λόγω άλλων ασχολιών ο ίδιος δε θα μπορούσε να παραστεί, κέρδιζε Όσκαρ Κυνισμού. Το ένα μέλος του πολεμικού συμβουλίου που επέμενε να μη συγκληθεί το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας, και να μην υπογράψουμε ΠΝΠ με την οποία θα δίναμε εντολή να κλείσουν οι τράπεζες, εξαναγκαζόταν να είναι εκείνος που συγκαλεί το Συμβούλιο Συστημικής Σταθερότητας και συντάσσει την ΠΝΠ με την οποία θα έκλειναν οι τράπεζες! Όσο για τον εμπνευστή των κινήσεων εκείνων, στις οποίες εναντιώθηκα με όλο μου το είναι, δε θα παρίστατο καν!
Μολονότι απερίγραπτα δειλή, η στρατηγική λειτούργησε. Ακόμη και σήμερα τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης αναφέρονται στο πρόσωπό μου ως τον άνθρωπο που έκλεισε τις τράπεζες. Άλλη μία φορά βρέθηκα αντιμέτωπος με το ίδιο δίλημμα της παραίτησης. Όχι, δε θα παραιτούμουν, όσο το δημοψήφισμα πρόβαλλε στον ορίζοντα της επόμενης εβδομάδας κι ο κόσμος μας απαιτούσε εμφατικά να το κερδίσουμε. Αν παραιτούμουν, οι δικοί μου άνθρωποι, εκείνοι που στον δρόμο έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μας εμψυχώσουν, θα ένιωθαν προδομένοι από μια τέτοια κίνηση. Το αντίτιμο του να μείνω δίπλα τους έως την Κυριακή του δημοψηφίσματος ήταν, βέβαια, ότι έπρεπε να προεδρεύσω του Συμβουλίου Συστημικής Σταθερότητας.
Σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, στο Συμβούλιο συμμετέχουν, πέραν του υπουργού Οικονομικών, των αναπληρωτών του και του γενικού γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τραπεζών. Καθώς μαζευόμασταν για να εκκινήσει η συνεδρίαση, κατέφθασε ο Στουρνάρας σε με- γάλα κέφια. Με αγκάλιασε, με φίλησε σταυρωτά και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του που επέστρεφε στο υπουργείο, όπως δήλωσε. Βέβαια, η χαρά του οφειλόταν σε κάτι που δεν αναφέρθηκε εκείνη τη μέρα: στο γεγονός ότι το πολεμικό μας συμβούλιο είχε καταπνίξει το σχέδιό μας για αντίποινα στην τρόικα, που συμπεριελάμβαναν την επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας επί της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ξεκίνησα τη συνεδρίαση με σύντομη ανασκόπηση του πώς φτάσαμε στην ανάγκη σύγκλησης του Συμβουλίου. Δε δίστασα να καταστήσω σαφές ότι ο Στουρνάρας ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που προκάλεσαν την εκροή καταθέσεων, που είχε αποτέλεσμα την πρώτη φάση του σχεδίου της τρόικας, καλλιεργώντας το έδαφος για μια πεντάμηνη ασφυξία, η οποία οδήγησε, τελικά, στην «τραπεζική αργία». Ο Στουρνάρας δε φάνηκε να ενοχλείται καθόλου! Για την ακρίβεια, έμοιαζε πανευτυχής, σαν παιδί που δεν μπορεί να συγκρατήσει τη χαρά του, και ήταν εξαιρετικά φιλικός απέναντί μου – σαν να μην είχε περάσει μέρα από τα χρόνια τα παλιά, τότε που ήμασταν φίλοι. Κατόπιν άρχισε η τεχνική συζήτηση η οποία έθεσε τις βασικές παραμέτρους για το τι σήμαινε «τραπεζική αργία» στην πράξη, πώς θα εξοικονομούσαμε την ελάχιστη ρευστότητα που απέμενε, πώς θα δινόταν η δυνατότητα στους επιχειρηματίες να προβαίνουν σε καταθέσεις κτλ. [σημ.: Το πρόβλημα ήταν πώς θα βοηθούνταν επιχειρηματίες που στο τέλος της ημέρας έχουν πολλά χαρτονομίσματα στα χέρια τους –π.χ. ιδιοκτήτες βενζινάδικων– να τα καταθέσουν στις τράπεζες όταν αυτές ήταν κλειστές]. Πριν λυθεί η συνεδρίαση, ορίστηκαν ομάδες εργασίας που όλο το βράδυ θα επεξεργάζονταν αυτά τα ζητήματα στον έκτο όροφο του υπουργείου μου.
Πράγματι, με την ομάδα μου καταπιαστήκαμε με τον άθλο που ήμασταν υποχρεωμένοι να φέρουμε εις πέρας. Δουλέψαμε ολονυχτίς για τη δημιουργία του μαθηματικού τύπου ο οποίος θα υπολόγιζε τις αναλήψεις από τα ΑΤΜ που θα άφηναν ικανή ρευστότητα για τη συνέχιση των βασικών εισαγωγών που είχε ανάγκη η χώρα, δεδομένης της ελάχιστης ρευστότητας που είχε απομείνει συνολικά, δίνοντας έμφαση στην επιλογή αυτών των εισαγωγών με παράλληλη αναβολή άλλων, στην εξεύρεση λύσης για το 85% των συνταξιούχων που δεν είχαν κάρτες ανάληψης κτλ. Σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, πολλά νέα προβλήματα ξεπηδούσαν με το που λύναμε ένα από αυτά.
Στις 1.40 το πρωί της Δευτέρας, έχοντας ολοκληρώσει την ΠΝΠ, παρά τις έντονες αντιρρήσεις μου με την απόφαση να προβούμε στην υπογραφή μιας ΠΝΠ, έλαβα γραπτό μήνυμα από τον Στουρνάρα: «Ευχαριστώ για την εξαιρετική συνεργασία, Γιάνη μου». Όλα πήγαιναν καλά για τον ίδιο και την τρόικα, και μάλιστα με του λόγου μου να ξεροσταλιάζω στο υπουργείο ώστε να κάνω όλη τη δουλειά εκ μέρους τους. Εκεί μας είχε φέρει η απόφαση του πολεμικού συμβουλίου να παραδώσει τα όπλα, την ώρα που καλούσε τον λαό μας στα… όπλα: να δουλεύουμε για τον Στουρνάρα και όλους όσοι πυροδότησαν το bank run, που στόχο είχε να μας οδηγήσει πισθάγκωνα στη συγκεκριμένη ΠΝΠ. Δώδεκα μήνες πλάνο ήταν αυτό, από τη στιγμή του διορισμού του Στουρνάρα από τον Σαμαρά στη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ώστε να υπονομευτεί η κυβέρνησή μας. Πώς να μην είναι ενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα; Μόνο ένα εντυπωσιακό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα μπορούσε να ανατρέψει το σχεδιαζόμενο από καιρό πρα- ξικόπημα. Ήταν η ελπίδα, η προοπτική που με κράτησε όρθιο εκείνο το μαρτυρικό βράδυ.
Η αδρεναλίνη που κυλούσε στις φλέβες μας όλη τη νύχτα, η αγωνία για το πώς θα αντιδρούσε η κοινωνία στις κλειστές τράπεζες την άλλη μέρα το πρωί και η ελπίδα ενός βροντερού ΟΧΙ την επόμενη Κυριακή με βοήθησαν να μην υποκύψω στην απελπισία και να εργαστώ αστα- μάτητα με την ομάδα μου μέχρι τις εννέα το πρωί. Ήταν η ώρα που υπό κανονικές συνθήκες θα άνοιγαν οι τράπεζες. Αντ’ αυτού, οι οθόνες της τηλεόρασης κατέγραφαν ατελείωτες ουρές στα ΑΤΜ, καθώς οι καταθέτες προσπαθούσαν να αποσύρουν τα 60 ευρώ που είχαμε καθορίσει ως το ανώτατο όριο ανάληψης που επέτρεπε να επιβιώσουμε μέχρι το πρωί της επομένης του δημοψηφίσματος.
Τότε ήταν που πληροφορήθηκα πως, κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, προτού ακόμη ανακοινωθεί ότι θα ετίθεντο δραστικοί περιορισμοί στην ανάληψη μετρητών από τα ΑΤΜ, οι βουλευτές είχαν αδειάσει πέντε φορές το ΑΤΜ της Βουλής! Το θεώρησα σκάνδαλο οι εκπρόσωποι του λαού να κάνουν κατάχρηση της πρότερης γνώσης τους και της πρόσβασης που είχαν στο ΑΤΜ της Βουλής για να αποφύγουν τις ουρές. Όπως ήταν και σκάνδαλο το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλα ΑΤΜ που στέρεψαν από ρευστό γρήγορα, σε εκείνα που οι «κοινοί θνητοί» καταφεύγουν για τις αναλήψεις τους, το ΑΤΜ της Βουλής ξαναγεμίστηκε πέντε φορές σε μία μέρα! Έτσι, όταν ανταποκριτής του Bloomberg με ρώτησε αν είχα σταθεί με τον κόσμο στην ουρά για να τραβήξω λεφτά, απάντησα πως, πρώτον, δεν είχα τον χρόνο να το κάνω και, δεύτερον, πως ούτως ή άλλως δεν το θεωρούσα πρέπον ο υπουργός που εποπτεύει, για οποιονδήποτε λόγο, την αποξήρανση των ΑΤΜ να κάθεται στην ουρά να αδειάζει τα ΑΤΜ. Κατόπιν περιέγραψα την απαράδεκτη συμπεριφορά των βουλευτών μία μέρα νωρίτερα, εξηγώντας γιατί με ξένιζε η ιδέα και μόνο να πάω σε ΑΤΜ. Βέβαια, το Bloomberg έπαιξε μόνο το πρώτο μέρος της συνέντευξης. Για μέρες, μήνες, σήμερα ακόμα, τα «μέσα» με παρουσίαζαν όχι μόνο ως τον άνθρωπο που έκλεισε τις τράπεζες, αλλά και ως τον αλαζόνα που «θεωρεί τον εαυτό του πολύ σπουδαίο για να σταθεί στην ουρά με τον λαουτζίκο».
Αργότερα μέσα στην εβδομάδα που ξεκινούσε, με το δημοψήφισμα να καραδοκεί την επόμενη Κυριακή, έδωσα συνέντευξη στο έγκυρο περιοδικό New Yorker, σε συμπαθή δημοσιογράφο στον οποίο επέτρεψα σπάνια πρόσβαση, που συμπεριελάμβανε πρόσβαση στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου. Στόχος, αντίθετα με την προπαγάνδα των «μέσων» που με παρουσιάζουν ως νάρκισσο που πασχίζει για την αυτο-προβολή του, ήταν η διεθνοποίηση του πραξικοπήματος που ετοιμαζόταν εναντίον της δημοκρατίας μας.
Ένα βράδυ, εξουθενωμένος, συνάντησα τη Δανάη, τον Τζέιμι, έναν- δυο συνεργάτες και τον εν λόγω δημοσιογράφο για δείπνο σε ταβέρνα επί του πεζοδρόμου της Κυδαθηναίων. Στην κουβέντα πάνω, ο δημοσιογράφος με ρώτησε ποια ήταν η χειρότερη στιγμή εκείνων των ημερών. Περιέγραψα την ωμή ειρωνεία και τον πόνο του να είσαι εσύ αυτός που το πολεμικό συμβούλιο πρώτα απορρίπτει τη στρατηγική σου για να παραμείνουν οι τράπεζες ανοιχτές, μετά απορρίπτει τις επίμονες συμβουλές σου να μην τις κλείσουμε εμείς και, το κερασάκι στη δηλητηριώδη τούρτα, σε εξαναγκάζει να είσαι εσύ που θα κλείσεις, επισήμως, τις τράπεζες. «Δε θα το ευχόμουν ούτε στον χειρότερο εχθρό μου», κατέληξα.
Συνειδητοποιώντας πως είχα καταφέρει να εξαφανίσω κάθε ίχνος καλής διάθεσης στο τραπέζι, με τη μάχη του δημοψηφίσματος να απαιτεί αναπτερωμένο ηθικό από όλους μας, προσπάθησα να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα αστειευόμενος, με έντονη πικρία, πως ένας άσπλαχνος σεναριογράφος θα με παρουσίαζε να επιστρέφω σπίτι τη Δευτέρα το απόγευμα και να λέω στη Δανάη «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», μια αναφορά στην κάκιστη χολιγουντιανή ταινία «Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα παιδιά». Το New Yorker συμπεριέλαβε αυτή τη φράση, και τα μέσα προπαγάνδας στην Ελλάδα την παρουσίασαν με τον δικό τους εκλεκτό τρόπο: «Ο Βαρουφάκης γλεντούσε ενώ έκλεινε τις τράπεζες, λέγοντας στη Δανάη “αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες!”».
Η εικόνα μου και οι διαστρεβλώσεις που προσπαθούσαν να την καταστρέψουν δε θα είχαν καμία σημασία αν δεν αποτελούσαν τον δίαυλο της συντονισμένης προσπάθειας αμαύρωσης της καμπάνιας του ΟΧΙ και των γενναίων πολιτών που ανέλαβαν την ευθύνη να διασώσουν τη συλλογική μας αξιοπρέπεια στηρίζοντάς το. Η τρόικα και τα μέσα της έκαναν καλά το έργο του Μεφιστοφελούς τον οποίο υπηρετούν. Όμως η δική μας πλευρά; Η δική μας κυβέρνηση; Ήταν, όπως έγραψε ο ιστορικός και πολιτικός Άλαν Κλαρκ περιγράφοντας τους γενναίους στρατιώτες τους οποίους έστελναν ανίκανοι στρατηγοί σε βέβαιο θάνατο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, «λιοντάρια που τα καθοδηγούσαν γάιδαροι». Και οι γάιδαροι δεν ανήκαν όλοι στον ίδιο στάβλο. Δε θα ξεχάσω βουλευτή του Σύριζα, υπέρμαχο του Grexit, να με προσεγγίζει έντονα δυσαρεστημένος μαζί μου. Η δυσαρέσκειά του δε με εξέπληξε, δεδομένου ότι είχε περάσει μήνες ασκώντας μου κριτική που δεν εισήγαγα capital controls από τον Φλεβάρη και δε μας έβγαζα από την ευρωζώνη. Αυτό που με εξέπληξε πραγματικά ήταν ο λόγος για τον οποίο ήταν έξαλλος μαζί μου εκείνο το πρωί: εξαιτίας των capital controls δεν μπορούσε, μου παραπονέθηκε, να καταβάλει τη δόση του στεγαστικού δανείου του σπιτιού του στο Λονδίνο. «Μα ήσουν υπέρ της δραχμής και των capital controls», αναφώνησα. «Αν είχα κάνει αυτό που με καλούσες να κάνω πριν από καιρό, πώς θα πλήρωνες το στεγαστικό σου δάνειο στο Λονδίνο; Με δραχμές;» Δεν ήταν αυτή η ηγεσία που άξιζε ο λαός μας. Ούτε των νεομνημονιακών του υπό διάσπαση Σύριζα ούτε και των δραχμιστών.
Παράλυση και ελπίδες
Πίσω στο Μαξίμου, όπου συνεχίζονταν καθημερινά οι συσκέψεις μας, πρότεινα όλοι οι υπουργοί να επισκεφτούν τις μεγάλες πόλεις και τα νησιά για να στηρίξουν την καμπάνια υπέρ του ΟΧΙ σε ανοικτές συγκεντρώσεις. Παρά τις διαβεβαιώσεις πως αυτό θα γινόταν, δεν έγινε ποτέ. Αντ’ αυτού, από τα γραφεία του Δραγασάκη και του Παππά διέρρεαν ψευδείς ιστορίες για μένα, ενώ ο Βασίλης Καφούρος μου παρουσίασε στοιχεία που έδειχναν ότι, μέσα από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου μου, που εξακολουθούσε να τελεί υπό την προεδρία του Χουλιαράκη, εκπορεύονταν καμπάνιες που στή- ριζαν ανοιχτά το ΝΑΙ.
Η μεγάλη μου ανησυχία, όμως, ήταν άλλη: η απόφαση του Αλέξη, και του πολεμικού συμβουλίου, να ενστερνιστεί τη γραμμή Δραγασάκη «πάμε συναινετικά με Ντράγκι» δε μου επέτρεπε να απαντήσω στο ερώτημα, και να εξηγήσω στο εκλογικό σώμα, τι σήμαινε ακριβώς μια ψήφος υπέρ του ΟΧΙ. Το ότι δεν ήταν ΟΧΙ στο ευρώ και ΝΑΙ στο Grexit ήταν δεδομένο, και το επαναλαμβάναμε σε όλους τους τόνους, τόσο ο Αλέξης όσο κι εγώ. Ήταν, ουσιαστικά, ένα ΝΑΙ σε μια βιώσιμη Ελλάδα εντός μιας λογικής ευρωζώνη
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 29, 2020 02:23

June 22, 2020

June 20, 2020

June 16, 2020

Συζητώντας για θέατρο, δημοσιογραφία και λοιπές διαστροφές με τον Κωνσταντίνο Πουλή. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ 13/6, ΜέΡΑ-TV

Σε μια συζήτηση που ξεκίνησε με τα παιδικά του χρόνια, πέρασε στο θέατρο και κατέληξε στον αγαπημένο φίλο Κώστα Εφήμερο και το ThePressProject, ο Κωνσταντίνος Πουλής με τίμησε με μια ανοικτή, από ψυχής, συνέντευξη.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 16, 2020 09:26

Anish Kapoor on India, Israel, life in the UK and, of course, art, art and art. On DiEM-TV’s ANOTHER NOW, 15th June 2020

I spent Monday night, 15th of June, chatting with Anish Kapoor for an hour. I began by asking him about life in 1950s India as the child of a Punjabi Hindu Admiral and a Bagdadi Jewish mother. Our conversation moved on to a Kibbutz in Israel before landing in Blighty and in particular Hornsby Art School, where he encountered a kind of freedom that art schools lack today. It shifted to form and poetry, to his various phases as a sculptor and multi-faceted artist. Thatcherism, commodification, the joys of solidarity and the need for progressive internationalism entered our conversation almost uninvited. It was a joy and an honour to spend those sixty minutes with him. Highly recommended viewing, even if I am saying so myself!
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 16, 2020 09:09

June 13, 2020

Julian Assange just called. To talk about the pandemic’s effect on capitalism & politics!

Julian called me a little earlier on, at 14.22 London time to be precise. From Belmarsh High Security Prison of course. This is not the first time but, as you can imagine, every time I hear his voice I feel honoured and moved that he should dial my number when he has such few and far between opportunities to place calls.
“I want a perspective on world developments out there – I have none in here”, he said. Which, of course, placed a considerable burden on me to articulate thoughts on capitalism’s fate during this pandemic and the repercussions of it all on politics, geopolitics etc. The knowledge that Her Majesty’s Prison authorities would discontinue our discussion at any moment made the task harder.
In a feeble attempt to paint a picture for him on as broad a canvass as possible, I shared with Julian my main thought of the last weeks:
Never before has the world of money (i.e. the money markets, that include the share markets) been so decoupled from the world of real people, real stuff – from the real economy.
We watch in awe as GDP, personal incomes, wages, company revenues, businesses small and large, collapse while the stock market is staying relatively unscathed. The other day, Hertz declared bankruptcy. When a company does this, its share price goes to zero. Not now. In fact, Hertz is about to issue $1 billion worth of new shares. Why would anyone buy shares of an officially bankrupt company? The answer is: Because central banks print mountain ranges of money and give it for almost free to financiers to buy any piece of junk floating around the stock exchange.
“Complete zombification of the corporations”, is how I put it to Julian. Julian commented that this proves that governments and central banks can keep corporations afloat even when they sell next to nothing at the marketplace. I agreed. But, I also pointed out a major conundrum that capitalism faces for the first time. It is this:
Central bank money printing keeps asset prices very high while the price of ‘stuff’ and wages fall. This disconnect can go on growing. But, when Hertz, British Airways etc. can survive in this manner, they have no reason not to fire half the workforce and to cut the wages of the other half. This creates more deflation/depression in the real economy. Which means that the Central Banks must print more and more to keep asset and share prices high. At some point, the masses out there will rebel and governments will be under pressure to divert some income to them. But this will deflate asset prices. At that point, because these assets are used by corporations as collateral for all the loans they take out to stay afloat, they will lose access to liquidity. A sequence of corporate failures will commence under circumstances of stagnation. “I don’t think capitalism can easily survive, at least not without huge social and geopolitical conflicts, this conundrum”, was my conclusion.
Julian thought about this for a moment and asked me: “How important is consumption to capitalism? What percentage of GDP is at stake if consumption does not recover? Do the corporations need workers or customers?” I answered that it was high enough to make this conundrum real. Yes, Central Banks and robots can keep the corporations going without customers or workers. But, robots cannot buy the stuff they produce. So, this is not a stable equilibrium. The losses in people’s incomes will accelerate, thus generating pivotal discontent.
Julian then said something along the lines of: That will benefit Trump who knows how to feed off the anger of the multitudes toward the educated, upper middle-class elites. I agreed, saying that DiEM25 has been warning since 2016 that socialism for the oligarchy and austerity for the many, in the end, feeds the racist ultra-right. That we are experiencing again what happened in the 1920s in Italy with the rise of Mussolini.
Julian agreed entirely and said: Yes, like then, there is an alliance forming between rich people and the discontented working class. He then added that most of the prisoners and the prison officers in Belmarsh support… Trump. At that point the connection was cut off.
Our conversation lasted 9’47’’. It was more substantive, and of course moving, than any conversation I have had in a while.
3 likes ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 13, 2020 07:10

Yanis Varoufakis's Blog

Yanis Varoufakis
Yanis Varoufakis isn't a Goodreads Author (yet), but they do have a blog, so here are some recent posts imported from their feed.
Follow Yanis Varoufakis's blog with rss.