Yanis Varoufakis's Blog, page 108
March 4, 2018
March 3, 2018
How Europe’s Band-Aid Ensures Greece’s Debt Bondage – Project Syndicate op-ed, 26 FEB 2018

The big moment, it is said, will come in August, when Greece will be pronounced a “normal” European country again. Recently, in preparation for the government’s return to the money markets – from which it has been effectively excluded since 2010 – Greece’s public-debt authority has been testing the waters with a long-term bond issue.
Unfortunately, all the happy talk about impending “debt relief” and a “clean exit” from Greece’s third “bailout” obscures an uglier truth: the country’s debt bondage is being extended to 2060. And, by ossifying Greece’s insolvency, while pretending to have overcome it, Europe’s establishment is demonstrating its dogged refusal to address the eurozone’s underlying fault lines. This augurs ill for allEuropeans.1
For an EU country to be considered “normal,” it should be subject to the scrutiny facing countries that were never bailed out. That means the standard twice-yearly checks of compliance with the EU’s Stability and Growth Pact, as performed by the European Commission under the so-called European Semester procedure. Nevertheless, for countries like Ireland or Portugal, a tougher “post-program surveillance” procedure was designed following their bailouts: quarterly checks conducted not only by the European Commission but also by the European Central Bank.
It is plain to see why Greece’s road will be much bumpier than Ireland’s or Portugal’s. The ECB had already begun purchasing Irish and Portuguese debt in the secondary markets well before these countries’ bailout exit, as part of its “quantitative easing” program. This enabled the Irish and Portuguese governments to issue large quantities of new debt at low interest rates.
Greece was never included the ECB’s quantitative easing program, for two reasons: its debt burden was too large to service in the long term, even with the help of ECB-sponsored low interest rates, and the ECB was under pressure, mainly from Germany, to wind down the program. Moreover, the post-program surveillance procedure does not give the “troika” of official creditors – the European Commission, the ECB, and the International Monetary Fund – the leverage over Greece that they desire.
In celebrating Greece’s “clean exit,” while retaining its iron grip on the Greek government and withholding debt restructuring, Europe’s establishment is once again displaying its skill at inventing neologisms. Until 75% of Greece’s public debt is repaid – in 2060, at the earliest – the country, we are told, will be subject to “enhanced surveillance” (a term with unfortunate echoes of “enhanced interrogation”).
In practice, this means 42 years of quarterly reviews, during which the European Commission and the ECB “in collaboration with the IMF” may impose new “measures” on Greece (such as austerity, fire sales of public property, and restrictions on organized labor). In short, the next two generations of Greeks will grow up with the troika and its “process” (perhaps under a different name) as a permanent fixture of life.
The celebration of Greece’s return to normality began a few weeks ago with the government’s oversubscribed €3 billion ($3.7 billion) issue of its first seven-year bond in years. What the revelers failed to note, however, was that, to borrow that €3 billion on behalf of its creditors, the Greek state added €816 million in interest payments to its debt repayments for 2025. Germany’s cost for rolling over the same sum, on the same day, was a mere €63 million. Will Greece’s income rise by a similar amount between now and 2025 to make this sustainable?
The official answer is that debt relief will come soon, paving the way for Greece’s smooth return to the money markets. But European officials have ruled out restructuring debt that cannot be repaid. What debt relief really means is that repayment will be shifted from 2022-2035 to 2035-2060, with interest added. In other words, Greece will gain easier medium-term repayments in exchange of 40 years of debt serfdom.
Back in 2015, I was pushing for substantive debt restructuring by means of linking the volume of debt and the rate of repayment to the size of Greece’s nominal GDP and its rate of growth, respectively. Now, it seems that the idea of nominal GDP-indexing will be revived, but only to determine the extent to which medium-term repayment is pushed into the future. Moreover, the easier medium-term payments will be made contingent not only on growth, but also on new “conditionalities” (read: austerity measures) imposed by the (renamed) troika.
According to the authorities’ propaganda, Greece’s creditors are linking debt repayments to growth. In reality, the prospect of recovery will be dealt another blow, because long-term investors will be deterred by the combination of prolonged insolvency and protracted austerity.
What accounts for this implacable determination to leave the Greek wound festering under a flimsily applied Band-Aid? The answer lies in France and Germany, where, a decade after the 2008 financial crash exposed the eurozone’s design flaws, there is still no consensus about how to manage the large-scale insolvencies that are inevitable in a currency union lacking any mechanism to temper financial flows and trade imbalances.
Greece remains the litmus test of the European establishment’s capacity to rationalize the eurozone, and its people have been sacrificed on the altar of an impasse whose repercussions have long since spilled over to the fragmenting political scenery of Central Europe.
Something has to give. Will it be the establishment’s determination to stick to business as usual? Or will it be Europe’s integrity?
Feb 26, 2018 YANIS VAROUFAKIS. Click here for the Project Syndicate site
February 26, 2018
«Κόκκινα» δάνεια και δημόσια περιουσία: Τι πρέπει να γίνει – ΕφΣυν 24 ΦΕΒ 2018
Ας δούμε δύο παραδείγματα εναλλακτικών σε τομείς στους οποίους τρόικα και κυβέρνηση επιδίδονται συστηματικά με επικίνδυνο ανορθολογισμό: «κόκκινα» δάνεια και εκποίηση της δημόσιας περιουσίας – περιπτώσεις όπου το ξεπούλημα βαθαίνει την κρίση στο όνομα της καταπολέμησής της!
Τα «κόκκινα» δάνεια λειτουργούν σαν μαύρες τρύπες στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών, απαγορεύοντάς τες ουσιαστικά να δανείσουν εκ νέου σε υγιείς επιχειρήσεις. Η τρόικα εμμένει στις αγοραίες «λύσεις» – του κοψοτιμής ξεπουλήματος των «κόκκινων» δανείων σε ιδιώτες (κυρίως ξένους). Ενα δάνειο, π.χ., 100 χιλιάδων, οι δόσεις του οποίου δεν αποπληρώνονται εδώ και καιρό, πωλείται από την τράπεζα σε ιδιώτη προς 10 χιλιάδες.
Ετσι, η τράπεζα καταγράφει ζημιά 90 χιλιάδων αλλά «ξεμπερδεύει» με αυτό το βαρίδι. Παράλληλα, ο ιδιώτης επικεντρώνει όλο του το «είναι» στο να αποσπάσει (εκβιάσει) από τον οφειλέτη -με κορυφαίο όπλο την απειλή του πλειστηριασμού- όσο περισσότερα ευρώ μπορεί (με «πάτωμα» τα 10 χιλιάδες ευρώ που «επένδυσε»). Πρόκειται για «λύση» που, πέραν των ηθικών ζητημάτων που εγείρει, είναι ανόητη, με ψυχρά αγοραία κριτήρια.
Ο λόγος απλός: η πώληση των «κόκκινων» δανείων σε ιδιώτες έχει στόχο -υποτίθεται- την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Οι πλειστηριασμοί όμως επιτυγχάνουν ακριβώς το αντίθετο!
Το βασικό «περιουσιακό» στοιχείο των τραπεζών, το κεφάλαιό τους δηλαδή, είναι τα δάνεια που έχουν δώσει στους πελάτες τους και, ιδίως, τα ακίνητα που έχουν διακρατήσει από αυτούς ως εχέγγυα. Οταν η αξία των ακινήτων αυτών μειωθεί, μειώνονται ταυτόχρονα τα κεφάλαια των τραπεζών – η λεγόμενη κεφαλαιοποίησή τους.
Η πώληση των «κόκκινων» δανείων σε ιδιώτες ναι μεν αφαιρεί από τα βιβλία των τραπεζών ένα καρκίνωμα (βάζοντας και κάποια χρήματα στο ταμείο), από την άλλη όμως καταστρέφει έμμεσα ένα μέρος των υπόλοιπων κεφαλαίων της τράπεζας. Ποιο μέρος; Των ακινήτων που συνδέονται με δάνεια που δεν έχουν «κοκκινίσει» ακόμα!
Οταν οι ιδιώτες που αγόρασαν τα «κατακόκκινα» δάνεια των τραπεζών βγάζουν τα ακίνητα με τα οποία συνδέονται σε πλειστηριασμό, αυξάνεται η συνολική προσφορά ακινήτων σε μια αγορά όπου οι τιμές είναι ήδη στο πάτωμα.
Αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω μείωση των τιμών των ακινήτων γενικότερα. Ετσι, μειώνεται έμμεσα η αξία όλων των ακινήτων – ακόμα και αυτών που παραμένουν στα βιβλία των τραπεζών τα οποία συνδέονται με δάνεια που δεν έχουν γίνει ακόμα «κόκκινα». Με άλλα λόγια, μειώνεται το εναπομείναν κεφάλαιο των τραπεζών – μια κλασική περίπτωση αυτογκόλ!
Συνεπώς, η «λύση» της πώλησης των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών στους ιδιώτες όχι μόνο φέρνει την απόγνωση σε πολίτες που βλέπουν το σπίτι ή το μαγαζί τους να πωλείται για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά επιπλέον βουλιάζει τις τράπεζες ακόμα βαθύτερα στη χρεοκοπία τους.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τη δημόσια περιουσία. Στη μνημονιακή Ελλάδα η δημόσια περιουσία ρευστοποιείται για ψίχουλα που ρίχνονται στη μαύρη τρύπα του δημόσιου χρέους. Το ΤΑΙΠΕΔ και το υπερταμείο λειτουργούν σαν πολυκατάστημα που έχει βγάλει το «εμπόρευμα» προς εκποίηση, υπό όρους αποικιακούς. Σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. ΟΠΑΠ, Ελληνικό), η ζημιά στην ελληνική κοινωνία και οικονομία είναι εντυπωσιακή.
Ομως, πέραν αυτών των επιπτώσεων, η πώληση δημόσιας περιουσίας (σε μια εποχή που οι τιμές είναι στο πάτωμα) έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το ξεπούλημα των «κόκκινων» δανείων: αυξάνοντας την προσφορά σε μια αγορά όπου η ζήτηση είναι εξαφανισμένη, ρίχνει κι άλλο τις ήδη χαμηλές (λόγω της κρίσης) τιμές των ακινήτων – τόσο αυτών που πουλά το κράτος όσο και των υπόλοιπων.
Η εναλλακτική για τα «κόκκινα» δάνεια: Δημόσια Εταιρεία Διαχείρισής τους
Οσον αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, η πραγματική λύση είναι η ίδρυση Δημόσιας Εταιρείας Αναδιάρθρωσης & Διαχείρισης Ιδιωτικών Χρεών (ΔΕΑΔΙΧ), που θα έχει διττό στόχο: να προφυλάξει τον δανειολήπτη (ιδίως την πρώτη κατοικία) αλλά και την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πώς; Με τις εξής παρεμβάσεις:
Σταδιακά μεταφέρονται από τις τράπεζες στη ΔΕΑΔΙΧ τα πιο «κόκκινα» των δανείων. Ως αντάλλαγμα, οι τράπεζες λαμβάνουν ειδικά ομόλογα-διαρκείας (που τα εκδίδει το κράτος εκ μέρους της ΔΕΑΔΙΧ) ίσης ονομαστικής αξίας με τα «κόκκινα» δάνεια. Οι τράπεζες κρατούν στα βιβλία τους ως περιουσιακό στοιχείο αυτά τα ομόλογα, τα οποία δεσμεύεται να αποπληρώσει η ΔΕΑΔΙΧ μακροπρόθεσμα από τα μελλοντικά της έσοδα.
Νομοθετείται μορατόριουμ στους πλειστηριασμούς (α) πρώτης κατοικίας και (β) εμπορικών χώρων κάτω μιας συγκεκριμένης αξίας.
Νομοθετείται το δικαίωμα των οφειλετών, των οποίων τα δάνεια πουλήθηκαν ήδη σε ιδιώτες, να αγοράζουν πίσω τα δάνειά τους στην ίδια τιμή που τα αγόρασαν οι ιδιώτες.
Η ΔΕΑΔΙΧ δεσμεύεται να κρατήσει στα βιβλία της τα «κόκκινα» δάνεια έως ότου η τιμή των δεσμευμένων ακινήτων ξεπεράσει ένα επίπεδο κοντά στην προ της κρίσης τιμή. Εως τότε, οι οφειλέτες καταβάλλουν ενοίκιο στη ΔΕΑΔΙΧ (για το δικαίωμα να παραμένουν στο σπίτι τους ή να λειτουργούν το μαγαζί τους), το ύψος του οποίου προσδιορίζεται από τις δημοτικές αρχές με γνώμονα τα εισοδήματα των οφειλετών και τις τοπικές συνθήκες.
Οταν, εν καιρώ, ξεπεραστεί η κρίση της αγοράς ακινήτων, οι οφειλέτες θα έχουν το δικαίωμα να εξαγοράσουν το παλαιό τους δάνειο από τη ΔΕΑΔΙΧ είτε με δόσεις είτε με εφάπαξ πληρωμή, που αντανακλά στην περίπτωση της πρώτης κατοικίας ή μικρομεσαίας ιδιοκτησίας εμπορικής χρήσης το κεφάλαιο που οφείλουν.
Με την ίδρυση της ΔΕΑΔΙΧ επιτυγχάνονται ταυτόχρονα: η προστασία της πρώτης κατοικίας και των μικρομεσαίων από τα αρπακτικά ταμεία και την απόγνωση, η μείωση νέων υφεσιακών πιέσεων στην αγορά ακινήτων και η εξασφάλιση των εναπομεινάντων κεφαλαίων των τραπεζών.
Η εναλλακτική στις ιδιωτικοποιήσεις: Αναπτυξιακή Τράπεζα
Μαζί με τον τερματισμό των πλειστηριασμών ιδιωτικής περιουσίας απαιτείται και ο τερματισμός των πλειστηριασμών της δημόσιας περιουσίας. Η εναλλακτική όσον αφορά τη δημόσια περιουσία είναι εντυπωσιακά απλή:
Αμεση παροχή τραπεζικής άδειας σε ΤΑΙΠΕΔ και υπερταμείο, μετατρέποντάς τα στην Αναπτυξιακή Τράπεζα που έχει ανάγκη η χώρα.
Η νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα διακρατεί (ό,τι έχει μείνει από) τη δημόσια περιουσία, χρησιμοποιώντας την ως εχέγγυο για να αντλεί πόρους που θα κατευθύνονται (α) στη χρηματοδότηση δημόσιων επενδύσεων που αναδεικνύουν (και αυξάνουν) την ίδια τη δημόσια περιουσία (σε συνεργασία κατά περίπτωση με ιδιώτες) και (β) σε επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Ολες οι ιδιωτικοποιήσεις παγώνουν έως ότου, τουλάχιστον, ανακάμψουν οι τιμές στις οποίες θα πωληθούν κάποια περιουσιακά στοιχεία. Δημόσια αγαθά όπως η ενέργεια, το νερό, παραλίες κ.λπ. αποκλείονται από οποιαδήποτε πώληση ανεξαρτήτως τιμών και προϋποθέσεων.
Στην περίπτωση που κάποιο δημόσιο περιουσιακό στοιχείο πουληθεί στο μέλλον, ισχύουν οι εξής όροι:
■ ελάχιστο όριο επενδύσεων από τον αγοραστή,
■ συλλογικές συμβάσεις και κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα,
■ δεσμεύσεις προς όφελος των τοπικών κοινωνιών,
■ διακράτηση μερίδας μετοχών από το Δημόσιο που θα περνούν στα ασφαλιστικά ταμεία με στόχο τη μόνιμη ενίσχυσή τους.
Οι μετοχές της νέας Αναπτυξιακής Τράπεζας δίνονται στα ασφαλιστικά ταμεία, ενισχύοντας έτσι την κεφαλαιοποίησή τους.
Εν κατακλείδι, λύσεις υπάρχουν. Για να εφαρμοστούν απαιτείται ο συνδυασμός (α) ανυπακοής στον σημερινό παραλογισμό με (β) υπεύθυνες, ρεαλιστικές προτάσεις. Αυτή θα είναι η ατζέντα την οποία θα παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα το νέο κόμμα που ιδρύει το DiEM25 στην Ελλάδα την 26η Μαρτίου – το ΜέΡΑ25.
February 23, 2018
Συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο ONEMAN με τον Νίκο Γιαννόπουλο
Ας σοβαρευτούμε. ΟΚ, σε σχεδόν δύο ώρες συνέντευξης δεν μπορείς να κωδικοποιήσεις όλες τις συμπεριφορές του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου, αλλά δεν μπορείς και να μην παρατηρήσεις πράγματα. Ε, λοιπόν τουλάχιστον ο Γιάνης δεν προσποιείται. Ξέρετε πολλούς πολιτικούς που θα έρχονταν μόνοι τους σε συνέντευξη οδηγώντας μοτοσικλέτα και απαντώντας σε όλα τα ερωτήματα χωρίς ίχνος ενόχλησης;
Η μοναξιά του Γιάνη είναι η πρώτη εικόνα αυτής της κουβέντας. Ήρθε μέχρι το σπίτι της 24Media χωρίς συνοδεία. Έβγαλε το κράνος, χτύπησε, μπήκε. Ουδείς κατάλαβε έξω ότι ερχόταν ένας πρώην υπουργός. Άλλοι συνάδελφοί του κυκλοφορούν, ακόμα και μετά το τέλος της θητείας τους, με κουστωδίες ανθρώπων ασφαλείας και αστυνομικών. Εσύ, Γιάννη Βαρουφάκη, δεν φοβάσαι;
“Μα ούτε κι όταν ήμουν υπουργός, κυκλοφορούσα με αστυνομικούς. Λοιδορήθηκα μάλιστα γιατί δεν άλλαξα το στιλ μου και αυτά που έκανα. Αν άλλαζα, τότε θα έπρεπε να με λοιδορήσουν. Αν έβλεπα εγώ κάποιον να αλλάζει το στιλ του όταν αναλάμβανε υπουργείο, πραγματικά θα του ασκούσα δριμεία κριτική. Και όχι, δεν νομίζω ότι ρισκάρω κυκλοφορώντας μόνος. Κοίταξε να δεις, αν κάποιος θέλει να σου κάνει κακό, θα στο κάνει. Μη νομίζεις ότι αυτές οι κουστωδίες βοηθάνε. Συγκεκριμένα, συμβαίνει το αντίθετο, προκαλούν.
Στη γνωστή ιστορία με μένα και τη γυναίκα μου στα Εξάρχεια να ξέρεις ότι αν εκείνο το βράδυ είχα μαζί μου αστυνομικούς, θα είχε γίνει χαμός στην Αθήνα. Γιατί δεν μπορεί, λογικό είναι, ο αστυνομικός μου θα τράβαγε όπλο βλέποντας τους άλλους να επιτίθενται με σπασμένα μπουκάλια. Καταλαβαίνεις τι θα γινόταν. Η καλύτερη προστασία είναι ο κόσμος. Ένας πραγματικά κακός άνθρωπος θα χτυπήσει και τους συνοδούς σου. Ένας άλλος που είναι απλώς θυμωμένος θα προσπαθήσει να σε χτυπήσει αν έχεις αστυνομικό, όχι αν δεν έχεις”.

(φωτογραφίες: Μενέλαος Μυρίλλας/SOOC.photos)
Για όσους δεν θυμούνται ο Γιάνης αναφέρεται σε περιστατικό προπηλάκισής του από αναρχικούς στα Εξάρχεια επί της υπουργίας του. Τη σύζυγό του, Δανάη Στράτου, την χτύπησαν, η οικογενειακή τους φίλη που συνόδευε το ζευγάρι τρομοκρατήθηκε όσο δεν παίρνει. Εκείνος όμως επέμεινε. Και τα Εξάρχεια δεν τον έχασαν.
“Φυσικά και έχω ξαναπάει από τότε στην περιοχή. Και διαπίστωσα ότι υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Την τελευταία φορά που πήγαμε με τη Δανάη, στο ίδιο μάλιστα εστιατόριο, υπήρξε μία επιτήρηση. Όταν βγήκαμε, υπήρχε μία παρέα έξω η οποία δεν μας έδωσε καμία απολύτως σημασία, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι ήθελαν να μας πουν ότι γνώριζαν πως ήμασταν εκεί. Και ξέρεις κάτι; Δεν με πείραξε κιόλας. Ήταν μέσα στο παιχνίδι. Στο εξαρχειώτικο παιχνίδι. (γέλια) Θεωρούν ότι είναι η δική τους γειτονιά. Εγώ ζούσα στα Εξάρχεια και δεν είχα ποτέ πρόβλημα με κανέναν αναρχικό. Εκείνο το βράδυ του επεισοδίου μου δήλωσαν ότι υπάρχει πρόβλημα, επειδή είμαι υπουργός.’Δεν δεχόμαστε εδώ εκπρόσωπο της κρατικής εξουσίας, αυτός είναι ο χώρος μας, απαιτούμε από την εξουσία να φοβάται να έρχεται εδώ’. Δεν το σέβομαι, αλλά ταυτόχρονα το εκτιμώ” (γέλια)
Αντί εισαγωγής: από το Μακεδονικό στη Novartis
Τον ενικό τον ζήτησε ο ίδιος. Και το εκτιμήσαμε δεόντως, γιατί αυτομάτως οι αποστάσεις μειώθηκαν και η όποια αμηχανία εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. Ζήτησε και ήπιε μόνο λίγο νερό. Δεν πέσαμε από την αρχή στα βαθιά της διαπραγμάτευσης του 2015. Ζούμε ήδη στο 2018 και του ζητήσαμε, εν αρχή, σχόλια για δύο θέματα που απασχολούν έντονα την επικαιρότητα.
Πρώτα για το σκάνδαλο της Novartis.“Θα ήθελα να ζω σε μία χώρα στην οποία δεν καλούμαι εγώ ως πολίτης να αποφανθώ για την αθωότητα ή την ενοχή ανθρώπων. Εδώ στην Ελλάδα όμως όλοι έχουν γίνει δικαστές και εισαγγελείς, στήνουν ειδικά δικαστήρια για όλους τους άλλους και κανείς δεν πάει ποτέ στη φυλακή εκτός αν είναι άτυχος ή έχει έρθει σε σύγκρουση με ένα άλλο κομμάτι των συν-μαφιόζων του. Αρνούμαι να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Γνωρίζω πολύ καλά ότι οι εταιρίες σαν τη Νovartis λειτουργούν παγκοσμίως στη βάση του αρπακτικού. Από την Αφρική έως τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Και φυσικά, σε μία χώρα στην οποία δεν υπάρχουν αντιστάσεις θεσμικές, δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση το οτιδήποτε.
Σήμερα που μιλάμε, γίνεται εξεταστική επί των πραγμάτων επιτροπή. Είναι δυνατόν πολιτικοί να δικάζουν πολιτικούς; Σε ποια σοβαρή χώρα γίνεται αυτό το πράγμα; Πού είναι το ανώτατο δικαστήριο; Στην Αμερική θα είχε ασχοληθεί ήδη το FBI όπως και έκανε βέβαια. Η έρευνα δεν μπορεί να γίνει από τα ΜΜΕ και τη Βουλή. Προφανώς δεν θα φτάσουμε ποτέ στις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. ‘Η, μάλλον, να πω τομές, όχι μεταρρυθμίσεις”.
Η λέξη ‘μεταρρύθμιση’ για την Ελλάδα είναι σαν να χρησιμοποιείς τη λέξη ‘δημοκρατία’ για το Ιράκ. Τη λες δυνατά σε μία πλατεία και κρύβονται, γιατί νομίζουν ότι έρχεται η βόμβα. Δεν θα γίνουν λοιπόν αυτές οι τομές, όσο είμαστε σε καθεστώς χρεοδουλοπαροικίας
Όσοι από εσάς είστε αναγνώστες των βιβλίων και των άρθρων του Γιάνη, θα έχετε καταλάβει ότι η λέξη ‘χρεοδουλοπαροικία’ είναι από τις αγαπημένες του. Τη χρησιμοποιεί συνεχώς από το ξεκίνημα της κρίσης και έπειτα για να περιγράψει το καθεστώς στο οποίο βρίσκεται οικονομικά η Ελλάδα. Για το αν μπορούμε σύντομα να απαλλαγούμε από αυτό, δεν παρουσιάζεται και ιδιαίτερα αισιόδοξος. Δεν το ‘έχει’ κιόλας ως στοιχείο και ας χαμογελά συχνά: “Δεν υπάρχει πιθανότητα να ξεφύγουμε άμεσα, αλλά υπάρχουν οι αναγκαίες και οι καλές συνθήκες. Η αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει η οποιαδήποτε βελτίωση της κατάστασης στην Ελλάδα σε οποιοδήποτε τομέα είναι η αναίρεση της τετραπλής χρεοκοπίας. Κράτος, τράπεζες, ιδιωτικός τομέας και οικογένειες. Αν δεν υπάρξει αναδιάρθρωση όλων αυτών των χρεών, δεν θα ξεφύγουμε ποτέ. Και δεν θα το κάνουμε με νέα δανεικά. Αυτή είναι η αναγκαία συνθήκη. Δεν σημαίνει όμως ότι, αν συμβεί αυτό, όλα στη συνέχεια θα είναι καλά. Αν δεν συμβεί αυτό, τα πάντα θα είναι ένας τεράστιος θόρυβος”.
Άρα, η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους παραμένει ο βασικός του πυλώνας. Όχι όμως και ο μοναδικός: “Χρειαζόμαστε επίσης αναδιάρθρωση και του ιδιωτικού, όχι μόνο του δημοσίου. Προφανώς. Μα είναι δυνατόν να χρωστάνε όλοι σε όλους και κανένας να μην μπορεί να πληρώσει; Και να προσποιούμαστε ότι πληρώνουμε;”

Δεύτερο θέμα στην ατζέντα επικαιρότητας που ορίσαμε ήταν το Μακεδονικό. Εδώ η ειλικρίνειά του τσακίζει κόκαλα: “Κατ’ αρχάς πρέπει λίγο να χαλαρώσουμε ως λαός, να είμαστε λίγο πιο σίγουροι για τον εαυτό μας και για την ιστορία μας. Κανένας δεν μπορεί να σου πάρει την ιστορία σου. Ιδίως αν αυτός είναι κάποιος φουκαράς που παλεύει να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και να επιβιώσει. Όποιος θέλει να βγούμε στους δρόμους για να διεκδικήσουμε τον απόλυτο σεβασμό στα σύνορα και να καταδικάσουμε τους αλυτρωτισμούς, πολύ ευχαρίστως να το κάνουμε, θα βγω και εγώ. Αλλά θα καταδικάσουμε και το δικό μας τον αλυτρωτισμό! Γιατί δεν μπορεί από τη μία πλευρά κατά βάθος να θέλουμε να πάρουμε τα Σκόπια και από την άλλη να φωνάζουμε ότι οι Σκοπιανοί θέλουν να πάρουν τη Θεσσαλονίκη. Οπότε, πρέπει να διαχωρίσουμε πλήρως το θέμα των συνόρων και του αλυτρωτισμού από αυτό του ονόματος.
Αν θέλει κάποιος να υπογράψω ένα κείμενο που να λέει ότι αρχαία ελληνική Μακεδονία ήταν πράγματι ελληνική, θα το υπογράψω. Αν θέλει, όμως να υπογράψω ένα κείμενο που να λέει ότι η Μακεδονία είναι και θα είναι ελληνική, δεν μπορώ να το υπογράψω, γιατί δεν είναι αλήθεια. Το Μοναστήρι δεν είναι Μακεδονία; Δεν ήταν κομμάτι της αρχαίας ελληνικής αλλά και της βυζαντινής Μακεδονίας; Ε, δεν είναι στην Ελλάδα, τι να κάνουμε τώρα! Είναι στην ψυχή μας, ναι. Όπως και το Κάιρο όμως. Ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί. ‘Ηταν Αιγυπτιώτης. Το Κάιρο, όπως και η Αλεξάνδρεια, είναι κομμάτι του ελληνισμού. Ε, δεν θα πάω τώρα να πω ότι η Αλεξάνδρεια ήταν και θα είναι ελληνική.
Αυτό που δεν αναγνωρίζω στους φίλους μας των Σκοπίων είναι να λένε ότι το κράτος τους είναι η Μακεδονία, γιατί δεν είναι. Είναι στη Μακεδονία. Αν συμφωνήσουν στο όνομα Νέα Μακεδονία, Βόρεια Μακεδονία, Άνω Μακεδονία, με γεια τους με χαρά τους. Εγώ θεωρώ, μάλιστα, ότι έχουμε και εθνικό συμφέρον η λέξη Μακεδονία να βρίσκεται στο όνομα της χώρας. Πρώτον γιατί θα θυμίζει ότι και αυτή κομμάτι του ελληνισμού ήταν κάποτε. Επίσης, λένε τώρα διάφοροι ότι θα έρθουν να μας πάρουν τη Θεσσαλονίκη. Το χειρότερο όμως είναι ένας πιθανός εμφύλιος πόλεμος σ’ αυτό το κράτος. Το 40% του πληθυσμού είναι Αλβανοί, είναι οπλισμένοι και υπάρχει πάντα το σχέδιο της Μεγάλης Αλβανίας. Τι είναι αυτό που μπορεί να ματαιώσει έναν τέτοιον εμφύλιο πόλεμο; Είναι η λέξη Μακεδονία. Γιατί και οι Σλάβοι και οι Αλβανοί της περιοχής μπορούν να ταυτιστούν με την ταυτότητα του Μακεδόνα. Είναι ένας μύθος, αλλά ζουν στην περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας. Θεωρώ λοιπόν ότι, αν καταφέρουμε με αυτήν την κυβέρνηση στα Σκόπια, που είναι ανοιχτή, να προσθέσουμε το ‘Νέα’ στο ‘Μακεδονία’, να το γράψουν με κυριλλικά γράμματα και να ονομάσουν και τη γλώσσα τους Μακεδονίτικα, για να έχουν και αυτοί το μύθο τους, μπορούμε να προχωρήσουμε”.
Ένα Κόσοβο με ωραίες παραλίες
Η παρούσα οικονομική κατάσταση της χώρας δεν τον ενθουσιάζει. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να συμμεριστεί την κυβερνητική αισιοδοξία περί καθαρής εξόδου από το μνημόνιο. Και ο τρόπος που αποδομεί τα κυβερνητικά επιχειρήματα αξίζει, αν μη τι άλλο, την προσοχή: “Μιλούν για ελάφρυνση του χρέους, εμείς για αναδιάρθρωση. Η αναδιάρθρωση είναι θεραπευτική, η ελάφρυνση είναι επέκταση της χρεοδουλοπαροικίας. Μπορεί οι τράπεζες να δώσουν μία περίοδο χάριτος αλλά οι τόκοι θα μαζεύονται. Αυτό δεν είναι καν ελάφρυνση, είναι ευκολίες πληρωμών με αντίτιμο την επιβάρυνση του χρέους! Αλλά λες ναι, για μερικά χρόνια θα πληρώνουμε λιγότερα. Αναδιάρθρωση σημαίνει απομείωση του χρέους διαχρονικά, συρρίκνωση. Το σύνολο του δημοσίου χρέους ανέρχεται κάπου στα 326 δις ευρώ. Όταν πτωχεύσαμε, το 2010, είχαμε δημόσιο χρέος 315 δις. Αλλά τότε είχαμε ΑΕΠ 255 δισ, και τώρα έχουμε 175. Το χρέος μας έχει μία δυναμική εκρηκτική”.
Ψελλίσαμε ότι η ανεργία μειώνεται. Και μειώνεται σημαντικά: “Είναι πολύ απλό το γιατί. Φεύγουν οι Έλληνες στο εξωτερικό, πρώτο αυτό. Χαράς ευαγγέλια που μειώθηκε η ανεργία γιατί οι άνεργοι έφυγαν. Αντί να κλαίμε, χαιρόμαστε. Επίσης, υπάρχουν πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας που δεν ψάχνουν πλέον για δουλειά. Οπότε δεν μετράνε ως κομμάτι του εργατικού δυναμικού. Αν δηλώσεις σε μία έρευνα του ΟΑΕΔ ότι δεν ψάχνεις για δουλειά, δεν μετράς ως άνεργος. Τέλος, για κάθε μία full-time θέση εργασίας που χάνεται, δημιουργούνται δύο θέσεις part-time με 300 ευρώ το μήνα. Έτσι, έχεις διπλασιασμό της απασχόλησης, ένας έφυγε, δύο ήρθαν. Οι δύο που ήρθαν όμως βγάζουν λιγότερα από αυτόν που είχε τη θέση full-time. Αυτοί είναι λόγοι για να κλαίμε, όχι για να γιορτάζουμε”.
Έχει και την απάντηση στο ερώτημα ότι δεν υπάρχουν, προσώρας, οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες για τη δική του οπτική, για την πλήρη εφαρμογή του δικού του πλάνου.
Το χρέος θα κουρευτεί, δεν υπάρχει περίπτωση. Ένα μη βιώσιμο χρέος κουρεύεται. Η διαφορά είναι αν θα γίνει θεραπευτικά ή στην ανατομία, στη νεκροτομή
“Πάρε το κλασικό παράδειγμα που χρησιμοποιώ, αυτό της General Motors. To 2009 η εταιρία πτώχευσε. Υπήρχε η επιλογή να κάνουν αυτό που κάνουμε στην Ελλάδα, να προσποιηθούν ότι δεν πτώχευσε και να τη φορτώσουν δανεικά χωρίς αναδιάρθρωση χρέους. Αν το είχαν κάνει αυτό, σήμερα η GENERAL MOTORS δεν θα υπήρχε γιατί θα είχε συσσωρεύσει νέα χρέη και δεν θα είχε χρήματα για νέες επενδύσεις. Θα έκλεινε λοιπόν και το χρέος της θα κουρευόταν όλο. Τι συνέβη όμως; Κούρεψαν το 90% του χρέους και η εταιρία σήμερα πετάει. Οπότε τι προτιμούν οι δικοί μας δανειστές; Να γίνει ένα σχετικά μικρό κούρεμα τώρα ή ένα ολικό κούρεμα μετά το θάνατο; Διότι γι’ αυτή τη χώρα θάνατος είναι η ερημοποίησή της, αυτό που ονομάζω ένα Κόσοβο με ωραίες παραλίες”.
Εδώ χρειαστήκαμε διευκρίνιση. Τι ομοιότητα μπορεί να έχει η Ελλάδα του 2018 με μία χώρα που έχει ιστορία μόλις μερικών χρόνων; “Δεν το λέω τυχαία. Το Κόσοβο είναι ένα προτεκτοράτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κουμάντο κάνει ένας Ευρωπαίος επίτροπος. Υπάρχει και μία κυβέρνηση, η οποία είναι μία μαφία που μοιράζεται ό,τι υπάρχει εκεί για να μοιραστεί. Σου θυμίζει κάτι; Έχει επίσης ευρώ. Αν πας στην Πρίστινα και βάλεις μία κάρτα σε ATM, θα σου βγάλει ευρώ. Δεν υπάρχει βέβαια νομισματική πολιτική και σοβαρές τράπεζες που να επενδύουν. Είναι σαν χρηματοκιβώτια. Και ποια είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική επιτυχία αυτής της χώρας; Οι άνθρωποί της που έχουν πάει σε όλη την Ευρώπη. Ε, αυτό με ωραίες παραλίες είναι η Ελλάδα”.
Το δράμα της διαπραγμάτευσης το ’15 και οι σχέσεις με τον Τσίπρα το ’18

Και κάπου εδώ αρχίζει η… ανάκριση για το περιβόητο 2015 και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Άλλοι την χαρακτήρισαν περήφανη, άλλοι καταστροφική. Στο πρόσφατο βιβλίο του ‘Ανίκητοι ηττημένοι’, ο Γιάνης Βαρουφάκης παρουσίασε με εξαιρετικά αναλυτικό τρόπο πολλές από τις πτυχές αυτής της διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον με τον τρόπο που τις αντιλήφθηκε ο ίδιος ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές του δράματος.
Για την ανάκριση αυτή φορέσαμε το κοστούμι του συνηγόρου του διαβόλου και τον ρωτήσαμε πράγματα που και οι εχθροί του ακόμα θα ήθελαν να ρωτήσουν. Ιδού το πρελούδιο, η καταγραφή για τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη: “Πρόκειται για μία συμφωνία που είχε ως στόχο από εκεί που θα έκλειναν οι τράπεζες σε τρεις ημέρες, να είχαμε μπροστά μας τρεις, τέσσερις μήνες για να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε και να προετοιμαστούμε ακόμη και για την περίπτωση της ρήξης. Αυτός ήταν ο στόχος, αυτό είχαμε δηλώσει ότι θα κάνουμε. Προεκλογικά λέγαμε ότι θέλουμε να πετύχουμε μία περίοδο σχετικής ηρεμίας στη διάρκεια της οποίας θα διαπραγματευτούμε. Μία γέφυρα μεταξύ του μνημονίου και της μετά του μνημονίου εποχής. Μία τέτοια περίοδος προετοιμασίας και διαπραγμάτευσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος για να προετοιμάσεις πραγματικά τον εαυτό σου για την περίπτωση της ρήξης. Ήταν αυτό που είχα εντολή να κάνω και πίστευα ότι κάναμε. Ο άλλος τρόπος είναι να την χρησιμοποιήσεις για να προετοιμάσεις τη συνθηκολόγηση, όπως έκανε η κυβέρνηση. Δεν φταίει η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου για το γεγονός ότι αυτό το τρίμηνο χρησιμοποιήθηκε για να προετοιμαστεί η συνθηκολόγηση από κάποιους συντρόφους μου μέσα στην κυβέρνηση”.
Η σχέση του με τον Αλέξη Τσίπρα πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι την τελική ρήξη τον Ιούλιο. Οι πρώτες ρωγμές εμφανίστηκαν ήδη από τον Φλεβάρη για να μεγαλώσουν έως τον Απρίλιο. Όμως ο Βαρουφάκης επέλεξε να μείνει στο πλάι του Πρωθυπουργού μέχρι και το δημοψήφισμα. Είχε τους λόγους του: “Αν είχα παραιτηθεί μέσα στον Απρίλιο, όταν υπήρξε η σύγκρουσή μας με τον Αλέξη για βασικά ζητήματα στρατηγικής, για τη λιτότητα και τα πρωτογενή πλεονάσματα, στα οποία ο χειρισμός εκ μέρους του ήταν πάρα πολύ κακός (και ήταν πολύ κακός γιατί συμφώνησε να τους δώσει τα πλεονάσματα πίσω από την πλάτη μου, αν το ήθελε πράγματι, θα μπορούσε να με διώξει), όλοι θα με έλεγαν ρίψασπι. Αλλά δεν με ενδιέφερε τι θα πουν για μένα. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν το εξής: Η εκτίμησή μου για τους λόγους που ο Τσίπρας έκανε τις υποχωρήσεις αυτές και πίσω από την πλάτη μου ήταν ότι η Μέρκελ τον είχε πείσει ή του είχε δώσει την αίσθηση ότι ‘καλά, άφησε τον Σόιμπλε με τον Βαρουφάκη να σκοτώνονται και εμείς θα τα βρούμε. Και θα σου δώσω κάτι που θα μπορείς να το πουλήσεις στην κοινοβουλευτική σου ομάδα σαν έντιμο συμβιβασμό’.
Ο Αλέξης αυτό το πίστευε. Εγώ όχι. Αντιθέτως, πίστευα ότι η Μέρκελ θα τον πήγαινε σερνόμενο μέσα από τη λάσπη και μέσα από το βούρκο των κλειστών τραπεζών, όπως και έκανε, για να τον εξευτελίσει. Σκέφτηκα τότε ότι, δεν μπορεί, 40 χρόνων άνθρωπος είναι, όταν ο βούρκος αυτός θα αρχίσει να γίνεται όλο και πιο δύσοσμος, υπάρχει πιθανότητα να μου πει ότι ‘Γιάνη, είχες δίκιο, πάμε να κάνουμε αυτό που είχαμε πει’. Όσο στο μυαλό μου υπήρχε στατιστικά σημαντική πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο, θεώρησα ότι είχα καθήκον να μείνω δίπλα του”.
Όταν ο Βαρουφάκης αναφέρεται σε αυτό “που είχαμε πει” με τον Πρωθυπουργό εννοεί κυρίως το παράλληλο σύστημα πληρωμών που είχε ετοιμάσει ο ίδιος με την ομάδα του στο υπουργείο Οικονομικών. Για αυτό και αν άκουσε κριτική! Ο Γιάνης, πάντως, ακόμα και εν έτει 2018 ισχυρίζεται ότι το εν λόγω σύστημα θα μπορούσε να δουλέψει και να δώσει λύσεις, ακόμα και εντός Ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι στην Ευρώπη τουλάχιστον δεν είχε εφαρμοστεί κάπου.
Τίποτα δεν είναι καινούργιο κάτω από τον ήλιο στον οποίο ζούμε. Μπορεί το παράλληλο σύστημα πληρωμών να μην είχε εφαρμοστεί πλήρως, αλλά διάφορες εκδοχές του είχαν πράγματι ήδη εφαρμοστεί. Παραδείγματα; Εκουαδόρ
“Η κυβέρνηση του Ράφαελ Κορέα αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα αντίστοιχο με το δικό μας. Δημιούργησαν αυτό το παράλληλο σύστημα πληρωμών. Ακόμα και μια γιαγιά σ’ ένα χωριό του Εκουαδόρ μπορεί να πληρώσει μέσα από το κινητό της χρησιμοποιώντας αυτό το σύστημα, πρόκειται για χρήμα εγκλωβισμένο μέσα στο αντίστοιχο taxis. To είχαμε μελετήσει και είχαμε έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους που το είχαν σχεδιάσει.
Μου λένε επίσης ότι ‘καλά, αυτά τα ηλεκτρονικά IOUs θα μας βοηθούσαν να λειτουργήσουμε;’. Η απάντησή μου είναι: “Βρε πατριώτες, συνειδητοποιείτε ότι μετά το 2008 έχουμε τράπεζες λόγω των IOUs; Αυτή τη στιγμή που μιλάμε οι τράπεζες κρατιούνται ανοιχτές μετά τα 55 δισεκατομμύρια ευρώ των IOUs. Είναι καλά λοιπόν για τους τραπεζίτες, αλλά δεν είναι καλά για να δώσουν 100 ευρώ παραπάνω σ’ έναν συνταξιούχο για να πάει στο σούπερ μάρκετ; Γιατί είναι πρόβλημα αυτό;
Και να πω και κάτι άλλο. Πού ήταν η φιλοδοξία μας ως λαός; Ναι, θα ήταν ένα πρωτοπόρο σύστημα. Δεν χρειαζόμαστε όμως ένα πρωτοπόρο σύστημα για να βγούμε από ένα μοναδικό, στα χρονικά, τέλμα; Η κρίση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα δεν έχει ξαναϋπάρξει σε καπιταλιστική οικονομία. Τόσο μεγάλη πτώση, τόσο μεγάλης διάρκειας, με ένα νόμισμα που ουσιαστικά είναι ξένο. Έπρεπε λοιπόν να βρούμε βαθμούς νομισματικής ελευθερίας για να μπορέσει να αναπνεύσει η οικονομία μαζί βέβαια με όλα τα άλλα που έπρεπε να κάνουμε”.
Τι θα έκανε στη θέση του Αλέξη;

Το μεγάλο ερώτημα ήταν πλέον αναπόφευκτο. Καλά όσα είπε μέχρι στιγμής αλλά από το δημοψήφισμα και μετά αν ήταν στη θέση του Αλέξη Τσίπρα τι θα έπραττε; Υπήρχε άλλη διέξοδος διαφυγής εκτός από τη συνθηκολόγηση για το 3ο μνημόνιο; “Πρέπει να σου εξηγήσω ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Πρώτα από όλα δεν θα πήγαινα σε δημοψήφισμα, γιατί δεν υπήρχε λόγος. Το δημοψήφισμα ο Αλέξης το έκανε γιατί ήθελε να το χάσει. Του το είχα πει πριν. ‘Αν θέλεις να συνθηκολογήσεις, συνθηκολόγησε, μην τρέχουμε και τον κόσμο’. Εγώ, ακόμη και σήμερα, είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι δύο άνθρωποι δεν θα επέτρεπαν ποτέ στην Ελλάδα να βγει από το ευρώ. Ο Ντράγκι και η Μέρκελ. Ο Σόιμπλε ήθελε, έτσι και αλλιώς μας το είχε πει, όπως και πολλοί άλλοι. Οι Αυστριακοί και οι Φινλανδοί για παράδειγμα.
Αν ήμασταν όμως διατεθειμένοι να το πάμε μέχρι τέλους και να τους πούμε ότι αφού μας κλείσατε τις τράπεζες, εμείς θα σας κουρέψουμε τα ομόλογα, τότε… Δεν είναι δυνατόν να μου κλείνει τις τράπεζες η κεντρική τράπεζά μου και εγώ να την αποπληρώνω με χρέος που δεν έπρεπε να είχε αγοράσει. Ήταν καταστροφικό. Το φώναζα από το 2012, μην πω και από το 2011. Με ποιο δικαίωμα ο Τρισέ αγόρασε ελληνικά ομόλογα τα οποία εμείς μετά πρέπει να αποπληρώσουμε στο 100% της ονομαστικής τους αξίας, όταν οι ιδιώτες τα αποπλήρωναν με 7 και 10%;
Αν ήμασταν διατεθειμένοι να το κάνουμε αυτό, να βάλουμε σε λειτουργία το παράλληλο σύστημα πληρωμών και να μείνουμε στο ευρώ μόνοι μας για 3-4 μήνες, ήμουν απολύτως σίγουρος ότι το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ που θα τους κόστιζε το Grexit δεν θα μπορούσαν να το επωμιστούν. Μου το είπε η Λαγκάρντ, μου το είπε και ο Ντε Γκίντος, ο Ντέβιντ Λίπτον, οι Αμερικανοί κλπ. Ήταν γνωστό αυτό. Για μένα η απειλή τους ήταν κούφια! Και αν δεις και τις προτάσεις που τους είχα καταθέσει στις 11 Μαΐου και στις 11 Ιουνίου… πιο μετριοπαθείς δεν θα μπορούσαν να είναι.
Οι σύντροφοι της Αριστεράς θα είχαν κάθε δικαίωμα να μου πουν ότι τους πούλησα στη βάση ότι και ιδιωτικοποιήσεις είχα προβλέψει και πολλά άλλα. Δεν ήμουν ποτέ έτσι και αλλιώς κατά των ιδιωτικοποιήσεων γενικά. Ήμουν κατά των ιδιωτικοποιήσων της ΔΕΗ, του νερού κλπ. Για το λιμάνι του Πειραιά, το deal ήταν εξαιρετικό. Μας το πήραν όμως πίσω, έτσι; Και έγινε η πώληση για ένα κομμάτι ψωμί. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να διανοηθούμε τη ρήξη- το έλεγα και στη Βουλή και ούρλιαζαν από κάτω Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ- δεν υπάρχει πιθανότητα να διαπραγματευτούμε. Και αν είμαστε διατεθειμένοι να τη διανοηθούμε και να φτάσουμε ως εκεί, τελικά δεν θα υπάρξει ρήξη! Θα υπάρξει έντιμος συμβιβασμός και κάτι πιο βασικό: αναδιάρθρωση χρέους. Και τελικά δεν μας έβαλαν ούτε στην ποσοτική χαλάρωση”.
Όλα καλά, είπαμε. Τι θα γινόταν όμως αν οι Ευρωπαίοι επέμεναν να μας πετάξουν από το ευρώ, με τιμωρητική και ανορθολογική διάθεση; Πού θα ήταν σήμερα η χώρα; Θα σας εκπλήξει αυτή η απόκριση γιατί προέρχεται από άνθρωπο που δεν είναι φαν της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα: “Θα ήμασταν καλύτερα από ό,τι σήμερα. Και το πιστεύω απολύτως. Στο βιβλίο μου έχω και σχετικά διαγράμματα, με όλες τις περιπτώσεις που είναι συναφείς. Κυρίως δύο αγγλικές, το 1931 και το 1991. Αλλά υπάρχουν και τα παραδείγματα του Μεξικό και της Αργεντινής. Υπολόγισα ποια ήταν η απώλειά τους τους πρώτους 18 μήνες και τη διπλασίασα, γιατί όντως στην Ελλάδα τα πράγματα μπορεί να ήταν χειρότερα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε μία ολόκληρη νομισματική ένωση. Πράγματι, αρχικά θα είχαμε μία μεγάλη απώλεια το 2015, μέχρι και 11% του ΑΕΠ”.
Δεν ακούστηκε καλά αυτό το τελευταίο αλλά συνέχισε την εξήγηση: “Στη συνέχεια θα είχαμε ρυθμούς ανάπτυξης 8% κάθε χρόνο! Εγώ ούτε ένιωθα ότι είχα την εντολή να πάω για Grexit, oύτε απειλούσα με αυτό, ούτε το ήθελα. Είχαμε, όμως, επίσης εντολή να μην υπογράψουμε μνημόνιο που να μας βάζει στη χρεοδουλοπαροικία μέχρι το 2060! Τώρα, αν οι άλλοι ήθελαν να παίξουν με την ενότητα της ευρωζώνης και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, είναι δικό τους θέμα.
Δεν ζητούσαμε καν χρήματα. Το λένε ακόμα ότι, όταν ανοίγω το στόμα μου, ζητάω χρήματα από τη Γερμανία. Έκανα το ακριβώς αντίθετο! Δεν θέλαμε χρήματα. Και με λοιδορούσαν γιατί δεν έβαζα την υπογραφή μου και για άλλα δανεικά
Δεν απέφυγε πάντως την αυτοκριτική ούτε προσπέρασε αβασάνιστα τη σχετική ερώτηση για τις πιθανές αστοχίες της διαπραγματευτικής τακτικής. “Θα άλλαζα πράγματα. Αλλά αυτό που λέω και ξαναλέω έχει να κάνει με το ότι το ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι τι θα έκανα τότε με αυτά που ξέρω σήμερα, αλλά τι θα έπρεπε να έχω κάνει διαφορετικά με αυτά που ήξερα τότε. Τρία είναι τα βασικά.
Πρώτον, δεν έπρεπε να υπογράψω εκείνη την αίτηση για την επέκταση της συμφωνίας, την 26η Φεβρουαρίου. Ήταν λάθος μου με δεδομένο ότι είχα ήδη αποκαλύψει την παγίδα που μας είχε στήσει η τρόικα με τον Χουλιαράκη εντός του υπουργείου. Βέβαια, βασιζόμουν στην υπόθεση εργασίας ότι με τον Τσίπρα ήμασταν ένα. Αν είχαμε μείνει ένα, και αυτό θα το είχαμε ξεπεράσει αλλά, τέλος πάντων, ήταν λάθος.
Δεύτερον, δεν έπρεπε να ήμουν τόσο μετριοπαθής απέναντι στους τροϊκανούς. Ήμουν διατεθειμένος να κάνω πολύ περισσότερους συμβιβασμούς από ό,τι εκείνοι ήταν διατεθειμένοι να εκτιμήσουν.
Τρίτο και πιο βασικό, θα έπρεπε να είχα προϊδεάσει τον κόσμο πολύ πιο πριν για αυτά που συνέβαιναν εντός. ΟK, ο υπουργός οικονομικών δεν μπορεί να μιλήσει πολύ ανοιχτά λόγω θέσης, αλλά η μόνιμα αισιόδοξη επωδός μου ότι η Ευρώπη θα βρει λύση, με την οποία προσπαθούσα να καταπραΰνω τα πνεύματα για να ηρεμήσουν και οι καταθέτες, ήταν τελικά λάθος”.
Η μετά του δημοψηφίσματος πραγματικότητα στις σχέσεις του Γιάνη Βαρουφάκη με τον Αλέξη Τσίπρα είναι μία παγωμένη πραγματικότητα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει σχέση αλλά μόνο αναμνήσεις για τους πάλαι ποτέ συντρόφους. Τη ματαίωση σηματοδότησε η παραίτηση του πρώην υπουργού την επομένη του 62%: “Παραιτήθηκα στις 6 Ιουλίου, περίπου στις 4 το πρωί. Από τη στιγμή που υπογράφηκε το τρίτο μνημόνιο και μετά, με τον Τσίπρα δεν έχω ξαναμιλήσει ούτε έχω ξαναβρεθεί μαζί του”.
Ούτε καν στην Αίγινα; “Όχι. Δεν έρχεται στην Αίγινα πια, νομίζω ότι πηγαίνει αλλού. Ή μπορεί να έχει έρθει μια-δυο φορές και να μην έτυχε να τον δω. Είναι μεγάλο νησί η Αίγινα και εμείς μένουμε σε λόφο”.

Όταν μιλάμε για ματαίωση, μιλάμε για μεγάλη ματαίωση. Τόσο μεγάλη που ο Γιάνης δεν θα έβρισκε ούτε καν δυο λόγια να πει στον Πρωθυπουργό αν κάποια στιγμή η τύχη τους έβαζε στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή. “Όχι, δεν θα του έλεγα τίποτα αν τον έβλεπα. Και αυτό το λέω με στενοχώρια. Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο μου, θα έχει διαπιστώσει ότι μιλάω με αγάπη και στενοχώρια για τον Αλέξη. Και για τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Ο λόγος για τον οποίο δεν έχω κάτι να του πω, ξέρεις ποιος είναι; Αυτή τη στιγμή για να σηκώνεται το πρωί, να πηγαίνει στο γραφείο, να κάνει αυτά που κάνει, να λέει αυτά που λέει, πρέπει να πει πρώτα μια ιστορία στον εαυτό του, ένα αφήγημα. Αυτό ισχύει για όλους μας. Η διαφορά είναι ότι γνωρίζω ότι γνωρίζει ότι αυτό το αφήγημα δεν έχει βάση. Το ξέρω ότι το ξέρει. Άρα τι να συζητήσουμε; Να τον βάλω να παραδεχθεί ότι το αφήγημά του δεν στέκει; Δεν θα μπορεί μετά την επόμενη μέρα να κάνει αυτό που κάνει. Δεν θα έχει ενδιαφέρον η συζήτησή μας”.
Και όχι, μην το σκέφτεστε, ούτε καν στο μέλλον πρόκειται να ξανασυνεργαστούν, ακόμα και αν υπάρξει πρωθυπουργική πρόταση σε μεταμνημονιακό περιβάλλον. “Σε καμία περίπτωση. Αυτό που θεωρώ ασυγχώρητο είναι το πνίξιμο της ελπίδας για εναλλακτική. Όταν ο Σαμαράς έκανε την κωλοτούμπα του το 2011, πρέπει να σου πω ότι στεναχωρήθηκα. Ήταν σημαντικό το κόμμα της δεξιάς να μην αποδέχεται το αφήγημα Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου τότε. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν είχα πολύ μεγάλες προσδοκίες από τη Νέα Δημοκρατία. Ούτε εγώ ούτε ο κόσμος της Αριστεράς. Η Αριστερά έχει υφάνει το αφήγημά της χρόνια τώρα, από τη Γένοβα κιόλας, ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός. Την 6η Ιουλίου λοιπόν, αφού ο ελληνικός λαός έχει πειστεί ότι η εναλλακτική του ‘όχι’ είναι σωστή και υπάρχει, πας και του λες ‘όχι, δεν υπάρχει, και το όχι το κάνω ναι’. Τότε πραγματικά είναι σαν να ξεριζώνεις ένα δέντρο και να καις τα κλαδιά του. Άρα μια συνεργασία να γινόταν σε ποια βάση; Θα γινόταν μόνο στη βάση του παλαιοκομματικού παιχνιδιού να μοιράσουμε θέσεις. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πάνω σε μία βάση πραγματικής σύμπραξης για μία προοδευτική κατεύθυνση”.
Αυτός και ο (ξένος) κόσμος
Το κεφάλαιο του 2015 οδεύει σ’ αυτή τη συνέντευξη στο τέλος του με επισκέψεις σε πιο προσωπικά χωράφια. Διότι κάτω από το κοστούμι του υπουργού υπάρχει πάντα ένας άνθρωπος με συναισθήματα, φόβους, απογοητεύσεις. Σάρκα και αίμα κοντολογίς. “Το στρες ήταν πάρα πολύ μεγάλο, απίστευτο όπως μπορείς να φανταστείς. Πρέπει όμως να σου πω, και αυτό έχει σχέση με την αέναη ελληνική ιστορία, ότι υπήρχαν δύο ειδών στρες. Το πρώτο είδος δεν με πείραζε καθόλου, η αδρεναλίνη ήταν αρκετή για να με κρατήσει. Μιλάω για τις στιγμές στα Eurogroup, με τον Σόιμπλε, τον Ντάισελμπλουμ και τους άλλους. Ένιωθα όμως ότι έκανα το σωστό, αυτό που έπρεπε. Για να μην σου πω ότι ήταν και ευχάριστο. Να τους δημιουργείς προβλήματα, να χρησιμοποιείς τα δικά τους επιχειρήματα, να δείχνεις ότι τα δικά τους μοντέλα υποστηρίζουν αυτό που λέμε εμείς και όχι εκείνοι.
Αυτό όμως που εξελίχθηκε σε πραγματική φθορά ήταν οι συγκρούσεις μέσα στη δική μας την ομάδα, μέσα σε αυτό που ονομάζαμε όλοι ‘πολεμικό συμβούλιο’. Το να μαθαίνεις από φίλους δημοσιογράφους τι έλεγαν για σένα οι σύντροφοί σου με τους οποίους ήσουν πέντε λεπτά πριν. Και να μην τους πιστεύεις και να διαρρηγνύεις τις σχέσεις σου με τους φίλους σου δημοσιογράφους. Αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Και επίσης η απογοήτευση μετά την 6η Ιουλίου βλέποντας το πόσο γρήγορα άνθρωποι τους οποίους εκτιμούσα και αγαπούσα μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους που απλά δεν αναγνώριζα. Μικρός ήμουν στο ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70, που ήταν σαφώς πιο ριζοσπαστικό από τον ΣΥΡΙΖΑ. Για να γίνει το ΠΑΣΟΚ αυτό που έγινε, πήρε μία 20ετία. Γιατί το ΠΑΣΟΚ τελικά δεν άλλαξε την κοινωνία, άλλαξε τους ΠΑΣΟΚους. Αλλά εκείνο το πράγμα να το δω, μέσα σε μία εβδομάδα; Όχι!”
Ως προς το οικογενειακό κομμάτι, δεν θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα χωρίς την Δανάη. Και ο πατέρας μου και η αδερφή μου με στήριξαν. Αλλά η Δανάη ήταν το απόλυτο στήριγμα
Όλα αυτά για τους… μέσα. Οι έξω όμως; Τι γινόταν με τους έξω; Ο Τόμσεν, ο Βίζερ, ο Σόιμπλε, η Λαγκάρντ, όλο αυτό το κατεστημένο. Πόσοι από μας δεν θα τους έριχναν, αν μπορούσαν, ένα αϊ σιχτίρ… Ο Γιάνης; “Όχι, δεν ήταν η δουλειά μου αυτή. Αλλά πράγματα που άκουγα, ανορθολογικά πράγματα, με αγανακτούσαν, ναι. Δεν ήταν καν ότι άκουγα πράγματα μισανθρωπικά, τον μισανθρωπισμό τον περιμένεις. Την πλήρη ηλιθιότητα δεν περιμένεις.
Αλγεινή εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι δεν είχαν μπέσα. Ναι, περίμενα ότι θα έχουν. Ήξερα ότι δεν θα μου έδιναν συμφωνία, αλλά επίσης περίμενα ότι, όταν θα σφίγγαμε κάποια στιγμή τα χέρια για οποιοδήποτε θέμα, για ένα μικρό θέμα, θα ήταν δεδομένο ότι συμφωνούσαμε. Αλλά δεν συνέβαινε, γιατί δεν είχαν μπέσα. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα που εμπεριέχει αυτά τα στοιχεία. ΦΠΑ. Μας είχαν φάει το συκώτι να τον αυξήσουμε και μας έλεγαν ότι, αν το κάνουμε, θα έχουμε τόση αύξηση εσόδων. Τους έλεγα ‘αυτό πως το βγάλατε; Δείξτε μου το μοντέλο’. – Είναι το μοντέλο των οικονομετρών μας. -Μα και εγώ οικονομέτρης είμαι, απαντούσα. Όταν μου το έδειξαν, είπα ‘ωραία, ας βάλουμε το ΦΠΑ στο 200%’.
Τι θα είχαμε σε αυτήν την περίπτωση; Ούτε ένα ευρώ είσπραξης φόρου, δεν θα αγόραζε κανείς τίποτα ή θα γίνονταν όλα στο λαθρεμπόριο. Στο μοντέλο τους όμως το 200% έβγαζε ένα τεράστιο αριθμό εσόδων. -Ρε σεις, δεν έχετε βάλει ελαστικότητες μέσα; απόρησα. Και όμως, δεν είχαν βάλει ελαστικότητες ζήτησης!
Να στο πω διαφορετικά. Είσαι περιπτεράς και πουλάς μπουκαλάκια νερό. Το κάθε μπουκαλάκι έχει 50 λεπτά. Έρχομαι εγώ και σου λέω ‘ρε συ, γιατί δεν βγάζεις πιο πολλά λεφτά, γιατί δεν χρεώνεις 20 ευρώ το μπουκαλάκι;’ Κάνεις τον υπολογισμό και λες, ‘ναι, τόσα μπουκάλια επί 20 είναι περισσότερα λεφτά, άρα αυτό θα κάνω’. Μα δεν θα πουλούσες κανένα. Τι σημαίνει ελαστικότητα της ζήτησης; Είναι ο ρυθμός με τον οποίο μειώνονται οι πωλήσεις ανάλογα με το ρυθμό αύξησης της τιμής. Αυτό το είχαν βάλει μηδέν. Δηλαδή είχαν υποθέσει ότι όσο και αν αυξηθεί ο ΦΠΑ, δεν θα υπάρξει μείωση των πωλήσεων και της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας. Καθίσαμε τότε στο υπουργείο, με δικούς μου ανθρώπους και φτιάξαμε ένα μοντέλο που τελικά αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ότι είναι καλύτερο από το δικό τους.
Στη βάση λοιπόν αυτού του μοντέλου, κάποια στιγμή με τον Τόμσεν σφίξαμε τα χέρια για μείωση του ΦΠΑ. Και μάλιστα ήπιαμε για αυτό το λόγο και ένα ποτήρι ουίσκι μαζί. Μετά από λίγο μαθαίνω από άνθρωπο της ομάδας μας που βρισκόταν αλλού στις Βρυξέλλες ότι παράγοντας του ΔΝΤ επέμενε και πάλι για αύξηση του ΦΠΑ! Τον ξαναείδα τον Τόμσεν και τον ρωτάω: ‘Πολ, τι έγινε με αυτό που είχαμε συμφωνήσει;’ Και απαντάει: ‘Ναι, αλλά θα μου δώσεις τα εργασιακά;’
Όταν έχεις μία διαπραγμάτευση, η οποία περιλαμβάνει 100 ζητήματα, κλείνεις το πρώτο, πας να περάσεις στο δεύτερο και ο άλλος αθετεί και τη χειραψία ακόμα, αυτό δεν είναι σοβαρό. Μα δεν ήταν σοβαροί άνθρωποι. Αν ήταν φοιτητές μου, πρωτοετείς, θα τους είχα κόψει! Δεν καταλάβαιναν τεχνοκρατικά ζητήματα. Τους μιλούσες για αναδιάρθρωση χρέους και έβλεπες ότι δεν το ‘είχαν’. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος με κατηγορεί ότι η διαπραγμάτευσή μου στοίχισε 100 δισ., δεν κατέχει από χρηματοοικονομικά. Δεν υπάρχει πιθανότητα κάποια σοβαρή τράπεζα να τον προσλάμβανε ποτέ για να διαχειριστεί ένα ιδιωτικό portfolio”.
Carpe DiEM25

Παρά τις απογοητεύσεις, το άγχος και τις κατά καιρούς επιθέσεις που δέχεται από ελληνικά και ξένα ΜΜΕ για το διάστημα της υπουργίας του, το πολιτικό ον Βαρουφάκης εξακολουθεί να αντιστέκεται. Και όχι μόνο αντιστέκεται αλλά δημιουργεί και νέο πολιτικό φορέα. “Θα ήθελα πάρα πολύ να μην κατέβω, να μην χρειαστεί να ζητήσω την ψήφο του κόσμου. Και δεν θεωρώ ότι πρέπει να μου δώσεις ψήφο, ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος. Κοιτάζοντας αυτά που συμβαίνουν τώρα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία επέκταση αυτού που συνέβη το 2010 (πτωχεύσαμε, δεν το παραδεχόμαστε και προσπαθούμε να το κουκουλώσουμε με νέα δανεικά που βυθίζουν τη χώρα στην τρύπα).
Αφού μπήκα στο παιχνίδι το 2015, έξι μήνες μετά δεν βγήκα επειδή δεν με ενδιέφερε. Βγήκα απλώς γιατί δεν ήταν δυνατόν να κάνω αυτό που είχα εντολή να κάνω, ή αυτό που τουλάχιστον θεωρούσα εγώ ότι είχα ως εντολή. Νομίζω ότι είναι απαραίτητο να σπάσει αυτό το απόστημα της ΤΙΝΑ, του δόγματος ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Σε όλη μου τη ζωή επιχειρηματολογούσα για πράγματα. Τώρα, μετά την εμπειρία του 2015, δεν δικαιούμαι να μην καταθέσω την επιχειρηματολογία αυτή στην κρίση του κόσμου. Αν θέλει, ψηφίζει, αν δεν θέλει, δεν ψηφίζει. Δεν προσπαθώ ούτε να εκμαιεύσω, ούτε να εκβιάσω, ούτε να παρακαλέσω για την ψήφο. Απλώς όλοι όσοι είχαμε εμπλακεί σ’ εκείνη τη διαδικασία, βγάλαμε τον κόσμο στο δρόμο και τελικά τον προδώσαμε, έχουμε την υποχρέωση να καταθέσουμε την εναλλακτική στην TINA”.
Ούτε καν το προσωπικό και οικονομικό κόστος λογαριάζει σε αυτό το εγχείρημα. Γιατί οι μεγάλες αποφάσεις έχουν ήδη παρθεί για τον Γιάννη “ήδη από τον Νοέμβριο του 2014. Όταν μου προτάθηκε η συγκεκριμένη εμπλοκή από τον ΣΥΡΙΖΑ, προέκυψε ένα τεράστιο δίλημμα. Όταν παίρνεις την απόφαση, αλλάζει το προσωπικό σου σύμπαν. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει γυρισμός στην προηγούμενη κατάστασή σου. Ποτέ, έτσι και αλλιώς, στη ζωή μου, δεν επέστρεφα σε κεφάλαια που έχουν κλείσει. Όταν έφυγα από τη Βρετανία μετά από 11 χρόνια, παρόλο που μου έλειπε, δεν το ξανασκέφτηκα ποτέ. Όταν έφυγα από την Αυστραλία, το ίδιο. Όταν άφησα το Πανεπιστήμιο το 2015 για να κατέβω στις εκλογές, είχα πάρει μία δέσμευση. Λέγονταν και διάφορα τότε ότι θα αναμειχθώ για λίγους μήνες και ότι στη συνέχεια θα επέστρεφα στο Πανεπιστήμιο. Και όμως παραιτήθηκα. Δεν θα αφήσω πλέον το χώρο αυτό, αν δεν υπάρξει αποδέσμευση από τα δεσμά του χρέους”.
Θα πάει, κοινώς, μακριά η βαλίτσα. “Δυστυχώς, έτσι είναι… Νόμιζα ότι θα ήταν υπόθεση ενός ή δύο ετών. Αλλά πρέπει να πω επίσης ότι η δέσμευσή μου δεν πρόκειται να ισχύσει στο διηνεκές. Το 25 στον τίτλο του DIEM δεν είναι τυχαίο. Εγώ θεωρώ ότι αυτός είναι ο χρονικός ορίζοντας για τη χώρα και την Ευρώπη. Αν δεν το λύσουμε το πρόβλημα μέχρι το 2025, θα μπούμε σε μία ιστορική καμπή την οποία δεν θέλω να ζήσω. Θα έχω ξεπεράσει ήδη τα 60 και ό,τι θα μπορώ να έχω προσφέρει, θα το έχω ήδη προσφέρει. Θα καθίσω στο σπίτι μου, θα διαβάζω και θα γράφω, έχοντας τη συνείδησή μου ήσυχη ότι τουλάχιστον κατέθεσα την πρότασή μου. Από εκεί και πέρα, ας κρίνει ο καθένας”.
Η παραπάνω πρόβλεψη έχει κάτι από Όργουελ. Δυστοπικό παρόν και ακόμα πιο δυστοπικό μέλλον όπως τα περιγράφει ο Βρετανός συγγραφέας στα βιβλία του. Μήπως πρόκειται για υπερβολές; ‘Όχι’, λέει ο Γιάνης με επιχειρηματολογία που αγγίζει ευαίσθητες χορδές της παρούσας πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη. “Ποιος θα φανταζόταν ότι στη φιλελεύθερη, δημοκρατική, ανοιχτή, κοσμοπολίτικη Αυστρία θα έχεις μία νεοφασιστική κυβέρνηση; Εγώ δεν το φανταζόμουν. Θυμάμαι πολύ έντονα ότι στα χρόνια της χούντας ο πατέρας μου, επειδή δεν άντεχε τους χουντικούς, όταν είχε άδεια το καλοκαίρι μάς έβαζε στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε στην Αυστρία. Την Αυστρία του SPD. Πο
February 22, 2018
“Κόστος Βαρουφάκη”: Ο κυνισμός των δανειστών πίσω από την γελοιότητα της αριθμητικής τους
Αυτό είναι το λεγόμενο “Κόστος Βαρουφάκη”: η κυνική προσπάθεια της τρόικας να φορτώσει το μνημονιακό δάνειο (με το οποίο θα επέκτειναν άλλη μια φορά την χρεοδουλοπαροικία μας) στον μόνο υπουργό οικονομικών που είπε “όχι” σε νέο μνημονιακό δάνειο (εμμένοντας στην αναδιάρθρωση χρέους ).
Κάθε φορά που μιλούν για “Κόστος Βαρουφάκη” ο πραγματικός τους στόχος είναι να λοιδωρήσουν τον λαό που τους είπε ΟΧΙ στοχοποιώντας τον υπουργό οικονομικών που τίμησε εκείνο το ΟΧΙ.
Με τιμούν βαθύτατα με αυτή την ταύτιση.
Καλωσορίζω το μένος τους.
Χαμογελώ με την αστεία αριθμητική τους. Και προσκαλώ όλους να γελάσουμε μαζί με την αριθμητική τους ξανα-διαβάζοντας το ακόλουθο άρθρο του Β. Παζόπουλου (20/9/2017, στο EURO2day):

Ο κατά Ρέγκλινγκ λογαριασμός των 100 δισ. και τα επιχειρήματα που σηκώνουν κουβέντα. Η ανάπτυξη, τα χαμένα έσοδα και οι παρεξηγήσεις. Ο ρόλος των capital controls, οι τράπεζες και το mail Χαρδούβελη. Γράφει ο Β. Παζόπουλος
Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τη δήλωση Στουρνάρα για το κόστος της «περιόδου Βαρουφάκη» κι ακόμα κυριαρχεί η εντύπωση πως το χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 100 δισ. ευρώ. Είναι έτσι όμως;Ας θυμηθούμε τι είπε ακριβώς ο κεντρικός τραπεζίτης: «Η διαπραγματευτική τακτική είχε κόστος τα 86 δισ. του τρίτου μνημονίου και τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων».
Για μισό λεπτό. Κάτι δεν πάει καλά με αυτό το σκεπτικό. Τα δάνεια που παίρνει ένα κράτος ποτέ δεν προστίθενται στα παλαιότερα. Και αυτό γιατί το μεγαλύτερο μέρος τους εξοφλεί παλαιότερα δάνεια. Όπως συνέβη και σε αυτή την περίπτωση. Μόλις 12,3 δισ. δεν πήγαν για αποπληρωμή παλαιότερων χρεών. (1)
Τότε ο Ρέγκλινγκ πως ανέβασε το ποσό στα 100 δισ.; Επειδή στηρίχθηκε σε μια έκθεση του ΔΝΤ που προέβλεπε ανάπτυξη 2,5% το 2015 και 3,5% για το 2016. Άρα, σκέφτηκε, χάθηκε 6% του ΑΕΠ. Ας τα προσθέσω και αυτά.
Προφανώς για τη θέση του επικεφαλής του EFSF δεν θεωρήθηκαν απαραίτητες οι γνώσεις στοιχειωδών οικονομικών εννοιών. Αλλιώς θα γνώριζε πως το ΑΕΠ δεν είναι ούτε περιουσιακό στοιχείο, ούτε χρέος. Πρόκειται για τον «τζίρο» που πραγματοποιεί μια οικονομία. Κάνοντας 14 δισ. λιγότερο τζίρο, δεν σημαίνει πως αυξάνεις το χρέος 14 δισ. Σημαίνει πως προσθέτεις αχλάδια με καρπούζια, επειδή είναι… πράσινα. (2)
Μην ξεχνάμε εξάλλου πως οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης είχαν ευστοχία τυφλού που πυροβολεί με άσφαιρα. Υπερεκτιμούσαν συνεχώς τις δυνατότητες της χώρας. (3)
Γιατί; Γιατί αν ανέφεραν ρεαλιστικά νούμερα, θα παραδέχονταν πως το πρόγραμμα δεν έβγαινε. Θα έρχονταν σε αντίθεση με το καταστατικό τους, που απαγορεύει να δίνουν δάνεια σε μια χώρα χωρίς δυνατότητα αποπληρωμής. (4)
Τι πραγματικά έγινε στη θητεία Βαρουφάκη
Επί Βαρουφάκη, στο ΑΕΠ υπήρξε μια μικρή ανάκαμψη. Αποδεικνύεται στον παρακάτω πίνακα, με τα αντίστοιχα τρίμηνα των προηγούμενων ετών. (5)
Στο διάγραμμα που ακολουθεί έχουμε την εξέλιξη του ΑΕΠ. Αν υπήρχε σημαντική ζημία, της τάξης του 60% επί του ΑΕΠ (όσο αντιστοιχούν τα 100 δισ.), θα ήταν ορατή.
Όσον αφορά στο χρέος, παρέλαβε 317 δισ. και το παρέδωσε 10 δισ. λιγότερα. Ναι, λιγότερα!
Βοήθησε βέβαια ότι εξέπεσαν 10,9 δισ. από τα ομόλογα του EFSF, που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Η κατηγορία ότι τα έχασε, δεν ευσταθεί, μια που αφαιρέθηκαν από το χρέος.
Γενικότερα, όλη την περίοδο από 31/12/2014 μέχρι 1/4/2016, το χρέος αυξήθηκε μόλις 1,5 δισ., σύμφωνα με τη Eurostat.
Η επιβολή των capital controls
Αναμφίβολα η οικονομία υπέστη αρνητικό σοκ, όταν έκλεισαν οι τράπεζες. Ο Βαρουφάκης, λόγω θέσης, ασφαλώς φέρει ευθύνη που δεν μπόρεσε να τα αποτρέψει. Μήπως όμως κάποιοι σαμποτάρανε την προσπάθειά του;
Η μείωση των καταθέσεων ξεκίνησε να εντείνεται από τις 15 Δεκεμβρίου 2014, όταν ο Στουρνάρας προέβηκε σε ένα τεράστιο ατόπημα: δήλωσε ότι θα υπάρξει έλλειψη ρευστότητας στην αγορά!
Τέτοια δήλωση δεν έχει ξαναγίνει στην παγκόσμια οικονομική ιστορία από κεντρικό τραπεζίτη. Ακόμα κι αν αληθεύει, αυτές οι λέξεις απαγορεύεται να ειπωθούν. Είναι στο job description της θέσης. Διεθνώς. Σαν ένας αρχιπυροσβέστης να φωνάξει «φωτιά» σε γεμάτο θέατρο!
Και να ήταν μόνο αυτός; Ενδεικτικό παράδειγμα ήταν ο Άδωνις Γεωργιάδης. Με το ειδικό βάρος του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος, από την τηλεόρασημ προέτρεπε τους καταθέτες να αποσύρουν τα χρήματά τους!
Αντίθετα, οι διεθνείς επενδυτές φάνηκαν θετικοί στις ιδέες Βαρουφάκη. Μετά τη συνάντησή του με εκπροσώπους funds στο Λονδίνο, τον Φεβρουάριο, την επόμενη ο Γενικός Δείκτης ανέβηκε 11% και οι καταθέσεις αυξήθηκαν για πρώτη φορά από τον Δεκέμβριο.
Και τι έκανε αμέσως μετά η ΕΚΤ; Σταμάτησε να αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εξασφάλιση, προκαλώντας αναστάτωση στο τραπεζικό σύστημα. (6)
Ακίνητα και τράπεζες
Όσον αφορά στις ανακεφαλαιοποιήσεις, πριν τις αναλύσουμε ας ξεκαθαρίσουμε μια παρανόηση: δεν υπάρχει συγκεκριμένο ελάχιστο ύψος καταθέσεων, προκειμένου να μπορούν να δίνουν δάνεια οι τράπεζες. Αυτό που είναι αναγκαίο, είναι να έχουν «καθαρό» ενεργητικό. (7)
Οι ανακεφαλαιοποιήσεις χρειάστηκαν (8) όχι τόσο γιατί υπήρξε μεγάλη εκροή μετρητών, αλλά επειδή αυξήθηκαν ασφυκτικά τα κόκκινα δάνεια.
Κι όμως ήταν αναπόφευκτο να αυξηθούν. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθείται αυτό ακριβώς σημαίνει: την εσκεμμένη (ναι, εσκεμμένη) υποτίμηση των περιουσιακών μας στοιχείων μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων και φόρων.
Ας πάρουμε το παράδειγμα του ΕΝΦΙΑ. Παρουσιάζεται ως απλά εισπρακτικό μέτρο, όμως αποκρύπτεται η συστημική διάστασή του. Το ακίνητο υπήρξε για τον Έλληνα ο πλέον ασφαλής τρόπος να διαφυλάξει τις οικονομίες του. Να μεταβιβάσει περιουσία στα παιδιά του, να το πουλήσει σε ώρα ανάγκης, να ανοίξει επιχείρηση βάζοντάς το υποθήκη για δάνειο.
Η ιδιοκτησία του ακινήτου δημιουργούσε μια αίσθηση πλούτου. Ξαφνικά σταμάτησε να πουλιέται ή δεν το δεχόταν η τράπεζα ως υποθήκη. Ο πολίτης ένιωσε -και έγινε- πιο φτωχός. Αναπόφευκτο ήταν να μειώσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, βαθαίνοντας την ύφεση.
Οι τράπεζες κατέρρευσαν όπως οι δίδυμοι πύργοι όταν έπεσαν πάνω τους τα αεροπλάνα, όταν μειώθηκε η αξία των εξασφαλίσεων για τα ενυπόθηκα δάνεια. Σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων, εκτίναξε το ποσοστό αδυναμίας εξυπηρέτησης δανείων. (9)
Ήδη από το καλοκαίρι του 2014, η Τράπεζα της Ελλάδος στην εισηγητική της πρόταση προς την ΕΚΤ, βάσει των stress tests, θεωρούσε πως υπήρχε πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας.
Το ζήτημα δεν είναι πια θεωρητικό, όπως ήταν όταν το συζητάγαμε το 2010. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής έχουν διαπιστωθεί στην πράξη. Η Ελλάδα έχασε το ποσοστό του ΑΕΠ που έχασαν οι ΗΠΑ στη Μεγάλη Ύφεση του 1929 ή οι Βρετανοί όταν βγήκαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διαφορά είναι πως σε αντίθεση με εμάς, αυτοί ανέκαμψαν γρήγορα.
Το e-mail Χαρδούβελη
Τελειώνοντας, να συγκρίνουμε τις υποχρεώσεις για πρωτογενή πλεονάσματατου 2ου με του 3ου μνημονίου. Πρωτογενές πλεόνασμα σημαίνει πόσα χρήματα κάνουν «φτερά» από την Ελλάδα. Δεν πρόκειται για ανακύκλωση για αποπληρωμή χρέους αυτή τη φορά, αλλά για καθαρή εκροή. (10)
Ο παρακάτω πίνακας φανερώνει ότι γλιτώσαμε περίπου 20 δισ. ευρώ. Μάλιστα από την ελληνική οικονομία θα λείπανε τουλάχιστον τα διπλά, αν υπολογίσουμε μια εντελώς μετριοπαθή κυκλοφοριακή ταχύτητα χρήματος επί 2.
Πολλοί έχουν υποστεί το σφάλμα να μη συγκρίνουν το 3ο μνημόνιο με τις απαιτήσεις του 2ο, αλλά με το περίφημο e-mail Χαρδούβελη. Το e-mail περιείχε αυτά που πρότεινε ο Χαρδούβελης στην τρόικα, όχι η τρόικα στην κυβέρνηση. Αφορούσε στο κλείσιμο της Β’ αξιολόγησης, όχι τα μέτρα από το 2015 και μετά.
Όπως και να έχει, όμως, είναι άστοχο να το συζητάμε. Ο Τόμσεν τα είχε απορρίψει με τον ειρωνικό χαρακτηρισμό «μέτρα Μίκυ Μάους».
Παραπομπές
(1) Η συμφωνία ήταν να κατευθυνθούν τα 86 δισ. ως εξής:
– Τοκοχρεολύσια ύψους 53,8 δισ.
– Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών 25 δισ. Από αυτά χρησιμοποιήθηκαν μόλις τα 5.
– Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις Δημοσίου 7,3 δισ.
(2) Στη συνέντευξή του έκανε λάθος υπολογισμό. Ανέφερε πως το 6% του ΑΕΠ είναι 100 δισ.
(3) Η ομολογία για τους λάθος υπολογισμούς έγινε από τον τότε επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ, Olivier Blanchard.
(4) Όταν άρχισαν οι διαφωνίες με τους υπόλοιπους της τρόικας σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, έκαναν το ανάποδο: έβγαζαν απαισιόδοξες εκτιμήσεις!
(5) Από ό,τι ομολογεί ο ίδιος, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αρνήθηκε να εισάγει νέους φόρους. Επιπλέον δεν πρέπει να παραγνωριστεί η δυναμική σταθεροποίησης της οικονομίας από την προηγούμενη κυβέρνηση
(6) Τι ζητήματα έθετε τόσο προκλητικά ή απαράδεκτα, ώστε εξανάγκασε τους εταίρους να προβούν σε επιθετικές ενέργειες; Ζητούσε μείωση ΦΠΑ, συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων στο 20%, ψηφιοποίηση των συναλλαγών για πάταξη της φοροδιαφυγής, bad bank για διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, αναπτυξιακή τράπεζα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
(7) Σχετικές μελέτες έχουν δημοσιευτεί από την BIS, τις Κεντρικές Τράπεζες Αγγλίας, Νορβηγίας και άλλους.
(8) Ειδικά η πρώτη έγινε για να καλυφθεί η τεράστια τρύπα από το PSI, εξαιτίας της ανόητης ενέργειας των τραπεζών να τριπλασιάσουν το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν.
(9) Σε όποιον και να ρίξουμε το φταίξιμο πάντως, η έκθεση του ΤΧΣ τον Ιούλιο του 2016 αναφέρει πως η ζημία του ταμείου είναι γύρω στα 9 δισ. Περιλαμβάνει την αποτίμηση των μετοχών, των δικαιωμάτων αγοράς (warrants) και των μετατρέψιμων ομολογιών (Cocos).
(10) Τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί δεν είναι ρεαλιστικά. Παρόμοιες επιδόσεις έχουν πραγματοποιηθεί μόνο από 3 χώρες. Τη Νορβηγία, όταν άρχισε να αξιοποιεί τα πετρέλαιά της, το Βέλγιο και τη Σιγκαπούρη.
– ΟΛΑ τα στοιχεία που αναφέρονται είναι επίσημα.
* Ο κ. Βασίλης Παζόπουλος είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου Επενδυτές χωρίς Σύνορα (www.ependytes.com).
February 17, 2018
LE PARISIEN – Varoufakis : «Macron est excellent sur la forme, mais décevant sur le fond»
L’ancien ministre grec des Finances, Yanis Varoufakis, fait le tour de l’Europe à la recherche d’alliés pour proposer un programme de gauche aux élections européennes de 2019.
Vous voulez avoir des listes avec un label commun dans tous les pays pour les élections européennes de 2019 ?
Yanis Varoufakis. Nous sommes face à une crise paneuropéenne, qui est la même dans tous les pays. Crise de la dette publique, du crédit bancaire et un niveau très bas d’investissement. Cela provoque l’augmentation de la pauvreté et de l’exclusion, en France comme en Grèce, en Espagne ou ailleurs.
Que proposez-vous ?
Il faut s’attaquer au problème de façon commune, concertée. Ce que n’a jamais fait l’Europe. Les élections de 2019 sont une occasion splendide de proposer à tous les Européens un programme commun en matière sociale et économique.
Un seul et même programme pour les listes de chaque pays ?
Absolument. En France vous recevrez notre manifeste : ce sera le même en Slovénie, en Grèce, en Allemagne… Il présentera un ensemble politique cohérent de ce que nous voulons faire pour l’Europe dans sa totalité. Mais à côté de ce programme commun, il y aura des mesures spécifiques pour chaque pays.
Mais en France la situation semble s’améliorer : ça ne contredit pas votre projet ?
Ce n’est qu’une guérison passagère. Cela ne suffit pas à rendre à la France une croissance durable. C’est d’ailleurs pourquoi le président Macron propose une réforme de la zone euro, avec un budget commun. Mais ses propositions ont déjà été rejetées par Berlin.
Que faut-il changer ?
Il y a un besoin fort d’un plan annuel d’investissement de 500 Mds€, pour un fonds de transition écologique et économique dont l’Europe a besoin. C’est parfaitement réalisable dans le cadre des traités actuels. Et il faut un plan antipauvreté à travers l’Europe, financé par les profits des systèmes bancaires.
Selon vous Berlin dirige encore l’Europe ?
La classe politique allemande a toujours la mainmise sur le fonctionnement de l’UE. Macron peut bien s’affirmer comme le leader le plus populaire en Europe, dans les faits c’est l’Allemagne qui décide, même si elle n’a pas de gouvernement en fonction. Nous tous -Macron inclus- devons apprendre à dire non à l’Allemagne, à son ministre des Finances. Sauf à adopter une politique de la chaise vide à la de Gaulle, on n’arrivera jamais à réformer l’Union dans l’intérêt des citoyens.
Qui sont vos alliés ?
Nous avons un rassemblement à Naples le 10 mars, plusieurs pays seront représentés (Allemagne, Danemark, Pologne Slovénie, Croatie, Portugal, Grèce, Belgique). On va poser les bases de notre programme commun. Nous pensons que d’autres nous rejoindront une fois notre campagne officielle lancée en juin.
Et en France ?
Génération-s de Benoît Hamon sera là et nous aurons aussi des observateurs du PCF et des Verts.
Personne chez Mélenchon ?
Il a une vision politique différente de la nôtre. Nous sommes radicalement européens, alors que Jean-Luc Mélenchon pense que la solution à la crise est nationale.
Votre avis sur la première année de Macron ?
Excellente sur la forme, mais décevante sur le fond. Il a gâché une formidable chance de mener l’Europe vers les changements dont elle a besoin. Et, contrairement à son discours très progressiste au début, son gouvernement applique une politique dure sur les libertés publiques, sur les migrants…
Vous ne pourriez donc pas siéger au Parlement européen avec LREM ?
On ne peut pas être dans le même groupe car on ne partage pas les mêmes positions. Ce qui ne nous empêchera pas de travailler ensemble au Parlement comme avec d’autres partis, sur certains dossiers.
>Politique|Quentin Laurent et Henri Vernet|15 février 2018, 22h04
“La batalla de Varoufakis contra el ‘establishment’ europeo es el libro del año” – Review of Adults in the Room (Spanish edition) in El Confidencial, by RAMÓN GONZÁLEZ FÉRRIZ
Y lo es por muchas razones: su narración de las maratonianas reuniones del Eurogrupo sobre la posible reestructuración de la deuda griega y los paquetes de ayuda constituye una mirada única a unas negociaciones que normalmente están vedadas a los ciudadanos (Varoufakis grababa de manera oculta las conversaciones y las transcribe en el libro). Su retrato de personajes con los que tuvo un trato casi cotidiano, como Merkel, el ministro de Finanzas alemán, Schäuble, la presidenta del FMI, Lagarde, o el presidente del Eurogrupo, Dijsselbloem, es literariamente valioso y humanamente brutal(Varoufakis se oponía a los tres primeros, pero muestra por ellos un gran respeto intelectual; al último lo detesta con todas sus fuerzas, y lo deja bien claro). Y su relato del grado de descoordinación e improvisación del Gobierno griego pone los pelos de punta.
Pero lo más interesante, a pesar de estos precedentes, es la psicología del propio Varoufakis. Cuando en enero de 2015 es nombrado por Tsipras, el nuevo primer ministro de Syriza, llega a un ministerio desarbolado, donde su predecesor se ha llevado todos los papeles relevantes y a duras penas consigue que alguien le dé la clave del wifi (porque Varoufakis decide que trabajará con su portátil personal, no con el viejo PC de la Administración pública). A partir de entonces se pone a trabajar, y lo hará armado con una arrogancia intelectual que a veces resulta difícil de creer y con un gran patriotismo contraintuitivo que le lleva a creer que lo mejor que puede pasarle a Grecia es quebrar, y luchará por lo tanto para que eso suceda.
[image error]Varoufakis, en París, en una imagen de 2016. (EFE)
Boicots y desesperación
Su convencimiento de que está en posesión de la verdad es absoluto, pero el relato que sigue es el de un hombre al que engañan constantemente, que pierde en casi todas las ocasiones, que carece de talento político. Las reuniones narradas —ya sean con inversores extranjeros, representantes de la Unión Europea, políticos nacionales o diplomáticos— suelen seguir el mismo patrón: Varoufakis siente que todo el mundo que le escucha considera sus ideas brillantes, osadas y útiles para salir del atolladero. Al abandonar esos encuentros, siempre cuenta que tiene la sensación de haber convencido a los asistentes y de que por fin la élite global se da cuenta de que es él, y no los demás, quien tiene la razón. Pero cuando llega la hora de tomar las decisiones, los responsables adoptan una posición contraria a la solución que él no solo deseaba, sino de la que pensaba haberles convencido. Cuando, desesperado por conseguir dinero, acepta no revertir la privatización de un puerto vendido a China, el Gobierno chino le engaña. Este le promete la adquisición de una gran cantidad de deuda pública griega a cambio, pero en lugar de comprar la cantidad acordada, 1.500 millones de euros inmediatamente y 10.000 millones en el medio plazo, compra 200 millones y se queda con el puerto. Varoufakis se encoge de hombros: habrá sido una conspiración urdida en Berlín, dice sin ninguna prueba.
Su Gobierno, reconoce, era caótico, incompetente y le boicoteaba; el partido le imponía a sus colaboradores más cercanos y muchas veces estos negociaban con las autoridades europeas a sus espaldas, y Tsipras, en última instancia, le parece un cobarde. La cuestión, sin embargo, es que al final no se hace nada de lo que propone Varoufakis, como activar un plan secreto para establecer una moneda alternativa al euro o rechazar los sucesivos planes de la Troika. “Me siento solo —dice que le contó a su mujer en un momento en que se sentía particularmente derrotado—. Me siento en mi despacho ministerial, y en teoría soy el jefe de 14.000 funcionarios públicos. Pero en realidad estoy a solas, enfrentándome a un ejército enorme y armado hasta los dientes sin tener ningún escudo que me sirva de protección… Joder, no tengo ni siquiera un departamento de prensa como Dios manda que explique al mundo entero las propuestas y las políticas muy sólidas en las que está trabajando mi pequeño equipo”. Pierde siempre, pero él es el héroe.
Catástrofe de escala continental

Varoufakis cuenta esta sucesión de derrotas con un candor que resulta asombroso, y es casi inevitable preguntarse si su ego le impide darse cuenta de que fueron, efectivamente, derrotas debidas a sus carencias como político o si su franqueza le lleva a confesarlas como si nada. (No pretendo entrar aquí en si en lo peor de la eurocrisis sus ideas económicas y políticas eran las correctas, aunque ahora parece haber un consenso creciente de que la austeridad impuesta fue excesiva). Hay algo en él que recuerda poderosamente por qué los intelectuales suelen ser pésimos políticos: porque las tareas a las que se dedican ambas profesiones son esencialmente distintas. Los intelectuales deben buscar la verdad; los políticos, en cambio, deben ganar. Tuviera o no razón en sus ideas políticas, visto lo visto, Varoufakis parece más adecuado para la primera tarea que para la segunda. Y de hecho, eso se refleja incluso en la estructura del libro: las primeras páginas, dedicadas a sus ideas económicas, le dejan en mucho mejor lugar que la segunda mitad, dedicada a contar las negociaciones y el día a día del Gobierno.
Pero más allá de la a veces asombrosa psicología de Varoufakis, hay un drama subyacente en todo el libro que el propio autor detecta perfectamente: “Todas las personas que aparecen en estas páginas [gestionando la crisis europea] creían actuar de la forma correcta, aunque al final sus acciones, tomadas en conjunto, acabaran provocando una catástrofe de escala continental. ¿No es ese el material con el que se escriben las auténticas tragedias? ¿No son estos los motivos por los que Sófocles y Shakespeare siguen manteniendo su vigencia, cientos de años después de que los hechos que describen perdieran cualquier atisbo de actualidad?”.
Es una gran verdad. Aunque, una vez leído el libro, uno sospecha que Varoufakis está aprovechando para compararse con Sófocles y Shakespeare.
EL CONFIDENTIAL, 28.11.2017 – 05:00 H.
Review of French edition of Adults in the Room – in LE GRAND CONTINENT
« Nous allons, en même temps que le possesseur d’argent et le possesseur de force de travail, quitter cette sphère bruyante où tout se passe à la surface et aux regards de tous, pour les suivre tous deux dans le laboratoire secret de la production, sur le seuil duquel il est écrit : no admittance except on business. »
– Marx, Le Capital
Que l’homme que l’on a présenté comme un dangereux trublion de la concorde européenne rédige un livre résolument pro-européen est étonnant. Que celui-ci s’avère être l’un des écrits sur l’Europe les plus convaincants des dernières années l’est encore davantage. Conversations entre adultes : Dans les coulisses secrètes de l’Europe (éd. Les Liens qui Libèrent, 2017) est un livre aux multiples visages : traité de psychologie des élites européennes, manuel de défense contre les idéologies contemporaines et récit minutieux d’une crise infiniment complexe, il est surtout et avant tout un plaidoyer méticuleux et argumenté pour une nouvelle Europe, dont il dessine en creux les principes essentiels.
Le livre de Yánis Varoufákis est d’abord le récit autobiographique d’une crise vécue de l’intérieure. Né en 1961 de parents hostiles au régime des colonels, Varoufákis fait ses études en Angleterre, où il obtient en 1987 un doctorat d’économie. Sa carrière académique l’amène à enseigner à Essex, en Australie ainsi qu’aux États-Unis. Ses écrits critiques, à l’instar de sa célèbre Modeste Proposition pour résoudre la crise de la zone euro (2011), commencent à le faire connaître pendant la crise des économies européennes. Celui qui aime à se décrire comme un « marxiste libertaire » se lie d’amitié avec certains des membres du parti Syriza ; lorsque celui-ci est porté au pouvoir en janvier 2015, il est nommé ministre des Finances et responsable des négociations avec la Troïka.
UNE MÉMOIRE CRITIQUE
Les 480 pages des Conversations retracent avec une précision salutaire les quelques six mois passés par Varoufákis à négocier, débattre et argumenter avec l’hydre européenne. Et c’est sûrement là la première vertu de ce livre : offrir une chronologie précise et rigoureuse d’une crise que les Européens ont principalement vécue à travers des manchettes de journaux et des discours hermétiques. Les Conversations entre adultesparticipent ainsi d’une “guerre des mémoires” déjà bien engagée. L’extrême confusion médiatique lors de la crise grecque a empêché toute interprétation univoque des événements ; aussi les différents acteurs de la crise ont-ils aujourd’hui le champ libre pour tenter d’imposer leur histoire de ce moment charnière. La mémoire de la crise grecque resteà construire ; pour l’instant, il n’est pas clair quelles leçons il faut en tirer, et qui est coupable d’avoir mené l’Europe au bord du gouffre.
Œuvre d’assainissement intellectuelle, donc, que celle de l’ex-ministre grec : aux formules creuses et inintelligibles qui ont rythmé l’actualité pendant l’année 2015, Varoufákis substitue un récit qui dissèque les rapports de force et d’intimidation à l’œuvre pendant la crise de la dette grecque. Il réintroduit ainsi le politique de là où l’avait chassé le discours économique et technocratique : ce qui semblait être des conséquences inexorables découlant de mécanismes économiques clairs se révèle être le produit de rapports de forces brutaux entre la BCE, le FMI, les différents ministres des Finances européens et les représentants grecs.
Renouant avec la tradition marxiste du dévoilement, Varoufákis entre ainsi dans le « laboratoire secret » de l’Europe et expose les multiples idéologies qui alimentent les décisions des instances chargées de négocier un plan de sortie de crise.
Dans la vaste et foisonnante galerie de personnages que présente le livre, ce sont surtout quatre figures qui exemplifient cette critique : Wolfgang Schaüble et Jeroen Dijsselbloem d’une part, Michel Sapin et Pierre Moscovici de l’autre. Les deux premiers assument et gouvernent par le rapport de force ; leur bagage théorique en économie est faible (ce que l’économiste Varoufákis ne manque pas de souligner), et c’est une doxa austéritaire qui leur sert d’argumentaire. Leur vision de la dette est consubstantielle à son étymologie allemande : les dettes, Schulden, sont liées à la faute et à la culpabilité, Schuld. La Grèce doit payer car elle a fauté ; elle doit accepter le troisième MoU (Memorandum of Understanding, le plan d’austérité proposé par la Troïka) même si celui-ci risque de la conduire à nouveau au bord de la faillite six mois plus tard. La dette, lorsqu’elle ne peut plus être remboursée, devient ainsi un outil de pouvoir. D’autre part, Michel Sapin et Pierre Moscovici sont symptomatiques pour Varoufákis de la faiblesse de certaines élites européennes. À plusieurs reprises, les deux Français capitulent sans opposer de résistance devant Schaüble et Dijsselbloem alors qu’ils avaient assuré Varoufákis, quelques minutes auparavant, de leur soutien.
CHOISIR SON CAMP
Livre-récit, les Conversations sont également le portrait des tensions profondes entre les différents acteurs en présence. Tensions, d’abord, entre l’ethos du chercheur, cher à Varoufákis, et celui du technocrate ; pour reprendre les termes de l’auteur, entre outsiders et insiders.
Cette distinction cruciale provient d’une discussion avec Larry Summers, économiste et figure politique américaine majeure, qui ouvre le livre. Il y a, d’une part, les insiders : ce sont les fonctionnaires de Bruxelles, les politiques de carrière, les « technocrates ». Puissants, ils ont abandonné tout esprit critique, toute distance, et pérennisent les pratiques des institutions qu’ils représentent. D’autre part, les outsiders : personnes extérieures au monde politique, ils sont critiques, mais sans pouvoir ; les insiders les dédaignent. À Larry Summers, qui le somme de choisir son camp, Varoufákis répond qu’il est un outsider prêt à faire des compromis pour trouver une solution.

Car celui que l’on a présenté comme une dangereuse tête brûlée – le motard solitaire en veste de cuir – se révèle être un remarquable pragmatiste. Varoufákis s’oppose à la frange dure de Syriza en promouvant les privatisations et en refusant la taxation confiscatoire des entreprises. Alors que la Troïka préconise les premières sans condition et une taxation excessive des ménages à travers une hausse de la TVA, l’ex-ministre des Finances avance une stratégie médiane : les privatisations doivent s’accompagner d’un engagement des acheteurs à investir sur le long terme et à accorder des droits aux salariés ; augmenter la TVA et l’impôt sur les sociétés est contre-productif dans une économie exsangue. À de nombreux moments, face à un Eurogroupe qui ne jure que par l’austérité, Varoufákis réaffirme sa thèse simple : il ne sert à rien d’étouffer encore davantage une économie grecque terriblement affaiblie ; certes, des réformes sont nécessaires, mais il est contre-productif de mener une cure d’austérité extrême alors que les caisses sont vides ; en somme, saigner un agonisant, c’est lui donner le coup de grâce.
Tensions, également, entre le principe de rupture démocratique et d’égalité des pays européens, prôné par Varoufákis, et le principe d’une discipline supranationale, dont le principal défenseur est Wolfgang Schaüble. Dès le départ, Varoufákis et Alexis Tsipras affirment leur volonté de négocier d’égal à égal avec la Troïka, allant ainsi à l’encontre de certaines pratiques vexatoires qui avaient cours depuis des années ; l’économiste grec évoque ainsi à de nombreuses reprises le modèle rousseauiste du contrat entre égaux ayant pour but le bien commun. Il rappelle également la signification du vote des Grecs aux élections législatives de janvier 2015 : Syriza a été élu pour signifier le refus d’une austérité excessive ; ce vote doit être compris comme une décision politique d’un peuple européen. Un échange entre Schaüble et Varoufákis montre ainsi toute l’ampleur de leur désaccord fondamental : au ministre allemand qui affirme que « des élections ne sauraient changer une politique économique », le ministre grec répond que « la démocratie n’est pas un luxe que l’on octroie aux créanciers et que l’on refuse aux débiteurs ».
En plus d’avoir essayé de renégocier une dette colossale, Varoufákis a ainsi essayé, à de nombreuses occasions, de rétablir un rapport d’égalité entre la Grèce et la Troïka, par exemple en menaçant la BCE de dévaluer unilatéralement des actifs grecs qu’elle détenait, ou en refusant systématiquement de signer des communiqués trop optimistes sur l’état des finances de son pays. Ses méthodes ont été perçues comme assez radicales et ont contribué à son image de pyromane de l’Europe, peut-être aussi parce qu’elles rompaient avec la soumission habituelle des gouvernements aux responsables de la Troïka.
PRINCIPES D’UNE REFONDATION
Quelle est donc l’Europe dont rêve Varoufákis ? Les principes qui semblent essentiels à l’ex-ministre des Finances qui a lancé en janvier 2016 son « Mouvement pour la Démocratie en Europe 2025 » (DiEM25) doivent se lire en creux. Ils sont, nous semble-t-il, au nombre de trois. Tout d’abord, l’Europe doit se comprendre comme un contrat entre pays égaux, une rencontre de volontés libres déterminées à œuvrer ensemble pour le bien commun. Ce projet doit être irrigué par des objectifs et une idéologie commune, qui fait aujourd’hui cruellement défaut.
Le deuxième principe est très simple : l’Europe ne peut pas ignorer les revendications exprimées démocratiquement par les différents peuples qui la composent. Sur le spectre qui oppose, schématiquement, les partisans de la rupture démocratique comme Varoufákis aux tenants de la continuité contractuelle et réglementaire comme Schaüble, l’Europe doit déplacer son curseur vers le premier. Enfin, les instances dirigeantes européennes doivent repenser leurs modèles et théories économiques et accepter leur remise en question. Une Europe d’adultes, en somme, responsables, conscients des dangers de l’avenir et de l’importance de mener dès maintenant des réformes longues et difficiles.
Vaste programme, bien sûr ! Mais que serait un projet politique sans sa dimension utopique ? C’est indirectement la question qu’adresse Varoufákis aux élites européennes : il est impossible de lier les peuples et leurs représentants sans projet et sans projection dans un futur commun.
Et c’est donc finalement une tâche considérable que ce livre remplit : celle de donner de la substance à une critique intelligente de l’Union Européenne. Les vociférations sans fondement contre une Europe trop « technocratique », « antidémocratique » et « ultralibérale » sont devenues légion, à gauche comme à droite. On réclame sans cesse une « Europe des peuples », sans même savoir ce que cette expression désigne. À ces critiques malheureusement aussi faibles idéologiquement qu’une grande partie des défenseurs de l’Europe, Varoufákis oppose une synthèse admirable : il est possible d’être résolument pro-Européen et critique ; d’être un enthousiaste de l’Europe et d’opposer à l’Union Européenne une « résistance constructive ». Car la critique, comme le disait si bien Michel Foucault, n’est rien d’autre que « l’art de n’être pas tellement gouverné »
PAR LINUS BLEISTEIN
Publié 10 février 2018 par gegeurope
February 15, 2018
Did the judge who refused to withdraw Julian Assange’s arrest warrant labour under a gigantic conflict of interest?
The elephant in the room is, of course, the fact that the whole affair was always about the thinly veiled US plan to apprehend Julian, throw him into the type of unfathomable cell in which Chelsea Manning was incarcerated for 18 months, and deny him any opportunity to defend himself from ludicrous spying charges. Given that both sides of US politics have confirmed that this is indeed their intention (a rare occasion when Donald Trump and Hillary Clinton have agreed), it was quite interesting to read Judge Arbuthnot’s response:
“I accept that Mr Assange had expressed fears of being returned to the United States from a very early stage in the Swedish extradition proceedings but, absent any evidence from Mr Assange on oath, I do not find that Mr Assange’s fears were reasonable.”
As remarkably circular statements come, this is truly extraordinary: Judge Arbuthnot is dismissing as unreasonable Julian’s fears that if he were to exit the Ecuadorian Embassy in London to be arrested by police he would be extradited to the US before being thrown into the US supermax, Guantanamo-like, system. And why did she dismiss his fears? Because Julian did not step out of the Ecuadorian Embassy and into her court to express them!
Now, of course, I am no lawyer and most certainly have no expertise, or right, to pass judgement on the good judge – except to state my puzzlement at the logicality – or otherwise – of her verdict. However, there is a serious matter on which all of us, who were observing with interest this case, have a duty to bring to the fore. It is a matter that concerns a potentially mind boggling conflict of interest afflicting Judge Arbuthnot.
If my sources are correct (and I do stress this if), Judge Arbuthnot is the wife of Lord Arbuthnot, former minister of defence, until recently former chairman of the defence committee, director of an outfit known as SC Strategy (owned by the former head of MI6 and co-directed by another head of MI6) and, last but not least, on the advisory board of Thales – one of the largest arms manufacturers and dealers and, crucially, a company associated with corrupt deals whose role has often been exposed by WikiLeaks.
The point here is simplicity personified: If the above is correct, a gigantic conflict of interest arises that should have compelled Judge Arbuthnot to have recused herself from this hearing. The fact that she did not (assuming that the above information is correct), is a blot on British justice and a setback for the notion of English fair play. An explanation from the judge herself and the courts would be very welcome.
February 14, 2018
And the name of DiEM25’s Greek political party is…
And the name of our Greek party?
MeRA25
EUROPEAN REALIST DISOBEDIENCE FRONT | DiEM25
Why ‘front’?
Because Greece is suffocating in a Europe that is deconstructing itself
Because, as long as countries like Greece are suffocating, Europe will be deconstructing itself, thus reinforcing the suffocation of Greece
Only a broad, unifying, pan-european front against our Oligarchy-Without-Borders, that is responsible for Greece’s debt-bondage, can ever give breathing space to Greece and relief to its citizens.
Why ‘European realist disobedience’?
Because the only way to be a responsible Greek citizen today is to disobey the ludicrous policies that are responsible for Greece’s dessertification
Because the only way of respecting Greece’s Parliamentarianism, Constitution and… common sense is to end the blind obedience to the directives of the troika and its domestic agents
Authentic Greek Europeanists, today, understand that they have a duty to disobey the incompetent pseudo-technocrats who, on the altar of narrow oligarchic interests, are sacrificing Greece while de-legitimising Europe.
Why MeRA?
Because ‘mera’ in Greek translates into ‘day’, or ‘diem’ in Latin. And because Greeks have had enough of the long night of debt bondage to which they have been condemned for so many consecutive years.
Over the next days and weeks, our members’ decision to create MeRA25 will lead to our new Greek party’s Manifesto. On Tuesday 20/2 a pre-inauguration public meetings will take place in Kalamata (Municipal Cultural Centre, at 7.30pm) while, on Monday 26/3, MeRA25’s inauguration will take place in Athens.
Until then, we call upon all European democrats who were cheered by the news of MeRA25’s impending birth, and who think this is a beginning worthy of their support, to visit this page and register their practical support.
This is merely the beginning. Greece is merely the beginning. Onwards to our pan-European campaign, culminating in the May 2019 European Parliament elections!
Carpe DiEM25 (and… MeRA25)
Yanis Varoufakis's Blog
- Yanis Varoufakis's profile
- 2351 followers
