Vasileios Diakovasilis's Blog, page 9
March 2, 2021
Το αÏÏÎγονο και άλλοι ÏÏÏοι ÏÎ·Ï Îλγα ΤοκάÏÏÏÎ¿Ï Îº

ÎÎÏα αÏÏ ÏÎ¿Ï Ï ÏÏÏÏαγÏνιÏÏÎÏ ÏÎ¿Ï Î¼Ï Î¸Î¹ÏÏοÏήμαÏÎ¿Ï Î±Ï ÏοÏ, ÏαÏÎ±ÎºÎ¿Î»Î¿Ï Î¸Î¿Ïμε Ïην ιÏÏοÏία ÏÎ·Ï Î Î¿Î»ÏÎ½Î¯Î±Ï Î±ÏÏ Ïο 1914 ÏÏ ÎºÎ±Î¹ Ïην ÏÏÏÏη ÏÎ¿Ï ÎºÎ¿Î¼Î¼Î¿Ï Î½Î¹ÏμοÏ. ΠΤοκάÏÏÏÎ¿Ï Îº γÏάÏει με Îναν ÏÏÏÏο ÏαÏÎ±Î¼Ï Î¸Î¹Î±ÎºÏ, αναÏÏÏÏÏει Ïην ιÏÏοÏία μÎÏα αÏÏ Î¼Î¹ÎºÏά κεÏάλαια ÏÎ¿Ï Ïλα ÏÎ¿Ï Ï Î±Î½Î±ÏÎÏονÏαι Ïε κάÏοιον αÏÏ ÏÎ¿Ï Ï Î®ÏÏÎµÏ ÏÎ·Ï ÎºÎ±Î¹ Î±Ï ÏÏ Î³Î¯Î½ÎµÏαι, δίÏÏÏ Î¼ÎµÎ»Î¿Î´ÏαμαÏιÏμοÏÏ, με Îναν ÏÏÏÏο ήÏεμο θα Îλεγα, ÏÏÏÎ¯Ï Î¾ÎµÏÏνηÏά. ÎκÏμα και ÏÏÎ¹Ï Ïιο ÏÏαγικÎÏ ÏÏιγμÎÏ ÏÎ·Ï Î¹ÏÏοÏÎ¯Î±Ï ÏÎ·Ï ÏÏÏαÏ, ÏÏÏÏ ÎµÎºÎµÎ¯ ÏÎ¿Ï Î±Î½Î±ÏÎÏεÏαι ÏÏην εξολÏθÏÎµÏ Ïη ÏÎ·Ï ÎµÎ²ÏαÏÎºÎ®Ï ÎºÎ¿Î¹Î½ÏÏηÏαÏ, Ïλα Ïα ÏαÏαÏηÏοÏμε αÏÏ Î¼Î¯Î± αÏÏÏÏαÏη και Ïλα διαδÏαμαÏίζονÏαι με Îναν ÏÏÏÏο αναμενÏμενο, Ïαν να μην μÏοÏοÏÏε να Ï ÏάÏξει διαÏÏ Î³Î® ÏÏν ανθÏÏÏÏν αÏÏ Ïη Ïοή ÏÎ·Ï Î¹ÏÏοÏÎ¯Î±Ï ÏÏην οÏοία ÏÏ Î¼Î¼ÎµÏÎÏÎ¿Ï Î½ αλλά είναι ανίκανοι να καθοÏίÏÎ¿Ï Î½ Ïην οÏοιαδήÏοÏε εξÎλιξή ÏηÏ.
Îεν είναι εÏκολο να ανÏιλαμβάνεÏαι ÏÏι ÏÏην ιÏÏοÏία, καÏÎ±Î»Î±Î¼Î²Î¬Î½ÎµÎ¹Ï Î±Ïλά και μÏνο Ïον ÏÏλο ÏÎ¿Ï ÎºÎ¿Î¼ÏάÏÏÎ¿Ï .Το ÎÏÏÎγονο, ÎÎ½Î±Ï Î¼Î¹ÎºÏÏÏ ÏÏÏÎ¿Ï ÎºÎ¬ÏÎ¿Ï ÏÏην ΠολÏνία. Φαινομενικά είναι ÎÎ½Î±Ï Î±ÏήμανÏÎ¿Ï ÏÏÏοÏ, με αÏλοÏÏ, καθημεÏινοÏÏ Î®ÏÏεÏ. Την ÎκενοβÎÏα και Ïον ÎίÏαλ Ïον Î¼Ï Î»Ïνά με Ïην κÏÏη ÏÎ¿Ï Ï Ïη ÎίÏια και Ïον άÏÏÏÏÏο Î³Î¹Ï ÏÎ¿Ï Ï Ïον ÎζίνÏοÏ. Το ÎβÏαίο Îλι και για ÏÏνÏομο διάÏÏημα εÏαÏÏή ÏÎ·Ï ÎκενοβÎÏα. Την ÏÏÏνη ΣÏαÏοÏλα ÏÎ¿Ï ÎµÎ¯Ïε Ïη δÏναμη να διαβάζει Ïο μÎλλον και Ïην κÏÏη ÏÎ·Ï Ïη ΡοÏÏα. Î ÎζίνÏÎ¿Ï ÏÎ¿Ï ÎίÏαλ ÏÎ¿Ï Î¼Î¹Î± ζÏή αγαÏοÏÏε Ïην ΡοÏÏα. ΠΡοÏÏα ÏÎ¿Ï ÎµÏÎζηÏε ÏάÏη ÏÏα Î¸Î±Ï Î¼Î±ÏÎ¿Ï Ïγά βÏÏανα ÏÎ·Ï Î¼Î¬Î½Î±Ï ÏηÏ. Τον βαÏÏνο ΠοÏιÎλÏκι, ÏÎ¿Ï ÎµÏÏÏεÏÏηκε ÏÏελά Ïην νεαÏή ζÏγÏάÏο ÎαÏία Î£ÎµÏ ÎºÎ±Î¹ μεÏά Ïον ÏÏÏιÏÎ¼Ï ÏÎ¿Ï Ï ÏοÏΠδεν ξανάγινε ο ίδιοÏ. Το ÏαÏά με Ïα ÏÏÏάÏια ÏÎ·Ï ÎµÎºÎºÎ»Î·ÏίαÏ, ÏÎ¿Ï Ïα ÏλημμÏÏιζε η ÎαÏÏη, Ïο ÏοÏάμι, Î²Ï Î¸Î¯Î¶Î¿Î½ÏÎ±Ï Ïον ÏÏην οÏγή. Την ÏÏελή ΦλοÏενÏίνκα, ÏÎ¿Ï ÏÎ·Ï ÎÏÏ Ïαν ÏÎ»ÎµÏ Î¿Î¹ ÏÏ Î¼ÏοÏÎÏ ÏÎ¿Ï ÎºÏÏÎ¼Î¿Ï Î±Î»Î»Î¬ ÏÏÏνÏιζε Ïλα Ïα αδÎÏÏοÏα ÏÎ·Ï ÏεÏιοÏήÏ. Τον γÎÏο ÎÏÏÏκι με Ïην οικογÎνεια ÏÎ¿Ï , ÏÎ¹Ï ÏÏÎµÎ¹Ï ÎºÏÏÎµÏ ÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ïον Πάβελ, Îνα Î´Ï Î½Î±ÏÏ ÎºÎ±Î¹ Î»Î¿Î³Î¹ÎºÏ Î±Î»Î»Î¬ και ÏιλÏδοξο ÏαλικάÏι, ο οÏÎ¿Î¯Î¿Ï ÏανÏÏεÏεÏαι Ïην ÎίÏια ÏαÏά ÏÎ¹Ï Î±Î½ÏιÏÏήÏÎµÎ¹Ï ÏÎ¿Ï ÎίÏαλ. ΠκÏÏη ÏÎ¿Ï Î³ÎÏο ÎÏÏÏκι, η ΣÏάÏια ÏÎ¿Ï ÏανÏÏεÏÏηκε Ïον ÏεÏνίÏη ΠαÏοÏγκα, ο οÏÎ¿Î¯Î¿Ï ÏμÏÏ Ïην εγκαÏÎλειÏε Ïα ΧÏιÏÏοÏγεννα με Îνα Ïαιδί ÏÏην αγκαλιά. Îι ÏμÏÏ Î¼ÎÏα αÏÏ ÏÎ¹Ï Î¼Î¹ÎºÏÎÏ Î±Ï ÏÎÏ Î¹ÏÏοÏίεÏ, διαÏαίνεÏαι Ïο ÏηÏιδÏÏÏ, ÏÎ·Ï ÏÏοÏÎ¿Î»ÎµÎ¼Î¹ÎºÎ®Ï ÎºÎ¿Î¹Î½ÏÎ½Î¯Î±Ï ÏÎ·Ï Î Î¿Î»ÏνίαÏ.
Îαζί με Ïα ÏÏÏÏÏÏα, η ΤοκάÏÏÏÎ¿Ï Îº ÏÏον καμβά ÏÎ·Ï Î±ÏήγηÏÎ·Ï ÏηÏ, ÏαÏÎ¿Ï Ïιάζει και κάÏοια ανÏικείμενα Ïα οÏοία ÏÎ±Î¯Î¶Î¿Ï Î½ Ïον Î´Î¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï Ï ÏÏλο ÏÏην καÏανÏηÏη ÏÎ·Ï Î¹ÏÏοÏίαÏ: Ïην εικÏνα ÏÎ·Ï Î Î±Î½Î±Î³Î¯Î±Ï ÏÎ¿Ï ÎεÏκÏλε ÏÎ¿Ï ÏάÏιζε ÏÎ¹Ï Î¸Î±Ï Î¼Î±ÏÎ¿Ï ÏγικÎÏ ÏÎ·Ï Î´Ï Î½Î¬Î¼ÎµÎ¹Ï Ïε Ïλον Ïον κÏÏμο, ÏιÏÏοÏÏ ÎºÎ±Î¹ μη. Τον μÏλο ÏÎ¿Ï ÎºÎ±ÏÎ, αÏÏ ÏοÏÏελάνη, μÏÏοÏνÏζο και ξÏλο, Ïον οÏοίο ο ÎίÏαλ ÎÏεÏε μαζί ÏÎ¿Ï Î±ÏÏ Ïον ÏÏλεμο και Ïον κÏάÏηÏε για Ïλη ÏÎ·Ï Ïη ζÏή η ÎίÏια, Ïαν Ïο Ïιο ÏολÏÏιμο δÏÏο ÏÎ¿Ï ÎµÎ¯Ïε ÏοÏÎÏ ÏηÏ. Το ÏαιÏνίδι διαÏÏ Î³Î®Ï Î¼Îµ ÏÎ¿Ï Ï Î¿ÎºÏÏ Î¿Î¼ÏκενÏÏÎ¿Ï Ï ÎºÏÎºÎ»Î¿Ï Ï ÎºÎ±Î¹ ÏÎ¹Ï ÏολλÎÏ ÎµÎ¾ÏÎ´Î¿Ï Ï, ÏÎ¿Ï Ïαίζει ο ÎαÏÏÎ½Î¿Ï Î Î¿ÏιÎλÏκι με Ïο οκÏάεδÏο ζάÏι και ÏÎ¹Ï Îξι εÏιλογÎÏ ÏÎ¿Ï , Ïο οÏοίο ÏμÏÏ Î±ÏαιÏεί ο ÏαίκÏÎ·Ï ÎºÎ±Î¹ να ονειÏεÏεÏαι και να κάνει ÏάνÏα Ïη δική ÏÎ¿Ï ÎµÏιλογή.
Îι ÎµÎ½Ï ÏαÏÎ±ÎºÎ¿Î»Î¿Ï Î¸Î¿Ïμε ÏÎ¿Ï Ï ÏÏÏÏαγÏνιÏÏÎÏ ÏÎ·Ï Î¤Î¿ÎºÎ¬ÏÏÏÎ¿Ï Îº να γεÏονÏαι ÏÎ¹Ï Î¼Î¹ÎºÏοÏαÏÎÏ ÎºÎ±Î¹ ÏÎ¹Ï Î±Î³ÏÎ½Î¯ÎµÏ ÏÎ¿Ï ÏÎ¿Ï Ï ÏÏοÏÏÎÏει η ειÏηνική ζÏή ÏÏο ÎÏÏÎγονο και Ïην γÏÏÏ ÏεÏιοÏή, Ïλα ÏελειÏÎ½Î¿Ï Î½ αÏÏ Ïην μία ημÎÏα ÏÏην άλλη και Î±ÎºÎ¿Î»Î¿Ï Î¸Î¿Ïν Ïλα εκείνα ÏÎ¿Ï ÏημάδεÏαν βαθιά Ïην ÏÏ Ïή ÏÎ·Ï Î Î¿Î»ÏνίαÏ. Τον διαμελιÏÎ¼Ï ÏÎ·Ï ÎºÎ±Î¹ Ïην ειÏβολή ÏÏα μÎÏη ÏÎ¿Ï ÎÏÏÎÎ³Î¿Î½Î¿Ï , ÏÏÏÏα ÏÏν ÎεÏμανÏν. Τον μάζεμα ÏλÏν ÏÏν ÎβÏαίÏν και Ïην εÏί ÏÏÏÎ¿Ï ÎµÎºÏÎλεÏη ÏÏÎ¿Î¹Î¿Ï Î±Î½ÏιÏÏεκÏÏαν, ÏÏην μεÏαÏοÏά ÏÎ¿Ï ÏÏα γειÏονικά κÏεμαÏÏÏια. Την καÏάληÏη ÏÎ·Ï ÏεÏιοÏÎ®Ï Î¾Î±Î½Î¬, Î±Ï Ïή Ïη ÏοÏά αÏÏ ÏÎ¿Ï Ï Î£Î¿Î²Î¹ÎµÏικοÏÏ. Τη μεÏαÏÏÏιÏη ÏÎ·Ï Î³ÏÎ±Î¼Î¼Î®Ï ÏÎ¿Ï Î¼ÎµÏÏÏÎ¿Ï ÎºÎ±ÏαμεÏÎ®Ï ÏÎ¿Ï ÎÏÏÎÎ³Î¿Î½Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ïην ÏÏ Î³Î® ÏÏν καÏοίκÏν ÏÎ¿Ï ÏÏο δάÏοÏ. Î¤Î¿Ï Ï ÏÎ¹Î»Î¹Î¬Î´ÎµÏ Î½ÎµÎºÏοÏÏ ÏÏο Ïεδίο ÏÎ·Ï Î¼Î¬ÏηÏ. Την ειÏήνη εÏιÏÎÎ»Î¿Ï Ï Î½Î± ÎÏÏεÏαι μα Ïλα να ÎÏÎ¿Ï Î½ αλλάξει δÏαμαÏικά. Την ΠολÏνία ενÏαγμÎνη ÏÏο μÏλÏκο ÏÏν ΣοβιεÏικÏν με Ïην ÏαÏακÏηÏιÏÏική γÏαÏειοκÏαÏία ÏÏν ÎÎ¿Î¼Î¼Î¿Ï Î½Î¹ÏÏικÏν κÏαÏÏν και Ïην Ï ÏοÏαγή ÏÏν ÏολιÏÏν ÏÎ¿Ï Ï Ïε Î±Ï Ïήν.
ÎνδιαÏÎÏÎ¿Ï ÏÎµÏ ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ και οι αναÏοÏÎÏ ÏÎ·Ï Î¤Î¿ÎºÎ¬ÏÏÏÎ¿Ï Îº ÏÏο ÎεÏ:
"Î Î¿Î¹Î¿Ï ÎµÎ¯Î¼Î±Î¹;" ÏÏÏάει ο ÎεÏÏ.
"ÎεÏÏ Î® άνθÏÏÏοÏ, γίνεÏαι να είμαι και Ïα δÏο μαζί ή ίÏÏÏ ÏίÏοÏα αÏÏ Î±Ï Ïά Ïα δÏο; ÎÏαγε είμαι ÎµÎ³Ï ÏÎ¿Ï Î´Î·Î¼Î¹Î¿ÏÏγηÏα ÏÎ¿Ï Ï Î±Î½Î¸ÏÏÏÎ¿Ï Ï Î® Î±Ï Ïοί εμÎνα;"
"Îι άνθÏÏÏοι- ÏÎ¿Ï Î±ÏÏ Î¼Ïνοι ÏÎ¿Ï Ï Î±ÏοÏελοÏν μια διαδικαÏία εξÎλιξηÏ- ÏοβοÏνÏαι Ïλα ÏÏα είναι αεικίνηÏα και ÏÏ Î½ÎµÏÏÏ Î¼ÎµÏαβαλλÏμενα, εÏειδή εÏινÏηÏαν κάÏι ÏÎ¿Ï Î´ÎµÎ½ Ï ÏάÏÏει- Ïο αμεÏάβληÏο, αÏοÏαÏίζονÏÎ±Ï ÏÏÏ ÏÎλειο είναι Ïο αιÏνιο, Î±Ï ÏÏ ÏÎ¿Ï Î´ÎµÎ½ αλλάζει. Î ÏοÏÎδÏÏαν λοιÏÏν ÏÏον ÎÎµÏ Ïην ιδιÏÏηÏα ÏÎ¿Ï Î±Î¼ÎµÏάβληÏÎ¿Ï . Îαι ÎÏÏι ÎÏαÏαν Ïην ικανÏÏηÏα καÏανÏηÏÎ®Ï ÏÎ¿Ï ."
"Το θÎμα δεν είναι αν Ï ÏάÏÏει ÎεÏÏ Î® ÏÏι. Îεν είναι ÎÏÏι. Το θÎμα είναι αν ÏιÏÏεÏÎµÎ¹Ï Î® ÏÏι."
ΤελειÏνονÏαÏ, θα Îλεγα Ïε ÏÏοιον θÎλει να διαβάÏει Î±Ï ÏÏ Ïο βιβλίο, ÏÏι μία ÏÏÏÏη ανάγνÏÏή ÏÎ¿Ï Î´ÎµÎ½ θα ÏÎ¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ αÏκεÏή. Îα ÏÏειαÏÏεί να εÏανÎλθει και με δεÏÏεÏη, ίÏÏÏ Ïιο Ï ÏοÏιαÏμÎνη για Ïο Ïι ζηÏά να μάθει ÏÏ Î±Î½Î±Î³Î½ÏÏÏηÏ. Το ÏεÏίεÏγο είναι ÏÏι δεν είναι αÏÏ ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î± Ïα βιβλία, Ïα ÏÎ¿Î»Ï Î´Ï ÏνÏηÏα με ÏÎ¹Ï Î¼Î±ÎºÏÏÏÏ ÏÏÎµÏ ÏÏοÏάÏÎµÎ¹Ï ÎºÎ±Î¹ ÏÎ¹Ï Î±ÎºÎ±ÏανÏηÏÎµÏ Î»ÎξειÏ. ΠγÏαÏή ÏÎ·Ï Î¤Î¿ÎºÎ¬ÏÏÏÎ¿Ï Îº είναι αÏκεÏά αÏλή, Î±Ï Ïά ÏÎ¿Ï Î¸Îλει να Î¼Î±Ï Ïει ÏμÏÏ Î´ÎµÎ½ είναι ÏÏÏο εÏκολα. ÎÏÏÏ Î³Î¹Î±Ïί Ïο δÏάμα ÏÎ·Ï Î Î¿Î»ÏÎ½Î¯Î±Ï Î½Î± είναι Î¬Î»Î»Î¿Ï ÎµÏιÏÎÎ´Î¿Ï Î±ÏÏ Î±Ï ÏÏ, ÏÎ·Ï Î´Î¹ÎºÎ®Ï Î¼Î±Ï ÏÏÏαÏ.
Το αρχέγονο και άλλοι τόποι της Όλγα Τοκάρτσουκ

Μέσα από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος αυτού, παρακολουθούμε την ιστορία της Πολωνίας από το 1914 ως και την πτώση του κομμουνισμού. Η Τοκάρτσουκ γράφει με έναν τρόπο παραμυθιακό, αναπτύσσει την ιστορία μέσα από μικρά κεφάλαια που όλα τους αναφέρονται σε κάποιον από τους ήρωες της και αυτό γίνεται, δίχως μελοδραματισμούς, με έναν τρόπο ήρεμο θα έλεγα, χωρίς ξεφωνητά. Ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας της χώρας, όπως εκεί που αναφέρεται στην εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, όλα τα παρατηρούμε από μία απόσταση και όλα διαδραματίζονται με έναν τρόπο αναμενόμενο, σαν να μην μπορούσε να υπάρξει διαφυγή των ανθρώπων από τη ροή της ιστορίας στην οποία συμμετέχουν αλλά είναι ανίκανοι να καθορίσουν την οποιαδήποτε εξέλιξή της.
Δεν είναι εύκολο να αντιλαμβάνεσαι ότι στην ιστορία, καταλαμβάνεις απλά και μόνο τον ρόλο του κομπάρσου.Το Αρχέγονο, ένας μικρός τόπος κάπου στην Πολωνία. Φαινομενικά είναι ένας ασήμαντος τόπος, με απλούς, καθημερινούς ήρωες. Την Γκενοβέφα και τον Μίχαλ τον μυλωνά με την κόρη τους τη Μίσια και τον άρρωστο γιό τους τον Ιζίντορ. Το Εβραίο Έλι και για σύντομο διάστημα εραστή της Γκενοβέφα. Την πόρνη Σταχούλα που είχε τη δύναμη να διαβάζει το μέλλον και την κόρη της τη Ρούτα. Ο Ιζίντορ του Μίχαλ που μια ζωή αγαπούσε την Ρούτα. Η Ρούτα που επέζησε χάρη στα θαυματουργά βότανα της μάνας της. Τον βαρόνο Ποπιέλσκι, που ερωτεύτηκε τρελά την νεαρή ζωγράφο Μαρία Σερ και μετά τον χωρισμό τους ποτέ δεν ξανάγινε ο ίδιος. Το παπά με τα χωράφια της εκκλησίας, που τα πλημμύριζε η Μαύρη, το ποτάμι, βυθίζοντας τον στην οργή. Την τρελή Φλορεντίνκα, που της έτυχαν όλες οι συμφορές του κόσμου αλλά φρόντιζε όλα τα αδέσποτα της περιοχής. Τον γέρο Μπόσκι με την οικογένεια του, τις τρεις κόρες του και τον Πάβελ, ένα δυνατό και λογικό αλλά και φιλόδοξο παλικάρι, ο οποίος παντρεύεται την Μίσια παρά τις αντιρρήσεις του Μίχαλ. Η κόρη του γέρο Μπόσκι, η Στάσια που παντρεύτηκε τον τεχνίτη Παπούγκα, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε τα Χριστούγεννα με ένα παιδί στην αγκαλιά. Κι όμως μέσα από τις μικρές αυτές ιστορίες, διαφαίνεται το ψηφιδωτό, της προπολεμικής κοινωνίας της Πολωνίας.
Μαζί με τα πρόσωπα, η Τοκάρτσουκ στον καμβά της αφήγησης της, παρουσιάζει και κάποια αντικείμενα τα οποία παίζουν τον δικό τους ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας: την εικόνα της Παναγίας του Γεσκόλε που χάριζε τις θαυματουργικές της δυνάμεις σε όλον τον κόσμο, πιστούς και μη. Τον μύλο του καφέ, από πορσελάνη, μπρούντζο και ξύλο, τον οποίο ο Μίχαλ έφερε μαζί του από τον πόλεμο και τον κράτησε για όλη της τη ζωή η Μίσια, σαν το πιο πολύτιμο δώρο που είχε ποτές της. Το παιχνίδι διαφυγής με τους οκτώ ομόκεντρους κύκλους και τις πολλές εξόδους, που παίζει ο Βαρόνος Ποπιέλσκι με το οκτάεδρο ζάρι και τις έξι επιλογές του, το οποίο όμως απαιτεί ο παίκτης και να ονειρεύεται και να κάνει πάντα τη δική του επιλογή.
Κι ενώ παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές της Τοκάρτσουκ να γεύονται τις μικροχαρές και τις αγωνίες που τους προσφέρει η ειρηνική ζωή στο Αρχέγονο και την γύρω περιοχή, όλα τελειώνουν από την μία ημέρα στην άλλη και ακολουθούν όλα εκείνα που σημάδεψαν βαθιά την ψυχή της Πολωνίας. Τον διαμελισμό της και την εισβολή στα μέρη του Αρχέγονου, πρώτα των Γερμανών. Τον μάζεμα όλων των Εβραίων και την επί τόπου εκτέλεση όποιου αντιστεκόταν, στην μεταφορά του στα γειτονικά κρεματόρια. Την κατάληψη της περιοχής ξανά, αυτή τη φορά από τους Σοβιετικούς. Τη μετατόπιση της γραμμής του μετώπου καταμεσής του Αρχέγονου και την φυγή των κατοίκων του στο δάσος. Τους χιλιάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Την ειρήνη επιτέλους να έρχεται μα όλα να έχουν αλλάξει δραματικά. Την Πολωνία ενταγμένη στο μπλόκο των Σοβιετικών με την χαρακτηριστική γραφειοκρατία των Κομμουνιστικών κρατών και την υποταγή των πολιτών τους σε αυτήν.
Ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές της Τοκάρτσουκ στο Θεό:
"Ποιος είμαι;" ρωτάει ο Θεός.
"Θεός ή άνθρωπος, γίνεται να είμαι και τα δύο μαζί ή ίσως τίποτα από αυτά τα δύο; Άραγε είμαι εγώ που δημιούργησα τους ανθρώπους ή αυτοί εμένα;"
"Οι άνθρωποι- που από μόνοι τους αποτελούν μια διαδικασία εξέλιξης- φοβούνται όλα όσα είναι αεικίνητα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, επειδή επινόησαν κάτι που δεν υπάρχει- το αμετάβλητο, αποφασίζοντας πως τέλειο είναι το αιώνιο, αυτό που δεν αλλάζει. Προσέδωσαν λοιπόν στον Θεό την ιδιότητα του αμετάβλητου. Και έτσι έχασαν την ικανότητα κατανόησής του."
"Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν είναι έτσι. Το θέμα είναι αν πιστεύεις ή όχι."
Τελειώνοντας, θα έλεγα σε όποιον θέλει να διαβάσει αυτό το βιβλίο, ότι μία πρώτη ανάγνωσή του δεν θα του είναι αρκετή. Θα χρειαστεί να επανέλθει και με δεύτερη, ίσως πιο υποψιασμένη για το τι ζητά να μάθει ως αναγνώστης. Το περίεργο είναι ότι δεν είναι από εκείνα τα βιβλία, τα πολύ δυσνόητα με τις μακρόσυρτες προτάσεις και τις ακατανόητες λέξεις. Η γραφή της Τοκάρτσουκ είναι αρκετά απλή, αυτά που θέλει να μας πει όμως δεν είναι τόσο εύκολα. Ίσως γιατί το δράμα της Πολωνίας να είναι άλλου επιπέδου από αυτό, της δικής μας χώρας.
February 23, 2021
Î£Ï ÏÏάκι
ÎÏÏÏ Î¿ Ïιο γνÏÏÏÏÏ ÎµÎ»Î»Î·Î½Î¹ÎºÏÏ ÏοÏÏÏ Ïε Ïλον Ïον κÏÏμο. ΠοÏÎ¿Î¯Î¿Ï ÎÏει ÏοÏογÏαÏηθεί αÏÏ Ïον ÎιÏÏγο Î Ïοβιά, Ïε Î¼Î¿Ï Ïική ÏÎ¿Ï Îίκη ÎεοδÏÏάκη, Ïο 1964, για Ïην Ïαινία Zorbathe Greek, Ïε ÏκηνοθεÏία: ÎιÏάλη Îακογιάννη.

Î Ïαινία αÏÎÏÏαÏε θεÏικÎÏ ÎºÏιÏικÎÏ Ïε Ïλον Ïον κÏÏμο, Îκανε γνÏÏÏή Ïην Îλλάδα ( Î³Ï ÏίÏÏηκε ÏÏην ÎÏήÏη) και αÏÎÏÏαÏε ÏÏία ÎÏκαÏ.
Το Î£Ï ÏÏάκι αγαÏήθηκε αμÎÏÏÏ ÎºÎ±Î¹ δεν είναι Ï ÏεÏβολή να ÏοÏμε ÏÏι Îγινε κάÏι Ïαν ÏοÏÎµÏ ÏÎ¹ÎºÏ Ïήμα καÏαÏεθÎν ÏÎ·Ï ÏÏÏÎ±Ï Î¼Î±Ï. Πμεγάλη εÏιÏÏ Ïία ÏÎ¿Ï Î¼Î¿Ï ÏÎ¹ÎºÎ¿Ï ÎºÎ¿Î¼Î¼Î±ÏιοÏ, αμÎÏÏÏ ÎµÎ¼ÏάνιÏε και Î¬Î»Î»Î¿Ï Ï Î´Î¹ÎµÎºÎ´Î¹ÎºÎ·ÏÎÏ ÏÎ·Ï ÏαÏÏÏÏηÏÎ±Ï ÏÎ¿Ï . ÎÏÏÏ Ïον ÏÏÎ¿Ï Î´Î±Î¯Î¿, κÏηÏÎ¹ÎºÏ Î»Î±Î¿Ï ÏιÎÏη ÎιÏÏγο ÎÎ¿Ï ÏÏÎ¿Ï ÏÎλη, ÏÎ¿Ï Ï ÏοÏÏήÏιξε ÏÏι Ïο Î¼Î¿Ï ÏÎ¹ÎºÏ Î¸Îμα είναι Î´Î¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ïο είÏε ηÏογÏαÏήÏει Ïο 1950, με ÏίÏλο: ÎÏμενοÏÏÏιανÏÏ ÏÏ ÏÏÏÏ.Î Ïον ÏÏÎ¿Ï Î´Î±Î¯Î¿ Î¼Î±Ï ÏÏ Î½Î¸ÎÏη και μÏÎ¿Ï Î¶Î¿Ï Î¾Î®, ÎιÏÏγο ÎαμÏÎÏα, ο οÏÎ¿Î¯Î¿Ï Ï ÏοÏÏήÏιξε ÏÏι Î±Ï ÏÏÏ "κÎνÏηÏε" Ïο Î¼Î¿Ï ÏÎ¹ÎºÏ Î¸Îμα ÏÎ¬Î½Ï ÏÏο ÏÏαγοÏδι: "ΣÏÏÏÏε Ïο ÏÏÏÏμα ÏÎ¿Ï Î³Î¹Î± Î´Ï Î¿" αλλά ο ÎεοδÏÏÎ¬ÎºÎ·Ï ÏοÏΠδεν ÏÎ¿Ï Î±Î½Î±Î³Î½ÏÏιÏε. ΣÏη ÏÏ Î½ÎÏεια γÏάÏει Ïην Î¼Î¿Ï Ïική για Ïο θεαÏÏικÏ: "ΠκÏÏη Î¼Î¿Ï Î· ÏοÏιαλίÏÏÏια" Ïε ÏκηνοθεÏία ÎλÎÎºÎ¿Ï Î£Î±ÎºÎµÎ»Î»Î¬ÏÎ¹Î¿Ï ( 1965) και Ïην εÏÏμενη ÏÏονιά γίνεÏαι Ïαινία με ÏεÏάÏÏια εÏιÏÏ Ïία. Îκεί Ï ÏάÏÏει και Ïο Î´Î¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï , Î£Î®ÎºÏ ÏÏÏεÏε ÏÏ ÏÏάκι, Ïε ÏοÏογÏαÏία ÏÎ¿Ï ÎανÏλη ÎαÏÏÏινοÏ. Î ÎαμÏÎÏαÏ, Ïην εÏιÏÏ Ïία ÏÎ¿Ï Î±Ï Ïή Ïην θεÏÏηÏε ÏÏ Î´Î¹ÎºÎ® ÏÎ¿Ï Î´Î¹ÎºÎ±Î¯ÏÏη για ÏÏα Ï ÏοÏÏήÏιζε.Î ÎÏα αÏÏ ÏÎ¹Ï ÏαβÎÏÎ½ÎµÏ ÏÎ¿Ï ÏοÏεÏεÏαι, ÏÎÏα αÏÏ Ïα ÏοÏÎµÏ Ïικά ελληνικÏν ÏοÏÏν ÏÎ¿Ï Ïο ενÏάÏÏÎ¿Ï Î½ ÏÏο ÏÏÏγÏαμμα ÏÎ¿Ï Ï, ÏÎÏα αÏÏ ÏÎ¿Ï Ï ÏÎ¿Ï ÏίÏÏÎµÏ ÏÎ¿Ï Î¼ÎµÏά αÏÏ Î»Î¯Î³Î± ÏοÏηÏάκια οÏζο ÏηκÏνονÏαι για να ÏοÏÎÏÎ¿Ï Î½ Ïον δημοÏιλή ÎµÎ»Î»Î·Î½Î¹ÎºÏ ÏοÏÏ, δεν είναι ÏÏ Ïαίο ÏÏι Ïο ÏÏ ÏÏάκι ÏÎ¿Ï ÎεοδÏÏάκη ενÏάÏÏεÏαι ÏÏο ÏÏÏγÏαμμα ÏολλÏν ξÎνÏν οÏÏηÏÏÏÏν, ακÏμα και ÏÏ Î¼ÏÏνικÏν, ÏÏÏÏ ÏÎ¿Ï Î³Î½ÏÏÏÎ¿Ï ÎÎ»Î»Î±Î½Î´Î¿Ï Î²Î¹Î¿Î»Î¹ÏÏή, ιδÏÏ Ïή ÏÎ·Ï Î¿ÏÏήÏÏÏÎ±Ï Î²Î±Î»Ï Johan Strauss, ÎνÏÏΠΡιÎ. Îία αÏÎ¿Î»Î±Ï ÏÏική και διαÏκεδαÏÏική εκÏÎλεÏη μÏοÏείÏε να δείÏε ÏÏο ÏαÏακάÏÏ Î²Î¯Î½Ïεο:
ÎλείνονÏÎ±Ï Î¸Î± ήθελα να ÎºÎ¬Î½Ï Î¼Î¯Î± εÏιÏήμανÏη. ΣÏην ÏÎÏνη δεν Ï ÏάÏÏει ÏαÏθενογÎνεÏη. ÎνÏίθεÏα ÏαίνεÏαι ÏÏι Ï ÏάÏÏει μια ÏÏ Î½ÎµÏή εξÎλιξη, η οÏοία ÏαÏά ÏÏÎÏεα Ïε ÏÏογενÎÏÏεÏα Î´Î·Î¼Î¹Î¿Ï ÏγήμαÏα και ÏÏοÏÏÏά ÏÏον ÏÏÏνο. Î Î¼Î¿Ï Ïική ιδιοÏÏ Î¯Î± ÏÎ¿Ï ÎεοδÏÏάκη, ÏÎ¿Ï Î¼ÎµÎ³Î¬Î»Î¿Ï Î¼Î±Ï Î¼Î¿Ï ÏικοÏÏ Î½Î¸ÎÏη, Ïε Î±Ï Ïή ÏÎ¿Ï Ïην ÏÏνθεÏη, καÏά Ïην γνÏμη Î¼Î¿Ï , εκÏÏάζεÏαι με Ïον καλÏÏεÏο ÏÏÏÏο. Î¦Ï Ïικά και ÏήÏε ÏÏοιÏεία αÏÏ Î´Î¹Î¬ÏοÏα γνÏÏÏά Î¼Î¿Ï Ïικά μοÏίβα, Ïο ÏαÏάÏικο, Ïο ÏÏ ÏÏÏ ÎºÎ±Î¹ Ïα μεÏÎ¿Ï ÏίÏÏε Ïε κάÏι διαÏοÏεÏικÏ, ÏÎ¿Ï Î±Î³Î±Ïήθηκε αÏÎ ÏÎ»Î¿Ï Ï ÏÎ¿Ï Ï ÎλληνεÏ. Îεν είναι και λίγο, Îνα Î¼Î¿Ï ÏÎ¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï ÎºÎ¿Î¼Î¼Î¬Ïι, να δίνει ÏÎ±Ï ÏÏÏηÏα Ïε Îναν ολÏκληÏο λαÏ.
Συρτάκι
Ίσως τον πιο γνωστός ελληνικός χορός σε όλον τον κόσμο. Ο οποίος έχει χορογραφηθεί από τον Γιώργο Προβιά, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το 1964, για την ταινία Zorbathe Greek, σε σκηνοθεσία: Μιχάλη Κακογιάννη.

Η ταινία απέσπασε θετικές κριτικές σε όλον τον κόσμο, έκανε γνωστή την Ελλάδα ( γυρίστηκε στην Κρήτη) και απέσπασε τρία Όσκαρ.
Το Συρτάκι αγαπήθηκε αμέσως και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έγινε κάτι σαν χορευτικό σήμα κατατεθέν της χώρας μας. Η μεγάλη επιτυχία του μουσικού κομματιού, αμέσως εμφάνισε και άλλους διεκδικητές της πατρότητας του. Όπως τον σπουδαίο, κρητικό λαουτιέρη Γιώργο Κουτσουρέλη, που υποστήριξε ότι το μουσικό θέμα είναι δικό του και το είχε ηχογραφήσει το 1950, με τίτλο: Αρμενοχωριανός συρτός.Ή τον σπουδαίο μας συνθέτη και μπουζουξή, Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος υποστήριξε ότι αυτός "κέντησε" το μουσικό θέμα πάνω στο τραγούδι: "Στρώσε το στρώμα σου για δυο" αλλά ο Θεοδωράκης ποτέ δεν του αναγνώρισε. Στη συνέχεια γράφει την μουσική για το θεατρικό: "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια" σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου ( 1965) και την επόμενη χρονιά γίνεται ταινία με τεράστια επιτυχία. Εκεί υπάρχει και το δικό του, Σήκω χόρεψε συρτάκι, σε χορογραφία του Μανώλη Καστρινού. Ο Ζαμπέτας, την επιτυχία του αυτή την θεώρησε ως δική του δικαίωση για όσα υποστήριζε.Πέρα από τις ταβέρνες που χορεύεται, πέρα από τα χορευτικά ελληνικών χορών που το εντάσσουν στο πρόγραμμα τους, πέρα από τους τουρίστες που μετά από λίγα ποτηράκια ούζο σηκώνονται για να χορέψουν τον δημοφιλή ελληνικό χορό, δεν είναι τυχαίο ότι το συρτάκι του Θεοδωράκη εντάσσεται στο πρόγραμμα πολλών ξένων ορχηστρών, ακόμα και συμφωνικών, όπως του γνωστού Ολλανδού βιολιστή, ιδρυτή της ορχήστρας βαλς Johan Strauss, Αντρέ Ριέ. Μία απολαυστική και διασκεδαστική εκτέλεση μπορείτε να δείτε στο παρακάτω βίντεο:
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μία επισήμανση. Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Αντίθετα φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχή εξέλιξη, η οποία πατά στέρεα σε προγενέστερα δημιουργήματα και προχωρά στον χρόνο. Η μουσική ιδιοφυία του Θεοδωράκη, του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη, σε αυτή του την σύνθεση, κατά την γνώμη μου, εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο. Φυσικά και πήρε στοιχεία από διάφορα γνωστά μουσικά μοτίβα, το χασάπικο, το συρτό και τα μετουσίωσε σε κάτι διαφορετικό, που αγαπήθηκε απ΄ όλους τους Έλληνες. Δεν είναι και λίγο, ένα μουσικό σου κομμάτι, να δίνει ταυτότητα σε έναν ολόκληρο λαό.
February 16, 2021
ΠΤάÏÎ¿Ï ÎειβαδίÏÎ·Ï ÏÏη ÎακÏÏνηÏο.

Îκεί λοιÏÏν, ο ΤάÏÎ¿Ï ÎειβαδίÏηÏ, ζÏνÏÎ±Ï ÏÏον ÏÏβο, αÏνοÏÎ¼ÎµÎ½Î¿Ï ÏμÏÏ Î½Î± ÏÏ Î¼Î²Î¹Î²Î±ÏÏεί αλλά και ÏανεÏÏνονÏÎ±Ï Ïα βαθιά ανθÏÏÏιÏÏικά ÏÎ¿Ï Î¹Î´ÎµÏδη, γÏάÏει ÏÎ¿Ï Ï ÏαÏακάÏÏ ÏÏίÏÎ¿Ï Ï ÏÏÎ¿Ï Ïον ÏανÏάÏο δεÏμοÏÏλακα ÏÎ¿Ï , ÏÏον οÏοίον ÏιθανÏν κάÏοÏε να δινÏÏαν η διαÏαγή να ÏÏÏÎÏει Ïο ÏÏλο, ενανÏίον ÏÎ¿Ï ÏοιηÏή. Îι ÏÏαν ÏÎ¿Ï ÏÎ¿Ï Î½ να με ÏÏ ÏοβολήÏÎµÎ¹Ï ÏÏÏÏα με Î±Î»Î»Î¿Ï Î¼Î· ÏημαδÎÏÎµÎ¹Ï Ïην καÏδιά Î¼Î¿Ï .ÎάÏÎ¿Ï Î²Î±Î¸Î¹Î¬ ÏÎ·Ï Î¶ÎµÎ¹ Ïο ÏÎ±Î¹Î´Î¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï ÏÏÏÏÏÏο.Îεν θάθελα να Ïο λαβÏÏειÏ. Îεν ξÎÏÏ, αλλά εμÎνα Ïα ÏαÏαÏÎ¬Î½Ï Î»Ïγια ÏÎ¿Ï ÏοιηÏή, με ÏÏ Î³ÎºÎ¯Î½Î·Ïαν. ÎιÏÎ¸Ï Ïον ÏοιηÏή να αÏοÏεί με Ïην Ïλη καÏάÏÏαÏη, να μην μÏοÏεί να καÏαλάβει γιαÏί ÏÏÎÏει οι νÎοι άνθÏÏÏοι -και αÏÏ ÏÎ¹Ï Î´Ï Î¿ ÏÎ»ÎµÏ ÏÎÏ- να Ï ÏÏκεινÏαι Ïε Îνα ÏÎÏοιο μαÏÏÏÏιο, γιαÏί ÏÏÎÏει οι μεν να είναι θÏÏÎµÏ ÎºÎ±Î¹ οι δε θÏμαÏα. ÎιÏθάνεÏαι ÏÎ¹Ï ÏÏ Î½ÎÏÎµÎ¹ÎµÏ Î¼Î¹Î±Ï ÏÎÏÎ¿Î¹Î±Ï ÏÏÎ¬Î¾Î·Ï ÏÎÏα αÏÏ Ïον ÏÏοÏανή θάναÏο ÏÎ¿Ï ÎµÎ¾ÏÏιÏÏÎ¿Ï Î±Î³ÏνιÏÏή και ÏÏον ÏÏÎ±Ï Î¼Î±ÏιÏÎ¼Ï ÏÎ·Ï ÏÏ ÏÎ®Ï ÏÎ¿Ï Î½ÎÎ¿Ï , ÏÎ¿Ï Î²ÏίÏκεÏαι αÏÎνανÏι ÏÎ¿Ï , με Ïο ÏÏλο ÏÏο ÏÎÏι.
Î¥Î: ΣÏην ÎÏÎµÏ Î½Î± Î¼Î¿Ï Î´Î¹Î±ÏίÏÏÏÏα ÏÏι Ï ÏάÏÏÎ¿Ï Î½ εκαÏονÏÎ¬Î´ÎµÏ ÎµÎ³Î³ÏαÏÎÏ Î³Î¹Î± Ïον ΤάÏο ÎειβαδίÏη. ΠολλÎÏ ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ αÏÏ Î½ÎÎ¿Ï Ï Î±Î½Î¸ÏÏÏÎ¿Ï Ï, αγαÏημÎÎ½Î¿Ï ÏοιηÏÎ®Ï Î³Î¹Î± Ïην νεολαία λÎνε, Ïολλοί ÏÏÎÎºÎ¿Ï Î½ και ÏÏον εÏÏÏÎ¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï Î»Ïγο ( ÏÏÎ¿Ï Î´Î±Î¯Î¿Ï ÎºÎ±Ïά Ïην άÏοÏη Î¼Î¿Ï ). ÎμÎνα ÏμÏÏ Î¼Îµ ÏÏÏÏιÏε Ïο ÏαÏαÏάνÏ, Ïο ÏÏÏο μικÏÏ Ïε λÎÎ¾ÎµÎ¹Ï Î±Î»Î»Î¬ ÏÏÏο βαθιά ανθÏÏÏινο Ïοίημά ÏÎ¿Ï .
Ο Τάσος Λειβαδίτης στη Μακρόνησο.

Εκεί λοιπόν, ο Τάσος Λειβαδίτης, ζώντας στον φόβο, αρνούμενος όμως να συμβιβαστεί αλλά και φανερώνοντας τα βαθιά ανθρωπιστικά του ιδεώδη, γράφει τους παρακάτω στίχους προς τον φαντάρο δεσμοφύλακα του, στον οποίον πιθανόν κάποτε να δινόταν η διαταγή να στρέψει το όπλο, εναντίον του ποιητή. Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις χτύπα με αλλού μη σημαδέψεις την καρδιά μου.Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.Δεν θάθελα να το λαβώσεις. Δεν ξέρω, αλλά εμένα τα παραπάνω λόγια του ποιητή, με συγκίνησαν. Νιώθω τον ποιητή να απορεί με την όλη κατάσταση, να μην μπορεί να καταλάβει γιατί πρέπει οι νέοι άνθρωποι -και από τις δυο πλευρές- να υπόκεινται σε ένα τέτοιο μαρτύριο, γιατί πρέπει οι μεν να είναι θύτες και οι δε θύματα. Αισθάνεται τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης πέρα από τον προφανή θάνατο του εξόριστου αγωνιστή και στον τραυματισμό της ψυχής του νέου, που βρίσκεται απέναντι του, με το όπλο στο χέρι.
ΥΓ: Στην έρευνα μου διαπίστωσα ότι υπάρχουν εκατοντάδες εγγραφές για τον Τάσο Λειβαδίτη. Πολλές είναι από νέους ανθρώπους, αγαπημένος ποιητής για την νεολαία λένε, πολλοί στέκουν και τον ερωτικό του λόγο ( σπουδαίος κατά την άποψη μου). Εμένα όμως με φόρτισε το παραπάνω, το τόσο μικρό σε λέξεις αλλά τόσο βαθιά ανθρώπινο ποίημά του.
February 8, 2021
ÎοιÏÏνÏÎ±Ï ÏÏÎ¿Ï Ïην θάλαÏÏα

Το 74 ήÏαν, ÏÏα γεγονÏÏα ÏÎ·Ï ÎµÎ¹ÏÎ²Î¿Î»Î®Ï ÏÏην ÎÏÏÏο μαÏ, ÏÏÏε ÏÎ¿Ï ÏÏο ξεÏÏÏιÏμα ÏÎ·Ï Î· ΧοÏνÏα εÏιÏÏÏάÏÎµÏ Îµ Ïην ΠαÏÏίδα Î¼Î±Ï ÏÏοÏÏαθÏνÏÎ±Ï Î½Î± ÏεÏιÏÏÏει ÏÏι μÏοÏοÏÏε αÏÏ Ïην αÏίÏÏÎµÏ Ïη ÏÏοδοÏία ÏηÏ. Îι άνÏÏÎµÏ ÏÏν ÏÏÏιÏν είÏαν ανοίξει Ïα ÏÏ Î»Î»Î¬Î´Î¹Î± εκÏÏÏαÏÎµÎ¯Î±Ï ÏÎ¿Ï Ï, οι Î¼Î±Î½Î¬Î´ÎµÏ ÏÎ¿Ï Ï ÎºÎ»Î±Î¯Î³Î±Î½Îµ ÏÏÎ¹Ï ÏλαÏÎµÎ¯ÎµÏ Î±ÏοÏαιÏεÏÏνÏÎ±Ï ÏÎ¿Ï Ï, Ïα ΤÎΠείÏαν ÏάÏει θÎÏÎµÎ¹Ï ÎºÎ¿Î½Ïά Ïε κάÏÎ¿Î¹ÎµÏ ÏαÏαλίεÏ, εÏιβλήθηκε γενική ÏÏ ÏκÏÏιÏη και Ïο ÏαδιÏÏÏνο μεÏÎδιδε ÏÏ Î½ÎµÏÏÏ Ïολεμικά εμβαÏήÏια και ανακοινÏθÎνÏα, ο κÏÏÎ¼Î¿Ï Î¬Î´ÎµÎ¹Î±Ïε Ïα μÏακάλικα ÏÎ·Ï ÏÏληÏ. ÎÏÎ³Ï ÏÎ·Ï ÎµÎ³Î³ÏÏηÏÎ±Ï ÏÎ¿Ï Î½Î·ÏÎ¹Î¿Ï Î¼Îµ Ïην ÎÏÏÏο ÎÏιαναν Ïο κÏαÏÎ¹ÎºÏ ÏαδιÏÏÏνο ÏÎ·Ï ÎÏÏÏÎ¿Ï , Ïο Ρ.Î.Î., κι ÎÏÏι οι κάÏοικοι αÏÏ ÏÏÏÏο ÏÎÏι ήξεÏαν Ïι ÏÏαγμαÏικά ÏÏ Î½Îβαινε ακοÏγονÏÎ±Ï Ïην ÏÏαÏακÏική ÏÏνή ÏÎ¿Ï ÎµÎºÎµÎ¯ εκÏÏνηÏή. ÎάÏοιοι λίγοι εÏίÏÏÏαÏοι Ïάνηκαν ÏÏο νηÏί, Îθηναίοι οι ÏεÏιÏÏÏÏεÏοι. Îαι ÏÏÏε Ïάνηκε η ÏÏαγμαÏική γÏμνια ÏÎ¿Ï ÎºÏάÏÎ¿Ï Ï ÏÎ¿Ï ÎµÏÏÏÏαν Ïε ÎµÏ Î¸ÎµÎ¯Î± ανÏίθεÏη με ÏÎ¹Ï ÏαμÏαÏονικÎÏ ÎµÎºÎ´Î·Î»ÏÏÎµÎ¹Ï ÏÏν δικÏαÏÏÏÏν. Î¤Î¿Ï Ï ÎÏÏειλαν με Ïα ÏοÏÏα ÏÎ¿Ï ÎµÎ¯Ïαν ÏÏγει αÏÏ Ïο ÏÏίÏι ÏÎ¿Ï Ï ÎºÎ±Î¹ άοÏÎ»Î¿Ï Ï. Îλλά και οι δικοί μαÏ, δεν Ïήγαιναν ÏίÏÏ. ΠβαÏικÏÏ ÏÎ¿Ï Ï ÎµÎ¾Î¿ÏλιÏμÏÏ Î®Ïαν Ïο Lee- Enfield, ÏÏλο ÏÎ¿Ï Îâ ΠαγκοÏÎ¼Î¯Î¿Ï Î Î¿Î»ÎÎ¼Î¿Ï , με βεληνεκÎÏ Î¼ÏÎ»Î¹Ï ÏÏα 200 μÎÏÏα. ÎÏο για ÏÎ¹Ï ÎµÏικοινÏÎ½Î¯ÎµÏ Î¼ÎµÏÎ±Î¾Ï ÏÎ¿Ï Ï Î±Î½ÏÏαÏκÏεÏ, οÏÏε με ÏαÏÏ Î´Ïομικά ÏεÏιÏÏÎÏια.
Îι αÏÏÎÏ ÏÎ¿Ï ÏÏÏÎ¿Ï ÎµÏικοινÏνηÏαν με Ïο κÎνÏÏο, αλλά μÎÏα ÏÏον Î³ÎµÎ½Î¹ÎºÏ ÏαμÏ, ÏÎ¿Ï Î½Î± βÏεθεί άνθÏÏÏÎ¿Ï Î½Î± ÏÎ¿Ï Ï Î´ÏÏει κάÏοια αÏάνÏηÏη. ÎάÏοια ÏÏιγμή, ÏÎ¿Ï Ï Î»Îνε: «ÎξοÏλιÏÎ¼Ï ÎºÎ±Î¹ ÏÏλα ÎÏÎ¿Ï Î¼Îµ ÏÏην ΡÏδο αλλά δεν ÎÏÎ¿Ï Î¼Îµ ÏÏÏÏο να ÏÎ±Ï Ïον ÏÏÎµÎ¯Î»Î¿Ï Î¼Îµ.» Î£Ï ÏκÎÏÏονÏαι ÏÏÏε οι αÏÏÎÏ ÎºÎ±Î¹ αÏοÏαÏÎ¯Î¶Î¿Ï Î½ να ÏÏÎµÎ¯Î»Î¿Ï Î½ Î±Ï Ïοί, Îνα Î´Î¹ÎºÏ ÏÎ¿Ï Ï ÎºÎ±Îκι. Το καλÏÏεÏο Ïο είÏε ο ÎÏιεζήÏ, μάλλον ÏαÏαÏÏοÏκλι ÏÏÎÏει να ήÏαν Î±Ï ÏÏ. Τον καλοÏν ÏÏην δημαÏÏία, ÏαÏÏνÏÎµÏ ÎµÎºÏÏÏ ÏÎ¿Ï ÎημάÏÏÎ¿Ï , ο ÎεÏÏÏÏηÏ, ο Î´Î¹ÎµÏ Î¸Ï Î½ÏÎ®Ï ÏÎ·Ï Î§ÏÏοÏÏ Î»Î±ÎºÎ®Ï ÎºÎ¹ ÎÎ½Î±Ï ÎοÏαγÏÏ ÏÎ¿Ï Î¼ÎÏα ÏÎ¿Ï Î±Î½Î±Î¸ÎµÎ¼Î¬Ïιζε Ïην ÏÏα, καθÏÏι ο μÏÎ½Î¿Ï ÏÎ¿Ï Î¼ÏοÏοÏÏε να καÏαλάβει ÏÏαγμαÏικά Ïι γινÏÏαν. Î ÎÏÎ¹ÎµÎ¶Î®Ï Î¼Ïήκε αγÎÏÏÏοÏ, ÎÏÏι και αλλιÏÏ Î±Ï ÏÏÏ Î¶Î¿ÏÏε Ïον καθημεÏÎ¹Î½Ï ÏÎ¿Ï ÏÏλεμο με Ïα κÏμαÏα και Ïην αλμÏÏα και η ελληνική Ïημαία ÏÏο καÏάÏÏι ÏÎ¿Ï ÏάνÏα ÎºÏ Î¼Î¬Ïιζε. Îι Î³Î±Î»Î¿Î½Î¬Î´ÎµÏ ÎºÎ±Î¹ οι ÎµÎ¾Î¿Ï ÏÎ¯ÎµÏ Î´ÎµÎ½ ήÏαν ÏοÏÎ ÏÎ¿Ï Î³Î¿ÏÏÏÎ¿Ï ÏÎ¿Ï . Î¤Î¿Ï ÎµÎ¾Î®Î³Î·Ïαν Ïι ήθελαν να κάνει, ÏÎ¿Ï ÎδÏÏαν Ïην αÏÏÏαÏη να Ïην κÏαÏά για Ïο εÏίÏημο ÏÎ¿Ï ÏÏάγμαÏÎ¿Ï ÎºÎ¹ ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î¿Ï Î´Î¯ÏÏÏ Î´ÎµÏÏεÏη ÏκÎÏη αÏμαÏÏθηκε για Ïο Ïαξίδι και ξεκίνηÏε Ïην ίδια μÎÏα κιÏλαÏ.
Îι μÎÏÎµÏ ÏεÏνοÏÏαν κι Ïλοι οι κάÏοικοι ÏÎ¿Ï Î½Î·ÏιοÏ, ÏÏι κι αν Îκαναν, κάÏοια ÏÏιγμή ÏÏαμαÏοÏÏαν και κοίÏαζαν ÏÏÎ¿Ï Ïο ÏÎλαγοÏ, μήÏÏÏ ÎºÎ±Î¹ Ïανεί ο ÎÏιεζήÏ. ÎÎÏÏι μια βδομάδα ήÏαν ο εÏÎ»Î¿Î³Î¿Ï ÏÏÏÎ½Î¿Ï Î³Î¹Î± να Ïάει και να Îλθει, να κάνει ÏÎ¹Ï Î±Î½Î±Î³ÎºÎ±Î¯ÎµÏ ÏÏ Î½ÎµÎ½Î½Î¿Î®ÏÎµÎ¹Ï ÎºÎ±Î¹ να ÏοÏÏÏÏει. Î¤Î¹Ï ÏÎµÎ»ÎµÏ ÏÎ±Î¯ÎµÏ ÏÎ·Ï Î¼ÎÏεÏ, Ïλο και ÏεÏιÏÏÏÏεÏοι ήÏαν εκείνοι ÏÎ¿Ï Î¼Î±Î¶ÎµÏονÏαν ÏÏο λιμάνι κονÏά ÏεÏιμÎνονÏÎ±Ï Ïον ÏÏÏήÏα ÏÎ¿Ï Ï. Îεν Î¼Î¹Î»Ï Î³Î¹Î± Ïην οικογÎνειά ÏÎ¿Ï , ÏÎ¿Î¹Î¿Ï Î¾ÎÏει Ïι αγÏνία ÏÏάβηξαν οι άνθÏÏÏοι; ÎÎÏÏι ÏÎ¿Ï Î±Ïγά Ïο ÏοÏÏÎ¿Ï Ïο ÏÎ·Ï ÎÎ²Î´Î¿Î¼Î·Ï Î¼ÎÏαÏ, Ïο ÏκαÏί ÏÎ¿Ï Ïάνηκε αÏÏ Ïο ΤÏαοÏήδημα και ÏÏÏÏαÏε ÏÏÎ¿Ï Ïο λιμάνι. Σε λίγο, ÏÏιν Ïο καÏÎ±Î»Î¬Î²Î¿Ï Î¼Îµ καλά καλά, ÏÏην άκÏη ÏÎ¿Ï Î¼ÏÎ»Î¿Ï , δίÏλα Î¼Î±Ï Î±ÎºÏιβÏÏ ÎºÎ±Î¹ ο ÎήμαÏÏÎ¿Ï Î¼Îµ Ïο Î»ÎµÏ ÎºÏ ÏÎ¿Ï ÎºÎ¿Ï ÏÏοÏμι, ο ÎεÏÏÏÏÎ·Ï Î¼Îµ Ïην βαÏιά ÏÎ¿Ï ÏοιμανÏοÏική Ïάβδο, ο Î´Î¹ÎµÏ Î¸Ï Î½ÏÎ®Ï ÏÎ·Ï ÏÏÏοÏÏ Î»Î±ÎºÎ®Ï Î¼Îµ Ïο αÏαÏÏÏάÏÏÏν Î¸Ï ÏÎµÏ ÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ ο ÎοÏαγÏÏ, ÏκονιÏμÎÎ½Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ καÏÎ¬Î¼Î±Ï ÏÎ¿Ï Î±ÏÏ Ïην αγÏνία και Ïο εικοÏιÏεÏÏάÏÏο ÏÏÎÎ¾Î¹Î¼Ï ÏÎ¿Ï . Το καÎκι Ïλο και ÏληÏίαζε και οι ÏιÏÏιÏÎ¹ÎºÎ¬Î´ÎµÏ ÏÏ ÎºÎ½Î¬ και ÏακÏικά ξεÏÏνίζαμε εÏιÏÏνήμαÏα εÏιδοκιμαÏÎ¯Î±Ï Î³Î¹Î± Ïον ήÏÏα ÏÎ¿Ï Î³ÏÏιζε ÏÏÎ¿Ï Î±ÏÏ Ïην αÏοÏÏολή ÏÎ¿Ï . ÎÏαν Ïια ÏληÏίαÏε και μÏοÏοÏÏαμε να διακÏÎ¯Î½Î¿Ï Î¼Îµ Ïα ÏÏÏÏÏÏά ÏÎ¿Ï Ï, Ïον είδαμε Ïον ÎÏιεζή, ÏÏθιο ÏÏην ÏλÏÏη, με Ïο Îνα ÏÎÏι κÏαÏοÏÏε Ïο ξάÏÏι ÏÎ¿Ï Îδενε Ïο ακÏÏÏÏÏÏο με Ïο καÏάÏÏι και με Ïο άλλο ÏÎ¿Ï Ï ÏαιÏεÏοÏÏε δίνονÏÎ¬Ï Ïην είδηÏη ÏÏι η αÏοÏÏολή ÏÎ¿Ï ÎµÎ¯Ïε εÏιÏÎµÏ Ïθεί. ÎμÎÏÏÏ Î¿Î¹ ÏÏÏοÏÏÎ»Î±ÎºÎµÏ Î¼Î±Ï ÎÏÏÏÏξαν ÏÎ»Î¿Ï Ï ÏÏÎ¿Ï Ïα ÏίÏÏ ÎºÎ±Î¹ Îνα ÏÏÏαÏιÏÏÎ¹ÎºÏ ÏοÏÏÎ·Î³Ï Î¼Îµ μια εξάÏμιÏη ÏÎ¿Ï ÎºÎ¬Ïνιζε Ïαν ÏÏÎνο ÏÎ¿Ï ÏÎ±Î»Î¹Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ÏοÏ, ÏληÏίαÏε δίÏλα ÏÏο καÎκι ÏÎ¿Ï Î¼ÏÎ»Î¹Ï ÎµÎ¯Ïε δÎÏει. Σε κανÎναν δεν είÏαν Ïι Ïελικά είÏε καÏαÏÎÏει να ÏÎÏει ο ÎÏιεζήÏ, ÎÏÏι κι αλλιÏÏ Ïε Î»Î¯Î³ÎµÏ Î·Î¼ÎÏεÏ, η δικÏαÏοÏία ÎÏεÏε, ακολοÏθηÏε η δεÏÏεÏη ειÏβολή, Ïα κÏμμαÏα άÏÏιÏαν να μιλάν και Ïάλι, ÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ÏÏÏ Î³Î¹Î± ÏÎÏοια. ÎÏ Ïά ÏκεÏÏÏÏαν ο ÎιÏÎ¬Î»Î·Ï ÎºÎ±Î¹ οι αναμνήÏÎµÎ¹Ï ÏÎ¿Ï Î¼ÏεÏδεÏονÏαν με Ïην ζοÏεÏή ÏÏαγμαÏικÏÏηÏα ÏÏν ημεÏÏν. Îι Îνα αίÏθημα ÏÎ½Î¹Î³Î¼Î¿Ï ÏÎ¿Ï ÎκλειÏε για λίγο Ïον λαιμÏ. ΦοβÏÏαν. ÎÏο κι αν ήÏαν μικÏÏÏ ÏÏÏε και Ïλα ÏÏο Î¼Ï Î±Î»Ï ÏÎ¿Ï ÏάνÏαζαν Ïαν Îνα ÏαÏάξενο ÏανηγÏÏι, ο ÏÏÎ²Î¿Ï ÏÎ¿Ï Î²Î³Î®ÎºÎµ ÏολλÎÏ ÏοÏÎÏ Î¼ÎµÎ³Î±Î»ÏνονÏαÏ. Îι ενÏάÏÎµÎ¹Ï Î¼Îµ Ïην γειÏονική ÏÏÏα ÏοÏΠδεν ÎÏαÏαν και ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î¿Ï ÎºÎ¬Î¸Îµ ÏοÏά, Ïο ÏÏÏÏο ÏÎ¿Ï ÎºÎ¿Î¯Ïαζε ήÏαν Ïο ÏÎÎ»Î±Î³Î¿Ï ÏÎ¿Ï Î±ÏλÏνÏÏαν μÏÏοÏÏά ÏÎ¿Ï Ï. ΠκαθαÏÏÏηÏα ÏÎ¿Ï Ïον ηÏÏÏαζε. Îν ÏαινÏÏαν κανÎνα Î´Î¹ÎºÏ Î¼Î±Ï ÏολεμικÏ, ήξεÏε ÏÏι κάÏι ÏÏ Î½Îβαινε αλλά ÎνιÏθε ÏÏι κάÏÎ¿Î¹Î¿Ï Î®Ïαν εκεί για Ïον ÏÏοÏÏ Î»Î¬Î¾ÎµÎ¹. ΣήμεÏα δεν ήξεÏε ÏÎ¿Î¹Î¿Ï Ïον ÏÏλαγε και αÏÏ Ïι. ÎÎ½Î±Ï Î¹ÏÏ, ÏκÏÏÏÏε ÏολλοÏÏ ÏÏην Ï ÏÏλοιÏη Îλλάδα λÎνε Ïα δελÏία ÏÏ Î½ÎµÏÏÏ ÎºÎ¹ ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î¿Ï ÎµÏÏεÏαι μÏνο να μην είναι ÎÏÏι Ïα ÏÏάγμαÏα, Ïα δελÏία να Ï ÏεÏÎ²Î¬Î»Î»Î¿Ï Î½. ÎλÎÏει Ïα Ïαιδιά ÏÎ¿Ï Î½Î± ÏάνονÏαι Ïλη Ïην μÎÏα Ïε μια οθÏνη και Ïα αÏογεÏμαÏα να εξαÏανίζονÏαι με ÏÎ¿Ï Ï ÏÎ¯Î»Î¿Ï Ï ÏÎ¿Ï Ï. ÎλÎÏει Ïο μαγαζί ÏÎ¿Ï ÎºÎ»ÎµÎ¹ÏÏÏ, δίÏÏÏ ÎºÎ±Î½Îνα άλλο ειÏÏδημα, ÏÎÏα αÏÏ ÎºÎ¬Ïοιο εÏίδομα ÏÎ¿Ï ÏήÏε και Ïα οι λογαÏιαÏμοί να μÎÎ½Î¿Ï Î½ αÏλήÏÏÏοι. ÎλÎÏει Ïην Î³Ï Î½Î±Î¯ÎºÎ± ÏÎ¿Ï ÏÏο ÏÏίÏι. ΠοÏÎÏ Î¼ÎÏÏι ÏÏÏε δεν είÏε ανÏιληÏθεί Ïον καθημεÏÎ¹Î½Ï ÏÎ·Ï Î±Î³Ïνα για να μÎνει Ïο ÏÏίÏι ÏÎ¿Ï Ï ÏÏθιο. ÎλÎÏει ÏÎ¹Ï ÏÏ ÏÎ¯Î´ÎµÏ ÏÏο ÏÏÏÏÏÏÏ ÏÎ·Ï ÎºÎ±Î¹ μεÏά κοιÏάζεÏαι και Î±Ï ÏÏÏ ÏÏο καθÏÎÏÏη, Ïλο και Ïιο ÏÏ Ïνά μÎνει Ïια αξÏÏιÏÏοÏ, και αναÏÏÏιÎÏαι ÏÎ¿Ï Ïήγαν Ïα νιάÏα ÏÎ¿Ï Ï. Πανεμελιά ÏÎ¿Ï Ï. ÎοιÏάζει ξανά Ïο ÏαÏοÏλιÏμÎνο ÏκαÏί ÏÎ¿Ï Î²ÏίÏκεÏαι μÏÏοÏÏά ÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ αιÏθάνεÏαι ακÏμα Ïιο ÎνÏονα Ïην δική ÏÎ¿Ï Î±ÏÏηÏÏία. ÎοιÏάζει για μια ακÏμα ÏοÏά Ïην θάλαÏÏα ÏÎ¿Ï Î¼Ïλαβίζει Ïια, μα δεν βλÎÏει κανÎναν να Ïον ÏαÏηγοÏήÏει αÏÏ Ïην μεÏιά ÏηÏ. Το βÏÎ¬Î´Ï ÏÏο ÏÏίÏι ÏÎ¿Ï Ï, ÏÏαν Ïια είÏε Î¼Î±Î¶ÎµÏ Ïεί Ïλη η οικογÎνεια ÏÎ¿Ï , ÏαÏοÏμενα και ανÎμελα Ïα Ïαιδιά ÏÎ¿Ï , η Î³Ï Î½Î±Î¯ÎºÎ± ÏÎ¿Ï Î»Î¹Î³Î¿Î¼Î¯Î»Î·Ïη ÏÏÏÏ ÏάνÏα να ÏÏοÏÏαθεί να ÏÎ¿Ï Ï ÎµÏ ÏαÏιÏÏήÏει ÏÎ»Î¿Ï Ï, ÏÎ¿Ï Ï Î´Î¹ÎκοÏε αÏÏ ÏÎ¹Ï Î´Î¹ÎºÎÏ ÏÎ¿Ï Ï ÏκÎÏÎµÎ¹Ï ÎºÎ±Î¹ ζήÏηÏε να Ïον ακοÏÏÎ¿Ï Î½ για λίγο. Îε ήÏεμο ÏÏÏÏο ÏÎ¿Ï Ï ÎµÎ¾Î®Î³Î·Ïε Ïην καÏάÏÏαÏη ÏÎ¿Ï Î²ÏίÏκονÏαν, ζήÏηÏε αÏÏ Ïα Ïαιδιά ÏÎ¿Ï Î½Î± καÏÎ±Î»Î¬Î²Î¿Ï Î½ ÏÏι κάÏοια ÏÏάγμαÏα μÏοÏεί να άλλαζαν ÏÏÎ¿Ï Ïο ÏειÏÏÏεÏο για ÏÎ»Î¿Ï Ï ÏÎ¿Ï Ï, ÏÏÏÏκαιÏα ÏÎ¿Ï Ï ÎºÎ±Î¸Î·ÏÏÏαÏε, μÎÏÏι να ÏÏαμαÏήÏει Ïλο Î±Ï ÏÏ Ïο ÎºÎ±ÎºÏ ÏÎ¿Ï ÏÎ¿Ï Ï ÎµÎ¯Ïε ÏάÏει αÏÏ ÎºÎ¬ÏÏ. Îεν ήÏαν ιδιαίÏεÏα αιÏιÏÎ´Î¿Î¾Î¿Ï ÏÏι Ïο καλοκαίÏι ÏÎ¿Ï ÏεÏίμεναν θα ήÏαν καλÏÏεÏο αÏÏ Ïο ÏÏοηγοÏμενο και ÏÏι άλλη λÏÏη δεν είÏε αÏÏ Î½Î± ÏÏιάξει ξανά αÏÏ Ïην αÏÏή ÏÎ¿Ï ÎºÏήμα ÏÎ¿Ï ÏαÏÎÏα ÏÎ¿Ï , ÏÏο Îάι. ÎÏκεÏÎÏ ÎµÎ»Î¹ÎÏ ÎµÎ¯Ïε, Îνα κομμάÏι κλημαÏαÏιά και μÎÏÎ¿Ï Î³Î¹Î± κήÏο. ÎξεÏε ÏÏι θα είÏε ÏÎ¿Î»Ï Î´Î¿Ï Î»ÎµÎ¹Î¬ μÏÏοÏÏά ÏÎ¿Ï , ÏÏÏνια εγκαÏαλειμμÎνο είÏε αγÏιÎÏει και Ïα αγÏιÏÏοÏÏα Ïο ÎÏνιγαν, αλλά δεν μÏοÏοÏÏε Ïια να ÏÏηÏιÏÏεί ÏÏην ÏαβÎÏνα ÏÎ¿Ï Ï. Îα Ïην δοÏÎ»ÎµÏ Îµ Ïο καλοκαίÏι, ÏÏÏε ÏÎ¿Ï Ï Îδινε αÏκεÏά, αλλά Ïον ÏειμÏνα δεν μÏοÏοÏÏε να ÏκλαβÏνεÏαι εκεί, για Î´Ï Î¿ ÏÏία ÏοÏά, ÏÎ¿Ï Îδινε Ïην ημÎÏα και Ïα ÏεÏμαÏα να καίνε. Îα ξεκινοÏÏε αÏÏ Ïην εÏομÎνη κιÏλαÏ. Τα Ïαιδιά ÏÎ¿Ï ÏιÏÏηÏαν αμήÏανα κοιÏάζονÏÎ±Ï Î¼Î¹Î± Î±Ï ÏÏν και μια Ïην μάνα ÏÎ¿Ï Ï. Îαι ÏÏÏε εκείνη αÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¸Î¬ÏιÏε Ïα ÏÎÏια ÏÏην Ïοδιά ÏηÏ, ήλθε και κάθιÏε δίÏλα ÏÎ¿Ï , Ïον ÏληÏίαÏε ÏÏο Î¼Î¬Î³Î¿Ï Î»Î¿ και Ïον ÏίληÏε ÏÏÏ ÏεÏά, ÏÏάγμα ÏÎ¿Ï ÎµÎ¯Ïε ÏÎ¿Î»Ï ÎºÎ±Î¹ÏÏ Î½Î± κάνει. «Îι ÎµÎ³Ï ÎιÏάλη! Îι ÎµÎ³Ï Î¼Î±Î¶Î¯ ÏÎ¿Ï ! ÎαλÏÏεÏα ÏÏο κÏήμα δίÏλα ÏÎ¿Ï , ÏÏι ÏÏειάζεÏαι βοήθεια να ÏÏην δίνÏ, ÏαÏά ÎµÎ´Ï Î¼ÎÏα! ΠάνÏα μαζί ÏÎ¿Ï Î´ÎµÎ½ Î®Î¼Î¿Ï Î½; ÎαλÏÏεÏα εκεί ÏÏον καθαÏÏ Î±ÎÏα, ÎÎ¾Ï ÏαÏά ÎµÎ´Ï Î¼ÎÏα. ÎÏάÏιαÏα κι ÎµÎ³Ï ÎιÏάλη Î¼Î¿Ï Ïλη μÎÏα ÎµÎ´Ï Î¼ÎÏα! Îεν Ïο ανÏÎÏÏ Î¬Î»Î»Î¿!» κι ÎÏεÏε ÏÏην αγκαλιά ÏÎ¿Ï Î¼Îµ αναÏιληÏά.
ÎÏ Ïή είναι η ÏÏ Î¼Î¼ÎµÏοÏή Î¼Î¿Ï , ÏÏην μίνι ÏÏ Î³Î³ÏαÏική ÏÎºÏ Ïάλη#1 ÏÎ¿Ï 2021, ÏÎ¿Ï Î¿ÏγανÏνει με ÏÎ¬Î¸Î¿Ï Î· ÎαίÏη αÏÏ Ïο μÏλοκ ÎÎÎÎÎ ÎÎΤÎΠκαι Ïην ÎµÏ ÏαÏιÏÏÏ Î³Î¹Î± Ïην Ïλη ÏÏοÏÏάθεια ÏηÏ.

Κοιτώντας προς την θάλασσα

Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της. Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης. Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι. Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων. Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.
Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση. Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.» Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι. Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό. Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν. Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε. Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.
Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής. Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει. Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους. Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι; Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι. Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του. Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί. Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει. Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια. Αυτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό. Φοβόταν. Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους. Η καθαρότητα του τον ησύχαζε. Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι. Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους. Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι. Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτές μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο. Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της. Το βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο. Με ήρεμο τρόπο του εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι. Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο. Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους. Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε. Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους. Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει. «Κι εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά.
Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#1 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.

February 2, 2021
ΠαÏαδοÏÎ¹Î±ÎºÏ ÎαÏÏÎ¬Î¸Î¿Ï Ïε Ï ÏÎÏοÏη διαÏÎºÎµÏ Î®
Îια αÏÏ ÏÎ¹Ï ÎºÎ±Î»ÎÏ ÎµÎºÏομÏÎÏ ÏÎ·Ï ÎΡΤ, είναι Ïο

ÎÎ¿Ï ÏÎ¹ÎºÏ ÎºÎ¿Ï Ïί με Ïον Îίκο ΠοÏÏÎ¿ÎºÎ¬Î»Î¿Î³Î»Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ïην ΡÎνα ÎÏÏÏη. Îια δίÏÏη Î¼Î¿Ï Ïική εκÏομÏή, με ÏοβεÏή ζÏνÏάνια και η οÏοία Î¼Î±Ï Î´Î¯Î½ÎµÎ¹ Ïην ÎµÏ ÎºÎ±Î¹Ïία να γνÏÏίÏÎ¿Ï Î¼Îµ καÏαξιÏμÎÎ½Î¿Ï Ï ÎÎ»Î»Î·Î½ÎµÏ ÎºÎ±Î»Î»Î¹ÏÎÏÎ½ÎµÏ Î´Î¯Ïλα δίÏλα με νεÏÏεÏÎ¿Ï Ï Î±Î»Î»Î¬ εξίÏÎ¿Ï ÏαλανÏοÏÏÎ¿Ï Ï. Îι οÏÏÏδήÏοÏε δεν ÏÏÎÏει να αγνοήÏÏ Ïην ÏοβεÏή Î¼Î¿Ï Ïική ομάδα ÏÎ¿Ï ÏÎ¿Ï Ï ÏλαιÏιÏνει ÏÎ·Ï Î¿ÏÎ¿Î¯Î±Ï Ïην Î¼Î¿Ï Ïική διεÏÎ¸Ï Î½Ïη ÎÏει ο ÎÎ¹Î¬Î½Î½Î·Ï ÎίÏκοÏ.
ΣÏην ÏÎµÎ»ÎµÏ Ïαία ÏÎ¿Ï Ï ÎµÎºÏομÏή καλεÏμÎνοι ÏÎ¿Ï Ï Î®Ïαν η ÎάÏθα ΦÏινÏζήλα και η ÎαÏία ΠαÏαγεÏÏÎ³Î¯Î¿Ï . Î ÏÏÏÏη γνÏÏÏή ÏÏ Î·Î¸Î¿ÏοιÏÏ, ÏκηνοθÎÏÎ·Ï ÎºÎ±Î¹ εÏμηνεÏÏÏια ÏÎ¿Ï Î´ÎµÎ½ ÏοβάÏαι να ÏειÏαμαÏιÏÏεί για Ïο καινοÏÏιο και η δεÏÏεÏη μια νÎα ÏαÏιÏμαÏική καλλιÏÎÏνιδα. ΤÏαγοÏδηÏαν Ïολλά και διαÏοÏεÏικά ÏÏαγοÏδια, αλλά Ïε Î±Ï Ïήν Î¼Î¿Ï Ïην εγγÏαÏή, θα ÏÏÎ±Î¸Ï Ïε Îνα ÏαÏαδοÏÎ¹Î±ÎºÏ ÏÎ·Ï ÎαÏÏÎ¬Î¸Î¿Ï , Ïην Îηλιά.Το ÏÏαγοÏδι Î±Ï ÏÏ, η ÎάÏθα ΦÏινÏζήλα Ïο διαÏκεÏαÏε και ÏÏαγοÏδηÏε η ίδια ÏÏιν αÏÏ Î±ÏκεÏά ÏÏÏνια, αλλά η αÏÏ ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï ÏÎ¿Ï ÎµÎºÏÎλεÏη με Ïην ΠαÏαγεÏÏÎ³Î¯Î¿Ï , Ïο αÏογείÏÏε. Îεκινά με Îνα δίÏÏνο ÏÎ¿Ï Î¸Ï Î¼Î¯Î¶ÎµÎ¹ ÎÏειÏο, ÏÏ Î½ÎµÏίζει με Ïο γνÏÏÏÏ Î±ÏÏ Ïην ÏαÏάδοÏη ÏÏαγοÏδι ÏÎ·Ï ÎαÏÏÎ¬Î¸Î¿Ï , ÏÏαθεÏά ανεβάζει ÏÎμÏο και μεÏαÏÏÎÏεÏαι Ïε Îνα Î´Î¹Î¿Î½Ï ÏÎ¹Î±ÎºÏ ÏανηγÏÏι αγάÏÎ·Ï ÎºÎ±Î¹ ÎÏÏÏα. Îίναι ÏαÏακÏηÏιÏÏÎ¹ÎºÏ ÏÏι ο ΠοÏÏÎ¿ÎºÎ¬Î»Î¿Î³Î»Î¿Ï Î´Î¬ÎºÏÏ Ïε, λÎγονÏαÏ: "ÎÏ Ïά ÏÏ Î¼Î²Î±Î¯Î½Î¿Ï Î½, ÏÏαν Ïα ÏÏαγοÏδια ÎÏÏονÏαι αÏÏ Ïην βαθιά ÏÏηλιά ÏÎ¿Ï ÏÏÏÎ½Î¿Ï ". Î ÏαγμαÏικά Ï ÏÎÏοÏο! ΠδιαÏÎºÎµÏ Î® Î±Ï Ïή αÏοÏελεί Îνα Î¸Î±Ï Î¼Î¬Ïιο ÏαÏάδειγμα, ÏÎ¿Ï Î¼Î±Ï ÎµÏιβεβαιÏνει Ïην δÏναμη ÏÏν θηÏÎ±Ï ÏÏν ÏÎ·Ï ÏαÏάδοÏÎ·Ï Î¼Î±Ï, οι οÏοίοι ÏÏα ÏÎÏια άξιÏν Î´Î·Î¼Î¹Î¿Ï ÏγÏν, μÏοÏοÏν να ÏÏάÏÎ¿Ï Î½ Ïα ÏÏενά ÏοÏικά ÏÏια με Ïα οÏοία ÏÏ Î½Î®Î¸ÏÏ Ïα ÏÏ Î½Î´ÎÎ¿Ï Î¼Îµ και να Î±ÎºÎ¿Ï Î¼ÏήÏÎ¿Ï Î½ Ïε Îνα ÏÎ¿Î»Ï Î¼ÎµÎ³Î±Î»ÏÏεÏο ακÏοαÏήÏιο.Îια ÏÏÎ¿Ï Ï Î¸ÎÎ»Î¿Ï Î½ και ÏÎ¿Ï Ï ÏÏίÏÎ¿Ï Ï ÏÏÏÏειÏÎ¿Ï Ï Î³Î¹Î± να ÏαÏÎ±ÎºÎ¿Î»Î¿Ï Î¸Î®ÏÎ¿Ï Î½ Ïιο εÏκολα Ïο ÏÏαγοÏδι, ÏÎ¿Ï Ï ÏαÏαθÎÏÏ ÏαÏακάÏÏ, αÏÎ¿Ï ÎÏÏ Î´Î¹Î±ÏÏÏίÏει Ïα ÏÏακίÏμαÏά ÏÎ¿Ï :ÎÎÏα ÏÏÎ¿Ï ÎÎκÏÎ¿Ï Ïο μάÏιδÎνÏÏα βλÎÏÏ ÎºÎ±Î¹ ÏÎ¿Ï Î»Î¹Î¬ ( ειÏαγÏγή )
Îηλιά Î¼Î¿Ï Î¼ÎµÏ Ïον εγκÏÎµÎ¼Ï Î±ÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎΤα μήλα ÏοÏÏÏμÎνηÎÏ Ïα μήλα ÏÎ¿Ï Î»Ï Î¼ÏάÏε η ΠαναγιάΤα μήλα ÏÎ¿Ï Î»Î¹Î¼Ïίζομαι Τα μήλα ÏÎ¿Ï Î»Î¹Î¼Ïίζομαι αÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎÎα Ïο γκÏÎµÎ¼Ï ÏοβοÏμαιÎι αν Ïον ÏοβάÏαι, μα Ïην ΠαναγιάÎι αν Ïον ÏοβάÏαι Ïον γκÏεμÏ,κι αν Ïον ÏοβάÏαι Ïον γκÏÎµÎ¼Ï Î±ÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎÎλα Ïο μονοÏάÏιΤο μονοÏάÏι μα Ïην ΠαναγιάΤο μονοÏάÏι μ ήβγαλε Ïο μονοÏάÏι μ ήβγαλε αÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎÏε Îνα εÏημοκλήÏιÎÏÎ¿Ï Î´Îµ βÏίÏκεÏαι μα Ïην ΠαναγιάÎÏÎ¿Ï Î´Îµ βÏίÏκεÏαι ο ÏαÏάÏαÏÎ¿Ï Î´Îµ βÏίÏκεÏαι ο ÏαÏÎ¬Ï Î±ÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»Îγια να Ïο λειÏÎ¿Ï ÏγήÏειÎι Îνα μνήμα μα Ïη ΠαναγιάÎι Îνα μνήμα ÏαÏάμνημακι Îνα μνήμα ÏαÏάμνημα αÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎξεÏÏÏιÏÏÏ Î±ÏÏ Ïα άλλαÎεν Ïο `δα και Ïο μα Ïη ΠαναγιάÎεν Ïο `δα και Ïο ÏάÏηÏαÎεν Ïο `δα και Ïο ÏάÏηÏα αÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎαÏÎ¬Î½Ï ÏÏο κεÏÎ¬Î»Î¹Î Î¿Î¹Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ αÏÎ¿Ï Î¼Îµ μα Ïην Î Î±Î½Î±Î³Î¹Î¬Î Î¿Î¹Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ αÏÎ¿Ï Î¼Îµ ÏάÏηÏÎµÎ Î¿Î¹Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ αÏÎ¿Ï Î¼Îµ ÏάÏηÏε αÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎÎÏÎ¬Î½Ï ÏÏο κεÏαλιÎÏÎ¿Ï Î¼Î¿Ï Î½Î± μα Ïη ΠαναγιάÎÏÎ¿Ï Î¼Î¿Ï Î½Î± να αÏÏονÏÏÏÎ¿Ï Î»Î¿ αÏνÏÎµÏ ÎºÎ±Î»ÎÎÎµÎ³Î¬Î»Î¿Ï Ïήγα εγγÏνι
Παραδοσιακό Καρπάθου σε υπέροχη διασκευή
Μια από τις καλές εκπομπές της ΕΡΤ, είναι το

Το τραγούδι αυτό, η Μάρθα Φριντζήλα το διασκεύασε και τραγούδησε η ίδια πριν από αρκετά χρόνια, αλλά η από κοινού του εκτέλεση με την Παπαγεωργίου, το απογείωσε. Ξεκινά με ένα δίφωνο που θυμίζει Ήπειρο, συνεχίζει με το γνωστό από την παράδοση τραγούδι της Καρπάθου, σταθερά ανεβάζει τέμπο και μετατρέπεται σε ένα διονυσιακό πανηγύρι αγάπης και έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πορτοκάλογλου δάκρυσε, λέγοντας: "Αυτά συμβαίνουν, όταν τα τραγούδια έρχονται από την βαθιά σπηλιά του χρόνου". Πραγματικά υπέροχο! Η διασκευή αυτή αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα, που μας επιβεβαιώνει την δύναμη των θησαυρών της παράδοσης μας, οι οποίοι στα χέρια άξιων δημιουργών, μπορούν να σπάσουν τα στενά τοπικά όρια με τα οποία συνήθως τα συνδέουμε και να ακουμπήσουν σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.Για όσους θέλουν και τους στίχους πρόχειρους για να παρακολουθήσουν πιο εύκολα το τραγούδι, τους παραθέτω παρακάτω, αφού έχω διαχωρίσει τα τσακίσματά του:Μέσα στου Νέκρου το μάτιδέντρα βλέπω και πουλιά ( εισαγωγή )
Μηλιά μου μες τον εγκρεμό αϊντες καλέΤα μήλα φορτωμένηΑχ τα μήλα σου λυμπάτε η ΠαναγιάΤα μήλα σου λιμπίζομαι Τα μήλα σου λιμπίζομαι αϊντες καλέΜα το γκρεμό φοβούμαιΚι αν τον φοβάσαι, μα την ΠαναγιάΚι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό,κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό αϊντες καλέΈλα το μονοπάτιΤο μονοπάτι μα την ΠαναγιάΤο μονοπάτι μ ήβγαλε το μονοπάτι μ ήβγαλε αϊντες καλέσε ένα ερημοκλήσιΑπου δε βρίσκεται μα την ΠαναγιάΑπου δε βρίσκεται ο παπάςαπου δε βρίσκεται ο παπάς αϊντες καλέγια να το λειτουργήσειΚι ένα μνήμα μα τη ΠαναγιάΚι ένα μνήμα παράμνημακι ένα μνήμα παράμνημα αϊντες καλέξεχωριστό από τα άλλαΔεν το `δα και το μα τη ΠαναγιάΔεν το `δα και το πάτησαΔεν το `δα και το πάτησα αϊντες καλέαπάνω στο κεφάλιΠοιος είναι απού με μα την ΠαναγιάΠοιος είναι απού με πάτησεΠοιος είναι απού με πάτησε αϊντες καλέΑπάνω στο κεφαλιΑπού μουνα μα τη ΠαναγιάΑπού μουνα να αρχοντόπουλο αϊντες καλέΜεγάλου ρήγα εγγόνι