Vasileios Diakovasilis's Blog, page 9

March 2, 2021

Το αρχέγονο και άλλοι τόποι της Όλγα Τοκάρτσουκ

Olga-Tokarczuk Όλγα Τοκαρτσουκ (1962-   ) Î— Πολωνή, βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας έγινε γνωστή στην πατρίδα μας από το μυθιστόρημα Ï„ης: Το Αρχέγονο και άλλοι τόποι.

  Μέσα από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος αυτού, παρακολουθούμε την ιστορία της Πολωνίας από το 1914 ως και την πτώση του κομμουνισμού. Η Τοκάρτσουκ γράφει με έναν τρόπο παραμυθιακό, αναπτύσσει την ιστορία μέσα από μικρά κεφάλαια που όλα τους αναφέρονται σε κάποιον από τους ήρωες της και αυτό γίνεται, δίχως μελοδραματισμούς, με έναν τρόπο ήρεμο θα έλεγα, χωρίς ξεφωνητά. Ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας της χώρας, όπως εκεί που αναφέρεται στην εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, όλα τα παρατηρούμε από μία απόσταση και όλα διαδραματίζονται με έναν τρόπο αναμενόμενο, σαν να μην μπορούσε να υπάρξει διαφυγή των ανθρώπων από τη ροή της ιστορίας στην οποία συμμετέχουν αλλά είναι ανίκανοι να καθορίσουν την οποιαδήποτε εξέλιξή της.

Olga-Tokarczuk

 Î”εν είναι εύκολο να αντιλαμβάνεσαι ότι στην ιστορία, καταλαμβάνεις απλά και μόνο τον ρόλο του κομπάρσου.

 Î¤Î¿ Αρχέγονο, ένας μικρός τόπος κάπου στην Πολωνία. Φαινομενικά είναι ένας ασήμαντος τόπος, με απλούς, καθημερινούς ήρωες. Την Γκενοβέφα και τον Μίχαλ τον μυλωνά με την κόρη τους τη Μίσια και τον άρρωστο γιό τους τον Ιζίντορ. Το Εβραίο Έλι και για σύντομο διάστημα εραστή της Γκενοβέφα. Την πόρνη Σταχούλα που είχε τη δύναμη να διαβάζει το μέλλον και την κόρη της τη Ρούτα. Ο Ιζίντορ Ï„ου Μίχαλ που μια ζωή αγαπούσε την Ρούτα.  Η Ρούτα που επέζησε χάρη στα θαυματουργά βότανα της μάνας της. Τον βαρόνο Ποπιέλσκι, που ερωτεύτηκε τρελά την νεαρή ζωγράφο Μαρία Σερ και μετά τον χωρισμό τους ποτέ δεν ξανάγινε ο ίδιος. Το παπά με τα χωράφια της εκκλησίας, που τα πλημμύριζε η Μαύρη, το ποτάμι, βυθίζοντας τον στην οργή. Την τρελή Φλορεντίνκα, που της έτυχαν όλες οι συμφορές του κόσμου αλλά φρόντιζε όλα τα αδέσποτα της περιοχής. Τον γέρο Μπόσκι με την οικογένεια του, τις τρεις κόρες του και τον Πάβελ, ένα δυνατό και λογικό αλλά και φιλόδοξο παλικάρι, ο οποίος παντρεύεται την Μίσια παρά τις αντιρρήσεις του Μίχαλ. Η κόρη του γέρο Μπόσκι, η Στάσια που παντρεύτηκε τον τεχνίτη  Παπούγκα, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε τα Χριστούγεννα με ένα παιδί στην αγκαλιά. Κι όμως μέσα από τις μικρές αυτές ιστορίες, διαφαίνεται το ψηφιδωτό, της προπολεμικής κοινωνίας της Πολωνίας. 

  Μαζί με τα πρόσωπα, η Τοκάρτσουκ στον καμβά της αφήγησης της, παρουσιάζει και κάποια αντικείμενα τα οποία παίζουν τον δικό τους ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας: την εικόνα της Παναγίας του Γεσκόλε που χάριζε τις θαυματουργικές της δυνάμεις σε όλον τον κόσμο, πιστούς και μη. Τον μύλο του καφέ, από πορσελάνη, μπρούντζο και ξύλο, τον οποίο ο Μίχαλ έφερε μαζί του από τον πόλεμο και τον κράτησε για όλη της τη ζωή η Μίσια, σαν το πιο πολύτιμο δώρο που είχε ποτές της. Το παιχνίδι διαφυγής με τους οκτώ ομόκεντρους κύκλους και τις πολλές εξόδους, που παίζει ο Βαρόνος Ποπιέλσκι με το οκτάεδρο ζάρι και τις έξι επιλογές του, το οποίο όμως απαιτεί ο παίκτης και να ονειρεύεται και να κάνει πάντα τη δική του επιλογή.

  Κι ενώ παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές της Τοκάρτσουκ Î½Î± γεύονται τις μικροχαρές και τις αγωνίες που τους προσφέρει η ειρηνική ζωή στο Αρχέγονο και την γύρω περιοχή, όλα τελειώνουν από την μία ημέρα στην άλλη και ακολουθούν όλα εκείνα που σημάδεψαν βαθιά την ψυχή της Πολωνίας. Τον διαμελισμό της και την εισβολή στα μέρη του Αρχέγονου, πρώτα των Γερμανών. Τον μάζεμα όλων των Εβραίων και την επί τόπου εκτέλεση όποιου αντιστεκόταν, στην μεταφορά του στα γειτονικά κρεματόρια. Την κατάληψη της περιοχής ξανά, αυτή τη φορά από τους Σοβιετικούς. Τη μετατόπιση της γραμμής του μετώπου καταμεσής του Αρχέγονου και την φυγή των κατοίκων του στο δάσος. Τους χιλιάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Την ειρήνη επιτέλους να έρχεται μα όλα να έχουν αλλάξει δραματικά. Την Πολωνία ενταγμένη στο μπλόκο των Σοβιετικών με την χαρακτηριστική γραφειοκρατία των Κομμουνιστικών κρατών και την υποταγή των πολιτών τους σε αυτήν.

Ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές της Τοκάρτσουκ στο Θεό: 

"Ποιος είμαι;" ρωτάει ο Θεός. 

"Θεός ή άνθρωπος, γίνεται να είμαι και τα δύο μαζί ή ίσως τίποτα από αυτά τα δύο; Άραγε είμαι εγώ που δημιούργησα τους ανθρώπους ή αυτοί εμένα;"

"Οι άνθρωποι- που από μόνοι τους αποτελούν μια διαδικασία εξέλιξης- φοβούνται όλα όσα είναι αεικίνητα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, επειδή επινόησαν κάτι που δεν υπάρχει- το αμετάβλητο, αποφασίζοντας πως τέλειο είναι το αιώνιο, αυτό που δεν αλλάζει. Προσέδωσαν λοιπόν στον Θεό την ιδιότητα του αμετάβλητου. Και έτσι έχασαν την ικανότητα κατανόησής του."

 "Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν είναι έτσι. Το θέμα είναι αν πιστεύεις ή όχι."

 Î¤ÎµÎ»ÎµÎ¹ÏŽÎ½Î¿Î½Ï„ας, θα έλεγα σε όποιον θέλει να διαβάσει αυτό το βιβλίο, ότι μία πρώτη ανάγνωσή του δεν Î¸Î± του είναι αρκετή. Θα χρειαστεί να επανέλθει και με δεύτερη, ίσως πιο υποψιασμένη για το τι ζητά να μάθει ως αναγνώστης.  Το περίεργο είναι ότι δεν είναι από εκείνα τα βιβλία, τα πολύ δυσνόητα με τις μακρόσυρτες προτάσεις και τις ακατανόητες λέξεις. Η γραφή της Î¤Î¿ÎºÎ¬ÏÏ„σουκ είναι αρκετά απλή, αυτά που θέλει να μας πει όμως δεν είναι τόσο εύκολα. Ίσως γιατί το δράμα της Πολωνίας να είναι άλλου επιπέδου από αυτό, της δικής μας χώρας.old_PollandΧαρακτηριστική ξύλινη κατοικία της επαρχιακής Πολωνίας

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 02, 2021 21:18

Το αρχέγονο και άλλοι τόποι της Όλγα Τοκάρτσουκ

Olga-Tokarczuk Όλγα Τοκαρτσουκ (1962-   ) Η Πολωνή, βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας έγινε γνωστή στην πατρίδα μας από το μυθιστόρημα της: Το Αρχέγονο και άλλοι τόποι.

  Μέσα από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος αυτού, παρακολουθούμε την ιστορία της Πολωνίας από το 1914 ως και την πτώση του κομμουνισμού. Η Τοκάρτσουκ γράφει με έναν τρόπο παραμυθιακό, αναπτύσσει την ιστορία μέσα από μικρά κεφάλαια που όλα τους αναφέρονται σε κάποιον από τους ήρωες της και αυτό γίνεται, δίχως μελοδραματισμούς, με έναν τρόπο ήρεμο θα έλεγα, χωρίς ξεφωνητά. Ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας της χώρας, όπως εκεί που αναφέρεται στην εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας, όλα τα παρατηρούμε από μία απόσταση και όλα διαδραματίζονται με έναν τρόπο αναμενόμενο, σαν να μην μπορούσε να υπάρξει διαφυγή των ανθρώπων από τη ροή της ιστορίας στην οποία συμμετέχουν αλλά είναι ανίκανοι να καθορίσουν την οποιαδήποτε εξέλιξή της.

Olga-Tokarczuk

 Δεν είναι εύκολο να αντιλαμβάνεσαι ότι στην ιστορία, καταλαμβάνεις απλά και μόνο τον ρόλο του κομπάρσου.

 Το Αρχέγονο, ένας μικρός τόπος κάπου στην Πολωνία. Φαινομενικά είναι ένας ασήμαντος τόπος, με απλούς, καθημερινούς ήρωες. Την Γκενοβέφα και τον Μίχαλ τον μυλωνά με την κόρη τους τη Μίσια και τον άρρωστο γιό τους τον Ιζίντορ. Το Εβραίο Έλι και για σύντομο διάστημα εραστή της Γκενοβέφα. Την πόρνη Σταχούλα που είχε τη δύναμη να διαβάζει το μέλλον και την κόρη της τη Ρούτα. Ο Ιζίντορ του Μίχαλ που μια ζωή αγαπούσε την Ρούτα.  Η Ρούτα που επέζησε χάρη στα θαυματουργά βότανα της μάνας της. Τον βαρόνο Ποπιέλσκι, που ερωτεύτηκε τρελά την νεαρή ζωγράφο Μαρία Σερ και μετά τον χωρισμό τους ποτέ δεν ξανάγινε ο ίδιος. Το παπά με τα χωράφια της εκκλησίας, που τα πλημμύριζε η Μαύρη, το ποτάμι, βυθίζοντας τον στην οργή. Την τρελή Φλορεντίνκα, που της έτυχαν όλες οι συμφορές του κόσμου αλλά φρόντιζε όλα τα αδέσποτα της περιοχής. Τον γέρο Μπόσκι με την οικογένεια του, τις τρεις κόρες του και τον Πάβελ, ένα δυνατό και λογικό αλλά και φιλόδοξο παλικάρι, ο οποίος παντρεύεται την Μίσια παρά τις αντιρρήσεις του Μίχαλ. Η κόρη του γέρο Μπόσκι, η Στάσια που παντρεύτηκε τον τεχνίτη  Παπούγκα, ο οποίος όμως την εγκατέλειψε τα Χριστούγεννα με ένα παιδί στην αγκαλιά. Κι όμως μέσα από τις μικρές αυτές ιστορίες, διαφαίνεται το ψηφιδωτό, της προπολεμικής κοινωνίας της Πολωνίας. 

  Μαζί με τα πρόσωπα, η Τοκάρτσουκ στον καμβά της αφήγησης της, παρουσιάζει και κάποια αντικείμενα τα οποία παίζουν τον δικό τους ρόλο στην κατανόηση της ιστορίας: την εικόνα της Παναγίας του Γεσκόλε που χάριζε τις θαυματουργικές της δυνάμεις σε όλον τον κόσμο, πιστούς και μη. Τον μύλο του καφέ, από πορσελάνη, μπρούντζο και ξύλο, τον οποίο ο Μίχαλ έφερε μαζί του από τον πόλεμο και τον κράτησε για όλη της τη ζωή η Μίσια, σαν το πιο πολύτιμο δώρο που είχε ποτές της. Το παιχνίδι διαφυγής με τους οκτώ ομόκεντρους κύκλους και τις πολλές εξόδους, που παίζει ο Βαρόνος Ποπιέλσκι με το οκτάεδρο ζάρι και τις έξι επιλογές του, το οποίο όμως απαιτεί ο παίκτης και να ονειρεύεται και να κάνει πάντα τη δική του επιλογή.

  Κι ενώ παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές της Τοκάρτσουκ να γεύονται τις μικροχαρές και τις αγωνίες που τους προσφέρει η ειρηνική ζωή στο Αρχέγονο και την γύρω περιοχή, όλα τελειώνουν από την μία ημέρα στην άλλη και ακολουθούν όλα εκείνα που σημάδεψαν βαθιά την ψυχή της Πολωνίας. Τον διαμελισμό της και την εισβολή στα μέρη του Αρχέγονου, πρώτα των Γερμανών. Τον μάζεμα όλων των Εβραίων και την επί τόπου εκτέλεση όποιου αντιστεκόταν, στην μεταφορά του στα γειτονικά κρεματόρια. Την κατάληψη της περιοχής ξανά, αυτή τη φορά από τους Σοβιετικούς. Τη μετατόπιση της γραμμής του μετώπου καταμεσής του Αρχέγονου και την φυγή των κατοίκων του στο δάσος. Τους χιλιάδες νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Την ειρήνη επιτέλους να έρχεται μα όλα να έχουν αλλάξει δραματικά. Την Πολωνία ενταγμένη στο μπλόκο των Σοβιετικών με την χαρακτηριστική γραφειοκρατία των Κομμουνιστικών κρατών και την υποταγή των πολιτών τους σε αυτήν.

Ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές της Τοκάρτσουκ στο Θεό: 

"Ποιος είμαι;" ρωτάει ο Θεός. 

"Θεός ή άνθρωπος, γίνεται να είμαι και τα δύο μαζί ή ίσως τίποτα από αυτά τα δύο; Άραγε είμαι εγώ που δημιούργησα τους ανθρώπους ή αυτοί εμένα;"

"Οι άνθρωποι- που από μόνοι τους αποτελούν μια διαδικασία εξέλιξης- φοβούνται όλα όσα είναι αεικίνητα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, επειδή επινόησαν κάτι που δεν υπάρχει- το αμετάβλητο, αποφασίζοντας πως τέλειο είναι το αιώνιο, αυτό που δεν αλλάζει. Προσέδωσαν λοιπόν στον Θεό την ιδιότητα του αμετάβλητου. Και έτσι έχασαν την ικανότητα κατανόησής του."

 "Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν είναι έτσι. Το θέμα είναι αν πιστεύεις ή όχι."

 Τελειώνοντας, θα έλεγα σε όποιον θέλει να διαβάσει αυτό το βιβλίο, ότι μία πρώτη ανάγνωσή του δεν θα του είναι αρκετή. Θα χρειαστεί να επανέλθει και με δεύτερη, ίσως πιο υποψιασμένη για το τι ζητά να μάθει ως αναγνώστης.  Το περίεργο είναι ότι δεν είναι από εκείνα τα βιβλία, τα πολύ δυσνόητα με τις μακρόσυρτες προτάσεις και τις ακατανόητες λέξεις. Η γραφή της Τοκάρτσουκ είναι αρκετά απλή, αυτά που θέλει να μας πει όμως δεν είναι τόσο εύκολα. Ίσως γιατί το δράμα της Πολωνίας να είναι άλλου επιπέδου από αυτό, της δικής μας χώρας.old_PollandΧαρακτηριστική ξύλινη κατοικία της επαρχιακής Πολωνίας

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 02, 2021 21:18

February 23, 2021

Συρτάκι

 

  Ίσως ο πιο γνωστός ελληνικός χορός σε όλον τον κόσμο. Ο οποίος έχει χορογραφηθεί από τον Γιώργο Προβιά, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το 1964, για την ταινία Zorbathe Greek, σε ÏƒÎºÎ·Î½Î¿Î¸ÎµÏƒÎ¯Î±: Μιχάλη Κακογιάννη.  

zorba Άντονι Κουίν - Λίλα Κέντροβα  Όσοι έχουν δει την ταινία, έχουν θαυμάσει έναν απίστευτο Άντονι Κουίν στο ρόλο του Ζορμπά ( η απόλυτη ενσάρκωση του αρχετυπικού ήρωα του Καζαντζάκη), τον Άλαν Μπέιτς στον ρόλο του Μπάζιλ ( πίσω του κρύβεται ο Καζαντζάκης), την Ειρήνη Παππά στο ρόλο της δυναμικής χήρας, την Λίλα Κέντροβα, που υποδύθηκε την Μαντάμ Ορτάνς και κέρδισε το Όσκαρ Î’΄ γυναικείου ρόλου, την Ελένη Ανουσάκη, τον Γιώργο Φούντα, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Γιάννη Βογιατζή... και σίγουρα θυμούνται την σκηνή του χορού του Ζορμπά με τον Μπάζιλ. Μια σκηνή ύμνος, από την μία στην ελευθερία, την μεγαλύτερη αξία που πίστευε ο Ζορμπάς αλλά και την αντρική φιλία από την άλλη. Αξίζει να την θυμηθούμε:


 Î— ταινία απέσπασε θετικές κριτικές σε όλον τον κόσμο, έκανε γνωστή την Ελλάδα ( γυρίστηκε στην Κρήτη) και απέσπασε τρία Όσκαρ

 Î¤Î¿ Συρτάκι αγαπήθηκε αμέσως και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έγινε κάτι σαν χορευτικό σήμα κατατεθέν της χώρας μας.   Η μεγάλη επιτυχία του μουσικού κομματιού, αμέσως εμφάνισε και άλλους διεκδικητές της πατρότητας του. ÎŒÏ€Ï‰Ï‚ τον σπουδαίο, κρητικό λαουτιέρη Γιώργο Κουτσουρέλη, που υποστήριξε ότι το μουσικό θέμα είναι δικό του και το είχε ηχογραφήσει Ï„ο 1950, με τίτλο: Αρμενοχωριανός συρτός.Ή τον σπουδαίο μας συνθέτη και μπουζουξή, Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος υποστήριξε ότι αυτός "κέντησε" το μουσικό θέμα πάνω στο τραγούδι: "Στρώσε το στρώμα σου για δυο" αλλά ο Θεοδωράκης ποτέ δεν του αναγνώρισε. Στη συνέχεια γράφει την μουσική για το θεατρικό: "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια" σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου ( 1965) και την επόμενη χρονιά γίνεται ταινία με τεράστια επιτυχία. Εκεί υπάρχει και το δικό του, Σήκω χόρεψε συρτάκι, σε χορογραφία του Μανώλη Καστρινού. Ο Ζαμπέτας, την επιτυχία του αυτή την θεώρησε ως δική του δικαίωση για όσα υποστήριζε.
  Πέρα από τις ταβέρνες που χορεύεται, πέρα από τα χορευτικά ελληνικών χορών που το εντάσσουν στο πρόγραμμα τους, πέρα από τους τουρίστες που μετά από λίγα ποτηράκια ούζο σηκώνονται για να χορέψουν τον δημοφιλή ελληνικό χορό, δεν είναι τυχαίο ότι το συρτάκι του Θεοδωράκη ÎµÎ½Ï„άσσεται στο πρόγραμμα πολλών ξένων ορχηστρών, ακόμα και συμφωνικών, όπως του γνωστού Ολλανδού βιολιστή, ιδρυτή της ορχήστρας βαλς Johan Strauss, Αντρέ Ριέ.  Μία απολαυστική και διασκεδαστική εκτέλεση  μπορείτε να δείτε στο παρακάτω βίντεο: 
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μία επισήμανση. Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Αντίθετα φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχή εξέλιξη, η οποία πατά στέρεα σε προγενέστερα δημιουργήματα και προχωρά στον χρόνο. Η μουσική ιδιοφυία του Θεοδωράκη, του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη, σε αυτή του την σύνθεση, κατά την γνώμη μου, εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο. Φυσικά και πήρε στοιχεία από διάφορα γνωστά μουσικά μοτίβα, το χασάπικο, το συρτό και τα μετουσίωσε σε κάτι διαφορετικό, που αγαπήθηκε απ΄ όλους τους Έλληνες. Δεν είναι και λίγο, ένα μουσικό σου κομμάτι, να δίνει ταυτότητα σε έναν ολόκληρο λαό.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 23, 2021 20:43

Συρτάκι

 

  Ίσως τον πιο γνωστός ελληνικός χορός σε όλον τον κόσμο. Ο οποίος έχει χορογραφηθεί από τον Γιώργο Προβιά, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το 1964, για την ταινία Zorbathe Greek, σε σκηνοθεσία: Μιχάλη Κακογιάννη.  

zorba Άντονι Κουίν - Λίλα Κέντροβα  Όσοι έχουν δει την ταινία, έχουν θαυμάσει έναν απίστευτο Άντονι Κουίν στο ρόλο του Ζορμπά ( η απόλυτη ενσάρκωση του αρχετυπικού ήρωα του Καζαντζάκη), τον Άλαν Μπέιτς στον ρόλο του Μπάζιλ ( πίσω του κρύβεται ο Καζαντζάκης), την Ειρήνη Παππά στο ρόλο της δυναμικής χήρας, την Λίλα Κέντροβα, που υποδύθηκε την Μαντάμ Ορτάνς και κέρδισε το Όσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου, την Ελένη Ανουσάκη, τον Γιώργο Φούντα, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Γιάννη Βογιατζή... και σίγουρα θυμούνται την σκηνή του χορού του Ζορμπά με τον Μπάζιλ. Μια σκηνή ύμνος, από την μία στην ελευθερία, την μεγαλύτερη αξία που πίστευε ο Ζορμπάς αλλά και την αντρική φιλία από την άλλη. Αξίζει να την θυμηθούμε:


 Η ταινία απέσπασε θετικές κριτικές σε όλον τον κόσμο, έκανε γνωστή την Ελλάδα ( γυρίστηκε στην Κρήτη) και απέσπασε τρία Όσκαρ

 Το Συρτάκι αγαπήθηκε αμέσως και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έγινε κάτι σαν χορευτικό σήμα κατατεθέν της χώρας μας.   Η μεγάλη επιτυχία του μουσικού κομματιού, αμέσως εμφάνισε και άλλους διεκδικητές της πατρότητας του. Όπως τον σπουδαίο, κρητικό λαουτιέρη Γιώργο Κουτσουρέλη, που υποστήριξε ότι το μουσικό θέμα είναι δικό του και το είχε ηχογραφήσει το 1950, με τίτλο: Αρμενοχωριανός συρτός.Ή τον σπουδαίο μας συνθέτη και μπουζουξή, Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος υποστήριξε ότι αυτός "κέντησε" το μουσικό θέμα πάνω στο τραγούδι: "Στρώσε το στρώμα σου για δυο" αλλά ο Θεοδωράκης ποτέ δεν του αναγνώρισε. Στη συνέχεια γράφει την μουσική για το θεατρικό: "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια" σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου ( 1965) και την επόμενη χρονιά γίνεται ταινία με τεράστια επιτυχία. Εκεί υπάρχει και το δικό του, Σήκω χόρεψε συρτάκι, σε χορογραφία του Μανώλη Καστρινού. Ο Ζαμπέτας, την επιτυχία του αυτή την θεώρησε ως δική του δικαίωση για όσα υποστήριζε.
  Πέρα από τις ταβέρνες που χορεύεται, πέρα από τα χορευτικά ελληνικών χορών που το εντάσσουν στο πρόγραμμα τους, πέρα από τους τουρίστες που μετά από λίγα ποτηράκια ούζο σηκώνονται για να χορέψουν τον δημοφιλή ελληνικό χορό, δεν είναι τυχαίο ότι το συρτάκι του Θεοδωράκη εντάσσεται στο πρόγραμμα πολλών ξένων ορχηστρών, ακόμα και συμφωνικών, όπως του γνωστού Ολλανδού βιολιστή, ιδρυτή της ορχήστρας βαλς Johan Strauss, Αντρέ Ριέ.  Μία απολαυστική και διασκεδαστική εκτέλεση  μπορείτε να δείτε στο παρακάτω βίντεο: 
Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μία επισήμανση. Στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Αντίθετα φαίνεται ότι υπάρχει μια συνεχή εξέλιξη, η οποία πατά στέρεα σε προγενέστερα δημιουργήματα και προχωρά στον χρόνο. Η μουσική ιδιοφυία του Θεοδωράκη, του μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη, σε αυτή του την σύνθεση, κατά την γνώμη μου, εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο. Φυσικά και πήρε στοιχεία από διάφορα γνωστά μουσικά μοτίβα, το χασάπικο, το συρτό και τα μετουσίωσε σε κάτι διαφορετικό, που αγαπήθηκε απ΄ όλους τους Έλληνες. Δεν είναι και λίγο, ένα μουσικό σου κομμάτι, να δίνει ταυτότητα σε έναν ολόκληρο λαό.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 23, 2021 20:43

February 16, 2021

Ο Τάσος Λειβαδίτης στη Μακρόνησο.

  Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ποτέ δεν δέχθηκε να κρατήσει όπλο στα χέρια του. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν γλίτωσε από την βαρβαρότητα των συνεπειών του εμφυλίου και το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται.  tasos-leivaditis Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988)  Στο σημερινό μου αφιέρωμα θα ασχοληθώ μόνο με μία στροφή που έγραψε, στην μαρτυρική Μακρόνησο. Στον γυμνό από κάθε δέντρο τόπο, δίχως καμία υποδομή ή τρεχούμενο νερό, έναν βράχο στη θάλασσα μέσα, ο ποιητής από το καλοκαίρι του 1949 έζησε με τους χιλιάδες άλλους συγκρατούμενους του, το ζοφερό κλίμα που δημιουργούσαν οι φύλακες τους με μόνο σκοπό να τους πείσουν να υπογράψουν την περίφημη δήλωση μετάνοιας για να απαλλαγούν από τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης τους. Σίγουρα έζησε τον απόηχο των τραγικών συμβάντων του Φλεβάρη του 1949, όπου εκατοντάδες αριστεροί φαντάροι, που βρίσκονταν εκεί, στασίασαν με αποτέλεσμα τον θάνατο 17 εξ αυτών σύμφωνα με τις επίσημες αρχές.
   Î•κεί λοιπόν, ο Τάσος Λειβαδίτης, ζώντας στον φόβο, αρνούμενος όμως να συμβιβαστεί αλλά και φανερώνοντας τα βαθιά ανθρωπιστικά του ιδεώδη, γράφει τους παρακάτω στίχους προς τον φαντάρο δεσμοφύλακα του, στον οποίον πιθανόν κάποτε να δινόταν η διαταγή να στρέψει το όπλο, εναντίον του ποιητή. Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις Ï‡Ï„ύπα με αλλού Î¼Î· σημαδέψεις την καρδιά μου.Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.Δεν θάθελα να το λαβώσεις.  Δεν ξέρω, αλλά εμένα τα παραπάνω λόγια του ποιητή, με συγκίνησαν. Νιώθω τον ποιητή να απορεί με την όλη κατάσταση, να μην μπορεί να καταλάβει γιατί πρέπει οι νέοι άνθρωποι -και από τις δυο πλευρές- να υπόκεινται σε ένα τέτοιο μαρτύριο, γιατί πρέπει οι μεν να είναι θύτες και οι δε θύματα. Αισθάνεται τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης πέρα από τον προφανή θάνατο του εξόριστου αγωνιστή και στον τραυματισμό της ψυχής του νέου, που βρίσκεται απέναντι του, με το όπλο στο χέρι.
ΥΓ: Στην έρευνα μου διαπίστωσα ότι υπάρχουν εκατοντάδες εγγραφές για τον Τάσο Λειβαδίτη. Πολλές είναι από νέους ανθρώπους, αγαπημένος ποιητής για την νεολαία Î»Î­Î½Îµ, πολλοί στέκουν και στον ερωτικό του λόγο ( σπουδαίος κατά την άποψη μου). Εμένα όμως με φόρτισε το παραπάνω, το τόσο μικρό σε λέξεις αλλά τόσο βαθιά ανθρώπινο ποίημά του. 
 
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 16, 2021 21:33

Ο Τάσος Λειβαδίτης στη Μακρόνησο.

  Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ποτέ δεν δέχθηκε να κρατήσει όπλο στα χέρια του. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν γλίτωσε από την βαρβαρότητα των συνεπειών του εμφυλίου και το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται.  tasos-leivaditis Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988)  Στο σημερινό μου αφιέρωμα θα ασχοληθώ μόνο με μία στροφή που έγραψε, στην μαρτυρική Μακρόνησο. Στον γυμνό από κάθε δέντρο τόπο, δίχως καμία υποδομή ή τρεχούμενο νερό, έναν βράχο στη θάλασσα μέσα, ο ποιητής από το καλοκαίρι του 1949 έζησε με τους χιλιάδες άλλους συγκρατούμενους του, το ζοφερό κλίμα που δημιουργούσαν οι φύλακες τους με μόνο σκοπό να τους πείσουν να υπογράψουν την περίφημη δήλωση μετάνοιας για να απαλλαγούν από τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης τους. Σίγουρα έζησε τον απόηχο των τραγικών συμβάντων του Φλεβάρη του 1949, όπου εκατοντάδες αριστεροί φαντάροι, που βρίσκονταν εκεί, στασίασαν με αποτέλεσμα τον θάνατο 17 εξ αυτών σύμφωνα με τις επίσημες αρχές.
   Εκεί λοιπόν, ο Τάσος Λειβαδίτης, ζώντας στον φόβο, αρνούμενος όμως να συμβιβαστεί αλλά και φανερώνοντας τα βαθιά ανθρωπιστικά του ιδεώδη, γράφει τους παρακάτω στίχους προς τον φαντάρο δεσμοφύλακα του, στον οποίον πιθανόν κάποτε να δινόταν η διαταγή να στρέψει το όπλο, εναντίον του ποιητή. Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις χτύπα με αλλού μη σημαδέψεις την καρδιά μου.Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.Δεν θάθελα να το λαβώσεις.  Δεν ξέρω, αλλά εμένα τα παραπάνω λόγια του ποιητή, με συγκίνησαν. Νιώθω τον ποιητή να απορεί με την όλη κατάσταση, να μην μπορεί να καταλάβει γιατί πρέπει οι νέοι άνθρωποι -και από τις δυο πλευρές- να υπόκεινται σε ένα τέτοιο μαρτύριο, γιατί πρέπει οι μεν να είναι θύτες και οι δε θύματα. Αισθάνεται τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης πέρα από τον προφανή θάνατο του εξόριστου αγωνιστή και στον τραυματισμό της ψυχής του νέου, που βρίσκεται απέναντι του, με το όπλο στο χέρι.
ΥΓ: Στην έρευνα μου διαπίστωσα ότι υπάρχουν εκατοντάδες εγγραφές για τον Τάσο Λειβαδίτη. Πολλές είναι από νέους ανθρώπους, αγαπημένος ποιητής για την νεολαία λένε, πολλοί στέκουν και τον ερωτικό του λόγο ( σπουδαίος κατά την άποψη μου). Εμένα όμως με φόρτισε το παραπάνω, το τόσο μικρό σε λέξεις αλλά τόσο βαθιά ανθρώπινο ποίημά του. 
 
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 16, 2021 21:33

February 8, 2021

Κοιτώντας προς την θάλασσα

 

   ÎŒ Μιχάλης αλαφιασμένος έστειλε το SMS με το νούμερο 6, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από το σπίτι του, η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να τον κτυπά στα νεύρα και μόλις είχε τσακωθεί για μία ακόμα φορά με τα παιδιά του. Ευτυχώς και η γυναίκα του, που κρατούσε τα μπόσικα στο σπίτι κι έστεκε ακόμα όρθιο. Εκείνος, με τρεις μήνες κλειστό το μαγαζί του, μια μικρή ψησταριά στο χωριό που έμεναν, στον Βράχο της Παναγίας, είχε φτάσει στα όρια του. Τα χρήματα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η τηλεόραση που όλη μέρα έπαιζε τον τρέλαινε και κανένας δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει. Ειδικά τα παιδιά του. Κλεισμένα στα δωμάτια τους, συνέχεια με το κινητό στο χέρι, είτε έκαναν μάθημα είτε χάνονταν με τις ώρες στη γειτονιά με τους άλλους συνομήλικους τους. Άλλη ώρα μαζευόταν η Μαρία του άλλη ο Δημήτρης του. Κι εκείνος εκεί, άπραγος, μην έχοντας πουθενά να πάει, ενώ η γυναίκα του συνεχώς κάτι έκανε, μαγείρευε στην κουζίνα, τακτοποιούσε τα υπνοδωμάτια, έριχνε νερό στα μπαλκόνια, στριφογύριζε την σκούπα στα πόδια του.    ÎœÏ€Î®ÎºÎµ στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς την θάλασσα, προς τα αγαπημένα του Πηγάδια. Πόσο καιρό είχε να δει την θάλασσα αναρωτήθηκε. Από το καλοκαίρι απάντησε ο ίδιος, κι αυτές δυο τρεις φορές μόνο. Πού χρόνος για μπάνια με την ταβέρνα καλοκαιριάτικα, αφού οι απανταχού διωγμένοι συγχωριανοί του μαζεύονταν στο χωριό και τον κρατούσαν ανοιχτό ως το μεταμεσονύχτιο πέρασμα στην άλλη μέρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στην άκρη της μικρής τους παραθαλάσσιας πόλης. Ο ήλιος που πλησίαζε στην δύση του, την έδειχνε απόκοσμα άδεια, ακίνητη, αν ήταν ημέρα καραβιού τότε ίσως να έβλεπε και κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα του κι έβγαλε μια μάσκα, χρησιμοποιημένη ξανά και ξανά, που να τον βρει αυτόν το κακό εδώ πέρα μονολόγησε και την πέρασε κάτω στο πηγούνι του. Βγήκε και προχώρησε προς το αλιευτικό καταφύγιο ενώ η δροσερή αύρα του Φλεβάρη με την αλμύρα της θάλασσας τον ανάγκασαν να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Τότε η ματιά του έπεσε σε κείνο το σκαρί, που γερμένο στην άκρη της παραλίας, σάπιζε αργοπεθαίνοντας. Χρόνια ήταν εκεί, ποτέ δεν τον τσίγκλησε η εικόνα του, παρά μόνο σήμερα. Πλησίασε. Ήξερε τίνος ήταν και θυμόταν πολύ καλά την ημέρα εκείνη, τότε που όλοι οι κάτοικοι της μικρής τους κωμόπολης, μαζί και η πιτσιρικαρία του μικρού τους νησιού είχε μαζευτεί στην άκρη του μόλου περιμένοντας το πολύτιμο φορτίο του, μαζί τους κι εκείνος.

  Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της. Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης. Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι. Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων. Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.

  Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση. Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.» Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι. Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό. Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν. Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε. Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.

Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής. Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει. Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους. Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι; Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι. Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του. Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί. Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει. Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια.
     Î‘υτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό. Φοβόταν. Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους. Η καθαρότητα του τον ησύχαζε. Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι. Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους. Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι. Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτές μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο. Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της.    Î¤Î¿ βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο. Με ήρεμο τρόπο τους εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι. Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο. Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους. Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε. Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους. Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει.   Â«ÎšÎ¹ εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά. 
Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#1 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη Î±Ï€ÏŒ το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ ÎºÎ±Î¹ την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 08, 2021 22:41

Κοιτώντας προς την θάλασσα

 

   Ό Μιχάλης αλαφιασμένος έστειλε το SMS με το νούμερο 6, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από το σπίτι του, η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να τον κτυπά στα νεύρα και μόλις είχε τσακωθεί για μία ακόμα φορά με τα παιδιά του. Ευτυχώς και η γυναίκα του, που κρατούσε τα μπόσικα στο σπίτι κι έστεκε ακόμα όρθιο. Εκείνος, με τρεις μήνες κλειστό το μαγαζί του, μια μικρή ψησταριά στο χωριό που έμεναν, στον Βράχο της Παναγίας, είχε φτάσει στα όρια του. Τα χρήματα τους είχαν σχεδόν τελειώσει, οι υποχρεώσεις έτρεχαν, η τηλεόραση που όλη μέρα έπαιζε τον τρέλαινε και κανένας δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει. Ειδικά τα παιδιά του. Κλεισμένα στα δωμάτια τους, συνέχεια με το κινητό στο χέρι, είτε έκαναν μάθημα είτε χάνονταν με τις ώρες στη γειτονιά με τους άλλους συνομήλικους τους. Άλλη ώρα μαζευόταν η Μαρία του άλλη ο Δημήτρης του. Κι εκείνος εκεί, άπραγος, μην έχοντας πουθενά να πάει, ενώ η γυναίκα του συνεχώς κάτι έκανε, μαγείρευε στην κουζίνα, τακτοποιούσε τα υπνοδωμάτια, έριχνε νερό στα μπαλκόνια, στριφογύριζε την σκούπα στα πόδια του.    Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς την θάλασσα, προς τα αγαπημένα του Πηγάδια. Πόσο καιρό είχε να δει την θάλασσα αναρωτήθηκε. Από το καλοκαίρι απάντησε ο ίδιος, κι αυτές δυο τρεις φορές μόνο. Πού χρόνος για μπάνια με την ταβέρνα καλοκαιριάτικα, αφού οι απανταχού διωγμένοι συγχωριανοί του μαζεύονταν στο χωριό και τον κρατούσαν ανοιχτό ως το μεταμεσονύχτιο πέρασμα στην άλλη μέρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο του στην άκρη της μικρής τους παραθαλάσσιας πόλης. Ο ήλιος που πλησίαζε στην δύση του, την έδειχνε απόκοσμα άδεια, ακίνητη, αν ήταν ημέρα καραβιού τότε ίσως να έβλεπε και κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε το ντουλαπάκι δίπλα του κι έβγαλε μια μάσκα, χρησιμοποιημένη ξανά και ξανά, που να τον βρει αυτόν το κακό εδώ πέρα μονολόγησε και την πέρασε κάτω στο πηγούνι του. Βγήκε και προχώρησε προς το αλιευτικό καταφύγιο ενώ η δροσερή αύρα του Φλεβάρη με την αλμύρα της θάλασσας τον ανάγκασαν να πάρει μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Τότε η ματιά του έπεσε σε κείνο το σκαρί, που γερμένο στην άκρη της παραλίας, σάπιζε αργοπεθαίνοντας. Χρόνια ήταν εκεί, ποτέ δεν τον τσίγκλησε η εικόνα του, παρά μόνο σήμερα. Πλησίασε. Ήξερε τίνος ήταν και θυμόταν πολύ καλά την ημέρα εκείνη, τότε που όλοι οι κάτοικοι της μικρής τους κωμόπολης, μαζί και η πιτσιρικαρία του μικρού τους νησιού είχε μαζευτεί στην άκρη του μόλου περιμένοντας το πολύτιμο φορτίο του, μαζί τους κι εκείνος.

  Το 74 ήταν, στα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο μας, τότε που στο ξεψύχισμα της η Χούντα επιστράτευε την Πατρίδα μας προσπαθώντας να περισώσει ότι μπορούσε από την απίστευτη προδοσία της. Οι άντρες των χωριών είχαν ανοίξει τα φυλλάδια εκστρατείας τους, οι μανάδες τους κλαίγανε στις πλατείες αποχαιρετώντας τους, τα ΤΕΑ είχαν πάρει θέσεις κοντά σε κάποιες παραλίες, επιβλήθηκε γενική συσκότιση και το ραδιόφωνο μετέδιδε συνεχώς πολεμικά εμβατήρια και ανακοινωθέντα, ο κόσμος άδειασε τα μπακάλικα της πόλης. Λόγω της εγγύτητας του νησιού με την Κύπρο έπιαναν το κρατικό ραδιόφωνο της Κύπρου, το Ρ.Ι.Κ., κι έτσι οι κάτοικοι από πρώτο χέρι ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε ακούγοντας την σπαρακτική φωνή του εκεί εκφωνητή. Κάποιοι λίγοι επίστρατοι φάνηκαν στο νησί, Αθηναίοι οι περισσότεροι. Και τότε φάνηκε η πραγματική γύμνια του κράτους που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις φαμφαρονικές εκδηλώσεις των δικτατόρων. Τους έστειλαν με τα ρούχα που είχαν φύγει από το σπίτι τους και άοπλους. Αλλά και οι δικοί μας, δεν πήγαιναν πίσω. Ο βασικός τους εξοπλισμός ήταν το Lee- Enfield, όπλο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με βεληνεκές μόλις στα 200 μέτρα. Όσο για τις επικοινωνίες μεταξύ τους ανύπαρκτες, ούτε με ταχυδρομικά περιστέρια.

  Οι αρχές του τόπου επικοινώνησαν με το κέντρο, αλλά μέσα στον γενικό χαμό, που να βρεθεί άνθρωπος να τους δώσει κάποια απάντηση. Κάποια στιγμή, τους λένε: «Εξοπλισμό και όπλα έχουμε στην Ρόδο αλλά δεν έχουμε τρόπο να σας τον στείλουμε.» Συσκέπτονται τότε οι αρχές και αποφασίζουν να στείλουν αυτοί, ένα δικό τους καΐκι. Το καλύτερο το είχε ο Κριεζής, μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήταν αυτό. Τον καλούν στην δημαρχία, παρόντες εκτός του Δημάρχου, ο Δεσπότης, ο διευθυντής της Χωροφυλακής κι ένας Λοχαγός που μέσα του αναθεμάτιζε την ώρα, καθότι ο μόνος που μπορούσε να καταλάβει πραγματικά τι γινόταν. Ο Κριεζής μπήκε αγέρωχος, έτσι και αλλιώς αυτός ζούσε τον καθημερινό του πόλεμο με τα κύματα και την αλμύρα και η ελληνική σημαία στο κατάρτι του πάντα κυμάτιζε. Οι γαλονάδες και οι εξουσίες δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Του εξήγησαν τι ήθελαν να κάνει, του έδωσαν την απόφαση να την κρατά για το επίσημο του πράγματος κι εκείνος δίχως δεύτερη σκέψη αρματώθηκε για το ταξίδι και ξεκίνησε την ίδια μέρα κιόλας.

Οι μέρες περνούσαν κι όλοι οι κάτοικοι του νησιού, ότι κι αν έκαναν, κάποια στιγμή σταματούσαν και κοίταζαν προς το πέλαγος, μήπως και φανεί ο Κριεζής. Μέχρι μια βδομάδα ήταν ο εύλογος χρόνος για να πάει και να έλθει, να κάνει τις αναγκαίες συνεννοήσεις και να φορτώσει. Τις τελευταίες της μέρες, όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που μαζεύονταν στο λιμάνι κοντά περιμένοντας τον σωτήρα τους. Δεν μιλώ για την οικογένειά του, ποιος ξέρει τι αγωνία τράβηξαν οι άνθρωποι; Μέχρι που αργά το σούρουπο της έβδομης μέρας, το σκαρί του φάνηκε από το Τραοπήδημα και όρτσαρε προς το λιμάνι. Σε λίγο, πριν το καταλάβουμε καλά καλά, στην άκρη του μόλου, δίπλα μας ακριβώς και ο Δήμαρχος με το λευκό του κουστούμι, ο Δεσπότης με την βαριά του ποιμαντορική ράβδο, ο διευθυντής της χωροφυλακής με το απαστράπτων θυρεό του και ο Λοχαγός, σκονισμένος και κατάμαυρος από την αγωνία και το εικοσιτετράωρο τρέξιμό του. Το καΐκι όλο και πλησίαζε και οι πιτσιρικάδες πυκνά και τακτικά ξεφωνίζαμε επιφωνήματα επιδοκιμασίας για τον ήρωα που γύριζε σώος από την αποστολή του. Όταν πια πλησίασε και μπορούσαμε να διακρίνουμε τα πρόσωπά τους, τον είδαμε τον Κριεζή, όρθιο στην πλώρη, με το ένα χέρι κρατούσε το ξάρτι που έδενε το ακρόπρωρο με το κατάρτι και με το άλλο τους χαιρετούσε δίνοντάς την είδηση ότι η αποστολή του είχε επιτευχθεί. Αμέσως οι χωροφύλακες μας έσπρωξαν όλους προς τα πίσω και ένα στρατιωτικό φορτηγό με μια εξάτμιση που κάπνιζε σαν τρένο του παλιού καιρού, πλησίασε δίπλα στο καΐκι που μόλις είχε δέσει. Σε κανέναν δεν είπαν τι τελικά είχε καταφέρει να φέρει ο Κριεζής, έτσι κι αλλιώς σε λίγες ημέρες, η δικτατορία έπεσε, ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, τα κόμματα άρχισαν να μιλάν και πάλι, που καιρός για τέτοια.
     Αυτά σκεφτόταν ο Μιχάλης και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν με την ζοφερή πραγματικότητα των ημερών. Κι ένα αίσθημα πνιγμού του έκλεισε για λίγο τον λαιμό. Φοβόταν. Όσο κι αν ήταν μικρός τότε και όλα στο μυαλό του φάνταζαν σαν ένα παράξενο πανηγύρι, ο φόβος του βγήκε πολλές φορές μεγαλώνοντας. Οι εντάσεις με την γειτονική χώρα ποτέ δεν έπαψαν και εκείνος κάθε φορά, το πρώτο που κοίταζε ήταν το πέλαγος που απλωνόταν μπροστά τους. Η καθαρότητα του τον ησύχαζε. Αν φαινόταν κανένα δικό μας πολεμικό, ήξερε ότι κάτι συνέβαινε αλλά ένιωθε ότι κάποιος ήταν εκεί για τον προφυλάξει. Σήμερα δεν ήξερε ποιος τον φύλαγε και από τι. Ένας ιός, σκότωσε πολλούς στην υπόλοιπη Ελλάδα λένε τα δελτία συνεχώς κι εκείνος εύχεται μόνο να μην είναι έτσι τα πράγματα, τα δελτία να υπερβάλλουν. Βλέπει τα παιδιά του να χάνονται όλη την μέρα σε μια οθόνη και τα απογεύματα να εξαφανίζονται με τους φίλους τους. Βλέπει το μαγαζί του κλειστό, δίχως κανένα άλλο εισόδημα, πέρα από κάποιο επίδομα που πήρε και τα οι λογαριασμοί να μένουν απλήρωτοι. Βλέπει την γυναίκα του στο σπίτι. Ποτές μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί τον καθημερινό της αγώνα για να μένει το σπίτι τους όρθιο. Βλέπει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της και μετά κοιτάζεται και αυτός στο καθρέπτη, όλο και πιο συχνά μένει πια αξύριστος, και αναρωτιέται που πήγαν τα νιάτα τους. Η ανεμελιά τους τους. Κοιτάζει ξανά το παροπλισμένο σκαρί που βρίσκεται μπροστά του και αισθάνεται ακόμα πιο έντονα την δική του αχρηστία. Κοιτάζει για μια ακόμα φορά την θάλασσα που μπλαβίζει πια, μα δεν βλέπει κανέναν να τον παρηγορήσει από την μεριά της.    Το βράδυ στο σπίτι τους, όταν πια είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια του, χαρούμενα και ανέμελα τα παιδιά του, η γυναίκα του λιγομίλητη όπως πάντα να προσπαθεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους διέκοψε από τις δικές τους σκέψεις και ζήτησε να τον ακούσουν για λίγο. Με ήρεμο τρόπο του εξήγησε την κατάσταση που βρίσκονταν, ζήτησε από τα παιδιά του να καταλάβουν ότι κάποια πράγματα μπορεί να άλλαζαν προς το χειρότερο για όλους τους, πρόσκαιρα τους καθησύχασε, μέχρι να σταματήσει όλο αυτό το κακό που τους είχε πάρει από κάτω. Δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι το καλοκαίρι που περίμεναν θα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο και ότι άλλη λύση δεν είχε από να φτιάξει ξανά από την αρχή του κτήμα του πατέρα του, στο Λάι. Αρκετές ελιές είχε, ένα κομμάτι κληματαριά και μέρος για κήπο. Ήξερε ότι θα είχε πολύ δουλειά μπροστά του, χρόνια εγκαταλειμμένο είχε αγριέψει και τα αγριόχορτα το έπνιγαν, αλλά δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην ταβέρνα τους. Θα την δούλευε το καλοκαίρι, τότε τους έδινε αρκετά, αλλά τον χειμώνα δεν μπορούσε να σκλαβώνεται εκεί, για δυο τρία ποτά, που έδινε την ημέρα και τα ρεύματα να καίνε. Θα ξεκινούσε από την επομένη κιόλας. Τα παιδιά του σιώπησαν αμήχανα κοιτάζοντας μια αυτόν και μια την μάνα τους. Και τότε εκείνη αφού καθάρισε τα χέρια στην ποδιά της, ήλθε και κάθισε δίπλα του, τον πλησίασε στο μάγουλο και τον φίλησε τρυφερά, πράγμα που είχε πολύ καιρό να κάνει.   «Κι εγώ Μιχάλη! Κι εγώ μαζί σου! Καλύτερα στο κτήμα δίπλα σου, ότι χρειάζεσαι βοήθεια να στην δίνω, παρά εδώ μέσα! Πάντα μαζί σου δεν ήμουν; Καλύτερα εκεί στον καθαρό αέρα, έξω παρά εδώ μέσα. Μπάφιασα κι εγώ Μιχάλη μου όλη μέρα εδώ μέσα! Δεν το αντέχω άλλο!» κι έπεσε στην αγκαλιά του με αναφιλητά. 
Αυτή είναι η συμμετοχή μου, στην μίνι συγγραφική σκυτάλη#1 του 2021, που οργανώνει με πάθος η Μαίρη από το μπλοκ ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ και την ευχαριστώ για την όλη προσπάθεια της.

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 08, 2021 22:41

February 2, 2021

Παραδοσιακό Καρπάθου σε υπέροχη διασκευή


Μια από τις καλές εκπομπές της ΕΡΤ, είναι το 

Μουσικό κουτί με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και την Ρένα Μόρφη.                                     ÎœÎ¹Î± δίωρη μουσική εκπομπή, με φοβερή ζωντάνια και η οποία μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες δίπλα δίπλα με νεότερους αλλά εξίσου ταλαντούχους. Κι οπωσδήποτε δεν πρέπει να αγνοήσω την φοβερή μουσική ομάδα που τους πλαισιώνει της οποίας την μουσική διεύθυνση έχει ο Γιάννης Δίσκος.

Στην τελευταία τους εκπομπή καλεσμένοι τους ήταν η Μάρθα Φριντζήλα και η Μαρία Παπαγεωργίου. Η πρώτη γνωστή ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και ερμηνεύτρια που δεν φοβάται να πειραματιστεί για το καινούριο και η δεύτερη μια νέα χαρισματική καλλιτέχνιδα.  Î¤ÏÎ±Î³Î¿ÏÎ´Î·ÏƒÎ±Î½  πολλά και διαφορετικά τραγούδια, αλλά σε αυτήν μου την εγγραφή, θα σταθώ σε ένα παραδοσιακό της Καρπάθου, την Μηλιά.   

 Î¤Î¿ τραγούδι αυτό, η Μάρθα Φριντζήλα το διασκεύασε και τραγούδησε η ίδια πριν από αρκετά χρόνια, αλλά η από κοινού του εκτέλεση με την Παπαγεωργίου, το απογείωσε.  Ξεκινά με ένα δίφωνο που θυμίζει Ήπειρο, συνεχίζει με το γνωστό από την παράδοση τραγούδι της Καρπάθου, σταθερά ανεβάζει τέμπο και  μετατρέπεται σε ένα διονυσιακό πανηγύρι αγάπης και έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πορτοκάλογλου δάκρυσε, λέγοντας: "Αυτά συμβαίνουν, όταν τα τραγούδια έρχονται από την βαθιά σπηλιά του χρόνου". Πραγματικά υπέροχο! Î— διασκευή αυτή αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα, που μας επιβεβαιώνει την δύναμη των θησαυρών της παράδοσης μας, οι οποίοι στα χέρια άξιων δημιουργών, Î¼Ï€Î¿ÏÎ¿ÏÎ½ να σπάσουν τα στενά τοπικά όρια με τα οποία συνήθως τα συνδέουμε και να ακουμπήσουν σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.Για όσους θέλουν και τους στίχους πρόχειρους για να παρακολουθήσουν πιο εύκολα το τραγούδι, τους παραθέτω παρακάτω, αφού έχω διαχωρίσει τα τσακίσματά του:Μέσα στου Νέκρου το μάτιδέντρα βλέπω και πουλιά        ( εισαγωγή )
Μηλιά μου μες τον εγκρεμό          αϊντες καλέΤα μήλα φορτωμένηΑχ τα μήλα σου λυμπάτε η ΠαναγιάΤα μήλα σου λιμπίζομαι  Î¤Î± μήλα σου λιμπίζομαι                αϊντες καλέΜα το γκρεμό φοβούμαιΚι αν τον φοβάσαι,                          μα την ΠαναγιάΚι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό,κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό      αϊντες καλέΈλα το μονοπάτιΤο μονοπάτι                                       Î¼Î± την ΠαναγιάΤο μονοπάτι μ ήβγαλε Ï„ο μονοπάτι μ ήβγαλε                     Î±ÏŠÎ½Ï„ες καλέσε ένα ερημοκλήσιΑπου δε βρίσκεται                            μα την ΠαναγιάΑπου δε βρίσκεται ο παπάςαπου δε βρίσκεται ο παπάς            αϊντες καλέγια να το λειτουργήσειΚι ένα μνήμα                                      μα τη ΠαναγιάΚι ένα μνήμα παράμνημακι ένα μνήμα παράμνημα                αϊντες καλέξεχωριστό από τα άλλαΔεν το `δα και το                               Î¼Î± τη ΠαναγιάΔεν το `δα και το πάτησαΔεν το `δα και το πάτησα                αϊντες καλέαπάνω στο κεφάλιΠοιος είναι απού με                          μα την ΠαναγιάΠοιος είναι απού με πάτησεΠοιος είναι απού με πάτησε           αϊντες καλέΑπάνω στο κεφαλιΑπού μουνα                                         Î¼Î± τη ΠαναγιάΑπού μουνα να αρχοντόπουλο        αϊντες καλέΜεγάλου ρήγα εγγόνι

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 02, 2021 17:30

Παραδοσιακό Καρπάθου σε υπέροχη διασκευή


Μια από τις καλές εκπομπές της ΕΡΤ, είναι το  Μουσικό κουτί με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και την Ρένα Μόρφη.  Μια δίωρη μουσική εκπομπή, με φοβερή ζωντάνια και η οποία μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες δίπλα δίπλα με νεότερους αλλά εξίσου ταλαντούχους. Κι οπωσδήποτε δεν πρέπει να αγνοήσω την φοβερή μουσική ομάδα που τους πλαισιώνει της οποίας την μουσική διεύθυνση έχει ο Γιάννης Δίσκος.Στην τελευταία τους εκπομπή καλεσμένοι τους ήταν η Μάρθα Φριντζήλα και η Μαρία Παπαγεωργίου. Η πρώτη γνωστή ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και ερμηνεύτρια που δεν φοβάται να πειραματιστεί για το καινούριο και η δεύτερη μια νέα χαρισματική καλλιτέχνιδα.  Τραγούδησαν  πολλά και διαφορετικά τραγούδια, αλλά σε αυτήν μου την εγγραφή, θα σταθώ σε ένα παραδοσιακό της Καρπάθου, την Μηλιά.   

 Το τραγούδι αυτό, η Μάρθα Φριντζήλα το διασκεύασε και τραγούδησε η ίδια πριν από αρκετά χρόνια, αλλά η από κοινού του εκτέλεση με την Παπαγεωργίου, το απογείωσε.  Ξεκινά με ένα δίφωνο που θυμίζει Ήπειρο, συνεχίζει με το γνωστό από την παράδοση τραγούδι της Καρπάθου, σταθερά ανεβάζει τέμπο και  μετατρέπεται σε ένα διονυσιακό πανηγύρι αγάπης και έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πορτοκάλογλου δάκρυσε, λέγοντας: "Αυτά συμβαίνουν, όταν τα τραγούδια έρχονται από την βαθιά σπηλιά του χρόνου". Πραγματικά υπέροχο! Η διασκευή αυτή αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα, που μας επιβεβαιώνει την δύναμη των θησαυρών της παράδοσης μας, οι οποίοι στα χέρια άξιων δημιουργών, μπορούν να σπάσουν τα στενά τοπικά όρια με τα οποία συνήθως τα συνδέουμε και να ακουμπήσουν σε ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο.Για όσους θέλουν και τους στίχους πρόχειρους για να παρακολουθήσουν πιο εύκολα το τραγούδι, τους παραθέτω παρακάτω, αφού έχω διαχωρίσει τα τσακίσματά του:Μέσα στου Νέκρου το μάτιδέντρα βλέπω και πουλιά        ( εισαγωγή )
Μηλιά μου μες τον εγκρεμό          αϊντες καλέΤα μήλα φορτωμένηΑχ τα μήλα σου λυμπάτε η ΠαναγιάΤα μήλα σου λιμπίζομαι  Τα μήλα σου λιμπίζομαι                αϊντες καλέΜα το γκρεμό φοβούμαιΚι αν τον φοβάσαι,                          μα την ΠαναγιάΚι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό,κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό      αϊντες καλέΈλα το μονοπάτιΤο μονοπάτι                                       μα την ΠαναγιάΤο μονοπάτι μ ήβγαλε το μονοπάτι μ ήβγαλε                     αϊντες καλέσε ένα ερημοκλήσιΑπου δε βρίσκεται                            μα την ΠαναγιάΑπου δε βρίσκεται ο παπάςαπου δε βρίσκεται ο παπάς            αϊντες καλέγια να το λειτουργήσειΚι ένα μνήμα                                      μα τη ΠαναγιάΚι ένα μνήμα παράμνημακι ένα μνήμα παράμνημα                αϊντες καλέξεχωριστό από τα άλλαΔεν το `δα και το                               μα τη ΠαναγιάΔεν το `δα και το πάτησαΔεν το `δα και το πάτησα                αϊντες καλέαπάνω στο κεφάλιΠοιος είναι απού με                          μα την ΠαναγιάΠοιος είναι απού με πάτησεΠοιος είναι απού με πάτησε           αϊντες καλέΑπάνω στο κεφαλιΑπού μουνα                                         μα τη ΠαναγιάΑπού μουνα να αρχοντόπουλο        αϊντες καλέΜεγάλου ρήγα εγγόνι

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 02, 2021 17:30