Vasileios Diakovasilis's Blog, page 3
November 20, 2023
Τρία «σύγχρονα» παραδοσιακά τραγούδια μας...
Όταν το 2012 ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, παρουσίασε για πρώτη φορά την εκπομπή του, το Αλάτι της Γης, στην ΕΡΤ, είχα γράψει εδώ στο ιστολόγιο μου:
"Το προτέρημα της είναι, ότι δεν αναστυλώνει την παράδοση από το παρελθόν για να μας την προσφέρει ως σωστή πρόταση, αλλά δέχεται ότι η παράδοση είναι ζωντανή, βίωμα αληθινό, ... Μία παράδοση η οποία συνεχίζεται, αφαιρεί τμήματα της, εμπλουτίζεται με νέα, ακολουθεί τον αργό δρόμο της εξέλιξης όπως κάθε ζωντανός οργανισμός.
Η παράδοση των Ελλήνων δεν είναι μουσειακό είδος αλλά κατάσταση δρώσα, ζωντανή, καθημερινή!" δες εδώ
Τα τελευταία χρόνια πολλοί καλλιτέχνες μας, κυρίως νέοι, όχι μόνο ανακαλύπτουν την παραδοσιακή μας μουσική, αλλά βρίσκουν το θάρρος, να επέμβουν σε αυτήν, με επιτυχία ομολογώ, προσπαθώντας να την φέρουν πιο κοντά στο σήμερα.Κι όσοι γνωρίζουν τα σχετικά με το θέμα, το εγχείρημά τους δεν είναι εύκολο, μιας και ακόμη είναι ισχυρή η άποψη εκείνων που υποστηρίζουν, ότι δεν πρέπει, δεν δικαιούμαστε, να επεμβαίνουμε σε όσα μας παρέδωσαν οι πρόγονοι μας αλλά οφείλουμε να τα διατηρήσουμε και να τα παραδώσουμε, όπως τα παραλάβαμε στους επόμενους από εμάς.
Αυτός βέβαια είναι ένας μύθος, διότι όπως είναι γνωστό, ότι δεν εξελίσσεται, μένει στάσιμο και στο τέλος πεθαίνει. Άντε το πολύ πολύ να διατηρηθεί σαν μουσειακό είδος. Και η παραδοσιακή μας μουσική εξελίσσεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κρητική μουσική, όπου πριν κάμποσες δεκαετίες βασικό όργανο ήταν το βιολί και το μαντολίνο, ενώ σήμερα κυριαρχεί η λύρα και το λαούτο.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω τρία παραδείγματα παραδοσιακών τραγουδιών, επιτυχημένων κατά την άποψη μου, για τα οποία μπορώ να έχω λόγο, μιας και γνωρίζω τους τόπους "καταγωγής" των τραγουδιών. Τρία διασκευασμένα παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας μας, με στίχο που ακόμα μπορεί να συνομιλεί με το σήμερα.
Πρώτο είναι, η Μηλιά, παραδοσιακό τραγούδι της Καρπάθου σε διασκευή και εκτέλεση Μάρθας Φριτζήλα. Ένα τραγούδι που φτάνει πίσω στον χρόνο, ως το Ύστερο Βυζάντιο. Παρουσιάζει την αντίθεση ενός νέου που νυχτοπερπατά πιθανόν για κάποια ερωτοδουλειά από την μια μεριά και από την άλλη, ενός άλλου νέου, αρχοντόπουλου και του Ρήγα* εγγόνι, το οποίο βρίσκεται θαμμένο, στον δρόμο του. Ζωή και θάνατος, το αιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα, μας βασανίζει στο τραγούδι αυτό:
*Βασιλιά
Δεύτερο στη σειρά η Καρότσα, παραδοσιακό της Αλιστράτης Σερρών σε διασκευή και εκτέλεση του Δραμινού συγκροτήματος Pagan. Ένα τραγούδι που μας πάει πίσω, σε σκοτεινές εποχές, τότε που απήγαγαν από τα σπίτια τους τις νέες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα. Ένα τραγούδι που με τραγικό τρόπο είναι επίκαιρο ακόμη και σήμερα όπου το εμπόριο της γυναικείας σάρκας ανθεί.
Και τρίτο στη σειρά ο Αφούσης, παραδοσιακό της Κάσου , σε διασκευή και εκτέλεση του συγκροτήματος Γκιντίκι. Ο Αφούσης πρέπει να ήταν υπαρκτό πρόσωπο, που έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα. Σαλεμένος από κάποιο τραγικό γεγονός στην οικογένεια αλλά πληγωμένος κι από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, ζούσε στο νησί χωρίς να πειράζει κανέναν. Ίσα ίσα που ήταν πολύ αγαπητός σε όλον τον κόσμο και στα γλέντια πάντα κάτεχε μια καλή θέση, διότι έλεγε ιστορίες ή μύθους και έφτιαχνε στίχους οι οποίοι προκαλούσαν την ευθυμία σε όλη την παρέα.
November 10, 2023
Στείλε μήνυμα...
«Τα βιβλία διεγείρουν τη σκέψη και ευχαριστούν την ψυχή.»
Έτσι κατέληξε ο δάσκαλος στη σύντομη εισήγησή του, με την ευκαιρία του ανοίγματος της μικρής βιβλιοθήκης ενός ορεινού χωριού, σε κάποια περιοχή της Μακεδονίας. Δεν έχει σημασία ποιο ήταν αυτό το χωριό, ούτε ποια ήταν αυτή η περιοχή. Τα παρακάτω θα μπορούσαν να είχαν ταράξει τον καθένα, που αγαπάει το βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση όμως ήταν ο Λευτέρης, ο οποίος από την στιγμή που ο δάσκαλος του ενεχείρισε το πρώτο βιβλίο για να το διαβάσει στις διακοπές των Χριστουγέννων, άλλαξε η ζωή του. Ακόμα το θυμάται, ήταν ένας τόμος από μια επιστημονική εγκυκλοπαίδεια και μάλιστα με έγχρωμες φωτογραφίες. Μπορεί να μην καταλάβαινε πολλά από αυτά που διάβαζε ή έβλεπε, αντιλήφθηκε όμως ότι έξω από τα στενά σύνορα του τόπου του, υπήρχε ένας κόσμος άγνωστος σε αυτόν, με τεχνολογικά και επιστημονικά θαύματα τα οποία λαχταρούσε πλέον μια μέρα να γευτεί από κοντά. Κοντά σε εκείνο το βιβλίο, ήρθαν και άλλα, λογοτεχνικά, με σπουδαίες ιστορίες, που είχαν την ικανότητα να τον διακτινίσουν σε άλλους τόπους, σε ιστορικούς χρόνους και διαφορετικές κοινωνίες. Ένας μαγικός κόσμος είχε ανοιχτεί για τα καλά μπροστά του.
Στο σχολείο προόδευε και οι γονείς του τον καμάρωναν. Αν και ήξεραν ότι οι διαφαινόμενες σπουδές του θα τους ζόριζαν οικονομικά, ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ήθελε να σπουδάσει ψυχίατρος, ήθελε να ασχοληθεί με την έρευνα και ονειρευόταν να βρει τον τρόπο όπου θα γιατρευόταν κάθε εσωτερικός πόνος του ανθρώπινου σώματος. Η επιθυμία του αυτή γεννήθηκε, όταν διάβασε την Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και κεραυνοβολήθηκε από την αποτρόπαια πράξη της Φραγκογιαννούς, όπου ο δικός της πόνος για τη σκληρή ζωή που πέρασε, την οδήγησε σε μια σειρά δολοφονιών μικρών κοριτσιών.
Τελείωσε τις σπουδές του στην Ιατρική της Θεσσαλονίκης κι όπως έκαναν πολλοί, έφυγε για έξω για να συνεχίσει τις σπουδές του. Έκανε το Μεταπτυχιακό και στη συνέχεια Διδακτορικό στο Μόναχο, ασπάστηκε τον νέο τρόπο ζωής στα ξένα και αποφάσισε να μείνει εκεί πλέον για πάντα. Πάντα πορευόταν με το βιβλίο δίπλα του, είτε ήταν τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια είτε κάποιο μυθιστόρημα. Έφτιαξε και τη δική του οικογένεια, στην Γερμανία, εκεί ζούσε πια, με την Ούλμα, γιατρός κι αυτή. Μεταξύ των άλλων μοιράζονταν το κοινό τους πάθος για το βιβλίο. Δυο παιδάκια έκαναν, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι τα οποία τα καμάρωναν όσο μεγάλωναν, χαίρονταν που τα έβλεπαν να αγαπούν κι αυτά το βιβλίο, ενώ φρόντιζαν τακτικά να επισκέπτονται την Ελλάδα, το χωριό του αλλά και τις υπέροχες παραλίες της. Το αγόρι από μικρό εκδήλωσε την επιθυμία του να ακολουθήσει την καριέρα των γονιών του, παρόμοια σκεφτόταν και η κόρη τους χωρίς να έχει αποφασίσει όμως τι ακριβώς ήθελε να σπουδάσει. Μέχρι την εφηβεία της.
Ξαφνικά η όλη καλή συμπεριφορά της άλλαξε, έγινε επιθετική, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει στην Ελλάδα, αρνήθηκε ακόμα και να μιλά στον πατέρα της ελληνικά, όπως το συνήθιζαν μέχρι τότε. Η μητέρα της ένα πρωί που έλειπε στο σχολείο, έψαξε τα πράγματα της, το μυαλό της πήγαινε στα χειρότερα κι αυτά δεν άργησαν να αποκαλυφθούν μπροστά της. Φυλλάδια τα οποία προπαγάνδιζαν μια Νέα Γερμανία, ξενοφοβική, όπου ονόμαζαν εχθρό κάθε κοινωνική ή φυλετική μειονότητα, όπου υπενθύμιζαν την ξεχασμένη ανωτερότητα του Γερμανικού Έθνους κι ένα πλήθος βιβλίων, που εκθείαζαν το Ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Η κόρη τους είχε ενταχθεί σε μια από τις πολλές ακροδεξιές ομάδες, που τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την επανένωση της Γερμανίας, είχαν αναπτυχθεί σε όλη την χώρα.
Στην αρχή οι γονείς της, προσπάθησαν να της θυμίσουν, όλα όσα της είχαν μάθει, για την αξία της Δημοκρατίας, για τις ελευθερίες που μπορούσαν να απολαμβάνουν, για την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών, για τις ωμότητες που διέπραξε το Ράιχ κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο κατά των ξένων αλλά και ενάντια στον ίδιο τον Λαό του. Όχι μόνο παρέμεινε αμετάπειστη αλλά σε κάθε δικό τους επιχείρημα είχε να αντιτάξει και κάποιο τρελό τσιτάτο - το οποίο πίστευε - από τα νέα της αναγνώσματα, τα οποία τα είχε αποστηθίσει όπως ο φανατικός θρησκευόμενος τα ιερά του βιβλία.
Αυτό που τους ήταν αδύνατον να χωνέψουν, ήταν ότι μέσα τους, μεταξύ των άλλων, γκρεμίστηκε η πίστη τους για την αξία του βιβλίου. Ο Λευτέρης θυμόταν πάντα τα λόγια του δασκάλου του: Τα βιβλία διεγείρουν τη σκέψη και ευχαριστούν την ψυχή και πράγματι εκείνον τον είχαν κάνει καλύτερο άνθρωπο. Το ίδιο και η Ούλμα, μέσα από τα αναγνώσματά της, από μικρή είχε μάθει να αγαπάει τον συνάνθρωπο της, να πιστεύει στην συμφιλίωση και την ανεκτικότητα μεταξύ των Λαών, στην ειρηνική συμβίωση όλων των ανθρώπων. Και τώρα τα βιβλία, αυτές οι πηγές γνώσης που όλοι εκθειάζουν, είχαν κάνει την κόρη τους ένα πλάσμα τελείως ξένο γι' αυτούς, έναν άνθρωπο που μισούσε ότι δεν έμοιαζε με τον ιδεατό άνθρωπο που αντικατόπτριζε την άποψη της για την ανωτερότητα των Γερμανών.
Έφταιγε όμως το βιβλίο;
Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα εργαλείο, που εξαρτάται από την χρήση του αν θα ωφελήσει ή όχι τον άνθρωπο;
Μήπως η σκέψη αυτή τελικά είναι πολύ απλοϊκή;
Τι περιέχουν τα βιβλία;
Την ομορφιά του κόσμου, την ανώτερη διανοητική δημιουργία του ανθρώπου, την ελπίδα, την επανάσταση, τα όμορφα συναισθήματα.
Μόνο;
Αλλά και την σκληρή πραγματικότητα του κόσμου, την αντίθεση σε όσα θεωρούμε ως δεδομένα, τον διχασμό, αλλά και το μίσος, τον φόβο για καθετί το ξένο.
Δεν μας κάνουν λοιπόν μόνο τα βιβλία σωστούς, χρειάζεται να μεγαλώνεις σε στιβαρές ηθικές βάσεις, χρειάζεται ένα αξιακό σύστημα ιδεών, που να τοποθετεί στη κορυφή όλων τον άνθρωπο.
Αν τα έχεις αυτά, τότε ναι, και το βιβλίο σε βοηθάει να γίνεις καλύτερος, αν όχι, έστω κι αν είσαι φανατικός αναγνώστης, το βιβλίο θα σε οδηγήσει προς την αντίθετη πλευρά, αυτήν που όπως φαίνεται, διάλεξε και η κόρη του Λευτέρη και της Ούλμα.

November 6, 2023
Μήνυμα συμπαράστασης στους κατοίκους της Γάζας
ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ Το οποίο συνυπογράφω, μη δεχόμενος αυτό που γίνεται σήμερα.
Ούτε η ανείπωτη τραγωδία του Εβραϊκού λαού τον περασμένο αιώνα με τα εκατομμύρια των αθώων θυμάτων, ούτε οι ακρότητες της Χαμάς είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι από την αδίστακτη στρατοκρατική κλίκα που κυβερνάει το Ισραήλ, δικαιολογώντας την εξόντωση και τη σφαγή χιλιάδων ανθρώπων στη Γάζα, μια σφαγή που φέρνει στον νου τις συλλογικές τιμωρίες άλλων, σκοτεινών εποχών. Πρόκειται, όσο και αν οι λέξεις είναι βαριές και πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή, για μια απόπειρα γενοκτονίας σε βάρος του παλαιστινιακού λαού με θύματα αμάχους, γέροντες, αρρώστους, γυναίκες και μικρά παιδιά. Γιατί γενοκτονία δεν συνιστά μόνο η θανάτωση των μελών μιας κοινωνίας, αλλά και η σκόπιμη επιβολή συνθηκών ζωής με στόχο τον αφανισμό της. Το σχέδιο του Ισραηλινού κράτους και όσων συνενόχων το στηρίζουν είναι να μετατρέψουν τη Γάζα σε μια έρημο, εξοντώνοντας ή αδειάζοντας την περιοχή από τον πληθυσμό της. Εβραίοι πολίτες του Ισραήλ, αλλά και άνθρωποι απ` όλη τη διεθνή κοινότητα, αντιτίθενται στα σχέδια αυτά τα οποία, εκτός του ότι είναι απάνθρωπα, δυναμιτίζουν κάθε προοπτική ειρήνευσης στη μαρτυρική αυτή περιοχή. Κι εμείς, Ελληνίδες κι Έλληνες πολίτες, ποιητές, πεζογράφοι και μεταφραστές ενώνουμε τη φωνή μας με τη φωνή όλων των πολιτών του κόσμου που καταδικάζουν τη σφαγή στη Γάζα και ζητούν να σταματήσει η συλλογική τιμωρία που επιβάλλει το Ισραήλ σε αθώους πολίτες και γυναίκες, άντρες και παιδιά. Καταγγέλλουμε και αντιστεκόμαστε στον αφανισμό του παλαιστινιακού λαού και δεν θέλουμε η δίκαιη αγανάκτηση για τα φρικώδη εγκλήματα του Ισραηλινού κράτους να πυροδοτήσει ένα νέο κύμα αντισημιτισμού. Πιστεύουμε στην ειρηνική συνύπαρξη Παλαιστινίων και Ισραηλινών και εναντιωνόμαστε στους σχεδιασμούς των σκοτεινών δυνάμεων που σπέρνουν τον θάνατο και το μίσος.
«ΔΕΙΞΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ»

1. Αγαθοκλέους Μαριος
2. Αγγέλου Αγγελική
3. Αγοραστού Ηλέκτρα
4. Αδαλόγλου Κούλα
5. Αθανασιάδου Φανή
6. Αθανασίου Ελένη
7. Αθανασίου Μαρουσώ
8. Ακρίβος Κώστας
9. Αλεξίου Δημήτρης
10. Αναγνωστόπουλος Λουκάς
11. Αναγνώστου Αχιλλέας
12. Αναστόπουλος Θανάσης
13. Ανδρεοπούλη Λιάνα
14. Ανεζίρης Μιχάλης
15. Αντωνόπουλος Πάνος
16. Αποσκίτης Γιώργος
17. Αργύρης Νίκος
18. Βαγιώτη Θεοδώρα
19. Βαλιούλη Σίσσυ
20. Βασιάδη Άννα
21. Βασιλείου-Πέτσα Βέρα
22. Βεντούρη Μαριανίνα
23. Βλάχου Χρύσα
24. Βολανάκη Γιούλη
25. Βουβάλη Γκυ Δάφνη Μαρία
26. Βουτσινάς Γεράσιμος
27. Βρεττός Σπύρος
28. Γαβρίλη Αλεξάνδρα
29. Γεωργίου Κωνσταντίνος
30. Γαλάνη Ελένη
31. Γκρέκου Γλυκερία
32. Γιαννακός Κωνσταντίνος
33. Γιαννοπούλου Έφη
34. Γιαννοπούλου Φωτεινή
35. Γιασίν Μεχμέτ
36. Γκαρόση Ιωάννα
37. Γκέντσου Βάλια
38. Γκιούλος Δημήτρης
39. Γκόζης Γιώργος
40. Γρηγορίου Χρήστος
41. Γριμμάνη Μαργαρίτα
42. Γώγος Θάνος
43. Δαλακούρα Βερονίκη
44. Δαλιανά Γεωργία
45. Δανέλη Νάνσυ
46. Δεδουσοπούλου Ναταλία
47. Δεμπερδεμίδου Γεωργία
48. Δημητριάδου Διώνη
49. Δήμου Παναγιώτης
50. Διακοβοβασίλης Βασίλειος
51. Διαμαντοπούλου Αφροδίτη
52. Διονυσοπούλου Σοφία
53. Δούκα Μάρω
54. Δούκας Γιάννης
55. Δούμου Στέλλα
56. Δούρβας Αργύρης
57. Δρακοπούλου Π. Αθανασία
58. Δριμή Μαρία
59. Δροσάκης Νίκος
60. Ελευθερίου Σοφία
61. Εξαρχοπούλου Λίλυ
62. Ευσταθία Π.
63. Ζαραμπούκας Γιάννης
64. Ζαρδούκα Πηνελόπη
65. Ζαφειρίου Σταύρος
66. Ζάχαρη Ελένη
67. Ζαχαρίου Γιούλη
68. Ζεβόλη Νταουντάκη Αντωνία
69. Ζηλάκος Βασίλης
70. Ηλιοπούλου Κατερίνα
71. Θανασούλας Αργύρης
72. Θάνογλου Ελευθερία
73. Θάνου Αγγελική
74. Θεολόγου Δημήτρης
75. Ισραηλίδου Μάρσια
76. Ιωαννίδου Ειρήνη
77. Ιωάννου Αθηνά
78. Καγγελάρης Γρηγόρης
79. Καζάντη Μαρία
80. Καϊτατζή-Χουλιούμη Δέσποινα
81. Κακολύρη Μαίρη
82. Κακολύρης Πέτρος
83. Κάλλιας Παντελής
84. Καλοκύρη Αριάδνη
85. Καμπούρης Βασίλης
86. Καναβούρης Κώστας
87. Καπελλάκη Φωτεινή
88. Καπλάνη Βικτωρία
89. Καππέ Αντωνία
90. Καραβίτη Τζένη
91. Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος
92. Καραθανάση Μαρία
93. Καρακόκκινος Ανδρέας
94. Καραογλάνη Αναστασία
95. Καρατζούδης Γιάννης
96. Καρδάτου Μαρία
97. Καριζώνη Κατερίνα
98. Κάρτας Τάσος
99. Κασαπίδης Γιώργος
100. Κατελανάκη Ευτυχία
101. Κατράκης Μιχάλης
102. Κατσαδήμα Αντιγόνη
103. Κατσίκας Πασχάλης
104. Καψιάνης Νίκος
105. Κεντρωτής Γιώργος
106. Κεφάλας Ηλίας
107. Κοζίας Γιώργος
108. Κολοσσιάτου Φρόσω
109. Κολτσίδας Χρήστος
110. Κοροβίνης Θωμάς
111. Κοτίνη Θεώνη
112. Κουβάτα Δήμητρα
113. Κουγιουμτζή Μαρία
114. Κουλούρη Μαρία
115. Κουντουράκη Αγγελική
116. Κουστινούδη Άννα
117. Κουτρουμπάκη Εύη
118. Κουτρουμπάκης Κώστας
119. Κούτσιας Νικόλαος
120. Κουτσοδόντης Νικόλαος
121. Κουτσούκος Ηλίας
122. Κουτσουμπέλη Χλόη
123. Κριτσινιώτης Θανάσης
124. Κυριακίδης Αχιλλέας
125. Κωνσταντέλλος Γιάννης
126. Κωνσταντινίδου Ελένη
127. Κωστοπούλου Π. Ανδριάνα
128. Λαρεντζάκη-Γκιώνη Μαίρη
129. Λάτσαρη Μαρία
130. Λεβαντή Μαρία
131. Λειδινός Ιάσων
132. Λέντζας Ευθύμιος
133. Λεοντζάκος Δημήτρης
134. Λιάκος Λουκάς
135. Λιάτζουρα Κατερίνα
136. Λιντζαροπούλου Ελένη
137. Λιούτσια Ιωάννα
138. Λίχνος Κωνσταντίνος
139. Λοϊζίδης Βάιος
140. Λουκίδου Ευτυχία Αλεξάνδρα
141. Λουκίδου Κατερίνα
142. Λουκόπουλος Κων/νος
143. Λυμπέρη Κλεοπάτρα
144. Μαθιουδάκης Χρήστος
145. Μακρής Γιώργος
146. Μακρογιώργου Γεωργία
147. Μανούρα Μαριλένα
148. Μάντζιος Νίκος
149. Μαραγκόπουλος Άρης
150. Μάρβιν Παυλίνα
151. Μαργαρίτη Ειρήνη
152. Μαρδακιούπη Κατερίνα
153. Μαυράκη Κορίνα
154. Μεζίτη Μάνια
155. Μεθενίτης Παύλος
156. Μελιτάς Χάρης
157. Μέντζου Μαρίνα
158. Μηλιώνη Μαργαρίτα
159. Μήτσου Ανδρέας
160. Μιάμης Χρήστος
161. Μπαγουλή Καλλιόπη
162. Μπαλασόπουλος Αντώνης
163. Μπαξοπούλου Έμμυ
164. Μπαρμπάτσης Κώστας
165. Μπατσικανής Νίκος
166. Μπεϊόγλου Κυριακή
167. Μπελάνε Νίκος
168. Μπελαούρη Ζέτα
169. Μπελεκούκια Γεωργία
170. Μπιζέ Κωνσταντίνα
171. Μπιρμπίλη Ανδριάνα
172. Μπιρμπίλη Ελένη
173. Μπλάνας Γιώργος
174. Μπλέτσας Σταύρος
175. Μπογιάνου Ευγενια
176. Μπότσιος Βασίλης
177. Μπουρμά Μαρία
178. Μπρούσαλη Βίκυ
179. Νίκα Ελένη
180. Νικολαίδης Παναγιώτης
181. Νικολάου Ρωξάνη
182. Νικοπούλου Ηρώ
183. Νόνα Αγγελική
184. Ξύδη Χαριτίνη
185. Οικονομίδου Χριστίνα
186. Οικονόμου Βασιλεία
187. Οικονόμου Λ. Γιώργος
188. Παλαιοπάνος Χρίστος
189. Παπαγεωργίου Μαργαρίτα
190. Παπαγεωργίου Φάνης
191. Παπαδάκη Νάνα
192. Παπαδάκης Χρίστος
193. Παπαδόπουλος Θεοχάρης
194. Παπαδόπουλος Στέλιος
195. Παπαδοπούλου Ελίνα
196. Παπαηλίου Ολβία
197. Παπακανάκης Μιχάλης
198. Παπακυριάκου Χρυσούλα
199. Παπακωνσταντίνου Ηλίας
200. Παπανικολάου Αθηνά
201. Παπαπροδρόμου Βίκυ
202. Παπία Παρασκευή
203. Παπουτσοπούλου Μαριάννα
204. Παραδεισανού Ειρήνη
205. Παρασκευαϊδου Βαλεντίνα
206. Παραφέλας Άκης
207. Πασλή Μαρία
208. Πατεράκη Ευαγγελία
209. Πατίλης Γιάννης
210. Περδίκη Σοφία
211. Πετρίδου Άννα
212. Πετρόπουλος Θοδωρής
213. Πιτένης Μιχάλης
214. Πλακονούρη Αλέκα
215. Πλυτά Λουκία
216. Ποζιού Ελένη
217. Πολενάκης Λέανδρος
218. Πολενάκης Σταμάτης
219. Πολέντας Μανόλης
220. Πολίτου Σοφία
221. Πολυγένη Έλενα
222. Πολύζος Γιάννης
223. Πολυκανδριώτη Γεωργία
224. Πολυμενάκος Γιώργος
225. Πονηράκου Γωγώ
226. Ποντικόπουλος Κώστας
227. Πριοβόλου Ελένη
228. Πυλαρινού Ειρήνη
229. Ρούβαλη Αμαλία
230. Ρώσσης Γιάννης
231. Σακαλής Γρηγόρης
232. Σακελλαρίου Γιολάντα
233. Σακκά Ελένη
234. Σαρηγκιόλης Θοδωρής
235. Σιαφάκα Ιφιγένεια
236. Σκαρμπαδώνης Σταμάτης
237. Σκιαθάς Αντώνης
238. Σκουτέρη Νίκη
239. Σκυθιώτης Πέτρος
240. Σπυρόπουλος Χρήστος
241. Σταθόπουλος Η. Χρήστος
242. Σταμπόγλης Σταύρος
243. Σταυράκη Ελευθερία
244. Στέρπη Σοφία
245. Σφήκα Μαρία
246. Σωτηριάδη-Παπαδάκη Άννα
247. Τασιόπουλος Βαγγέλης
248. Τάτση Γεωργία
249. Τάτση Ευαγγελία
250. Τζαμπαλάτης Ευστράτιος
251. Τζαρδή Μαρία
252. Τζιώγα Ελένη
253. Τζιώκος Χρήστος
254. Τουμανίδης Χρήστος
255. Τριανταφυλλίδου Σοφία
256. Τσάιτα Βάλια
257. Τσεκούρας Δημήτρης
258. Τσέλιου Τζένη
259. Τσικαρδάνη Ολυμπία
260. Τσιμπουρλάς - Κρητικίδης Στέφανος
261. Τσιουράκης Ιωάννης
262. Τσιπούρα Μάντυ
263. Τσούβα Λίλια
264. Τσώνης Λευτέρης
265. Υφαντίδου Κυριακή
266. Φαλαγκάρας Νίκος
267. Φαρμάκης Δημήτρης
268. Φελεκίδου Ρία
269. Φούφας Νίκος
270. Φραγκούλη Μαρία
271. Χαριστός Αντώνης
272. Χαρτοματσίδης Νίκος
273. Χατζημανωλάκη Πόλυ
274. Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης
275. Χατζηχριστοδούλου Μαρία
276. Χουλιαράκης Δημήτρης
277. Χριστιά Βαρβάρα
278. Χριστοδουλίδης Γιώργος
279. Χριστόπουλος Δημήτρης
280. Χρονοπούλου Χρύσα
281. Χρυσοπούλου Ελισάβετ
282. Ψωμά-Πετρίδου Μαρία
October 31, 2023
Bob Dylan, Μητέρα των Μουσών.

Jakob de Wit (1727)
Μνημοσύνη. Μια από τις πολλές θεότητες των Αρχαίων μας προγόνων, η οποία προσωποποιεί την μνήμη και τον Πολιτισμό. Άγνωστη στους πολλούς, δικαίως, μιας και Πάνθεον των αρχαίων είναι ατελείωτο. Κι όμως, ο σπουδαίος Αμερικανός μουσικός, στιχουργός και ποιητής, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016, Bob Dylan, το 2020 έγραψε ένα τραγούδι για την μητέρα των Μουσών, την Μνημοσύνη. Μητέρα των Μουσών από τον Δία, κι όπως λέει ο μύθος, αυτός κοιμήθηκε μαζί της για εννέα συνεχείς νύχτες ώστε να δημιουργηθούν οι εννέα θεές της μουσικής, του χορού και της ποίησης.
Στους στίχους του τραγουδιού αυτού καλεί την Μνημοσύνη, να του τραγουδήσει για όλα όσα θεωρεί σπουδαία. Την αγάπη που έφυγε γρήγορα, για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοι τους, θέλοντας να ελευθερώσουν τον κόσμο. Και στη συνέχεια της εξομολογείται την αγάπη του, για την πρωτότοκη κόρη της, την Καλλιόπη, προστάτρια της επικής ποίησης αλλά το σημαντικότερο είναι ότι φτάνοντας στο τέλος της ζωής του, αισθάνεται ότι δεν έχει "δει" όσα θα ήθελε και ζητεί τη συνδρομή της, για να το πετύχει.
Πόσο παρόμοιο είναι με αυτό, που έκανε ο Όμηρος, όπου στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, επικαλείται συνολικά δεκαεπτά φορές την μούσα, να τον βοηθήσει στην ιστόρηση των δύο αυτών επών. Το ίδιο κάνει και ο Ησίοδος, όπου στο ποίημα του "Έργα και Ημέραι" επικαλείται τις Μούσες για να το γράψει. Κι από εκεί και πέρα, κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να βρει τη δική του Μούσα.
Είναι αλήθεια ότι χαίρομαι όταν ανακαλύπτω σημαντικούς, ξένους καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί έργα τους από την αρχαία ελληνική μυθολογία, αλλά συγχρόνως θλίβομαι, όταν γνωρίζω πόσο έχει υποβαθμιστεί το ανάλογο αντικείμενο στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας μας. (Μακάρι να ήταν αυτό το μόνο στραβό στα εκπαιδευτικά πράγματα της πατρίδας μας.)
Ας διαβάσουμε όμως τους στίχους του Bob Dylan:
(Μνημοσύνη)Μητέρα των Μουσών, τραγούδα για μέναΤραγούδα για τα βουνά και τη βαθιά σκοτεινή θάλασσαΤραγούδα για τις λίμνες και τις νύμφες του δάσουςΤραγούδα με όλη σας την καρδιά, όλες οι γυναίκες της χορωδίαςΤραγούδα για την τιμή και τη μοίρα και για τη δόξαΜητέρα των Μουσών, τραγούδα για μέναΜητέρα των Μουσών, τραγούδα για την καρδιά μουΤραγούδα για μια αγάπη που έφυγε πολύ γρήγοραΤραγούδα για τους ήρωες που στάθηκαν μόνοιΤα ονόματα τους χαράχτηκαν σε πινακίδες από πέτραΠου αγωνίστηκαν με πόνο για να ελευθερώσουν τον κόσμοΜητέρα των Μουσών, τραγούδα για μέναΤραγούδα για τον Σέρμαν, τον Μοντγκόμερι και τον ΣκοτΚαι για τον Ζούκοφ, τον Πάτον και τις μάχες που έδωσανΠου άνοιξαν το δρόμο για τον Πρίσλεϊ να τραγουδήσειΠου άνοιξαν τον δρόμο για τον Μάρτιν Λούθερ ΚινγκΠου έκαναν αυτό που έκαναν και συνέχισαν τον δρόμο τουςΦίλε, θα μπορούσα να σου διηγηθώ τις ιστορίες τους όλη μέραΕρωτεύομαι την ΚαλλιόπηΔεν ανήκει σε κανέναν, γιατί να μην μου δοθεί;Μιλάει σε μένα, μιλάει με τα μάτια τηςΈχω κουραστεί να κυνηγάω ψέματαΜητέρα των Μουσών, όπου κι αν βρίσκεσαιΈχω ήδη ξεπεράσει τη ζωή μου κατά πολύΜητέρα των Μουσών, απελευθέρωσε την οργή σουΠράγματα που δεν μπορώ να δω, εμποδίζουν τον δρόμο μουΔείξε μου τη σοφία σου, πες μου τη μοίρα μουΚάνε με να σταθώ με εντιμότητα, κάνε με να περπατήσω με ευθύτηταΣφυρηλάτησε την ταυτότητά μου από μέσα προς τα έξωΞέρεις για τι μιλάωΠάρε με στον ποταμό, απελευθέρωσε τη γοητεία σουΆφησέ με να ξαπλώσω λίγο στην αγκαλιά σουΞύπνησέ με, ταρακούνησέ με, απελευθέρωσέ με από τον πειρασμόΚάνε με αόρατο, σαν τον αέραΈχω μυαλό να περιπλανηθώ, έχω μυαλό να ταξιδέψωΤαξιδεύω ανάλαφρα και δεν βιάζομαι να γυρίσω σπίτι.
Για του λάτρεις του Dylan κλείνω με την αντίστοιχη μπαλάντα του, με τίτλο Μητέρα των Μουσών:
October 21, 2023
ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ της Εύρης Βαρίκα Μοσκόβη

Ο χρόνος αναφοράς των διηγημάτων είναι ασαφής, μιας και δεν διακρίνεται κανένα ιστορικό στοιχείο, που θα μας βοηθούσε στη χρονολόγηση. Από τα συμφραζόμενα σε ορισμένα σημεία, πιθανόν να είναι η δεκαετία του 1910 -1920. Σίγουρα όμως η συγγραφέας έχει και δικά της μεταγενέστερα βιώματα, τα οποία ενσωματώνει μέσα στα κείμενά της. Αυτό πιθανόν γίνεται σκόπιμα, διότι στα διηγήματά της ασκεί έντονη κοινωνική κριτική στα ζητήματα των σχέσεων, για το πως αυτές γίνονται δεκτές ή όχι, από την τότε κλειστή κοινωνία της Καρπάθου, αλλά και στιγματίζει αναχρονιστικές αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας.
Γλώσσα γραφής είναι η Δημοτική, ενώ στους διαλόγους των κειμένων, χρησιμοποιεί το Οθείτικο Καρπάθικο ιδίωμα, τόσο ζωντανά και εύστοχα, ώστε πολλές φορές στο μυαλό μου ταξίδευε στην παιδική μου ηλικία και ήταν σαν να άκουγα τους γεροντότερους του χωριού μου να μιλούν. (Για όσους είχαν ζήσει παλαιότερα στην Κάρπαθο, κάθε χωριό όσο κοντά κι αν ήταν με το άλλο, διέκρινες με άνεση τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις του καθενός.) Στο τέλος του έχει πλούσιο λεξιλόγιο, όπου αποδίδεται η μετάφραση των λέξεων στην νεοελληνική και ακολουθεί παράρτημα με τις χρησιμοποιούμενες παροιμίες, όπου δίδεται και η εννοιολογική τους εξήγηση (πολλές από αυτές της έχει δανειστεί από εργασία του σπουδαίου συντοπίτη μας, Μιχαήλ Μιχαηλίδη- Νουάρου).
Η εικονογράφηση είναι του Γερ. Γρηγόρη και το βιβλίο τυπώθηκε το 1958 στο τυπογραφία της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ.
Το πρώτο διήγημα έχει τίτλο ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και αναφέρεται στην αγωνία που ζούσε κάθε οικογένεια , η οποία είχε κάποιον δικό της στα ξένα και μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν η αλληλογραφία με το ταχυδρομείο. Αν το γράμμα δεν ερχόταν αυτό προμήνυε κάποιο κακό για τον ξενιτεμένο άντρα του σπιτιού αλλά και στενοχώρια έως ένδεια για την γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι αναρωτιούνταν για την τύχη του αλλά και έμεναν δίχως οικονομικούς πόρους, μιας και δεν έρχονταν πια τα δολάρια ή οι χάρτινες λίρες, που έμπαιναν μέσα στον φάκελο, κρυμμένα ανάμεσα στα επιστολόχαρτα.
Το δεύτερο διήγημα, Η ΚΟΥΛΛΟΥΡΑ, αναφέρεται στο μέγιστο των παραπτωμάτων ενός νέου της εποχής, να παντρευτεί κάποια κοπέλα από ξένο τόπο (ξενιτσά). Ξένος τόπος είναι κάθε τόπος εκτός του νησιού τους. Και ο ξενιτεμένος στο Μαρόκο γαμπρός εδώ, όχι μόνο φέρνει μαζί του μια ξένη αλλά και πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, ασχέτως αν είχε ελληνική καταγωγή. Ευτυχώς, που της πέρασε μόνο δαχτυλίδι αρραβώνα και όχι την Κουλλούρα, (τα στέφανα) κι έτσι μπόρεσαν να βρουν λύση σε αυτό το ατόπημα του νεαρού ξενιτεμένου. Για να καταλάβετε πόσο μεγάλο εθεωρείτο το παράπτωμα του, θα σας μεταφέρω μία φράση από το κείμενο, από το οικογενειακό συμβούλιο που αναζητούσε τρόπους να χωρίσει τους αρραβωνιασμένους:
- Μιάλην εκολογιά* έχει, πολτούς συνζενείες**, τσαι θα πέσουν απάνω του να τα χαλάσου, είπε η Μαργαρώ. Εξανακούσθη μαθές πρωτογιός τσαι κανακάρης*** να πάρει ξενιτσά;
* οικογένεια **συγγενείς *** αυτός που κληρονομεί όλη την πατρική περιουσία
Κι άλλη μία, όταν προξενεύουν στον γαμπρό μια χωριανή τους, που του αρμόζει και συγκρίνουν το βιος της μιας με της άλλης:
- Τρεις προύτσες* επέρει παι(δ)ί μου. Αυτή θα κληρονομήσει τσαι τη κάλτα** της τη Φωτουλτσά, τσαι τον μπάρμπα της τον Αλέξη. Εξός*** τ' αμπελοχώραφα της, απούναιν α(γύ)ριστα! Όχι την ξενιτσά παι(δ)ί μου, που δεν έχει χώμα να θαφτεί.
* προίκες **θεία ***εκτός
Το τρίτο διήγημα μιλά για ένα ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΑ. Ήταν πολύ σύνηθες εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι να στέλνουν για θελήματα τους μικρότερους. Κι εδώ η μικρή πρωταγωνίστριά μας, έχει πάρει εντολή από τη γιαγιά της, η οποία είχε το χούι να μην ανέχεται να βλέπει κανέναν άπραγο. Μεγάλη Πέμπτη, μετά το σχόλασμα του σχολείου για τις γιορτές, της δίνει εντολή να πάρει ένα γεμάτο καλάθι με αυγά και να τα πάει στη γειτονιά του Αγίου Βλασίου, για να τα βάψουν. -Σήμερα να γίνει η (δ)ουλειά, αύριο μόνο οι Εβραίοι τα βάφουν. Δυστυχώς όμως όλα πάνε στραβά και σίγουρα αυτό ήταν το Πάσχα, που θα την στοιχειώνει για πάντα.
Στο διήγημα αυτό εκτός των άλλων, εντύπωση κάνει πόσο παράταιρο εθεωρείτο, να θέλει κάποια κοπέλα να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα: Επαλταρέψατε* πιο μωρή, διά(β)ασε διά(β)ασε. Μ' ε φταίει καένας μόνον ο αφέντης σας. Πού κούστη μαθές οι κόρες να μαθαίνουν τόσα γράμματα;*Παλαβώσατε
Το τέταρτο διήγημα έχει τίτλο Η ΞΕΜΑΒΛΙΣΤΡΑ (η ξελογιάστρα) και μας λέει για μια χήρα και την κόρη της, νιοφερμένες από την Αμερική, που παραβαίνουν όλους τους άγραφους κανόνες της εποχής, ξεμυαλίζοντας όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους. Οι γυναίκες του χωριού στέκονται απέναντί τους αλλά οι άντρες τους, αρέσκονται στο φέρσιμό τους.
Λένε για τη μάνα: Χήρα γυναίκα μαθές τσαι να φορεί τα μεταξωτά τσαι τα βελου(δ)ένα τσαι να (γ)υρίζει τα πανε(γ)ύρια τσαι τους χορούς;
Αυτά μέχρι που σκάει η είδηση, ότι ότι ο Γιώργης ο Αμερικάνος, ο πολυγροσάς (πλούσιος), ο γιος της Μαρούκλας, αρραβωνιάστηκε δίχως την άδεια της μάνας του, την κόρη της ξεμαβλίστρας. Η μάνα του κλαίει και οδύρεται και δίνει βαριές κατάρες στην υποψήφια συμπεθέρα της: -Τηχ χολή που ποτίστηκα σήμερο να μπτζει τσαι τσείνη σατ της φέρου α(δ)ικοσκοτωμένη τη λαχτάρα της.
Τελικά η ιστορία έχει αίσιο τέλος, καθώς η Μαρούκλα υποχωρεί στο φέρσιμο της ξεμαβλίστρας και της κόρης της και τις δέχεται με κάθε επισημότητα στο σπίτι της. -Τροπιτσές* είναι Σοφίλλα μου. Εί(δ)ες μαθές νάρτουν οπροχτές, τσαι η μάνα τσαι η κόρη, να μου φιλού μαθές τα χέρια μου, τσαι να με παρακαλού η νύφφη μου με τα (δ)άκρυα στα μάτια να πάω στο γάμο...
* αυτές που έχουν καλούς τρόπους
Το πέμπτο διήγημα ΤΟ ΞΕΝΑΚΙ, αναφέρεται σε έναν νέο δάσκαλο, από άλλο νησί της Δωδεκανήσου, ο οποίος υπηρετεί στο χωριό. Αν και ξένος εδώ δεν μπαίνει κανέναν εμπόδιο να παντρευτεί κάποια από τις κοπέλες του χωριού. Μάλιστα τα προξενιά από τις κανακαράες* του χωριού είναι συνεχή. Βλέπεις μια κοπέλα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από άλλον τόπο, διότι αφού είχε και το σπίτι και κτηματική περιουσία, δεν υπήρχε φόβος να εγκαταλείψει το νησί και τους συγγενείς της.
*πρωτοκόρη, η οποία κληρονομεί όλη την προερχόμενη περιουσία από την μάνα της (και το σπίτι).
Το επόμενο διήγημα Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, αναφέρεται στον καημό των γυναικών, που έχουν μείνει μόνες στο χωριό, διότι ο άντρας του σπιτιού, λείπει στην ξενιτιά. Αυτό τις περιορίζει στις εξόδους και τις διασκεδάσεις του χωριού, διότι μία χήρα δεν ήταν πρέπον, να συνοδεύει την ελεύθερη κόρη της, ειδικά στις διασκεδάσεις των Απόκριων. Μετά από αναμονή και στενοχώρια ετών, εκείνη τη χρονιά, επιτέλους επιστρέφει ο ξενιτεμένος γιός τους από την Αμερική, φέρνοντας και μια πλούσια προίκα για την αδελφή του, για να γιορτάσει με τους συγχωριανούς του τις Απόκριες, που τόσο είχε νοσταλγήσει στα ξένα. Ευτυχισμένοι συμμετέχουν στα ιδιαίτερα έθιμα των Απόκριων του Όθους καθώς πλέον δεν είναι μακριά κι ο χρόνος, που τα δύο αδέλφια, θα γλεντήσουν και στις δικές τους χαρές. ( όπου χαρές, εννοείται ο γάμος τους)
Το έβδομο διήγημα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ, καλύτερα αφήγηση, αναφέρεται στα αυστηρά έθιμα της σαρανταήμερης νηστείας των Χριστουγέννων, στις ετοιμασίες που γίνονται στο σπίτι (ασπρίσματα, γενική καθαριότητα, στόλισμα) και το εδεσματολόγιο της γιορτής των Χριστουγέννων.

* το ραβασάκι της **Γιώργος (με περιπαικτική διάθεση)
Τα κουτσομπολιά όμως είχαν βάση. Η Φραγκουλιά πράγματι έτρεφε εδώ κι ένα χρόνο αισθήματα για τον Γιώργη, ο οποίος ήταν όμορφος, γερός και δουλευταράς. Τραγουδιστής και πρωτοχορευτής, όπου κανένας δεν τον παράβγαινε. Στην αρχή αντιστάθηκε στο προξενιό, που έγινε διαμέσου του ξενιτεμένου θείου της, που γνώριζε καλά τον γαμπρό. Στο τέλος η Φραγκουλιά, ζυγίζοντας τη φτώχια της, το μέλλον όχι μόνο το δικό της αλλά και της μικρότερης αδελφής της αλλά και του ακαμάτη αδελφού της, είπε το ναι. Καθοριστική ήταν και η συμβουλή της θείας της της Ερνιάς, που ήταν ο σύνδεσμος της με τον αγαπημένο της Γιώργη:
-(Δ)ε βαριέσαι κόρη μου. Ούλες ε(γ)απούσαμε στα νιάτα μας, μα (δ)ε τους επήραμε. Εξαννοίξαμε το σύφφερό* μας. Εσού να ξαννοίξεις να σωθείς να σώσεις τσαι το σπίτι σου. Εγώ ξαίρεις πώς σ' α(γ)απώ τσαι θέλω το καλό σου."
*συμφέρον
Τα πλούσια δώρα έφτασαν από την Αμερική και εκείνη ετοιμαζόταν πλέον να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να πάει να παντρευτεί στην Αμερική.
Ο Γιώργης έχοντας χάσει τη μάχη, σε μια τελευταία πράξη, αποχαιρετά την αγαπημένη του, κάνοντας της μια καντάδα με με πειρακτικά δίστιχα. Εκείνη μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα πορτοπαράθυρα, κλαίει με λυγμούς. Τελικά εγκαταλείπει τον τόπο της, με δάκρυα στα μάτια, μη γνωρίζοντας κανείς, αν αυτά ήταν από την χαρά για την ευτυχία της ή δάκρυα πόνου, για τα δυο γλυκά μάτια που άφηνε για πάντα πίσω στο νησί.
Και μόνο για το βιβλίο της ΣΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΤΡΙΣΤΡΑΤΑ και όσα ανέφερα παραπάνω αλλά και όσα μας παρουσιάζει ο Μανόλης Δημελλάς στην έρευνα του στα Καρπαθιακά Νέα ( δείτε εδώ... ), θεωρώ ότι οι Οθείτες, οφείλουν να τιμήσουν τη σπουδαία και πρωτοπόρα για την εποχή της, συμπατριώτισσα μας. Μια οφειλόμενη τιμή, σε μία γυναίκα που αγάπησε το χωριό μας, μας αφιέρωσε ένα σημαντικό ντοκουμέντο πια για τον παρελθόν μας, ανέδειξε τα αναχρονιστικά ήθη τα οποία πριν λίγα μόλις χρόνια αποτινάξαμε από πάνω μας. Μια άξια Καρπαθιά της διασποράς.
October 12, 2023
Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο του ΕΡΙΧ ΜΑΡΙΑ ΡΕΜΑΡΚ

1ον: Ο Ρεμάρκ, έχει συμμετάσχει ως στρατιώτης του Κάιζερ, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρα ξέρουμε ότι όσα φοβερά γράφει, τα έχει ζήσει από πρώτο χέρι. Έναν πόλεμο ατελείωτων χαρακωμάτων, τον σκληρότερο που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα, με ελεύθερη χρήση χημικών, με νέα όπλα στο πεδίο των μαχών (τανκς, αεροπλάνα, φλογοβόλα). Έζησε δίπλα σε εκατοντάδες συντρόφους του τις αδυσώπητες μάχες, πολλούς τους είδε να σκοτώνονται ή να ακρωτηριάζονται. Είδε διαμελισμένα πτώματα να κρέμονται από τα δέντρα ή να κείτονται μέσα στα λασπόνερα. Το αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις, το αν θα γυρίσεις στο σπίτι σου αρτιμελής ή σακάτης, τις περισσότερες φορές οφειλόταν στη θεά Τύχη. Βίωσε και μας μετέφερε την πραγματική εικόνα του πολέμου δηλαδή.
2ον. Είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο δεν ηρωοποιεί τον πόλεμο, αντιθέτως τον παρουσιάζει τόσο τρομακτικό, όσο μπορεί να είναι στην πραγματικότητα. Δεν μένει μόνο σε αυτά που αισθάνεται ο πρωταγωνιστής με τις πέντε αισθήσεις του, αλλά αποκαλύπτει με απόλυτη σαφήνεια, όσα νιώθει και σκέπτεται ένας στρατιώτης από τη στιγμή, που παύει να λειτουργεί ως ένας κοινός άνθρωπος. Επικρατούν τα κατώτερα ένστικτα, όπως της επιβίωσης (εύρεση τροφής, εύρεση χρόνου και τρόπου για ύπνο, τη μηχανική κάλυψη από τα διάφορα είδη κτυπημάτων του εχθρού, της αναισθησίας έναντι του θανάτου ή καλύτερα της εξίσωσης του θανάτου από εχθρικό όπλο με εκείνον κάποιου που πεθαίνει από ατύχημα ή κάποια θανατηφόρα ασθένεια). Κάθε σχέση με οτιδήποτε σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος, χάνεται ολοένα και περισσότερο, κάθε μέρα που περνά στα χαρακώματα. Κι όποιος δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, ελαχιστοποιεί όλο και περισσότερο τις πιθανότητες επιβίωσής του.
3ον. Παρουσιάζει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ ανωτέρων βαθμοφόρων

4ον. Αναφέρεται σε αυτούς, που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων (στην περίπτωσή μας τον Κάιζερ), μακριά από τα πεδία των μαχών, και αδιατάρακτα παίρνουν τις αποφάσεις, παίζοντας με τη ζωή των νέων ανθρώπων αλλά και του άμαχου πληθυσμού. Δεν έχει όμως την ωριμότητα να δει πιο πίσω και να αναφέρει, πού “παίζονται” τα μεγάλα οικονομικά κέρδη, πού κάποιοι αποκομίζουν από τη “βιομηχανία” του πολέμου. Για παράδειγμα γράφει:
“Γιατί λοιπόν να υπάρχει πόλεμος” ρωτάει ο Τιάντεν.
Ο Κατ σηκώνει τους ώμους.
“Θα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κέρδος από τον πόλεμο”.
“Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι από δαύτους” σαρκάζει ο Τιάντεν.
“Ούτε εσύ ούτε κανένας απ' όσους βρίσκονται εδώ”.
“Και ποιοι λοιπόν έχουνε κέρδος;” επιμένει ο Τιάντεν. “Ούτε και ο ίδιος ο Κάιζερ δεν έχει κέρδος απ' τον πόλεμο. Αυτός μάλιστα έχει ό,τι του χρειάζεται”.
“Μην το λες αυτό” αποκρίνεται ο Κατ. “Ίσαμε τώρα δεν είχε κάνει πόλεμο. Και κάθε μεγάλος αυτοκράτορας έχει ανάγκη το λιγότερο από έναν πόλεμο. Διαφορετικά δεν γίνεται διάσημος. Ρίξε λοιπόν μια ματιά στα σχολικά σου βιβλία”.
5ον. Παρουσιάζει όλους εκείνους, που υπηρετούν ένα σύστημα εξουσίας, ή ένα σύστημα μεγαλοϊδεατισμού (στην προκείμενη περίπτωση της αυτοκρατορικής Γερμανίας του Κάιζερ). Δάσκαλοι, Δήμαρχοι, απόμαχοι, κλπ, οι οποίοι προπαγανδίζουν στους νέους, την “υπέρτατη" υποχρέωσή τους, να πολεμήσουν για κάποιο αόριστο μεγαλείο. Μικρά γρανάζια στη μεγάλη κρεατομηχανή του πολέμου, ικανά όμως να επηρεάσουν τους νέους ανθρώπους. Κι εκείνοι πείθονται, μα όταν ο πρωταγωνιστής μας, ο νεαρός στρατιώτης Πάουλ, ανακαλύπτει ότι απ' όλη την τάξη του, μόνο εκείνος έχει μείνει ζωντανός, καταλαβαίνει, αργά όμως, τη ματαιότητα της όλης υπόθεσης. Το εξοργιστικό είναι, ότι παρά τις στρατιές νεκρών και αναπήρων, αυτοί φαίνονται αμετανόητοι και το μόνο, που έχουν να προσφέρουν, είναι λόγια παρηγοριάς. Την ήττα και τις συνέπειες της δεν την σκέπτονται. Και το χειρότερο, οι νέοι δεν έχουν δικαίωμα να αντιδράσουν, διότι φοβούνται τον χλευασμό των μεγαλύτερων τους (πέρα από τους κρατικούς μηχανισμούς εξουσίας). Το παρουσιάζει πολύ εύγλωττα:
“...Γιατί εκείνην την εποχή, ακόμα κι ο πατέρας σου και η μάνα σου εύκολα σου πετούσαν κατάμουτρα τη λέξη «δειλός». Και τούτο γιατί τότε οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για ό,τι θα γινόταν. Για να πούμε την αλήθεια, οι πιο λογικοί απ' όλους ήταν οι απλοί και φτωχοί άνθρωποι. Από την πρώτη κιόλας στιγμή λογιάσανε τον πόλεμο δυστυχία, ενώ η καλή αστική κοινωνία δεν βαστιόταν από τη χαρά της. Κι όμως, αυτή ίσα ίσα αυτή μπορούσε καλύτερα να λογαριάσει τις συνέπειες.”

Το Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο, το 1930 έγινε ταινία, σε σκηνοθεσία του Λούις Μάιλστοουν, όπου τιμήθηκε και με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Όταν αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Βερολίνο, ο συγγραφέας αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της Πατρίδας και οι εξοργισμένοι χιτλερικοί νεολαίοι, εφόρμησαν στο σινεμά φωνάζοντας "Γερμανία Ξύπνα!" Η ταινία απαγορεύτηκε και ο Ρεμάρκ εγκατέλειψε την χώρα του, το 1931.
Μαζί με το μυθιστόρημα, είδα και την πολύ καλή ταινία του Νέτφλιξ, σε σκηνοθεσία του Έντουαρντ Μπέργκερ, με τον ίδιο τίτλο, στηριγμένη στο βιβλίο του Ρεμάρκ. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά, που αυτό γίνεται από γερμανική εταιρία παραγωγής. Σε πολλά μοιάζει στο βιβλίο, δείχνει την σκληρότητα του πολέμου και όσα είπαμε παραπάνω, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τον πειρασμό να την κάνει κάπως πιο ηρωική, κάτι που ο συγγραφέας, έχω την εντύπωση, αν ζούσε, θα ήθελε να αποφύγει.
May 27, 2023
ΜΑΥΡΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ(1985)
Αυτό είναι το τελευταίο κείμενο αυτής της σειράς, αναμνήσεων, σαν από ημερολόγιο από τη δεκαετία του 80. Έχει φύγει πια το καλοκαίρι και βρισκόμαστε στη αρχή του φθινοπώρου. Όλα έχουν αλλάξει, κι αυτό αποτυπώνεται πια, με πολύ σαφήνεια.

με μόνο κοινό σημείο θύμησης τις στιγμές στη θάλασσα και τη μοναχική πια αυλή της απόμερης εκκλησίας. Το πλοίο κάθε πέντε μέρες, που φέυγοντας άφηνε πίσω του την αίσθηση της επικείμενης χειμωνιάτικης μοναξιάς. Παράξενη μα γνωστή λύπη, ζωγραφισμένη στα άλλοτε ζωντανά πρόσωπά μας. Απολογισμός προηγούμενων καταστάσεων χωρίς συμπέρασμα. Πλησίασμα στην καθημερινή μετριότητα...
Επαναφορά στον αργό ρυθμό ζωής, φόβος μήπως περισσέψουν κάποιες ώρες. Ρυθμός αργός στη δουλειά, στον βηματισμό, στις σκέψεις, στα όνειρα. Σωματική και ψυχική προσαρμογή στα προσωπικά χειμερινά δεδομένα.
Μάτια που ψάχνουν άδικα το πρόσωπο, που μας έκανε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι. Ήχοι σιγανοί, ανεπαίσθητοι, ανίκανοι να διαταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα σε αντίθεση με μυρωδιές χαρούμενες, γνήσιες. Γεύσεις απαλλαγμένες από την αλμύρα της θάλασσας. Σώμα ελεύθερο να ξαναβρεί τον χαμένο "ζωτικό του χώρο".
Ίδια δρομολόγια με διαφορετική διαδρομή. Διαδρομή ολιγάνθρωπη. βουβή, με στάνταρ προορισμό. Παραλίες τις οποίες απολαμβάνουν μόνο λίγοι ξένοι τουρίστες.
Πρωινά ξυπνήματα από το καφενείο, λύτρωση η δουλειά, ατέλειωτο απόγευμα. Πρωινά γεμάτα, έστω και με την αναμονή του ταχυδρόμου. Απογεύματα άδεια κι από αυτές τις "νεκρές σκέψεις".
Μοναδικός χώρος διασκέδασης η νύχτα. Στο καφενείο, την ταβέρνα, τη τηλεόραση. Παρέες ζαλισμένες από το συνεχές μέτρημα της τράπουλας. Μάχη για την καλύτερη ζαριά. Καβγάς, τεχνητή φασαρία, η ησυχία την ώρα των δυσνόητων ειδήσεων. Καφετζήδες αεικίνητοι ή αργόθυμοι. Τραπεζομάντηλο νάιλον, χοιρινό σουβλάκι, γέλιο, μπύρα ή ουίσκι, σοβαρή ή αναίτεια συζήτηση, ραντεβού για την επομένη δίχως λόγια. Στην τηλεόραση κάποια βιντεοκασέτα, τοστ και πορτοκαλάδα, καρέκλες στη σειρά, θαυμασμός, όλα ψεύτικα μα και αληθινά.
Απόγευμα Κυριακής. Ποδόσφαιρο στο ραδιόφωνο, Προ-πό, ομαδάρα, ημίχρονο, προβλέψεις. Το βράδυ επανάληψη, στην τηλεόραση αυτή τη φορά. Νεολαία που ψάχνει το ήρωα της βράδυ Τετάρτης, στο Κύπελο Ευρώπης, ελπίδες, πρώτη θέση, όρθιοι, τηλεόραση και μπάλλα βασίλισσες. Πικρή απογοήτευση.
Ο δρόμος που οδηγεί στην πόλη. Βόλτα στον παραλιακό, καφετέρια, πίτσα, προβλήματα, κορεσμός, αίσθηση ανικανοποίητου, επιστροφή στο χωριό με τα σβηστά φώτα.
Προσμονή κάποιου πανηγυριού, γλεντιού ή έστω τυχαίας συνάντησης, το Σάββατο βράδυ ή κάποια άλλη μέρα. Επαφή!... Αλλά μόνο αδιέξοδος υπάρχει.
Υπομονή...
Οκτώβρης 1985
May 18, 2023
ΤΟΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ (1985)
τόσο ξαφνικά, για λίγο όμως, όσο διαρκεί η διαμονή όλων των ξενιτεμένων νέων του χωριού από κάθε γωνιά της Γης, που μαζεύονται στον αγαπημένο τους τόπο, ένας ενάμισης μήνας όλο κι όλο, τόσο διαρκεί το πραγματικό καλοκαίρι στο νησί μας.

Ο πρόσφατα ασβεστωμένος αυλόγυρος και το πλακόστρωτο δάπεδο, η ξύλινη πόρτα που ποτέ δεν κλείνει, η μαρμάρινη εντοιχισμένη πλάκα με την ημερομηνία εγκατάστασης των προγόνων μας σε αυτόν τον τόπο, βαμμένη για να φαίνονται τα χαράγματα καλύτερα(!) Στον τοίχο σύντομα σημειώματα κάποιων κοριτσιών, με μαρκαδόρο ή μολύβι, κάποια ολοφάνερα μαρτυρούν το μήνυμά τους, άλλα πάλι είναι κωδικοποιημένα, σε προκαλούν να γράψεις κι εσύ κάτι, για ποιον λόγο; μέχρι το επόμενο καλοκαίρι σίγουρα θα έχουν σβηστεί. Το σκοινί της καμπάνας κρέμεται, το μόνο πράγμα που υπάρχει για να ξεσπάσει κάποιος σε κάποια στιγμή απόλυτης ευθυμίας ή ευτυχίας. Η πρόσφατη επικεράμωση της στέγης και του τρούλου μετά από κάμποσες δεκαετίες κυριαρχίας του τσιμέντου. Κάτω μας τρέχει ασταμάτητα, η πηγή του χωριού μας μα κανένας δεν την ακούει. Πιο πέρα οι ασθενείς λάμπες το φωτίζουν ενώ όλο και κάποιος περνά κοιτώντας μας επικριτικά για την "βεβήλωση" του χώρου, που βλέπει να συντελείται μπροστά στα μάτια του.
Στενά συνδεδεμένη η νεολαία με αυτήν την μικρή αυλή. Από τις απογευματινές ως τις βαριά νυχτερινές ώρες. Κάποιοι μαζεύονται από πολύ νωρίς να πιάσουν κεντρική θέση, να οργανώσουν τη βραδιά και την επόμενη ημέρα, κάποιοι βρίσκουν και πάλι την παρέα τους, κάποιοι ελπίζουν να να είναι αυτή η βραδιά που θα φανερώσουν το χτυποκάρδι τους σε αυτήν που τους έχει "τρελάνει", αυτοί προτιμούν ιδιαίτερα τη γωνία, που κρύβεται από το δρόμο. Άλλοι, μεγαλύτεροι θα κάνουν μια στάση με το αυτοκίνητο τους, σταματούν ακριβώς μπροστά στην είσοδο, αν υπάρχει "ενδιαφέρον" ανεβάζουν και την ένταση της μουσικής που τους ακολουθεί. Η παρέα των κοριτσιών με τα ατελείωτα σιγοψιθυρίσματά τους αφού περάσει μια φορά από μπροστά μας, στην επιστροφή θα προστεθούν στην παρέα μας, βιασύνη για το ποια θα πιάσει την πιο καλή θέση, κοντά στη άλλη γωνία, αμηχανία στην αρχή μα και πάλι σε λίγο επανέρχεται η κανονικότητα, στα σιγοψιθυρίσματα. Τ' αγόρια προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα τσιγάρα γεμίζουν το πλακόστρωτο - κάποια γειτόνισσα αδίκως θα διαμαρτυρηθεί γι' αυτήν την ασχήμια - προσπάθεια για επικοινωνία αλλά η κατάληξη πάντα η ίδια... τα σιγοψιθυρίσματα.
Το μαγνητόφωνο στην πρίζα της εκκλησίας, που θα ηχήσει αργά τη νύχτα με ροκιές ή λαϊκά, στο σκοτάδι που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει κάποιος που θα χορέψει, έστω για μια στροφή μόνο.
Νυχτερινή θέα στην μικρή παραθαλάσσια κωμόπολή μας, στα φώτα της που φαίνονται στο βάθος, στη γαλήνια θάλασσα της που τη φωτίζουν τ΄ αστέρια, που όλοι κάτι περιμένουμε από αυτήν.
Είναι η ίδια αυλή ετούτη, που θα μαζευτούμε αργά τα μεσάνυχτα, όταν το καφενείο δεν θα έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο, για να διηγηθούμε τις διάφορες ιστορίες μας, παντός είδους ιστορίες, εμπειρίες ολόδικες μας, έως αφελείς από εμάς που ζούμε στην μικρή μας Ελλάδα σε αντίθεση με τις ιστορίες θαυμάτων των φίλων μας που επέστρεψαν από τα ξένα. Κάποια χοντρά ανέκδοτα, τα οποία θα ξαναλέγονται για πολύ καιρό μετά, σε κάθε ευκαιρία, προκαλώντας την υπερηφάνεια του λέγοντος για τις αντιδράσεις μας.
Η ώρα όμως περνά, ένας ένας σηκώνεται και φεύγει αφήνοντας πίσω του μια ξεψυχισμένη "Καληνύχτα" ή μία "Καλημέρα", όλο προσδοκία. Το χωριό σιωπηλό, πηγαίνοντας για το σπίτι νιώθω ως συνήθως μόνος, η μοναξιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν σκέφτομαι, ότι όλα τα παραπάνω, έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Ο χειμώνας μας περιμένει...
Αύγουστος 1985
May 7, 2023
ΝΥΧΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ (1985)
Συνέχεια αφιερώματος στη δεκαετία του 80'. Αυτή τη φορά, σαν από σελίδα ημερολογίου, νεανικό μου κείμενο, που επαναφέρει μνήμες από μια καλοκαιρινή νύχτα με πάρτι και ότι άλλο ήθελε προκύψει...
Περιμένω καθισμένος στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, δίπλα στο τοστάδικο του κολλητού μου. Πάρτι γίνεται απόψε στην μικρή μας κωμόπολη, θα πάμε, όλη η παρέα.
Για να περάσει η ώρα παρακολουθώ αυτούς, που κάνουν την καθιερωμένη βραδινή τους βόλτα προς το λιμάνι. Μια παρέα δύο τριών κοριτσιών, δεκαπέντε δεκάξι χρόνων, η μια σπρώχνει την άλλη, το γέλιο της μιας χάνεται στις αποδοκιμασίες της άλλης. Μια άλλη, μεγάλη ομάδα από τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, στην ηλικία μας, έχει πλοίο απόψε, θα ταξιδέψουν προς κάποιον άλλο προορισμό. Ένα νέο ζευγάρι με καμάρι σπρώχνουν το καροτσάκι με το μωρό τους. Ένας άντρας μονάχος με βήμα αργό, χαμένος στις σκέψεις του. Ένας πατέρας, σημαίνων πρόσωπο του νησιού, κρατά σφιχτά απ' το χέρι την κορούλα του. Οι μηχανόβιοι του νησιού προς στιγμή διαταράσσουν την ησυχία της στιγμής. Το δίπλα εστιατόριο με τους αεικίνητους σερβιτόρους, που διασχίζουν ξανά και ξανά το δρόμο, για να σερβίρουν τους ξένους, όλοι μεσόκοπα ζευγάρια. Η θάλασσα μπροστά μου αντανακλά το φως των ηλεκτρικών λαμπτήρων προς τις γεμάτες δίχτυα βάρκες. Η ντίσκο μουσική της παρακάτω καφετέριας, μπερδεύεται με τα λαϊκά του εστιατορίου.
Η δική μου παρέα μαζεύεται σιγά σιγά, έχει ώρα, να ξεκινήσουμε από το σπίτι του Γιώργου, εδώ δίπλα είναι, δεν πειράζει κι αν πάμε λίγο αργά στο πάρτι. Στο πάρτι, το ετήσιο, θεσμός πια, το μέγα γεγονός του καλοκαιριού, το κάνει όλη η νεολαία της μικρής πόλης, θα 'ναι κόσμος απ' όλα τα χωριά, μουσική, ότι πιο καινούριο κυκλοφορεί.
Βολευτείτε όπως μπορείτε, άλλοι στον καναπέ, δύο δύο στις πολυθρόνες, ακόμη και στη σκάλα. Κεφάτοι να πάμε, "σατς" το λένε το νέο παιχνίδι, που σκαρφιζόμαστε εκείνη την ώρα, όλοι πίνουν ότι βρίσκεται εύκαιρο, πρώτα από κονιάκ τριών αστέρων, τελειώνει, σειρά έχει το πεντάρι, προσοχή, όλοι πίνουν υποχρεωτικά, το ποτό τελειώνει, να τραγουδήσουμε τώρα, γρήγορα την κιθάρα και το μπουζούκι, η Σοφία τραγουδάει υπέροχα, όλοι σιγοντάρουμε, ένα παλιό τετράδιο με τους στίχους βοηθάει. Τραγούδια παλιά, αγαπημένα όμως, δικά μας, που μας αγγίζουν, τραγούδια που η ανερχόμενη γενιά αγνοεί ακόμη. Η ώρα πέρασε, το κέφι στα ύψη, ένας αποχαιρετιστήριος μαξιλαροπόλεμος, "σιγά, ρε παιδιά!"
Καθώς κατεβαίνουμε τη σκάλα, η μουσική όλο και δυναμώνει, η αίθουσα γεμάτη, πιο γεμάτη η πίστα, ο D.J. από ψηλά κατευθύνει, θέσεις δεν υπάρχουν, γρήγορα όλοι στην πίστα, έχει το τραγούδι μας. Ο ρυθμός συντονίζει τα πόδια μας, απελευθερώνει τα χέρια μας, το αίμα μας κτυπά άτακτα, ο ιδρώτας κυλάει ποτίζοντας τα ρούχα μας. Να ξεκουραστούμε λίγο, έχει διαγωνισμό break dance, στη μέση αυτοί, εμείς γύρω γύρω βλέπουμε, κρίνουμε εκ του ασφαλούς, χαμογελάμε με συγκατάβαση ή χειροκροτούμε με ενθουσιασμό.

"Στη θάλασσα για νυχτερινό μπάνιο"...καλή ιδέα.
"Να το οργανώσουμε."
"Εσύ φέρε πετσέτες."
"Με τα πόδια σιγά σιγά θα φτάσουμε."
"Ποιος βιάζεται;"
"Ναι, στην ίδια παραλία που ήμαστε και την ημέρα."
Η νύχτα αφέγγαρη, κατεβαίνουμε αργά τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρομάκι, τα παπούτσια μας γλιστρούν στην άμμο. Τώρα κρέμονται από τα χέρια μας, πατάμε την παραλία, η άμμος ψυχρή, λεπτόκοκκη, κολλάει στις πατούσες μας. Οι πετσέτες στη σειρά, τα ρούχα στον βράχο επάνω, καθενός χωριστά, μην μπερδευτούνε. Ποιος θα μπει πρώτος, μια απόφαση είναι, ο πρώτος παφλασμός ακούγεται, ακολουθούμε και οι υπόλοιποι. Η θάλασσα ακίνητη, μυστήρια, αόρατη, σκοτεινή, σε παίρνει βαθιά μέσα της. Η παραλία χάνεται, για λίγο είσαι στο πουθενά, κανένας δεν μιλά, μας έχει συνεπάρει η πρωτόγνωρη αίσθηση, σαν να επιπλέουμε μέσα στην μήτρα της μητέρας γης μας. Νιώθουμε ζεστασιά μα και φόβο μέσα στην απέραντη αυτή υγρή μάζα, την οποία νιώθουμε αλλά δεν βλέπουμε, σε αυτή τη θάλασσα που την ημέρα μας είναι τόσο οικεία, γευόμαστε την κάθε γωνία της, νομίζαμε οι αφελείς ότι την ξέραμε. Κάποιος σπάει τη σιωπή, και δεύτερος, σε λίγο όλοι μας κάτι έχουμε να πούμε, άλλοι φωναχτά κι άλλοι σιγανά, μόνο για την διπλανή του ότι πει.
Οι πετσέτες σηκώνονται επάνω, τυλίγονται γύρω από τα υγρά, γυμνά κορμιά, απορροφούν τις αλμυρές σταγόνες, μας προστατεύουν από τη δροσερή αύρα της θάλασσας. Μαζευόμαστε γύρω γύρω, τα σώματα μας αποκτούν μια παράξενη, υπερκόσμια λάμψη καθώς αχνοφωτίζονται απ' το ελάχιστο φως των αστεριών.
Για λίγο επικρατεί και πάλι σιωπή, η θάλασσα μόλις που ακούγεται καθώς σβήνει στην ακτή, απέναντι, στο βάθος, το φως του φάρου, που αναβοσβήνει πάντα στην ίδια τη συχνότητα, τα φώτα της κωμόπολης μας, που κι αυτή φαντάζει νεκρή.
"Στης Μαρίας να πάμε!"
"Να φάμε κάτι."
"Μα οι γονείς μου κοιμούνται..."
"Δεν πειράζει, εσύ θα κοιμάσαι, εμείς καντάδα θα σου κάνουμε", η Μαρία πείθεται. Σε λίγο ανεβαίνουμε αργά αργά προς το σπίτι της, στο δρόμο σιγοτραγουδάμε "Το Μινόρε της Αυγής", το ίδιο τραγούδι λέμε και μέσα στην σκουροπράσινη αυλή, σε λάθος παράθυρο όμως, ένα φως ανάβει, "εντάξει παιδιά, αρκετά", εμείς συνεχίσουμε, η τελική επιβράβευση, σύκα και καρύδια, που σπάνε τρίζοντας στον πάτο.
Ο δρόμος έρημος, η παρέα σπάει, πάλι στο σπίτι του Γιώργου, όσοι μείναμε, ως να ξημερώσει, καφές, ψίθυροι, κούραση.
Κάθομαι στο μπαλκόνι, πάνω απ' την προκυμαία, ο ήλιος σηκώνεται πια, αργά αργά, σκορπώντας παντού χρώματα απαλά, διάφανα, ζεστά στη θάλασσα, που η επιφάνεια της αρχίζει ν' αστράφτει και πάλι στα μάτια μου.
Η νύχτα τελείωσε. Ήδη οι βάρκες ανοίγονται στο πέλαγος για να μαζέψουν τα δίχτυα.
Δεκέμβριος 1985
April 27, 2023
Ένα καλοκαίρι kitsch

ανακάλυψα και το καλοκαίρι kitsch. (Αλήθεια, τώρα αναθεματίζω το ΑΝΤΙ, πολλά γεγονότα, ίσως όλη μας η ζωή νάναι ένα kitsch)
Kitsch καλοκαίρι με:
Πάρτι δυτικού τύπου που καταλήγουν σε Γλυκερία η παραδοσιακά πανηγύρια με κατάληξη τα "παπάκια". Γιορτή του εξοχικού Αγίου, λειτουργία, άρτος, ύψωση της εικόνας, φαγητό, ασπασμός της εικόνας, το άσπρο παντελόνι που λερώθηκε από το κρασί. Το τοπικό καλοκαιριάτικο τουρνουά ποδοσφαίρου με τις τουαλέτες των αδιάφορων "δεσποινίδων" και την απορία: "γιατί δεν την πιάνει με τα χέρια;". Η βόλτα στην ξαφνικά ζωντανή κωμόπολή μας, ο φραπέ στην καφετέρια, απ' εδώ τα αγόρια κει απ' εκεί τα κορίτσια. Η θέληση για διασκέδαση και η στυφή αυριανή γεύση απογοήτευσης.
Η κάθε παραλία, η κασέτα των DOORS στο μαγνητόφωνο, το Αμερικανάκι που πετάει το φρίσμπι και το καμάκι που παίζει ρακέτες. Γύρω μου χιλιάδες άνθρωποι γελούν, τρέχουν, αγχώνονται, σκέπτονται κι εγώ με το γουόκμαν μόνος μου τους διώχνω. Δεν κάθομαι και στον ήλιο. Η παλιά συμμαθητική παρέα με τις χίλες αναμνήσεις και το συνεχές ξεμάκρεμα. Η νέα φοιτητριούλα, που διηγείται τις τόσες καινούριες εμπειρίες της για ώρες κι ας είναι ακόμη στην αρχή. Η αθλητική τσάντα που ανοίγει και βγάζει έξω αντηλιακό, ρακέτες, μπαλάκι, πετσέτα, γυαλιά ηλίου, τσιγάρα, φωτιά, γουόκμαν, εφημερίδα, τις κασέτες του John Lennon και του Νταλάρα, το βιβλίο του Μάρκες: "Η αθώα Ερέντιρα", χτένα. Τα γυαλιά που εστιάζουν στο κορίτσι απέναντι που φοβάται να βρέξει τα μαλλιά του στη θάλασσα. Το μπουκάλι της COCA COLA, που το παιδάκι το γεμίζει θάλασσα και πάλι από την αρχή, αφού το αδειάσει. Το άγχος των εξετάσεων του Σεπτέμβρη. Το μαύρισμα με αντηλιακό ή όχι. Τα άγνωστα πρόσωπα που θα μάθουμε ποια είναι. Ο κρυφός πόθος για το "παιδί" που δεν χορταίνει τη θάλασσα. Ο απόηχος των πρόσφατων εκλογών και η ένταση της φωνής. Οι παρέες που κατευθύνονται για δροσιστικό και τσιγάρο. Στο βάθος το λιμάνι, που το βράδυ μας διώχνει με την απαίσια μυρωδιά του.
Το πάρτι του κολλητού προς τιμή της αγαπημένης του. Από νωρίς ετοιμασίες, τα ποτά, η μουσική, τα φωτορυθμικά, προβλέψεις για ποιες "γκόμενες" θα ρθουν. Νωρίς το βράδυ αγωνία για την επιτυχία. Στις 10 φίσκα από κόσμο. Ο D.J. ιδρώνει να βρει τραγούδι κατάλληλο για να συγκινήσει το κορίτσι, που έχει βάλει στο μάτι, ενώ δεκάδες ψωνισμένοι του ζητάνε από "μπλουζ" ως την κασέτα Νο2 της ντισκοτέκ Strombolli, του Ηρακλείου. Τελικά καταλήγει στο Relax. Τα κορίτσια του χωριού στην άκρη μαζεμένα, ψιλή κουβέντα και ερωτηματικά για το ποιος θα τις φλερτάρει. Τ' αγόρια σνομπάρουν. Οι Αμερικανίδες ευδιάθετες, χωρίς αναστολές προτιμιούνται. Στις 12 θα μείνουν μόνο αυτές που δεν το παίζουν νύφες. Κάπου όμως βρίσκω τον εαυτό μου ανικανοποίητο κι από αυτό το βράδυ, που το περίμενα τόσες μέρες. Στο τέλος πιάνω το πικάπ και τις κασέτες μου. Κλείνουν τα φώτα, φεύγω.
Αφιερώνεται στο ΑΝΤΙ, που με βοήθησε να δω τον κόσμο με τη ματιά του άσχημου. Πίστεψέ με. Έστω και χωρίς τελικό αποτέλεσμα ικανοποίησης, το kitsch είναι η ζωή μου. Mια διαφορετική αίσθηση του kitsch, από Κάρπαθο αυτή τη φορά...