Myrto Theocharous's Blog, page 2

July 9, 2019

Η Σιμόν Βέιλ κι Εγώ – Μέρος 1

[image error]Κατ’ αρχάς να πω ότι δεν είμαι ειδικός στη Σιμόν Βέιλ. Δεν έχω διαβάσει όλα της τα έργα κι απ’ τις βιογραφίες της κοίταξα μια σύντομη από τον Thomas R. Nevin. Η καλύτερή της βιογραφία είναι από τη συμμαθήτριά της Simon Pétrement, στα γαλλικά, αλλά δεν κατάφερα ακόμα να την πάρω στα χέρια μου. Επομένως, το μόνο που μπορώ να μοιραστώ είναι απλά τον αντίκτυπο της Σιμόν Βέιλ στη δική μου ζωή και, για όσους έχουν το ενδιαφέρον και τις αντοχές, εύχομαι να υποστούν το κείμενό μου σε 3 διαφορετικά μέρη [το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας παρουσίασης που μου είχε ζητηθεί να κάνω στις 18 Απριλίου σε μια αναρχική ομάδα στα Εξάρχεια για την προσωπική μου ματιά στη Βέιλ].


Η Βέιλ, χριστιανή φιλόσοφος γεννημένη το 1909 στο Παρίσι από εβραίους γονείς και μαχόμενη μέχρι τέλους στο πλάι των φτωχών του κόσμου μας, είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο ταυτίζομαι απόλυτα αλλά και καθόλου. Με το «ταυτίζομαι απόλυτα» δεν εννοώ ότι της μοιάζω ή ότι θα μπορούσα ποτέ να της μοιάσω. Εδώ συμφωνώ απόλυτα με τα λόγια του Καμύ ότι η Βέιλ είναι «το μόνο μεγάλο πνεύμα της εποχής μας». Είναι μια αγία. Ταυτίζομαι όπως θα μπορούσε κανείς να ταυτιστεί με μια αγία, λοιπόν, κοιτάζοντας τη ζωή της ως φάρο, ρωτώντας ξανά και ξανά «τι θα έκανε η Βέιλ σ’ αυτή την περίπτωση;» ή «πώς θα απαντούσε η Βέιλ σ’ αυτό το ερώτημα;».


Πριν, όμως, φτάσει κανείς στο σημείο να θέσει τη Βέιλ ως φάρο σημαίνει ότι ένιωσε ήδη κάτι το αληθινό σ’ αυτήν, ένιωσε τα λόγια της Βέιλ ως μια ηχώ της δικής του/της ψυχής. Τι εννοώ με τη λέξη «ηχώ», μιλώντας για τη δική μου περίπτωσή μόνο; Εννοώ την «ηχώ» ως συγκατάθεση στην αλήθεια των λεγομένων της. Η αλήθεια της μου είναι αναγνωρίσιμη. Αναγνωρίζω τις αξίες που εκφράζει ως αυτές που θα πρέπει να ισχύουν, που τους αξίζει να ισχύουν. Αυτά που λέει θα ήθελα εγώ να μπορώ να τα πω κι αυτά που ζει θα ήθελα εγώ να τα ζήσω.


Γι’ αυτήν τα λόγια και η πράξη είναι ένα και το αυτό. Για μένα όχι. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο δεν ταυτίζομαι. Κάθε φορά που κλείνω ένα βιβλίο της Βέιλ βλέπω ακόμα πιο καθαρά τη δική μου υποκρισία. Βλέπω την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που θέλω να ισχύει για μένα και σ’ αυτό που πραγματικά ισχύει. Λέει χαρακτηριστικά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρό του στο βιβλίο Το Πρόσωπο και το Ιερό:


Η ακραία σκέψη της Βέιλ θέτει υπό δοκιμασία τη δική μας σκέψη, τις βεβαιότητες και τις ασφάλειές μας, αποκαλύπτει τις βολές, τις συμβατικότητες και τα ψέματά μας. (75)


Αυτήν την απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη μπορεί κανείς να τη μηδενίσει εκλογικεύοντάς την ή μέσω της προσποίησης ότι μια τέτοια απόσταση δεν υφίσταται. Η άλλη επιλογή, όμως, είναι η εξομολόγηση (τόσο στον Θεό όσο και στους ανθρώπους). Δεν λέω καν μετάνοια, γιατί η μετάνοια είναι βαριά λέξη και προϋποθέτει αλλαγή πορείας. Αυτό θα ήταν σίγουρα το ιδανικό. Η εξομολόγηση, όμως, αναγνωρίζει την ανεπάρκειά μου ενώπιον αυτής της αλήθειας χωρίς βεβαιότητες ότι τώρα που την αναγνώρισα θα πράξω απαραίτητα και διαφορετικά. Εξομολογούμαι σημαίνει διακηρύττω ότι η απόσταση είναι πραγματική και ότι δεσμεύομαι να βασανίζομαι κάτω απ’ το βάρος της απαίτησης της αλήθειας, μπαίνω στην οδό προς τη μετάνοια.


Θα μιλήσω λίγο για κάποια σημεία στη Βέιλ, τα θεολογικά της σημεία, στα οποία ακούω αυτήν την ηχώ, ξεκινώντας από τη «μυστική» της εμπειρία. Τα πολιτικά της κείμενα δεν θα τα αναφέρω εδώ. Ούτως ή άλλως υπάρχουν εξαιρετικοί αναλυτές τους εκεί έξω.


Ο Μυστικισμός της Βέιλ
Οι «συναντήσεις»

Η ίδια μιλά για τρεις «συναντήσεις» με τον Καθολικισμό που είχαν σημασία γι αυτήν:



Το 1934 διέκοψε τη διδασκαλία της για να πάει να δουλέψει σε εργοστάσιο για ένα χρόνο. Τον Αύγουστο του 1935 σταμάτησε και πήγε με τους γονείς της σε ένα ταξίδι αναψυχής στην Ιβηρική χερσόνησο. Κοντά σ’ ένα πορτογαλικό χωριό ψαράδων είδε μια πορεία γυναικών που τραγουδούσε κάποιους αρχαίους ύμνους «με μια θλίψη που σου ραγίζει την καρδιά» λέει, στο πανηγύρι του χωριού. Ήταν μόνη της, ήταν πανσέληνος και ήταν δίπλα στη θάλασσα. Οι γυναίκες των ψαράδων περπατούσαν από βάρκα σε βάρκα κρατώντας κεριά. Εκεί, μας λέει η Βέιλ, γεννήθηκε μέσα της η πεποίθηση ότι ο Χριστιανισμός είναι κυρίως η θρησκεία των σκλάβων (παραδόξως δεν το συνέδεσε αυτό με την Παλαιά Διαθήκη με την οποία, κατά τη γνώμη μου, είχε μια ελλιπή σχέση) και ότι οι σκλάβοι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς παρά ν’ ανήκουν σ’ αυτό, «κι εγώ ανάμεσα σ’ αυτούς» λέει.
Περίπου 2 χρόνια μετά, το 1937, έχει τη δεύτερή της επαφή. Γράφει στον πατέρα Πέρριν (Joseph-Marie Perrin) το 1942 ότι ξόδεψε δύο φοβερές μέρες στο ξωκλήσι της Santa Maria degli Angeli, του 12ου αιώνα, το οποίο λέει ήταν «ένα ασύγκριτο θαύμα αγνότητας και όπου ο Άγιος Φραγκίσκος συνήθιζε να προσεύχεται.» Εκεί, λέει, «κάτι ισχυρότερο από μένα με έσπρωξε για πρώτη φορά στη ζωή μου να πέσω στα γόνατα» (Waiting on God, 34).
Η τρίτη επαφή της, ένα χρόνο μετά, το 1938, ήταν κατά την περίοδο του Πάσχα στο Αββαείο Solesmes (βορειοδυτική Γαλλία) μετά τις λειτουργίες. Υπέφερε από τραγικούς πονοκεφάλους και κάθε ήχος ήταν σαν να την κτυπούσε στο κεφάλι. Καταβάλλοντας, όμως, υπεράνθρωπες προσπάθειες υπερέβηκε τους πόνους της και απόλαυσε την υμνωδία και τους στίχους. Αυτή η εμπειρία, λέει, τη βοήθησε να κατανοήσει τη δυνατότητα της θείας αγάπης εντός του πλαισίου της θλίψης. Λέει ότι κατά τη διάρκεια των λειτουργιών, το πάθος του Χριστού εισχώρησε για τα καλά μέσα της (Waiting on God, 34).

Όταν είχε πάει στην Ασίζη ένας άγγλος Καθολικός (ο οποίος είχε μια αγγελική λάμψη μετά την τέλεση της θείας ευχαριστίας, μας λέει) της σύστησε μεγάλους ποιητές όπως τον George Herbert, του οποίου το ποίημα «Αγάπη» αποστήθισε και το έλεγε κάθε φορά που υπέφερε από ημικρανίες. Αναγνώρισε μετά, αναδρομικά, πως λειτουργούσε στα χείλη της ως μια μορφή προσευχής. Μια φορά στην απαγγελία της απάνω, ο Χριστός ήρθε κάτω και την άρπαξε, όπως περιγράφει.


Πριν απ’ αυτήν την εμπειρία οτιδήποτε θαυματουργικό την απωθούσε και δεν το θεωρούσε δυνατό κάποιος να έχει προσωπική επαφή με τον Θεό. Περιγράφει αυτήν την επαφή ως να καταβάλλεται από μια δυνατή αίσθηση αγάπης, «σαν αυτήν που αναγνωρίζει κανείς στο χαμόγελο ενός αγαπημένου».


Στο 4ο της γράμμα προς τον πατέρα Πέρριν, η Βέιλ λέει ότι ήρθε στον Χριστό χωρίς την παρέμβαση ανθρώπινου παράγοντα, αλλιώς θα τον απέρριπτε αν ήταν αποτέλεσμα ανθρώπινης επιρροής. Είπε στον πατέρα Πέρριν ότι καθόλου δεν είχε συμβάλει ο ίδιος στην πίστη της στον Χριστό, γιατί τότε το πιο πιθανό θα ήταν ότι η πίστη της ήταν αποτέλεσμα επιρροής της φιλίας τους (Waiting on God, 28).


Ήταν εξαιρετικά σημαντικό για τη Βείλ, αυτή η συνάντησή της με τον Θεό να οριστεί ως αποκλειστική θεία πρωτοβουλία. Λέει: «Ποτέ δεν ζήτησα εγώ τον Θεό . . . έβλεπα το πρόβλημα του Θεού ως πρόβλημα για το οποίο τα δεδομένα δεν μπορούσαν να βρεθούν εδώ κάτω» (Waiting on God, 29). Και πράγματι, δεν φαίνεται στα πρώιμα της έργα κάποια αναζήτηση ή δίψα για μια μυστική εμπειρία (καλύτεροι γνώστες του νεοπλατωνικού μυστικισμού μου λένε ότι οι μυστικοί συνήθως βρίσκονταν σε αναζήτηση μυστικών εμπειριών και κατέβαλλαν τεράστιες προσπάθειες για να τις βιώσουν). Λέει η Emma Craufurd, «κανένας άλλος ‘φίλος του Θεού’ στην ιστορία δεν πλησίασε πιο αθέλητα προς τη μυστική συνάντηση.» (Waiting for God, viii)


Δεν θεωρεί, όμως, ότι αυτές τις οι εμπειρίες περιείχαν περισσότερη «παρουσία Χριστού» απ’ το υπόλοιπο της ζωής της, και ίσως γι αυτό η αναζήτηση μυστικών εμπειριών δεν γίνεται αυτοσκοπός για τη Βέιλ. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή της είναι έντονα πραγματική, περισσότερο κι από κείνη την πρώτη εμπειρία που είχε, λέει (Waiting on God, 38). Ισχυρίζεται ότι πάντοτε ήταν Χριστιανή: «Υιοθετούσα πάντα ως μόνη δυνατή στάση, τη χριστιανική στάση: μπορούμε να πούμε ότι γεννήθηκα, μεγάλωσα και παρέμεινα πάντοτε εντός του χριστιανικού βιώματος.» (Ζουμπουλάκης, Ποιος Θεός και Ποιος Άνθρωπος, 36)


Η δική μου ιστορία διαφέρει αρκετά, αν και αυτά τα τελευταία λόγια για το χριστιανικό βίωμα από την παιδική ηλικία θα μπορούσα να τα έλεγα κι εγώ. Η δική μου ιστορία δεν έχει καμία σημασία, φυσικά, κι ο μόνος λόγος που αφηγούμαι κομμάτια απ’ αυτήν εδώ είναι μόνο και μόνο για να δείξω γιατί κάποια στοιχεία στις εμπειρίες της Βέιλ μου φαίνονται εξαιρετικά οικεία.


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κύπρο, σ’ ένα κλασικό ελληνικό ορθόδοξο σπίτι όπου η μητέρα μου αρχικά είχε μια τέτοια συνάντηση με το αγαπητικό βλέμμα του Χριστού, η οποία σημάδεψε την πίστη της. Κάποιοι θα το αποκαλούσαν όραση. Βρήκε μια χριστιανική ομάδα που μελετούσε και συζητούσε τη Βίβλο, προσεύχονταν μαζί και μιλούσαν για τις εμπειρίες τους με τον Χριστό.


Ο πατέρας μου φοβόταν για την «αιρετική» στάση της μητέρας μου και για την κατακραυγή του κόσμου. Αυτή, όμως, παρέμενε αμετακίνητη στην αλήθεια που της είχε αποκαλυφτεί. Όταν ήμουν σε ηλικία 6 χρονών, περίπου, μια μεγάλη Παρασκευή, με ρώτησε αν ήξερα τι είχε γίνει ιστορικά εκείνη την ημέρα. Εγώ, τελείως άσχετη, απάντησα πως δεν είχα ιδέα, και τότε ξεκίνησε να μου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα πάθη αυτού του ανθρώπου, του Ιησού Χριστού, χωρίς να κρατά καμία ενοχλητική περιγραφή πίσω.


Το σοκ μου ήταν μεγάλο και παρόλο που με συγκλόνισε αυτή η περιγραφή δεν ενοχλήθηκα όπως θα ενοχλούταν ένα παιδάκι που έβλεπε μπροστά του μια σκηνή τρόμου. Έτρεξα στο δωμάτιό μου και έπεσα στα γόνατα με λυγμούς, με είχε καταβάλει εκείνη την ώρα η παρουσία του Χριστού και άρχισα να του μιλάω. Οι μόνες λέξεις που θυμάμαι ήταν «συγνώμη, εγώ έφταιγα.» Η κατανόηση του μυστηρίου του πώς μπορεί κανείς να έχει επαφή στο παρόν με το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού δεν ήταν προϋπόθεση για το βίωμα αυτής της επαφής. Οι αιώνες χριστολογικών στοχασμών της εκκλησίας μου ήταν παντελώς άγνωστοι.


Τι ενοχικό σύνδρομο είναι αυτό; θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, αλλά εγώ εκείνη την ώρα μ’ έναν ανεξήγητο τρόπο ταυτίστηκα με το κακό του κόσμου, έκανα μια έστω γελοία κι αφελή ανάληψη ευθύνης, βίωσα μια ενσυναίσθηση με το βάσανο του σταυρωμένου και αναρωτήθηκα «γιατί αυτός;» «γιατί όχι εγώ;». Όπως και στη Βέιλ, ήταν ο πόνος του Χριστού που με κατέκτησε, το πάθος του. Δεν είδα τον Χριστό αναστημένο και ισχυρό αλλά τον Χριστό εσταυρωμένο. Ακόμα πασκίζω να ερμηνεύσω εκείνη την εμπειρία, η οποία κάλλιστα μπορεί να χρήζει πολλών ερμηνειών. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι ήταν καθοριστική για την υπόλοιπή μου πορεία. Από τότε η παρουσία του Χριστού ήταν εκεί και η προσευχή ήταν καθημερινή υπόθεση. Δεν ήταν ένα ποίημα, όπως το «Αγάπη» του George Herbert, ήταν οι κουβεντούλες ενός παιδιού, αλλά πάντοτε με δάκρυα. Ανεξήγητα δάκρυα.


Ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου ως «μυστική» γιατί αυτό ήταν η καθημερινότητά μου. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ το αντίθετο, δηλαδή ανθρώπους που δεν έχουν επαφή με τον Χριστό, που δεν προσεύχονται σ’ αυτόν. Επίσης, γνώρισα μέσα απ’ τους κύκλους της μητέρας μου κι άλλους ανθρώπους με παρόμοιες εμπειρίες, επομένως δεν θεωρούσα ότι είχα κάτι το ιδιαίτερο. Και, όχι, σ’ αυτήν την ηλικία δεν είχα διαβάσει τίποτα, κανέναν μυστικό, κανέναν άγιο. Μετά άρχισα να μαθαίνω σιγά σιγά τις ιστορίες της Βίβλου.


Η Βέιλ διευκρινίζει πολύ έντονα το γεγονός ότι ο Θεός την προφύλαξε από το να διαβάσει τους μυστικούς ώστε να είναι σίγουρη ότι δεν φαντάστηκε αυτήν την εμπειρία επηρεαζόμενη απ’ αυτούς. Ο ορθολογισμός της παραμένει κυρίαρχος και φοβάται να παρασυρθεί διανοητικά σε κάτι στο οποίο δεν έχει τον έλεγχο της λογικής της. Είναι προφανές ότι τρέμει τη δύναμη της συλλογικότητας και κρατιέται στη διανοητική της οξυδέρκεια ως σανίδα σωτηρίας. Αντιτάσσεται, όμως, και στην ιδέα ότι πρόσβαση στην αλήθεια έχει ο διανοητικά δυνατός ή αυτός που μπορεί να την αρθρώσει με κατανοητά λόγια. Ο χαζός του χωριού που αγαπάει την αλήθεια μπορεί να είναι ανώτερος κι απ’ τον Αριστοτέλη, λέει, παρόλο που μόνο να ψελλίζει είν’ ικανός.


Η διανοητική της ακεραιότητα, όχι δύναμη, είναι το παν γι αυτήν και την διακρίνει, μας λέει και ο βιογράφος της Thomas R. Nevin: «οι πολλές της αρετές μιλάνε από μόνες του, αλλά μια απ’ αυτές αξίζει να σημειωθεί: η απόλυτη διανοητική της ακεραιότητα. Αυτή η ποιότητα διέπει όλο της το έργο.» (xi)


Η διανοητική της ακεραιότητα δεν είναι ανταγωνιστική προς την πίστη της στον Χριστό. Ο Χριστός και η Αλήθεια είναι ταυτόσημα γι αυτήν. Λέει το εξής συγκλονιστικό: «πάνω απ’ όλα είναι η έγνοια για την αλήθεια. Ο Χριστός θέλει να προτιμούμε την αλήθεια πάνω απ’ αυτόν επειδή, πριν να είναι Χριστός, είναι η αλήθεια. Αν κάποιος απομακρυνθεί απ’ αυτόν για να πορευθεί προς την αλήθεια, δεν θα απομακρυνθεί και πολύ προτού πέσει στην αγκαλιά του.» (Waiting on God, 36)


Γι αυτόν τον λόγο βρίσκει Χριστό και στον Πλάτωνα, στην Ιλιάδα, στον Διόνυσο, στον Όσιρη και λέει ότι η αγάπη της για τον Χριστό μ’ αυτόν τον τρόπο διπλασιάζεται. Παρόλο που βρίσκει χριστιανικά λόγια και σε άλλες θρησκείες, είναι αδύνατο γι αυτήν να σκεφτεί τον Χριστό χωρίς να τον ταυτίσει με τον Θεό. Μόνο ο Χριστός είναι ο Θεός (Waiting on God, 36).


Είναι η Βέιλ μυστική;

Η Βέιλ φανερώνει κάποια στοιχεία που θα μπορούσε κανείς να τα θεωρήσει χαρακτηριστικά των μυστικών. Ένα απ’ αυτά είναι η μοναξιά και η σιωπή, ίσως ησυχασμός.


Για τη σιωπή λέει: «υπάρχει σιωπή, μια σιωπή που δεν είναι η απουσία ήχου αλλά είναι το αντικείμενο μιας υπαρκτής αίσθησης, πιο υπαρκτής απ’ αυτήν του ήχου. Οι ήχοι, αν υπάρχουν, φτάνουν σε μένα μόνο αφού διαπεράσουν τη σιωπή αυτή.» (Waiting on God, 38)


Αυτή της η στάση φαίνεται να την εξυπηρετεί κάπως και ως οχυρό στον κίνδυνο της συλλογικότητας. Η προσοχή για την οποία μιλά εκτεταμένα είναι δυνατή μόνο στη μοναξιά. Μόνο τότε σκέφτεσαι ως ο εαυτός σου, λέει, και όχι ως ένα «εμείς». Αυτή είναι μια ηθική μοναξιά για τη Βέιλ (Το Πρόσωπο και το Ιερό, 15). Από τη μία υπάρχει αυτή η αποφυγή του συλλογικού, αλλά το αντίθετο δεν σημαίνει απαραίτητα το «εγώ», τον ατομικισμό. Για τη Βέιλ, «όλη η προσπάθεια των μυστικών στόχευε πάντα στο να μην απομείνει στη ψυχή τους κανένα μέρος της που να λέει «εγώ».» (15)


Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης τη χαρακτηρίζει «μυστική φιλόσοφο», δηλαδή συνυπάρχει η διανοητική απαιτητικότητα της φιλοσόφου ταυτόχρονα με την έμπνευσή της από τις μυστικές εμπειρίες και ενοράσεις της. Λέει:


Συχνά συγχέουμε τον μυστικισμό με τον αναχωρητισμό και τον ασκητισμό. Διασταυρώνονται, αλλά διόλου δεν ταυτίζονται. Πολλοί μεγάλοι αναχωρητές και ασκητές δεν ήταν μυστικοί, και αντίστροφα, πολλοί μυστικοί δεν ήταν αναχωρητές. (72-73)


Ο Ζουμπουλάκης ορίζει τον μυστικισμό βάσει κοινών χαρακτηριστικών που βλέπει κανείς σε διάφορες θρησκείες, όπως π.χ. το να βλέπει κανείς αρνητικά την ατομικότητα, το εγώ, το προσωπικό θέλημα. Υπάρχει η έμφαση στην κένωση της ψυχής, για να κατοικήσει ο Θεός, η Αλήθεια. Βλέπουμε, λέει, πως αυτή η εχθρότητα προς το εγώ μπορεί να εξηγηθεί απ’ αυτές τις μυστικές της εμπειρίες.


Στις μέρες μας υπάρχει και ο mystic με μια έννοια τύπου «New Age Spirituality». Προσωπικά δεν έχω δει ακτιβισμό σ’ αυτόν τον τύπο του μυστικισμού, επομένως δεν μπορώ να ταυτίσω τη Βέιλ με κάτι τέτοιο. Ούτε βλέπω εκεί την παραδοχή και το αγκάλιασμα του πόνου, όπως συμβαίνει στη Βέιλ. Μπορεί όμως να υπάρχει σε μορφές που εγώ να αγνοώ. Για την Βέιλ δεν είναι όλοι οι δρόμοι ίσοι ούτε όλοι αλήθεια. Παρόλο που επιμένει να παραμένει εκτός θεσμικής εκκλησίας, εντούτοις ορίζεται ως Χριστιανή και αποδέχεται τον Χριστό ως τη μόνη αλήθεια. Στον Χριστό είναι που παραπέμπει καθετί αληθινό εκτός Χριστιανισμού, είτε αυτό βρίσκεται στον Βουδισμό, στον Ινδουισμό, στον Πλάτωνα, κτλ.


Η πίστη της έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και δόγματα. Πιστεύει στον Χριστό, στα πιστεύω της εκκλησίας, στη λειτουργία της και τα μυστήριά της, στην Καινή Διαθήκη, όπως αναφέρει στον Πατέρα Πέρριν, παρόλο που διαχωρίζει τον Χριστό απόλυτα απ’ το ιουδαϊκό του παλαιοδιαθηκικό υπόβαθρο (σφοδρή κριτική σ’ αυτό το ζήτημα γίνεται από τον Εμμανουήλ Λεβινάς, βλ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ποιος Θεός και Ποιος Άνθρωπος; Φιλοσοφικά Δοκίμια (Αθήνα: Πόλις, 2013), 31-50).


Επομένως, η Βέιλ δεν είναι η μυστική που θα περιμέναμε, δεν ταιριάζει απόλυτα στην κατηγορία και ίσως αυτό την κάνει και πιο προσιτή σε μας, περισσότερο από άλλους μυστικιστές. Λέει ο Leslie Α. Fiedler που έγραψε την εισαγωγή στη συλλογή των γραμμάτων της στο Waiting for God:


δεν μας φαίνεται περίεργη, όπως άλλοι μυστικιστές και μάρτυρες του Θεού. Γιατί παρόλο που μια πλευρά της ζωής της ακουμπά τα απόμακρα μυστήρια της θείας συνάντησης, από την άλλη είναι ριζωμένη στον κόσμο που μας είναι οικείος. (vii)


[συνέχεια στο επόμενο]

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 09, 2019 09:32

February 18, 2019

Γιατί δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το βιβλίο του Ιώβ;

[image error]Το βιβλίο του Ιώβ μας στοιχειώνει εδώ και αιώνες. Πάντοτε επίκαιρο και ανεξάντλητο γιατί ο κόσμος μας συνεχίζει να είναι ο κόσμος του Ιώβ. Ο κόσμος του παραλόγου, της απουσίας αιτιακών σχέσεων ανάμεσα στο κακό που μας πνίγει και στην ελευθερία των αποφάσεών μας. Ο αθώος βασανίζεται, ο απατεώνας ευημερεί. Το φυσικό κακό καταπίνει αχόρταγα κι αδιάκριτα άνθρωπο και ζώο.


Μέσα σ’ αυτό το σκότος τολμά ο Ιώβ να εγείρει το μέγα ερώτημα, το ερώτημα που θα εγείρει ξανά και ο Paul Schreder, ο σκηνοθέτης του First Reformed το 2017: αξίζει κανείς να γεννηθεί σ’ αυτό το χάος; Αξίζει κανείς να φέρει παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο; Παρόλο που απ’ την αρχή, με το πρώτο χτύπημα, ο Ιώβ διακηρύττει την απλή αλήθεια δίχως να ζητά εξηγήσεις – «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μητέρας μου και γυμνός θα επιστρέψω. Ας είν’ ευλογημένο τ’ όνομα του Κυρίου» (1:21) – η μάχη που θ’ ακολουθήσει για να συμφιλιωθεί κανείς μ’ αυτήν την αλήθεια δεν θα ‘ναι εύκολη. Μοιάζει ο Ιώβ να αρθρώνει απ’ την αρχή, προφητικά, την αλήθεια με την οποία θ’ αναμετρηθεί.


Στο κεφάλαιο 3 ξεκινά το δίλημμά του, ύπαρξη ή μη ύπαρξη, να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Ακόμα κι ο Χάιντεγκερ στην Εισαγωγή στη Μεταφυσική λέει: «Γιατί να υπάρχει καν κάτι παρά το τίποτα—προφανώς αυτή είναι η πρώτη όλων των ερωτήσεων.» Παραδέχεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν φτάνουν ποτέ σε σημείο να θέσουν μια τέτοια ερώτηση. Όμως υπάρχουν κι εκείνοι που απλά προφέρουν τις λέξεις της ερώτησης, έχοντας ήδη στην τσέπη τη δογματική απάντηση που η πίστη τους προσφέρει. Η ερώτησή τους είναι θεωρητική και τίθεται από σημείο ασφαλείας, εντός του δόγματος που τους έχει κληροδοτηθεί. Δεν έχουν παραδώσει τον εαυτό τους στο πραγματικό ενδεχόμενο της μη πίστης. Αυτό, λέει ο Χάιντεγκερ, δεν είναι πίστη αλλά βόλεψη. Η πίστη δοκιμάζεται μόνο στο πραγματικό ενδεχόμενο της μη πίστης και η ερώτηση βγαίνει μόνο απ’ το τρομακτικό σκοτάδι της δυνατότητας μιας φρικτής απάντησης. Όταν πατήσεις, λοιπόν, στο κενό, δείχνεις την πιο τολμηρή πίστη που υπάρχει, ότι δηλαδή πράγματι βρίσκεται κάποιος εκεί που θα σ’ αρπάξει. Για να γίνει όμως αυτό, δεν πατάς ως ένας τρελός που δεν έχει την αίσθηση του κινδύνου. Για να εκδηλωθεί η πραγματική πίστη θα πρέπει να δεχτείς ακόμα και το ενδεχόμενο ότι το κενό είναι κενό και να είσαι διαθέσιμος να συντριφθείς μέσα σ’ αυτό.


Ο Ιώβ θα σπάσει τη σιωπή του πένθους διερευνώντας εκτός ασφαλιστικών δικλίδων τη δεύτερη επιλογή: καταριέται τη μέρα της γέννησής του (3:1) κι επιχειρηματολογεί υπέρ της μη-ύπαρξης όπως κάνει κι ο βασανισμένος νεαρός Michael στο First Reformed, με πολύ σοβαρά επιχειρήματα που κλονίζουν ακόμα και τον αντιπρόσωπο της Αναμορφωμένης Εκκλησίας του Snowbridge της Νέας Υόρκης, τον αιδέσιμο Ernst Toller. Ο Ιώβ απαντά μ’ ένα τολμηρό «ναι»: η ύπαρξη είναι χειρότερη από τη μη ύπαρξη. Απ’ το κεφάλαιο 3, λοιπόν, βλέπουμε ότι έχει ήδη πετάξει τα πρόχειρα δεκανίκια του δόγματός του και βαδίζει πλέον στο κενό.


Ο συγγραφέας του Ιώβ θα χρησιμοποιήσει πολύ έντεχνα, γνωστά χωρία απ’ τα υπόλοιπα βιβλία των γραφών παρουσιάζοντας τον αντίλογό τους ή μάλλον την ανικανότητά τους να ικανοποιήσουν τον βασανισμένο άνθρωπο.


Στο κεφάλαιο 5 ο Ελιφάζ προτρέπει τον Ιώβ ν’ αποταθεί στον Κύριο, χρησιμοποιώντας τα γνωστά λόγια που συναντά κανείς σε πολλά σημεία της Βίβλου: «Αυτός πληγώνει, αλλά και δένει την πληγή, χτυπάει, αλλά τα χέρια Του γιατρεύουν» (5:18, βλ. Δευτ 32:39, Ωσ 6:1, Ησα 30:26, Α΄ Σαμ 2:6, κ.α.). Με λίγα λόγια, ο Θεός θα σου χαρίσει κι εσένα τη γιατρειά. Δεν ήταν ψέμα αυτό που είπε ο Ελιφάζ. Το πρόβλημα ήταν η αντίληψη ότι ο Θεός νομοτελειακά υπηρετεί σε κάθε περίπτωση, παντού και πάντοτε, αυτό το δόγμα.


Οι αλήθειες της Βίβλου αναδύονται καθώς ο λαός του Θεού βιώνει την παρουσία Του σε διάφορες περιστάσεις της ζωής του και καταγράφει την εμπειρία αυτή προσθέτοντας ένα λιθαράκι κάθε φορά για το ποιος είναι ο Θεός και τι έχει πράξει στην ιστορία. Η απαίτηση, όμως, να λειτουργεί ο Θεός κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε περίσταση υποδουλώνει τον Θεό στο δόγμα, στερώντας Του την ελευθερία να ενεργήσει διαφορετικά όταν το θελήσει και για λόγους που Αυτός γνωρίζει, μη προσβάσιμους στον άνθρωπο. Εάν αυτή είν’ η αντίληψη για τον Θεό, τότε οποιαδήποτε απόκλιση απ’ την αναμενόμενη θέση χρεώνεται, φυσικά, στον άνθρωπο. Δεν μπορεί, κάτι κάνεις εσύ λάθος!


Στο κεφάλαιο 8, ο Ιώβ δανείζεται απ’ τον ψαλμό 8, έναν ψαλμό που εξυμνεί το γεγονός ότι ο Θεός δίνει τόση πολλή αξία και σημασία στον άνθρωπο: «Τι είν’ ο άνθρωπος, ώστε να τον θυμάσαι, ο γιος του ανθρώπου ώστε να τον επισκέπτεσαι» (8:4)! Ο Ιώβ, όμως, δεν βιώνει την αλήθεια του ψαλμού αυτού. Βιώνει την προσοχή και την «επίσκεψη» του Κυρίου στον άνθρωπο ως βάρος, οργή και κρίση. Ο Θεός τον έβαλε στο μάτι! Ο ψαλμός 8 στ’ αυτιά του πονεμένου ανθρώπου είναι σκάνδαλο κι εκνευρισμός. Αν είναι έτσι η προσοχή σου, άσε με καλύτερα ήσυχο, λέει με αγανάκτηση ο Ιώβ (7:16) και ειρωνεύεται τον ψαλμό 8:


Τι είναι ο άνθρωπος


που τόσο να τον λογαριάζεις


και τόση να του δίνεις προσοχή;


Κάθε πρωί να σκύβεις πάνω του


και να τον δοκιμάζεις


κάθε στιγμή;


Πότε θα σταματήσεις να με παρακολουθείς,


. . . Γιατί μ’ έβαλες στόχο σου;


Τόσο σου είμαι βάρος; (7:17-20)


Το ίδιο και στο κεφάλαιο 23, όπου ο Ιώβ ψάχνει τον Θεό για να Του ζητήσει τον λόγο, να πάρει μια απάντηση για την αδικία που βιώνει, αλλά παντού σιωπή, ο Θεός άφαντος. Αντίθετα, ο ψαλμωδός στον ψαλμό 139 αναπαύεται στην αλήθεια ότι ο Θεός είναι παντού. Όπου κι αν στρέψει τα μάτια του, ο ψαλμωδός θαυμάζει που δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει απ’ τον Θεό ή να απομακρυνθεί από την παρουσία Του. Αν πάει κανείς στους ουρανούς θα δει εκεί τον Θεό, αν πάει ακόμα και στον Άδη, η παρουσία Του βρίσκεται κι εκεί, στα έσχατα της θάλασσας, εκεί θα είναι και το αριστερό αλλά και το δεξί χέρι του Κυρίου για να τον φυλάει. Αλήθεια; Δεν είναι τόσο βέβαιος ο Ιώβ. Πού είν’ αυτή η παρουσία που κατακλύζει το σύμπαν; Μόνο απουσία βιώνει ο βασανισμένος Ιώβ, αναποδογυρίζοντας τις αλήθειες του ψαλμού:


Αλλά πηγαίνω στην ανατολή


κι αυτός δεν είν’ εκεί·


στη δύση πάω, μα δεν τον βρίσκω.


Και τον γυρεύω στο βορρά, μα δεν μπορώ να τον ιδώ·


γυρνώ στο νότο


και δεν τον διακρίνω. (23:8-9)


Στο κεφάλαιο 19, ο απελπισμένος Ιώβ περιμένει την υπεράσπισή του απέναντι στον Θεό, κάποιον που θα δει την υπόθεσή του και θα τον υποστηρίξει. Η ψυχή του αποζητά τον λυτρωτή του, κάποιον να τον ακούσει και να τον γλυτώσει απ’ αυτόν που τον αδικεί. Στην Παλαιά Διαθήκη, όμως, ο λυτρωτής που υπερασπίζεται την υπόθεση του αδικημένου είναι ο ίδιος ο Θεός. Λέει για τα ορφανά στις Παροιμίες 23:11 ότι ο λυτρωτής τους είναι ο Θεός και θα πάρει το μέρος τους στη δίκη. Το ίδιο κι ο προφήτης Ιερεμίας, μιλώντας για τον κατατρεγμένο λαό Ισραήλ, γνωρίζει τον Θεό ως τον μόνο λυτρωτή τους:


Ο λυτρωτής τους είναι ισχυρός. Κύριος των Δυνάμεων είναι τ’ όνομά του. Θα δικάσει μια και καλή τη δίκη τους για ν’ αναπαύσει τη γη και να ταράξει τους κατοίκους της Βαβυλώνας. (Ιερ 50:34)


Εδώ, όμως, μοιάζει ο Ιώβ να ψάχνει λυτρωτή να τον λυτρώσει απ’ τον Κύριο, να τον υπερασπιστεί απ’ τον εχθρό που τον αδίκησε, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό! Πώς, λοιπόν, ν’ ακούσει ο Ιώβ όλα αυτά τα χωρία; Πώς να παρηγορηθεί με την αλήθεια ότι ο Θεός λυτρώνει τους καταπιεσμένους όταν γνωρίζει ότι ο Θεός είναι αυτός που τον χτυπά με κακουχίες; Η εύκολη απάντηση, φυσικά, θα ήταν ότι ο διάβολος είν’ αυτός που τον χτυπά και απ’ τον διάβολο ο Θεός θα τον λυτρώσει. Μα αν κάτι τέτοιο ίσχυε, αμέσως θα τον πληροφορούσε γι αυτό ο Θεός στην εμφάνισή του. Θα του λεγε: «Ξέρεις, ο λόγος που υπάρχει το κακό στον κόσμο είν’ ο διάβολος. Δεν πρέπει μαζί μου να τα βάζεις, αλλά μ’ αυτόν. Εγώ είμαι με το μέρος σου και θα σε σώσω απ’ αυτόν.» Ούτε μια νύξη δεν γίνεται για κάτι τέτοιο στην απάντηση που ο Θεός έρχεται να δώσει στο τέλος του βιβλίου. Πουθενά ο Θεός δεν αρνείται την ευθύνη του.


Γιατί, λοιπόν, τα γνωστά κι αγαπημένα δόγματα της Βίβλου να είναι βάναυσα και εξοργιστικά για τον Ιώβ; Γιατί, λοιπόν, τα τόσο αληθινά λόγια των φίλων του Ιώβ να μοιάζουν ψέματα; Πώς τολμά ο Ιώβ να διαστρεβλώνει τις αιώνιες αλήθειες του Θεού; Πώς τολμά να μην υποτάσσεται με σιωπή στην αποκάλυψη αιώνων; Αν θυμώνεις κι εσύ, φύλακα των δογμάτων και του γράμματος, με την ανυπότακτη στάση του Ιώβ, καλωσόρισες στην παρέα των φίλων. Άκου κι εσύ, λοιπόν, το πόρισμα του κριτή προς τον φίλο του Ιώβ, τον Ελιφάζ: «Φλέγεται η οργή μου εναντίον σου και των δυο σου φίλων, γιατί δεν μιλήσατε για μένα το σωστό, όπως ο δούλος μου ο Ιώβ.» (42:7)


Τι σημαίνει, άραγε, να λέω το σωστό, να μιλάω την αλήθεια; Αλήθειες δεν έλεγαν σαράντα σχεδόν κεφάλαια οι φίλοι του Ιώβ; Βέβαια, αλήθειες! Πώς μετρά ο Θεός την αλήθεια και το ψέμα; Ή την αλήθεια και την αφροσύνη, στην περίπτωση των φίλων (42:8); Πώς γίνεται κανείς να λέει αλήθειες απ’ την αφροσύνη του; Όταν δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα του πόνου απέναντί του, να την αναγνωρίσει, να τη δεχτεί, να την τοποθετήσει ως κυρίαρχο μέρος στην εξίσωση, την εξίσωση που θα καθορίσει ποια αλήθεια θα ειπωθεί και ποια θα αποσιωπηθεί ως άσχετη για την πραγματικότητα μπροστά μας.


Η αλήθεια δεν είναι ένα δόγμα που μπορεί να ειπωθεί στο κενό, παντού, πάντοτε και σε όλους. Η πραγματικότητα του ανθρώπινου πόνου είναι που καθορίζει ποια αλήθεια ισχύει, ποια αλήθεια είναι αληθινή. Μια αλήθεια που δεν υπολόγισε τον πόνο, το έδαφος της θλίψης στο οποίο πάει να πέσει είναι αφροσύνη, είναι πονηρία, είναι αμαρτία που χρειάζεται συγχώρεση, αλλά μια συγχώρεση που μόνο το θύμα της μπορεί να τη δώσει. Ο Θεός λέει στους φίλους να πάρουν τη θυσία τους στον Ιώβ για να προσευχηθεί γι αυτούς ώστε να συγχωρεθούν. Η συγχώρεσή τους περνάει μέσα απ’ τον αδικημένο, όχι χώρια απ’ αυτόν, γιατί μόνο το δικό του πρόσωπο και τη δική του προσευχή θα δεχθεί ο Θεός για χάρη τους (42:8).


Εάν η αλήθεια που διακηρύσσω επισκιάζει τον πόνο που βρίσκεται μπροστά μου, αλλάζει το θέμα και το πάει αλλού αντί να δώσει ολόκληρη την προσοχή και τη φροντίδα στη θλίψη των ανθρώπων, εάν το δόγμα που θα υποστηρίξω αποσπά το ακροατήριό μου από τα δεινά των ανθρώπων ανάμεσά μας, αν το κήρυγμά μου δεν κηρύττεται με πρωταρχικό ακροατήριο τους αδικημένους στα καθίσματα της εκκλησίας μου—αυτοί είναι οι κριτές του και όχι τα θεολογικά εγχειρίδια—τότε είναι αφροσύνη. Είναι σαν να λέω «αγάπα τον πλησίον σου, σαν τον εαυτό σου», την αγνότερη αλήθεια όλων των αιώνων, στη γυναίκα που κακοποιείται καθημερινά μέσα στο ίδιο της το σπίτι και έτσι κάνω την αλήθεια αυτή όπλο στα χέρια του βασανιστή της. Είναι σαν να λέω «να συγχωρείς εφτά φορές εφτά» στο αγοράκι που δέχεται καθημερινό bullying στο σχολείο και να διαιωνίζω κι εγώ το bullying με το εδάφιο στο χέρι. Άφρονες φίλοι! Αν δεν ξέρετε σε ποιο έδαφος να ρίξετε τις αλήθειες του Θεού, ποια είναι η εποχή της σποράς και ποια του θερισμού, τι γυρεύουν οι σπόροι αυτοί στα χέρια σας;


Η «αλήθεια» που κηρύττω επισκιάζει την αλήθεια μπροστά στα μάτια μου, και η αλήθεια στον Ιώβ είναι συνώνυμη με τον πόνο. Όπου αναγνωρίζεται ο πόνος κι η αδικία να είσαι σίγουρος ότι πατάς στέρεα πάνω στην αλήθεια. Μα ο Ιώβ μίλησε σωστά, Θεέ μου; Ο Ιώβ που σ’ ειρωνεύτηκε; Που δεν θεώρησε ότι τα εδάφιά σου τον αφορούν; Ναι μίλησε σωστά γιατί δεν κουκούλωσε τον πόνο και την αδικία προκειμένου να προστατεύσει Εμένα. Μίλησε για την αδικία που βίωνε ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παλέψει ξανά με τα εδάφια, με τα δόγματα, με Μένα τον Ίδιο. Αγάπησε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ακόμα κι όταν δεν Με έβλεπε, ακόμα κι όταν Εγώ φαινόταν να τα ‘χω εγκαταλείψει. Κάτι παρόμοιο δεν έκανε κι ο Ιησούς; Δεν έμεινε πιστός στο θέλημα του Θεού ακόμα κι εκεί που ο Θεός ο ίδιος φαινόταν να είχε εγκαταλείψει τον κόσμο Του;


Αυτός, λοιπόν, είν’ ο κόσμος μας. Ο κόσμος του Ιώβ. Κι αυτοί είναι οι φίλοι μας που μας περικυκλώνουν δασκαλεύοντάς μας. Ποιος ν’ αντέξει χωρίς να φτάσει στην απόγνωση, χωρίς να πει: καλύτερα να μην φέρει κανείς παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Ιώβ βγαίνει απ’ τη μάχη του με τον Θεό χωρίς νέα δεδομένα στο προσκήνιο, χωρίς υποσχέσεις ότι «όλα θα πάνε καλά». Δεν θα σας πω την απάντηση που επιλέγει ο πάστορας στο First Reformed, σας ενθαρρύνω να το δείτε. Ο Ιώβ όμως επιλέγει να ξαναφέρει παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο (42:13). Ακούμπησε τη χειρότερή του κόλαση, την απόγνωση της απουσίας του Θεού, τον τρόμο του παραλόγου και λέει, συνέχισε! Σήκω και πάλι! Κάνε παιδιά, κάνε καλοσύνες, κάνε το δίκιο, δώσε κληρονομιά και στα κορίτσια ακόμα (42:15), γιατί όχι; Τι κι αν δεν το έκανε κανένας άλλος μέχρι τώρα;


 


 


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 18, 2019 08:57

July 29, 2018

Ποιος θα πάρει την ευθύνη;

[image error]Τι γίνεται σε περιπτώσεις θανάτου όπου δεν μπορούμε να βρούμε τον ένοχο; Ή όπου όλοι είναι υποψήφιοι ενοχής; Μπορούμε απλά να θάψουμε τα θύματα και να προχωρήσουμε με τη ζωή μας; Μάλλον όχι. Κάτι εκκρεμεί. Τα τελευταία γεγονότα της μεγάλης πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική φανέρωσαν ξανά το πανάρχαιο ανθρώπινο βίωμα. Το ασήκωτο βάρος της ενοχής για τον θάνατο αθώων στα χώματά μας. Φταίμε εμείς που δεν απαιτήσαμε καλύτερη δόμηση, που δεν καθαρίσαμε τα ξερά χόρτα απ’ τις αυλές μας, που ψηφίσαμε αυτήν ή την άλλη την κυβέρνηση, και πάει λέγοντας. Ακόμα και εκδήλωση δημόσιας συγγνώμης οργανώθηκε στο διαδίκτυο για να διαχειριστεί η κοινωνία την ενοχή της. Ναι, κανένας από μας δεν πάτησε τη σκανδάλη να σκοτώσει αυτούς τους ανθρώπους και ταυτόχρονα κανένας από μας δεν νιώθει απολύτως καθαρός απέναντί τους. Ίσα ίσα, μας εξοργίζει οποιοσδήποτε βγάζει επιδεικτικά την ουρά του απέξω.


Από αρχαιοτάτων χρόνων παρατηρούμε ότι κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει το χύσιμο αθώου αίματος στη γη του. Δεν ήταν καθόλου ελαφρύ το γεγονός να πεθάνει αθώος άνθρωπος στη γη σου και κανείς να μην πληρώσει. Ο κόσμος είχε πλήρη συναίσθηση ότι η μίανση του θανάτου τον κάλυπτε κι αυτόν, δεν μπορούσε κανείς ατομικιστικά να εξαιρέσει τον εαυτό του. Η ενοχή αιωρείται και δεν ησυχάζει αλλά απαιτεί την τιμή του αίματος. Ποιος, όμως, θ’ αναλάβει την ευθύνη όταν δεν έχω τον ένα και μοναδικό δολοφόνο μπροστά μου; Πώς θα πλυθεί η συνείδηση του κόσμου για το έγκλημα που διαπράχθηκε στον τόπο του;


Στη Βίβλο, σε περίπτωση που υπάρχει θύμα και η ταυτότητα του άμεσου υπαίτιου δεν είναι ξεκάθαρη ή αγνοείται, η ευθύνη βρίσκεται ήδη στο κεφάλι των ηγετών του λαού, και συγκεκριμένα των ηγετών της πόλης στην οποία διαπράχθηκε το έγκλημα. Για να αθωωθούν, ακόμα κι αν αυτοί δεν ήταν οι άμεσοι αυτουργοί του εγκλήματος, χρειάζεται επειγόντως μια διαδικασία μέσω της οποίας οι ηγέτες αυτοί θα εξιλεωθούν, θα «πλυθούν», και θ’ αφαιρεθεί το κακό απ’ τον λαό του οποίου ηγούνται. Αλλιώς, το αίμα του νεκρού παραμένει στα δικά τους χέρια και συνεπώς ζημιώνεται ο Ισραήλ ολόκληρος τον οποίον αντιπροσωπεύουν.


Αυτή είναι η στάση του Δευτερονομίου στο κεφάλαιο 21 και χωρία 1-9. Ο συγγραφέας αναφέρει παραδειγματικά ένα περιστατικό όπου ένα πτώμα βρίσκεται στην ύπαιθρο ανάμεσα σε πόλεις και δεν μπορεί κανείς να ονοματίσει τον ένοχο, ή μάλλον όλοι είναι υποψήφιοι ενοχής. Το ζητούμενο σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι μια επ’ αόριστον αναζήτηση του ενόχου για να πάει η τιμωρία εκεί που πρέπει. Αυτό θα συνεχίσει να εκκρεμεί και μια τέτοια αναζήτηση δεν αποκλείεται να γίνεται παράλληλα με τη διαδικασία που περιγράφει η συγκεκριμένη περικοπή. Η διαδικασία που θα συζητηθεί εδώ δεν αντικαθιστά την τιμωρία του ενόχου όταν αυτός βρεθεί και κατηγορηθεί.


Το ζητούμενο της περικοπής είναι να εξαλειφτεί το κακό απ’ τον τόπο και να ησυχάσει ο λαός. Να ξεκαθαρίσει η πνευματική κρίση που δημιουργείται στην κοινότητα σε περιπτώσεις άλυτων φόνων. Πρέπει, λοιπόν, η γερουσία και οι κριτές των πόλεων να μετρήσουν την απόσταση της κάθε πόλης απ’ το πτώμα, και η ηγεσία της κοντινότερης πόλης ν’ αναλάβει δράση. Η παρουσία των κριτών είναι μάλλον απαραίτητη για να μην ξεκινήσουν ανεξέλεγκτες κατηγορίες από τη μια πόλη ενάντια στην άλλη. Το αθώο αίμα βρίσκεται τώρα στα χέρια της γερουσίας της πλησιέστερης πόλης και απαιτείται διαδικασία μέσω της οποίας μπορούν να αθωωθούν και ν’ απομακρύνουν την ενοχή απ’ τον λαό ολόκληρο.


Το ερώτημα «γιατί να βιώνει καν μια ένοχη συνείδηση κάποιος που δεν φόνευσε τον άνθρωπο;» είναι τελείως άτοπο. Δεν είναι παθολογικό αυτό το βίωμα αλλά περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα πάντα λειτουργούσε. Η παρουσία της τελετουργίας αυτής στη Βίβλο προσπαθεί να απαντήσει στο ανθρώπινο αυτό βίωμα και προσφέρει τρόπο ώστε να μην βουλιάξει ο λαός στην αλληλοκατηγορία, στο παθολογικά ασήκωτο βάρος μιας υπέρμετρης ενοχής, στο στοίχειωμα του τόπου και τέλος στη διάσπαση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη της.


Στην περικοπή φαίνεται η ενοχή εκείνου που μπορεί να κάνει κάτι για να την αποβάλει, της ηγεσίας δηλαδή, και φαίνεται επίσης και το βάρος της ενοχής που ο λαός επωμίζεται. Ο λαός καταδικάζεται με τις συνέπειες που ακολουθούν το αδίκημα που διαπράχθηκε, όχι λόγω του αδικήματος πλέον, αλλά λόγω της αδράνειας της διαδικασίας χειρισμού της ευθύνης από την ηγεσία της πόλης.


Η τελετουργία απαιτεί από τη γερουσία της πόλης τη συμβολική πράξη της θανάτωσης μιας δαμάλης που δεν έχει μπει σε ζυγό, σ’ έναν χείμαρρο με τρεχούμενο νερό που δεν έχει οργωθεί ή σπαρθεί. Εκεί, σε έναν τόπο ελεύθερο από ανθρώπινη επέμβαση, ακαλλιέργητο, η γερουσία τελεί την αναπαράσταση της θανάτωσης αθώου μεταφέροντας μ’ αυτό τον τρόπο την ενοχή της πράξης έξω απ’ τη γη τους και μακριά απ’ τον λαό. Εκεί πλένονται πάνω απ’ τη δαμάλη και διακηρύττουν εκ μέρους του λαού ότι δεν έχυσαν αυτοί το αθώο αίμα ούτε έχουν δει τον θύτη. Πιθανότατα, στην περίπτωση που οι πρεσβύτεροι ψεύδονται στη διακήρυξη της αθωότητάς τους, η νεκρή δαμάλη να συμβολίζει την ποινή που αναλογεί σ’ αυτούς.


Εδώ δεν πρόκειται για θυσία. Δεν βρισκόμαστε σε ναό ούτε τελείται από ιερείς η θανάτωση του ζώου. Είναι αποκλειστική ευθύνη της ηγεσίας να ομολογήσει δημόσια την αθωότητά της στο εν λόγω έγκλημα για να συγχωρεθεί, κάτι που αποκαθιστά και την εμπιστοσύνη του λαού προς την ηγεσία του, και η ηγεσία είναι αυτή που ζητά απ’ τον Θεό να μην καταλογίσει το έγκλημα στον λαό της. Είναι μοναδική αυτή η περίπτωση όπου γίνεται δέηση για εξιλέωση, όχι απ’ το ιερατείο, αλλά απ’ τη γερουσία. Η γερουσία είναι που φωνάζει στον Θεό «καπέρ» («κάλυψε»)!


Μ’ άλλα λόγια, η ένοχη συνείδηση του λαού είναι άμεσα εξαρτημένη απ’ τον χειρισμό του εγκλήματος απ’ την ηγεσία και μόνο. Δεν περνά απ’ το ιερατείο αλλά η ηγεσία είναι που λειτουργεί μεσιτικά. Η ηγεσία, ακόμα κι αν είναι αθώα, δεν είναι. Αθωώνεται όταν αναγνωρίσει την ενοχή που εδράζεται ανάμεσα στον λαό της καταστρέφοντας τον κοινωνικό της ιστό και προβεί στις ενέργειες εκείνες που θ’ αποκαταστήσουν την ισορροπία των πραγμάτων.


Κι αυτό είναι το σημαντικό. Ότι οι πρεσβύτεροι αυτοί διακηρύττουν την αθωότητά τους έχοντας δεδομένη την ενοχή τους! Δηλαδή αναγνωρίζουν ότι ακόμα κι αν θεωρούν τους εαυτούς τους αθώους, η ποινή οφείλεται απ’ αυτούς. Ξεκινούν από θέση ενοχής και μόνο η τελετουργία τους λυτρώνει, η χάρη που κομίζεται σ’ αυτούς από την κάλυψη του Θεού που δεήθηκαν. Δεν είναι αθώοι επειδή δεν διέπραξαν το έγκλημα. Το έγκλημα έγινε στη γη τους κάτω απ’ τη δική τους ηγεσία. Αυτό από μόνο του τους καθιστά ενόχους. Είναι αθώοι γιατί ο Θεός προνοεί τελετή αποκατάστασης.


Οι αρχαίοι ήξεραν πολύ καλά την ανικανότητα του ανθρώπου να γυρίσει σελίδα. Το αθώο αίμα κράζει απ΄ τη γη και ζητά να ησυχάσει. Και δεν εννοούμε τίποτα μαγικό παρά τη δικαίωση αυτών που απορρόφησαν τόσο πόνο χωρίς να το αξίζουν. Οι συγγενείς, οι φίλοι, η κοινότητα στοιχειώνεται απ’ τα εγκλήματα που μένουν απλήρωτα. Έπρεπε κάτι να γίνει, έστω και συμβολικό, αλλά λειτουργικό και κοινώς κατανοητό απ’ την κοινότητα.


Πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι το έγκλημα όντως μένει απλήρωτο παρόλο που η τελετουργία εξυπηρετεί την ομαλή συνέχιση της ζωής. Το θύμα παραμένει αδικοχαμένο. Εάν ο Θεός αφαιρεί την ενοχή απ’ τον λαό αλλά ταυτόχρονα και νομοτελειακά οφείλει κάποιος να πάρει την ποινή απάνω του, να φέρει αποκατάσταση στον αδικημένο, ποιος θα είναι αυτός; Αυτό που ουσιαστικά ζητά η γερουσία απ’ τον Θεό, είναι να το πάρει ο ίδιος απάνω του. Να αναλάβει αυτός την πληρωμή. Να απορροφήσει ο ίδιος την ενοχή που τους αφαιρείται. Να αποκαταστήσει αυτός όλα όσα χάθηκαν. Αυτή η κάλυψη δεν έρχεται ποτέ από άνθρωπο, ακόμα κι αν ο ένοχος βρεθεί τελικά και πληρώσει για το έγκλημά του, το έλλειμα σ’ αυτούς που έχασαν αθώους παραμένει.


Σαφώς και πρέπει να μάθουμε να επιβιώνουμε, έστω κι ακρωτηριασμένοι στην απουσία αποκατάστασης αλλά, προς Θεού, μη σβήσει το αιώνιο αίτημα της καταλλαγής. Και η ιστορία των πολιτισμών δείχνει ότι κανείς δεν μπορεί να το σβήσει.


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 29, 2018 14:19

June 16, 2018

Μια τρομακτική παρουσία στην Κιριάθ Ιαρίμ

[image error]Μετά από μια ανηφορική διαδρομή με το λεωφορείο από το Τελ Αβίβ προς την Ιερουσαλήμ κατέληξα σ’ έναν αρκετά ψηλό λόφο απέναντι απ’ το κέντρο της πόλης, ατενίζοντάς την απ’ τη δύση. Το μικρό αυτό χωριό που θα με φιλοξενήσει για ένα μήνα ονομάζεται Άμπου Γκος. Αυτό, όμως, δεν είναι το αρχικό του όνομα αλλά μια μεταγενέστερη αραβική ονομασία. Το εβραϊκό του όνομα είναι Κιριάθ Ιαρίμ.


Δεν ξέρω αν σας λέει κάτι το όνομα αυτό, αλλά αυτό είναι το μέρος όπου η Κιβωτός της Διαθήκης του Κυρίου επέλεξε να κατοικήσει για είκοσι περίπου χρόνια (Α΄ Σαμουήλ 7:2). Εννοείται πως η σύνδεση με τις αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης μ’ ενθουσίασε! Πώς κατέληξα, αλήθεια, κι εγώ να σκηνώσω στο ίδιο αυτό σημείο, εν αγνοία μου; Ξεκίνησα αμέσως την αναζήτηση εξακρίβωσης και διαπίστωσα ότι υπάρχει ομοφωνία στους μελετητές ότι αυτό είναι το συγκεκριμένο ιστορικό μέρος στο οποίο οι Γραφές αναφέρονται.


Τι είναι η Κιβωτός της Διαθήκης; Το μυστήριο και τρομακτικό αυτό δοχείο που σκορπούσε τον φόβο και τον πανικό; Σε αρκετά σημεία στη Βίβλο, η Κιβωτός της Διαθήκης λειτουργεί ως κύριος χαρακτήρας στην αφήγηση. Φυσικά είναι σύμβολο της θείας παρουσίας αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται ως πρόδρομος ενσάρκωσης και περιοδείας του Κυρίου εντός της γης Χαναάν.


Για την κατασκευή αυτού του αντικειμένου δόθηκαν λεπτομερείς οδηγίες στην Έξοδο 25:10-21 και πάνω απ’ αυτό το αντικείμενο αποφασίζει ο Θεός ότι θα συναντά και θα συνομιλεί με τον Μωυσή (Έξοδ 25:22, Αριθ 7:89). Αυτό το δοχείο συνοδεύει τον λαό Ισραήλ στην έρημο, αυτό το δοχείο ανοίγει τον Ιορδάνη ποταμό για να περάσει ο λαός στη γη (Ιησ 3-4) κι αυτό το δοχείο έχει την ικανότητα από μόνο του να κατατροπώνει τον εχθρό απλά και μόνο περιοδεύοντας γύρω απ’ αυτόν εφτά φορές (Ιησ 6)!


Ένα ασήμαντο έπιπλο, ένα απλό κουτί που θα μπορούσε εύκολα κανείς να το χειριστεί ως ένα διαχειρίσιμο εργαλείο και τίποτα άλλο, ήταν το ορατό αντικείμενο μέσω του οποίου ο Θεός αποφάσισε να δείξει την απόλυτη ελευθερία και αυτονομία του. Πώς; Φέρνοντας στην επιφάνεια την ανθρώπινη τάση υποτίμησης του ιερού ειδικά όταν το ιερό μοιάζει σε μας να είν’ ασήμαντο, ή «του χεριού μας». Το θέμα δεν είναι να θαυμάσουμε το μαγικό κουτί και τις ικανότητές του. Το θέμα είναι η υποτίμηση των ιερών πραγμάτων και ανθρώπων, η παραβίαση ιερών ορίων και το βιβλίο του Σαμουήλ θίγει εξ’ αρχής αυτό το ζήτημα ως μείζον.


Ο θάνατος στο βιβλίο του Σαμουήλ έρχεται ως κρίση στους υιούς του Ηλεί ακριβώς επειδή χειρίστηκαν τα ιερά ως διαχειρίσιμα κτήματά τους. Άρπαγες των προσφορών του λαού, άπληστοι κι αχόρταγοι με τα καλύτερα κομμάτια των κρεάτων (Α΄ Σαμ 2:12-17). Συνοψίζει ο συγγραφέας: «Έτσι, η αμαρτία αυτών των νέων ήταν πάρα πολύ μεγάλη ενώπιον του Κυρίου, γιατί δεν είχαν κανένα σεβασμό για τις θυσίες που προσφέρονταν σ’ αυτόν.» (Α΄ Σαμ 2:17) Το ιερό εκκοσμικεύεται για να τεθεί προς ιδιωτική χρήση. Και φυσικά, η απληστία στο φαγητό σηματοδοτούσε και τη σεξουαλική τους απληστία, ακόμα μια παραβίαση ορίων, μια έκφραση χειρισμού ανθρώπων ως αντικείμενα (2:22). Η κατάχρηση της εξουσίας των υιών του Ηλεί, η διαστρέβλωση του τρόπου με τον οποίον θα έπρεπε να σχετίζονται μ’ αυτούς που βρίσκονταν σε εξάρτηση απ’ τη δική τους πλεονεκτική θέση (είτε απλοί προσκυνητές ήταν αυτοί, είτε γυναίκες διακόνισσες στο ιερό) δηλώνει την υποτίμηση του ίδιου του Θεού. Ο Θεός ταυτίζεται με τα θύματα των ιερέων και διακηρύττει την ποινή του ωσάν η αδικία να ήταν ενάντια στον ίδιο: «Εγώ θα τιμήσω αυτούς που με τιμούν· κι αυτοί που με καταφρονούν θα ντροπιαστούν.» (2:30)


Σ’ αυτό το σημείο έρχεται η κιβωτός στο προσκήνιο ως κεντρικός χαρακτήρας στην αφήγηση, ως ένα κουτί που δεν είναι απλά κουτί, αλλά μια τρομακτική παρουσία. Ως μαγικό κουτί, διαχειρίσιμο, το φέρνουν οι Ισραηλίτες στη μάχη, αλλά αυτό αρνείται να τους εξυπηρετήσει (4:3-11). Ως μαγικό κουτί, διαχειρίσιμο, το αρπάζουν και οι Φιλισταίοι μήπως ο Θεός αυτός τώρα εξυπηρετήσει τον δικό τους στρατό (4:11). Ως πρόσωπο, μάλλον, παρά ως αντικείμενο η κιβωτός λειτουργεί ελεύθερα και επαναστατεί επιφέροντας πληγές σ’ αυτούς που την αιχμαλώτισαν (5:6). Αλίμονο σε όσους είδαν το κουτί μόνο ως κουτί. Αυτό το κουτί δεν θρυμματίζεται, όπως του Δαγών το άγαλμα (5:1-5) και κανένας βασιλιάς των Φιλισταίων δεν είναι ικανός να το τιθασεύσει.


Η ελευθερία της κιβωτού φαίνεται και στο γεγονός ότι επιλέγει προς τα πού θα κατευθυνθεί γεωγραφικά. Χωρίς οδηγό, σε μια άμαξα με δύο αγελάδες, οδεύει προς την Βαιθ-σεμές αλλά παρόλο που βρίσκεται ανάμεσα σε Ισραηλίτες τώρα, ούτε στην Ισραηλιτική εθνικότητα δεν είναι υποχείριο. Πλήθος κατοίκων της Βαιθ-σεμές σκοτώνονται, παρόλο που γιόρτασαν όταν είδαν την κιβωτό να καταφθάνει κοντά τους, επειδή «κοίταξαν μέσα στην κιβωτό του Κυρίου» (6:19). Σαν γυναίκα που τη βίασαν χωρίς τη συγκατάθεσή της εξεγείρεται. Ούτε βάσει εθνικότητας δεν κατοχυρώνεται αυτή η τρομακτική παρουσία αλλά ούτε βάσει ιερατικού αξιώματος. Λευίτες ήταν αυτοί που παρέλαβαν την κιβωτό στην Βαιθ-σεμές αλλά η κιβωτός δεν φαίνεται να είναι ούτε στην ιεροσύνη υπόλογη, γεγονός που γεννά το προφανές ερώτημα στα χείλη των Ισραηλιτών: «Ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά στον Κύριο, στον άγιο αυτόν Θεό;» (6:20).


Αποφασίζει, λοιπόν, η κιβωτός, χωρίς εξηγήσεις κι αιτίες να αναπαυθεί εδώ, στον λόφο της Κιριάθ Ιαρίμ, στο σπίτι ενός άγνωστου Αβιναδάβ και να μείνει στο βουνό αυτό για μια εικοσαετία έως τη στιγμή που ο Δαβίδ θα τη μετακινήσει προς την ανατολή, με φόβο και τρόμο, χωρίς υποτίμηση αλλά αναγνώριση σ’ αυτήν μιας μη τιθασεύσιμης ελευθερίας, όπως ακριβώς αρμόζει σ’ ένα πρόσωπο.


Χαιρετισμούς, λοιπόν, από Κιριάθ Ιαρίμ, με μια υπενθύμιση ότι η τρομακτική ελευθερία του Θεού μας αναπαύεται εκεί που θέλει, αλλά δεν είναι κανενός μας το μαγικό κουτί.


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 16, 2018 13:45

March 26, 2018

Η Ανάσταση της Μάρθας

[image error]


«Κύριε αν ήσουν εδώ ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε» (Κατά Ιωάννην 11:21).


Στη φωνή της Μάρθας συνοψίζεται το παράπονο του κόσμου όλου. Η πανάρχαια αυτή κραυγή που θεωρεί αυτονόητο ότι ο πόνος κι η παρουσία του Θεού είναι πράγματα ασύμβατα. Εάν ήταν ο Κύριος παρών δεν θα μας έπνιγε το αβάσταχτο πένθος, δεν θα θάβαμε τ’ αδέλφια μας. Η απουσία σου, λοιπόν, φταίει. Πού είσαι όταν ξεψυχούν οι άνθρωποι στα χέρια μας; Πού είσαι όταν σκεπάζουμε τα άψυχα κορμιά τους; Αν ήσουν εδώ τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα συνέβαινε.


Μέσα απ’ τα θολά από τα δάκρια μάτια, καταφέρνει να ψελλίσει και την επόμενή της πρόταση: «αλλά, ακόμα και τώρα… μπορείς….» Αυτή της η φράση φανερώνει ότι αυτή, τουλάχιστον, είν’ ακόμα ζωντανή. Δεν πέθανε μαζί με τον αδελφό της. Η παραίτησή και η ενθρόνιση του κακού, του πόνου, του θανάτου ως νικητή εχθρού, ως οριστική ταφόπλακα στην ανθρώπινη ύπαρξη, θα πιστοποιούσε τον θάνατο και των ζωντανών. Ζω σημαίνει ότι, βασανιστικά και ζορισμένα, με βεβαιότητα αμφίβολη, μπορώ ν’ αρθρώσω ένα «αλλά, ακόμα και τώρα…», κι ό,τι γίνει.


Αν κατέληγα στον μηδενισμό θα ησύχαζα, δεν θα είχα ενστάσεις κατόπιν μιας τέτοιας συμφιλίωσης με το μηδέν. Το βάσανό μου έγκειται ακριβώς στην αδυναμία μου, παρά των βιωμάτων τόσου πόνου, να τα βρω με το μηδέν. Γι αυτό εσύ πάντα θα φταις, φταις γιατί δεν ήσουν εδώ και πάντοτε θα απαιτώ να είσαι εδώ ακόμα και με την τελευταία επιθανάτια πνοή μου.


«ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται . . . » (11:25) της απαντά ο Ιησούς. Εδώ δεν μιλάμε για την πίστη του Λαζάρου. Ούτε καν για τη δική του ανάσταση. Η Μάρθα είναι που πιστεύει κι ανασταίνεται. «Πιστεύεις τούτο;» τη ρωτά ο Ιησούς. Άσε τον Λάζαρο Μάρθα. Εσύ είσαι ζωντανή; Είσαι ζωντανή μπροστά στη θέα ενός κόσμου που πεθαίνει; Είσαι ζωντανή ακόμα και μέσα στον δικό σου θάνατο; Η ανάσταση του Λαζάρου είναι το δώρο, ένα πρωτογέννημα, ένα σύμβολο της ανάστασης της Μάρθας που κρατά μαχητικά ένα «ακόμα και τώρα μπορείς, Κύριε.» Η ανάσταση του Λαζάρου είναι σε μικρογραφία η απάντηση του Χριστού σ’ αυτούς που πείσμωσαν μέχρι τέλους ότι εκκρεμεί μια απάντηση απ’ αυτόν.


Η Μάρθα βιώνει ανάσταση προτού τη δει, προτού τη ψηλαφίσει, προτού να φτάσει ο Κύριος στο μνήμα των νεκρών για να πραγματώσει το θαύμα του. Η Μάρθα ανασταίνεται πριν την ανάσταση σωμάτων, γιατί μόνο οι ζωντανοί είναι που θα ζήσουν. Πώς τους αναγνωρίζεις αυτούς; Απ’ το ασυμβίβαστο παράπονό τους «αν ήσουν εδώ…» και απ’ την ανεξήγητη εμμονή τους «ακόμα και τώρα, Κύριε. Τίποτα δεν τελείωσε ακόμα.»


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 26, 2018 14:34

February 4, 2018

Για ένα όνομα

[image error]Και ποιος δεν έχει ακούσει την αρχέτυπη αυτή ιστορία του πύργου της Βαβέλ; Παράξενη ιστορία που πάντα αποτελούσε μυστήριο για όσους αποπειράθηκαν να τη μελετήσουν, να τη χρονολογήσουν, να εξακριβώσουν γιατί γράφτηκε, σε ποιους απευθύνεται και τι μήνυμα είχε ο συγγραφέας να μεταδώσει καταγράφοντάς την.


«Αρχικά οι κάτοικοι της γης μιλούσαν όλοι μία γλώσσα και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες λέξεις» (11:1). Αυτό, όμως, χρειάζεται εξήγηση, εφόσον ήδη στο 10:5, 20 και 31 το κείμενο μας είπε για τους απογόνους του Νώε, πως χωρίστηκαν κατά τις γλώσσες τους. Άρα, βλέπουμε εδώ ότι δεν είναι πάντα χρονολογική η τοποθέτηση των κειμένων στη Βίβλο αλλά θεματική. Ο συγγραφέας θέλει να μας πάει πίσω στην αρχή για να εστιάσουμε σε ένα σημείο των καταβολών του ανθρώπινου πολιτισμού και να το εξηγήσει.


Στη Γένεση, γενικά, ο συγγραφέας δουλεύει μ’ ένα μοτίβο που δείχνει εναλλάξ το ακόλουθο σχήμα: «εξάπλωση χάρης – εξάπλωση κρίσης» ή «δημιουργία – αντιδημιουργία». Μετά την κρίση του κατακλυσμού μας δείχνει την ευλογία να έρχεται, τους ανθρώπους να λαμβάνουν την οδηγία για ν’ αυξηθούν και να κατακλύσουν τη γη με τις φυλές τους, τις γλώσσες του κ.ο.κ. (9:1). Παρουσιάζονται να το κάνουν. Η εξάπλωση των ανθρώπων κι η ποικιλομορφία των λαών παρουσιάζεται θετικά στο κεφάλαιο 10 και ως φυσικό επακόλουθο της ευλογίας. Τώρα, όμως, ο συγγραφέας θα παρουσιάσει την ανθρώπινη αντίσταση σ’ αυτή τη φυσική ροή των πραγμάτων. Θα μας δείξει τον διασκορπισμό των ανθρώπων και τη διαφοροποίηση των γλωσσών απ’ τη σκοπιά της κρίσης και ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης ύβρης, αλαζονείας και φιλοδοξίας.


Επομένως, αυτό το φαινόμενο ερμηνεύεται τόσο θετικά (Γεν 10) όσο και αρνητικά (Γεν 11). Η εξάπλωση κι η ποικιλομορφία που προκύπτει στην αύξηση είναι κάτι όμορφο και θεμιτό, αλλά ταυτόχρονα είναι και κάτι στο οποίο ο άνθρωπος θέλει με φόβο και ανασφάλεια ν’ αντισταθεί, όπως η ιστορία θα φανερώσει. Το βιώνει ως απειλή.


Βρισκόμαστε στη γη Σεναάρ (σημιτικός τρόπος αναφοράς στη Σουμερία), δηλαδή, στο νοτιότερο μέρος της Μεσοποταμίας, περιοχή που συνδέεται με τη Βαβυλώνα. Επίσης, οι ψημένοι πλίνθοι, αντί πέτρας, είναι το υλικό της περιοχής της Βαβυλωνίας που διαφέρει απ’ αυτό των Ισραηλιτών (στην Παλαιστίνη οι άνθρωποι έκτιζαν με πέτρες). Αυτή η τοποθεσία είναι ίσως και μια ένδειξη για μας για το πότε καταγράφηκε αυτή η ιστορία και για ποιον λόγο. Ίσως ήθελε να κτυπήσει τη Βαβυλώνα και την ύβρη της όταν η Βαβυλώνα κατέστρεψε τον ναό της Ιερουσαλήμ και πήρε ένα μέρος των Ισραηλιτών εξόριστων εκεί. Είναι, όμως, δύσκολο να χρονολογήσουμε ακριβώς την καταγραφή της γιατί θα ταίριαζε με πολλές πολιτικές περιόδους στη Μεσοποταμία και γι αυτό ακριβώς έφτασε μέχρι και σε μας σήμερα. Επειδή για αιώνες οι άνθρωποι θεώρησαν και θεωρούν ακόμα ότι μιλά σ’ αυτούς.


Σκοπός των ανθρώπων αυτών είναι να κτίσουν μια πόλη κι έναν πύργο, αλλά είναι χρήσιμο εδώ να θυμόμαστε ότι εντός του βιβλίου της Γένεσης, οι άνθρωποι αυτοί έχουν τη μνήμη του κατακλυσμού, έχουν βιώσει την απειλή της θείας κρίσης, και το σχέδιο τους τώρα ίσως κρύβει μια φοβική προσπάθεια αποφυγής παρόμοιου συμβάντος.


Τα σπουδαία οικοδομικά έργα στην αρχαιότητα ήταν ο στόχος των μεγάλων βασιλιάδων. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδείκνυαν τη δύναμή τους και την υπερίσχυσή τους έναντι των εχθρών τους. Έδειχναν, επίσης, την εύνοια που τους είχαν οι θεοί, και, τέλος, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα κρατούσαν τ’ όνομά τους στην ιστορία. Γίνονταν, δηλαδή, μέσω της φήμης τους αθάνατοι (βλ. π.χ. το Έπος του Γκιλγκαμές). Ο Ναβουχοδονόσορας, βασιλιάς της Βαβυλώνας, για παράδειγμα, έγραψε το όνομά του σε κάθε πεντηκοστό τούβλο όταν ανακαίνισε τα κτίριά της πόλης του.


Τι ακριβώς να ήταν, όμως, αυτός ο πύργος στον οποίο αναφέρεται εδώ το κείμενο; Γνωρίζουμε ότι παρόμοιοι πύργοι κτίζονταν στις πιο σημαντικές πόλεις της Μεσοποταμίας, τα λεγόμενα ζιγκουράτ. Τα αρχαία κείμενα (π.χ. Ενούμα Έλις) μας δείχνουν ότι το πρώτο ζιγκουράτ ήταν πύργος ή ναός που έκτισαν οι θεοί με πλίνθους προς τιμήν του θεού Μαρντούκ μετά τη νίκη του έναντι της Τιάματ. Σε μια κίνηση «απομυθοποίησης», όμως, ο βιβλικός συγγραφέας παρουσιάζει το πρώτο ζιγκουράτ να φτιάχνεται από απλούς ανθρώπους που παρεξήγησαν μάλλον τα πεπερασμένα τους όρια και πίστεψαν στη «θέωσή» τους.


Το ζιγκουράτ συμβόλιζε μια σκάλα προς τον ουρανό και το σχήμα του αντιπροσώπευε το άγιο βουνό στο οποίο οι θεοί κατοικούσαν. Για να τους συναντήσει κανείς έπρεπε να ανεβεί στο βουνό αυτό, να εισέλθει, δηλαδή, σε μια άλλη σφαίρα. Τη σφαίρα των θεών. Σ’ ένα επίπεδο αρκετά ψηλό ώστε να υψώνεται πάνω απ’ τα ύδατα των κατακλυσμών και του χάους που επικρατούν ή θα μπορούσαν να επέλθουν ξανά στον κόσμο.


Πουθενά, όμως, στην ιστορία μας δεν φαίνεται η επιθυμία συνάντησης των ανθρώπων αυτών με τον Θεό. Σκοπός τους είναι να κάνουν όνομα για τον εαυτό τους και να μην διασκορπιστούν στη γη. Σκοπός τους είναι, ανεξάρτητα απ’ τον Θεό, την καθοδήγησή του ή την άδειά του, αλλά μόνο με τα τεχνολογικά τους μέσα να φτάσουν στα ουράνια, ουσιαστικά να γίνουν σαν θεοί. Μάλλον να τον αντικαταστήσουν ήθελαν παρά να τον συναντήσουν.


Πρέπει να κατανοηθεί, λοιπόν, η ιστορία αρχικά σε συνάρτηση με την ιστορία της πτώσης στην Εδέμ όπου οι άνθρωποι είχαν ήδη κάνει μια απόπειρα να γίνουν σαν θεοί. Στην περίπτωση της Βαβέλ, ένας πύργος που η κορυφή του θα φτάνει στα ουράνια παραπέμπει πάλι σε τέτοια φιλοδοξία. Άρα η ιστορία αφορά την ανθρώπινη φύση. Είναι πρώτα απ’ όλα μια κριτική στον εαυτό που επιδιώκει με περηφάνια μια τεχνητή αυτόνομη «θέωση» στην ασφάλεια της συσπείρωσης της μάζας. Εκεί επιδιώκει ο άνθρωπος να βρει την ταυτότητά του, την αξία του, τη φήμη του.


Όλα αυτά αποτελούν ξεκάθαρη εναντίωση στις θείες προθέσεις για τον κόσμο, στο σχέδιο αγκαλιάσματος των «εσχάτων της γης», στην οδηγία του Θεού να αυξηθούν και να γεμίσουν τη γη η οποία τους δόθηκε στο 1:28 αλλά και μετά τον κατακλυσμό, ως μια δεύτερη απόπειρα δημιουργίας στο 9:1. Το όραμα ενός κόσμου που θα εξαπλωθεί οργανικά και θα αγκαλιάσει την ποικιλομορφία που θα προκύψει απ’ αυτό απορρίπτεται.


Το φαινόμενο της μιας γλώσσας (11:1, 6) ήταν γνώρισμα των μεγάλων αυτοκρατοριών. Επιβαλλόταν για να ελέγχουν οι αυτοκράτορες τους υπήκοούς τους και κυρίως τους αιχμαλώτους που αποκτούσαν από διάφορους ξένους λαούς που είχαν κατακτήσει. Ειδικά οι Ασσύριοι βασιλιάδες  παινεύονταν ότι έκαναν όλους τους ανθρώπους τους να έχουν «ένα στόμα», μια γλώσσα δηλαδή. Άρα εδώ η επιμονή στη μία γλώσσα παραπέμπει σε κυριαρχική ατζέντα επιβαλλόμενη στους λαούς.


Σ’ αυτήν την ατζέντα ο συγγραφέας απαντά σατιρικά παρουσιάζοντας τον Θεό να αναγκάζεται να κατέβει στο χαμηλό τους επίπεδο. Η αλαζονική επιθυμία τους να αντικαταστήσουν τον Θεό δεν καταφέρνει να τους ανεβάσει ούτε σπιθαμή στο επίπεδό του. Παραμένουν αβοήθητοι, μικροί κι ασήμαντοι μπροστά του. Ειρωνική είναι κι η φράση του «ορίστε, τίποτα δεν θα τους είναι αδύνατο τώρα», σαν διεισδυτικός αντίλαλος των αξιώσεών τους. Μοιάζει μ’ αυτό που είπε κάποτε και για τον Αδάμ: «ορίστε, ο άνθρωπος τώρα έγινε σαν κι εμάς» (3:22).


Η κατάβαση του Θεού παραπέμπει και στην ιστορία των Σοδόμων, όπου ο Θεός κατεβαίνει ανταποκρινόμενος στην ανάβαση της κακίας που έφτασε μέχρι τον ίδιο: «ας κατέβω να δω τι έπραξαν» (18:21). Αυτό το «ας κατεβούμε» προϊδεάζει ότι δεν θα τελειώσει καλά η ιστορία.


Η σύγχυση της γλώσσας τους έχει ως επακόλουθο τη μη κατανόηση του ενός από τον άλλον. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα ζιγκουράτ κτίζονταν από ανθρώπους όλων των λαών της αυτοκρατορίας οι οποίοι θα έπρεπε να οργανωθούν και ν’ ακούουν τις οδηγίες των ανωτέρων τους για να διεκπεραιώσουν αυτό το τεράστιο οικοδομικό έργο, τότε μια διακοπή στην επικοινωνία κάνει ολόκληρο το σύστημα της αυτοκρατορίας να καταρρεύσει. Όχι μόνο λεκτικά αλλά γενικότερα, επικοινωνιακά και ενωτικά. Αν έρθει η διάσπαση στην ενότητα, στην ομοιογένεια της αυτοκρατορίας, επικρατεί σύγχυση στις δομές της. Μπορεί να σταθεί; Μπορεί να συνεχιστεί η επιβολή της εξουσίας από πάνω προς τα κάτω; Μπορούν οι εντολές των βασιλιάδων, των ιερέων, των αξιωματικών να ακολουθούνται και να διεκπεραιώνονται; Η βάση μιας τέτοιας ηγεσίας και των βλέψεών της για κατάκτηση του κόσμου καταρρέει στη στιγμή. Άρα, κατά κάποιο τρόπο, ο Θεός κάνει χάρη που διασκορπίζει τους ανθρώπους σ’ όλη τη γη για να τους σώσει απ’ την τυραννία της αφύσικης επιβεβλημένης κυριαρχίας των σπουδαίων κέντρων της αρχαιότητας. Αντί να τους εξοντώσει όπως τα Σόδομα, τους σπρώχνει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάνε, να γεμίσουν τη γη.


Το λογοπαίγνιο που ακολουθεί, λοιπόν, έχει να κάνει με τη γελοιοποίηση της Βαβυλώνας και την ακύρωση της αλαζονικής αυτής ονομασίας. Τ’ όνομα Βαβέλ που σήμαινε «πύλη του θεού» συνδέεται τώρα με τη ρίζα βαλάλ (σύγχυση). Αντί να δηλώνει οποιαδήποτε σχέση της Βαβυλώνας με την υπερβατική σφαίρα, το όνομά της ταυτίζεται με το χάος και την ανικανότητα οργάνωσής της. Δεν έχει τον Θεό με το μέρος της. Aντίθετα, εναντιώνεται στον Θεό και επιφέρει σύγχυσή στον εαυτό της, την αρχή του τέλους της.


Η ιστορία είναι μια κριτική στις πολιτικές δυνάμεις της εποχής και με έντονο σαρκασμό προσπαθεί να τις υποσκάψει. Συνήθως αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αδύναμοι λαοί ή οι μειονότητες ή οι αποικίες αντιστέκονται στις μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής τους. Καταγράφουν την ιστορία των απαρχών ως απάντηση σ’ αυτό που παρατηρούν να γίνεται και να επαναλαμβάνεται στον κόσμο: την ύβρη, την αλαζονεία του αυτόνομου ανθρώπου, το δικό του όνομα. Η ιστορία, όμως, δεν καταγράφεται για τους κακούς Βαβυλώνιους. Ο συγγραφέας την καταγράφει για τον δικό του τον λαό, τον Ισραήλ, που επαναπαύθηκε στη δύναμη και στο όνομα που αντλούσε απ’ τον δικό του πύργο, απ’ τον ναό του, το εκλεκτό του έθνος, τη δική του «πύλη του Θεού». Θα συνεχίσει στο κεφάλαιο 12 για να τους διδάξει τι εστί όνομα και πώς το αποκτά κανείς. Πώς θα μείνει κανείς στην ιστορία; Πώς θα αποκτήσει ένδοξη φήμη που θ’ αντέξει μετά θάνατον; Ποια είναι η εναλλακτική στην αυτοκρατορία;


Η απάντηση τελικά θα είναι ένας άνθρωπος που δεν θα συσπειρωθεί με τη μάζα αλλά θα την εγκαταλείψει σε υπακοή μιας κλήσης που φαίνεται να τον οδηγεί μακριά απ’ την ασφάλεια των πολλών, της οικογένειας και του λαού του. Μια φωνή θα τον οδηγήσει πέραν των συνόρων της αυτοκρατορίας των Χαλδαίων προς το άγνωστο, προς ένα παγκόσμιο όραμα ευλογίας όλων των φυλών της γης. Το όνομά του δεν θα ξεχαστεί ποτέ: Αβραάμ.


«Φύγε από τη χώρα σου, από τους συγγενείς σου κι από το σπίτι του πατέρα σου, και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω…. Θα κάνω το όνομά σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους…. Μ’ εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης». (Γένεση 12:1-3)


 


 


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 04, 2018 13:20

December 17, 2017

Γιατί στη Βηθλεέμ;

[image error]


Όταν οι μάγοι απ’ την ανατολή ξεκινούν για να πάνε να προσκυνήσουν τον νέο βασιλιά του Ισραήλ, πάνε, ως αναμενόμενο, στη βασιλική πόλη, την Ιερουσαλήμ (Ματ 2:1). Στην Ιερουσαλήμ, όμως, την λεγόμενη πόλη του Δαβίδ, κάθεται άλλος βασιλιάς. Ο Ηρώδης. Η βασιλική εξουσία ανήκει στον Ηρώδη, η αναγνώριση, το μεγαλείο. Γι αυτό και ταράζονται όλοι στην ιδέα ότι ετοιμάζεται άλλος βασιλιάς, έξω απ’ την Ιερουσαλήμ (2:3). Οι ιερείς πληροφορούν τον Ηρώδη ότι ο τόπος που θα δώσει τον Μεσσία, δεν είναι η Ιερουσαλήμ, αλλά η Βηθλεέμ, επειδή αυτό προφήτευσε ο προφήτης Μιχαίας: «καὶ σὺ Βηθλέεμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.» (2:6)


Συχνά ο θαυμασμός μας γι αυτήν την πόλη, για την αναφορά που κάνει ο Ματθαίος στο ευαγγέλιο του σ’ αυτήν, περιορίζεται στο γεγονός ότι ο προφήτης Μιχαίας εκατοντάδες χρόνια πριν μπόρεσε ως εκ θαύματος να προφητέψει ακόμα και το μέρος στο οποίο θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Και η ικανοποίησή μας τελειώνει εκεί γιατί τώρα μπορούμε να αποδείξουμε με βεβαιότητα ότι ο Ιησούς είναι ο πραγματικός Μεσσίας, εφόσον το προείπαν οι γραφές. Δηλαδή, το θαύμα της έγκυρης πρόβλεψης, είναι το στοιχείο που μας εντυπωσιάζει.


Το πιο σημαντικό, όμως, με τις προφητείες δεν είναι το γεγονός ότι βγαίνει αληθινό αυτό που προλέγουν (αυτό και σε μια καφετζού, μια αστρολόγο ή μια χαρτορίχτρα μπορεί να μας εντυπωσίαζε). Το πιο σημαντικό είναι το μήνυμα της προφητείας; Το περιεχόμενο. Γιατί ο Μιχαίας αναφέρει τη Βηθλεέμ; Γιατί επιλέγει να μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο για να μας πει για τον Μεσσία; Τι ακριβώς λέει για τον Μεσσία αυτή η αναφορά; Μας κατατοπίζει απλά γεωγραφικά ή υπάρχει κάτι βαθύτερο εδώ πέρα;


Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να φύγουμε λίγο απ’ τον Ματθαίο και να ταξιδέψουμε πίσω στην εποχή του Μιχαία, στον 8ο αιώνα π.Χ. για να δούμε τι ήταν αυτό που ώθησε τον προφήτη να μιλήσει για τη Βηθλεέμ.


Το βιβλίο του Μιχαία

Ο Μιχαίας στο βιβλίο του ασχολείται με πόλεις. Οι πόλεις είναι σύμβολα των κατοίκων τους ή των ηγετών τους. Ο πρόλογος του βιβλίου λέει ότι ο Κύριος απευθύνεται σε δύο πόλεις, τη Σαμάρεια και την Ιερουσαλήμ (1:1). Η Σαμάρεια είναι η πρωτεύουσα του βόρειου βασιλείου, του Ισραήλ δηλ., και η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα του νότιου βασιλείου, του Ιούδα.


Το μήνυμα ξεκινά με την αναγγελία ότι ο Κύριος έρχεται σ’ αυτές τις πόλεις. Κι εκεί που θα νόμιζε κανείς ότι η επίσκεψη του Θεού σ’ αυτές τις πόλεις είναι θετική, ότι έρχεται για την ασφάλειά τους, φαίνεται αμέσως ότι ο ερχομός του έχει σκοπό την κρίση των πόλεων αυτών. Κατεβαίνει απ’ τον τόπο του και πατάει στα ύψη της γης, προς υπεράσπιση του λαού Του; Όχι! Όλα θα διαλυθούν και θα σαλευτούν, λέει ο προφήτης «διὰ ἀσέβειαν Ιακωβ πάντα ταῦτα καὶ διὰ ἁμαρτίαν οἴκου Ισραηλ – τίς ἡ ἀσέβεια τοῦ Ιακωβ οὐ Σαμάρεια καὶ τίς ἡ ἁμαρτία οἴκου Ιουδα οὐχὶ Ιερουσαλημ» (1:5).


Βλέπουμε τις πόλεις αυτές να παίρνουν κι άλλες πόλεις μαζί τους στην καταστροφή. Αυτό μας το λέει ο Μιχαίας στο 1ο κεφάλαιο όπου απαριθμεί κι ένα σωρό άλλες πόλεις (προσωποποιημένες κι αυτές) που θα κλάψουν και θα υποφέρουν με την καταστροφή της Σαμάρειας αρχικά (απ’ τους Ασσύριους το 722 π.Χ.). Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ θ’ ακολουθήσει αργότερα απ’ τους Βαβυλώνιους το 586 π.Χ.


Γιατί, λοιπόν, αυτή η κρίση; Τι έκανε η Σαμάρεια και πρέπει να πληρώσει τόσο ακριβά; Ο Μιχαίας μας μιλά για την εκμετάλλευση που συμβαίνει εκεί, για την απληστία των ανθρώπων να αποκτήσουν περισσότερα και περισσότερα. Ξεγελούν ο ένας τον άλλον για το κέρδος. Αρπάζουν τις περιουσίες των ανθρώπων χωρίς καμία στενοχώρια, καταπιέζουν τις γυναίκες του λαού, και αυτά είναι μόνο λίγα παραδείγματα.


Η δύναμη που συνοδεύει αυτήν τη σπουδαία και πλούσια πόλη δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει τελικά την ψευδαίσθηση στον άνθρωπο ότι ο συνάνθρωπός του δεν είναι τίποτα το ιερό αλλά είναι αντικείμενο προς χρήση. Την ψευδαίσθηση ότι ο συνάνθρωπός του δεν έχει δημιουργό και Κύριο από πίσω του, αλλά είναι έρμαιο προς εκμετάλλευση στα δικά του τα χέρια. Δεν μπορεί παρά να μου θυμίσει τις πρόσφατες αποκαλύψεις για ανθρώπους με δύναμη και εξουσία, όπως ο Harvey Weinstein στο Hollywood, ο Bill Cosby, ο Kevin Spacey, οι οποίοι δεν δίστασαν να θεωρήσουν κτήμα τους και δικαίωμά τους να εκμεταλλευτούν άλλους ανθρώπους μόνο απλά επειδή μπορούσαν, επειδή δεν τόλμησε κανείς να αντισταθεί στη χειραγώγησή τους. Ο ίδιος ο κόσμος μας σήμερα, του 21ου αιώνα, δεν διστάζει να εξαγγείλει καταδίκη ενάντια σε τέτοιους ανθρώπους, πόσο μάλλον ο Θεός του οποίου δημιουργήματα είναι ο κάθε άνθρωπος που αδικείται και κτήμα του είναι η γη του Ισραήλ την οποία αρπάζουν με απληστία απ’ τον φτωχό. Πόσο μάλλον Αυτός θα φέρει κρίση στον λαό Του.


Πρόσφατα διαβάσαμε τις συνεντεύξεις που πήραν δημοσιογράφοι από κάποια απ’ τις εκατοντάδες μικρά κοριτσάκια που απαγάγουν οι Μπόκο Χαράμ στην Νιγηρία και που κατάφεραν να δραπετεύσουν. Μίλησαν για την εκμετάλλευση, τους βιασμούς, τη στράτευσή τους όπου με το ζόρι τις ζώνουν εκρηκτικά για να σκοτώσουν κόσμο στις αγορές, στους ναούς και στις πλατείες. Γιατί ο Θεός να μην είναι εξοργισμένος με αυτά; Τι δίνει στον άνθρωπο την ψευδαίσθηση ότι ο Θεός παραβλέπει τέτοια αίσχη; Γιατί μας ενοχλεί ένας οργισμένος Θεός; Γιατί να μην κράζει, δια στόματος του προφήτη του για παρόμοια καταπίεση ενάντια στις γυναίκες του λαού του; «Τὰς γυναῖκας τοῦ λαοῦ μου ἐξώσατε ἀπὸ τῶν τερπνῶν αὐτῶν οἴκων· ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν ἀφηρέσατε τὴν δόξαν μου διαπαντός» (Μιχ 2:9).


Ξαφνικά, μέσα σ’ αυτή την κοινωνική απελπισία των δύο πόλεων, ένα συναίσθημα που εύκολα μπορούμε να νιώσουμε ξοδεύοντας λίγα λεπτά παρακολουθώντας τις ειδήσεις του κόσμου, ή ανοίγοντας το Facebook, μέσα σ’ αυτήν την απόγνωση εισβάλλει μια παράξενη φωνή, μια φωνή από έναν άλλο κόσμο που κανείς δεν θα περίμενε, που τίποτα από τη γήινη εμπειρία του προφήτη, απ’ αυτά που παρατηρεί να γίνονται γύρω του δεν τον προετοιμάζει ούτε υπάρχει κάποια ελπιδοφόρα ένδειξη που να έβαλε αυτά τα εξωκόσμια λόγια στο στόμα του προφήτη. Μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα, λοιπόν, ακούγεται μια παράξενη διαφορετική φωνή στα δύο τελευταία εδάφια του κεφαλαίου 2: θα σε ξαναμαζέψω Ισραήλ, θα ξαναφέρω το υπόλοιπο σου πάλι στη στάνη μου. Ο βασιλιάς τους θα τους οδηγήσει έξω απ’ την πύλη, ο Κύριος θα είναι μπροστά επικεφαλής τους (παράφραση του 2:12-13).


Η εικόνα που δημιουργείται εδώ, είναι η εικόνα μιας νέας εξόδου, όπου το υπόλοιπο του λαού του Θεού, τώρα, θα βγει ξανά μέσα απ’ τις πύλες της ξένης πόλης στην οποία θα βρίσκεται εγκλωβισμένος για να οδηγηθεί στην ασφάλεια της ποίμνης του Κυρίου. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η πόλη απ’ της οποίας τις πύλες θα εξέλθουν δεν ονομάζεται. Αρκετοί υποθέτουν ότι μιλά για τη Βαβυλώνα όπου ο λαός θα εξοριστεί και από την οποία κάποια στιγμή θα γίνει η επιστροφή προς την Ιερουσαλήμ, αλλά εδώ δεν αποκλείεται η πόλη απ’ την οποία τελικά θα εξέλθουν να είναι η ίδια η  αγαπημένη τους Ιερουσαλήμ. Γιατί; Επειδή η Ιερουσαλήμ συμβολίζει για τον Μιχαία την ίδια την αμαρτία. Θυμίζω ότι ήδη στο πρώτο κεφάλαιο και εδάφιο 5 ο προφήτης ονομάζει την Ιερουσαλήμ «αμαρτία» κατά τους Ο΄ ή «τόπο ειδωλολατρίας» κατά το εβραϊκό κείμενο. Επίσης, κάθε φορά που ο Μιχαίας αναφέρει πύλες πρόκειται γι αυτές της Ιερουσαλήμ (1:9, 12, 2:13), όχι κάποιας άλλης πόλης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έρχεται ο Θεός να φέρει έξοδο, όχι μόνο με τη γεωγραφική έννοια, αλλά με τη βαθύτερη έννοια, αυτή που πραγματικά καίει τον Μιχαία: έξοδο απ’ τη σφαίρα της κυριαρχίας της αμαρτίας που τους εγκλωβίζει. Αυτή, λοιπόν, η ξένη φωνή, η εξωκόσμια, έρχεται να διαβεβαιώσει όσους νιώθουν απελπισμένοι, ανήμποροι, παράλυτοι, καταπιεσμένοι μπροστά στο κακό του βιώματός τους ότι η σωτήρια ενέργεια του Θεού, αυτή που έρχεται απ’ τον ίδιο τον Θεό κι όχι από ανθρώπινο ηγέτη, είναι ικανή να δημιουργήσει μέλλον πέραν της κρίσης, πέραν της ανθρώπινης αμαρτίας και της εγωιστικής αλληλοεξόντωσης. Είναι ικανή να ανοίξει ορίζοντα εκεί που τα αδιέξοδα κλείνουν το πεδίο όρασης των παιδιών του Θεού.


Η Ιερουσαλήμ από άγια πόλη, μια πόλη του Θεού, κατάντησε μια πόλη του ανθρώπου, κτισμένη από χέρια αμαρτωλά και όχι εκείνα του Κυρίου. Λέει ο Μιχαίας σ΄αυτούς που την κυβερνούν: «Ἀκούσατε λοιπὸν τοῦτο, ἀρχηγοὶ τοῦ οἴκου Ἰακὼβ καὶ ἄρχοντες τοῦ οἴκου Ἰσραήλ, οἱ βδελυττόμενοι τὴν κρίσιν καὶ διαστρέφοντες πᾶσαν εὐθύτητα, οἱ οἰκοδομοῦντες τὴν Σιὼν ἐν αἵματι καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν ἀνομίᾳ» (3:9-10). Η Ιερουσαλήμ, λοιπόν, η πόλη που ο Θεός διάλεξε έχει κτιστεί με αίμα και ανομία, αυτή είναι η πρώτη ύλη, επειδή κτίστηκε απ’ τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο. Γιατί να διαφέρει η ποινή της απ’ εκείνη των αρχαίων πόλεων, τα Σόδομα και τα Γόμορρα;


Γι αυτό εδώ, στο 3ο κεφάλαιο του Μιχαία, για πρώτη φορά στην ιστορία του Ισραήλ, τολμά κάποιος προφήτης να προαναγγείλει την καταστροφή της ιερής πόλης, της Ιερουσαλήμ, της πόλης που ο Θεός αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη πόλη, όπως μας λένε οι Ψαλμοί (46, 48,76, 84, 87, 122). Η μεγαλύτερη βλασφημία που θα μπορούσε να ειπωθεί για τον Εβραίο. Ο Κύριος θα περάσει πάνω απ’ τη Σιών, την Ιερουσαλήμ δηλαδή, σαν άροτρο, και αυτό που θα μείνει θα είναι μόνο ένας σωρός από πέτρες (3:12). Η απόλυτη καταστροφή.


Προτού καν τελειώσει την πρότασή του, όπως μας έχει συνηθίσει ο Μιχαίας, εμφανίζεται μια νέα Ιερουσαλήμ, η πόλη των εσχάτων. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται αυτή η πόλη είναι σουρεαλιστικός, γεγονός που παραπέμπει στις πνευματικές της διαστάσεις. Προσέξτε περιγραφές: το όρος της πόλης θα είναι ψηλότερο απ’ όλα τα άλλα όρη (παρόλο που γνωρίζουμε ότι το όρος της κυριολεκτικής Ιερουσαλήμ στην Παλαιστίνη είναι πολύ χαμηλό). Στον ναό της θα τρέχουν όλοι να πάνε να προσκυνήσουν, από κάθε έθνος του κόσμου (4:1-2).


Γιατί, όμως; Τι το ιδιαίτερο θα έχει αυτή η καινούργια πόλη; Ποιες είναι οι αξίες εκείνες και τα ιδανικά που αυτή η πόλη συμβολίζει και πραγματώνει; Ο Μιχαίας μας λέει ότι εκεί οι άνθρωποι θα βρίσκουν δικαιοσύνη, θα συμφιλιωθούν, θα υπάρχει ειρήνη κι όχι πόλεμος, δεν θα υπάρχει φόβος. Εκεί θα μαζέψω, λέει ο Κύριος, τους συντετριμμένους, όσους ο κόσμος έχει απορρίψει, όσους πέρασα μέσα απ’ τη θλίψη. Αυτοί ακριβώς οι αδύναμοι θα είναι, λέει ο Κύριος, το υπόλοιπό μου, αυτούς που κανείς δεν υπολογίζει θα τους κάνω δικό μου λαό μέγα (4:3-8). Και ποιος θα τολμήσει να ηγηθεί σ’ αυτήν την νέα πόλη; Αυτή που έκτισαν με αίματα και αδικίες την προηγούμενη; Μιχαίας 4:7: «ὁ Κύριος θέλει βασιλεύει ἐπ αὐτοὺς ἐν τῷ ὄρει Σιών, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.»


Μικρή Βηθλεέμ

Ωραία, θα μου πείτε. Η Βηθλεέμ, όμως, τι σχέση έχει μ’ αυτήν την νέα Ιερουσαλήμ; Η σχέση είναι αυτή: Η Ιερουσαλήμ μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω στους ώμους μιας ασήμαντης, μικρής και άγνωστης πόλης. Της Βηθλεέμ. Η εκπλήρωση του μεγαλειώδους αυτού προφητικού οράματος είναι άμεσα εξαρτημένη από την πιο ελάχιστη και ευκαταφρόνητη πόλη.


Μέχρι τώρα ίσχυε το αντίστροφο. Οι μεγάλες πρωτεύουσες, η Σαμάρεια και η Ιερουσαλήμ, αποφάσιζαν το πεπρωμένο των μικρών πόλεων που ήταν στα περίχωρά τους, των περιθωριακών πόλεων που χρησίμευαν μόνο για τους φόρους που μπορούσαν να δώσουν, που δεν είχαν φωνή ή εξουσία να αποφασίσουν οτιδήποτε. Τα αμαρτήματα των μεγάλων πόλεων εξαπλώνονταν σαν λοιμός και κατέστρεφαν τα περίχωρα, τις μικρές κι ασήμαντες πόλεις (1:8-16). Τώρα, όμως, όλα αντιστρέφονται. Η πολιτική δύναμη απέτυχε, η στρατιωτική δύναμη απέτυχε, η οικονομική δύναμη απέτυχε και τώρα βλέπουμε πού εδράζεται η πραγματική κυριαρχία. Η Βηθλεέμ θα σώσει την Ιερουσαλήμ, το μικρό γεννάει το μέγα: Καὶ σύ, Βηθλεὲμ Ἐφραθά, ἡ μικρὰ ὥστε νὰ ᾐσαι μεταξὺ τῶν χιλιάδων τοῦ Ἰούδα, ἐκ σοῦ θέλει ἐξέλθει εἰς ἐμὲ ἀνὴρ διὰ νὰ ᾐναι ἡγούμενος ἐν τῷ Ἰσραήλ· τοῦ ὁποίου αἱ ἔξοδοι εἶναι ἀπ ἀρχῆς, ἀπὸ ἡμερῶν αἰῶνος. (Μιχ 5:2)


Η Βηθλεέμ είναι μια τόσο ασήμαντη πόλη και παραπέμπει σε χρόνους παλιούς, τότε που ο Σαμουήλ την επισκέφθηκε, αν θυμάστε, και έψαχνε να βρει τον βασιλιά του Ισραήλ που ο Κύριος διάλεξε. Αυτή η ασήμαντη πόλη συμβολίζει κάποιον ακόμα πιο μικρό κι ασήμαντο. Ένα παιδί που ούτε οι δικοί του δεν τον υπολόγιζαν ως ισάξιο των αδελφών του και δεν τον είχαν καλέσει καν για να παρευρεθεί στη θυσία του Σαμουήλ. Στα ανθρώπινα μάτια, ακόμα και του ίδιου του πατέρα του, δεν ήταν δυνατόν ένα τόσο ασήμαντο νεαρό πλάσμα να είναι ο επόμενος βασιλιάς του Ισραήλ, αυτός που η καρδιά του Θεού εξέλεξε (1 Σαμ 16). Η Βηθλεέμ συμβολίζει το ασήμαντο μέσα στο οποίο κρύβεται η μεσσιανική βασιλεία.


Προσέξτε ότι ο Θεός τώρα μιλάει ο ίδιος και απευθύνεται ευθέως στη μικρή Βηθλεέμ και της λέει: Κι εσύ, μικρά, καθόλου ασήμαντη δεν είσαι. Μικρή μου, νομίζεις ότι είσαι ένα τίποτα; Και με μια του φράση συντρίβει όλα τα στερεότυπα του σημαντικού. Τι σχέση έχει ο πλούτος σου, τι σημασία έχει η φήμη σου, τι κι αν δεν σε υπολογίζει κανένας μέσα στον λαό μου; Οι αξίες αναποδογυρίζονται και ο Θεός βλέπει έναν κόκκο σινάπεως, κάτι μικρό που κανείς δεν το βλέπει και ετοιμάζεται τώρα να βλαστήσει, να σπάσει το χώμα, να εξέλθει απ’ τη γη της Βηθλεέμ ένα μικρό βλασταράκι και να υψωθεί ψηλότερα από κάθε άλλο δέντρο όπου θα σπεύσουν να κατασκηνώσουν όλα τα πουλιά του κόσμου στα κλαδιά του.


Η Βηθλεέμ θα κτίσει την Ιερουσαλήμ. Αυτό είναι το νόημα της προφητείας. Δεν μας πληροφορεί ο προφήτης για γεωγραφία. Μας πληροφορεί για το πρόγραμμα της βασιλείας και τις αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται αυτή η βασιλεία μέχρι σήμερα. Οι ασήμαντοι και οι μικροί κι οι ξεχασμένοι κι οι υποτιμημένοι, αυτοί είναι που έκτισαν και κτίζουν τη βασιλεία του Κυρίου. Η τρανή Ιερουσαλήμ, από τη Βηθλεέμ θα οικοδομηθεί. Αυτή είναι η πόλη που έχει σημασία τώρα για τη ροή της ιστορίας.


Από σένα, μικρή μου Βηθλεέμ, θα έρθει ο ηγούμενος του Ισραήλ, όχι μόνο επειδή ο Δαβίδ προέρχεται από κει αλλά επειδή ο Μεσσίας θα πραγματώνει αυτό ακριβώς το παράδοξο που συμβολίζει η Βηθλεέμ. Μην περιμένεις ότι θα μπορεί κάποιος ανθρωπίνως να φανταστεί ότι αυτός που γεννιέται είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας του κόσμου. Κανείς δεν θα το υπολογίζει επειδή όλοι κοιτάμε στη φανταχτερή Σαμάρεια και στην ένδοξη Ιερουσαλήμ. Αυτές είναι οι πόλεις μας και τα μάτια μας είναι στραμμένα στις ανθρώπινες πόλεις, στους ηγέτες και τις κυβερνήσεις, στον πλούτο, στην καριέρα, στην επιτυχία. Κανείς δεν βλέπει τη Βηθλεέμ. Εκεί όπου ανυποψίαστα γεννιέται ο ηγούμενος του Ισραήλ, ο ηγούμενος του κόσμου όλου.


Και καθώς γεννιέται ο βασιλιάς του Ισραήλ, στον θρόνο της γήινης Ιερουσαλήμ συνεχίζει να κάθεται και να μαίνεται ο Ηρώδης. Βλέπετε; Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Τα πράγματα φαίνονται να είναι όπως ήταν πάντα. Καμία αλλαγή. Κάτω απ’ τα ανυποψίαστα μάτια του Ηρώδη, όμως, το βρέφος της Βηθλεέμ έχει ήδη ξεκινήσει το κτίσιμο της νέας πόλης, της νέας Ιερουσαλήμ, με τη γέννησή του.


Καθώς μπαίνουμε ακόμα μια χρονιά στην περίοδο των Χριστουγέννων, αυτό που μας ζητάνε ο Μιχαίας αλλά και ο Ματθαίος, είναι να διορθώσουμε τον φακό της αντίληψής μας. Πρόσεξε με τι εντυπωσιάζεσαι, πρόσεξε τι είναι αυτό που ζηλεύεις και επιθυμείς. Πρόσεξε μήπως υποτίμησες το μικρό και το ασήμαντο. Αν πιστεύεις ότι η ζωή σου ορίζεται απ’ τις αξίες της μεγάλης πόλης, απ’ τη δουλειά που θα κάνεις, από πόσα χρήματα βγάζεις, από τον άντρα σου ή τις επιτυχίες των παιδιών σου, σημαίνει ότι δεν πέρασες να προσκυνήσεις απ’ τη Βηθλεέμ ακόμα. Ή αν πέρασες κάποτε απ’ τη Βηθλεέμ, δεν κάθισες αρκετά εκεί για να οικειοποιηθείς το μήνυμά της, τις αξίες της και μάλλον χρειάζεται να επιστρέψεις. Αν νιώθεις μικρή, ασήμαντη, καταφρονημένη πάρε θάρρος, γιατί σε τέτοιους διαλέγει ο Μεσσίας να γεννηθεί και με τέτοιους κτίζει την πόλη του.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 17, 2017 14:27

September 16, 2017

Ο Λούθηρος και η Θεολογική Εκπαίδευση

[image error]Ένας τομέας στον οποίο ο Λούθηρος έχει συμβάλει τα μέγιστα, αλλά που δυστυχώς συχνά μας διαφεύγει, είναι ο τομέας της θεολογικής εκπαίδευσης. Τη σημασία της θεολογικής εκπαίδευσης τη βλέπουμε αρχικά στη ζωή του ίδιου του Λούθηρου, ο οποίος εγκαταλείπει την υποσχόμενη καριέρα του νομικού για χάρη της θεολογίας. Είναι, μάλιστα, εξαιρετικά καυστικός προς τους γονείς που εμποδίζουν ή καταφρονούν (πιθανότατα όπως ήταν κι ο δικός του πατέρας) τις θεολογικές σπουδές, το ποιμαντικό και το κηρυγματικό έργο. Λέει:


Δεν σου έδωσε ο Θεός τα παιδιά σου και τα μέσα επιβίωσής τους για να κάνεις μ’ αυτά ό,τι εσύ θέλεις, ή για να τα εκπαιδεύσεις να διαπρέψουν στον κόσμο. Σου δόθηκε σοβαρή εντολή να τα μεγαλώσεις για την υπηρεσία του Θεού.


Ακόμα και βασιλιάς αν ήσουν, δεν θα έπρεπε να θεωρείς τον εαυτό σου τόσο σπουδαίο ώστε να αρνηθείς να παραδώσεις τον γιο σου και να τον εκπαιδεύσεις για το αξίωμα και το έργο αυτό, ακόμα κι αν σου κοστίσει όλα όσα έχεις. Δεν λαμβάνουν την ύψιστη τιμή τα χρήματα και ο κόπος που θα ξοδέψεις σ’ έναν τέτοιο γιο, τη μεγαλύτερη ευλογία; Δεν είναι αυτή η πιο επικερδής επένδυση που μετρά στα μάτια του Θεού περισσότερο από κάθε βασίλειο και αυτοκρατορία; Ο καθένας θα έπρεπε να είναι διατεθειμένος να περπατήσει στα τέσσερα, μέχρι τα πέρατα της γης, για να επενδύσει τα λεφτά του με τέτοιο θαυμαστό τρόπο. Παρόλα αυτά, εκεί, στο ίδιο σου το σπίτι, πάνω στα ίδια σου τα γόνατα έχεις αυτό στο οποίο μπορείς να κάνεις μια τέτοια επένδυση. Ντροπή, ντροπή, και πάλι ντροπή για την τυφλή και άθλια αγνωμοσύνη, που αποτυγχάνουμε να δούμε την ανεκτίμητη υπηρεσία που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στον Θεό – πράγματι – πόσο ξεχωριστοί θα μπορούσαμε να είμαστε στα μάτια του αν αφιερώναμε λίγο κόπο, τα ίδια μας τα χρήματα και την περιουσία.


Δεν αρκείται ο Λούθηρος σε μια επιφανειακή μελέτη, αλλά σταδιακά η δίψα του για μια εις βάθος γνώση των Γραφών τον εμπνέει να εργαστεί σκληρά για να κατανοήσει και να διδάξει τον Λόγο του Θεού με το συγγραφικό του έργο, τις διαλέξεις του και τα κηρύγματά του. Στοιχείο απαραίτητο γι’ αυτό το έργο θα αποτελέσει γι’ αυτόν η εκμάθηση των βιβλικών γλωσσών.


Για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο του Έρφουρτ ο Λούθηρος εκτίθεται στη μελέτη των βιβλικών γλωσσών, κάτι πολύ σπάνιο για την εποχή του. Όσον αφορά την εβραϊκή γλώσσα, εκτός από κάποιους Εβραίους που είχαν ασπαστεί τη χριστιανική πίστη ελάχιστοι λόγιοι τη γνώριζαν κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Στο Έρφουρτ, λοιπόν, βυθίστηκε ο Λούθηρος στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής και εβραϊκής γλώσσας και μελέτησε τα υπομνήματα ενός από τους λίγους γνώστες της εβραϊκής, του Νικόλαου του Λυρανού.


Όταν μετέβηκε στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης για την έδρα της θεολογίας και έπρεπε να ορκιστεί ότι θα εξηγεί με ακρίβεια την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, τότε η γνώση των βιβλικών γλωσσών έγινε ζήτημα ιερού καθήκοντος απέναντι στις Γραφές. Συνέχισε, τότε, πιο εντατικά την εκμάθησή τους. Όταν ξεκίνησε τις διαλέξεις του στο Ψαλτήριο, γύρω στο 1513, απέκτησε το δικό του αντίγραφο της εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης και το έργο του στους Ψαλμούς φανερώνει πλέον τα τεράστια άλματά του στη γλωσσολογία και στην εξηγητική των Γραφών.


Η πλειονότητα των διαλέξεών του ήταν στην Παλαιά Διαθήκη. Ο ίδιος μελετούσε καθημερινά την Παλαιά Διαθήκη στα εβραϊκά και ισχυρίζεται ότι έμαθε πολύ περισσότερα από την προσωπική του μελέτη παρά από βιβλία εβραϊκής γραμματικής. Δεν μετέφρασε μόνο την Παλαιά Διαθήκη μαζί με την Καινή, αλλά έγραψε αρκετά υπομνήματα και υπερασπίστηκε επανειλημμένα την αναγκαιότητα των βιβλικών γλωσσών για όσους καταπιάνονται με τη θεολογία και την εξήγηση των Γραφών. Παρόλο που και ο Έρασμος υπερασπίστηκε την εκμάθηση της εβραϊκής, ο Λούθηρος ήταν αυτός που εργάστηκε σκληρά για να την αποκτήσει.


Η βαρύτητα αυτή που ο Λούθηρος έδωσε στην εβραϊκή γλώσσα τον οδήγησε και σε στενότερη επαφή με ραββινικά έργα και ιουδαϊκές ερμηνείες. Παρόλο που οι σκοποί του σ’ αυτήν την επαφή ήταν απολογητικοί, εντούτοις, η Μεταρρύθμιση έφερε την εβραϊκή γλώσσα στο προσκήνιο και ζωντάνεψε σε μεταγενέστερες γενιές Χριστιανών το ενδιαφέρον για τον εβραϊκό πολιτισμό.


Εάν πραγματικά ισχύει αυτό που ο Λούθηρος «ανακάλυψε» και για το οποίο επαναστάτησε, ότι δηλαδή η μόνη εξουσία επάνω στον άνθρωπο είναι ο Λόγος του Θεού, τότε η έμφαση που έδωσε στις βιβλικές γλώσσες και στις βιβλικές σπουδές δεν ήταν παρά η αυτονόητη και αναμενόμενη κατεύθυνση που θα μπορούσε να πάρει. Επ’ ευκαιρία, λοιπόν, της επετείου των 500 χρόνων από τη Μεταρρύθμιση, αξίζει όχι απλά να γιορτάζουμε αλλά να αναλογιστούμε, όσοι θεωρούμε τον Λούθηρο βασικό μέρος της χριστιανικής μας κληρονομιάς, κατά πόσο πιστεύουμε έμπρακτα μαζί του στο Sola Scriptura (μόνο η Γραφή). Αυτό δεν έχει τη στενή έννοια που απέκτησε σε κάποιους κύκλους σήμερα, ότι δηλαδή δεν πρέπει να διαβάζω άλλο βιβλίο εκτός από την Αγία Γραφή. Ο ίδιος ο Λούθηρος διάβαζε και ταυτιζόταν απόλυτα με τους εκκλησιαστικούς πατέρες στους οποίους έβρισκε αρκετούς που πάλευαν με παρόμοια ζητήματα και έβρισκαν κι αυτοί απαντήσεις στον Λόγο του Θεού.


Ακόμα και το Sola Fide (μόνο η Πίστη) δεν είναι αόριστο. Για τον Λούθηρο, η πίστη έχει περιεχόμενο. Και το περιεχόμενο πρέπει να διδαχθεί με κάθε κόστος για να αλλάξουν οι ζωές των ανθρώπων προς το καλύτερο. Θεωρεί ότι ο άνθρωπος πράττει αυτό που έχει διδαχθεί, γι’ αυτόν τον λόγο η θεολογική εκπαίδευση έχει πρωταρχική σημασία για τον Λούθηρο, μορφή της οποίας είναι και το κήρυγμα. Όπως λέει και ο ίδιος, εάν σταματούσα ή αναγκαζόμουν να παραιτηθώ από το αξίωμα του κήρυκα και όλα όσα το συνοδεύουν, θα προτιμούσα να μην έχω άλλο αξίωμα απ’ αυτό του εκπαιδευτή, του δασκάλου των νέων, επειδή γνωρίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος κι ο πιο αναγκαίος ρόλος.


 


Άρθρο που παρουσιάστηκε στο περιοδικό Φωνή του Ευαγγελίου 8 (Σεπτέμβριος, 2017)


“Sermon on Keeping Children in School” (1530) [Online: http://www.angelfire.com/ny4/djw/lutherantheology.lutherchildreninschool.html%5D


Ο.π.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on September 16, 2017 03:58

September 10, 2017

Άσκηση Θανάτου

[image error]Ο θάνατος είναι η στιγμή εκείνη που συνειδητοποιούμε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι ο έλεγχος της ζωής μας ήταν μια μάταιη ψευδαίσθηση και ότι η πραγματικότητα καταλήγει ακριβώς στην τρανταχτή απόδειξη της αβοήθητης κατάστασής μας μπροστά στο μυστήριο, στις ανεξήγητες δυνάμεις που ορίζουν τον κόσμο μας, μπροστά σε μια διάσταση που δεν μπορούμε να δούμε, να ψηλαφίσουμε, να εξηγήσουμε και να χειραγωγήσουμε. Καταλήγουμε στο σημείο της απόλυτης παράδοσης στο υπερβατικό, σ’ αυτό που ελέγχει εμάς και όχι εμείς αυτό.


Έχοντας αυτό το γεγονός ως ακλόνητη βάση και αφετηρία, η χριστιανική διδασκαλία σπουδάζει να εκπαιδεύσει τον άνθρωπο στη διαχείριση αυτής της πραγματικότητας. Η άρνηση, η φοβία, οι ατέρμονες προσπάθειες οχύρωσης του εαυτού απέναντι στον θάνατο, στην αρρώστια, στο ατύχημα και κάθε είδους θλίψη δεν είναι τίποτα άλλο από φυγή από την πραγματικότητα. Η χριστιανική διδασκαλία, όμως, την κοιτά κατάματα. Προσοχή, δεν λέω η εκκλησία αλλά η χριστιανική διδασκαλία γιατί και η ίδια η εκκλησία συχνά αποτυγχάνει να σταθεί στις αλήθειες του χριστιανικού μηνύματος. Ο θάνατος είναι εδώ και το κοίταγμά του στα μάτια, η «ασκητική» προετοιμασία γι αυτόν είναι η πιο γενναία και ρεαλιστική πράξη που καλείται ο άνθρωπος να κάνει. Θέλει κότσια να δεις και να προετοιμαστείς για την πραγματικότητα. Η άρνησή της, όμως, είναι άρνηση της αλήθειας, είναι φυγή και είναι διαστροφή της ίδιας της ζωής.


Πολλοί θα καταφύγουν σε μια απόπειρα διαχείρισης της πραγματικότητας μέσω της συσσώρευσης χρημάτων, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια (όσο μπορούν) διασφάλισης της ζωής ή έστω αγοράζοντας όλων των ειδών «αναισθητικά» που θα τους βοηθήσουν να μην το σκέφτονται. Το μπλε χάπι προσφέρεται για κατανάλωση στην αγορά (βλ. Μάτριξ). Για άλλους η φυγή απ’ την πραγματικότητα μοιάζει με ασυδοσία, με σεξουαλική βουλιμία, με όλων των ειδών εξαρτήσεις, με ειδωλοποίηση της τεχνολογίας, με επιδίωξη εξουσίας και δύναμης που θα δώσει την ψευδαίσθηση ότι είμαι αήττητος.


Η χριστιανική διδασκαλία βλέπει την πραγματικότητα χωρίς ενδοιασμούς και προετοιμάζει τον άνθρωπο για το αναπόφευκτο μελλοντικό γεγονός από τώρα. Δεν είσαι αήττητος, δεν είσαι αυτόνομος, δεν είσαι παντοδύναμος και δεν μπορείς να ελέγξεις τον κόσμο, ούτε καν τον εαυτό σου. Μπορείς, όμως, να μάθεις από τώρα να αφήνεσαι στα χέρια αυτού από τον οποίον προήλθες και στον οποίο πηγαίνεις. Να παραδοθείς στα χέρια Εκείνου που έχει τον έλεγχο και την εξουσία της ζωής και του θανάτου. Αυτό δεν είναι ούτε παραίτηση ούτε υποταγή στον θάνατο. Αυτό είναι η απομυθοποίηση του θανάτου, η κατανόηση του και η υπέρβασή του ενσωματώνοντάς τον στη συνειδητή απόφαση του πώς θα ζεις εντός πραγματικότητας. Η πρακτική της παράδοσης του εαυτού και όλων των βιοτικών μας ζητημάτων στα χέρια του Θεού καθιστούν τον θάνατο, όταν αυτός έρθει, όχι σε επιθυμητό, γιατί κι αυτό θα ήταν φυγή, αλλά σε γνώριμο έδαφος, ασφαλές έδαφος στο οποίο ο πιστός έχει εξοικειωθεί και πλέον δεν τρομάζει. Ο πιστός έχει εξασκηθεί στη θανάτωση του εαυτού και ανακαλύπτει την αφοβία της ζωής, τη ζει στην πληρότητά της. Ο θάνατος για τον πιστό δεν είναι το μέγα ρήγμα και δεν το βιώνει ως χωρισμό από τη ζωή γιατί είδε ότι όταν παραιτείται απ’ τον εαυτό του στο παρόν, όταν παραδίδεται στο θέλημα του Πατέρα, όταν δεν επιδιώκει την οχύρωσή του από καθετί κακό ως σκοπό της ζωής του, δεν χάνει κάτι αλλά κερδίζει. Ουσιαστικά, μόνο τότε ζει αληθινά! Δεν επιβιώνει φοβικά κάτω απ’ τη σκιά του θανάτου αλλά ζει εξουσιάζοντας πάνω και πέραν του θανάτου. Λατρεύει μέσα στο κελί του, δοξάζει στο κρεβάτι της ασθένειάς του, προσεύχεται πάνω απ’ το μνήμα των αγαπημένων του και αποχαιρετά με ελπίδα αυτούς που έχασε.


Για να διακηρύξει, λοιπόν, κανείς ότι «πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν» (Προς Ρωμαίους 8:38-39) σημαίνει ότι γεύεται ήδη ασκήσεις «θανάτου» στο παρόν, εκούσιες και μη, και γνωρίζει τα χέρια στα οποία όλα αυτά είναι παραδομένα. Δεν είναι καθόλου εύκολο, αυτό, για τον πιστό. Το άλμα πίστης μοιάζει ακριβώς με το κρεβάτι του θανάτου, είναι πρόγευση. Θέτει κανείς τον εαυτό του μόνο και αβοήθητο στο σημείο απουσίας εγγυήσεων και ασφαλιστικών δικλείδων και τα παίζει όλα για όλα κρατώντας στα χέρια του μόνο μια εύθραυστη και τρεμάμενη ελπίδα ότι στην απέναντι όχθη δεν μπορεί παρά να υπάρχει καλοσύνη γιατί μόνο αυτό θα έπρεπε και πρέπει να υπάρχει.


Ασκήσεις στην πραγματικότητα, λοιπόν, και όχι στη φυγή. Και η ιστορία προχωρά μόνο με τέτοιους. Μ’ αυτούς που εξασκούνται στον θάνατο.


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on September 10, 2017 14:07

February 5, 2017

Ο εμετός του κήτους

[image error]


Η πρώτη εντύπωση που μπορεί να διαμορφώσει κανείς για τη φυγή του Ιωνά από την κλήση του να πάει στη Νινευή είναι ότι φοβάται να παρουσιαστεί στο κέντρο της Ασσυριακής αυτοκρατορίας, η οποία ήταν από τις πιο σκληρές και βάναυσες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου, με ένα εχθρικό μήνυμα. Καθώς εξελίσσεται, όμως, η ιστορία συνειδητοποιούμε ότι τα κίνητρά του είναι τελείως διαφορετικά. Η μοίρα του ξένου του είναι αδιάφορη και η διατήρηση της δικής του ασφάλειας πρωταρχική.


Στο έργο εξελίσσονται δυο αντίθετοι χαρακτήρες. Ο Γιαχβέ και ο Ιωνάς. Η παρουσία του Γιαχβέ πορεύεται προς τον ξένο αλλά ο Ιωνάς αποσύρεται από την παρουσία του Κυρίου (1:3) πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν της Νινευή. Σ’ αυτό το σημείο η αποφυγή της Νινευή ισοδυναμεί με την αποφυγή του Κυρίου, εφόσον ο Κύριος ήδη ταυτίστηκε με τη σωτηρία των Νινευιτών.


Η πρώτη ένδειξη της αδιαφορίας του Ιωνά για τον ξένο απαντάται στο πλοίο διαφυγής. Όχι μόνο από το γεγονός του βαθύ κι αμέριμνου του ύπνου, αλλά και στην ενδεικτική παράκληση του καπετάνιου (ξένος κι αυτός) η οποία πλαταίνει τη διάσταση ανάμεσα στη μέριμνα του Γιαχβέ και στη μέριμνα του Ιωνά για τον ξένο: «Σήκω και κράξε στον Θεό σου, ίσως ο Θεός να μας σκεφτεί/μας αναλογιστεί και να μη χαθούμε» (1:6). Πράγματι, ο Θεός του Ιωνά διαφέρει κατά πολύ από τον αντιπρόσωπό του που δεν σκέφτηκε ούτε λεπτό την επιβίωση του ξένου. Ακόμα και ο τρόπος που συστήνεται φανερώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα αυτού του Θεού: «Εβραίος είμαι και τον Κύριο τον Θεό του ουρανού φοβάμαι εγώ, αυτόν που έφτιαξε τη θάλασσα και την ξηρά» (1:9). Ο συγγραφέας θέλει να νιώσουμε την αυταπάτη του Ιωνά, ο οποίος συνεχίζει να αποκαλεί τον εαυτό του θεοφοβούμενο παρόλο που απέρριψε τη βουλή του Γιαχβέ για τη σωτηρία του ξένου. Η ασυμβατότητα της κατ’ όνομα σύνδεσης του Ιωνά με τον Γιαχβέ και της ουσιαστικής αποξένωσης των δύο χαρακτήρων και των οραματισμών τους για τον κόσμο προκαλεί, όχι μόνο γέλιο στον αναγνώστη που αντιλαμβάνεται τη σάτιρα, αλλά και αηδία.


Το αίσθημα της αηδίας που προκαλεί αυτή η ασυμβατότητα θα γίνει ακόμα πιο έντονο στην πορεία και θα προκαλέσει τον εμετό του υπάκουου υπηρέτη του Κυρίου, ενός κήτους. Ακόμα και τώρα που ο προφήτης πιάνει πάτο προκύπτει το ερώτημα: υπάρχει πραγματική μετάνοια και λατρεία στην κοιλιά του κήτους; Στην πορεία της αφήγησης δεν φανερώνεται ουσιαστική μεταστροφή. Μήπως γι αυτό παρουσιάζεται το κήτος να κάνει εμετό με αφορμή την υποκριτική δοξολογία του Ιωνά; Με το που διακηρύττει ο Ιωνάς: «η σωτηρία είναι του Κυρίου» ο Γιαχβέ προστάζει το ψάρι να τον εξεμέσει (2:9-10). Η φύση που ξερνάει δεν παρουσιάζεται θετικά στη βιβλική λογοτεχνία. Ιδιαίτερα στο Λευιτικό, η γη ξερνάει επειδή αηδιάζει με την αδικία των κατοίκων της (18:24-30, 20:22-23).


Ο Ιωνάς εθνικιστικά σκεπτόμενος αναγνωρίζει πως η υπακοή του στην κλήση, η συμπόνοια προς τη Νινευή, θα μπορούσε να θεωρηθεί εθνική προδοσία. Η Ασσυρία είναι ο μεγάλος εχθρός του Ισραήλ. Ενώπιον μιας τέτοιας κλήσης νικά το έθνος. Επιλέγει να ταυτιστεί με το έθνος περισσότερο παρά με το «άνευ συνόρων» έλεος του Θεού. Αυτό που τον απασχολεί είναι η προστασία της δικής του ευημερίας και βόλεψης, περισσότερο απ’ τη ζωή 120000 ανθρώπων. Μήπως κόπτομαι για τη δικαιοσύνη, επιμένω να αφεθούν για να θερίσουν οι εχθροί μου αυτό που έσπειραν, επειδή η εξάλειψη των αλλόθρησκων εξυπηρετεί την επιβίωση του δικού μου έθνους;


Το μήνυμα είναι ένα και είναι μήνυμα επικείμενης κρίσης (1:2, 3:2, 4). Θα περίμενε κανείς ότι ένα τέτοιο μήνυμα κρίσης θα έβρισκε τον Ιωνά σύμφωνο και ενθουσιώδη στο να το παραδώσει. Αλλά, παρόλο που ο λόγος του Κυρίου είναι ένας, το νόημα του μηνύματος για τον προφήτη είναι τελείως διαφορετικό από το νόημα και τον σκοπό που ο Γιαχβέ έχει υπόψη του. Για τον προφήτη, το μήνυμα κρίσης απ’ τον Κύριο θα έπρεπε να επιζητά την ολική διαγραφή του εχθρού, αλλά για τον Γιαχβέ, ακόμα και ο λόγος κρίσης είναι ζωηφόρος, ψάχνει να επιστρατεύσει μεσίτες που θα ικετεύσουν για τη ζωή του κεκριμένου. Ο λόγος του Γιαχβέ αποστέλλεται για να φέρει ζωή, συμφιλίωση, σχέση με τον δημιουργό και αποβλέπει στο καλό του κόσμου.


Η ιστορία αναδεικνύει το χάσμα στη σχέση του Γιαχβέ και του προφήτη του. Υπάρχει τελικά σχέση ή μια αυταπάτη σχέσης; Έχει συλλάβει την αναλογία ο Ιωνάς ανάμεσα στον ίδιο και στον Θεό του; Συνειδητοποίησε τις προθέσεις του Θεού, αναρωτήθηκε αν τις αντιπροσωπεύει ή αν τελικά ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους; Τίποτα δεν φαίνεται ν’ αγγίζει τον προφήτη, ούτε αυτή η υπέρμετρη ένδειξη μετάνοιας, συντριβής, και νηστείας απ’ τους Νινευήτες. Ο προφήτης δεν συγκινείται από γεγονότα. Η πιθανότητα μεταστροφής του εχθρού του στη συνάντησή τους δεν αποτελεί κίνητρο, ούτε καν θύμηση μιας ξεχασμένης αποστολής του προς τα έθνη. Το δόγμα του είναι άκαμπτο, αλύγιστο. Ο Γιαχβέ λυγίζει μπροστά στο αίτημα αυτών των ανθρώπων για ζωή. Ο προφήτης όχι.


Η φράση «καὶ μετεμελήθη ὁ Θεὸς περὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον εἶπε νὰ κάμῃ εἰς αὐτούς» (3:10) παραπέμπει στην ίδια φράση από την Έξοδο 32:14 «Καὶ μετεμελήθη ὁ Κύριος περὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον εἶπε νὰ κάμῃ κατὰ τοῦ λαοῦ αὑτοῦ» όπου ο Ισραήλ είχε στραφεί στο χρυσό μοσχάρι. Αλλά τότε ο Ισραήλ δεν είχε μετανοήσει καν, δεν είχε νηστέψει, δεν φόρεσε σάκους ούτε κάθισε σε στάχτες με τα ζώα του μαζί. Χάριν της μεσιτείας του Μωυσή τη γλύτωσαν.


Η αμνησία του δώρου, η αμνησία της διαγραφής του χρέους κάνει τώρα τον πρώην οφειλέτη να κυνηγά τον χρεώστη. Κάνει τον ελεημένο ανελέητο. Τον ξένο που του δόθηκε κάποτε ευκαιρία για μια καινούργια αρχή παντελώς αδιάφορο για το μέλλον χιλιάδων ξένων. Ή μήπως το θυμόταν αυτό το δώρο; Μα φυσικά το θυμόταν. Ήξερε ποιος είναι ο χαρακτήρας του Θεού του, αφού ο ίδιος ο προφήτης αναφέρεται κι αυτός στην Έξοδο 34:6 θυμίζοντάς μας τον ελεήμονα χαρακτήρα του Γιαχβέ («διὰ τοῦτο προέφθασα τοῦ φυγεῖν εἰς Θαρσις διότι ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις» [4:2]). Η ισοπέδωση όμως του δώρου, η ισότιμη πρόσβαση σ’ αυτό, τι θα δήλωνε; Θα δήλωνε ότι είμαι ένα με τον Ασσύριο; Ένα με τον μουσουλμάνο; Ένα με τον αθεϊστή; Μήπως τελικά ούτε τον Θεό φοβόταν ούτε τον Ασσύριο; Αυτό που φοβόταν ήταν η διατάραξη ενός συστήματός όπου αυτός έβγαινε πάντα κερδισμένος; Μήπως φοβόταν ότι η εκδικητικότητά του δεν θα έβρισκε ικανοποίηση. Πώς θα διακριθεί τώρα ο πιστός, ο θρησκευόμενος, ο μισθωτός που είναι απ’ το πρωί στο αμπέλι, αν το κακό δεν τιμωρείται; Αν διαγράφονται όλα με μια στιγμιαία επίδειξη μεταστροφής; Αυτός ο Θεός τελικά είναι πολύ soft. Πώς είναι δυνατόν μ’ αυτή τη συγχωρητικότητα να φέρει τάξη και δικαιοσύνη στον κόσμο;


Ο υπέρμετρος ζήλος πάταξης του κακού στον Ιωνά κατάφερε να αποξενώσει σταδιακά τον προφήτη απ’ τον Θεό του. Ο προφήτης αρνείται έναν τέτοιο κόσμο ασύνορου ελέους και θέλει ν’ αποσυρθεί απ’ αυτόν. Φεύγει μακριά απ’ τον «κακό κόσμο» στην ασφάλεια της δικής του χειροποίητης σκηνής για να ζήσει ως να μην υπήρχαν πλήθη εκεί έξω. Γιατί να επωμιστεί αυτός την ευθύνη τόσων ξένων; Δεν έχει όμως αυτός τον έλεγχο της ασφάλειάς του, της ευημερίας και της ανακούφισής του. Όσο κι αν κρύβεται στη σκηνή του, στον μικρό του ναό, ο Γιαχβέ είναι αυτός που δίνει τη σκιά και την ανάπαυση κι ο Γιαχβέ είν’ αυτός που τις αφαιρεί. Ο κόσμος στον οποίο καλείται να ζήσει ο Ιωνάς είναι ένας κόσμος χωρίς ελεγχόμενη τάξη, ένας κόσμος που δεν είναι στα χέρια μας και δεν τον συγυρίζουμε εμείς όπως μας αρέσει. Ο άνθρωπος του Θεού δεν έχει σκοπό της ζωής του την αναζήτηση ανάπαυσης και οχυρωμένης ασφάλειας. Καλείται να αγκαλιάσει το επικίνδυνο.


Για τον Ιωνά, η απώλεια της «σκιάς» του, η απειλή ενάντια στις ανέσεις των πραγμάτων ισοδυναμεί γι αυτόν με την απώλεια νοήματος και συνεπώς της ίδιας της ζωής. Ο Θεός στρέφει την λύπη που νιώθει ο Ιωνάς προς το κτήμα του, το φυτό του, προς το πραγματικό του κτήμα: τους άλλους ανθρώπους. Η αναλογία είναι εξωφρενική και έτσι θα έπρεπε να είναι. Ο Ιωνάς χάνει τη σκιά, ο Γιαχβέ κινδυνεύει να χάσει αναρίθμητες ψυχές. Πώς να δει ο Ιωνάς ότι ο κόσμος είναι η κληρονομιά του, το σπίτι του, το αντικείμενο για το οποίο πρέπει να ζει με αγωνία, συμπόνια και αφοσίωση για τη διατήρησή του;


Το βιβλίο κλείνει και το ερώτημα εκκρεμεί για όλους μας. Πού τελειώνει το όραμα του Ιωνά για τη ζωή του; Εκεί που τελειώνει η ατομική του ασφάλεια ή στα έσχατα της γης;


 


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on February 05, 2017 10:31

Myrto Theocharous's Blog

Myrto Theocharous
Myrto Theocharous isn't a Goodreads Author (yet), but they do have a blog, so here are some recent posts imported from their feed.
Follow Myrto Theocharous's blog with rss.