Yanis Varoufakis's Blog, page 48
January 11, 2021
Παλλαϊκή συστράτευση στη βάση επτά πολιτικών: Η απάντηση του ΜέΡΑ25 στο κάλεσμα του ΠΣ του ΣΥΡΙΖΑ για «προοδευτική διακυβέρνηση»
Η βιωσιμότητα της κοινωνίας πλήττεται καθημερινά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κανείς προοδευτικός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφιβάλει για αυτό. Όπως δεν μπορεί να αμφιβάλει ότι μόνο μια παλλαϊκή συστράτευση μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κυβέρνηση που, παρά την πανδημία, εμμένει στο αρχικό της σχέδιο να επιταχύνει την αναδιανομή του εναπομείναντος πλούτου των μικρομεσαίων στην αρπακτική ολιγαρχία.Αρνούνται ακόμα και τα αυτονόητα, όταν αυτά συγκρούονται με τα συμφέροντα των ημετέρων, π.χ. την ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ. Κι όσο η οικονομική πανδημία βαθαίνει, επενδύουν όλο και περισσότερο στο αστυνομικό κράτος ώστε να καμφθούν οι εν δυνάμει κοινωνικές αντιδράσεις.Εξορμπανισμός και ταξικός πόλεμος γίνονται, έτσι, τα εργαλεία του συστήματος που εκπροσωπείται σήμερα από τον κ. Μητσοτάκη. Πως μπορεί να αντισταθεί η κοινωνία σε αυτή τη διπλή απειλή;Πριν μερικές μέρες, απάντησε στο ερώτημα το Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ αναφερόμενη στην «ανάγκη για πολιτική αλλαγή και προοδευτική διακυβέρνηση», η οποία θα βασίζεται σε «ενιαίο στρατηγικό σχέδιο ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και τομών», προσθέτοντας ότι: «Αυτό οφείλουν να το κατανοήσουν όλα τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25, και το ΚινΑλλ.» Το ΜέΡΑ25 έχει, βέβαια, ήδη αποδείξει ότι το κατανοεί, το ασπάζεται, το νιώθει. Από την 9η Μαΐου προτείνουμε πλαίσιο κοινής παλλαϊκής συστράτευσης προοδευτικών πολιτών, οργανώσεων, κομμάτων. Η συστράτευση όμως απαιτεί ειλικρίνεια στον τρόπο με τον οποίο απαντάμε στο μείζον ερώτημα της εποχής:Υπάρχει περιθώριο για προοδευτικές πολιτικές που ανατρέπουν ουσιαστικά την συρρίκνωση και την λεηλασία των πολλών εντός των περιορισμών της «Ενισχυμένης Επιτήρησης» & των Συμφωνηθέντων στα
Eurogroup
(δηλαδή του 4ου Μνημονίου, όπως το ονομάζουμε στο ΜέΡΑ25);Πριν απαντήσουμε, ας απαριθμήσουμε πέντε τουλάχιστον προαπαιτούμενα προστασίας των πολλών από την ολιγαρχία:Προστασία της ιδιωτικής περιουσίας από τα αρπακτικά, π.χ. κατάργηση πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία και το μικρομεσαίο μαγαζίΠροστασία ό,τι έμεινε από την δημόσια περιουσία, π.χ. νερό, ΔΕΗ, ΛΑΡΚΟΑνάκτηση κυριαρχίας επί κρατικών θεσμών που ελέγχει η τρόικα για την πάταξη της φοροδιαφυγής των ολιγαρχών, π.χ. γραμματεία δημοσίων εσόδων, φορολογικό λογισμικόΚουρέματα φόρων, εισφορών, προκαταβολών και οφειλών υπέρ των μικρομεσαίωνΚαταπολέμηση της φτώχειας με σημαντική αγοραστική δύναμη στους αχαρτογράφητους, στους αδύναμους, στους βάναυσα πληγέντες από την πανδημία.Όσο αναμφισβήτητη είναι η ανάγκη παλλαϊκής συστράτευσης εναντίον της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το ίδιο αναμφισβήτητο είναι το συμπέρασμα ότι τα πέντε πιο πάνω προαπαιτούμενα προστασίας της κοινωνίας είναι αδύνατον να πραγματωθούν εντός των συμφωνηθέντων στα Eurogroup – ή εντός όσων μπορούν να συμφωνηθούν χωρίς σύγκρουση με την τρόικα.Παίρνοντας με την σειρά τα πέντε πιο πάνω προαπαιτούμενα:Ο μόνος τρόπος να προστατευθούν πρώτη κατοικία και μικρομάγαζα, και να μην επικρέμεται του κράτους η εγγύηση των €12 δις υπέρ των αρπακτικών, είναι η κατάργηση του «ΗΡΑΚΛΗ» και η νομοθέτηση δημόσιας εταιρείας διαχείρισης των κόκκινων δανείων.
Η πιθανότητα να συμφωνήσει το
Eurogroup
είναι μηδενική
Για να προστατευτεί ό,τι έμεινε από την δημόσια περιουσία, απαιτείται η κατάργηση του Υπερταμείου.
Η πιθανότητα να συμφωνήσει το
Eurogroup
είναι μηδενική
Η ανάκτηση κυριαρχίας επί της φορολογικής αρχής (εφοριών και, ιδίως, λογισμικού) απαιτεί κατάργηση της ΑΑΔΕ.
Η πιθανότητα να συμφωνήσει το
Eurogroup
είναι μηδενική
Ο περιορισμός των λουκέτων προαπαιτεί βαθιά κουρέματα (π.χ. κατάργηση προπληρωμών, ανώτατο συντελεστής ΦΠΑ 15%-18%, μηδενικό ΕΝΦΙΑ για μικρομεσαίους, διαγραφή οφειλών πληγέντων από την πανδημία).
Η πιθανότητα να συμφωνήσει το
Eurogroup
είναι μηδενική
Τα ποσά που απαιτεί μια αποτελεσματική πολιτική καταπολέμησης της φτώχειας ανέρχονται στο 10% του ΑΕΠ ετησίως, που σημαίνει είτε σημαντικές επί πλέον κρατικές δαπάνες είτε το ψηφιακό σύστημα δημόσιων συναλλαγών που προτείνει το ΜέΡΑ25.
Η πιθανότητα να συμφωνήσει το
Eurogroup
είναι μηδενική.
Με αυτά ως δεδομένα, είναι ξεκάθαρο ότι συγκυβέρνηση που απορρίπτει εκ προοιμίου την σύγκρουση με την τρόικα (πέραν διακοσμητικών αλλαγών) μόνο την ακύρωση της οικοδόμησης αστυνομικού κράτους μπορεί να υποσχεθεί. Αρκεί αυτό;Όσο σημαντικό κι αν είναι να γκρεμιστεί το αστυνομικό κράτος, την ώρα που η φτώχεια θερίζει και η ανασφάλεια φουντώνει, μόνο αιθεροβάμων πιστεύει πως αυτό αρκεί για την απαιτούμενη παλλαϊκή συστράτευση γύρω από κυβέρνηση που αυτό-αποκαλείται μεν «προοδευτική» αλλά που, αποδεχόμενη το πλαίσιο του 4ου Μνημονίου, εφαρμόζει πολιτικές αναδιανομής του πλούτου προς τους λίγους – ακόμα κι αν σέρνει τα πόδια της κάνοντάς το.Πιστεύει πραγματικά το Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ πως μπορεί να υπάρξει συστράτευση των προοδευτικών πολιτών με κόμματα που, από τη μία, υποστηρίζουν ότι έσωσαν την χώρα με μνημόνια ενώ, από την άλλη, αρνούνται ακόμα και να διανοηθούν ένα ΟΧΙ στην τρόικα; Μπορεί, στην εποχή της Κλιματικής Καταστροφής να υπάρξει συστράτευση με κόμματα που έστησαν Μόριες και έχουν υπογράψει συμβάσεις εξορύξεων και αγωγών με την ExxonMobil, την Total και τον Νετανιάχου;Εν κατακλείδι, η απάντηση του ΜέΡΑ25 στην πρόσφατη «πρόκληση» της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ δόθηκε από τον προηγούμενο Μάη – βλ. πιο κάτω. Είμαστε εδώ να απαντήσουμε κάθε περαιτέρω ερώτηση και να δώσουμε όποια διευκρίνηση χρειαστεί.Γιάνης ΒαρουφάκηςΓραμματέας ΜέΡΑ25Ακολουθεί απόσπασμα του Καλέσματος του ΜέΡΑ25 σε Παλλαϊκή Συστράτευση της 9ης Μαΐου 2020:Με τον κορωνοϊό να δημιουργεί ύφεση -10% με -15%, και έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμού περί το -15%, η βαθιά αναδιάρθρωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, είναι η μόνη εναλλακτική σ’ ένα 5ο Μνημόνιο καταστροφικότερο και του 1ου: Χωρίς αυτήν, το 2021/2 η τρόικα θα απαιτήσει μείωση του κρατικού ελλείμματος μέσω λιτότητας αντίστοιχης εκείνης του 1ου και 2ου Μνημονίου – δηλαδή νέα κοινωνική καταστροφή.Ενώπιον αυτής της προοπτικής, ο ενστερνισμός από τον κ. Μητσοτάκη του αιτήματος για ευρωομόλογο (δηλαδή πανευρωπαϊκό επιμερισμό του νέου χρέους) ήταν η «Τελευταία Μπλόφα» του. Όταν του το αρνήθηκαν, απλά το «ξέχασε» και, έτσι, έστρωσε το δρόμο για την απάνθρωπη Νέα Λιτότητα που θα φέρει το 5ο Μνημόνιο από τα μέσα του 2021 και για χρόνια πολλά.Το 2010, η κοινωνία μας βρέθηκε απροετοίμαστη. Αιφνιδιάστηκαν οι πολίτες και υπέκυψαν στην ενορχηστρωμένη επίθεση της τρόικας και τα όργανα βασανισμού της, τα τέσσερα συναπτά μνημόνια.Το 2020 πια γνωρίζουμε. Αυτή τη φορά άγνοια δεν συγχωρείται. Όμως, η παλλαϊκή συστράτευση που θα αποτρέψει το 5ο Μνημόνιο απαιτεί συμφωνία επί συγκεκριμένων σημείων:Έως ότου αναδιαρθρωθεί βαθιά το ελληνικό δημόσιο χρέος και προχωρήσει, στην πράξη, ο επιμερισμός των βαρών της Κρίσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, βέτο σε κάθε Eurogroup και Σύνοδο ΚορυφήςΚατάργηση του ζωτικού χώρου των αρπακτικών ταμείων με κατάργηση του «Ηρακλή» και δίκαιη προστασία της λαϊκής κατοικίας και των μικρομεσαίων μέσω Δημόσιας Εταιρείας Αναδιάρθρωσης & Διαχείρισης Ιδιωτικών ΧρεώνΟύτε ένα ευρώ δημόσιου χρήματος σε τράπεζα χωρίς την κρατικοποίησή της. Σπάσιμο του τραπεζικού μονοπωλίου στις ηλεκτρονικές πληρωμές, μέσω της ίδρυσης δωρεάν Δημόσιου Συστήματος Δημοσιονομικών ΣυναλλαγώνΚαθιέρωση Αξιοπρεπούς Βασικού Εισοδήματος, άμεση κατάργηση του καθεστώτος των «ενοικιαζόμενων» εργαζόμενων, και Συλλογικές Συμβάσεις για όλουςΆμεση κατάργηση προπληρωμών φόρων και βαθιά κουρέματα σε φόρους, ιδίως όσων χτυπήθηκαν από την καραντίναΤα ορυκτά καύσιμα να μείνουν στα έγκατα της γηςΆμεσο κλείσιμο όλων των «κλειστών κέντρων» συγκέντρωσης των μεταναστώνΜόνο μια τέτοια συμφωνία μπορεί να φέρει την Πολιτική Επανάσταση που απαιτεί η Ιστορική Συγκυρία, όχι μια απλή κυβερνητική εναλλαγή που απλά θα νομιμοποιήσει το 5ο Μνημόνιο με «προοδευτικό» πρόσημο.

Published on January 11, 2021 07:54
January 8, 2021
Η Πολιτική Οικονομία της Επιτροπής Πισσαρίδη – ThePressProject
Πώς μια επιτροπή οικονομολόγων επηρεασμένων από τη σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας του 1990 μετεξελίχθηκε στον «λαγό» του 5ου Μνημονίου
Εισαγωγή
Όταν πρωτοδιάβασα την Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη διέκρινα την εγγύτητα του κεντρικού της σκεπτικού με την εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που ξεπήδησε από τις σκανδιναβικές χώρες, ιδίως τη Δανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από αυτή την άποψη, η Έκθεση Πισσαρίδη δεν είναι απλά ένας αχταρμάς νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο: Μια έκθεση ιδεών που, εκκινώντας από την πιο πετυχημένη έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, καταλήγει σε χυδαία αντιλαϊκές πολιτικές τροϊκανικής υφής και ουσίας.
Στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς» έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε νεοφιλελεύθερες όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξουμε (όπως και την τάση να χαρακτηρίζουμε φασίστες συλλήβδην όλους τους βάναυσους) γιατί, έτσι, εκκενώνουμε τον όρο «νεοφιλελεύθερος» από την έννοιά του και, εν τέλει, υποτιμάμε το κακό που γίνεται σε αυτή τη χώρα.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ σε σχέση με την Επιτροπή Πισσαρίδη, να καταθέσω την αντίρρηση μου με τον χαρακτηρισμό της τρόικας ως «νεοφιλελεύθερης». Εξηγούμαι: Ναι, όπως και η τρόικα, οι νεοφιλελεύθεροι είναι υπέρ της πλήρους αποδυνάμωσης των συνδικάτων, της αποχαλίνωσης των εργοδοτών, της κατάργησης ελάχιστων μισθών, της ιδιωτικοποίησης των πάντων (ακόμα και της αστυνομίας) κλπ. Όμως, κανείς νεοφιλελεύθερος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα αποδεχόταν το βασικό πρόταγμα της τρόικας – δηλαδή την μεταφορά των ζημιών των γαλλογερμανικών τραπεζών στους φορολογούμενους.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τον ίδιο τον Κρις Πισσαρίδη. Η σχολή σκέψης στην οποία ανήκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο Λονδίνο όπου ζει και εργάζεται, δεν μπορεί επ’ ουδενί να ταυτιστεί με τον νεοφιλελεύθερο Θατσερισμό. Όσο και να διαφωνώ μαζί του, νιώθω την υποχρέωση να δηλώσω ότι, κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις δεν κατατάσσεται στη σχολή σκέψης του νεοφιλελευθερισμού που θεραπεύει τον οικονομικό Δαρβινισμό – την ιδέα, δηλαδή, των εργαζόμενων που πρέπει, για καλό τους, να ρίχνονται στην αρένα της αγοράς εργασίας υπό το αξίωμα ότι οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, από μόνες τους, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, θα εξαφανίσουν την ανεργία και θα εξισορροπήσουν σε επίπεδα μισθών δίκαια (δηλαδή, που αντιστοιχούν στην οριακή παραγωγικότητα της εργασίας) και βιώσιμα (δηλαδή, που δεν παράγουν πληθωριστικές τάσεις). Με απλά λόγια, όταν ο κ. Μητσοτάκης επιτέθηκε στην Αντιπολίτευση από το Βήμα της Βουλής μ’ ένα «έλεος πια!», αναφερόμενος στην ταύτιση του κ. Πισσαρίδη με τον νεοφιλελευθερισμό, δεν ήταν εντελώς αβάσιμη η στάση του. Βέβαια, η απάντηση που θα του έδινα, αν ο προεδρεύων μού έδινε τον λόγο, θα ήταν: «Δίκιο έχετε κ Μητσοτάκη, η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι κάτι πολύ χειρότερο από απλά μια νεοφιλελεύθερη παρέα».
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις Πισσαρίδης, τουλάχιστον από το 1980, απέρριπτε τόσο την νεοφιλελεύθερη θέση περί αγορών εργασίας όσο και την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πρακτική – δηλαδή τις κρατικές παρεμβάσεις που περιόριζαν το δικαίωμα του εργοδότη να απολύει, να επιλέγει μισθούς, να ορίζει μονομερώς τις συνθήκες εργασίας κλπ. Εν πολλοίς, θεωρούσε ότι οι κρατικές παρεμβάσεις υπέρ των εργαζόμενων είναι λιγότερο αποτελεσματικές όταν βασίζονται σε άκαμπτους περιορισμούς που θέτει το σοσιαλδημοκρατικό κράτος στις επιλογές του εργοδότη για να προστατεύσει τον εργαζόμενο.
Η λέξη-κλειδί για την κατανόηση της σχολής σκέψης στην οποία έτεινε ο Κρίς Πισσαρίδης είναι το flexi-curity – ο υβριδικός νεολογισμός που συνδυάζει τις λέξεις flexibility (ελαστικότητα) και security (ασφάλεια-προστασία). Με πρώτη διδάξασα τη Δανία, και κατόπιν τη Σουηδία, η σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, το flexi-curity ή η ελαστική-προστασία, εμπνεόταν από το εξής σκεπτικό: Η καπιταλιστική αγορά εργασίας είναι αναποτελεσματική και παράγει ανεργία, ανισότητες, μόνιμες ανισορροπίες. Όμως, αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε υψηλότερο μισθό και μικρότερη ανασφάλεια για τον εργαζόμενο, υπάρχει κι άλλος τρόπος από την νομοθέτηση ελάχιστου μισθού ή από τον περιορισμό του δικαιώματος του εργοδότη να απολύει. Ποιος τρόπος; Η εξασφάλιση υψηλού επιδόματος ανεργίας και πολύ καλών συνθηκών διαβίωσης, αλλά και ευκαιρίες ουσιαστικής μόρφωσης/μετεκπαίδευσης, σε εργαζόμενους που είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν.
Πράγματι, όσο πιο υψηλό το εγγυημένο εισόδημα του εργαζόμενου – κάτι που αποφασίζει το κράτος μόνο του, χωρίς να πρέπει να το διαπραγματευτεί με τους εργοδότες – τόσο πιο υψηλό μισθό πρέπει να προσφέρει εθελοντικά ο εργοδότης για να βρει άνθρωπο να δουλέψει για αυτόν και τόσο πιο ασφαλής νιώθει ο εργαζόμενος ότι θα έχει μια αξιοπρεπή ζωή βρέξει-χιονίσει. Αυτή η κρατική εξασφάλιση των εργαζόμενων αυξάνει σημαντικά τη διαπραγματευτική τους δύναμη απέναντι στους εργοδότες τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Έτσι, και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος: Και πλήρης ελαστικότητα, με τον εργοδότη να έχει πλήρη έλεγχο της επιχείρησής του (καθώς δίνει ό,τι μισθό θέλει και απολύει όποιον θέλει όποτε του καπνίσει), και πλήρης προστασία-εξασφάλιση του εργαζόμενου. Αυτό είναι, περιληπτικά, το μοντέλο στο οποίο έτεινε ο Κρις Πισσαρίδης και το οποίο μελέτησε θεωρητικά στο ακαδημαϊκό του έργο.
Το ότι όσον αφορά την προστασία των εργαζόμενων τα δύο σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα, το παραδοσιακό και ο σκανδιναβικός συγκερασμός ελαστικότητας-προστασίας, είναι θεωρητικά ισοδύναμα δεν υπάρχει αμφιβολία. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι το σκανδιναβικό μοντέλο κοστίζει στο κράτος πολύ περισσότερα από το παραδοσιακό αλλά, παράλληλα, υπόσχεται υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (από την οποία θα πληρώνονται, θεωρητικά, οι μεγαλύτεροι φόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότησή του).
Πέραν της θεωρίας, στην πράξη το μόνο που απαιτείται για να μετατραπεί σταδιακά το σκανδιναβικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο (που ενστερνίστηκε πριν πολλά χρόνια ο Κρις Πισσαρίδης) σε φύλλο συκής που συγκαλύπτει την μετάβαση σε νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση είναι η σταδιακή υποχρηματοδότηση του σκέλους στήριξης των εργαζόμενων – την ώρα που το κράτος συνεχίζει να εγγυάται την «ευελιξία» των εργοδοτών. Αυτή η «μεταμόρφωση», πριν έρθει στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε στη Γερμανία.
Από την Σκανδιναβία στη Μνημονιακή Ελλάδα μέσω Βερολίνου
Τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του σκανδιναβικού μοντέλου, που εντυπωσίασε τον Κρις Πισσαρίδη, στέφθηκαν με επιτυχία. Σε χώρες όπως η Δανία, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι ωφελήθηκαν παράλληλα. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα πράγματα άλλαξαν. Βασικός παράγοντας ήταν η δήθεν υιοθέτηση του σκανδιναβικού μοντέλου στη Γερμανία από την κυβέρνηση Schroeder. Λέω δήθεν επειδή υιοθετήθηκε μεν η ελαστικότητα αλλά όχι κι η προστασία – καθώς, αντίθετα με την περίπτωση της Δανίας, η υποστήριξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων υποβαθμίστηκε, μπήκαν χρονικοί περιορισμοί στη διάρκεια της στήριξης, και κόπηκαν εντελώς σε εργαζόμενους που παραιτούντο λόγω χειροτέρευσης των συνθηκών δουλειάς ή και μείωσης (εκ μέρους του εργοδότη) των ωρών απασχόλησης (π.χ. υποχρεωτική μετατροπή πλήρους σε μερική απασχόληση).
Σιγά-σιγά, η κυβέρνηση του SPD εφάρμοζε το σχέδιο του τότε Διευθύνοντα Συμβούλου της Volkswagen, και εμπνευστή των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων Hartz IV. Πολύ γρήγορα, από το αρχικό μοντέλο flexi-curity έμεινε μόνο το… flexi! Έτσι ένα μοντέλο το οποίο ξεκίνησε ως εναλλακτική τόσο στο παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό όσο και στην νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση άρχισε να πλησιάζει όλο και περισσότερο την τελευταία.
Με κάθε υποχώρηση του σκέλους της στήριξης της εργασίας, δεδομένου ότι το άλλο σκέλος ήταν το δικαίωμα του εργοδότη να πράττει κατά το δοκούν, η γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου ήταν τεράστιο δώρο στο γερμανικό κεφάλαιο και έπαιξε καίριο ρόλο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας εις βάρος της υπόλοιπης ευρωζώνης. Υπό αυτή μάλιστα έννοια, εκείνες οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην Κρίση του Ευρώ το 2010, με πρώτο θύμα την Ελλάδα. Κι όταν κατέφθασε, ως αποτέλεσμα, η τρόικα στην Αθήνα, στις αποσκευές της έφερε την γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου, σε χυδαιότερη έκδοση βέβαια.
Θυμάστε πως η τρόικα, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε ελληνικό έδαφος παραβίασε την βασικότερη αρχή του νεοφιλελευθερισμού (ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η διάσωση επιχειρήσεων – των τραπεζών εν προκειμένω – με χρήματα των φορολογούμενων) ώστε να επιβάλει κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Μνημονιακή Ελλάδα;
Θυμάστε ότι κάπως έτσι επέβαλε τη νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση κρυπτόμενη πίσω από την βασική αρχή του σκανδιναβικού αντι-νεοφιλελεύθερου μοντέλου: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;
Το μόνο που χρειαζόταν η τρόικα να κάνει για να κρύψει την κατάργηση της προστασίας των εργαζόμενων ήταν να θέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, ως φύλο συκής, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Η επιστημονική ανεντιμότητα, και οι αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μεγαλύτερες απειλές από τον νεοφιλελευθερισμό του κ. Πισσαρίδη
Δέκα χρόνια μετά την έλευση της τρόικας, η τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού χρησιμοποιεί την Επιτροπή Πισσαρίδη για να εμπεδώσει πλήρως εκείνες τις πρώτες της προσπάθειες λεηλασίας της μισθωτής εργασίας, του κράτους, της μικρομεσαίας περιουσίας και, εν γένει, ό,τι πρόσοδο δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποσπάσει η αρπακτική ολιγαρχία.
Σε αυτή της την προσπάθεια βρίσκει σύμμαχο τον ΣΥΡΙΖΑ ή, πιο συγκεκριμένα, την μορφή αντιπολίτευσης που επιλέγει να κάνει στην Επιτροπή Πισσαρίδη ο ΣΥΡΙΖΑ. Δύο παραδείγματα του πώς ο τρόπος του επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθεί στην Επιτροπή Πισσαρίδη καταλήγει να βοηθά το έργο της:
Παράδειγμα 1ον – Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί απεγκλωβισμού από τρόικα και Μνημόνια: Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος γιορτάζει το τέλος των Μνημονίων και την επιστροφή στη κανονικότητα, οι της Επιτροπής Πισσαρίδη νιώθουν άνετα να μιλούν για το επόμενο βήμα, περί σχεδίου για την ανάπτυξη της χώρας – λες και κάτι τέτοιο είναι δυνατόν εντός του 4ου Μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ και του 5ου που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη!
Παράδειγμα 2ον – Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη για μείωση του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους είναι νεοφιλελεύθερη: Είναι αστείο το θέαμα της αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ από την μία και Μητσοτάκη-Πισσαρίδη από την άλλη για το ύψος του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, δηλαδή των υψηλών εισφορών που πρέπει να πληρώνουν οι εργοδότες για την ασφάλιση των μισθωτών. Οι δύο μονομάχοι μιλούν λες και το θέμα είναι, όπως θα ήταν σε μια κανονική χώρα, κατά πόσον πρέπει να συνεισφέρουν οι εργοδότες στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας των εργαζόμενων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2000, φωνάζει ότι δεν πρέπει να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές για να στηριχθεί το κράτος πρόνοιας. Η ΝΔ ωρύεται ότι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, που ανέβηκε πολύ από το 3ο Μνημόνιο, πνίγει τις επιχειρήσεις. Πού το αστείο; Και οι δύο μιλούν αγνοώντας τον Ελέφαντα στο Δωμάτιο. Ποιος είναι ο Ελέφαντας; Το δεδομένο πως τα ασφαλιστικά ταμεία τα πτώχευσε η τρόικα με το PSI το 2012 και πως οι τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές που επέβαλε η τρόικα, μέσω κυβέρνησης Tσίπρα, στους μικρομεσαίους το 2015 δεν χρηματοδοτούν συντάξεις και επιδόματα αλλά επιστρέφουν στην τρόικα και τους δανειστές ανακυκλώνοντας τόσο τη χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων όσο και κράτους-επιχειρήσεων-εργαζόμενων.
Περιληπτικά, η Επιτροπή Πισσαρίδη από τη μια και ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη επιδίδονται σε μια αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερων-προοδευτικών που ίσως είχε ενδιαφέρον το 2002 αλλά που είναι παντελώς εκτός τόπου και χρόνου σήμερα στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».
Εστιάζοντας στο προσωπικό που αποτελεί την Επιτροπή Πισσαρίδη, παρατηρούμε ότι αποτελείται από ολόκληρο το προσωπικό που την τελευταία δεκαετία επιστρατεύτηκε στην επιχείρηση διάσωσης του ολιγαρχικού καθεστώτος το οποίο πρωτοστήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επί Σημιτικού ΠΑΣΟΚ, πάνω στο μη βιώσιμο χρέος. Κρίνοντας μάλιστα από τα κείμενά τους, φαίνονται αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν εκείνο το έργο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο Κρις Πισσαρίδης κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται τις περγαμηνές και το όνομά του. Βέβαια, αυτό δεν έχει καμία, γενικότερη, σημασία. Αυτό που μετρά είναι το αποτέλεσμα.
Όταν με ρωτούν, λοιπόν, ποιο είναι το κύριο πρόβλημα με την Έκθεση Πισσαρίδη, απαντώ πως δεν είναι ούτε ότι στερείται αντικειμενικότητας ούτε ότι υποκινείται από «νεοφιλελεύθερες» δοξασίες, όπως κατηγορείται από κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο: Στερείται επιστημονικής εντιμότητας!
Εντυπωσιακό παράδειγμα η ευκολία με την οποία η Έκθεση αναπαράγει ως στατιστική αλήθεια δύο κυβερνητικά ψεύδη: Το ψέμα ότι το 2014 η Ύφεση έδωσε τη θέση της στην Ανάκαμψη (το 2014 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1.998 εκ ευρώ σε σχέση με το 2013) και το ψέμα ότι η οικονομία ανέκαμπτε προ πανδημίας.
Η Επιτροπή Πισσαρίδη θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, αν ο κ. Σαμαράς είχε κερδίσει τις εκλογές του 2015, το ΑΕΠ θα ανερχόταν αντί να μειωθεί κι άλλο. Ή ότι, χωρίς την πανδημία, η οικονομία θα αναπτυσσόταν στα τέλη του 2020. Τότε θα είχε ενδιαφέρον μια επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους. Όταν, όμως, ομάδα εκλεκτών οικονομολόγων υιοθετούν τα ψεύδη της Νέας Δημοκρατίας για το τι συνέβη το 2014, τότε η γόνιμη επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους είναι αδύνατη. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μην πει τίποτα για αυτό είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.
Συμπέρασμα: Η Επιτροπή Πισσαρίδη ως θείον δώρον για ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ
Εν κατακλείδι, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία πασχίζουν από κοινού η συζήτηση για την οικονομία να γίνεται λες και είμαστε μια κανονική χώρα όπου τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν την πολυτέλεια να αντιπαρατίθενται στο δίπολο, ουσιαστικά, νεοφιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας. Η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι, λοιπόν, εξαιρετικά χρήσιμη εξ ίσου στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία καθώς τους δίνει τη δυνατότητα από κοινού να αποπροσανατολίζουν τον δημόσιο διάλογο αποκρύπτοντας τη ζοφερή πραγματικότητα του να ζει κανείς στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».
Το ΜέΡΑ25, έχοντας καταδείξει την πραγματική ωφέλεια του Μνημονιακού Τόξου από τις εργασίες της Επιτροπής Πισσαρίδη, αλλά και τις ρίζες της στον εκφυλισμό της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, προχώρησε έγκαιρα τόσο στην αποδόμηση της «Επιτελικής Σύνοψης» της Έκθεσης όσο και στην κατάθεση εναλλακτικής πρότασης για την ουσιαστική ανάκαμψη της χώρας, που βέβαια προ-απαιτεί την ρήξη με την τρόικα και τις θεσμικές της εκφάνσεις τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ο: ΤΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ» ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ 5ου ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ο: Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜέΡΑ25
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3ο: ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΙΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ
Εισαγωγή
Όταν πρωτοδιάβασα την Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη διέκρινα την εγγύτητα του κεντρικού της σκεπτικού με την εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που ξεπήδησε από τις σκανδιναβικές χώρες, ιδίως τη Δανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από αυτή την άποψη, η Έκθεση Πισσαρίδη δεν είναι απλά ένας αχταρμάς νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο: Μια έκθεση ιδεών που, εκκινώντας από την πιο πετυχημένη έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, καταλήγει σε χυδαία αντιλαϊκές πολιτικές τροϊκανικής υφής και ουσίας.
Στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς» έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε νεοφιλελεύθερες όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξουμε (όπως και την τάση να χαρακτηρίζουμε φασίστες συλλήβδην όλους τους βάναυσους) γιατί, έτσι, εκκενώνουμε τον όρο «νεοφιλελεύθερος» από την έννοιά του και, εν τέλει, υποτιμάμε το κακό που γίνεται σε αυτή τη χώρα.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ σε σχέση με την Επιτροπή Πισσαρίδη, να καταθέσω την αντίρρηση μου με τον χαρακτηρισμό της τρόικας ως «νεοφιλελεύθερης». Εξηγούμαι: Ναι, όπως και η τρόικα, οι νεοφιλελεύθεροι είναι υπέρ της πλήρους αποδυνάμωσης των συνδικάτων, της αποχαλίνωσης των εργοδοτών, της κατάργησης ελάχιστων μισθών, της ιδιωτικοποίησης των πάντων (ακόμα και της αστυνομίας) κλπ. Όμως, κανείς νεοφιλελεύθερος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα αποδεχόταν το βασικό πρόταγμα της τρόικας – δηλαδή την μεταφορά των ζημιών των γαλλογερμανικών τραπεζών στους φορολογούμενους.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τον ίδιο τον Κρις Πισσαρίδη. Η σχολή σκέψης στην οποία ανήκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο Λονδίνο όπου ζει και εργάζεται, δεν μπορεί επ’ ουδενί να ταυτιστεί με τον νεοφιλελεύθερο Θατσερισμό. Όσο και να διαφωνώ μαζί του, νιώθω την υποχρέωση να δηλώσω ότι, κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις δεν κατατάσσεται στη σχολή σκέψης του νεοφιλελευθερισμού που θεραπεύει τον οικονομικό Δαρβινισμό – την ιδέα, δηλαδή, των εργαζόμενων που πρέπει, για καλό τους, να ρίχνονται στην αρένα της αγοράς εργασίας υπό το αξίωμα ότι οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, από μόνες τους, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, θα εξαφανίσουν την ανεργία και θα εξισορροπήσουν σε επίπεδα μισθών δίκαια (δηλαδή, που αντιστοιχούν στην οριακή παραγωγικότητα της εργασίας) και βιώσιμα (δηλαδή, που δεν παράγουν πληθωριστικές τάσεις). Με απλά λόγια, όταν ο κ. Μητσοτάκης επιτέθηκε στην Αντιπολίτευση από το Βήμα της Βουλής μ’ ένα «έλεος πια!», αναφερόμενος στην ταύτιση του κ. Πισσαρίδη με τον νεοφιλελευθερισμό, δεν ήταν εντελώς αβάσιμη η στάση του. Βέβαια, η απάντηση που θα του έδινα, αν ο προεδρεύων μού έδινε τον λόγο, θα ήταν: «Δίκιο έχετε κ Μητσοτάκη, η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι κάτι πολύ χειρότερο από απλά μια νεοφιλελεύθερη παρέα».
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις Πισσαρίδης, τουλάχιστον από το 1980, απέρριπτε τόσο την νεοφιλελεύθερη θέση περί αγορών εργασίας όσο και την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πρακτική – δηλαδή τις κρατικές παρεμβάσεις που περιόριζαν το δικαίωμα του εργοδότη να απολύει, να επιλέγει μισθούς, να ορίζει μονομερώς τις συνθήκες εργασίας κλπ. Εν πολλοίς, θεωρούσε ότι οι κρατικές παρεμβάσεις υπέρ των εργαζόμενων είναι λιγότερο αποτελεσματικές όταν βασίζονται σε άκαμπτους περιορισμούς που θέτει το σοσιαλδημοκρατικό κράτος στις επιλογές του εργοδότη για να προστατεύσει τον εργαζόμενο.
Η λέξη-κλειδί για την κατανόηση της σχολής σκέψης στην οποία έτεινε ο Κρίς Πισσαρίδης είναι το flexi-curity – ο υβριδικός νεολογισμός που συνδυάζει τις λέξεις flexibility (ελαστικότητα) και security (ασφάλεια-προστασία). Με πρώτη διδάξασα τη Δανία, και κατόπιν τη Σουηδία, η σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, το flexi-curity ή η ελαστική-προστασία, εμπνεόταν από το εξής σκεπτικό: Η καπιταλιστική αγορά εργασίας είναι αναποτελεσματική και παράγει ανεργία, ανισότητες, μόνιμες ανισορροπίες. Όμως, αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε υψηλότερο μισθό και μικρότερη ανασφάλεια για τον εργαζόμενο, υπάρχει κι άλλος τρόπος από την νομοθέτηση ελάχιστου μισθού ή από τον περιορισμό του δικαιώματος του εργοδότη να απολύει. Ποιος τρόπος; Η εξασφάλιση υψηλού επιδόματος ανεργίας και πολύ καλών συνθηκών διαβίωσης, αλλά και ευκαιρίες ουσιαστικής μόρφωσης/μετεκπαίδευσης, σε εργαζόμενους που είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν.
Πράγματι, όσο πιο υψηλό το εγγυημένο εισόδημα του εργαζόμενου – κάτι που αποφασίζει το κράτος μόνο του, χωρίς να πρέπει να το διαπραγματευτεί με τους εργοδότες – τόσο πιο υψηλό μισθό πρέπει να προσφέρει εθελοντικά ο εργοδότης για να βρει άνθρωπο να δουλέψει για αυτόν και τόσο πιο ασφαλής νιώθει ο εργαζόμενος ότι θα έχει μια αξιοπρεπή ζωή βρέξει-χιονίσει. Αυτή η κρατική εξασφάλιση των εργαζόμενων αυξάνει σημαντικά τη διαπραγματευτική τους δύναμη απέναντι στους εργοδότες τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Έτσι, και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος: Και πλήρης ελαστικότητα, με τον εργοδότη να έχει πλήρη έλεγχο της επιχείρησής του (καθώς δίνει ό,τι μισθό θέλει και απολύει όποιον θέλει όποτε του καπνίσει), και πλήρης προστασία-εξασφάλιση του εργαζόμενου. Αυτό είναι, περιληπτικά, το μοντέλο στο οποίο έτεινε ο Κρις Πισσαρίδης και το οποίο μελέτησε θεωρητικά στο ακαδημαϊκό του έργο.
Το ότι όσον αφορά την προστασία των εργαζόμενων τα δύο σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα, το παραδοσιακό και ο σκανδιναβικός συγκερασμός ελαστικότητας-προστασίας, είναι θεωρητικά ισοδύναμα δεν υπάρχει αμφιβολία. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι το σκανδιναβικό μοντέλο κοστίζει στο κράτος πολύ περισσότερα από το παραδοσιακό αλλά, παράλληλα, υπόσχεται υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (από την οποία θα πληρώνονται, θεωρητικά, οι μεγαλύτεροι φόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότησή του).
Πέραν της θεωρίας, στην πράξη το μόνο που απαιτείται για να μετατραπεί σταδιακά το σκανδιναβικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο (που ενστερνίστηκε πριν πολλά χρόνια ο Κρις Πισσαρίδης) σε φύλλο συκής που συγκαλύπτει την μετάβαση σε νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση είναι η σταδιακή υποχρηματοδότηση του σκέλους στήριξης των εργαζόμενων – την ώρα που το κράτος συνεχίζει να εγγυάται την «ευελιξία» των εργοδοτών. Αυτή η «μεταμόρφωση», πριν έρθει στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε στη Γερμανία.
Από την Σκανδιναβία στη Μνημονιακή Ελλάδα μέσω Βερολίνου
Τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του σκανδιναβικού μοντέλου, που εντυπωσίασε τον Κρις Πισσαρίδη, στέφθηκαν με επιτυχία. Σε χώρες όπως η Δανία, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι ωφελήθηκαν παράλληλα. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα πράγματα άλλαξαν. Βασικός παράγοντας ήταν η δήθεν υιοθέτηση του σκανδιναβικού μοντέλου στη Γερμανία από την κυβέρνηση Schroeder. Λέω δήθεν επειδή υιοθετήθηκε μεν η ελαστικότητα αλλά όχι κι η προστασία – καθώς, αντίθετα με την περίπτωση της Δανίας, η υποστήριξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων υποβαθμίστηκε, μπήκαν χρονικοί περιορισμοί στη διάρκεια της στήριξης, και κόπηκαν εντελώς σε εργαζόμενους που παραιτούντο λόγω χειροτέρευσης των συνθηκών δουλειάς ή και μείωσης (εκ μέρους του εργοδότη) των ωρών απασχόλησης (π.χ. υποχρεωτική μετατροπή πλήρους σε μερική απασχόληση).
Σιγά-σιγά, η κυβέρνηση του SPD εφάρμοζε το σχέδιο του τότε Διευθύνοντα Συμβούλου της Volkswagen, και εμπνευστή των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων Hartz IV. Πολύ γρήγορα, από το αρχικό μοντέλο flexi-curity έμεινε μόνο το… flexi! Έτσι ένα μοντέλο το οποίο ξεκίνησε ως εναλλακτική τόσο στο παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό όσο και στην νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση άρχισε να πλησιάζει όλο και περισσότερο την τελευταία.
Με κάθε υποχώρηση του σκέλους της στήριξης της εργασίας, δεδομένου ότι το άλλο σκέλος ήταν το δικαίωμα του εργοδότη να πράττει κατά το δοκούν, η γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου ήταν τεράστιο δώρο στο γερμανικό κεφάλαιο και έπαιξε καίριο ρόλο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας εις βάρος της υπόλοιπης ευρωζώνης. Υπό αυτή μάλιστα έννοια, εκείνες οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην Κρίση του Ευρώ το 2010, με πρώτο θύμα την Ελλάδα. Κι όταν κατέφθασε, ως αποτέλεσμα, η τρόικα στην Αθήνα, στις αποσκευές της έφερε την γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου, σε χυδαιότερη έκδοση βέβαια.
Θυμάστε πως η τρόικα, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε ελληνικό έδαφος παραβίασε την βασικότερη αρχή του νεοφιλελευθερισμού (ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η διάσωση επιχειρήσεων – των τραπεζών εν προκειμένω – με χρήματα των φορολογούμενων) ώστε να επιβάλει κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Μνημονιακή Ελλάδα;
Θυμάστε ότι κάπως έτσι επέβαλε τη νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση κρυπτόμενη πίσω από την βασική αρχή του σκανδιναβικού αντι-νεοφιλελεύθερου μοντέλου: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;
Το μόνο που χρειαζόταν η τρόικα να κάνει για να κρύψει την κατάργηση της προστασίας των εργαζόμενων ήταν να θέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, ως φύλο συκής, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Η επιστημονική ανεντιμότητα, και οι αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μεγαλύτερες απειλές από τον νεοφιλελευθερισμό του κ. Πισσαρίδη
Δέκα χρόνια μετά την έλευση της τρόικας, η τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού χρησιμοποιεί την Επιτροπή Πισσαρίδη για να εμπεδώσει πλήρως εκείνες τις πρώτες της προσπάθειες λεηλασίας της μισθωτής εργασίας, του κράτους, της μικρομεσαίας περιουσίας και, εν γένει, ό,τι πρόσοδο δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποσπάσει η αρπακτική ολιγαρχία.
Σε αυτή της την προσπάθεια βρίσκει σύμμαχο τον ΣΥΡΙΖΑ ή, πιο συγκεκριμένα, την μορφή αντιπολίτευσης που επιλέγει να κάνει στην Επιτροπή Πισσαρίδη ο ΣΥΡΙΖΑ. Δύο παραδείγματα του πώς ο τρόπος του επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθεί στην Επιτροπή Πισσαρίδη καταλήγει να βοηθά το έργο της:
Παράδειγμα 1ον – Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί απεγκλωβισμού από τρόικα και Μνημόνια: Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος γιορτάζει το τέλος των Μνημονίων και την επιστροφή στη κανονικότητα, οι της Επιτροπής Πισσαρίδη νιώθουν άνετα να μιλούν για το επόμενο βήμα, περί σχεδίου για την ανάπτυξη της χώρας – λες και κάτι τέτοιο είναι δυνατόν εντός του 4ου Μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ και του 5ου που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη!
Παράδειγμα 2ον – Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη για μείωση του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους είναι νεοφιλελεύθερη: Είναι αστείο το θέαμα της αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ από την μία και Μητσοτάκη-Πισσαρίδη από την άλλη για το ύψος του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, δηλαδή των υψηλών εισφορών που πρέπει να πληρώνουν οι εργοδότες για την ασφάλιση των μισθωτών. Οι δύο μονομάχοι μιλούν λες και το θέμα είναι, όπως θα ήταν σε μια κανονική χώρα, κατά πόσον πρέπει να συνεισφέρουν οι εργοδότες στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας των εργαζόμενων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2000, φωνάζει ότι δεν πρέπει να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές για να στηριχθεί το κράτος πρόνοιας. Η ΝΔ ωρύεται ότι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, που ανέβηκε πολύ από το 3ο Μνημόνιο, πνίγει τις επιχειρήσεις. Πού το αστείο; Και οι δύο μιλούν αγνοώντας τον Ελέφαντα στο Δωμάτιο. Ποιος είναι ο Ελέφαντας; Το δεδομένο πως τα ασφαλιστικά ταμεία τα πτώχευσε η τρόικα με το PSI το 2012 και πως οι τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές που επέβαλε η τρόικα, μέσω κυβέρνησης Tσίπρα, στους μικρομεσαίους το 2015 δεν χρηματοδοτούν συντάξεις και επιδόματα αλλά επιστρέφουν στην τρόικα και τους δανειστές ανακυκλώνοντας τόσο τη χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων όσο και κράτους-επιχειρήσεων-εργαζόμενων.
Περιληπτικά, η Επιτροπή Πισσαρίδη από τη μια και ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη επιδίδονται σε μια αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερων-προοδευτικών που ίσως είχε ενδιαφέρον το 2002 αλλά που είναι παντελώς εκτός τόπου και χρόνου σήμερα στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».
Εστιάζοντας στο προσωπικό που αποτελεί την Επιτροπή Πισσαρίδη, παρατηρούμε ότι αποτελείται από ολόκληρο το προσωπικό που την τελευταία δεκαετία επιστρατεύτηκε στην επιχείρηση διάσωσης του ολιγαρχικού καθεστώτος το οποίο πρωτοστήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επί Σημιτικού ΠΑΣΟΚ, πάνω στο μη βιώσιμο χρέος. Κρίνοντας μάλιστα από τα κείμενά τους, φαίνονται αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν εκείνο το έργο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο Κρις Πισσαρίδης κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται τις περγαμηνές και το όνομά του. Βέβαια, αυτό δεν έχει καμία, γενικότερη, σημασία. Αυτό που μετρά είναι το αποτέλεσμα.
Όταν με ρωτούν, λοιπόν, ποιο είναι το κύριο πρόβλημα με την Έκθεση Πισσαρίδη, απαντώ πως δεν είναι ούτε ότι στερείται αντικειμενικότητας ούτε ότι υποκινείται από «νεοφιλελεύθερες» δοξασίες, όπως κατηγορείται από κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο: Στερείται επιστημονικής εντιμότητας!
Εντυπωσιακό παράδειγμα η ευκολία με την οποία η Έκθεση αναπαράγει ως στατιστική αλήθεια δύο κυβερνητικά ψεύδη: Το ψέμα ότι το 2014 η Ύφεση έδωσε τη θέση της στην Ανάκαμψη (το 2014 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1.998 εκ ευρώ σε σχέση με το 2013) και το ψέμα ότι η οικονομία ανέκαμπτε προ πανδημίας.
Η Επιτροπή Πισσαρίδη θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, αν ο κ. Σαμαράς είχε κερδίσει τις εκλογές του 2015, το ΑΕΠ θα ανερχόταν αντί να μειωθεί κι άλλο. Ή ότι, χωρίς την πανδημία, η οικονομία θα αναπτυσσόταν στα τέλη του 2020. Τότε θα είχε ενδιαφέρον μια επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους. Όταν, όμως, ομάδα εκλεκτών οικονομολόγων υιοθετούν τα ψεύδη της Νέας Δημοκρατίας για το τι συνέβη το 2014, τότε η γόνιμη επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους είναι αδύνατη. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μην πει τίποτα για αυτό είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.
Συμπέρασμα: Η Επιτροπή Πισσαρίδη ως θείον δώρον για ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ
Εν κατακλείδι, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία πασχίζουν από κοινού η συζήτηση για την οικονομία να γίνεται λες και είμαστε μια κανονική χώρα όπου τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν την πολυτέλεια να αντιπαρατίθενται στο δίπολο, ουσιαστικά, νεοφιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας. Η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι, λοιπόν, εξαιρετικά χρήσιμη εξ ίσου στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία καθώς τους δίνει τη δυνατότητα από κοινού να αποπροσανατολίζουν τον δημόσιο διάλογο αποκρύπτοντας τη ζοφερή πραγματικότητα του να ζει κανείς στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».
Το ΜέΡΑ25, έχοντας καταδείξει την πραγματική ωφέλεια του Μνημονιακού Τόξου από τις εργασίες της Επιτροπής Πισσαρίδη, αλλά και τις ρίζες της στον εκφυλισμό της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, προχώρησε έγκαιρα τόσο στην αποδόμηση της «Επιτελικής Σύνοψης» της Έκθεσης όσο και στην κατάθεση εναλλακτικής πρότασης για την ουσιαστική ανάκαμψη της χώρας, που βέβαια προ-απαιτεί την ρήξη με την τρόικα και τις θεσμικές της εκφάνσεις τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ο: ΤΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ» ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ 5ου ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
Το ΜέΡΑ25 σχολιάζει παράγραφο-προς-παράγραφο την ενδιάμεση Έκθεση της Ομάδας Πισσαρίδη «για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ο: Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜέΡΑ25
Για την πρόταση Κρατικού Προϋπολογισμού 2021 και Θεσμικών Τομών του ΜέΡΑ25 πατήστε εδώ.
Το Όραμα του ΜέΡΑ25 για την Ελλάδα του 2025 διατίθεται εδώ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3ο: ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΙΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ
Για μια προσωπική αποτίμηση της επιστημονικής δουλειάς που το 2010 απέφερε το Νόμπελ Οικονομικών στους Peter Diamond, Dale Mortenson και Κρίς Πισσαρίδη, βλ. το άρθρο μου της 19ης Οκτωβρίου 2010 στο protagon.gr με τίτλο «Το Νόμπελ της Ντροπής»

Published on January 08, 2021 02:56
January 6, 2021
Watch Brian Eno, Ken Loach, Roger Waters, Frank Barat, Stefania Maurizi & Yanis Varoufakis discuss the Julian Assange case
Two days after a UK judge blocked the US request to extradite Julian Assange, we discussed this decision and what it means for the future of journalism and freedom of speech.
The discussion took place at 5pm GMT on 6th January 2020
The discussion took place at 5pm GMT on 6th January 2020

Published on January 06, 2021 23:27
Join Brian Eno, Ken Loach, Roger Waters, Frank Barat & Yanis Varoufakis tonight in a LIVE discussion of the Julian Assange case
Tonight (17.00 GMT, 18.00 CET, 19.00 Athens), together with Roger Waters, Brian Eno, Ken Loach and Frank Barat, we shall be discussing LIVE the recent court verdict on Julian Assange’s extradition.
Two days after a UK judge blocked the US request to extradite Julian Assange, we will discuss this decision and what it means for the future of journalism and freedom of speech. Does this victory mark the end of the assault on investigative journalists and whistleblowers?
Join us today at 5pm GMT, 18.00 CET, 19.00 Athens Facebook Live – click here
Two days after a UK judge blocked the US request to extradite Julian Assange, we will discuss this decision and what it means for the future of journalism and freedom of speech. Does this victory mark the end of the assault on investigative journalists and whistleblowers?
Join us today at 5pm GMT, 18.00 CET, 19.00 Athens Facebook Live – click here

Published on January 06, 2021 01:52
January 5, 2021
The US political establishment want Julian Assange dead – Interviewed by Aaron Bastani (video)

Published on January 05, 2021 22:18
To rid ourselves of GDP we need to move beyond capitalism, to ANOTHER NOW – Response to Timothée Parrique’s response
In a reaction to a throwaway line of mine in this interview relating to my new book ANOTHER NOW, Timothée Parrique wrote this piece. I find it hard to disagree with anything of substance he wrote. I was not even upset that Timothée (who clearly has not read my book) misrepresented my position, making me sound as if supportive/tolerant of GDP-growth as a reasonable goal (I am not and it isn’t!). Why? Because it is clear to me that this is a matter of semantics focussed on one word: degrowth. Let me clear on this: I loathe the word, not the criticism of GDP-growth that it represents. It is, in my considered opinion, a major own goal to enter the arena against powerful opponents with a campaign to de-anything.
So, let me be clear: Any society that seeks more GDP (that is, every capitalist society) is in serious trouble at all levels – economic, social, environmental, ethical. Having said that, when living under capitalism (a system predicated on profit maximisation at the level of the firm and GDP-maximisation at the level of the macroeconomy), replacing GDP with some other metric is besides the point. If we do not like the effects of GDP-growth (and I certainly don’t) then the only feasible solution is the replacement of the capitalist mode of production and distribution with something else. What that ‘something else’ should be is, of course, the pertinent question.
It was in an attempt to answer this question, from a very personal perspective, I wrote ANOTHER NOW as a book of science fiction, in which I describe an alternative postcapitalist present. Funnily enough (for the purposes of this exchange), there is a passage alluding to how GDP was ‘grossly demoted’ in that socioeconomic system. I copy it below for your amusement. Please note that, as a work of fiction, this is not me speaking but Eva – a neoliberal economics professor who is gradually warming up to the postcapitalist system in ANOTHER NOW.
Hope you enjoy it!
——
EXTRACT from Chapter 6 (Markets without Capitalism) of ANOTHER NOW: Dispatches from an alternative present
GROSSLY DEMOTED GDP
“It counts special locks for our doors and the jails for the people who break them… It counts napalm and nuclear warheads and armoured cars for the police to fight the riots in our cities… Yet [it] does not allow for the health of our children, the quality of their education or the joy of their play. It does not include the beauty of our poetry… It measures everything, in short, except that which makes life worthwhile.”
Bobby Kennedy’s famous condemnation of GDP, the dollar metric of a nation’s total income, had always irritated Eva despite its obvious poetic quality – or perhaps because of it. During her time as a post-grad in economics at the end of the noughties, GDP-bashing had become something of a cottage industry. Eva thought it was akin to lambasting a maritime navigation device for failing to appreciate the beauty of the ocean and its impact on the human psyche.
“Of course GDP rises when a terrible earthquake kills thousands,” she would argue with the students in her seminars. “That’s what it is meant to do: count the monetary expense of the rescue efforts at first and the cost of rebuilding later. And of course its needle does not move when a lover’s gesture uplifts one’s soul or a bush fire consumes a lush forest. The very point of GDP is not to condone the earthquake or to make us indifferent to intangible beauty or environmental disaster. It is to measure that which it was designed to measure: money expenditures by some that add, equivalently, to the incomes of others.”
Monetary profit drives capitalism. Under capitalism, like it or not, society’s resources are attracted by the anticipation of higher profit and repelled by anything that reduces the bottom line. Eva’s view was that GDP is a snapshot of these forces at work – a highly effective one that does not purport to be anything more or less.
“It seeks to capture capitalism’s dynamic and to map out the types of endeavour that generate money – ‘the alienated essence of our life’, as I believe your much-beloved Karl Marx once put it. To dump GDP and replace it with an arbitrary measure of something … nicer would be to take our finger off capitalism’s pulse – to ditch our only means of gauging the beast’s behaviour.”
Every time an environmentalist demanded a new, cuddlier metric with which to replace GDP, Eva despaired.
“If we want to protect trees or lakes that have no market price,” she argued, “we should just do it: slap preservation orders on them! What is the point of concocting an arbitrary price substitute by which to measure their intangible value?”
The irony is, Eva thought to herself, that these hip anti-capitalists are their own worst enemy: under capitalism, the only way a tree or a lake can be assigned a quantifiable value is by putting it up for sale to see what price it fetches. In the absence of any alternative to capitalism, Eva used to tell her students, we need to stop criticising GDP and instead invest in immeasurable public goods, like the health of our children or the beauty of their poetry.
At least, that was Eva’s view when, like almost everyone else, she believed there really was no alternative to capitalism. In the light of the latest dispatches, she was starting to re-assess.
On the one hand, markets in the Other Now appeared to be in rude health despite, or maybe because of, capitalism’s demise. A great deal of economic activity the Other Now could still be measured in terms of monetary incomes. On the other hand, much of private sector activity was driven neither by net revenue maximisation nor by market forces but by instruments such as the socialworthiness index, which played a large role in diverting resources to various activities. Compiled by customers, neighbours, artists, the community at large, it was a number with an impact on economic activity that reflected neither a price nor a quantity supplied. Or take, for example, the juries’ power to dissolve enterprises for failing the public interest. Those too created strong incentives for corporations to diverge from business plans that maximised profits. Freed from the tyranny of their share price, meanwhile, and the fear of hostile takeovers, corporations were more alive to society’s needs. So too with the County Associations, whose members allocated land for the benefit of local communities. While they exploited market forces to generate funding for social purposes, their decisions were uninfluenced by the prices generated by capitalist real estate markets.
Once capitalism died, and markets were freed from private ownership, a different kind of value had taken over. Instead of judging something’s worth by its ‘exchange value’, what it would fetch in return for something else, the Other Now judged worth according to its ‘experiential value’, what is worth in itself to the person who used it. Prices, quantities and monetary profits were no longer the sole masters of society. And the more experiential value liberated itself from the hegemony of exchange value, the less meaningful or relevant GDP could be. And so it was in the Other Now. Although it continued to play a role in measuring monetary incomes, GDP was simply one of many metrics they used to monitor the economy – a demotion that would have made no sense before capitalism died.
So, let me be clear: Any society that seeks more GDP (that is, every capitalist society) is in serious trouble at all levels – economic, social, environmental, ethical. Having said that, when living under capitalism (a system predicated on profit maximisation at the level of the firm and GDP-maximisation at the level of the macroeconomy), replacing GDP with some other metric is besides the point. If we do not like the effects of GDP-growth (and I certainly don’t) then the only feasible solution is the replacement of the capitalist mode of production and distribution with something else. What that ‘something else’ should be is, of course, the pertinent question.
It was in an attempt to answer this question, from a very personal perspective, I wrote ANOTHER NOW as a book of science fiction, in which I describe an alternative postcapitalist present. Funnily enough (for the purposes of this exchange), there is a passage alluding to how GDP was ‘grossly demoted’ in that socioeconomic system. I copy it below for your amusement. Please note that, as a work of fiction, this is not me speaking but Eva – a neoliberal economics professor who is gradually warming up to the postcapitalist system in ANOTHER NOW.
Hope you enjoy it!
——
EXTRACT from Chapter 6 (Markets without Capitalism) of ANOTHER NOW: Dispatches from an alternative present
GROSSLY DEMOTED GDP
“It counts special locks for our doors and the jails for the people who break them… It counts napalm and nuclear warheads and armoured cars for the police to fight the riots in our cities… Yet [it] does not allow for the health of our children, the quality of their education or the joy of their play. It does not include the beauty of our poetry… It measures everything, in short, except that which makes life worthwhile.”
Bobby Kennedy’s famous condemnation of GDP, the dollar metric of a nation’s total income, had always irritated Eva despite its obvious poetic quality – or perhaps because of it. During her time as a post-grad in economics at the end of the noughties, GDP-bashing had become something of a cottage industry. Eva thought it was akin to lambasting a maritime navigation device for failing to appreciate the beauty of the ocean and its impact on the human psyche.
“Of course GDP rises when a terrible earthquake kills thousands,” she would argue with the students in her seminars. “That’s what it is meant to do: count the monetary expense of the rescue efforts at first and the cost of rebuilding later. And of course its needle does not move when a lover’s gesture uplifts one’s soul or a bush fire consumes a lush forest. The very point of GDP is not to condone the earthquake or to make us indifferent to intangible beauty or environmental disaster. It is to measure that which it was designed to measure: money expenditures by some that add, equivalently, to the incomes of others.”
Monetary profit drives capitalism. Under capitalism, like it or not, society’s resources are attracted by the anticipation of higher profit and repelled by anything that reduces the bottom line. Eva’s view was that GDP is a snapshot of these forces at work – a highly effective one that does not purport to be anything more or less.
“It seeks to capture capitalism’s dynamic and to map out the types of endeavour that generate money – ‘the alienated essence of our life’, as I believe your much-beloved Karl Marx once put it. To dump GDP and replace it with an arbitrary measure of something … nicer would be to take our finger off capitalism’s pulse – to ditch our only means of gauging the beast’s behaviour.”
Every time an environmentalist demanded a new, cuddlier metric with which to replace GDP, Eva despaired.
“If we want to protect trees or lakes that have no market price,” she argued, “we should just do it: slap preservation orders on them! What is the point of concocting an arbitrary price substitute by which to measure their intangible value?”
The irony is, Eva thought to herself, that these hip anti-capitalists are their own worst enemy: under capitalism, the only way a tree or a lake can be assigned a quantifiable value is by putting it up for sale to see what price it fetches. In the absence of any alternative to capitalism, Eva used to tell her students, we need to stop criticising GDP and instead invest in immeasurable public goods, like the health of our children or the beauty of their poetry.
At least, that was Eva’s view when, like almost everyone else, she believed there really was no alternative to capitalism. In the light of the latest dispatches, she was starting to re-assess.
On the one hand, markets in the Other Now appeared to be in rude health despite, or maybe because of, capitalism’s demise. A great deal of economic activity the Other Now could still be measured in terms of monetary incomes. On the other hand, much of private sector activity was driven neither by net revenue maximisation nor by market forces but by instruments such as the socialworthiness index, which played a large role in diverting resources to various activities. Compiled by customers, neighbours, artists, the community at large, it was a number with an impact on economic activity that reflected neither a price nor a quantity supplied. Or take, for example, the juries’ power to dissolve enterprises for failing the public interest. Those too created strong incentives for corporations to diverge from business plans that maximised profits. Freed from the tyranny of their share price, meanwhile, and the fear of hostile takeovers, corporations were more alive to society’s needs. So too with the County Associations, whose members allocated land for the benefit of local communities. While they exploited market forces to generate funding for social purposes, their decisions were uninfluenced by the prices generated by capitalist real estate markets.
Once capitalism died, and markets were freed from private ownership, a different kind of value had taken over. Instead of judging something’s worth by its ‘exchange value’, what it would fetch in return for something else, the Other Now judged worth according to its ‘experiential value’, what is worth in itself to the person who used it. Prices, quantities and monetary profits were no longer the sole masters of society. And the more experiential value liberated itself from the hegemony of exchange value, the less meaningful or relevant GDP could be. And so it was in the Other Now. Although it continued to play a role in measuring monetary incomes, GDP was simply one of many metrics they used to monitor the economy – a demotion that would have made no sense before capitalism died.

Published on January 05, 2021 00:53
December 31, 2020
Ευχές από το ΜέΡΑ25. Με μια υπενθύμιση: Το 2021 τα πάντα μπορούν να είναι διαφορετικά!
Το 2020 αφήνει πίσω του ανοικτές πληγές, διαλυμένα όνειρα, φόβο.
Αφήνει όμως και μια ανέλπιστη ελπίδα. Ξεσκεπάζοντας μυστικά που μας καθήλωναν, η πανδημία που στιγμάτισε το 2020 μας άνοιξε τα μάτια σε δυνάμεις και δυνατότητες που είχαμε ξεχάσει ότι είχαμε.
Το 2020 είδαμε ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι αδύναμες. Ότι προσποιούνται τις αδύναμες επειδή θέλουν να αφήνουν ανενόχλητη την ολιγαρχία να ασκεί την εξουσία της. Με την πανδημία όμως είδαμε τις εξουσίες του κράτους να ξεδιπλώνονται τρομακτικές.
Είδαμε ακόμα πως το λεφτόδεντρο είναι υπαρκτό, και πως την ύπαρξή του αρνούνται μόνο εκείνοι που το βάζουν να γεννά αποκλειστικά χρήμα για τους λίγους.
Διαπιστώσαμε πως, πράγματι, η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους δεν ήταν ποτέ θέμα αγορών. Ήταν εργαλείο που η τρόικα το χρησιμοποιούσε για να μεταφέρεται η περιουσία, κρατική και τώρα ιδιωτική, στην ολιγαρχία-χωρίς-σύνορα.
Εντυπωσιαστήκαμε με το πόσο γρήγορα, όταν τους συνέφερε, οι νεοφιλελεύθεροι ασπάστηκαν τον κρατισμό κι οι φιλελεύθεροι αγκάλιασαν την απολυταρχία.
Ναι, το 2020 ήταν δύσκολη χρονιά. Χάσαμε ανθρώπους. Είδαμε τον σκοταδισμό και την εκμετάλλευση να γιγαντώνεται, σπρώχνοντας τόσο κόσμο στην αγκαλιά της απόγνωσης. Χάσαμε δημοκρατικές ελευθερίες που γενιές ολόκληρες θυσιάστηκαν για να έχουμε.
Όμως, το 2020 μας έκανε κι ένα μεγάλο δώρο. Μας αποκάλυψε το μέγα, το ελπιδοφόρο, μυστικό που η εξουσία δεν ήθελε να μάθουμε: Ότι ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ! Ότι ο Μπρεχτ είχε δίκιο όταν είπε πως ΕΠΕΙΔΗ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ!
Ευχαριστούμε το 2020 που μας το θύμισε.
Τώρα, στο χέρι μας είναι το 2021 να γίνει η αρχή της ριζικής αλλαγής υπέρ των πολλών. Σε όλη την Ελλάδα. Σε όλα τα μήκη και σε όλα τα πλάτη της Γης.
Χρόνια Καλά, Πολλά & Δημιουργικά – με Υγεία για Όλες & Όλους
Αφήνει όμως και μια ανέλπιστη ελπίδα. Ξεσκεπάζοντας μυστικά που μας καθήλωναν, η πανδημία που στιγμάτισε το 2020 μας άνοιξε τα μάτια σε δυνάμεις και δυνατότητες που είχαμε ξεχάσει ότι είχαμε.
Το 2020 είδαμε ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι αδύναμες. Ότι προσποιούνται τις αδύναμες επειδή θέλουν να αφήνουν ανενόχλητη την ολιγαρχία να ασκεί την εξουσία της. Με την πανδημία όμως είδαμε τις εξουσίες του κράτους να ξεδιπλώνονται τρομακτικές.
Είδαμε ακόμα πως το λεφτόδεντρο είναι υπαρκτό, και πως την ύπαρξή του αρνούνται μόνο εκείνοι που το βάζουν να γεννά αποκλειστικά χρήμα για τους λίγους.
Διαπιστώσαμε πως, πράγματι, η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους δεν ήταν ποτέ θέμα αγορών. Ήταν εργαλείο που η τρόικα το χρησιμοποιούσε για να μεταφέρεται η περιουσία, κρατική και τώρα ιδιωτική, στην ολιγαρχία-χωρίς-σύνορα.
Εντυπωσιαστήκαμε με το πόσο γρήγορα, όταν τους συνέφερε, οι νεοφιλελεύθεροι ασπάστηκαν τον κρατισμό κι οι φιλελεύθεροι αγκάλιασαν την απολυταρχία.
Ναι, το 2020 ήταν δύσκολη χρονιά. Χάσαμε ανθρώπους. Είδαμε τον σκοταδισμό και την εκμετάλλευση να γιγαντώνεται, σπρώχνοντας τόσο κόσμο στην αγκαλιά της απόγνωσης. Χάσαμε δημοκρατικές ελευθερίες που γενιές ολόκληρες θυσιάστηκαν για να έχουμε.
Όμως, το 2020 μας έκανε κι ένα μεγάλο δώρο. Μας αποκάλυψε το μέγα, το ελπιδοφόρο, μυστικό που η εξουσία δεν ήθελε να μάθουμε: Ότι ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ! Ότι ο Μπρεχτ είχε δίκιο όταν είπε πως ΕΠΕΙΔΗ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ!
Ευχαριστούμε το 2020 που μας το θύμισε.
Τώρα, στο χέρι μας είναι το 2021 να γίνει η αρχή της ριζικής αλλαγής υπέρ των πολλών. Σε όλη την Ελλάδα. Σε όλα τα μήκη και σε όλα τα πλάτη της Γης.
Χρόνια Καλά, Πολλά & Δημιουργικά – με Υγεία για Όλες & Όλους

Published on December 31, 2020 10:28
December 30, 2020
A Festive Message on behalf of DiEM25 for 2021: “Because things are the way they are, things will not remain the way they are.” B. Brecht
I am Yanis Varoufakis with a message for the New Year from DiEM25.
2020 leaves behind much debris – pain, fear, broken lives, smashed dreams. But, we also owe a debt of gratitude to 2020: It has helped expose seven fundamental secrets.
We used to think of governments as powerless. But since Covid-19 struck we know better: Governments have
stupendous powers
that they hitherto chose
not
to use, deferring to the exorbitant power of Big Busines
Yes, the money-trey
does
exist after all. Except, of course, thatis only harvested by the powerful on behalf of the oligarchy: Money created by the rich for the rich.
Solvency is a
political
decision because power-politics, not markets, decide who is bankrupt and who is not.
Wealth has
nothing
to do with hard work or entrepreneurship. America’s billionaires made 931 billion dollars from the pandemic. They got richer in their sleep.
Yes, 2020 was a vintage year for capitalists, but capitalism died! Liberated from any remaining competition, colossal platform companies like Amazon own everything. So, yes, during 2020, Capitalism morphed into an insidious Technofeudalism.
Our Europe, its civilisation and power notwithstanding, continued to sell its soul in 2020. One word suffices: Moria, the refuges prison camp in Lesbos – a mirror reflecting Europe’s cruelty and lost soul.
Yes, it has been a difficult year. We lost too many people to the pandemic. We saw exploitation flourish, driving so many into the embrace of destitution. Civil liberties took a major hit. But, despite it all, 2020 let us in on a brilliant, hope-inspiring seventh secret: Everything could be different.
If this pandemic proved anything, it is that Bertolt Brecht was right when he once said:
“ Because things are the way they are, things will not remain the way they are.”
I can think of no greater source of hope than this. We must thank 2020 for it. Now, it is up to us to make 2021 a year of radical change in the interests of the many. Everywhere!
Happy New Year and Carpe DiEM25!
2020 leaves behind much debris – pain, fear, broken lives, smashed dreams. But, we also owe a debt of gratitude to 2020: It has helped expose seven fundamental secrets.







If this pandemic proved anything, it is that Bertolt Brecht was right when he once said:
“ Because things are the way they are, things will not remain the way they are.”
I can think of no greater source of hope than this. We must thank 2020 for it. Now, it is up to us to make 2021 a year of radical change in the interests of the many. Everywhere!
Happy New Year and Carpe DiEM25!

Published on December 30, 2020 13:36
“What New Institutions Do We Need For An International Green New Deal To Be Feasible?” Geneva Lecture Series, video & a review by Marie-Christine Ghreichi
Organised by Prof. Anis H. Bajrektarevic as part of the University of Geneva Lecture Series on ‘Contemporary World of Geo-economics’, I was honoured with an invitation to deliver a long lecture on the pressing need for new international financial institutions to address crushing global imbalances and inequalities. Watch the video and also read a review of my lecture below by Marie-Christine Ghreichi, published in Eurasia Review.
LECTURE REVIEW
by Marie-Christine Ghreichi, graduate of Sciences Po, Paris and the US, a French International Security specialist with a focus on Diplomacy and the Euro-MED.
Despite its intensification with the advent of the Covid-19 pandemic, Varoufakis argues that this crisis simply amplified the basic workings of the 2008 financial crisis, which was never adequately addressed. As a result, relatively low investment on savings and perpetual stagnation have produced sinister byproducts of populism, racism and xenophobia. The crisis of 2008 proved to be a pivotal moment in which a variety of actors agreed that a recalibration of global financial institutions was imperative due to the imbalances in trade and flow of capital.
Professor Varoufakis reflected on the emergence of the Bretton Woods system in the 1940s, specifically the vision of Harry Dexter White, representing the United States, which would characterize the new world order. White proposed a structure anchored on the American-post war trade surplus. This entailed fixed exchange rates pegged to the US dollar. Such a system implies that the surpluses of certain countries are “recycled” into deficit countries, with the United States being the only surplus position at this time in history. This dynamic ushered in an era of capitalism characterized by growth, low inflation, shrinking inequality, and low unemployment.
When this surplus collapsed in the late 1960s and with the advent of the oil crisis, American trade deficits began to increase. This meant that by the mid 1980s, The United States was importing en masse from Germany, Italy, the Netherlands Japan, China and the various petrol states. As a result, this deficit left factories in other parts of the world facing less demand. Moreover, 70% of profits of these net import countries were “recycled” into the American financial market. This period was marked by an enormous wave of capital and its financialization from the 1980s until 2008. The resulting austerity measures in the aftermath of the crisis led to an imbalance between global savings and global investment, and consequently economic stagnation.
Varoufakis offered his vision for an alternative to this structure, a sort of new Bretton Woods that would reflect the rejected vision of British economist, John Maynard Keynes at the conference. According to Varoufakis, global stability is undermined by capitalism’s innate tendency to create a wedge between surplus and deficit economies. Surplus and deficits become larger in periods of growth. However, when the “bubble bursts” into a recessionary period, the burden to rectify this pattern falls disproportionately on the deficit, decreasing global demand everywhere.
Porfessor Varoufakis seeks to modernize the proposal of Keynes to establish an international clearing union that acknowledges a world of variable exchange rates. Like Keynes’ model, all trade and capital flow would be denominated in some new unit and it would consist of two levies. The first one, an automated process compiling all trade interactions where percentages are taken from all surplus and deficit countries proportionally and placed into a global equity green wealth account. The second mechanism would employ a sort of capital surge levy for cases in which capital has flowed but also been drained from rising economies. This rapid flow typically results in a crash as the rush of capital creates an asset price inflationary period. Real estate increases, imports explode, and access to loans proliferates. When owners of this capital observe how their returns are not as high as expected, the capital flows out. Therefore, his proposed mechanisms would impose a levy on actors who are responsible for this sort of exploitation. The funds acquired from these two levies will then be directed towards prioritizing a green transition. These mechanisms should also ideally lessen trade and capital imbalances that inevitably lead to crisis.
Varoufakis ended his discussion on the quandary surrounding potential leaders for this new system. He did assert, however that such a system would require tight cooperation between the United States, the EU and China. Though he expressed doubts on each entity’s ability to do so, claiming the US has effectively abandoned its leadership role in the world since 2008, trapped by its own constitutional limitations. China faces its own domestic challenges concerning its human rights record and authoritarianism.
Finally, for Varoufakis the EU is incoherent and in a constant state of paralysis. The onus must fall on Western states, particularly the EU but also polities themselves to impose on their leaders and demand for international institutions that lessen crisis and capitalism’s tendency to create new ones while also tackling climate change.
In the group discussion with the UMEF students and other participants, professor called upon on the younger generation to question power however it manifests. He cited the astronomical wealth of Jeff Bezos for example to underscore how these sorts of figures accrue immense wealth simply through the possession of existing wealth, demonstrating a system of power beyond the market. The vision Adam Smith offered for the market would ensure a system where no one individual or entity monopolized power, allowing smaller and medium sized actors to thrive. However, today the vast majority of capital and wealth belongs to a handful of companies, a sort of modern feudalism. Moreover, these companies own the vast majority of existing media institutions and by default, the information provided to consumers. Therefore, he re-affirmed the importance of thinking autonomously in a world characterized by this neo-feudalism. In regard to questions surrounding global populism and recent American elections, Varoufakis called for the overthrow of the ruling political class which has been corrupted by the semi-feudal financial elite and cannot be persuaded to reform.
Regarding Europe, Professor Varoufakis asserts that the EU is not a genuine union, and functions more like a cartel since its inception. The project began as an economic community, but sought greater political legitimacy as it expanded, culminating in the founding treaty of the EU. However, he claims that this cartel possesses a hierarchical structure of appointed officials, which cannot be considered democratic, with a parliament that is unable to even pass legislation. The source of Europe’s problem for Varoufakis lies in its claim to enormous wealth misdirected and poorly invested. Consequently, the current generation is condemned to precarious work and the impending impacts of climate change. Such an arrangement is not inevitable however, if resources are directed towards a green transition which prioritizes more secure labor. The new generation must place pressure for such a transition with the older generation offering tools and a roadmap to effectively utilize this wealth.
Varoufakis ended the discussion by answering a question regarding the failure of communism to respond to capitalism. He reminded listeners that moments of progress did not consolidate overnight, citing the French revolution’s and the Haitian revolution’s experience with various spouts of violence and counter-revolution for centuries. Therefore, we must constantly re-imagine a new world order, as the current system increasingly threatens the liberal individual with the big tech industry pre-determining our tastes and interests. His new book, Another Now: Dispatches from an Alternative Present, addresses this question, seeking to create a more utopian world where we are free to choose our lifestyles and are free from fear of hunger, precarity, ill-health etc. This book, therefore, offers an alternative to the brutal form of feudalist capitalism we are experiencing today.
Former Finance Minister of Greece, Professor Yanis Varoufakis answered the call of the Swiss UMEF University in Geneva on November 23, 2020, and gave this lecture under the auspices of the Geneva Lecture Series – Contemporary World of Geo-economics.
LECTURE REVIEW
by Marie-Christine Ghreichi, graduate of Sciences Po, Paris and the US, a French International Security specialist with a focus on Diplomacy and the Euro-MED.

Professor Varoufakis reflected on the emergence of the Bretton Woods system in the 1940s, specifically the vision of Harry Dexter White, representing the United States, which would characterize the new world order. White proposed a structure anchored on the American-post war trade surplus. This entailed fixed exchange rates pegged to the US dollar. Such a system implies that the surpluses of certain countries are “recycled” into deficit countries, with the United States being the only surplus position at this time in history. This dynamic ushered in an era of capitalism characterized by growth, low inflation, shrinking inequality, and low unemployment.
When this surplus collapsed in the late 1960s and with the advent of the oil crisis, American trade deficits began to increase. This meant that by the mid 1980s, The United States was importing en masse from Germany, Italy, the Netherlands Japan, China and the various petrol states. As a result, this deficit left factories in other parts of the world facing less demand. Moreover, 70% of profits of these net import countries were “recycled” into the American financial market. This period was marked by an enormous wave of capital and its financialization from the 1980s until 2008. The resulting austerity measures in the aftermath of the crisis led to an imbalance between global savings and global investment, and consequently economic stagnation.
Varoufakis offered his vision for an alternative to this structure, a sort of new Bretton Woods that would reflect the rejected vision of British economist, John Maynard Keynes at the conference. According to Varoufakis, global stability is undermined by capitalism’s innate tendency to create a wedge between surplus and deficit economies. Surplus and deficits become larger in periods of growth. However, when the “bubble bursts” into a recessionary period, the burden to rectify this pattern falls disproportionately on the deficit, decreasing global demand everywhere.
Porfessor Varoufakis seeks to modernize the proposal of Keynes to establish an international clearing union that acknowledges a world of variable exchange rates. Like Keynes’ model, all trade and capital flow would be denominated in some new unit and it would consist of two levies. The first one, an automated process compiling all trade interactions where percentages are taken from all surplus and deficit countries proportionally and placed into a global equity green wealth account. The second mechanism would employ a sort of capital surge levy for cases in which capital has flowed but also been drained from rising economies. This rapid flow typically results in a crash as the rush of capital creates an asset price inflationary period. Real estate increases, imports explode, and access to loans proliferates. When owners of this capital observe how their returns are not as high as expected, the capital flows out. Therefore, his proposed mechanisms would impose a levy on actors who are responsible for this sort of exploitation. The funds acquired from these two levies will then be directed towards prioritizing a green transition. These mechanisms should also ideally lessen trade and capital imbalances that inevitably lead to crisis.
Varoufakis ended his discussion on the quandary surrounding potential leaders for this new system. He did assert, however that such a system would require tight cooperation between the United States, the EU and China. Though he expressed doubts on each entity’s ability to do so, claiming the US has effectively abandoned its leadership role in the world since 2008, trapped by its own constitutional limitations. China faces its own domestic challenges concerning its human rights record and authoritarianism.
Finally, for Varoufakis the EU is incoherent and in a constant state of paralysis. The onus must fall on Western states, particularly the EU but also polities themselves to impose on their leaders and demand for international institutions that lessen crisis and capitalism’s tendency to create new ones while also tackling climate change.
In the group discussion with the UMEF students and other participants, professor called upon on the younger generation to question power however it manifests. He cited the astronomical wealth of Jeff Bezos for example to underscore how these sorts of figures accrue immense wealth simply through the possession of existing wealth, demonstrating a system of power beyond the market. The vision Adam Smith offered for the market would ensure a system where no one individual or entity monopolized power, allowing smaller and medium sized actors to thrive. However, today the vast majority of capital and wealth belongs to a handful of companies, a sort of modern feudalism. Moreover, these companies own the vast majority of existing media institutions and by default, the information provided to consumers. Therefore, he re-affirmed the importance of thinking autonomously in a world characterized by this neo-feudalism. In regard to questions surrounding global populism and recent American elections, Varoufakis called for the overthrow of the ruling political class which has been corrupted by the semi-feudal financial elite and cannot be persuaded to reform.
Regarding Europe, Professor Varoufakis asserts that the EU is not a genuine union, and functions more like a cartel since its inception. The project began as an economic community, but sought greater political legitimacy as it expanded, culminating in the founding treaty of the EU. However, he claims that this cartel possesses a hierarchical structure of appointed officials, which cannot be considered democratic, with a parliament that is unable to even pass legislation. The source of Europe’s problem for Varoufakis lies in its claim to enormous wealth misdirected and poorly invested. Consequently, the current generation is condemned to precarious work and the impending impacts of climate change. Such an arrangement is not inevitable however, if resources are directed towards a green transition which prioritizes more secure labor. The new generation must place pressure for such a transition with the older generation offering tools and a roadmap to effectively utilize this wealth.
Varoufakis ended the discussion by answering a question regarding the failure of communism to respond to capitalism. He reminded listeners that moments of progress did not consolidate overnight, citing the French revolution’s and the Haitian revolution’s experience with various spouts of violence and counter-revolution for centuries. Therefore, we must constantly re-imagine a new world order, as the current system increasingly threatens the liberal individual with the big tech industry pre-determining our tastes and interests. His new book, Another Now: Dispatches from an Alternative Present, addresses this question, seeking to create a more utopian world where we are free to choose our lifestyles and are free from fear of hunger, precarity, ill-health etc. This book, therefore, offers an alternative to the brutal form of feudalist capitalism we are experiencing today.
Former Finance Minister of Greece, Professor Yanis Varoufakis answered the call of the Swiss UMEF University in Geneva on November 23, 2020, and gave this lecture under the auspices of the Geneva Lecture Series – Contemporary World of Geo-economics.
https://www.eurasiareview.com/2212202...

Published on December 30, 2020 13:03
“Global Trade & Capital Imbalances imperil Global Stability” – Redaction Politics reviews my Holberg 2020 debate with John Bolton
Redaction Politics published a review of my Holberg 2o2o debate with John Bolton on Global Stability. Their review is reproduced below. To watch the debate click here.
Yanis Varoufakis lamented economic equality and pushed for global co-operation while John Bolton urged diplomatic confrontation as the pair battled over the question of “global stability” last week.
In an intriguing clash at the 2020 Holberg Debate, the former Greek Finance Minister claimed economic inequality was the root cause of global instability.
He cited the post-war Bretton Woods agreement and FDR’s New Deal as prime examples of fixing the imbalance and promoting global cooperation.
His counterpart, predictably, said the solution was military confrontation and dominance.
It was no surprise from Trump’s former National Security Adviser, a hawk who supported regime change in Iran, Syria, Libya, Venezuela, Cuba, Yemen, and North Korea.
Mr Varoufakis said: “There is a tendency during periods of growth, during periods of increasing prosperity, increasing hope and optimism – for existing global divisions between trade-surplus countries and trade-deficit countries to have their surpluses and deficits get larger while GDP grows.
“But then, at some point – courtesy of this global imbalance – something happens, like Wall Street in 1929 or 2008, and the bubbles burst.
“We then have the burden of adjustment falling disproportionately on the trade-deficit parts of our countries and the deficit nations – and that causes raptures, and divergencies.”
As they suffer disproportionately, trade-deficit nations become even more embedded in the surplus-deficit dynamic after recovering.
The Bretton Woods system brought together capitalist nations under the dollar – which currencies were now pegged to – and provided stability within Western nations for decades after World War II.
“You need to expand it globally if stability is going to come out of this system,” Varoufakis added.
“The lynchpin of this was the American surplus – America was the only creditor post-war, and it was the intention of those in command of policy in Washington to recycle some of the American surpluses to Europe and Japan to stabilise the dollarised global system, and therefore allow it to be a source of stability.
“And of course it worked very well – but it was doomed to fail, because by the end of the 1960s, America was no longer in surplus.”
American hegemony continued long after the Bretton Woods era ended in the 1970s, but it was through financialisation, the Fed and China that Washington maintained its dominance, he said.
Mr Bolton, bizarrely dismissing the argument as “Marxist description”, said China maintained an “authoritarian threat” and should be confronted as such.
“It’s not that anybody is seeking confrontation, it’s the fact that others are seeking confrontation with us,” he said.
“The legitimate focus of decision-making in the United States is how to protect American interests and values in the world along with our allies.
“The world will be a dangerous place in the 21st century; but the way that you deal with that threat is not to ignore it and not to say we can find mutually beneficial ways of overcoming it. The way to deal with it is to have adequate structures of deterrents to deal with the threat till it ceases to exist.”
Varoufakis responded: “Global security, just like climate change, are collective, humanity-wide problems that require collective decisions and action.
“The US after 1944 has played a very significant and positive role in helping bring together the nations of the world in a degree of harmony with some efficiency. Europeans must elicit from the US a new readiness to come to terms with a new internationalism that deals with these global threats as a common enemy. If we fail, we will be on a perilous road to a barren future.”
Yanis Varoufakis lamented economic equality and pushed for global co-operation while John Bolton urged diplomatic confrontation as the pair battled over the question of “global stability” last week.
In an intriguing clash at the 2020 Holberg Debate, the former Greek Finance Minister claimed economic inequality was the root cause of global instability.
He cited the post-war Bretton Woods agreement and FDR’s New Deal as prime examples of fixing the imbalance and promoting global cooperation.
His counterpart, predictably, said the solution was military confrontation and dominance.
It was no surprise from Trump’s former National Security Adviser, a hawk who supported regime change in Iran, Syria, Libya, Venezuela, Cuba, Yemen, and North Korea.
Mr Varoufakis said: “There is a tendency during periods of growth, during periods of increasing prosperity, increasing hope and optimism – for existing global divisions between trade-surplus countries and trade-deficit countries to have their surpluses and deficits get larger while GDP grows.
“But then, at some point – courtesy of this global imbalance – something happens, like Wall Street in 1929 or 2008, and the bubbles burst.
“We then have the burden of adjustment falling disproportionately on the trade-deficit parts of our countries and the deficit nations – and that causes raptures, and divergencies.”
As they suffer disproportionately, trade-deficit nations become even more embedded in the surplus-deficit dynamic after recovering.
The Bretton Woods system brought together capitalist nations under the dollar – which currencies were now pegged to – and provided stability within Western nations for decades after World War II.
“You need to expand it globally if stability is going to come out of this system,” Varoufakis added.
“The lynchpin of this was the American surplus – America was the only creditor post-war, and it was the intention of those in command of policy in Washington to recycle some of the American surpluses to Europe and Japan to stabilise the dollarised global system, and therefore allow it to be a source of stability.
“And of course it worked very well – but it was doomed to fail, because by the end of the 1960s, America was no longer in surplus.”
American hegemony continued long after the Bretton Woods era ended in the 1970s, but it was through financialisation, the Fed and China that Washington maintained its dominance, he said.
Mr Bolton, bizarrely dismissing the argument as “Marxist description”, said China maintained an “authoritarian threat” and should be confronted as such.
“It’s not that anybody is seeking confrontation, it’s the fact that others are seeking confrontation with us,” he said.
“The legitimate focus of decision-making in the United States is how to protect American interests and values in the world along with our allies.
“The world will be a dangerous place in the 21st century; but the way that you deal with that threat is not to ignore it and not to say we can find mutually beneficial ways of overcoming it. The way to deal with it is to have adequate structures of deterrents to deal with the threat till it ceases to exist.”
Varoufakis responded: “Global security, just like climate change, are collective, humanity-wide problems that require collective decisions and action.
“The US after 1944 has played a very significant and positive role in helping bring together the nations of the world in a degree of harmony with some efficiency. Europeans must elicit from the US a new readiness to come to terms with a new internationalism that deals with these global threats as a common enemy. If we fail, we will be on a perilous road to a barren future.”

Published on December 30, 2020 12:40
Yanis Varoufakis's Blog
- Yanis Varoufakis's profile
- 2351 followers
Yanis Varoufakis isn't a Goodreads Author
(yet),
but they
do have a blog,
so here are some recent posts imported from
their feed.
