Niovi Lyri's Blog, page 4
October 20, 2013
Αλίκη – Αντώνης, φινάλε (Από το “Ζωντανοί στο Νούφαρο”)
Update: Το απόσπασμα είναι η συνέχεια (και το τέλος) αυτού του κειμένου. (Kλικ στο παρακάτω link):
Εκείνη τη στιγμή στην παραλία περνούσε ο πωλητής εφημερίδων (αυτός που νωρίτερα πέρασε δίπλα στον Ρόμπι, στο δρόμο προς τον Άλιμο, και τώρα επέστρεφε στη βάση του) και τα μπαλόνια του, πάνω από το ποδήλατο, έμοιαζαν με σημαίες στην παρέλαση των τροχοφόρων: πολύχρωμα fan bike – ποδηλατούμενα αυτοκίνητα – με τις τέντες τους σαν οριζόντια ιστία, ποδήλατα με πουπουλένια καθισματάκια για τα μωρά ή ψάθινα για τα σκυλιά, ξαπλωτά για γυμναζόμενους και μονότροχα για ισορροπιστές, αναπηρικά αμαξίδια κάθε είδους, όλα συγκροτούσαν τη ζωή που κυλούσε άλλη μια μέρα μπροστά στη θάλασσα. Πλάι τους, σε σημείο αθέατο από το ρεστωράν, υψωνόταν η οθόνη του σινεμά, ένα γιγάντιο κάτασπρο παραλληλόγραμμο με φόντο το νερό – όταν το έβλεπες μέσα από τον κήπο του με τα αυτόματα εκδοτήρια και το κιόσκι με τα γυαλιά three dimensions. Η Αλίκη πλησίασε μόνη (ο Ρόμπι είχε τρέξει να υποδεχτεί τον φίλο του Άγνωστο Ον, δηλαδή το τρίτροχο ποδήλατο της Ροντίνιας) στη γωνιά της λευκοντυμένης βεράντας της για να επιθεωρήσει, σε μια μικρή αποθήκη, τις στοίβες με τα κουτιά του delivery. (Ωραία κουτιά: τα είχε σχεδιάσει η ίδια, να ταιριάζουν σε όλα τα γούστα αλλά κυρίως σε εκείνη την περίπτωση της χαράς, κατά την οποία ο πρώην εργένης μόλις έχει βρει συντροφιά κι όλο περηφάνια καλεί το Alice’ s foodland στο σπίτι της καινούργιας αγάπης). Όπως μετά σήκωσε το βλέμμα προς το βάθος της αλέας δεν είδε τόσο την (εμφανή) παρέλαση των τροχοφόρων όσο, με το νου, την (αθέατη) οθόνη – το σύμβολο του Πάρκου για αυτούς που το κατοικούν – και πάνω της είδε την απάντηση στην ερώτηση της Ροντίνιας (τι έγινε χτες;), συμπυκνωμένη σε τρεις ανακυκλούμενες εικόνες: ένα κεφάλι ψηλά σε ένα παράθυρο στην οδό Μαυροματαίων, μια φιγούρα με μαύρη στολή και βαθυπόρφυρη μάσκα ανάμεσα στα δέντρα (όχι αυτά εδώ τα δέντρα, εκείνα τα δέντρα, εχτές, στο Πεδίο του Άρεως), και τέλος ένα γνώριμο παλιό δωμάτιο που στροβιλίζεται από το χορό. Επειδή λοιπόν αυτή η ροή εικόνων προμηνύει μια αφήγηση με φράσεις μισές, μέσα στο σελοφάν αστραφτερών συναισθημάτων, καλύτερα να πάρουμε πάλι εμείς το λόγο και να πούμε τι έγινε εχτές και πώς, περίπου: εχτές λοιπόν, την ίδια ώρα που ο Ορέστης ποδηλατούσε από το Πάρκο Φλοίσβου προς την Όπερα, στο κτίριο 9 του Πρωτοδικείου Αθηνών και σε μια αίθουσα στοιχειωμένη από μισού αιώνα ποινικά δράματα μα σήμερα χώρο αστικών υποθέσεων, έγινε η εκδίκαση της αγωγής της Εταιρίας Delta International κατά της εταιρίας Α, για πλημμελή τήρηση των κανόνων περιβαλλοντικής προστασίας κατά την κατασκευή της εξέδρας της γιορτής στη Μαρίνα Φλοίσβου. Κατά την εκδίκαση αυτή, δύο από τα μέλη του συγκροτήματος Ζωντανοί στο Νούφαρο, η Αλίκη κι ο Αντώνης, συναντήθηκαν ξανά μετά από είκοσι χρόνια. Εκείνη βρέθηκε εκεί ως μάρτυρας κατηγορίας και εκείνος ως μάρτυρας υπεράσπισης, αν και ουσιαστικά, όπως ήδη ξέρουμε, ως περίπου κατηγορούμενος. Παραβλέποντας τα τυπικά μπορούμε να σας πούμε από τώρα (καθότι ασήμαντο για την ιστορία μας) το αποτέλεσμα της δίκης: οι εργαζόμενοι της Α απαλλάχτηκαν από τυχόν ποινικές ευθύνες, ορίστηκε όμως ένα πρόστιμο καθώς και απαγόρευση της κολύμβησης για ένα διάστημα, με ασφαλιστικά μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων που θα ζημιώνονταν από την απουσία λουομένων. Επιπλέον η εξέδρα δεν θα λυνόταν, αφού έτσι κι αλλιώς θα έμενε για πολύ λίγο ακόμη, μέχρι την κορυφαία βραδιά της γιορτής.
Η κατάθεση του Αντώνη εντυπωσίασε, καθώς ανέλαβε τις ευθύνες του, αλλά οι δικηγόροι είχαν ούτως ή άλλως φροντίσει επιμελώς τα συμφέροντα της Α: αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα εταιρία γνώριζε από πριν την προέλευση των υλικών και τις εγγυήσεις, ότι οι γνωμοδοτήσεις ήταν ασαφείς ως προς τη ρύπανση, ενώ υπήρξε και σύγχυση για τις αρμοδιότητες του Αντώνη σε μια θέση τόσο περιστασιακή. Ειδικές επί των οικονομικών εταιρίες κανόνισαν τα πρόστιμα και όλα κατέληξαν ομαλά, σε μια μεταφορά χρημάτων που για τους γνώστες των πολύπλοκων μοχλεύσεων δεν ήταν κι αυτή παρά μια ακόμα, ιδιάζουσα, επένδυση. Τέλος εκείνοι που κράτησαν στη δίκη την πιο ενδιαφέρουσα, αν και κάπως ανάλαφρη, στάση ήταν οι γνωστοί μας Έλληνες του Αλέξανδρου, που είχαν δική τους άποψη για την πραγματική αιτία αυτής της υπόθεσης.
Αυτό που έχει σημασία για την ιστορία μας είναι το πώς βρέθηκε στο δικαστήριο η Αλίκη: τι την έκανε να παρευρεθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης της Delta Ιnternational (και της καθαρότητας και καταλληλότητας του νερού); Η Αλίκη δεν είναι τύπος που συμμετέχει στα κοινά, εκτός αν έχει τον πρώτο λόγο: στο σχολείο ήταν αρχηγός και στη δουλειά της κατάφερε να φτιάξει, μέσα σε αυτό τον ασταθή νέο κόσμο, ένα προσωποπαγές βασίλειο. Από την άλλη η παρουσία σε μία τέτοια δίκη δεν ήταν μόνο μια πράξη δημόσια αλλά κάτι περισσότερο: στα 203.. κάθε ζήτημα σχετικό με την οικολογία είναι πολιτικό. Ίσως βέβαια θα ήταν αρκετά αληθοφανές να πούμε πως απλώς υπερασπίστηκε τη ζωή της (ζει στην πόλη και είναι δεμένη με αυτή – και με τον τουρισμό και τη διατροφή και τις νύχτες στην πολύβουη παραλία), όμως στην πραγματικότητα το κίνητρο της ήταν βαθύτερο: ένα μήνα πριν, την ίδια περίπου εποχή που ο Αντώνης, βλέποντας από τα ανοιχτά του φαληρικού όρμου την Πλατεία Νερού ένιωσε για το πλήρωμα του Αλέξανδρου την ίδια αγάπη, την ίδια τάση να το φροντίσει, που ένιωθε στα δεκαοχτώ για τους φίλους του, μια παρόμοια λάμψη συνείδησης συνέβη και στην Αλίκη:
Ήταν ένα βροχερό πρωί της άνοιξης, από αυτά που ζούμε στην Αθήνα μετά τις πρώτες απότομες ζέστες. Από το μικρό ρετιρέ της στον Άλιμο η Αλίκη κοίταξε τη μεταλλική θάλασσα κι ανάσανε την υγρασία της ήδη βουερής ασφάλτου με ανάμικτη διάθεση: από τη μια η ευχάριστη δροσιά, από την άλλη η ελαφριά ανησυχία για τη σταθερότητα του ποδήλατου. (Ήταν μια ανησυχία μάλλον περιττή στην εποχή των σύγχρονων ποδηλατόδρομων, κληρονομημένη ωστόσο από τις εποχές της ατημέλητης «ανεξάρτητης» Ελλάδας, όταν κάθε απρόσμενη βροχή έκανε ολισθηρούς τους δρόμους και πλημμύριζε τα φρεάτια). Λίγο μετά ξεφούσκωσε λίγο τα λάστιχα και ξεκίνησε για το Φλοίσβο. Οι άλλοι ποδηλάτες ήταν κι αυτοί αργοί και προσεκτικοί, το ίδιο και τα αυτοκίνητα, ακόμη και τα τραμ. Οι κάδοι ανακύκλωσης της durecom ήταν επίσης έρημοι (χωρίς τους ερευνητές των θησαυρών τους) και τα βιβλία στις άκρες τους, άλλα μούσκεμα κι άλλα προστατευμένα κάπως, έστεκαν αζήτητα. Ίσως και γι αυτό η Αλίκη το είδε.
Ήταν ένα αρκετά χοντρό παλιό βιβλίο με σκούρο κόκκινο εξώφυλλο τριμμένο και θαμπό, όπου μόλις ξεχώριζαν ο συγγραφέας και ο τίτλος: Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο. Όπως έχουμε ήδη πει, η παλιότερα όχι και τόσο βιβλιόφιλη Αλίκη είχε αναπτύξει κι αυτή, τώρα, για τα βιβλία την αίσθηση του πολύτιμου που έφεραν οι εξελίξεις. Μια στιγμή μετά φρενάρισε, έσκυψε και περιμάζεψε στοργικά τον αδέσποτο Καζαντζάκη.
Στο βασίλειό της ήταν η αρχή του αναβρασμού: ήταν ένας μήνας περίπου πριν το δείπνο προς τιμήν του Σίμου Στεφανίδη, κι ενώ εξωτερικά το ρεστωράν παρέμενε ίδιο – το λιτό, ευθύγραμμο κτίριο ανάμεσα στις ψηλές πικροδάφνες – στο εσωτερικό του γίνονταν πυρετώδεις αλλαγές. Η Ροντίνια, η φρέσκια γνωριμία από το πάρτι bachelorette, μόλις είχε υποδεχτεί ένα μεγάλο κομμάτι τεχνητού γρανίτη στην κουζίνα (όπου θα φτιάχνονταν οι καινούργιοι, ευρύχωροι και σε κοινή θέα, πάγκοι εργασίας) και αυτή τη στιγμή στεκόταν στο χολ της εισόδου (κοντά κόκκινα μαλλιά, κολάν και μακό, ταμπλέτα στο χέρι) και κοίταζε το παλιό πιάνο. Για την ακρίβεια κοίταζε την κούκλα πάνω στο πιάνο, με βλέμμα θερμό και γεμάτο ενδιαφέρον. Η κούκλα πάλι, με το λευκό στρογγυλό της πρόσωπο με τα γαλάζια μάτια και τις μπούκλες, το δαντελένιο της φόρεμα και το κολλημένο, επιδιορθωμένο χεράκι, έμοιαζε να ανταποδίδει το βλέμμα.
«Η Ζουζού», σύστησε η Αλίκη.
«Κούκλα της Δρέσδης», είπε η Ροντίνια.
«Της Δρέσδης;»
«Έτσι νομίζω, μοιάζει πολύ. Μου είχε πάρει μία ο μπαμπάς. Την έχει η Ντάνι τώρα, η κόρη μου».
«Κι εμένα ο μπαμπάς μού την είχε φέρει, από κάποιον πελάτη. Δεν ξέρω πιο πολλά, ποτέ δεν νοιάστηκα».
Και συμπλήρωσε:
«Ο καημένος ο μπαμπάς μου».
Η Ροντίνια κούνησε το κεφάλι. «Λυπάμαι», είπε ευγενικά. Μετά διευκρίνισε:
«Ο δικός μου είναι μια χαρά. Στον κόσμο του».
Και αφηγήθηκε τότε περιληπτικά την ιστορία του γεωλόγου Ζαν Μπεναρόγια (που είχε δώσει στο παιδί του το όνομα της Υπερηπείρου του Προτεροζωικού αιώνα): τη μετανάστευση από την Κεντρική Ευρώπη στην Ελλάδα, την εμμονή του με τον έλληνα πρόγονο Αβραάμ Μπεναρόγια και, το αποκορύφωμα, την πρόβλεψή του για τη μεγάλη έκρηξη της Σαντορίνης.
«Ο μπαμπάς είναι δοσμένος στα μεγάλα του κόσμου», κατέληξε. «Και την κούκλα, κυρίως λόγω της ετικέτας μου τη χάρισε: Κούκλα της Δρέσδης. Ήταν η αφορμή να μου μιλήσει για τη Δρέσδη. Για τη σφαγή».
Ο Ζαν Μπεναρόγια είχε μιλήσει στη μικρή Ροντίνια για τη σφαγή της Δρέσδης με δηκτικότατη ειρωνεία: η δήθεν δημοκρατία των μεγάλων Συμμάχων, είπε. Η δημοκρατία που εκδικήθηκε τους αθώους. 25.000 νεκροί, ένα τρομακτικό έγκλημα. Από τα πρώτα στη μαύρη λίστα της μνήμης.
Η Αλίκη από την πλευρά της δεν γνώριζε τίποτα για εκείνη τη σφαγή, και όταν η Ροντίνια της εξήγησε, είπε μόνο αμήχανα:
«Οι πόλεμοι.. ε.. έτσι είναι»
«Κι όμως, υποτίθεται πως οι πόλεμοι γίνονται για τις ωραίες ιδέες των ανθρώπων», απάντησε η Ροντίνια, ενώ είχε ήδη στραφεί προς την κουζίνα και τον τεχνητό γρανίτη της. Η Αλίκη από την πλευρά της έμεινε σιωπηλή, πρώτον γιατί συμφωνούσε, δεύτερον γιατί η καινούργια φίλη φαινόταν πιο έξυπνη από την ίδια σε αυτά (και έναν παιδιάστικο ανταγωνισμό κάθε καινούργια γνωριμία τον έχει) και τρίτον γιατί δεν ήταν σίγουρη ότι η Ροντίνια με το ωραίες ιδέες δεν ειρωνευόταν τον ίδιο τον πατέρα της, πράγμα που θα ήταν αγενές να υποδαυλίσει. Λίγο μετά ωστόσο, με τη γεωλόγο αφοσιωμένη πια στο γρανίτη, η Αλίκη, ξεφυλλίζοντας τη σωσμένη από τον κάδο της durecom Αναφορά στον Γκρέκο για να ελέγξει αν στέγνωσε, εντόπισε τυχαία μια φράση:
«Άκου», είπε, κρατώντας το βιβλίο ψηλά, πίσω από την σκυμμένη πλάτη: «Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στο θεό. Δεν είναι σαν να σχολιάζει αυτό που είπες; Για τους πολέμους, που γίνονται για τις ωραίες ιδέες;»
Η Ροντίνια ήταν ήδη βυθισμένη στις γραμμές και τις αποχρώσεις του υλικού της, που έμοιαζαν με της φυσικής πέτρας μα τη συγκινούσαν πιο πολύ, αφού χρηστικά ήταν πιο ευέλικτες. Συνδύαζε ήδη τα απαλά σχήματα, υπολόγιζε διαστάσεις και ταίριαζε τις αδιόρατες διακυμάνσεις του χρώματος σαν να σχεδίαζε, σε λιλιπούτεια κλίμακα, βράχους ή καθεδρικούς ναούς. Σ’ αυτή τη βιομηχανικά προετοιμασμένη αλλά πολύ προσωπικά υλοποιήσιμη μικρογραφία κοσμογονίας έβλεπε ήδη τη Νέα Κουζίνα, και άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει. Έπειτα, καθώς με τον δείκτη έψαχνε κάτι στην ταμπλέτα, το άλλο χέρι πλησίασε στο μέτωπο κι έμεινε μετέωρο, σαν η Ροντίνια Μπεναρόγια να είχε μόλις προσέξει κάτι, ή κάτι να μην καταλάβαινε.
«Είναι ανάποδα», είπε, και η Αλίκη έσκυψε με ενδιαφέρον, να δει. «Ανάποδα», επανέλαβε η Ροντίνια υψώνοντας το κεφάλι και τονίζοντας τη λέξη. «Γι αυτό που μόλις μου διάβασες λέω»
Η Αλίκη την κοίταξε με απορία.
«Η σειρά είναι αλλιώς», εξήγησε η γεωλόγος. «Όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο κι από τον άνθρωπο στο θεό. Είναι από τον πίθηκο στο θεό κι από το θεό στον άνθρωπο».
Χωνεύοντας αργά τα λόγια, η Αλίκη κούνησε το κεφάλι. Έπειτα η μέρα αφιερώθηκε ολόκληρη στην έναρξη των εργασιών, που ένα μήνα μετά κατέληξαν στη νέα μορφή κουζίνας και σάλας, αυτή που συναντάμε στη σημερινή μέρα της ιστορίας μας. (Κατά την οποία η Ροντίνια έχει έρθει, με το περιοδικό της με τον κόκκινο νιπτήρα, για τις τελευταίες αλλαγές στο μπάνιο). Όμως εκείνη η φράση της από τον πίθηκο στο θεό κι απ’ το θεό στον άνθρωπο, ενώ για τη ίδια δεν απηχούσε παρά τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε (αφού για έναν συστηματικό άθεο σαν τον Ζαν Μπεναρόγια η έννοια του θεού – τον οποίο, σημειωτέον, καθόλου δεν ταύτιζε με τις ιδέες γενικά – δεν ήταν παρά μια βαθμίδα εξέλιξης του ανθρώπου), για την Αλίκη υπήρξε σοκ: η Αλίκη δεν είχε κληρονομήσει καμιά θεωρία ή σύστημα. Στον κόσμο που μεγάλωσε απλώς συγχρωτίζονταν άνθρωποι, κάθε λογής και κάθε πιθανής ιδεολογίας. (Ούτε και για το θεό είχε κάποια βαθιά αντίληψη η Αλίκη, πράγμα που εξηγεί γιατί τον ταύτισε τόσο εύκολα με τις ωραίες ιδέες του ανθρώπου – έβλεπε και τα δυο, θεό και ιδέες, μόνο πρακτικά: σ’ αυτά οι άνθρωποι πιστεύουν, γι’ αυτά μπορούν να σκοτώσουν ή να πεθάνουν). Με άλλα λόγια η Αλίκη ήξερε μόνο από ανθρώπους, κι είχε γνωρίσει τις ιδέες μόνο ενσαρκωμένες στους φίλους (ή μη) που της έτυχαν. Η ενσάρκωση αυτή ως τότε τις αδυνάτιζε στα μάτια της, δεν ήταν αυτές τα ανθρώπινα στοιχεία που πρόσεχε πιο πολύ. Εκτός από ακραίες περιπτώσεις τύπου Μπόγκνταν, θα λέγαμε ότι ήταν μάλλον ένα είδος πρόσθετης διακόσμησης.
Η καζαντζακική αλληλουχία όμως, και μαζί της, απανωτά, το ευφυολόγημα της Ροντίνιας, ενεργοποίησαν τη συνείδησή της απροσδόκητα: για πρώτη φορά σκέφτηκε τις ιδέες (ή το «θεό» του καθενός) ως έναν ιδιαίτερο κόσμο, χωριστά από τους ανθρώπους, που η Ροντίνια θα τον έλεγε ίσως σύστημα μα η ίδια δεν μπορούσε να τον σκεφτεί παρά ως μια νεοσχηματισμένη μάζα, μια πηχτή λίμνη, μέσα στην οποία κολυμπάνε οι πίθηκοι, κολλάνε σε διάφορα κομμάτια της σαν σε σωσίβια και αγωνίζονται έτσι, μόνοι ή με τους συμπίθηκους, να βγουν στην απέναντι όχθη. (Ως άνθρωποι, ίσως, πια), Στο νου της ζωντάνεψαν τρυφερά ο Ορέστης και τα άλογά του, ή ο Ορέστης και οι οικοκοινότητες. Ο Μπόγκνταν και η Πολωνία του. Ο πατέρας της και το ρεστωράν, οι Σαρανταεπτά και οι αγώνες τους για δικαιοσύνη. Οι οργανώσεις και οι νόμοι για τη ρύπανση. Οι Ζωντανοί στο Νούφαρο και η μουσική τους. Τέλος, μέσα σε αυτή τη λίμνη των ιδεών είδε και τον εαυτό της: μήπως δεν είχε κι η ίδια, κατά βάθος, τον πόθο να φτιάξει την καλύτερη νύχτα γιορτής που είδε ποτέ οποιοδήποτε Delta International, μια νύχτα που θα έμενε στην ιστορία; Δεν θα ήθελε, δεν θα λαχταρούσε αληθινά, σε μια δίκη που θα προέκυπτε γι’ αυτό το θέμα, να έχει κοντά της τον Ορέστη και τον Μπόγκνταν και τα νεαρά παιδιά της παραλίας, κι ας μην τους ένοιαζε καθόλου αυτό το όνειρο; Να έχει κοντά της μόνο την αγάπη τους; Ξαφνικά οι ιδέες είχαν αναδυθεί στη συνείδησή της ως σπουδαία στοιχεία των ανθρώπων. Δεν είχε τόσο σημασία αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε (χώρια ότι στην προκειμένη, την ιδέα καθαρή θάλασσα, ασφαλώς συμφωνούσε), όσο ότι είναι τα πράγματα που οι άνθρωποι αγαπούν. Κι έτσι, όταν αργότερα ήρθε η είδηση για τη δίκη κατά της εταιρίας Α κι έμαθε ότι θα πήγαιναν ως μάρτυρες ακόμα και δυο παιδιά από το τοπικό φαστφούντ με το στριφνό εργοδότη, διακινδυνεύοντας τη δουλειά τους, αλλά κι ένας θυμωμένος ημιάστεγος γέρος, αποφάσισε πως η δημιουργός του Alice’s foodland – και φιλόδοξη οικοδέσποινα της κορύφωσης της γιορτής – δεν ήταν δυνατό να λείψει.
Πρωτοδικείο Αθηνών, ή Τα Δικαστήρια ή Πρώην Σχολή Ευελπίδων: Τα συναντάμε ανεβαίνοντας ένα φαρδύ γεμάτο κίνηση δρόμο, την οδό Ευελπίδων που ανηφορίζει από τη Δύση προς την Ανατολή έχοντας στο βάθος του, πάνω από τις γραμμές του τρένου, τον κόκκινο ήλιο ακάλυπτο από τα χαμηλά αθηναϊκά κτίρια και μπροστά του τον ήμερο ουρανό του Υμηττού. Είναι ένας δρόμος που είχε όλες τις προδιαγραφές να γίνει διάσημο βουλεβάρτο με ολόφωτα θέατρα, σινεμά και καφέ για τα επικά ραντεβού μας, αλλά του έτυχε να είναι διφορούμενος: λίγο μετά την οδό Πατησίων σχηματίζει διχάλα. Το δεξιό μέρος οδηγεί στο άλσος, στο Πεδίο του Άρεως, κάτω από συστάδες δέντρων που ευωδιάζουν όλο το χρόνο, ενώ το αριστερό είναι ο κυρίως δρόμος, που οδηγεί στη γνωστή συστάδα από κιτρινόχροα κτίρια – τα πιο πολλά από το 19ο αιώνα αλλά και μερικά καινούργια, σύμβολα μιας νέας δικαιοσύνης. Τα κτίρια αυτά γεννήθηκαν ως πολεμική σχολή. Στην κεντρική αυλή τους, πίσω από το παλιό διοικητήριο που φέρει την υπογραφή του πιο εμβληματικού αρχιτέκτονα της Αθήνας (και που, ειρωνικά, δεν κοιτάζει προς τα Δικαστήρια αλλά προς το άλσος), εκεί που τώρα συνωστίζονται οι πιο φτωχοί από τους διαδίκους, υπήρχε κάποτε πολεμικό μνημείο. Η Ιστορία όμως την έκανε θύμα της και ύστερα την ξαναγέννησε με αυτή τη μορφή: του ναού της Δικαιοσύνης. Εδώ συχνά η δικαιοσύνη «επιβάλλεται» περίπου όπως και στην βαρβαρότητα, δηλαδή κερδίζουν ο Δυνατός και ο Πονηρός, όμως αυτό γίνεται με το σημερινό, οικείο τρόπο: μεσολαβεί μια κατευναστική γραφειοκρατία, μια «ενημέρωση», ειρηνικά ανθρώπινα βλέμματα και μετρημένες κινήσεις, χύνεται σαν φάρμακο παντού μια ναρκωτική ουσία, μια ενέργεια από τη συνύπαρξη, τα λόγια, την πολιτισμένη επαφή. Γεννιέται έτσι, με μαμές τους ακατάβλητους αυτούς πύθιους ιερείς, τους δικηγόρους, η ελπίδα, κι όλοι, ανακουφισμένοι από το τυπικό και τις ορολογίες ξεχνάνε το σφίξιμο που γεννάνε στα στήθη τα κίτρινα κτίρια και προχωρούν. Τα βλέμματα που θα ήθελαν να διασταυρώνονται αλλού (στην άλλη πλευρά της διχάλας ας πούμε, στο άλσος με τα μυρωδάτα κλαδιά) διασταυρώνονται κι εδώ, πονηροί κι αθώοι κρατάνε μαζί άσβεστη την εστία, γιατί ακόμα και οι πιο σάπιοι, και οι πιο τιποτένιοι ξέρουν πόσο χρειάζονται όλα αυτά, πόσο όλα συντρίβονται χωρίς αυτή τη ζωογόνα υποκρισία, την τελετουργική αυτή νοσταλγία για τη μέρα που η δικαιοσύνη (ή ό,τι της μοιάζει) θα έρθει.
Έτσι λοιπόν και η Αλίκη ξεκίνησε γι αυτό το θορυβώδη και μοιραίο χώρο όχι χωρίς κάποιο άγχος, όχι ευχάριστα, αλλά ήρεμα. Κατέβηκε από το τραμ στην Πατησίων κι πέρασε με το ποδήλατο στην Μαυροματαίων. (Εκεί, ψηλά σε ένα παράθυρο αιωνόβιας πολυκατοικίας, είδε τυχαία ένα κεφάλι, έναν ίσκιο που ανεξήγητα τη βάρυνε). Την ίδια σχεδόν στιγμή, περνώντας έξω από το Πεδίο του Άρεως νόμισε πως διέκρινε φευγαλέα ανάμεσα στα δέντρα έναν Χούντι. Οι Hoodies ή χουντίνια ήταν ομάδες με μαύρα ρούχα, κουκούλα και μια γυαλιστερή μάσκα πορφυρή ή βαθυπράσινη ή μπλε, που σύχναζαν σε περιοχές με στρατηγική σημασία (όπως εδώ τα Δικαστήρια) και έκαναν μικρά σαμποτάζ, εμπρησμούς ή ταραχές όποτε νόμιζαν πως η εξουσία πέρασε τα όρια. Ήταν η εξέλιξη των αντιεξουσιαστικών ομάδων των ευρωπαϊκών πόλεων, μια παράδοση ιδιαίτερα έντονη στην Αθήνα. Κανείς δεν γνώριζε ποιοι ήταν κάτω από τις μαύρες κουκούλες και τις βαθύχρωμες μάσκες, κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι ήταν και βαλτοί, προβοκάτορες των αρχών για ώρα ανάγκης. Είχαν επίσης μεγάλη έχθρα με τους ισχυρούς (αλλά κατά κανόνα ειρηνικούς) Σαρανταεπτά. Άλλοι όμως έλεγαν ότι, μυστικά, κάποιοι από τους Σαρανταεπτά ήταν και χουντίνια. Ο κόσμος στην Αθήνα τους συμπαθούσε, αλλά εκείνο το πρωί η φευγαλέα φιγούρα με τη βαθυπόρφυρη μάσκα φάνηκε στην Αλίκη εξώκοσμη και τρομακτική.
Στην αυλή του Πρωτοδικείου, ανάμεσα στα αριθμημένα κτίρια, το βλέμμα της διασταυρώθηκε με μάρτυρες, διάδικους, δικηγόρους, ακόμα και κατηγορούμενους, στην αρχή με διάθεση επικοινωνίας. (Ήταν η δουλειά της: ήταν άνετη με τους ανθρώπους). Αλλά μια αύρα δυσπιστίας την έκανε να μαζευτεί, την έφερε δίπλα στους λίγους που γνώριζε, τους σχετικούς με την υπόθεση, και ξαφνικά ήθελε να τελειώνει και να φύγει: η ιδέα της δικαιοσύνης, καθώς και όποια άλλη τη στήριζε (γιατί η δικαιοσύνη είναι βεβαίως ετερόφωτη ιδέα, προϋποθέτει άλλες ως βάση) δεν υπήρχε εδώ. Ίσως αν εκείνη η κουβέντα με τη Ροντίνια, ένα μήνα πριν, δεν είχε τύχει σε μια πολυάσχολη μέρα αλλά σε μια στιγμή με καφέ στην ηλιόλουστη βεράντα ή σε μια νύχτα με κρασί ανοιγμένο ερήμην του προϋπολογισμού – συνήθεια ωστόσο που ήρθε αργότερα – η Ροντίνια θα τη βοηθούσε να δει ότι η αγαθή ματιά της για τις ιδέες σαν κομμάτια των ανθρώπων ήταν απατηλή: οι ιδέες, αυτές οι ύπουλες, ελάχιστα δημοκρατικές οντότητες ιεραρχούνται – χώρια που μετά το τέλος του θεού στριμώχνονται να πάρουν το θρόνο του – και δεν είναι καθόλου μια πηχτή λίμνη, αλλά μια αυστηρά ρυμοτομημένη πόλη, σε μια άβολη, παγωμένη αίθουσα της οποίας η Αλίκη είχε τώρα βρεθεί. (Όμως αν αυτό είχε γίνει, μπορεί τώρα να μην ήταν εδώ). Μέσα στην αίθουσα ωστόσο (την πραγματική), στο κάθισμα του ακροατηρίου και μέχρι να έρθει η σειρά της, ένιωσε ευτυχώς ένα χαλάρωμα, εκπεμπόμενο, όπως με ευγνωμοσύνη κατάλαβε, από μια ομάδα φλύαρων ακροατών, που ισχυρίζονταν πειρακτικά ότι ήξεραν πολύ καλά το νόημα αυτής της δίκης και πώς όλα αυτά ήταν χωρίς σημασία. (Ναι, ήταν οι Έλληνες του Αλέξανδρου). Έπειτα άρχισε η ακρόαση και γρήγορα ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα ο υπεύθυνος για την εξέδρα της γιορτής, που αποδείχτηκε πως δεν ήταν άλλος από τον επικεφαλής προσωπικού της εξόρυξης στο Αιγαίο, αρκετοί μάλιστα τον αναγνώρισαν και από εκείνο το μικρό βίντεο με την υποδοχή του Σίμου Στεφανίδη στο πλοίο.
Η Αλίκη δεν είχε δει το βίντεο. Άκουσε το όνομα, και χρειάστηκε λίγα λεπτά για να αναγνωρίσει με βεβαιότητα τον Αντώνη. Όταν, ώρες μετά, τελείωσε η διαδικασία (ορίστηκε ένα πρόστιμο κλπ), κι ενώ ο Αντώνης είχε στο μεταξύ μαγευτεί κι αυτός από την παρουσία της και την απλή της κατάθεση (η θάλασσα είναι το μέρος όπου όλοι κολυμπάμε, βρισκόμαστε και διασκεδάζουμε, κυρίως όσοι δεν έχουν πού αλλού να πάνε), εκείνη τον πλησίασε πρώτη, με τα χέρια διάπλατα. Εκείνος άνοιξε τα δικά του και την άλλη στιγμή αγκαλιάστηκαν σφιχτά, κλαίγοντας μαζί και γελώντας.
Και να τους το ίδιο βράδυ στο σπίτι του Αντώνη, το διώροφο με το μπαλκόνι ρυθμού Έσερ, στην πάροδο της Αγίου Μελετίου. Να πάλι το δωμάτιο με τις κουρτίνες της μαμάς, την παλιά βιβλιοθήκη και το γραφείο, να στο πίσω μέρος και η μικρή κρεβατοκάμαρα όπου η Αλίκη είχε κάποτε αφήσει δύο τετράδια, ένα μπουφάν και μια φωτογραφία της από ένα αεροπλάνο. (Που δεν θυμάται πια ότι το έλεγαν Αρετούσα). Να το μπαλκόνι με κάποια ίχνη από φυτά. Η Αλίκη αναπνέει: το σπίτι.
Πράγματι, αυτό ένιωσε κυρίως: το χώρο, που δεν ήταν μόνο η προέκταση του Αντώνη, αλλά υπήρξε τότε το κουκούλι και των τεσσάρων: των Ζωντανοί στο Νούφαρο. Στο αίμα της ξύπνησε αιφνίδια εκείνη η μουσική, αναζήτησε μηχανικά τα πλήκτρα. (Δεν υπήρχαν). Κάτω από τη στέγη που τους ένωνε τόσο ιδιαίτερα αγκαλιάστηκαν ξανά, με κάποια όμως αμηχανία: ήταν, παρά τις μνήμες, δυο άλλοι άνθρωποι τώρα, είχαν διαφορετική ιστορία. (Πολύ περισσότερο, ήταν δυο άλλοι άνθρωποι σε έναν κόσμο που οι άνθρωποι πολύ εύκολα γίνονται άλλοι).
«Δεν μένεις εδώ, ε»;
«Όχι, μένω στο πλοίο».
Και, με κάποιο δισταγμό, συνέχισε:
«Σκέφτομαι να δώσω το σπίτι σε κάποια οργάνωση, θα είναι πιο χρήσιμο. Δεν ξέρω όμως καλά τα πράγματα εδώ. Τώρα, ίσως, που μένω κάπως πιο μόνιμα…»
Δεν έλεγε ψέματα, απλώς εμφάνισε ως προτεραιότητα κάτι που είχε σκεφτεί στιγμιαία μια δυο φορές. Την κοίταζε έντονα: ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει, να αφηγηθεί.
«Πες μου», τον ενθάρρυνε εκείνη.
Άρχισε να απλώνει τη ζωή του. Τα διαλεγμένα προσεκτικά λόγια δεν αποκάλυπταν την αποτυχία των ονείρων, χωρίς όμως (όπως και στην περίπτωση του σπιτιού) να λένε και ψέματα: μίλησε για τα ταξίδια, τις μικρές επιτυχίες, υπερτόνισε το ρόλο του επικεφαλής προσωπικού. Όταν έφτασε στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα, απέφυγε εκείνη την πατέντα της νιότης, τα πλοία που θα τα έλεγαν Rachel Corrie, και ανέφερε μόνο σκόρπιες περιπτώσεις έρευνας στις οποίες έδωσε μια σοβαρότερη χροιά. Μα όταν η Αλίκη άρχισε, λαμπερή και χειμαρρώδης, να μιλάει για το Alice’s foodland (η Αλίκη! Αυτή που δεν ήθελε καν να σπουδάσει!), ο Αντώνης ένιωσε πως είχε χάσει. Το αγκάθι τσίμπησε την καρδιά του: Η Αλίκη …
Για πρώτη φορά επιθύμησε πραγματικά να την κατακτήσει. Κι ας είχε αποφασίσει πρόσφατα ότι η μεγάλη του αγάπη ήταν η Χριστίνα.
Έπειτα όμως η διάθεση πάλι άλλαξε: μόλις οι νέοι τους εαυτοί αναγνωρίστηκαν, βυθίστηκαν πιο ήρεμα στην αναδίφηση των παλιών στιγμών. Αυτό τους γέννησε μια ζεστή δύναμη και ξαφνικά, με τη βοήθεια και ενός κρασιού, απλώθηκε μπροστά τους ένας νέος κοινός ορίζοντας, γεμάτος από την αρχή με πλοία και εξορύξεις και εστιατόρια και γιορτές, κι ένας διάδρομος όπου βάδιζαν μαζί, ένας σταθερός και φωτεινός χώρος χωρίς σκιές, που κανονικά έπρεπε να τον κατέχουν από παλιά. Ό,τι συνέβαινε βέβαια στα αλήθεια είναι ότι, καθώς η Αλίκη καθόταν στον παλιό καναπέ, τον ίδιο εκείνο όπου καθόταν στα δεκαοχτώ, ο εγκέφαλός της, αυτή η ρόδινη σάρκα με τις αμέτρητες αποθηκούλες, άνοιξε τα παλιά δεδομένα (τα πολύ καθαρά, τα γραμμένα στα χρόνια των ευκρινών εντυπώσεων), και το αντίστοιχο έκανε και ο εγκέφαλος του Αντώνη. Μα αυτή η περιγραφή σαν κάπως, ήδη, να ξενίζει – το να μιλάμε δηλαδή για συνάψεις που ανοίγουν δεδομένα – γιατί πώς είναι δυνατό να αποδίδουμε έτσι αυτή την απίστευτα συναρπαστική στιγμή, την γεμάτη από τα παλιά τραγούδια, τις χαρές και τα γέλια; Από την άλλη πάλι, δεν είναι μήπως αυτό, οι συνάψεις δηλαδή και τα δεδομένα, το μόνο αναντίρρητο γεγονός, το βασικό και στοιχειώδες; (Θα μπορούσαμε βέβαια εδώ να απαντήσουμε πως δεν μας ενδιαφέρει το αναντίρρητο γεγονός, πως αγωνία μας είναι να περιγράψουμε το άρρητο, όμως κι αυτή η εμμονή μας δεν είναι παράξενη; Δεν είναι σαν να μας λέει ότι ο σκοπός για τον οποίο υπάρχουμε είναι η διαρκής μας πάλη με ό,τι παραμένει ανεξήγητο;) Γιατί λοιπόν; Γιατί γυροφέρνουμε όλα αυτά τα τόσο περίπλοκα και ασαφή πράγματα (τη μουσική και την ομορφιά και τη νιότη) και μάλιστα όλοι, και οι πιο απλοϊκοί από μας, τα χειριζόμαστε σαν να είναι τα κοινότερα στοιχεία του σύμπαντος;
Γι’ αυτή την αφύσικη οικειοποίηση των αινιγμάτων, αυτή την εντελώς μυστηριώδη γλώσσα, ίσως μόνο μια εξήγηση – μια ταυτολογική εξήγηση – υπάρχει: ότι μιλάμε, αντί για νεύρα και κύτταρα και ιστούς (τα απτά δεδομένα) για τα αρώματα και την πενταήμερη και τα φιλιά, για εκείνη την αξέχαστη νύχτα και για τη θάλασσα πλατιά (σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις), επειδή, απλούστατα, είμαστε μαγικοί.
Κι έτσι η (μαγική) Αλίκη κι ο (μαγικός) Αντώνης εχτές το βράδυ έβαλαν μουσική κι άρχισαν να στροβιλίζονται. Ήταν ευτυχισμένοι που βρήκαν ο ένας τον άλλο. Ήταν δυνατοί όσο ποτέ. Κι ήταν μακριά, πολύ μακριά, από το φόβο που κανονικά έπρεπε να νιώσουν πίσω από τα (απατηλά καθησυχαστικά) λόγια εκείνων των πειραχτηριών, των Ελλήνων του Αλέξανδρου: ότι όλα αυτά (εν προκειμένω αυτή η δίκη) δεν έγιναν επειδή οι διοργανωτές της γιορτής ανησύχησαν για ένα νέο μικρόβιο στα νερά της μαρίνας. Έγιναν επειδή η εταιρία Α είναι μέρος της εκκολαπτόμενης durcel, της πολυεθνικής που ελέγχει ποικίλες – και αντικρουόμενες – πηγές ενέργειας, και η Delta International είναι από την πλευρά της μέρος μιας άλλης εκκολαπτόμενης πολυεθνικής, με ειδίκευση σε προϊόντα πολιτιστικά, που τη λένε eb.edu.org (eurobalcan education organization) και οι νεαροί μάνατζερ την αποκαλούν χαϊδευτικά “ebedu”. Οι δυο εταιρίες – οι δυο εκκολαπτόμενες υπερδυνάμεις – έχουν αρχίσει να αναμετρούν, όποτε βρίσκουν ευκαιρία, την ισχύ τους.
«Αλλά δεν ήμασταν εραστές», διευκρίνισε η Αλίκη και το εννοούσε (εκείνο το σεξ της πενταήμερης δεν μετρούσε), καθώς έμπαιναν μέσα στη σάλα. «Φίλοι είμαστε, πολύ καλοί φίλοι»..
«Άλλωστε», συμπλήρωσε, «εγώ ήμουν ερωτευμένη με τον άλλο της παρέας, τον Μπίλι».
«Τι έγινε αυτός; Τον βλέπεις;» ρώτησε η Ροντίνια.
«Όχι, αλλά ξέρω πού είναι. Κι εσύ ξέρεις: είναι ο Βασίλι Μίσκιν, ο μαέστρος».


July 28, 2013
Ελληνικό και Βάλτοι (Από τη “Μέρα της Μελάνης”, συμπίλημα)
Την έβλεπαν στα φώτα του δρόμου σαν πορφυρή λάμψη (από το χρώμα του μπουφάν), όταν επέστρεφε τα βράδια στους Βάλτους από το σταθμό του μετρό Ελληνικό. Κυλούσε ήρεμα πάνω σε ένα υβριδικό Strada από ανθρακονήματα, μοντέλο ’50, σπάνια έτρεχε, πιο σπάνια λαχάνιαζε ή σάστιζε. Τα πρωινά καλημέριζε τους γείτονες στην αντίθετη διαδρομή, από τους Βάλτους προς το μετρό κατά μήκος του κεντρικού ποδηλατόδρομου και κάτω από το διάχυτο φως της Αττικής που ακόμα και στη συννεφιά έκανε τα κτίρια που είχαν υψώσει η issol, η durcel και η ebedu απαλές πηγές φυσικής λάμψης, χωρίς καν τη βοήθεια υαλοπινάκων ή μετάλλου. Άφηνε το ποδήλατο στο ποδηλατοστάσιο κι έπαιρνε το μετρό –όταν είχε να βγάλει σκυλιά σε άλλη περιοχή, όπως τη φορά που τη γνωρίσαμε στο Λοφτ Σίτυ. Όταν δεν είχε, παρέκαμπτε το σταθμό και το ποδηλατοστάσιο και πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο μέσα στο Πάρκο του Ελληνικού. Το ιδανικό πάντως ήταν όταν συνδύαζε βόλτα και δουλειά, με τέσσερα σκυλιά της γειτονιάς που τα έβγαζε όλα μαζί (με τα πόδια ) στο Πάρκο.
Η παραλία δίπλα στους Βάλτους ήταν επίσης ένας τόπος για βόλτα: ένα κιόσκι νοίκιαζε ομπρέλες και καρέκλες για όσους ήθελαν να κολυμπήσουν ή να καθίσουν αγναντεύοντας τη θάλασσα. Οι μεγαλύτεροι θυμούνταν πάντως όλη την ακτή πριν από τον πόλεμο, με την αμμουδιά ή τα λιγοστά, ήμερα βράχια της από το Φάληρο – όπου δέσποζε τότε, καινούργιο ακόμα, το άλλο Πάρκο, της Όπερας και της Βιβλιοθήκης – μέχρι το Σούνιο. Με μικρούς όρμους, μαρίνες και πλαζ, μ’ ένα πλακόστρωτο κατά μήκος στολισμένο φοίνικες και πικροδάφνες και δίπλα του το χλοοτάπητα του τραμ, καθαρή χάρη στο βιολογικό καθαρισμό και με ρηχά νερά, η παραλία του Σαρωνικού ήταν τότε ο παράδεισος της Αθήνας. Τα χρόνια εκείνα ήταν βέβαια ασταθή, με πολλούς άνεργους και ημιάστεγους που κοιμούνταν στα ειδικά μπανγκαλόου νιώθοντας κάτι κακό να πλησιάζει, μα ήταν ταυτόχρονα γεμάτα ζυμώσεις που θα έδιναν τους καρπούς τους (όπως συχνά συμβαίνει) μετά τον πόλεμο.
Ο Πόλεμος του Νερού ξέσπασε το 2040, κράτησε τρία χρόνια και έκανε τους διανοούμενους να θέσουν ξανά τα παλιά ερωτήματα και τους υποθετικούς κατάσκοπους από το Γαλαξία να αναρωτηθούν γιατί γίνεται πόλεμος για το νερό σε έναν πλανήτη με τόσο νερό. Ο πόλεμος βέβαια δεν έγινε από έλλειψη νερού, αλλά για τον έλεγχό του ( καθώς και όσων κρύβει) από τις εταιρίες. Οι δυνάμεις μοίρασαν συμμάχους, οι άνθρωποι θρήνησαν αγαπημένους και όταν ο πόλεμος τέλειωσε, εκτός από τις άλλες μοιρασιές, τα εργοστάσια αφαλάτωσης είχαν εγκατασταθεί ακόμα και σε μέρη με έξι μήνες το χρόνο βροχή: το προϊόν τους, απλούστατα, μεταφερόταν αλλού.
Μικρή μονάδα αφαλάτωσης έγινε τότε και στην παραλία του Σαρωνικού, ανάμεσα στο Ελληνικό και τη Γλυφάδα, στα πλαίσια μιας βραχύβιας μεταπολεμικής πολιτικής, απόηχου των ρομαντικών οικοκοινοτήτων, που προέβλεπε κάποιες τοπικές παραγωγικές ζώνες κοντά ή μέσα σε οικισμούς. Έκλεισε όμως σύντομα, καθώς μια πολύ μεγαλύτερη άνοιξε στη Σαλαμίνα – με σκοπό να παράγει το νερό για τα άνυδρα νησιά της Ελλάδας και να ελευθερώσει έτσι τις ελληνικές πηγές εκλεκτού εμφιαλωμένου νερού για την αγορά της Συνομοσπονδίας. Στη θέση της παλιάς μονάδας σχηματίστηκαν οι Βάλτοι. Δεν ήταν βέβαια βάλτοι κυριολεκτικά, δεν υπήρχε στο Σαρωνικό τέτοιο οικοσύστημα. Ήταν μια έκταση γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα κατά μήκος της παραλίας και δυο χιλιόμετρα προς τα ενδότερα (περίπου δηλαδή στην ακτίνα της κύριας μονάδας αφαλάτωσης που βρισκόταν στα 800 μέτρα από την ακτή) με μια εικόνα εγκατάλειψης όπως ήταν φυσικό, με το νερό, θαλασσινό και βρόχινο, να λιμνάζει στα σκαμμένα κι εκείνη τη διφορούμενη έλξη των σκοτεινών, άδειων κτιρίων και των σε αχρησία σωληνώσεων και αγωγών, που αναπτύσσουν μια δική τους αφανή ζωή. Πολύ σύντομα (καθότι σπάνια έμεναν για πολύ τέτοια κενά) κάποιος καθάρισε το μέρος γύρω από το παράκτιο αντλιοστάσιο και μετέτρεψε το μικρό κτίσμα σε μπαρ με το όνομα Οι βάλτοι. Το αυτοσχέδιο μαγαζί είχε μεγάλο σουξέ στη μεταπολεμική νεολαία, που γέμιζε ασφυκτικά, τις καλοκαιρινές νύχτες, το χώρο του μα και τη γύρω παραλία, ακουμπώντας τα ποτά στις φωτισμένες με κεριά αινιγματικές σωληνώσεις και κολυμπώντας σε μια θάλασσα ερημωμένη μάλλον από ζωή (λόγω της κοντινής χρονικά ακόμη απόρριψης της άλμης μετά την επεξεργασία του νερού), μα πάντα ζωντανή από τα αστραφτερά, παλλόμενα φώτα του κόλπου. Ώσπου την περιοχή πήρε για εκμετάλλευση η εταιρία durcel, που έχτισε και τη νέα συνοικία: ένα συμμετρικό σύνολο από προκάτ σπιτάκια πανομοιότυπα, που κάποιοι ειρωνεύτηκαν ως την τρέντι μετεξέλιξη των προπολεμικών μπανγκαλόου για άστεγους, μα που οι περισσότεροι τα ζήλεψαν: φτιαγμένα από φιλικά προς το περιβάλλον υλικά, είχαν καραμελένια χρώματα (ροζ, γαλάζια, βεραμάν ή μοβ), ειδικό χώρο για ποδήλατο, σπιτάκι κατοικίδιου κι από ένα κουκλίστικο κήπο, ενώ μέσα όλες τις σύγχρονες ανέσεις. (Συνδυασμό γεωθερμίας και φωτοβολταϊκών, συσκευές-ρομπότ και πρωτοποριακό σύστημα ασφάλειας). Τα πρότυπα αυτά σπιτάκια, που για λόγους διαφήμισης η durcel διέθεσε σε πολύ προσιτά ενοίκια, κατοίκησαν σύντομα φτωχοί εργένηδες με κάπως μποέμικη ζωή: κυνηγοί, διασκεδαστές, οδηγοί μέσων μεταφοράς και κυρίως δάσκαλοι γλωσσών, το πιο συνηθισμένο επάγγελμα σε μια κοινωνία με τόσες γλώσσες. Το 2060 η Αντριάνα ζούσε ήδη τρία χρόνια εκεί, έχοντας φύγει στα εικοσιδύο της – σχετικά αργά – από το πατρικό της. Όπως οι περισσότεροι γείτονές της σύχναζε στην μπιραρία (ένα ευρύχωρο μαγαζί που είχε αξιοποιήσει και την κεντρική μονάδα αφαλάτωσης, κλέβοντας την ιδέα από το παραλιακό εκείνο μπαράκι στο αντλιοστάσιο*) και στα κοντινά μούλτιπλεξ, έκανε βόλτες με το ποδήλατο, μέσο που διέθεταν οι πάντες (κάποιοι νοίκιαζαν πού και πού κι ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο από το τοπικό rent a car) και ταξίδευε με το intercity στις άλλες επαρχίες της Συνομοσπονδίας. Ήταν μια ήσυχη εποχή μετά από τη μεγάλη περίοδο αστάθειας και ταραχών που είχε αρχίσει στα τέλη του περασμένου αιώνα.
…………………………….
Η Όλγα Μιχαήλοβα Κίροβα, γεννημένη το 1990 στην Αθήνα από Ουκρανούς γονείς, δασκάλα ρωσικής και (κατ’ εξαίρεση) ηλικιωμένη κάτοικος των Βάλτων, ήταν μια λεπτή γυναίκα με λευκά μαλλιά, έξυπνο πρόσωπο και γαλάζια μάτια που θύμιζαν κούκλα της Δρέσδης*. Στα εβδομήντα της και μετά από μια ζωή μετανάστευσης, μετακομίσεων και ταξιδιών θα μπορούσε πια να έχει τη νοερή ματιά προς τα πίσω, εκείνο τον όψιμο έρωτα προς τον άγνωστο τόπο καταγωγής, ωστόσο αντίθετα έδειχνε με κάθε τρόπο την ευχαρίστησή της για το σήμερα και το καινούργιο. (Στην πραγματικότητα συνέβαιναν και τα δύο: ήταν μια σύγχρονη πολίτης της Συνομοσπονδίας που το βάθος των γαλάζιων ματιών της παρέπεμπε στην ξεχωριστή, προσωπικά χρωματισμένη σημασία που έχουν για τον μοναχικό οι ρίζες). Η Όλγα ήταν η αγαπημένη γειτόνισσα της Αντριάνας, μολονότι ελάχιστα γνώριζε η κυνηγός γι’ αυτήν. (Το πιο σημαντικό, ότι φύλαγε σαν θησαυρό ένα παμπάλαιο αντίτυπο μιας μεθόδου εκμάθησης ρωσικής). Τις έβλεπαν μαζί στο πάρκο, μόνες ή με σκυλιά ή με το ποδήλατο της Αντριάνας, ένα ντουέτο που αγαπούσε την κουβέντα, ευχάριστο και οικείο σε πολλούς. Συχνά, όπως στέκονταν δίπλα σε μια υδάτινη κατασκευή, το λευκό κεφάλι θάμπωνε με φόντο το νερό και το ελαφρά γερμένο κορμί με τα απλά παντελόνια και μια τσάντα στον ώμο (που περιείχε οπωσδήποτε κάτι για ανάγνωση) έμοιαζε σαν να αντιστέκεται στην έλξη της λίμνης συγκρατημένο από το σώμα της συντρόφου με το ποδηλατικό κολάν και το λείο νεανικό πρόσωπο. (Ωστόσο κάποιοι θα διέκριναν και το αντίστροφο, τη ευφυή ευγένεια της Όλγας που έκανε την Αντριάνα να στέκεται, για να μελετήσει τον κόσμο-βιβλίο). Όπως και να ’ναι ήταν, οι δυο τους, από τους πιο αναγνωρίσιμους ανάμεσα στους χιλιάδες θαμώνες του μεγαλύτερου πάρκου της Ελλάδας κι ενός από τα μεγαλύτερα της Συνομοσπονδίας: του Μητροπολιτικού Πάρκου του Ελληνικού.
Το Πάρκο του Ελληνικού (όνομα που αν και προήλθε από σύμπτωση διαφημίζει διαρκώς την Ελλάδα, καθώς οι οργανισμοί τουρισμού αναφέρουν κάθε τόσο το διάσημο Hellenikon) υπήρξε εργοτάξιο για πολλά χρόνια: πριν τον πόλεμο οι κάτοικοι της παραλίας, μιας πολύβουης ζώνης με σήμα κατατεθέν τον χλοοτάπητα του τραμ, με παραθεριστές, άστεγους περιπλανώμενους στις πλαζ και τους κήπους (τότε ήταν στις δόξες του το πάρκο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Φάληρο) και εστιατόρια που άφησαν εποχή, ανέπνεαν τη σκόνη των εκσκαφέων χειμώνα καλοκαίρι και δυσπιστούσαν σταθερά για το αποτέλεσμα. Μα η ιστορία (που ίσως διέπεται από νόμους δυναμικής που αγνοούμε) εναρμόνισε τα στοιχεία όπως έπρεπε, συντονίζοντας τελικά την ανάσα της εντυπωσιακής χλωρίδας, που κατέφθασε από ειδικά φυτώρια για να συντροφέψει τα εγχώρια πλατάνια και ελαιόδεντρα, με εκείνη των ανθρώπων, την κατάλληλη ώρα: όταν πια από την Αθήνα είχαν εκλείψει οι εποχούμενοι ιδιώτες που αδιαφορούσαν για πάρκα κι απέμεναν μόνο, αμιγείς, οι γενιές που μεγάλωσαν στο πολυποίκιλο στερέωμά τους. Σήμερα απλώνεται μεγαλόπρεπο σε έκταση χιλιάδων στρεμμάτων, εκεί όπου κάποτε βρισκόταν το παλιό ομώνυμο αεροδρόμιο της Αθήνας. Ο φαρδύς κεντρικός άξονας, στην πραγματικότητα ο πρώην αεροδιάδρομος, διακλαδίζεται σε ποδηλατόδρομους και αλέες, διασχίζει λίμνες και κανάλια νερού δίπλα σε περίπτερα αναψυχής και καταλήγει σε ένα αμφιθέατρο. Ολόκληρος ο χώρος ανήκει φυσικά στην issol, τη durcel και την ebedu.
Κυριακή πρωί η Όλγα Μιχαήλοβα έπινε το τσάι της (από τα περίφημα βότανα των οικοκοινοτήτων, που είχαν διαδοθεί στον πόλεμο ακυρώνοντας στην πράξη τον codex alimentarius) παρέα με δύο συνομήλικους, στη σάλα ενός περίπτερου με τζαμαρία και εσωτερικό σιντριβάνι. Η ηλιόλουστη Κυριακή έμοιαζε ίδια με άλλες, μόνο που αφού ήπιε το τσάι, και παρακολουθώντας αφηρημένα στην οθόνη της σάλας το δελτίο καιρού, η Όλγα Μιχαήλοβα αντιλήφθηκε ότι δεν είχε δει την Αντριάνα Βασίλιεβα, παρόλο που της είχε πει πως θα ερχόταν. Η Αντριάνα Βασίλιεβα όταν έλεγε κάτι το εννοούσε και η Όλγα Μιχαήλοβα βρισκόταν πια στην ηλικία που θεωρεί την ασφάλεια σημαντικότερη από την ιδιωτικότητα, έτσι χωρίς δισταγμό της τηλεφώνησε.
……………………………
Εκείνο το βράδυ ο Κουτρουμάνος έκανε κάτι σπάνιο γι’ αυτόν: τύλιξε στο λαιμό το κόκκινο κασκόλ του, πήρε το μετρό και κατέβηκε στο Μητροπολιτικό Πάρκο. Βαδίζοντας σ’ ένα ήπιο αθηναϊκό κρύο ποτισμένο από την υγρασία των φυλλωμάτων και της θάλασσας, μπήκε αργά στην κεντρική αλέα. Η κίνηση ήταν λιγοστή, τα περισσότερα περίπτερα κλειστά κι οι προβολείς έριχναν τις σκιές των δέντρων στη χρωματιστή άσφαλτο επαργυρώνοντας και παραλλάσσοντας τα μοτίβα της. Ο καθηγητής κάθισε σε ένα παγκάκι: να που έξω η ζωή ήταν πολύχρωμη, ακόμα και τη νύχτα.
Δυο νεαροί τον προσπέρασαν μιλώντας ζωηρά για τον αγώνα Π.Α.Ο. – Λίβερπουλ:
«Ο Ζόργκου είναι τραυματισμένος. Αν δεν είναι στην εντεκάδα, το ματς είναι δικό μας».
Ο Κουτρουμάνος σκίρτησε νοσταλγικά, ο Ζόργκου. Το πάρκο τού θύμιζε παιδικά χρόνια. Πόσα χρόνια έχω να πάω στο γήπεδο;
Και μετά: Τι ώρα να κοιμάται άραγε; Αναρωτήθηκε γιατί την εμπιστεύτηκα;
Σ’ αυτό δίσταζε κι ο ίδιος να απαντήσει. Ένιωθε ότι τη δοκίμαζε, όμως για ποιο πράγμα ακριβώς;
Ύστερα του ήρθε μια πολύ πιο απλή ερώτηση: Πόση ώρα θέλω μέχρι το σπίτι της;
Τα ποδηλατοστάσια ήταν όλη νύχτα ανοιχτά, με τα σωστά κέρματα έπαιρνες το ποδήλατο ό,τι ώρα ήθελες, αλλά ο καθηγητής είχε χρόνια να κάνει ποδήλατο. Αποφάσισε να περπατήσει. Στην παραλία ένιωσε το άρωμα της θάλασσας να τον ζωογονεί, μαζί με τη χαρούμενη νύχτα. Πήρε πρώτα την αντίθετη από ό,τι προς τους Βάλτους κατεύθυνση, προς τον Άλιμο και το πάρκο του Φλοίσβου, νιώθοντας το σώμα του ξαφνικά ανάλαφρο σαν να ήταν τριάντα χρονών. Στο δρόμο είδε μεγαλύτερους από τον ίδιο να βγαίνουν από μούλτιπλεξ, να παίρνουν ταξί, να φιλιούνται, είδε νέους με ηλεκτροκίνητα που αγνοούσε τις μάρκες τους, είδε γιγαντοοθόνες και ολογράμματα, είδε τέλος, στο βάθος, σαν ιπτάμενο δίσκο, τη στέγη της Όπερας. Στάθηκε στο παλιό κυκλικό περίπτερο του Φλοίσβου. Στον ορίζοντα φαινόταν αμυδρά η Αίγινα με τα φώτα της στην ίσαλο γραμμή, δεξιά η αναμμένη ως την κορφή Καστέλα, πίσω της, αχνό κομμάτι νύχτας, η σιωπηλή Σαλαμίνα.
Τα ταξίδια της ζωής μας, όσα και να ’ναι, όταν περνούν τα χρόνια συρρικνώνονται σε ένα και μόνο με ελάχιστους σταθμούς, στην περίπτωση του Κουτρουμάνου δύο ή τρεις: μια άνυδρη γη όπου τα συναισθήματα συνθλίβονταν στην πολλή δουλειά και τους μεγάλους στόχους και μια χαριτωμένη θάλασσα από τα παιδικά καλοκαίρια. Ανάμεσά τους, θαμπό, ένα βροχερό πρωί σ’ ένα πρωτόγονο αεροδρόμιο της Αφρικής, όπου αποχαιρέτησε έναν φίλο.
Και μυρωδιές: εκείνα τα παράξενα φυτά με τη βαριά ανάσα, απλωμένα σε μεγάλες εκτάσεις και με τη Σοφία να τα διασχίζει, και η αρμύρα του Σεπτεμβρίου από τα ξανθά μαλλιά της Όλγας, πολύ παλιά.
Ανάσανε και τώρα βαθιά. Πιο πολύ από αλάτι ή υδρόβια χλωρίδα, η νύχτα μύριζε ψητές πατάτες. Κάλεσε ταξί για τους Βάλτους, βρήκε τα φωτοβολταϊκά και μέτρησε: ένα, δύο, τρία, να το τετράγωνο. Σπίτια σαν κουτιά, αλλά με όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας. Αυτό το γαλάζιο με τα σβηστά φώτα πρέπει να είναι της Όλγας. Θα κοιμάται νωρίς. (Η Όλγα στη Σαλαμίνα δεν κοιμόταν νωρίς. Το σπίτι της είχε κεραμίδια και βεράντα, έμπαινες εύκολα ακόμα και από το παράθυρο).
Δίπλα, το βιολετί, πρέπει να είναι της Αντριάνας.
Είχε φως, αν και όχι έντονο.
Τι κάνει άραγε με τέτοιο φως; Πιθανόν έχει συνδεθεί στο δίκτυο.
Έμεινε κάπου δέκα λεπτά κάνοντας ότι περιμένει κάποιον, έπειτα κάλεσε δεύτερο ταξί.
Την ίδια ώρα η Αντριάνα μέσα στο προκάτ της μελετούσε ξανά, μετά τα νέα δεδομένα, τη λίστα με τους δέκα τίτλους:
1) Η χαμένη λήκυθος, Ερμιόνη Τζούμα.
2) Οι κήποι του Τσέχωφ, Σεκερμέλ.
3) Η νοσταλγία του ήλιου, Πέτρος Χορν.
4) Η τσιγγάνα στο φάρο, Σεκερμέλ.
5) Ο ναυτικός, Λούκας Μονρό.
6) Ο ασύρματος, Μαρίνα Κύρου.
7) Η λίστα, Λούκας Μονρό.
8) Hotel Macedonia, Μαρίνα Κύρου.
9) Ο κατάσκοπος, Πέτρος Χορν.
10) Στην άκρη του ουρανού, Ερμιόνη Τζούμα.
Έχοντας στη διάθεσή της μόνο τη Χαμένη λήκυθο ολόκληρη (η Όλγα της είχε αφήσει το βιβλίο) και αφαιρώντας τους δύο άσχετους τίτλους (τη Νοσταλγία του ήλιου και το Στην άκρη του ουρανού) προσπαθούσε μάταια, από τους υπόλοιπους, να μαντέψει κάπως το περιεχόμενο του ενιαίου μυθιστορήματος, του Ναυτικού. Στο νου της έρχονταν τα λόγια του καθηγητή:
«Μια από τις πιο σπουδαίες πράξεις του ανθρώπου είναι η αφήγηση της ζωής του».
……………
Αν η γιορτή στον Ελαιώνα μάγεψε, η εναλλακτική γιορτή στο Πάρκο, που δεν μεταδόθηκε επίσημα αλλά γράφτηκε σε χιλιάδες ερασιτεχνικές κάμερες, σημάδεψε την ιστορία εκείνης της γενιάς και όσοι την έζησαν δεν θα την ξεχάσουν ποτέ. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τις μοναδικές νύχτες, όπου κάτω από τους προβολείς και τα απλωμένα πολύχρωμα πανό, ανάμεσα στα υπαίθρια βιβλιοπωλεία και με τους άντρες και τις γυναίκες της Aσφάλειας σε κάθε γωνιά, χιλιάδες γέμισαν την ορχήστρα, τις κερκίδες και το γύρω χώρο του αμφιθεάτρου του πάρκου, σε μια γιορτή-συζήτηση όπου ακούστηκαν οι πιο σοβαρές πολιτικές αναλύσεις των τελευταίων χρόνων. Όλοι μιλούσαν με όλους σαν μια παρέα, ζούσαν την πιο ζωντανή άμεση δημοκρατία, ενώ η Αντριάνα και η Περσεφόνη απολάμβαναν αυθόρμητες τιμές, η πρώτη για τους λόγους που ανέφερε ο Σιμόν Ανάν και η δεύτερη γιατί είχε διαθέσει την περιουσία της στην ίδρυση των νηπιαγωγείων – βιβλιοθηκών. Παιδιά και σκυλιά έτρεχαν χαρούμενα, το Imagine ακουγόταν σε πολλές διασκευές, ενώ στη μνήμη όλων θα χαρασσόταν η μορφή του Πέτρου Χορν, που έμοιαζε φυσιογνωμικά με τον John Lennon – και που κανείς δεν μάντευε ότι εκείνες οι νύχτες ήταν οι τελευταίες του. Μια από αυτές πήρε δημόσια το λόγο και είπε πράγματα που οι πιο πολλοί άκουγαν για πρώτη φορά.
Είπε την ιστορία του διαδικτύου, του προδρόμου του δικτύου. Πως στις αρχές του αιώνα υπήρχε απόρρητο επικοινωνιών και ψευδώνυμοι χρήστες, νόμιμα. Υπήρχαν τα Internet cafe (η Αντριάνα θυμήθηκε τις αφηγήσεις της Όλγας) με ανώνυμη χρήση ελεύθερη, δεν μπορούσαν να βρουν το ίχνος σου. Κι όμως τότε, με όλη αυτή την ελευθερία, δεν έγινε τίποτα σημαντικό. Τα μεγάλα συμφέροντα σταδιακά επικράτησαν κι ο έλεγχος επιβλήθηκε, και τεχνικά και με νόμους. Πανεπιστήμια συνεργάστηκαν για να απονευρώσουν κόμβους, να αχρηστεύσουν τα κανάλια διοχέτευσης της είδησης, κι η δύναμη των χάκερ, που γεννήθηκε ως αντίσταση κι έφτασε να γίνει οργανωμένο κίνημα, πέρασε τελικά στα χέρια των ισχυρών ή εκφυλίστηκε σε μέσο κοινής απάτης.
«Παρ’ όλα αυτά», κατέληξε ο Πέτρος με πάθος (και αναζητώντας με το βλέμμα κάποιον μέσα στο πλήθος), «τότε, στην αρχή του αιώνα, υπήρχαν τα μεγάλα, αλλά υπήρχαν και μικρά συμφέροντα και τον μικρό δεν τον χτυπάς εύκολα, τον νιώθεις πιο κοντά σου. Τώρα όμως, φίλοι, που όλα είναι στα χέρια της issol, της durcel και της ebedu μπορούν ευκολότερα να ενωθούν οι δούλοι, γιατί οι δούλοι του ίδιου αφεντικού ενώνονται πιο εύκολα.
»Μα όχι μονάχα γι’ αυτό. Κοιτάξτε γύρω σας! Η αποψινή βραδιά μάς λέει πως η αντίστροφη μέτρηση άρχισε: ως τώρα οι εργαζόμενοι ήταν απρόσωπες μηχανές, και τα στελέχη και οι μάνατζερ νόμιζαν πως είναι οι δυνατοί ανάμεσά τους. Τώρα αργά ή γρήγορα θα καταλάβουν πως όλοι είναι εξ ίσου δούλοι, μα αυτό θα είναι το πρώτο μόνο βήμα, ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας που θα σπάσει: γιατί τώρα, φίλοι, ήρθε η εποχή της ανάγνωσης, κι ο άνθρωπος, με αυτήν, ξαναγεννιέται: τώρα που είναι όλοι εξ ίσου δούλοι αλλά, για πρώτη φορά στην ιστορία, δούλοι που διαβάζουν, τώρα ακριβώς μπορούν να γίνουν όλοι εξ ίσου ελεύθεροι».
…………………………..
Την τρίτη μέρα η στάχτη της νεκρής μπήκε σε λήκυθο και ξεκίνησε για τη θάλασσα σε μια μεγαλειώδη πομπή. Παράξενα λουλούδια σε χρώμα ματζέντα και άλλα που θύμιζαν τα υπόλευκα στις γωνιές του κήπου του Βασίλι Μαρίνσκι σκέπασαν το αυτοκίνητο που μετέφερε το αέρινο λείψανο. Η πομπή έφτασε στη θάλασσα κι ενώθηκε με το πλήθος που περίμενε από το πρωί στο Φάληρο, στο μεγάλο πάρκο της Όπερας και τη Εθνικής Βιβλιοθήκης. Από εκεί έστριψε προς το Σούνιο ακολουθώντας την ακτή μέχρι το Πάρκο του Ελληνικού κι εκεί, στο καθορισμένο τιμητικά (και κατ’ εξαίρεση του νόμου, που απαγορεύει το σκόρπισμα στάχτης στη θάλασσα) σημείο, ο Νικόλας Κουτρουμάνος, με τον Πρωθυπουργό και τα δίδυμα δίπλα του, ύψωσε τη λήκυθο, την άνοιξε και σκόρπισε τη στάχτη της Σοφίας Μαύρου στο Σαρωνικό.
* Μια τυπική μονάδα αφαλάτωσης έχει ένα αντλιοστάσιο στην παραλία και την κεντρική μονάδα επεξεργασίας πιο μέσα στη στεριά. Επίσης έχει αγωγούς, χερσαίους και θαλάσσιους, για τη μεταφορά του νερού και την απόρριψη της άλμης. Το νερό αποδίδεται κατά 50% περίπου (δηλ. 100 κυβικά θαλάσσιου νερού αποδίδουν 50 κυβικά αφαλατωμένου) και το αλάτι που αποβάλλεται επιστρέφει στη θάλασσα, άρα στην περιοχή της απόρριψης υπάρχει αυξημένη περιεκτικότητα.
* Dresden doll ή parian doll: είδος πορσελάνινης κούκλας του 19ου αιώνα με μάτια συχνά από γυαλί. Σήμερα είναι συλλεκτικές και πανάκριβες.
(Η φωτό στην κορυφή του ποστ είναι από τη μακέτα για το Πάρκο Φλοίσβου (Όπερα και Βιβλιοθήκη)


March 21, 2013
Το πρωθυπουργικό ζεύγος της Ευρώπης (Από τη “Μέρα της Μελάνης”)
Η ομάδα του Ζαν Πωλ Σιμόν Ανάν μπήκε στο σχέδιο Νέος Γοργοπόταμος αμέσως μετά το πραξικόπημα των εθνικιστών το 2043, αλλά ο ίδιος ο Σιμόν Ανάν, εξέχον στέλεχος του φιλοσυνομοσπονδιακού κόμματος, χρειάστηκε να φυγαδευτεί από την Αθήνα. Με τη βοήθεια συντρόφων που οργάνωσαν αντιπερισπασμό γύρω από την Εθνική Οδό, έκανε σε μια νύχτα ριψοκίνδυνο ταξίδι από τα ορεινά κι έφτασε την αυγή στο Θεσσαλικό Κάμπο.
Υπάρχουν τόποι που συναντάς για λίγο και δεν ξεχνάς ποτέ. Τέτοιος τόπος έγινε εκείνο το πρωί, για τον Ζαν Πωλ Σιμόν Ανάν, ο Θεσσαλικός Κάμπος. Γενικά δεν ήταν ο τύπος που επηρεάζεται από μύθους και εικόνες (ήταν πολιτικός: ανήκε σε αυτούς που ελέγχουν τους άλλους με μύθους και εικόνες), όμως βρισκόταν στην Ελλάδα, τη χώρα – γεωλογικό Λούνα Παρκ, και η διαρκής ανατροπή μέσα στην επίτομη αυτή γεωφυσική εγκυκλοπαίδεια ασκούσε ακαταμάχητη σαγήνη: στο αυτοτελές αυτό βιβλίο των εδαφικών σχηματισμών ο Θεσσαλικός Κάμπος, μια έκταση που σε απόλυτους αριθμούς θα ήταν για τις μεγάλες ηπείρους μόνο μια ασήμαντη γωνιά, είναι εδώ ένας μοναδικός μύθος, το προαιώνιο βασίλειο της Υπόσχεσης ανάμεσα σε βραχώδεις κόγχες, άγονα χωριά και φαράγγια με ατίθασα νερά και χόρτα. Μια ανησυχητική μονοκαλλιέργεια, ενισχυμένη και με τα λιπαντικά εκείνου του διφορούμενου αιώνα, του 20ου, είχε διαδεχτεί για λίγο τις θρυλικές από παλιά εναλλασσόμενες καλλιέργειές του, όμως τον επόμενο αιώνα και ήδη πριν τον Πόλεμο του Νερού, με το κίνημα των οικοκοινοτήτων, ξαναβρήκε την ποικιλία και την αίγλη του. Τα πιο σύγχρονα θερμοκήπια, υβριδικές εγκαταστάσεις με γεωθερμικά και ηλιοθερμικά συστήματα, απλώνονταν τώρα στα μάτια του Ζαν Πωλ και σχεδόν σε όλη την έκταση του κάμπου, καθώς ο πόλεμος είχε στρατολογήσει την αγροτική τεχνολογία για την εντατική παραγωγή των κατ’ εξοχήν αναντικατάστατων όπλων, των τροφίμων. Μαζί με αυτά καλλιεργούνταν και πειραματικά φυτά, που χρησίμευαν για την κατασκευή ειδών πρώτης ανάγκης. Σε μια άκρη της έκτασης ήταν το προκάτ των φρουρών και δίπλα ένα μικρό λυόμενο: το ερευνητικό εργαστήριο. Στην πόρτα του, με βλέμμα που σαν μόλις να σηκώθηκε από τον ορίζοντα για να στραφεί στον Ζαν Πωλ, στεκόταν η Ελληνίδα.
Όπως με τους τόπους υπάρχουν και άνθρωποι που την εικόνα τους μιας στιγμής δεν ξεχνάς ποτέ, όχι μόνο αν πρόκειται για τυχαίες συναντήσεις αλλά κι αν ακόμα είναι οι άνθρωποι με τους οποίους ζεις. Μένει για πάντα στο νου σου, περίοπτη και απαστράπτουσα. Η Ελληνίδα στην πόρτα του εργαστηρίου, στο Θεσσαλικό Κάμπο που ξημέρωνε: ήταν εικοσιπέντε χρονών, φορούσε την άσπρη ποδιά της ερευνήτριας και είχε τα μαλλιά πιασμένα πίσω. Όταν ο Ζαν Πωλ την αγκάλιασε, έβγαλε μια μικρή κραυγή και τραβήχτηκε: στο άνοιγμα της ποδιάς και του πουκάμισου, κάτω από το ειδικά ενισχυμένο σουτιέν, τα στήθη της έτρεχαν γάλα.
Δεκαεφτά χρόνια μετά ο Ζαν Πωλ Σιμόν Ανάν, Πρωθυπουργός της Ευροβαλκανικής Συνομοσπονδίας, κάθεται στην τραπεζαρία της πρωθυπουργικής κατοικίας στις Βρυξέλλες. Έφτασε (σωστότερα: οδηγήθηκε) ως εδώ με σταθερές ικανότητες προσαρμογής, έμπιστους ανθρώπους και επικοινωνιακό χάρισμα. Μετά τον Πόλεμο του Νερού πέρασε ένα σύντομο διάστημα στην Αφρική ακολουθώντας ιδανικά που αποδείχτηκε πως δεν ήταν δικά του, έπειτα όμως η ebedu τον προόρισε για Πρωθυπουργό. Μην ξεχνάμε, είχε εξαιρετική φήμη: στον πόλεμο η ομάδα του έδρασε ηρωικά στον τομέα του σαμποτάζ.
Είναι πια στα εξήντα, με καλοδιατηρημένο μα κάπως σκληρό και ανέκφραστο πρόσωπο, λεπτό μουστάκι και σώμα ελαφρά κυρτό. Γύρω του πλούτος, με πολυτελείς λεπτομέρειες που υπονοούν άνθρωπο ευάλωτο σ’ αυτόν. Στο μεγάλο τοίχο, κάτω από μια ελαιογραφία με επίχρυση κορνίζα που θα μπορούσε να παριστάνει έκρηξη ηφαιστείου ή έναν απέραντο πορτοκαλεώνα, ξεχωρίζει μια βιβλιοθήκη με σπάνιους τόμους. Ελάχιστοι ξέρουν ότι περιέχει, δερματόδετους, και τους παροπλισμένους πια κώδικες κρυπτανάλυσης του Πολέμου του Νερού. Καμιά φορά ο πρωθυπουργός τους ξεφυλλίζει και θυμάται, ακούει τη μυστική τους μουσική με τη συγκίνηση παλιού εραστή που συλλαβίζει στίχους της νιότης. Το κυρτό του σώμα παίρνει τότε μια στάση ταιριαστή με την ανάγνωση, μα είναι για λίγο: ο Σιμόν Ανάν δεν αγαπάει ιδιαίτερα τη στάση της ανάγνωσης.
Απέναντί του σήμερα κάθεται η Σοφία Σιμόν Ανάν, το γένος Μαύρου, η θρυλική Ελληνίδα. Η (πρώην) Πρώτη Κυρία της Συνομοσπονδίας («δεν ξέρω να παίζω αυτό το ρόλο, θα σου κάνω κακό»), με τα μαλλιά πάντα πιασμένα πίσω και μια αρρώστια αδιάγνωστη που δείχνει μοιραία (και ειρωνικά εμφανισμένη λίγο μετά την οριστική θεραπεία του καρκίνου), τον κοιτάζει χαμογελαστή. Έχουν καιρό να ιδωθούν. Μόλις τη ρώτησε για την (πειραματική) θεραπεία της – στα ελληνικά, τη γλώσσα τους.
«Καλά πάει», του απάντησε.
Η Σοφία Μαύρου είχε σπουδάσει χημική γεωπονία και λίγο πριν τον πόλεμο έκανε έρευνα μαζί με το τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας, με θέμα τις αλλαγές στην καρποφορία της Ευρώπης από τις επιδράσεις του ανθρώπινου παράγοντα: των επιδρομών, των μετακινήσεων, της εκπαίδευσης, της πολιτικής. Όμως τη δυσκόλεψαν στη χρηματοδότηση, μάλλον επειδή θα αναμόχλευε εθνικιστικές έχθρες. Ο Ζαν Πωλ, στέλεχος τότε του κυβερνώντος κόμματος, προσπάθησε να την βοηθήσει, όπως και ο καθηγητής Ιστορίας Νικόλας Κουτρουμάνος. Συνέπειες των προσπαθειών ήταν η παραίτηση του Κουτρουμάνου και ο δεσμός, και έπειτα γάμος, της Σοφίας με τον Ζαν Πωλ.
Μετά ήρθε ο πόλεμος, και προς το τέλος του το πραξικόπημα. Η Σοφία και ο Ζαν Πωλ κρύφτηκαν τότε στα θερμοκήπια του Θεσσαλικού Κάμπου, όπου εκείνη, ήδη γνωστή στους επιστημονικούς κύκλους ως η Ελληνίδα και διάσημη για τη συνέπεια και το πείσμα της, έκανε έρευνες σε ποικιλίες φυτών και σε μια χημική φόρμουλα για την προστασία τους. Την ίδια εποχή τα νεογέννητα δίδυμα κρύφτηκαν σε σπίτια ομοϊδεατών.
Και μετά ήρθε η Αφρική…
«Ωραία είσαι εδώ», του είπε, δείχνοντας με το βλέμμα την αίθουσα.
Ήταν απλώς μια τρυφερή κουβέντα, άλλωστε το μέγαρο τής ήταν οικείο: ήταν τα παλιά ανάκτορα, κάποτε έδρα του βασιλιά του Βελγίου. (Με την ίδρυση της Συνομοσπονδίας οι βασιλιάδες της Ευρώπης διατήρησαν τίτλους και προνόμια, εξελίχτηκαν – όσοι δεν ήταν ήδη – σε πρώτης κλάσης επενδυτές και παραχώρησαν πολλά ανάκτορα σε εκλεγμένους λειτουργούς, αφού οι ίδιοι δεν είχαν πια θεσμικό ρόλο).
«Έχω συναντήσεις. Στο περιθώριο», είπε ο Ζαν Πωλ, εννοώντας το περιθώριο της συνδιάσκεψης της ebedu.
«Κάποια ενδιαφέρουσα;»
«Μυριέλ Μουσαράφ».
Η Σοφία Μαύρου κατένευσε. Η Παλαιστίνια της Ελλάδας: νέο αίμα, νέες ιδέες, αινιγματικός ανθρώπινος κώδικας. Η Πράσινη Νύφη έδινε τους πρώτους καρπούς στη Συνομοσπονδία.
«Είναι πάντα μαζί της ο Καραγιαννόπουλος;»
«Ναι», απάντησε ο Σιμόν Ανάν κομπιάζοντας, καθώς θυμήθηκε ότι το νέο καθήκον του Καραγιαννόπουλου ήταν να παρακολουθεί τον καθηγητή Νικόλα Κουτρουμάνο, κάτι που με τίποτα δεν θα έλεγε στη Σοφία.
Συχνά είχε αναρωτηθεί αν είχε εραστή. Η Πρώτη Κυρία δεν είχε ποτέ δώσει αφορμές, αλλά και τα Μέσα στάθηκαν πάντα διακριτικά απέναντί της. Τη σέβονταν όλοι για το έργο της στην Αφρική, που το συνέχιζε σταθερά. Κι απόψε πάλι, πετούσε για το Ναϊρόμπι.
«Τι κάνουν τα παιδιά;» τη ρώτησε, αλλάζοντας θέμα.
Τα δίδυμα ήταν δεκαεφτά χρονών, αγόρι και κορίτσι. Όταν το ζευγάρι χώρισε πήγαν με τη μητέρα τους, πράγμα που ελάχιστα αντιλήφθηκαν, αφού ζούσαν κυρίως σε σχολεία.
«Διαλέγουν μέλλον», απάντησε εύθυμα η Πρώτη Κυρία. Κι εξήγησε ότι ο γιος τους ονειρευόταν αποστολές σε ανεξερεύνητα μέρη και η κόρη τους ζωολογικά πάρκα για προστατευόμενα είδη.
«Αυτές τις μέρες διασώζει τον δαίμονα της Τασμανίας», κατέληξε χαμογελαστή.
Το βλέμμα της έμοιαζε πάντα σαν μόλις να σηκώθηκε από τον ορίζοντα για να στραφεί επάνω του. Ο Ζαν Πωλ εξέφραζε με το δικό του μια δειλή, αμήχανη τρυφερότητα: ήξερε, όπως και η ίδια άλλωστε, πως η επώδυνη θεραπεία της δεν είχε πολλές πιθανότητες. Χρόνια μετά, σε μια πολύκροτη συνέντευξη στο τέλος της καριέρας του, ο Ζαν Πωλ θα πει ότι η ζωή μαζί της υπήρξε απίστευτη τύχη, στην οποία εκείνος δεν μπόρεσε, δεν είχε καν τη γνώση ή τον τρόπο να ανταποκριθεί.
Όταν η Πρώτη Κυρία έφυγε, ο Πρωθυπουργός αναλογίστηκε πάλι τα παιδιά του: οι αποστολές σε ανεξερεύνητα μέρη, όσο και αν γίνονταν με σύγχρονα μέσα, σήμαιναν πάντα κινδύνους. Κανείς δεν αποκτά κύρος σε αυτό το πεδίο αν δεν χώσει το κεφάλι στην τρύπα. Αλλά για τον δαίμονα της Τασμανίας το πράγμα ήταν αλλιώς: το εν λόγω ζωάκι, devil εξαιτίας του μαύρου χρώματος, της νυκτόβιας φύσης και των αστείων κυνοδόντων, ήταν ένα μαρσιποφόρο μεγέθους μικρού σκύλου που εδώ και πολλές δεκαετίες είχε κηρυχθεί προστατευόμενο και ζούσε αποκλειστικά σε πάρκα, παρακολουθούμενο σε κάθε εκδήλωσή του.
Με άλλα λόγια, η επιλογή του γιου ήταν βεβαίως γενναία, μα της κόρης του φάνηκε πιο ενδιαφέρουσα: η νεαρή Σιμόν Ανάν είχε διαλέξει το πεδίο που διδάσκει τον άνθρωπο πώς να οργανώνει και να ελέγχει έμβια όντα. Πώς θα εξελισσόταν αυτή η επιλογή;


December 9, 2012
Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες μου
Η χρυσή βροχή (Κλικ στον τίτλο): Νουβέλα, τοποθετημένη στο εγγύς μέλλον. (Εκτείνεται περίπου στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα). Η ζωή μιας μουσικού μέσα από 5 αφηγήσεις -5 κεφάλαια που ”συνθέτουν ένα παζλ”. Τα 4 από αυτά τοποθετούνται σε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, αν και το ένα (από τα 4) όχι σε “δική μας” Πρωτοχρονιά..
Η κούκλα και το άλογο: (Κλικ στο “κούκλα”): Διήγημα,συνδυασμός ρεαλισμού και fantasy. Ένα βροχερό βράδυ του 2005, προπαραμονή Πρωτοχρονιάς (και τελευταία μέρα του σχολείου πριν από τις διακοπές των γιορτών), μια καθηγήτρια σε νυχτερινό λύκειο της Αθήνας λέει στα παιδιά ένα παραμύθι που αυτοσχεδιάζει εκείνη τη στιγμή. Είκοσι χρόνια μετά διαπιστώνει τα αποτελέσματα εκείνης της αφήγησης.

