Niovi Lyri's Blog, page 2
June 26, 2014
Το Καπνεργοστάσιο (Από το “Ζωντανοί στο Νούφαρο”, συμπίλημα)
«Λοιπόν, άκου».
(Του Μπίλι του αρέσει να λέει τα πράγματα με το δικό του τρόπο).
«Εκεί που έμενα πριν είναι το πάρκο του Πλάτωνα. Κοντά στην άκρη του, σε μια μεγάλη αλάνα, είναι το Σούπερ Ντάμπο, το πολυκατάστημα. Έχω δουλέψει εκεί, μεταφορέας. Απέναντι τώρα, στην άλλη πλευρά της λεωφόρου, είναι το Καπνεργοστάσιο, που τώρα είναι Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής».
Όταν πρωτοήρθε ο Μπίλι στην Ακαδημία Πλάτωνος (όπου έμεναν συγγενείς του) χάθηκε στο μεγάλο πάρκο με την πλούσια φυσική βλάστηση, τα μικρά κοιλώματα, τα μεγάλα ξέφωτα με τις συστάδες από αρχαία ερείπια. Το ονόμασε Ο Πράσινος Δράκος γιατί διασχίζεται από την οδό Δράκοντος και του εντυπώθηκε σαν εικόνα ονείρου. Ήταν ένα ήμερο δάσος γεμάτο μυστικά και ομορφιά. Σύντομα άρχισε να συχνάζει στα μικρά καθαρά γήπεδα, να παίζει μπάλα με ομοεθνείς και μη, να κάνει τζόκινγκ. Το ότι εδώ ακριβώς δίδασκε ο ίδιος ο Πλάτωνας του φάνηκε φυσικό: βρισκόταν στην Ελλάδα, όλα λοιπόν ήταν συνέχεια. Τότε ο Πλάτωνας, οι φίλοι και οι μαθητές του, τώρα παιδιά στις Παιδικές Χαρές, οικογένειες σε πικνίκ, σκυλιά στη βόλτα τους. Και ακόμα, ευγενικοί γέροι που λιάζονται, αγώνες ποδηλάτου, ομάδες του Δήμου με το openairfilm festival. Άργησε να προσέξει ότι δεν υπήρχαν τουρίστες: η Ακαδημία Πλάτωνος δεν περιλαμβάνεται στα πακέτα.
Έπειτα έπιασε δουλειά στο Σούπερ Ντάμπο κι έτσι γνώρισε το απέναντι Καπνεργοστάσιο, το μοναδικό αυτό δείγμα μεσοπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, που δεσπόζει στη γωνία Λενορμάν και Κρέοντος με τις λιτές του γραμμές, τις έντονες ώχρα και κεραμιδί προσόψεις και την σιωπή του πίσω από την πύλη με τη σκαλιστή επιγραφή: Δημόσιον Καπνεργοστάσιον. Σιωπή υποβλητική μα όχι παγερή, αφού το κτίριο, αν και ήσυχο, είναι απολύτως
ζωντανό: είναι πια Βιβλιοθήκη. Έχει τα πληρέστερα αρχεία ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, κλειστά βιβλιοστάσια που φυλάνε τις παλιές εκδόσεις και μεγάλο σύγχρονο αναγνωστήριο πάνω από το κεντρικό του αίθριο, που κάποτε βούιζε από τους φορτοεκφορτωτές καπνού. Όσο για τα μηχανήματα στο υπόγειο, τα εργαλεία και τις (άδειες) συσκευασίες τσιγάρων που είναι ακόμα εκεί, όχι μόνο δεν μοιάζουν νεκρά, μα η συντροφιά τους με τα βιβλία, τα αρχεία, όλους αυτούς τους θησαυρούς τα κάνει ενεργά στοιχεία του χώρου. Α, σίγουρα, αυτή η μοναδική Καπνοβιβλιοθήκη θα γινόταν άνετα ο τόπος αναφοράς των (πάμπολλων) καπνόβιων συγγραφέων της γης!
«Αυτό το Καπνεργοστάσιο λοιπόν», συνεχίζει ο Μπίλι, «στέγαζε πολλές βιοτεχνίες μαζί. Ήταν η εργατική τάξη της Ελλάδας, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Χάθηκε νωρίς, αλλά πρόσεξε: μαζί της χάθηκαν και όσοι εξαρτιόνταν από αυτήν, δηλαδή η παραγωγική αστική τάξη. Ούτε αυτή πρόλαβε να μεγαλώσει. Σε άλλες χώρες ναι, εδώ όχι. Σαν το μετρό. Αλλά και πάλι δεν έχει σημασία, γιατί και όπου αναπτύχθηκε κι εκεί διαλύεται πια, η παραγωγή πάει αλλού. Οι τουρίστες από την Ευρώπη δεν διαφέρουν πια από τους Έλληνες που πουλάνε το τουριστικό προϊόν: είναι και οι δυο καταναλωτές που παρέχουν εναλλάξ υπηρεσίες ο ένας στον άλλο, σε ένα σύστημα που τους δανείζει εξ ίσου. Παντού λοιπόν η ίδια βαβούρα, όπως τη λες».
«Ωραία τα εξηγείς», λέει η Χριστίνα με δέος (υποβαλλόμενο κι από τη φωτιά) και με την αλώβητη εκείνη όρεξη για γνώση που έχουν διασώσει οι έφηβοι και την ταΐζουν με αλληλοδιδασκαλία. «Ασχολείσαι, διαβάζεις;»
Ο Μπίλι ανήκει σε εθνότητα με πλούσια ποικιλία επαγγελμάτων. Οι Ρώσοι κάνουν διάφορες δουλειές, διαχειρίζονται μαγαζιά, αναλαμβάνουν υπηρεσίες. Πρόσφατα έβαλαν αρκετά χρήματα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ άρχισαν να έρχονται και ως απλοί επισκέπτες και τουρίστες. Οι στενοί συγγενείς του Μπίλι πάντως είναι όλοι καλλιτέχνες, μουσικοί. Είναι αρκετά μορφωμένοι και, ναι, τονίζει, διαβάζει. Όλοι στην οικογένειά του διαβάζουν. Το ρωσικό βιβλιοπωλείο της Ομόνοιας τους προμηθεύει τακτικά με τις παραγγελίες τους.
…………………………………………………………………………………………………………………. (είκοσι χρόνια μετά)
Άλλο ενθαρρυντικό δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το εσωτερικό του σπιτιού-στούντιο, αλλά και του Δράκου. (Πριν τον αδειάσει για να τον ανταλλάξει με τη Νιλουφάρ). Δεν συλλέγει πια καπέλα, μα τόσο στο σπίτι όσο και στη καμπίνα στο σκάφος, την επενδυμένη με γκρίζο πλαστικό, συλλέγει βιβλία. Μάλιστα γι αυτά ήρθε εσπευσμένα όταν έκλεινε το ρωσικό βιβλιοπωλείο στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου, και αγόρασε μεγάλο μέρος του στοκ, μαζί και δυο αντίτυπα του βιβλίου της Όλγας Μιχαήλοβα Κίροβα Η Ρωσική για Έλληνες, εκείνου το διδακτικού εγχειρίδιου που του θύμιζε τα χρόνια της αποφοίτησής του από το λύκειο. Κατά τα άλλα δεν συγκινήθηκε ιδιαίτερα από το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου στο οποίο οι συμπατριώτες του είχαν δώσει τότε με αγάπη τα συγχαρητήρια για την αποφοίτηση: ήταν τώρα στην ακμή του, στην ηλικία όπου βλέπει κανείς το παλιό να αλλάζει ή να χάνεται απλώς με μια τρυφερή οικειότητα σαν κάτι φυσικό, χωρίς πολύ στοχασμό ή σκέψη. Με τον ίδιο τρόπο είδε στην Ακαδημία Πλάτωνος και το πρώην κατάστημα Super Dumbo όπου κάποτε ο ίδιος δούλευε ως μεταφορέας και που τώρα είχε γίνει εκθεσιακός χώρος για τις Οικοκοινότητες. Με τον ίδιο τρόπο και το πρώην Καπνεργοστάσιο της οδού Λενορμάν και βιβλιοθήκη της Βουλής, που είχε γίνει επιτέλους αυτό που εκ φύσεως προοριζόταν: έναν μοναδικό συνδυαστικό μουσείο βιβλίων και καπνού. Εδώ όσο οι ξεναγοί σχολίαζαν «τη λιτή βιομηχανική αρχιτεκτονική του εικοστού αιώνα» και τα πλήθη φωτογράφιζαν τη σιδερένια αψίδα της πύλης και τις ευθείες γραμμές του ώχρα και κεραμιδί μεγάρου, οι καπνιστές συγγραφείς από όλο τον πλανήτη, που το είχαν ναό τους, ερευνούσαν κάθε γωνιά του με μανία, ενώ στα προσωπικά τους γραφεία αναρτούσαν φωτογραφίες από τα υπόγειά του με τα παλιά μηχανήματα και τα κιβώτια με τα καλλιγραφικά ελληνικά, Αντινικότ 22.


Στη Βιβλιοθήκη και στην Όπερα (από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο», συμπίλημα)
(Βιβλιοθήκη)
Κι εδώ αφήνουμε επιτέλους αυτή την ιστορία για να ανασάνουμε στο ευρύχωρο πρωινό. Ο ήλιος έχει απλωθεί στην Αγορά και στα κανάλια του Πάρκου και οι επισκέπτες της Βιβλιοθήκης καταφθάνουν ήδη, ένας ένας.
Η Βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Κέντρου του Φαλήρου (δηλαδή η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας) έχει δυο εκατομμύρια τόμους, σύνδεση με όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου και μολονότι τα ηλεκτρονικά της αρχεία εμπλουτίζονται διαρκώς, παραμένει πάντα ο ναός για τους λάτρεις των χάρτινων βιβλίων. (Είμαστε στη δεκαετία του ’30: οι άνθρωποι πετάνε με ενθουσιασμό τα βιβλία τους στους κάδους της durecom, αλλιώς durcel recycling company, θυγατρικής της αναδυόμενης πολυεθνικής Durcel). Στα ράφια της και στα μόνιτορ άντρες και γυναίκες, κυρίως μεσήλικες, αναζητούν ό,τι έχουν γεννήσει στη διάρκεια της ανθρωπότητας οι περιπέτειες του μυαλού, ανάμεσά τους και τις άπειρες παραλλαγές της ιστορίας του Ορέστη και της Χλόης. (Μια από αυτές, κατά πολλούς το Πρώτο Μυθιστόρημα, αντί για Χλόη έχει μια σειρά ανεμόμυλους). Τέλος κάτω από τη λαμπερή, σαν γιγάντιο χαρταετό στέγη, που συλλέγει ηλιακή ενέργεια ενός μεγαβάτ, διακρίνεται το πανοραμικό αναγνωστήριο και, αυτή την ώρα, μέσα του μια νεαρή κυρία, δηλαδή ασυνήθιστη ηλικιακά αναγνώστρια. Είναι γύρω στα εικοσιπέντε με τριάντα, άρα υπολογίζοντας τα χρόνια μικρή για να είναι η Αλίκη. Στην πραγματικότητα δουλεύει για την Αλίκη, ως σύμβουλος design του ρεστωράν, ενώ εκπροσωπεί και μια εταιρία ειδών υγιεινής. Τη λένε Ροντίνια και σπούδασε γεωλόγος.
Κάθεται λοιπόν τώρα στο αναγνωστήριο με μια στοίβα περιοδικά – στο πρώτο η εντυπωσιακή φωτογραφία ενός κατακόκκινου νιπτήρα – κι ετοιμάζεται για μελέτη. Η δουλειά επείγει στο Alice’s foodland, ωστόσο πριν αφοσιωθεί η Ροντίνια υψώνει λίγο το κεφάλι (λεπτό πρόσωπο, μαλλιά Κλεοπάτρα) στην πανοραμική θέα: δυτικά το Αιγάλεω και στο βορρά του η Πάρνηθα, και τα δύο στο ίδιο φως, όμως στους πρόποδες του πρώτου έχει από ώρα ξυπνήσει ο μόχθος των συνοικιών, ενώ στα δάση της δεύτερης λύνουν τα αντίσκηνα και σχεδιάζουν τον περίπατο της ημέρας οι φυσιολάτρες. Προς την ανατολή ο Υμηττός, χτισμένος όλος στην περιφέρεια και χαραγμένος παντού με δρόμους (μα με πλήθος πουλάκια και βότανα, χάρις στη σχετική αυστηρή νομοθεσία) συνδέει, ως πέρασμα ή προορισμός, την πόλη, τα μεσόγεια και την παραλία. Μπροστά του ο κώνος του Λυκαβηττού κι ακόμα πιο κοντά η Ακρόπολη, που η γεωλόγος Ροντίνια αντιλαμβάνεται ιδιόρρυθμα, γιατί καθώς στο οπτικό της πεδίο είναι (αχνό, στα βορειοδυτικά) και το τέταρτο βουνό, η Πεντέλη – οπότε νοερά και τα λατομεία τουmarmogrecofino με τη ροή των ανθρώπων που τα ενώνει με τον Παρθενώνα –, βλέπει τον αναστυλωμένο χρυσίζοντα ναό κυρίως ως τον πολυχαϊδεμένο πόλο αυτού του ζεύγους Μάνα-Παιδί. Έπειτα στρέφεται προς το νότο, όπου το Πάρκο κατηφορίζει προς τη θάλασσα: ο όρμος αστράφτει στο πρωινό και από το αναγνωστήριο φαίνεται καθαρά, έξω από τους φάρους της μαρίνας, η πλωτή εξέδρα της γιορτής.
Το Delta International είναι η φετινή διοργάνωση ενός διεθνούς φεστιβάλ που γίνεται κάθε δυο χρόνια σε διαφορετική πόλη. Στα 203.. οι κάθε είδους γιορτές έχουν πληθύνει πολύ, όχι μονάχα γιατί είναι εμπορικές συνευρέσεις μα και γιατί, στον κόσμο της αβέβαιης ταυτότητας και των εφήμερων ρόλων, προσφέρουν με αρκετή επιτυχία, συμβολικά μα και πραγματικά, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν σκοπό, νόημα ή στόχο. Το φεστιβάλ περιλαμβάνει μουσική, εικαστικά (συνδυάζεται με τη Μπιενάλε της Αθήνας) και αθλητικούς αγώνες, ενώ κορύφωσή του θα είναι η υποδοχή, στη Μαρίνα Φλοίσβου, του Σίμου Στεφανίδη, του ιστιοπλόου που διαπλέει τώρα το Αιγαίο με την ιστιοσανίδα του. Θα ακολουθήσει δείπνο στο Alice’s foodland και συναυλία στην πλωτή εξέδρα, με φωταγωγημένα τα πλοία και πυροτεχνήματα πάνω από τη θάλασσα. Προς το παρόν η εξέδρα (της οποίας την εγκατάσταση οι τακτικοί θαμώνες της Βιβλιοθήκης παρακολούθησαν σταδιακά πριν ένα μήνα) είναι ήσυχη, άδεια σχεδόν κάτω από τον ήλιο. Αν η Ροντίνια – που τώρα στρέφεται επιτέλους προς τον κόκκινο νιπτήρα της – κοίταζε με κιάλια θα έβλεπε στη βάση της το λογότυπο της γιορτής, την κεφαλή του αργοναύτη Φάληρου, και αν ζουμάριζε κι άλλο θα διέκρινε, λίγο πάνω από το νερό, τη φίρμα της εταιρίας που είναι επίσης υπεύθυνη (για την ακρίβεια μία από τις υπεύθυνες) και για την εξόρυξη υδρογονανθράκων του Αιγαίου. (Το πιο σημαντικό πάντως για την ιστορία μας είναι ότι το ειδικό πλοίο Αλέξανδρος, της εξόρυξης του Αιγαίου, έχει στο πλάι του, σαν μωράκι κολλητά στη μαμά, μια πλωτή εξέδρα παρόμοια με της γιορτής).
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
(Όπερα)
Εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου του 203.. τα τραγούδια όσων κατηφόριζαν την παραλιακή προς το Δέλτα ήταν απρόσμενα μαγευτικά κι αυτό, μαζί με τα light art εικαστικά της Μπιενάλε που άπλωναν τη χρωματιστή τους πάχνη σε φυλλωσιές και πλακόστρωτο, έκανε τον Ορέστη, τον δεκαοχτάχρονο και νεότερο στην ιεραρχία μάγειρα του ρεστωράν Alice’s foodland, να ποδηλατεί δίπλα στο χλοοτάπητα του τραμ (Πάρκο Φλοίσβου – Τροκαντερό – Δέλτα) με αυξημένη ελπίδα και πόθο. Στην πραγματικότητα με το μικρό του ταξίδι εγκαινίαζε μια σειρά γεγονότων που θα συμπύκνωναν ζωές σκορπισμένες χρόνια σ’ ένα θερμό, γεμάτο ενέργεια πυρήνα, μα φυσικά το αγνοούσε. Σκεφτόταν μόνο τη μεγάλη ευκαιρία, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα με την Αλίκη κι έτυχε να κλείσει για απόψε το ρεστωράν. Όχι ότι δεν αγαπούσε τη δουλειά του, κάθε άλλο – άλλωστε αυτό σπούδασε στο Επαγγελματικό Λύκειο, μάγειρας, ενώ επιπλέον συμφωνούσε αρκετά και με τις διατροφικές επιλογές της Αλίκης. (Είμαστε στην εποχή του codex alimentarius, οι ιδέες για τη διατροφή είναι σημαντικές). Και την ίδια την Αλίκη αγαπούσε, αν και ήταν πολύ νέος για να εκτιμήσει το μέγεθος της τύχης να την έχει αφεντικό. Τη θαύμαζε πάντως ανυπόκριτα κι απολάμβανε με αγαλλίαση νηπίου το ζεστό γάλα με μέλι που του ετοίμαζε συχνά η ίδια, αργά τη νύχτα στην ήρεμη πια κουζίνα.
Καθώς ποδηλατεί προς τη δύση με το ηλεκτρονικό του Kyros, αριστερά από τις ράγες του τραμ (που παραβιάζονται διαρκώς απ’ το πολύχρωμο πλήθος) και δεξιά από τη θάλασσα (όπου χρυσίζει αντανακλώντας τον ήλιο η πλωτή εξέδρα της Γιορτής, του Delta International), ας τον δούμε καλύτερα: το λεπτό σώμα του συναρθρώνεται με το ελαφρύ όχημα σε ενιαίο, αρμονικό οργανισμό και μόνο το γωνιώδες πρόσωπο συσπάται ακανόνιστα κάποιες στιγμές. Φοράει ποδηλατικό παντελόνι και αθλητικές μπότες, ενώ το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό του είναι βέβαια τα μακριά μαλλιά, που καλύπτουν με πλούσιους βοστρύχους την πλάτη, καθώς τα συγκρατεί προς τα πίσω ένα μικρό πορτοκαλί κράνος με αεραγωγούς, επιτομή αυτού του υβριδίου ποδηλάτη και ιππέα: είναι κατάλληλο τόσο για το Kyros (το ποδήλατο) όσο και για τον Φοίβο, το άλογό του.
Γιατί ο Ορέστης εκτός από μάγειρας είναι και Κένταυρος: ανήκει σ’ αυτή την συμπαθή αδερφότητα νέων που με βάσεις τους οργανωμένους ομίλους ιππεύουν (όχι σε αγώνες), μιλάνε συνεχώς με λατρεία για άλογα, είναι κατά κανόνα ειρηνικοί και σχεδιάζουν συστηματικά περιπάτους στη (διαμορφωμένη) φύση. Ο Φοίβος, ένας καστανόξανθος πρίγκιπας της Ανδραβίδας, είναι το άλογο του Ορέστη – όχι δικό του βέβαια, του ομίλου, μα κάθε σοβαρός Κένταυρος έχει στενή σχέση με ένα άλογο. Εκτός από αυτόν βρίσκει αξιαγάπητη και τη Μάργκο, την αγγλοαραβική φοράδα του Ολλανδού που νοικιάζει στο Δέλτα άλογα για βόλτα στην παραλιακή – και μάλιστα αυτήν ακριβώς σκέφτεται τώρα, μα η ώρα είναι ακατάλληλη. Το πρωί όμως; (Θα μείνει άραγε ως το πρωί;)
Μόλις έφτασε στο Φαληρικό Όρμο. Κόβει ταχύτητα, βγάζει το κράνος (τα ωραία μαλλιά απλώνονται) και υψώνει μηχανικά το βλέμμα προς το επιβλητικό (και γεμάτο λόγω Delta International) ξενοδοχείο – σήμα κατατεθέν. Ύστερα κινείται ζωηρά προς το Πολιτιστικό Πάρκο, στον απαλό λόφο του οποίου ξεχωρίζουν φωτισμένες η Βιβλιοθήκη και η Όπερα. Γκαζόν, γρανίτες και ποπ κορν μοσχομυρίζουν, η νύχτα, η μοναδική δική του νύχτα έρχεται κι ο μάγειρας και Κένταυρος Ορέστης συγκεντρώνεται στο ένα και μοναδικό θέμα πάνω στη γη:Χλόη.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Τα λεντάκια στα παπούτσια των παιδιών που παίζουν στην Αγορά της Όπερας στρέφουν για λίγο τον Ορέστη σε μνήμες παιδικές, μα συγκεντρώνεται πάλι – ό,τι είναι να γίνει θα γίνει απόψε: το σχολείο τέλειωσε και η Χλόη θα φύγει, με το πλοίο της, μακριά.
Είχε προσπαθήσει εννοείται να εντοπίσει αυτό το πλοίο: μια μέρα την παρακολούθησε ως τη μαρίνα μα αιφνιδιάστηκε, καθώς εκείνη πήδηξε σβέλτα (αφού δίπλωσε το σπαστό της ποδήλατο) σ’ ένα μικρό ταχύπλοο και εξαφανίστηκε προς την έξοδο της μαρίνας, εκεί όπου μονάχα ένα δάσος από ξάρτια φαινόταν. Την επομένη πήγε, σε ώρα μαθήματος, να μελετήσει μόνος του το μικρό σκάφος: ήταν ένα χαριτωμένο υβριδικό με το όνομα Νιλουφάρ κι έναν αριθμό πολυψήφιο, όμως τα αρχεία των σκαφών δεν ήταν ανοιχτά στο διαδίκτυο. Τέλος η ιδέα να ζητήσει από τον Φιλ μια έρευνα στα νερά της μαρίνας (όπου κολύμπι και καταδύσεις βεβαίως απαγορεύονταν), πέρα από ριψοκίνδυνη, αποφάσισε ότι δεν άξιζε: ό,τι μπορούσε να κάνει θα γινόταν μόνο στη στεριά. Για την ακρίβεια εδώ, στο open air φεστιβάλ που είχαν οργανώσει οι μικρές τραγουδίστριες, μαθήτριες ακόμα στα ωδεία – και πού τώρα αρχίζει.
Το πρώτο κορίτσι, μια σοπράνο με άσπρο φόρεμα, είναι ήδη πάνω στην εξέδρα και η άρια της Traviata ηλεκτρίζει τη νύχτα. Καθώς το φεστιβάλ προχωράει οι καλλίφωνοι διαβάτες που νωρίτερα κατηφόριζαν την παραλιακή μα κι άλλοι θαμώνες του Πάρκου σχηματίζουν ένα ζωηρό, συνεπαρμένο πλήθος που συνοδεύει τις άριες, χειροκροτεί και δονεί τον αέρα με ιαχές brava – brava. Ανάμεσά τους ο Ορέστης, που όμως βρίσκεται στο δικό του ρυθμό και σε ετοιμότητα – και να τώρα η Χλόη με κόκκινο λουλούδι στα μαλλιά, μακρύ μαύρο φόρεμα και διάφανες ψηλοτάκουνες γόβες. Καθώς οι νότες αναβλύζουν αδρές από το στήθος της κάποιος μουρμουρίζει αυτή είναι μέτζο μα ο Ορέστης, που σε άλλη περίπτωση θα το σημείωνε, αδιαφορεί κι απλώς μετράει αντίστροφα με την καρδιά του. Λίγες στιγμές μετά, πίσω από την εξέδρα, τον ενθαρρύνει η βαθιά του ελπίδα, γιατί αυτή τη φορά έχει το αληθινό του πρόσωπο: δεν είναι ο ιππέας, ο περήφανος κατακτητής, είναι απλώς ο ικέτης:
«Χλόη;»
Η Χλόη είχε ανασηκώσει το φόρεμα και άλλαζε τα ψηλοτάκουνα με μπαλαρίνες. «Ρεξ!»
Το σχολικό χαϊδευτικό τον μπέρδεψε, μα συνέχισε σταθερά:
«Χλόη, μίλησες!»
«Ευχαριστώ. Είσαι με άλογο;»
«Όχι… με ποδήλατο». (Τον κορόιδευε;) «Χλόη, σε παρακαλώ, έχεις λίγο χρόνο;»
Λοιπόν, είχε. Κι όχι μόνο, μα ήταν άνετη και φιλική, ολόκληρη ένα οργανικό στοιχείο της χαρούμενης, οικείας καλοκαιρινής βραδιάς. Κατηφόρισε μαζί του από το λόφο του Πάρκου προς την παραλία και του έκανε ερωτήσεις. Ναι, της απάντησε πασχίζοντας να μη λέει πολλά, φέτος γράφτηκε στους Κενταύρους, όχι, δεν κόστιζαν πολύ, όχι, δεν πήγαινε συχνά γιατί δούλευε.
«Ξέρω», είπε η Χλόη με μια ιδέα θαυμασμού. «Στο Alice’s foodland».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η Χλόη δεν ήξερε πως είναι να ζεις στο χωριό. Φαντάστηκε ότι η Σοφία Μαύρου*, αυτό το παράξενο κορίτσι με τα μαλλιά σφιχτά πιασμένα πίσω, τα μεγάλα μάτια και τα μάλλον ατημέλητα ρούχα προερχόταν από έναν διαφορετικό κόσμο, αλλά δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στο «χωριό». Οπωσδήποτε με τα ιπποφορβεία και τα πρότυπά της αγροκτήματα ανήκε στους προνομιούχους του χωριού, ενώ η Χλόη μάλλον στους μη προνομιούχους της πόλης, ούτε κι αυτό όμως ήταν βέβαιη πως έκανε τη διαφορά. Όπως και να ’ναι ήταν, έστω για λίγο, η μόνη συνομήλικη συντροφιά της εν πλω. Και την είχε ήδη ξεχάσει τον καιρό που εκπλήρωσε το μεγάλο της όνειρο, γράφτηκε δηλαδή στη σχολή της Όπερας.
Η σχολή της Όπερας στο 203.. έσφυζε από νιάτα, που συχνά, βγαίνοντας από την αίθουσα του μαθήματος στην πολυσύχναστη Αγορά, όπου η στέγη της Εθνικής Βιβλιοθήκης με τα φωτοβολταϊκά έλαμπε στον ήλιο σαν γιγάντιος χαρταετός, έστηναν αυτοσχέδιες παραστάσεις θεσμοθετώντας έτσι αυθόρμητα τα φεστιβάλ που σύντομα θα γίνονταν πια υπό την αιγίδα επιχειρήσεων. Η Χλόη τα βρήκε στην εμπορική αυτή ακμή τους (ή παρακμή τους) και η συμμετοχή σε αυτά ήταν κομμάτι της φιλοδοξίας της, όπως και κάθε νεαρής σοπράνο ή τενόρου (ή, στην περίπτωσή μας, για να θυμηθούμε το σχόλιο του τυχαίου θεατή, μέτζο). Χτες αργά το απόγευμα αποβιβάστηκε στη μαρίνα με το μαύρο της φόρεμα, τις μπαλαρίνες και στα χέρια το δώρο του Βασίλι Μίσκιν για την περίσταση: ένα ζευγάρι χειροποίητα μαύρα λουστρίνια με κόκκινους φιόγκους πίσω. (Που ο Μπίλι είχε διαλέξει ως γνώστης: το δώρο του ήταν το ακριβώς αντίθετο των προϊόντων του εργοστασίου του εκτυπωτών). Περπάτησε περήφανα μέχρι την όπερα και στάθηκε στην Αγορά να πάρει βαθιά ανάσα, την ώρα που ο ουρανός στην Καστέλα κοκκίνιζε (και ο Ορέστης φορούσε το μικρό πορτοκαλί κράνος του και ξεκινούσε από το Πάρκο Φλοίσβου με το ποδήλατό του): απόψε θα έλαμπε. Ήταν μια κρίσιμη, μεγάλη καλοκαιρινή νύχτα, η αρχή μιας καινούργιας ζωής. Και θα γινόταν ακόμα πιο αξέχαστη με το σχέδιο της Ντόμι με τη στάχτη – να μην ξεχάσει να την περιμένει το πρωί! Θα γιόρταζαν το τέλος του σχολείου με ένα πάρτι- κηδεία! Νέες ζωές, μεγαλειώδεις τελετουργίες.
(Και μια ακόμα, μεγαλειώδης όσο και αναπάντεχη, τελετουργία: εκείνη κι ο Ορέστης στο σπιτάκι του Ολλανδού).
*Η Σοφία Μαύρου θα γίνει σημαντική ηρωίδα στην (υπό αναθεώρηση) «Μέρα της Μελάνης»


Στη Βιβλιοθήκη και στην Όπερα (από το “Ζωντανοί στο Νούφαρο”, συμπίλημα)
(Βιβλιοθήκη)
Κι εδώ αφήνουμε επιτέλους αυτή την ιστορία για να ανασάνουμε στο ευρύχωρο πρωινό. Ο ήλιος έχει απλωθεί στην Αγορά και στα κανάλια του Πάρκου και οι επισκέπτες της Βιβλιοθήκης καταφθάνουν ήδη, ένας ένας.
Η Βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Κέντρου του Φαλήρου (δηλαδή η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας) έχει δυο εκατομμύρια τόμους, σύνδεση με όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου και μολονότι τα ηλεκτρονικά της αρχεία εμπλουτίζονται διαρκώς, παραμένει πάντα ο ναός για τους λάτρεις των χάρτινων βιβλίων. (Είμαστε στη δεκαετία του ’30: οι άνθρωποι πετάνε με ενθουσιασμό τα βιβλία τους στους κάδους της durecom, αλλιώς durcel recycling company, θυγατρικής της αναδυόμενης πολυεθνικής Durcel). Στα ράφια της και στα μόνιτορ άντρες και γυναίκες, κυρίως μεσήλικες, αναζητούν ό,τι έχουν γεννήσει στη διάρκεια της ανθρωπότητας οι περιπέτειες του μυαλού, ανάμεσά τους και τις άπειρες παραλλαγές της ιστορίας του Ορέστη και της Χλόης. (Μια από αυτές, κατά πολλούς το Πρώτο Μυθιστόρημα, αντί για Χλόη έχει μια σειρά ανεμόμυλους). Τέλος κάτω από τη λαμπερή, σαν γιγάντιο χαρταετό στέγη, που συλλέγει ηλιακή ενέργεια ενός μεγαβάτ, διακρίνεται το πανοραμικό αναγνωστήριο και, αυτή την ώρα, μέσα του μια νεαρή κυρία, δηλαδή ασυνήθιστη ηλικιακά αναγνώστρια. Είναι γύρω στα εικοσιπέντε με τριάντα, άρα υπολογίζοντας τα χρόνια μικρή για να είναι η Αλίκη. Στην πραγματικότητα δουλεύει για την Αλίκη, ως σύμβουλος design του ρεστωράν, ενώ εκπροσωπεί και μια εταιρία ειδών υγιεινής. Τη λένε Ροντίνια και σπούδασε γεωλόγος.
Κάθεται λοιπόν τώρα στο αναγνωστήριο με μια στοίβα περιοδικά – στο πρώτο η εντυπωσιακή φωτογραφία ενός κατακόκκινου νιπτήρα – κι ετοιμάζεται για μελέτη. Η δουλειά επείγει στο Alice’s foodland, ωστόσο πριν αφοσιωθεί η Ροντίνια υψώνει λίγο το κεφάλι (λεπτό πρόσωπο, μαλλιά Κλεοπάτρα) στην πανοραμική θέα: δυτικά το Αιγάλεω και στο βορρά του η Πάρνηθα, και τα δύο στο ίδιο φως, όμως στους πρόποδες του πρώτου έχει από ώρα ξυπνήσει ο μόχθος των συνοικιών, ενώ στα δάση της δεύτερης λύνουν τα αντίσκηνα και σχεδιάζουν τον περίπατο της ημέρας οι φυσιολάτρες. Προς την ανατολή ο Υμηττός, χτισμένος όλος στην περιφέρεια και χαραγμένος παντού με δρόμους (μα με πλήθος πουλάκια και βότανα, χάρις στη σχετική αυστηρή νομοθεσία) συνδέει, ως πέρασμα ή προορισμός, την πόλη, τα μεσόγεια και την παραλία. Μπροστά του ο κώνος του Λυκαβηττού κι ακόμα πιο κοντά η Ακρόπολη, που η γεωλόγος Ροντίνια αντιλαμβάνεται ιδιόρρυθμα, γιατί καθώς στο οπτικό της πεδίο είναι (αχνό, στα βορειοδυτικά) και το τέταρτο βουνό, η Πεντέλη – οπότε νοερά και τα λατομεία τουmarmogrecofino με τη ροή των ανθρώπων που τα ενώνει με τον Παρθενώνα –, βλέπει τον αναστυλωμένο χρυσίζοντα ναό κυρίως ως τον πολυχαϊδεμένο πόλο αυτού του ζεύγους Μάνα-Παιδί. Έπειτα στρέφεται προς το νότο, όπου το Πάρκο κατηφορίζει προς τη θάλασσα: ο όρμος αστράφτει στο πρωινό και από το αναγνωστήριο φαίνεται καθαρά, έξω από τους φάρους της μαρίνας, η πλωτή εξέδρα της γιορτής.
Το Delta International είναι η φετινή διοργάνωση ενός διεθνούς φεστιβάλ που γίνεται κάθε δυο χρόνια σε διαφορετική πόλη. Στα 203.. οι κάθε είδους γιορτές έχουν πληθύνει πολύ, όχι μονάχα γιατί είναι εμπορικές συνευρέσεις μα και γιατί, στον κόσμο της αβέβαιης ταυτότητας και των εφήμερων ρόλων, προσφέρουν με αρκετή επιτυχία, συμβολικά μα και πραγματικά, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν σκοπό, νόημα ή στόχο. Το φεστιβάλ περιλαμβάνει μουσική, εικαστικά (συνδυάζεται με τη Μπιενάλε της Αθήνας) και αθλητικούς αγώνες, ενώ κορύφωσή του θα είναι η υποδοχή, στη Μαρίνα Φλοίσβου, του Σίμου Στεφανίδη, του ιστιοπλόου που διαπλέει τώρα το Αιγαίο με την ιστιοσανίδα του. Θα ακολουθήσει δείπνο στο Alice’s foodland και συναυλία στην πλωτή εξέδρα, με φωταγωγημένα τα πλοία και πυροτεχνήματα πάνω από τη θάλασσα. Προς το παρόν η εξέδρα (της οποίας την εγκατάσταση οι τακτικοί θαμώνες της Βιβλιοθήκης παρακολούθησαν σταδιακά πριν ένα μήνα) είναι ήσυχη, άδεια σχεδόν κάτω από τον ήλιο. Αν η Ροντίνια – που τώρα στρέφεται επιτέλους προς τον κόκκινο νιπτήρα της – κοίταζε με κιάλια θα έβλεπε στη βάση της το λογότυπο της γιορτής, την κεφαλή του αργοναύτη Φάληρου, και αν ζουμάριζε κι άλλο θα διέκρινε, λίγο πάνω από το νερό, τη φίρμα της εταιρίας που είναι επίσης υπεύθυνη (για την ακρίβεια μία από τις υπεύθυνες) και για την εξόρυξη υδρογονανθράκων του Αιγαίου. (Το πιο σημαντικό πάντως για την ιστορία μας είναι ότι το ειδικό πλοίο Αλέξανδρος, της εξόρυξης του Αιγαίου, έχει στο πλάι του, σαν μωράκι κολλητά στη μαμά, μια πλωτή εξέδρα παρόμοια με της γιορτής).
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
(Όπερα)
Εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου του 203.. τα τραγούδια όσων κατηφόριζαν την παραλιακή προς το Δέλτα ήταν απρόσμενα μαγευτικά κι αυτό, μαζί με τα light art εικαστικά της Μπιενάλε που άπλωναν τη χρωματιστή τους πάχνη σε φυλλωσιές και πλακόστρωτο, έκανε τον Ορέστη, τον δεκαοχτάχρονο και νεότερο στην ιεραρχία μάγειρα του ρεστωράν Alice’s foodland, να ποδηλατεί δίπλα στο χλοοτάπητα του τραμ (Πάρκο Φλοίσβου – Τροκαντερό – Δέλτα) με αυξημένη ελπίδα και πόθο. Στην πραγματικότητα με το μικρό του ταξίδι εγκαινίαζε μια σειρά γεγονότων που θα συμπύκνωναν ζωές σκορπισμένες χρόνια σ’ ένα θερμό, γεμάτο ενέργεια πυρήνα, μα φυσικά το αγνοούσε. Σκεφτόταν μόνο τη μεγάλη ευκαιρία, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα με την Αλίκη κι έτυχε να κλείσει για απόψε το ρεστωράν. Όχι ότι δεν αγαπούσε τη δουλειά του, κάθε άλλο – άλλωστε αυτό σπούδασε στο Επαγγελματικό Λύκειο, μάγειρας, ενώ επιπλέον συμφωνούσε αρκετά και με τις διατροφικές επιλογές της Αλίκης. (Είμαστε στην εποχή του codex alimentarius, οι ιδέες για τη διατροφή είναι σημαντικές). Και την ίδια την Αλίκη αγαπούσε, αν και ήταν πολύ νέος για να εκτιμήσει το μέγεθος της τύχης να την έχει αφεντικό. Τη θαύμαζε πάντως ανυπόκριτα κι απολάμβανε με αγαλλίαση νηπίου το ζεστό γάλα με μέλι που του ετοίμαζε συχνά η ίδια, αργά τη νύχτα στην ήρεμη πια κουζίνα.
Καθώς ποδηλατεί προς τη δύση με το ηλεκτρονικό του Kyros, αριστερά από τις ράγες του τραμ (που παραβιάζονται διαρκώς απ’ το πολύχρωμο πλήθος) και δεξιά από τη θάλασσα (όπου χρυσίζει αντανακλώντας τον ήλιο η πλωτή εξέδρα της Γιορτής, του Delta International), ας τον δούμε καλύτερα: το λεπτό σώμα του συναρθρώνεται με το ελαφρύ όχημα σε ενιαίο, αρμονικό οργανισμό και μόνο το γωνιώδες πρόσωπο συσπάται ακανόνιστα κάποιες στιγμές. Φοράει ποδηλατικό παντελόνι και αθλητικές μπότες, ενώ το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό του είναι βέβαια τα μακριά μαλλιά, που καλύπτουν με πλούσιους βοστρύχους την πλάτη, καθώς τα συγκρατεί προς τα πίσω ένα μικρό πορτοκαλί κράνος με αεραγωγούς, επιτομή αυτού του υβριδίου ποδηλάτη και ιππέα: είναι κατάλληλο τόσο για το Kyros (το ποδήλατο) όσο και για τον Φοίβο, το άλογό του.
Γιατί ο Ορέστης εκτός από μάγειρας είναι και Κένταυρος: ανήκει σ’ αυτή την συμπαθή αδερφότητα νέων που με βάσεις τους οργανωμένους ομίλους ιππεύουν (όχι σε αγώνες), μιλάνε συνεχώς με λατρεία για άλογα, είναι κατά κανόνα ειρηνικοί και σχεδιάζουν συστηματικά περιπάτους στη (διαμορφωμένη) φύση. Ο Φοίβος, ένας καστανόξανθος πρίγκιπας της Ανδραβίδας, είναι το άλογο του Ορέστη – όχι δικό του βέβαια, του ομίλου, μα κάθε σοβαρός Κένταυρος έχει στενή σχέση με ένα άλογο. Εκτός από αυτόν βρίσκει αξιαγάπητη και τη Μάργκο, την αγγλοαραβική φοράδα του Ολλανδού που νοικιάζει στο Δέλτα άλογα για βόλτα στην παραλιακή – και μάλιστα αυτήν ακριβώς σκέφτεται τώρα, μα η ώρα είναι ακατάλληλη. Το πρωί όμως; (Θα μείνει άραγε ως το πρωί;)
Μόλις έφτασε στο Φαληρικό Όρμο. Κόβει ταχύτητα, βγάζει το κράνος (τα ωραία μαλλιά απλώνονται) και υψώνει μηχανικά το βλέμμα προς το επιβλητικό (και γεμάτο λόγω Delta International) ξενοδοχείο – σήμα κατατεθέν. Ύστερα κινείται ζωηρά προς το Πολιτιστικό Πάρκο, στον απαλό λόφο του οποίου ξεχωρίζουν φωτισμένες η Βιβλιοθήκη και η Όπερα. Γκαζόν, γρανίτες και ποπ κορν μοσχομυρίζουν, η νύχτα, η μοναδική δική του νύχτα έρχεται κι ο μάγειρας και Κένταυρος Ορέστης συγκεντρώνεται στο ένα και μοναδικό θέμα πάνω στη γη:Χλόη.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Τα λεντάκια στα παπούτσια των παιδιών που παίζουν στην Αγορά της Όπερας στρέφουν για λίγο τον Ορέστη σε μνήμες παιδικές, μα συγκεντρώνεται πάλι – ό,τι είναι να γίνει θα γίνει απόψε: το σχολείο τέλειωσε και η Χλόη θα φύγει, με το πλοίο της, μακριά.
Είχε προσπαθήσει εννοείται να εντοπίσει αυτό το πλοίο: μια μέρα την παρακολούθησε ως τη μαρίνα μα αιφνιδιάστηκε, καθώς εκείνη πήδηξε σβέλτα (αφού δίπλωσε το σπαστό της ποδήλατο) σ’ ένα μικρό ταχύπλοο και εξαφανίστηκε προς την έξοδο της μαρίνας, εκεί όπου μονάχα ένα δάσος από ξάρτια φαινόταν. Την επομένη πήγε, σε ώρα μαθήματος, να μελετήσει μόνος του το μικρό σκάφος: ήταν ένα χαριτωμένο υβριδικό με το όνομα Νιλουφάρ κι έναν αριθμό πολυψήφιο, όμως τα αρχεία των σκαφών δεν ήταν ανοιχτά στο διαδίκτυο. Τέλος η ιδέα να ζητήσει από τον Φιλ μια έρευνα στα νερά της μαρίνας (όπου κολύμπι και καταδύσεις βεβαίως απαγορεύονταν), πέρα από ριψοκίνδυνη, αποφάσισε ότι δεν άξιζε: ό,τι μπορούσε να κάνει θα γινόταν μόνο στη στεριά. Για την ακρίβεια εδώ, στο open air φεστιβάλ που είχαν οργανώσει οι μικρές τραγουδίστριες, μαθήτριες ακόμα στα ωδεία – και πού τώρα αρχίζει.
Το πρώτο κορίτσι, μια σοπράνο με άσπρο φόρεμα, είναι ήδη πάνω στην εξέδρα και η άρια της Traviata ηλεκτρίζει τη νύχτα. Καθώς το φεστιβάλ προχωράει οι καλλίφωνοι διαβάτες που νωρίτερα κατηφόριζαν την παραλιακή μα κι άλλοι θαμώνες του Πάρκου σχηματίζουν ένα ζωηρό, συνεπαρμένο πλήθος που συνοδεύει τις άριες, χειροκροτεί και δονεί τον αέρα με ιαχές brava – brava. Ανάμεσά τους ο Ορέστης, που όμως βρίσκεται στο δικό του ρυθμό και σε ετοιμότητα – και να τώρα η Χλόη με κόκκινο λουλούδι στα μαλλιά, μακρύ μαύρο φόρεμα και διάφανες ψηλοτάκουνες γόβες. Καθώς οι νότες αναβλύζουν αδρές από το στήθος της κάποιος μουρμουρίζει αυτή είναι μέτζο μα ο Ορέστης, που σε άλλη περίπτωση θα το σημείωνε, αδιαφορεί κι απλώς μετράει αντίστροφα με την καρδιά του. Λίγες στιγμές μετά, πίσω από την εξέδρα, τον ενθαρρύνει η βαθιά του ελπίδα, γιατί αυτή τη φορά έχει το αληθινό του πρόσωπο: δεν είναι ο ιππέας, ο περήφανος κατακτητής, είναι απλώς ο ικέτης:
«Χλόη;»
Η Χλόη είχε ανασηκώσει το φόρεμα και άλλαζε τα ψηλοτάκουνα με μπαλαρίνες. «Ρεξ!»
Το σχολικό χαϊδευτικό τον μπέρδεψε, μα συνέχισε σταθερά:
«Χλόη, μίλησες!»
«Ευχαριστώ. Είσαι με άλογο;»
«Όχι… με ποδήλατο». (Τον κορόιδευε;) «Χλόη, σε παρακαλώ, έχεις λίγο χρόνο;»
Λοιπόν, είχε. Κι όχι μόνο, μα ήταν άνετη και φιλική, ολόκληρη ένα οργανικό στοιχείο της χαρούμενης, οικείας καλοκαιρινής βραδιάς. Κατηφόρισε μαζί του από το λόφο του Πάρκου προς την παραλία και του έκανε ερωτήσεις. Ναι, της απάντησε πασχίζοντας να μη λέει πολλά, φέτος γράφτηκε στους Κενταύρους, όχι, δεν κόστιζαν πολύ, όχι, δεν πήγαινε συχνά γιατί δούλευε.
«Ξέρω», είπε η Χλόη με μια ιδέα θαυμασμού. «Στο Alice’s foodland».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η Χλόη δεν ήξερε πως είναι να ζεις στο χωριό. Φαντάστηκε ότι η Σοφία Μαύρου*, αυτό το παράξενο κορίτσι με τα μαλλιά σφιχτά πιασμένα πίσω, τα μεγάλα μάτια και τα μάλλον ατημέλητα ρούχα προερχόταν από έναν διαφορετικό κόσμο, αλλά δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στο «χωριό». Οπωσδήποτε με τα ιπποφορβεία και τα πρότυπά της αγροκτήματα ανήκε στους προνομιούχους του χωριού, ενώ η Χλόη μάλλον στους μη προνομιούχους της πόλης, ούτε κι αυτό όμως ήταν βέβαιη πως έκανε τη διαφορά. Όπως και να ’ναι ήταν, έστω για λίγο, η μόνη συνομήλικη συντροφιά της εν πλω. Και την είχε ήδη ξεχάσει τον καιρό που εκπλήρωσε το μεγάλο της όνειρο, γράφτηκε δηλαδή στη σχολή της Όπερας.
Η σχολή της Όπερας στο 203.. έσφυζε από νιάτα, που συχνά, βγαίνοντας από την αίθουσα του μαθήματος στην πολυσύχναστη Αγορά, όπου η στέγη της Εθνικής Βιβλιοθήκης με τα φωτοβολταϊκά έλαμπε στον ήλιο σαν γιγάντιος χαρταετός, έστηναν αυτοσχέδιες παραστάσεις θεσμοθετώντας έτσι αυθόρμητα τα φεστιβάλ που σύντομα θα γίνονταν πια υπό την αιγίδα επιχειρήσεων. Η Χλόη τα βρήκε στην εμπορική αυτή ακμή τους (ή παρακμή τους) και η συμμετοχή σε αυτά ήταν κομμάτι της φιλοδοξίας της, όπως και κάθε νεαρής σοπράνο ή τενόρου (ή, στην περίπτωσή μας, για να θυμηθούμε το σχόλιο του τυχαίου θεατή, μέτζο). Χτες αργά το απόγευμα αποβιβάστηκε στη μαρίνα με το μαύρο της φόρεμα, τις μπαλαρίνες και στα χέρια το δώρο του Βασίλι Μίσκιν για την περίσταση: ένα ζευγάρι χειροποίητα μαύρα λουστρίνια με κόκκινους φιόγκους πίσω. (Που ο Μπίλι είχε διαλέξει ως γνώστης: το δώρο του ήταν το ακριβώς αντίθετο των προϊόντων του εργοστασίου του εκτυπωτών). Περπάτησε περήφανα μέχρι την όπερα και στάθηκε στην Αγορά να πάρει βαθιά ανάσα, την ώρα που ο ουρανός στην Καστέλα κοκκίνιζε (και ο Ορέστης φορούσε το μικρό πορτοκαλί κράνος του και ξεκινούσε από το Πάρκο Φλοίσβου με το ποδήλατό του): απόψε θα έλαμπε. Ήταν μια κρίσιμη, μεγάλη καλοκαιρινή νύχτα, η αρχή μιας καινούργιας ζωής. Και θα γινόταν ακόμα πιο αξέχαστη με το σχέδιο της Ντόμι με τη στάχτη – να μην ξεχάσει να την περιμένει το πρωί! Θα γιόρταζαν το τέλος του σχολείου με ένα πάρτι- κηδεία! Νέες ζωές, μεγαλειώδεις τελετουργίες.
(Και μια ακόμα, μεγαλειώδης όσο και αναπάντεχη, τελετουργία: εκείνη κι ο Ορέστης στο σπιτάκι του Ολλανδού).
*Η Σοφία Μαύρου θα γίνει σημαντική ηρωίδα στην (υπό αναθεώρηση) “Μέρα της Μελάνης”


February 14, 2014
Θρήνος και Νοσταλγία (Από το «The doll and the horse»)
…Και με αυτή τη μέτρια ικανοποίηση αποφάσισε να επιστρέψει στο βασίλειό της στο βουνό, μα αυτή τη φορά για να ζήσει μόνη, αφού οι Αρχικοί της, ζώντας πια μέσα στο αίμα των ανθρώπων, είχαν για πάντα χαθεί γι αυτήν.
Τότε όμως είχε την ξαφνική επιθυμία να ερευνήσει κάποιες πιο ιδιωτικές ανθρώπινες στιγμές.
«Γιατί να μη ρίξω μια ματιά μέσα στα σπίτια, πριν φύγω; Κανείς δεν θα δώσει σημασία».
Κι έριξε μια ματιά, και δύο και τρεις. Κι έριξε πολλές ματιές, γιατί εκεί, μέσα στα σπίτια, βρισκόταν όλο το θαύμα. Είδε πολλή Σκιά βεβαίως, πολύ πόνο και φόβο και σκληρότητα, όμως αυτό ήταν το αναμενόμενο. Το μη αναμενόμενο, και το πιο καταπληκτικό, ήταν εκείνη η μαγική σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα, η εντελώς ελεύθερα επιλεγμένη, που είχε ήδη προσέξει στις αναφορές από το προηγούμενο ταξίδι: εκείνη η σύνδεση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που νοιάζονταν το ένα για το άλλο και περνούσαν μαζί όλα τα ωραία, μα και υπέφεραν μαζί όλες τις σκληρές τους στιγμές . Η εξαιρετική αυτή ικανότητα φαίνεται πως είχε στο μεταξύ απρόσμενα αναπτυχθεί και εξαπλωθεί σε μεγάλο αριθμό σπιτιών. Η γυναίκα άνοιξε με χαρά το κόκκινό της φόρεμα για να νιώσει στην αγκαλιά της όλο εκείνο το ευλογημένο αίμα της αγάπης που έτρεχε στις φλέβες αυτών που αγαπιούνταν.
Μα η χαρά της δεν θα κρατούσε πολύ. Μετά από λίγο ανακάλυψε ότι αυτό το πιο πολύτιμο από όλα τα συναισθήματα, η αγάπη, ήταν επίσης η αιτία για τον μεγαλύτερο από όλους τους πόνους. Καμιά παρηγοριά δεν μπορούσε να μαλακώσει την αγωνία, να ελαττώσει το πένθος και να ελαφρώσει τη θλίψη του ανθρώπου που έχασε τον αγαπημένο του. Η κόκκινη γυναίκα δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσε να υπάρχει τέτοιος πόνος. Και απελπίστηκε, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς συγχρόνως να μικρύνει την ίδια την ικανότητα για αγάπη, πράγμα που δεν σκεφτόταν καν.
Περιπλανήθηκε πολύ προσπαθώντας να βρει μια θεραπεία, ένα αντίδοτο γι” αυτή την αρρώστια, την αρρώστια της πιο βαθιάς λύπης. Καθώς περιπλανιόταν συνάντησε μια φορά ένα από εκείνα τα ιδιόρρυθμα ανθρώπινα πλάσματα, τους Ποιητές. Κοιτάζοντάς την με ενδιαφέρον, ο Ποιητής τη ρώτησε γιατί ταξίδευε μόνη.
«Οι αγαπημένοι μου είναι τώρα πια μέσα στις φλέβες των ανθρώπων», απάντησε εκείνη, πράγμα που έκανε τον Ποιητή να αναφωνήσει χαρούμενος:
«Θεέ μου, τι μεταφορά!»
Βρίσκοντάς τον έτσι πολύ παράξενο δεν του είπε τίποτα για το πρόβλημά της. Ωστόσο η συνάντησή τους της έδωσε μια ιδέα: να ακούσει με προσοχή τους ανθρώπινους μύθους, όλες εκείνες τις ιστορίες που είχαν πλάσει οι υπηρετούντες αυτή τη μυστηριώδη οντότητα, την Ποίηση. Και σε αυτές τελικά πράγματι βρήκε κάτι χρήσιμο: πρόσεξε ένα είδος ανακούφισης που είχαν εφεύρει οι λεγόμενες μάγισσες, σύμφωνα με το οποίο όταν μια δύσκολη κατάσταση δεν μπορούσε να ανατραπεί, υπήρχε η δυνατότητα να μαλακώσει με την προσθήκη μιας ειδικής παραμέτρου που θα την έκανε πιο ελαστική και υποφερτή.
Έκανε λοιπόν επίκληση όλης της δύναμης και όλης της φαντασίας της για να εφεύρει έναν τέτοιο καταλύτη, και μια νύχτα, μια πολύ ήρεμη νύχτα κοντά στο ηλιοστάσιο, ευλόγησε το ανθρώπινο είδος με ένα πολύ ιδιαίτερο δώρο – για την ακρίβεια δύο δώρα – που από τότε συνυπάρχουν με την ανθρωπότητα διαρκώς: τους έδωσε τον Θρήνο και τη Νοσταλγία.
Έτσι κάθε φορά που ένας άνθρωπος πενθούσε για το χαμό αγαπημένου του μπορούσε να θ ρ η ν ή σ ε ι, που σημαίνει να εκφράσει δυνατά τον πόνο του και να κλάψει γοερά, ώστε να τον ακούσουν και να τον συνοδέψουν στο θρήνο και άλλοι, που θα θρηνούν επίσης για το χαμό είτε του ίδιου είτε και κάποιου άλλου αγαπημένου. Αυτή η δυνατότητά μας, να εκφράζουμε και να μοιραζόμαστε το βαθύ πόνο από τον οποίο κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να ξεφύγει, αποδείχτηκε η μόνη ανακούφιση και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και το άνοιγμα για ένα μελλοντικό άγγιγμα της αγάπης.
H Νοσταλγία από την άλλη εκπροσωπούσε ένα διαφορετικό είδος έκφρασης, πολύ πιο σιωπηλό, κι επίσης πιο πνευματικό και δημιουργικό. Αφορούσε το συναίσθημα που γεννιέται φυσιολογικά από μια βίαιη αναχώρηση ή εξορία, από αυτή την χωρίς τέλος δυστυχία που στην πραγματικότητα είναι παρόμοια με το χωρισμό από τους αγαπημένους, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις τον περιλαμβάνει. Σ” αυτή την περίπτωση οι χωρισμένοι νοσταλγούν, που σημαίνει ότι θυμούνται κι αποζητούν ο,τι άφησαν πίσω, αλλά και μοιράζονται το συναίσθημα με άλλους που είναι στην ίδια μοίρα, πράγμα που το κάνει πιο μαλακό και σε κάποιες περιπτώσεις επίσης πολύ δημιουργικό. Από τότε η Νοσταλγία έχει επισκεφθεί μέσα στους αιώνες όχι μόνο μυριάδες ξεριζωμένους αλλά και μυριάδες εγκαταλειμμένους, και στην πραγματικότητα κάθε ανθρώπινο πλάσμα, αφού το συναίσθημα αυτό δεν προκαλείται μόνο από το χωρισμό στο χώρο μα και από τον χωρισμό στον χ ρ ό ν ο, καταδικάζοντάς μας στην ουσία όλους σε μια εξορία.
Κι έτσι ο Θρήνος και η Νοσταλγία κατάφεραν ως ένα σημείο να ενώσουν τους ανθρώπους, με την εξωτερίκευση και το μοίρασμα της λύπης.
«Ήταν το καλύτερο που μπορούσα, αυτή η επιχείρηση Θήτα-Νι «, σκέφτηκε η γυναίκα εξαντλημένη -και με διάθεση χιούμορ.
Και με ένα τσίμπημα νοσταλγίας τόσο για το βουνό της όσο και για τον κόσμο των ανθρώπων, πήρε επιτέλους το δρόμο για το σπίτι.
http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


Θρήνος και Νοσταλγία (Από το “The doll and the horse”)
…Και με αυτή τη μέτρια ικανοποίηση αποφάσισε να επιστρέψει στο βασίλειό της στο βουνό, μα αυτή τη φορά για να ζήσει μόνη, αφού οι Αρχικοί της, ζώντας πια μέσα στο αίμα των ανθρώπων, είχαν για πάντα χαθεί γι αυτήν.
Τότε όμως είχε την ξαφνική επιθυμία να ερευνήσει κάποιες πιο ιδιωτικές ανθρώπινες στιγμές.
“Γιατί να μη ρίξω μια ματιά μέσα στα σπίτια, πριν φύγω; Κανείς δεν θα δώσει σημασία”.
Κι έριξε μια ματιά, και δύο και τρεις. Κι έριξε πολλές ματιές, γιατί εκεί, μέσα στα σπίτια, βρισκόταν όλο το θαύμα. Είδε πολλή Σκιά βεβαίως, πολύ πόνο και φόβο και σκληρότητα, όμως αυτό ήταν το αναμενόμενο. Το μη αναμενόμενο, και το πιο καταπληκτικό, ήταν εκείνη η μαγική σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα, η εντελώς ελεύθερα επιλεγμένη, που είχε ήδη προσέξει στις αναφορές από το προηγούμενο ταξίδι: εκείνη η σύνδεση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που νοιάζονταν το ένα για το άλλο και περνούσαν μαζί όλα τα ωραία, μα και υπέφεραν μαζί όλες τις σκληρές τους στιγμές . Η εξαιρετική αυτή ικανότητα φαίνεται πως είχε στο μεταξύ απρόσμενα αναπτυχθεί και εξαπλωθεί σε μεγάλο αριθμό σπιτιών. Η γυναίκα άνοιξε με χαρά το κόκκινό της φόρεμα για να νιώσει στην αγκαλιά της όλο εκείνο το ευλογημένο αίμα της αγάπης που έτρεχε στις φλέβες αυτών που αγαπιούνταν.
Μα η χαρά της δεν θα κρατούσε πολύ. Μετά από λίγο ανακάλυψε ότι αυτό το πιο πολύτιμο από όλα τα συναισθήματα, η αγάπη, ήταν επίσης η αιτία για τον μεγαλύτερο από όλους τους πόνους. Καμιά παρηγοριά δεν μπορούσε να μαλακώσει την αγωνία, να ελαττώσει το πένθος και να ελαφρώσει τη θλίψη του ανθρώπου που έχασε τον αγαπημένο του. Η κόκκινη γυναίκα δεν είχε φανταστεί ποτέ πως μπορούσε να υπάρχει τέτοιος πόνος. Και απελπίστηκε, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς συγχρόνως να μικρύνει την ίδια την ικανότητα για αγάπη, πράγμα που δεν σκεφτόταν καν.
Περιπλανήθηκε πολύ προσπαθώντας να βρει μια θεραπεία, ένα αντίδοτο γι’ αυτή την αρρώστια, την αρρώστια της πιο βαθιάς λύπης. Καθώς περιπλανιόταν συνάντησε μια φορά ένα από εκείνα τα ιδιόρρυθμα ανθρώπινα πλάσματα, τους Ποιητές. Κοιτάζοντάς την με ενδιαφέρον, ο Ποιητής τη ρώτησε γιατί ταξίδευε μόνη.
“Οι αγαπημένοι μου είναι τώρα πια μέσα στις φλέβες των ανθρώπων”, απάντησε εκείνη, πράγμα που έκανε τον Ποιητή να αναφωνήσει χαρούμενος:
“Θεέ μου, τι μεταφορά!”
Βρίσκοντάς τον έτσι πολύ παράξενο δεν του είπε τίποτα για το πρόβλημά της. Ωστόσο η συνάντησή τους της έδωσε μια ιδέα: να ακούσει με προσοχή τους ανθρώπινους μύθους, όλες εκείνες τις ιστορίες που είχαν πλάσει οι υπηρετούντες αυτή τη μυστηριώδη οντότητα, την Ποίηση. Και σε αυτές τελικά πράγματι βρήκε κάτι χρήσιμο: πρόσεξε ένα είδος ανακούφισης που είχαν εφεύρει οι λεγόμενες μάγισσες, σύμφωνα με το οποίο όταν μια δύσκολη κατάσταση δεν μπορούσε να ανατραπεί, υπήρχε η δυνατότητα να μαλακώσει με την προσθήκη μιας ειδικής παραμέτρου που θα την έκανε πιο ελαστική και υποφερτή.
Έκανε λοιπόν επίκληση όλης της δύναμης και όλης της φαντασίας της για να εφεύρει έναν τέτοιο καταλύτη, και μια νύχτα, μια πολύ ήρεμη νύχτα κοντά στο ηλιοστάσιο, ευλόγησε το ανθρώπινο είδος με ένα πολύ ιδιαίτερο δώρο – για την ακρίβεια δύο δώρα – που από τότε συνυπάρχουν με την ανθρωπότητα διαρκώς: τους έδωσε τον Θρήνο και τη Νοσταλγία.
Έτσι κάθε φορά που ένας άνθρωπος πενθούσε για το χαμό αγαπημένου του μπορούσε να θ ρ η ν ή σ ε ι, που σημαίνει να εκφράσει δυνατά τον πόνο του και να κλάψει γοερά, ώστε να τον ακούσουν και να τον συνοδέψουν στο θρήνο και άλλοι, που θα θρηνούν επίσης για το χαμό είτε του ίδιου είτε και κάποιου άλλου αγαπημένου. Αυτή η δυνατότητά μας, να εκφράζουμε και να μοιραζόμαστε το βαθύ πόνο από τον οποίο κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να ξεφύγει, αποδείχτηκε η μόνη ανακούφιση και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και το άνοιγμα για ένα μελλοντικό άγγιγμα της αγάπης.
H Νοσταλγία από την άλλη εκπροσωπούσε ένα διαφορετικό είδος έκφρασης, πολύ πιο σιωπηλό, κι επίσης πιο πνευματικό και δημιουργικό. Αφορούσε το συναίσθημα που γεννιέται φυσιολογικά από μια βίαιη αναχώρηση ή εξορία, από αυτή την χωρίς τέλος δυστυχία που στην πραγματικότητα είναι παρόμοια με το χωρισμό από τους αγαπημένους, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις τον περιλαμβάνει. Σ’ αυτή την περίπτωση οι χωρισμένοι νοσταλγούν, που σημαίνει ότι θυμούνται κι αποζητούν ο,τι άφησαν πίσω, αλλά και μοιράζονται το συναίσθημα με άλλους που είναι στην ίδια μοίρα, πράγμα που το κάνει πιο μαλακό και σε κάποιες περιπτώσεις επίσης πολύ δημιουργικό. Από τότε η Νοσταλγία έχει επισκεφθεί μέσα στους αιώνες όχι μόνο μυριάδες ξεριζωμένους αλλά και μυριάδες εγκαταλειμμένους, και στην πραγματικότητα κάθε ανθρώπινο πλάσμα, αφού το συναίσθημα αυτό δεν προκαλείται μόνο από το χωρισμό στο χώρο μα και από τον χωρισμό στον χ ρ ό ν ο, καταδικάζοντάς μας στην ουσία όλους σε μια εξορία.
Κι έτσι ο Θρήνος και η Νοσταλγία κατάφεραν ως ένα σημείο να ενώσουν τους ανθρώπους, με την εξωτερίκευση και το μοίρασμα της λύπης.
“Ήταν το καλύτερο που μπορούσα, αυτή η επιχείρηση Θήτα-Νι “, σκέφτηκε η γυναίκα εξαντλημένη -και με διάθεση χιούμορ.
Και με ένα τσίμπημα νοσταλγίας τόσο για το βουνό της όσο και για τον κόσμο των ανθρώπων, πήρε επιτέλους το δρόμο για το σπίτι.
http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


January 15, 2014
Young (From «The doll and the horse»)
She knew that the students’ supposed impatience to leave class was but a very superficial description of their temperament. Sometimes they were not at all impatient to leave. This was not only because they might not have any interesting place to go to, not even a convenient home out there. It was much more than that: youth has not the same sense of time as adults. Young, with those boundless, everlasting, extremely dangerous moments of theirs – the riding of motors, the consuming of drugs, the hard fighting – are entrapped in a special form of eternity. Young are immortal. Therefore, though sometimes clock minutes are everything to them, some others mean nothing.
Young (From “The doll and the horse”)
She knew that the students’ supposed impatience to leave class was but a very superficial description of their temperament. Sometimes they were not at all impatient to leave. This was not only because they might not have any interesting place to go to, not even a convenient home out there. It was much more than that: youth has not the same sense of time as adults. Young, with those boundless, everlasting, extremely dangerous moments of theirs – the riding of motors, the consuming of drugs, the hard fighting – are entrapped in a special form of eternity. Young are immortal. Therefore, though sometimes clock minutes are everything to them, some others mean nothing.
January 5, 2014
Gods… (From «The doll and the horse»)
The red woman couldn’t make out wether humans experienced Gods by apocalypse – because that was what they often said – or they discovered them or even just invented them. According to humans, Gods created everything – not only every doll and horse but everything with no exception – and could do everything, therefore people adored them, first on slopes and in the forests, afterwards with primitive structures or sculptures aimed at gathering people around and finally in impressive constructions called temples. Some people believed in many gods (and goddesses), while others only in a few or just one. Concerning this, what was kind of amusing to the red woman was a special belief found in many god systems about a Trinity or a Troika, meaning three different aspects of the same God or alternatively three Gods complementary to each other.
“Maybe they know better”, thought the woman, to whom all those seemed hopeful enough. “Maybe they will eventually manage to cope with all this mess. Besides, what do I really know about these creatures, Gods?”
You can purchase the book from Amazon.com:
http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


Gods… (From “The doll and the horse”)
The red woman couldn’t make out if humans experienced Gods by Apocalypse – because that was what they often said – or if they discovered them or even just invented them. According to humans, Gods created everything – not only every doll and horse but everything with no exception – and could do everything, therefore people adored them, first on slopes and in the forests, afterwards with primitive structures or sculptures aimed at gathering people around and finally in impressive constructions called temples. Some people believed in many gods (and goddesses), while others only in a few or even in one. Concerning this, what was kind of amusing to the red woman was a special belief found in many god systems about a Trinity or a Troika, meaning three different aspects of the same God or alternatively three Gods complementary to each other.
“Maybe they know better”, thought the woman, to whom all those seemed hopeful enough. “Maybe they will eventually manage to cope with all this mess. Besides, what do I really know about these creatures, Gods?”
You can purchase the book from Amazon.com:
http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


December 18, 2013
(Sort of) immigrants. (From «The doll and the horse»)
Mimis the Mohican – who had nothing to do with a Mohican – was born and raised up in a mountain village half-hidden in a small gorge not far from Olympus. The sun touched the grey-stone-roofed houses only a few hours a day, during which Mimis liked to go for a ride with his horse. The horse, a forgotten beauty of a half-blood, was rather semi-wild compared to most horses fed and trained by humans: only a saddle and even that not always. Mimis and the horse used to gallop along the path and down the gorge into a narrow valley with a crystal clear river. A few years later Mimis moved to Kypseli to live with an uncle of his. When he returned to his village for holidays, his horse was no more there. Sold, or so he was told.
That rainy evening in the classroom however there was a different Mimis sitting at the desk beside the window. He was thinking primarily of pills and cannabis, a business he was introduced to not by some suspicious immigrants in his Athenian neighborhood but by his own family – his uncle and some other siblings. Moreover that different Mimis, firstly because of his dealing duty and secondly because he consumed himself some of the merchandized stuff, barely listened to the story about the doll, the horse and the woman, of which conceived but only random phrases and a distant, uncertain picture of a horse running down a slope.
The teacher on the other hand knew nothing about Mimis and his horse, since most inhabitants of that adventurous, unexplored city had an actual “double life”: they owed a house in a country village, the village of their origin, in whose society a great part of their lives was still involved. Because of that teachers in Athenian schools usually knew but only half (if not less) about their students’ life. From that point of view native Greek students were about the same as non-native ones: they were also sort of immigrants.
More about the book on Amazon.com:
http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4

