Niovi Lyri's Blog, page 3

December 18, 2013

(Sort of) immigrants. (From “The doll and the horse”)

images (1)


Mimis the Mohican – who had nothing to do with a Mohican – was born and raised up in a mountain village half-hidden in a small gorge not far from Olympus. The sun touched the grey-stone-roofed houses only a few hours a day, during which Mimis liked to go for a ride with his horse. The horse, a forgotten beauty of a half-blood, was rather semi-wild compared to most horses fed and trained by humans: only a saddle and even that not always. Mimis and the horse used to gallop along the path and down the gorge into a narrow valley with a crystal clear river. A few years later Mimis moved to Kypseli to live with an uncle of his. When he returned to his village for holidays, his horse was no more there. Sold, or so he was told.


That rainy evening in the classroom however there was a different Mimis sitting at the desk beside the window. He was thinking primarily of pills and cannabis, a business he was introduced to not by some suspicious immigrants in his Athenian neighborhood but by his own family – his uncle and some other siblings. Moreover that different Mimis, first because of his dealing duty and second because he consumed himself some of the merchandized stuff, barely listened to the story about the doll, the horse and the woman, of which conceived  but only random phrases and a distant, uncertain picture of a horse running down a slope.


The teacher on the other hand knew nothing about Mimis and his horse, since most inhabitants of that adventurous, unexplored city had an actual “double life”: they owed a house in a country village, the village of their origin, in whose society a great part of their lives was still involved. Because of that teachers in Athenian schools usually knew but only half (if not less) about their students’ life. From that point of view native Greek students were about the same as non-native ones:  they were also sort of immigrants. 


More about  the book on Amazon.com:


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4



 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 18, 2013 07:05

December 16, 2013

Μπίλι, η αρχή (Από το “Ζωντανοί στο Νούφαρο”)

images


Εκείνη η νύχτα προς το τέλος της άνοιξης ήταν ξεχωριστή για το μικρό νησί των Δωδεκανήσων. Οι λιγοστοί κάτοικοί του, άλλοι εργαζόμενοι στα φυτώρια, άλλοι στον αρχαιολογικό χώρο και λίγοι ως φύλακες στα κλειστά πια λατομεία του, είχαν αποσυρθεί στους κοιτώνες και μόνο ο φαροφύλακας έμενε ξάγρυπνος να περιμένει. Μόλις έλαβε το μήνυμα ανέβηκε στο θαλαμίσκο του φάρου, έλεγξε το ηλεκτρονικό σύστημα σήμανσης και έπειτα κάθισε κοιτάζοντας από ψηλά τη θάλασσα.


Ήταν η εποχή των προδρόμων ανέμων του Αιγαίου, η εποχή δηλαδή των πρώτων μελτεμιών. Τα πανάρχαια αυτά μεσογειακά πνεύματα, κάπως πιο ήσυχα τώρα τη νύχτα, κοιτούσαν από την ουράνια γωνιά τους κάτω στη θάλασσα με περιέργεια τις δύο συγκλίνουσες ρότες, μοναχικές ανάμεσα στα φωταγωγημένα πλοία και υδροπλάνα που διέσχιζαν τη Μεσόγειο σε προκαθορισμένα δρομολόγια. Της μιας τα φώτα υποδήλωναν ένα στρογγυλό σκάφος σαν προσθαλασσωμένο ιπτάμενο δίσκο, ενώ της άλλης όχι μονάχα ο φωτισμός αλλά και η επίκληση αυτών ακριβώς των πνευμάτων των μελτεμιών τους γεννούσε κάποια σύγχυση: τι έκανε λοιπόν στη μέση του Αιγαίου, ένα μόνο μίλι από το (πάντα ακίνητο) σκάφος εξόρυξης Αλέξανδρος αυτό το ιστιοφόρο παλαιάς τεχνολογίας; Και γιατί και οι δύο αυτές ρότες κατευθύνονταν τέτοια ώρα, στην πιο βαθιά νύχτα, σ’ εκείνο το πολύ ιδιαίτερο, το τόσο αγαπημένο από τις θεότητες μικρό λιμάνι;


Από τον εξώστη του φάρου – για να επιστρέψουμε στη γη – ο φαροφύλακας αντίκρισε το φεγγάρι, που φώτιζε άπλετα ως τον ορίζοντα τη θάλασσα και τους γύρω όγκους στεριάς. Στο εσωτερικό του νησιού, προς το νότο, τα τρυφερά φυλλώματα των φυτωρίων σχημάτιζαν κάστρα και τάφρους από ασήμι και σκιά, ενώ προς το βορρά άσπριζε επιβλητικό με τις πεζούλες του, που το έκαναν να μοιάζει με αμφιθέατρο, το παλιό, ανενεργό πια λατομείο. Μέχρι μόλις πριν λίγα χρόνια από εδώ γινόταν η μεγαλύτερη εξαγωγή ελαφρόπετρας στη γη. Εκατομμύρια μπλουτζίν σε όλο τον πλανήτη ξεβάφτηκαν με τη βοήθειά της και πολύ περισσότερα σωληνάρια οδοντόπαστας περιέλαβαν στο εσωτερικό τους τη λευκαντική της δύναμη για να φωτίσουν αμέτρητα χαμόγελα. Σήμερα ολόκληρο το νησί προστατεύεται ως ειδικό οικοσύστημα, με θερμοκήπια που αναπαράγουν, τόσο για το δικό του έδαφος όσο και για μεταφυτεύσεις, τη μεσογειακή κουμαριά και το πεύκο και ερευνητικά εργαστήρια που μελετούν και προβάλλουν τους πανάρχαιους οικισμούς και τη ζωή τους. Φιλοξενεί τριάντα εργαζόμενους που κατοικούν μόνιμα, αρκετούς επιστήμονες που πηγαινοέρχονται και πολλούς επισκέπτες κάθε μέρα, σχεδόν όλο το χρόνο. (Τα υδροπλάνα κάνουν συχνά δρομολόγια, τόσο από τα ελληνικά νησιά όσο και από την απέναντι τουρκική παραλία).


Όμως εκείνη τη νύχτα το νησί δεν περίμενε υδροπλάνο. Η αλήθεια είναι ότι η παρουσία ιδιωτικών σκαφών στο λιμανάκι του και μάλιστα σε ώρες ήσυχες, αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί – ή και τα μεσημέρια του χειμώνα, όταν οι άνεμοι θερίζουν και τα καταλύματα περιμένουν, με τα βιολογικά τζάκια τους αναμμένα, τους λίγους εκλεκτούς για σπάνιες στιγμές θαλπωρής – δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο στην Κισηρούσα.* (Το επίσημο όνομα του νησιού μετά την ένταξή του στην Ευροβαλκανική συνομοσπονδία): πλοιάρια κάθε είδους κατέφθαναν συχνά και ο φαροφύλακας (και εθιμοτυπικά επί της υποδοχής) είχε πια αναπτύξει αυτή την ιδιόρρυθμη, θερμή μα κάπως επίπλαστη κοινωνικότητα των μοναχικών απέναντι σε πλήθη επισκεπτών που συνήθως παραμένουν ξένοι. Όμως απόψε περίμενε επισκέπτες με πολύ συγκεκριμένο σκοπό.


Κατ’ αρχάς δεν περίμενε ένα αλλά δύο πλοία, για τα οποία το νησί θα γινόταν ο τόπος της ανταλλαγής τους: τα δύο αναμενόμενα ιδιωτικά σκάφη θα άλλαζαν αμοιβαία ιδιοκτήτη, κι  ο ένας από τους δυο, ο ιδιοκτήτης του Δράκου, προτιμούσε να γίνουν όλα πολύ διακριτικά: είχε βαρεθεί πια τις life style ειδήσεις – μια «δημοσιογραφία» που αποδείχτηκε ότι στις προβληματικές εποχές όχι μόνο δεν πεθαίνει αλλά βασιλεύει ως σχετικά ανέξοδη, εύκολη και πάντα ελκυστική για το κοινό. Η ταυτόχρονη άφιξη των δύο ιδιαίτερων σκαφών μέσα στη νύχτα γεννούσε κάποια ανησυχία στο φαροφύλακα, καθότι μπορεί να είμαστε βέβαια στην εποχή των σούπερ GPS και των ρομπότ, αλλά το λιμανάκι ήταν πολύ μικρό και ο επί της υποδοχής δεν ήξερε πόσο να εμπιστευτεί την ικανότητα των πληρωμάτων.


Για την ακρίβεια το πρόβλημά του δεν ήταν τόσο ο Δράκος. Αυτός είχε ξανάρθει και γνώριζε τα νερά της Κισηρούσας. Ήταν μάλλον το άλλο σκάφος: αυτοί οι περιπλανώμενοι μουσικοί από διάφορες χώρες της Μεσογείου δεν του ενέπνεαν και τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ο τρόπος ζωής τους του φαινόταν περίεργος – και τελείως ανάποδος από τον δικό του. (Ο φαροφύλακας της Κισηρούσας ζούσε περίπου ριζωμένος σε ένα νησάκι πέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, πίστευε λοιπόν ότι οι νομάδες αυτοί της θάλασσας έκαναν κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι κι αυτοί ήταν ίσως ριζωμένοι σε ένα κινούμενο νησί). Γνώριζε μόνο ότι έπαιζαν πρωτίστως αφρικάνικη μουσική και λιγότερο ασιατική ή και δυτική, ότι ήταν μια μπάντα περίφημη κυρίως για τα κρουστά της και ότι μέσα στο πλοίο ζούσαν και οι οικογένειες ή οι σύντροφοι κάποιων από τους μουσικούς, πληροφορία ασφαλώς τυλιγμένη και με εκείνο το μανδύα της ανάλαφρης αμαρτίας, για την ενσάρκωση της οποίας οι παράξενοι καλλιτέχνες προσφέρονται σε κάθε εποχή. Όπως και να ’ναι εκείνη τη γλυκιά νύχτα στο τέλος της άνοιξης ο φαροφύλακας παρατηρούσε από τον κυκλικό εξώστη του φάρου με κάποια ένταση, μαζί και περιέργεια, την απαλά κυματιστή φεγγαρόλουστη επιφάνεια. Ώσπου την είδε.


Πρώτα φάνηκαν τα τρία ψηλά της κατάρτια, με τα πανιά ανοιγμένα στον ήμερο άνεμο και με όλο τον υποστηρικτικό εξοπλισμό τους να γυαλίζει στο σεληνόφως, καθώς, σε αντίθεση με τα hi tec ιστιοφόρα του συρμού που τύλιγαν τα πανιά τους μέσα σε οριζόντιους κυλίνδρους με ηλεκτρονικές εντολές, αυτό εδώ ήταν ένα παραδοσιακό ιστιοφόρο φερμένο από τους περασμένους αιώνες. Τρία ψηλόλιγνα όντα με αραχνοΰφαντα μέλη και πτερύγια εμφανίστηκαν στον ορίζοντα προχωρώντας αργά και μεγαλόπρεπα, σε απόλυτη στοίχιση και με τα είδωλά τους στο νερό σαν μαγικά κήτη – χορευτές μέσα στο ανακλώμενο φως. Σε λίγο ο σχηματισμός στράφηκε με πρόσωπο προς το νησάκι και τα τρία κατάρτια έγιναν ένα μόνο ουράνιο πλάσμα που κυλούσε αιωρούμενο πάνω από το νερό, ενώ από κάτω του το ξύλινο σκάφος με τη μαγισσούλα στο ακρόπρωρο έπλεε αθόρυβα προς το λιμάνι. Ο φαροφύλακας ξέχασε για λίγο τις προφυλάξεις κι έμεινε να κοιτάζει το πλοίο των μουσικών που ερχόταν τώρα ευθεία προς το μέρος του, σαν αέρινος πολιορκητικός πύργος. Μια στιγμή μετά ακούστηκε στη σιωπή της νύχτας ο χαιρετισμός του, ένας βαθύς αφρικάνικος τυμπανισμός: η Νιλουφάρ είχε φτάσει στην Κισηρούσα.


Η μικρή βάρκα του ιστιοφόρου – δίδυμο αδερφάκι μιας άλλης μικρής βάρκας που ξέρουμε καλά, αυτής που μετέφερε τη Χλόη σχεδόν κάθε μέρα στη Μαρίνα Αλίμου για να πάει σχολείο – έφερνε τώρα τρεις επιβάτες στην ακτή, στο σημείο όπου δυο από τους επιστήμονες του νησιού, ένας αρχαιολόγος και μια γεωπόνος, είχαν επίσης κατέβει στο μεταξύ από τους κοιτώνες για να κάνουν χρέη λιμενικών αν χρειαζόταν κάτι. Ωστόσο δεν χρειάστηκε, η Νιλουφάρ ήδη είχε ρίξει άγκυρα στα ανοιχτά.


Καλοί φαίνονται, παραδέχτηκε ο φαροφύλακας.


Και πράγματι, οι ταξιδιώτες μουσικοί αποδείχτηκαν επιδέξιοι καπετάνιοι, αφού κατάφεραν εύκολα να βρουν την πιο κατάλληλη θέση στην είσοδο του μικρού λιμανιού, έτσι ώστε, χωρίς να κινδυνεύσουν από τους υφάλους, να αφήσουν όσο χώρο χρειαζόταν για το σκάφος που ερχόταν ήδη να τους συναντήσει, και που αν δεν το γνώριζε ο φαροφύλακας μπορεί να το κοίταζε το ίδιο γοητευμένος: ήταν ένα λαμπερό πλεούμενο με στρογγυλή επίπεδη πλάτη (τουλάχιστον έτσι έμοιαζε από μακριά), στην πραγματικότητα ένα καταμαράν που λειτουργούσε με φωτοβολταϊκά πάνελ τοποθετημένα αντικριστά σαν τα δύο πλευρά ενός διμερούς συμμετρικού όντος. Kαι πράγματι μέσα στη φεγγαρόλουστη νύχτα έμοιαζε με γιγάντιο dickinsonia costata που αναδύθηκε από τα βαθύτερα έγκατα του χρόνου – τουλάχιστον έτσι θα το έβλεπε από τον εξώστη του φάρου η γεωλόγος Ροντίνια, ως γνώστης των ανεξιχνίαστων εκείνων όντων της Εδιακάριας εποχής. Αλλά βέβαια δεν ήταν dickinsonia,  ήταν απλώς ο Δράκος, το ιδιωτικό σκάφος του μαέστρου Βασίλι Μίσκιν.


Ο Βασίλι Μίσκιν (δηλαδή ο Μπίλι των Ζωντανοί στο Νούφαρο) είχε ξανάρθει στην Κισηρούσα. Το μικρό νησί ήταν γνωστό σε καλλιτέχνες αλλά και σε πολιτικούς και σε ανθρώπους του τζετ σετ για την ιδιαιτερότητά του: ένας μικροσκοπικός, αφανής, σχεδόν άγνωστος κόσμος με τρεις τουλάχιστον πλευρές του, την αρχαιολογική, τη γεωλογική και την οικολογική (αν και η τελευταία κανονικά τα περιλαμβάνει όλα, ωστόσο εδώ εννοούμε κυρίως τη χλωρίδα και την πανίδα του) που άνετα θα γέμιζαν η κάθε μία μια εξειδικευμένη βιβλιοθήκη: οικισμοί, νεκροταφεία και εργαστήρια χαλκού 4000 και 5000 ετών, τα θρυλικά λατομεία της ελαφρόπετρας, του οψιανού και του περλίτη και τα περίφημα φυτώριά της συγκροτούσαν μια συμπυκνωμένη  σε μαγικό δαχτυλίδι ιστορία που αν την άπλωνε η ποιητική τέχνη το αποτέλεσμα θα το ζήλευε ολόκληρο το Westeros*. Στο μεταξύ όμως αφήνουμε τις επικές ονειροπολήσεις για κάτι φαινομενικά πολύ λιγότερο επικό, που ωστόσο για τη ζωή αυτού του κοριτσιού που έχει τώρα αποβιβαστεί από τη βάρκα και κοιτάζει με λαχτάρα προς την άλλη βάρκα, αυτήν που έρχεται από τον Δράκο, είναι ακριβώς αυτό, επικό. Γιατί πόσες φορές συμβαίνουν αυτά στη ζωή ενός κοριτσιού; Μπορεί βεβαίως η Χλόη να έχει ταξιδέψει αρκετά με τους Mediterro – την μπάντα του Αφρικανού πατέρα της – και να έχει γνωρίσει ήδη αρκετούς πολύ καλούς μουσικούς, αλλά όταν είσαι δεκαεφτά δεν εκτιμάς ό,τι γνωρίζεις μέσα στην οικογένεια, θέλεις τους θρύλους. Και έναν τέτοιο γνωρίζει η Χλόη δυο λεπτά αργότερα, όταν έχει την απίστευτη χαρά και τιμή να δώσει το χέρι στον ψηλό ξανθό άντρα που αποβιβάζεται από τη δεύτερη βάρκα, τον μαέστρο και συνθέτη Βασίλι Μίσκιν.





* Η περιγραφή αντιστοιχεί στο νησάκι Γυαλί, ανάμεσα στην Κω και τη Νίσυρο, που είναι πράγματι ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαφρόπετρας στον κόσμο. Η ονομασία Κισηρούσα αναφέρεται από τον Πλίνιο, δεν έχει όμως στην πραγματικότητα επιβεβαιωθεί η ταύτιση με το Γυαλί.




* Η φανταστική ήπειρος στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του A song of Ice and Fire, πιο γνωστού ως Game of Thrones.




 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 16, 2013 15:32

December 13, 2013

The birth of the doll (From»The doll and the horse»)

1061971_300


However she had no choice but to take over her centuries, therefore she started fabricating a simulacrum of herself:  a doll.


 In her very first attempt though with the –unknown to us – stuff, clumsy craftswoman as she was yet, she hurt her hand with the tool so badly she was forced to cut one finger off. Her blood then, which she saw with great surprise, spread all over the cave, turned into a cloth and wrapped around her pale body as a gown to be with her forever, a reminder of the involuntary wound.


The woman waited patiently until she recovered, then she finished the doll. The artifact, a smart, pleasant head on a flexible body, satisfied her, so she gave it life and the power of talking. As soon as the doll was animated she stared at the red woman (from now on we shall call her “red woman” because of the red gown), said “hello” in a vivid friendly manner and declared that, since all that blood had been spilt for her, she would always be loyal. However when she got out of the cave and looked around she felt Things in an unprecedented way, although of course she herself didn’t know it was unprecedented. What happened was that, as she was the first living being not ever co-existing with but born within the world, she brought along two new important-to-be features: the critical question about the world’s being or not really being and the controversial way in which every newborn looks at the world, which is admiring it because it is very o l d as much as because at the same time it is very n e w. 


More about  the book on Amazon.com:


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 13, 2013 06:08

The birth of the doll (From”The doll and the horse”)

1061971_300


However she had no choice but to take over her centuries, therefore she started fabricating a simulacrum of herself:  a doll.


 In her very first attempt though with the –unknown to us – stuff, clumsy craftswoman as she was yet, she hurt her hand with the tool so badly she was forced to cut one finger off. Her blood then, which she saw with great surprise, spread all over the cave, turned into a cloth and wrapped around her pale body as a gown to be with her forever, a reminder of the involuntary wound.


The woman waited patiently until she recovered, then she finished the doll. The artifact, a smart, pleasant head on a flexible body, satisfied her, so she gave it life and the power of talking. As soon as the doll was animated she stared at the red woman (from now on we shall call her “red woman” because of the red gown), said “hello” in a vivid friendly manner and declared that, since all that blood had been spilt for her, she would always be loyal. However when she got out of the cave and looked around she felt Things in an unprecedented way, although of course she herself didn’t know it was unprecedented. What happened was that, as she was the first living being not ever co-existing with but born within the world, she brought along two new important-to-be features: the critical question about the world’s being or not really being and the controversial way in which every newborn looks at the world, which is admiring it because it is very o l d as much as because at the same time it is very n e w. 


More about  the book on Amazon.com:


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 13, 2013 06:08

December 10, 2013

Language and its siblings (From «The doll and the horse»)

αρχείο λήψης


However soon an issue of much greater importance drew her full attention: without fully realizing how, she found herself some day in the middle of a world much noisier, trembling with echoes and vibrating with the rhythms and the harmony or non-harmony of those charming elements known as words. She could now not only observe but hear what was happening: humans had developed Language.


Language reproduced things and soon this gave humans the power of controlling time and space in a way unparalleled to anything before. But Language had also consequences: because it copied things it made them stronger and people were trapped within them. Soon some humans took advantage of this power and used it to manipulate others. Before long the woman saw (because of course she could see what humans couldn’t) a treacherous misleading entity, a deceptive two-faced spirit growing and getting strong and ironically stable (concerning its unstable nature) among people, always ready to betray and torture: it was Lie.


But Lie submitted soon to the principle of Contrast, thus creating in its turn two new siblings to Language: Truth (a very faint but strangely appealing entity who was recognized as the opposite to Lie) and Poetry. (A special higher Lie or according to others a special higher Truth). Poetry was a tremendously inspiring entity with whose help certain humans, the Poets, combined selected dolly and horsey elements in secret proportions, thus presenting a brand new world of ideal societies and persons.


“I wouldn’t believe it if I didn’t see with my own eyes and hear with my own ears”, admired the woman.


(You can purchase the book from Amazon.com by clicking on the link below):


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


Visit the author’s profile on Amazon.com:


http://www.amazon.com/author/niovilyri


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 10, 2013 07:34

Language and its siblings (From “The doll and the horse”)

αρχείο λήψης


However soon an issue of much greater importance drew her full attention: without fully realizing how, she found herself some day in the middle of a world much noisier, trembling with echoes and vibrating with the rhythms and the harmony or non-harmony of those charming elements known as words. She could now not only observe but hear what was happening: humans had developed Language.


Language reproduced things and soon this gave humans the power of controlling time and space in a way unparalleled to anything before. But Language had also consequences: because it copied things it made them stronger and people were trapped within them. Soon some humans took advantage of this power and used it to manipulate others. Before long the woman saw (because of course she could see what humans couldn’t) a treacherous misleading entity, a deceptive two-faced spirit growing and getting strong and ironically stable (concerning its unstable nature) among people, always ready to betray and torture: it was Lie.


But Lie submitted soon to Controversy, thus creating in its turn two new siblings to Language: Truth (a very faint but strangely appealing entity who was recognized as the opposite to Lie) and Poetry. (A special higher Lie or according to others a special higher Truth). Poetry was a tremendously inspiring entity with whose help certain humans, the Poets, combined selected dolly and horsey elements in secret proportions, thus presenting a brand new world of ideal societies and persons.


“I wouldn’t believe it if I didn’t see with my own eyes and hear with my own ears”, admired the woman.


(You can purchase the book from Amazon.com by clicking on the link below):


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


Visit the author’s profile on Amazon.com:


http://www.amazon.com/author/niovilyri


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 10, 2013 07:34

December 9, 2013

The Beginning of the Things (from «The doll and the horse»)

snow_red_by_madec_brice-d32wefa


Once upon a time, at the Beginning of the Things, there was a woman living on the mountain that stands above the world. We don’t know if she had been there before the glaciers or if she came with them, or even if she was born by them, but in any case she was there after their melting, a lonely queen with big eyes and elegant hands, dressed in long white hair and in a skin (or something like a skin) pale and colorless. Those very old times Olympus (the mountain above the world) was bleak and its only resident, the woman, had no companion: the well-known Olympian Gods with those famous love affairs and conspiracies of theirs would settle a lot of centuries later. So the woman lived alone on the top, having as an alternative only her secret cave for dwelling whenever she felt like.


In the meantime down on earth and around the mountain foot there was the Blue Valley, a land rich with fresh water but surrounded by an impenetrable veil that hid any possible passage to either the plain later named Thessaly or the nearby sea all this land had once emerged from. Unlike Olympus, the Blue Valley was not bleak: groups of centaurs, proud independent pegasuses and a few charming unicorns lived there together and had a lot of pleasure, running free (up to the impenetrable veil) and playing with each other all the time, while the woman should stay up in the clouds guarding her secret cave and waiting for her centuries to come.


Indeed as time went by the inhabitants of the valley got fewer and fewer, being eaten by Chronos, the Time Spirit, until finally all perished except for a pair of centaurs and one weak, ill unicorn, the last unicorn on earth. However the centaurs too (a boy with wide chest, curly hair and a rich tail and a girl with handsome round breasts, long hair usually formed in a braid and a flower-decorated tail) after lurking for something for a while vanished mysteriously one night thus leaving the unicorn all alone.


Then that beauty of an animal, whose body was an opalescent masterpiece glowing with colors and his velvet-eyed face the icon of purity ornamented with a crystal clear, water-like mane and a spiraled horn once strong and sharp like a stalactite (but now struck by the disease), raised his proud head and took a big decision: with any power left he started climbing the steep slope and after a long, agonized journey on the edge of the wild, rimed gorges arrived panting, the moment his horn was falling from his wounded forehead, at the celestial kingdom of the woman. She hugged the mutilated with all that precious warmth hidden in lonely beings, took him into her cave and washed and bandaged his wound. Then she knew her centuries had come.


(You can purchase the book from Amazon.com by clicking on the link below):


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


Visit the author’s profile on Amazon.com:


http://www.amazon.com/author/niovilyri


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 09, 2013 05:42

The Beginning of the Things (from “The doll and the horse”)

snow_red_by_madec_brice-d32wefa


Once upon a time, at the Beginning of the Things, there was a woman living on the mountain that stands above the world. We don’t know if she had been there before the glaciers or if she came with them, or even if she was born by them, but in any case she was there after their melting, a lonely queen with big eyes and elegant hands, dressed in long white hair and in a skin (or something like a skin) pale and colorless. Those very old times Olympus (the mountain above the world) was bleak and its only resident, the woman, had no companion: the well-known Olympian Gods with those famous love affairs and conspiracies of theirs would settle a lot of centuries later. So the woman lived alone on the top, having as an alternative only her secret cave for dwelling whenever she felt like.


In the meantime down on earth and around the mountain foot there was the Blue Valley, a land rich with fresh water but surrounded by an impenetrable veil that hid any possible passage to either the plain later named Thessaly or the nearby sea all this land had once emerged from. Unlike Olympus, the Blue Valley was not bleak: groups of centaurs, proud independent pegasuses and a few charming unicorns lived there together and had a lot of pleasure, running free (up to the impenetrable veil) and playing with each other all the time, while the woman should stay up in the clouds guarding her secret cave and waiting for her centuries to come.


Indeed as time went by the inhabitants of the valley got fewer and fewer, being eaten by Chronos, the Time Spirit, until finally all perished except for a pair of centaurs and one weak, ill unicorn, the last unicorn on earth. However the centaurs too (a boy with wide chest, curly hair and a rich tail and a girl with handsome round breasts, long hair usually formed in a braid and a flower-decorated tail) after lurking for something for a while vanished mysteriously one night thus leaving the unicorn all alone.


Then that beauty of an animal, whose body was an opalescent masterpiece glowing with colors and his velvet-eyed face the icon of purity ornamented with a crystal clear, water-like mane and a spiraled horn once strong and sharp like a stalactite (but now struck by the disease), raised his proud head and took a big decision: with any power left he started climbing the steep slope and after a long, agonized journey on the edge of the wild, rimed gorges arrived panting, the moment his horn was falling from his wounded forehead, at the celestial kingdom of the woman. She hugged the mutilated with all that precious warmth hidden in lonely beings, took him into her cave and washed and bandaged his wound. Then she knew her centuries had come.


(You can purchase the book from Amazon.com by clicking on the link below):


http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


Visit the author’s profile on Amazon.com:


http://www.amazon.com/author/niovilyri


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 09, 2013 05:42

December 8, 2013

Η κούκλα και το άλογο ταξιδεύουν!

Update: για να δείτε το βιβλίο στην Amazon κλικάρετε στο link  ΚΑΤΩ ΑΠΟ τη φωτό, όχι πάνω στη φωτό!


Ήταν, αν θυμάστε,  μια ιστοριούλα 25 σελίδων στα ελληνικά. Τώρα έγινε νουβέλα 110 σελίδων στα αγγλικά.  Και από σήμερα ταξιδεύει με το βιβλιοπωλείο της Amazon, το οποίο βρίσκω (το βιβλιοπωλείο, όσο και το ταξίδι) πολύ διασκεδαστικό! Τα αγγλικά δικά μου. Επίσης δική μου όλη η επεξεργασία, πλας το εξώφυλλο.  (Η τιμή είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτήν που πρότεινα εγώ, δεν ξέρω γιατί. Υποθέτω όμως θα υπάρξουν άλλα κολπάκια στο μέλλον). 


Σημείωση: η παλιά μικρή ελληνική εκδοχή δεν με ικανοποιεί πια και την κατάργησα. Προς το παρόν  δεν υπάρχει σε αυτή την εκδοχή (της νουβέλας) στα ελληνικά.  Δεν ξέρω πότε θα το φτιάξω. Θα ανεβάσω όμως άλλα! (Τα γνωστά, που συνεχίζονται). 


cover8 http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on December 08, 2013 06:59

October 24, 2013

Ρομά (Από τη “Μέρα της Μελάνης”, συμπίλημα)

τσιγγάνοι_27.3.09 013


..Ας πούμε όμως σ’ αυτό το σημείο κάτι για τη νυχτερινή λάμψη του Λοφτ Σίτυ, που είχε ξεκινήσει τον 20ο αιώνα και στα 2060 ζούσε ακόμα – σε πιο ήρεμους τόνους κι αναμιγμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων: ενώ λοιπόν αμέσως μετά την ίδρυση της Ευροβαλκανικής Συνομοσπονδίας τα μπαρ, θέατρα κι εστιατόρια στο (τότε) Γκάζι παρέμειναν στους παλιούς ιδιοκτήτες τους, μετά τον Πόλεμο του Νερού όλος ο έλεγχος πέρασε πια στην issol, τη durcel και την ebedu, που έκαναν συγχωνεύσεις και κράτησαν μόνο τα πιο κερδοφόρα καταστήματα. (Ωστόσο ειδικά η ebedu φρόντισε και για τη χρηματοδότηση, από τις άλλες της επιχειρήσεις, λίγων μικρών χώρων για νέους καλλιτέχνες). Τότε εξαφανίστηκαν σε χρόνο μηδέν και οι κοινότητες των Μουσουλμάνων και των Ρομά που είχαν ζήσει αιώνες στη περιοχή, έμεινε ωστόσο σαν αύρα η παρουσία τους πότε πότε σε ένα βλέμμα ή λέξη – κι ακόμα, με λίγη παρατηρητικότητα, στα ίχνη ερειπωμένων σπιτιών, που σώζονταν ενσωματωμένα, σαν τις μαγικές εικόνες των παζλ, σε κάποια γκαράζ ή αποθήκες.


…………………………………………………………………………………………………


..Ποδηλατώντας λοιπόν αυτή τη νύχτα, μετά τη βιβλιοπαρουσίαση, από το μολ προς το σταθμό, ήταν σχεδόν σίγουρη για τη διαδρομή – αν μη τι άλλο, τα φώτα του αμαξοστάσιου των υπεραστικών λεωφορείων την καθοδηγούσαν . Όμως, μάλλον όταν ήρθε δεν θα υπήρχε το παρκαρισμένο φορτηγό που, σε συνδυασμό με το ξένο ποδήλατο, την έκανε να χάσει την ισορροπία σε μια στροφή. Ανθρώπινες σκιές τότε, που μιλούσαν μεταξύ τους μια παράξενη γλώσσα, πρόβαλαν από το σκοτάδι κι έσπευσαν να τη βοηθήσουν, μιλώντας τώρα ελληνικά.


«Χτυπήσατε»;


«Όχι, ευχαριστώ».


Ήταν Ρομά. Είχαν απομείνει στην περιοχή μετά τον πόλεμο και είχαν εκεί το μαγαζί τους. Σύχναζαν επίσης στο σταθμό των υπεραστικών, όπου υποδέχονταν κάθε τόσο ομοεθνείς τους από άλλες πόλεις της Συνομοσπονδίας. Τέλος, είχαν πάει κι αυτοί, εκείνο το βράδυ, στην παρουσίαση της Τσιγγάνας στο Φάρο.


Κοιτάζοντάς τους καλύτερα η Αντριάνα τους αναγνώρισε, τους είχε πράγματι δει στο μολ να στέκονται, κάπως απόμερα, και να κοιτάζουν με ενδιαφέρον τις προβολές στον τοίχο. «Με ξάφνιασε η γλώσσα σας», είπε και ετοιμάστηκε να προσθέσει πως δεν την είχε ξανακούσει, μα ξαφνικά κατάλαβε: η παράξενη γλώσσα μιας από τις προβολές που λίγο πριν παρακολούθησε ήταν ρομανί.


«Δεν είναι πολλά χρόνια που έχει καταγραφεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.


Όχι, δεν ήταν, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Και πάντως αν ήταν, δεν είχε διαδοθεί. Συστηματικά άρχισε στον Πόλεμο του Νερού. Αυτοί που τους έφερναν νερό, μορφωμένοι άνθρωποι, τους μάθαιναν και γράμματα, και τους έπεισαν πως πρέπει να μάθουν τη γραφή της γλώσσας τους. Το ίδιο έγινε και σε άλλες επαρχίες της Συνομοσπονδίας με τα κατά τόπους ρομανί, τη μίξη δηλαδή της κοινής βάσης (ινδικής, λένε, προέλευσης) με τις τοπικές γλώσσες.


«Θυμάμαι», είπε η Αντριάνα. «Είχα διαβάσει κάποτε για τις διαφωνίες σχετικά με το αλφάβητο. Τελικά γράφτηκε με το λατινικό, ήταν είπαν το πιο κατάλληλο για να αποδοθούν οι φθόγγοι. Και είχε ήδη χρησιμοποιηθεί τοπικά, ή κάπως έτσι».


«Να σας πω», είπε τότε ένας νέος άντρας που ως εκείνη τη στιγμή στεκόταν σιωπηλός, «εγώ θα ήθελα να γραφτεί με εκείνα τα γράμματα που χρησιμοποιούσε η δασκάλα μας. Όχι για να μας διδάξει, ελληνικά μας μάθαινε, αλλά σημείωνε τα δικά της – τις διανομές νερού, τα τρόφιμα – με άλλα γράμματα. Ούτε λατινικά, ούτε ελληνικά».


«Κυριλλικά», είπε η Αντριάνα, παραξενεμένη.


Δασκάλα; Κυριλλικά;


Η Αντριάνα ζάρωσε τα φρύδια.


«Πώς ήταν αυτή η δασκάλα; Μπορείτε να μου την περιγράψετε;» ρώτησε με ενδιαφέρον.


Οι Ρομά δεν ήταν και πολύ σαφείς στην περιγραφή, είπαν όμως πως δεν ήταν νέα. Ο νέος για τους Ρομά είναι συνήθως κάτι διαφορετικό από ό,τι για τους υπόλοιπους, αν και τα τελευταία χρόνια, που πήγαιναν συστηματικά σχολείο, παντρεύονταν μεγαλύτεροι από ό,τι παλιά, οπότε ίσως είχαν αμβλύνει και τα κριτήριά τους. Η Αντριάνα γνώριζε καλά τα πρωτοποριακά σχολεία που ιδρύθηκαν  κυρίως γι’ αυτούς – πήγε κι η ίδια: ήταν χωρίς περίφραξη, για να μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά των Ρομά, μια και είχε αποδειχτεί ότι οι περιφράξεις τούς προκαλούσαν ανεξέλεγκτο πανικό.


Δεν ήταν νέα, ήταν δασκάλα, έγραφε κυριλλικά. Τους πήγαινε νερό…


Η Όλγα Μιχαήλοβα ήταν σε μια τέτοια οργάνωση εθελοντών, έλειπε όμως από την Ελλάδα στον πόλεμο. Έλειπε άραγε όλο το διάστημα;


Εδώ που τα λέμε, λίγα πράγματα ξέρω για την Όλγα.


Όταν όμως ρώτησε την Όλγα, εκείνη απάντησε σιβυλλικά:


«Αντριάνα Βασίλιεβα! Τα ουκρανικά και τα ρώσικα δεν είναι τα μόνα κυριλλικά!»


«Ναι, αλλά δασκάλα, νερό…»


«Αντριάνα Βασίλιεβα


Ξαφνικά η Αντριάνα κατάλαβε.


 …………………………………………………………………………………………


“..Ζούσαν τότε σε παραπήγματα κι έκαναν δουλειές του ποδαριού. Εταιρείες που ήθελαν να λανσάρουν καινούργια προϊόντα απευθύνονταν στους Ρομά κι αυτοί έπαιρναν χιλιάδες κομμάτια από το ίδιο παιχνιδάκι, μικροέπιπλο, μπιμπελό κι έβγαιναν στους δρόμους μέρα νύχτα. Πουλούσαν σφαίρες που άλλαζαν χρώματα, αεροπλανάκια με πόδια, πλοία που κελαηδούσαν, φυτά που χόρευαν. Στους πεζόδρομους τα κορίτσια, λυγερά και με τα παπούτσια στην άκρη, έκαναν χορευτικά σόου με τα αντικείμενα, μέχρι να πουληθούν όλα. Η πιο τακτική τους δουλειά βέβαια ήταν και είναι πάντα αυτή του ανακυκλωτή, κανείς δεν ξέρει τους κάδους της durecom σαν τους Ρομά. Προμηθεύονται τις βιοδιασπώμενες σακούλες κατά χιλιάδες, τις μοιράζουν μεταξύ τους και αρχίζουν συστηματικά τη συλλογή για τις εταιρίες ανακύκλωσης. Πριν τον πόλεμο δούλευαν και τα παιδιά, αλλά αυτό σταμάτησε περίπου όταν άρχισε η καταγραφή της γλώσσας. Μετά τον πόλεμο, με τη μετακίνηση στα δυτικά, απόχτησαν καλύτερη στέγη και κατάλληλα σχολεία. Σ’ ένα από αυτά πήγες κι εσύ, θυμάσαι; Ήταν μακριά από το σπίτι μα σου άρεσε».


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 24, 2013 07:01