Ρομά (Από τη “Μέρα της Μελάνης”, συμπίλημα)

τσιγγάνοι_27.3.09 013


..Ας πούμε όμως σ’ αυτό το σημείο κάτι για τη νυχτερινή λάμψη του Λοφτ Σίτυ, που είχε ξεκινήσει τον 20ο αιώνα και στα 2060 ζούσε ακόμα – σε πιο ήρεμους τόνους κι αναμιγμένη με την καθημερινή ζωή των κατοίκων: ενώ λοιπόν αμέσως μετά την ίδρυση της Ευροβαλκανικής Συνομοσπονδίας τα μπαρ, θέατρα κι εστιατόρια στο (τότε) Γκάζι παρέμειναν στους παλιούς ιδιοκτήτες τους, μετά τον Πόλεμο του Νερού όλος ο έλεγχος πέρασε πια στην issol, τη durcel και την ebedu, που έκαναν συγχωνεύσεις και κράτησαν μόνο τα πιο κερδοφόρα καταστήματα. (Ωστόσο ειδικά η ebedu φρόντισε και για τη χρηματοδότηση, από τις άλλες της επιχειρήσεις, λίγων μικρών χώρων για νέους καλλιτέχνες). Τότε εξαφανίστηκαν σε χρόνο μηδέν και οι κοινότητες των Μουσουλμάνων και των Ρομά που είχαν ζήσει αιώνες στη περιοχή, έμεινε ωστόσο σαν αύρα η παρουσία τους πότε πότε σε ένα βλέμμα ή λέξη – κι ακόμα, με λίγη παρατηρητικότητα, στα ίχνη ερειπωμένων σπιτιών, που σώζονταν ενσωματωμένα, σαν τις μαγικές εικόνες των παζλ, σε κάποια γκαράζ ή αποθήκες.


…………………………………………………………………………………………………


..Ποδηλατώντας λοιπόν αυτή τη νύχτα, μετά τη βιβλιοπαρουσίαση, από το μολ προς το σταθμό, ήταν σχεδόν σίγουρη για τη διαδρομή – αν μη τι άλλο, τα φώτα του αμαξοστάσιου των υπεραστικών λεωφορείων την καθοδηγούσαν . Όμως, μάλλον όταν ήρθε δεν θα υπήρχε το παρκαρισμένο φορτηγό που, σε συνδυασμό με το ξένο ποδήλατο, την έκανε να χάσει την ισορροπία σε μια στροφή. Ανθρώπινες σκιές τότε, που μιλούσαν μεταξύ τους μια παράξενη γλώσσα, πρόβαλαν από το σκοτάδι κι έσπευσαν να τη βοηθήσουν, μιλώντας τώρα ελληνικά.


«Χτυπήσατε»;


«Όχι, ευχαριστώ».


Ήταν Ρομά. Είχαν απομείνει στην περιοχή μετά τον πόλεμο και είχαν εκεί το μαγαζί τους. Σύχναζαν επίσης στο σταθμό των υπεραστικών, όπου υποδέχονταν κάθε τόσο ομοεθνείς τους από άλλες πόλεις της Συνομοσπονδίας. Τέλος, είχαν πάει κι αυτοί, εκείνο το βράδυ, στην παρουσίαση της Τσιγγάνας στο Φάρο.


Κοιτάζοντάς τους καλύτερα η Αντριάνα τους αναγνώρισε, τους είχε πράγματι δει στο μολ να στέκονται, κάπως απόμερα, και να κοιτάζουν με ενδιαφέρον τις προβολές στον τοίχο. «Με ξάφνιασε η γλώσσα σας», είπε και ετοιμάστηκε να προσθέσει πως δεν την είχε ξανακούσει, μα ξαφνικά κατάλαβε: η παράξενη γλώσσα μιας από τις προβολές που λίγο πριν παρακολούθησε ήταν ρομανί.


«Δεν είναι πολλά χρόνια που έχει καταγραφεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.


Όχι, δεν ήταν, στην Ελλάδα τουλάχιστον. Και πάντως αν ήταν, δεν είχε διαδοθεί. Συστηματικά άρχισε στον Πόλεμο του Νερού. Αυτοί που τους έφερναν νερό, μορφωμένοι άνθρωποι, τους μάθαιναν και γράμματα, και τους έπεισαν πως πρέπει να μάθουν τη γραφή της γλώσσας τους. Το ίδιο έγινε και σε άλλες επαρχίες της Συνομοσπονδίας με τα κατά τόπους ρομανί, τη μίξη δηλαδή της κοινής βάσης (ινδικής, λένε, προέλευσης) με τις τοπικές γλώσσες.


«Θυμάμαι», είπε η Αντριάνα. «Είχα διαβάσει κάποτε για τις διαφωνίες σχετικά με το αλφάβητο. Τελικά γράφτηκε με το λατινικό, ήταν είπαν το πιο κατάλληλο για να αποδοθούν οι φθόγγοι. Και είχε ήδη χρησιμοποιηθεί τοπικά, ή κάπως έτσι».


«Να σας πω», είπε τότε ένας νέος άντρας που ως εκείνη τη στιγμή στεκόταν σιωπηλός, «εγώ θα ήθελα να γραφτεί με εκείνα τα γράμματα που χρησιμοποιούσε η δασκάλα μας. Όχι για να μας διδάξει, ελληνικά μας μάθαινε, αλλά σημείωνε τα δικά της – τις διανομές νερού, τα τρόφιμα – με άλλα γράμματα. Ούτε λατινικά, ούτε ελληνικά».


«Κυριλλικά», είπε η Αντριάνα, παραξενεμένη.


Δασκάλα; Κυριλλικά;


Η Αντριάνα ζάρωσε τα φρύδια.


«Πώς ήταν αυτή η δασκάλα; Μπορείτε να μου την περιγράψετε;» ρώτησε με ενδιαφέρον.


Οι Ρομά δεν ήταν και πολύ σαφείς στην περιγραφή, είπαν όμως πως δεν ήταν νέα. Ο νέος για τους Ρομά είναι συνήθως κάτι διαφορετικό από ό,τι για τους υπόλοιπους, αν και τα τελευταία χρόνια, που πήγαιναν συστηματικά σχολείο, παντρεύονταν μεγαλύτεροι από ό,τι παλιά, οπότε ίσως είχαν αμβλύνει και τα κριτήριά τους. Η Αντριάνα γνώριζε καλά τα πρωτοποριακά σχολεία που ιδρύθηκαν  κυρίως γι’ αυτούς – πήγε κι η ίδια: ήταν χωρίς περίφραξη, για να μπορούν να πηγαίνουν τα παιδιά των Ρομά, μια και είχε αποδειχτεί ότι οι περιφράξεις τούς προκαλούσαν ανεξέλεγκτο πανικό.


Δεν ήταν νέα, ήταν δασκάλα, έγραφε κυριλλικά. Τους πήγαινε νερό…


Η Όλγα Μιχαήλοβα ήταν σε μια τέτοια οργάνωση εθελοντών, έλειπε όμως από την Ελλάδα στον πόλεμο. Έλειπε άραγε όλο το διάστημα;


Εδώ που τα λέμε, λίγα πράγματα ξέρω για την Όλγα.


Όταν όμως ρώτησε την Όλγα, εκείνη απάντησε σιβυλλικά:


«Αντριάνα Βασίλιεβα! Τα ουκρανικά και τα ρώσικα δεν είναι τα μόνα κυριλλικά!»


«Ναι, αλλά δασκάλα, νερό…»


«Αντριάνα Βασίλιεβα


Ξαφνικά η Αντριάνα κατάλαβε.


 …………………………………………………………………………………………


“..Ζούσαν τότε σε παραπήγματα κι έκαναν δουλειές του ποδαριού. Εταιρείες που ήθελαν να λανσάρουν καινούργια προϊόντα απευθύνονταν στους Ρομά κι αυτοί έπαιρναν χιλιάδες κομμάτια από το ίδιο παιχνιδάκι, μικροέπιπλο, μπιμπελό κι έβγαιναν στους δρόμους μέρα νύχτα. Πουλούσαν σφαίρες που άλλαζαν χρώματα, αεροπλανάκια με πόδια, πλοία που κελαηδούσαν, φυτά που χόρευαν. Στους πεζόδρομους τα κορίτσια, λυγερά και με τα παπούτσια στην άκρη, έκαναν χορευτικά σόου με τα αντικείμενα, μέχρι να πουληθούν όλα. Η πιο τακτική τους δουλειά βέβαια ήταν και είναι πάντα αυτή του ανακυκλωτή, κανείς δεν ξέρει τους κάδους της durecom σαν τους Ρομά. Προμηθεύονται τις βιοδιασπώμενες σακούλες κατά χιλιάδες, τις μοιράζουν μεταξύ τους και αρχίζουν συστηματικά τη συλλογή για τις εταιρίες ανακύκλωσης. Πριν τον πόλεμο δούλευαν και τα παιδιά, αλλά αυτό σταμάτησε περίπου όταν άρχισε η καταγραφή της γλώσσας. Μετά τον πόλεμο, με τη μετακίνηση στα δυτικά, απόχτησαν καλύτερη στέγη και κατάλληλα σχολεία. Σ’ ένα από αυτά πήγες κι εσύ, θυμάσαι; Ήταν μακριά από το σπίτι μα σου άρεσε».


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 24, 2013 07:01
No comments have been added yet.