Αλίκη – Αντώνης, φινάλε (Από το “Ζωντανοί στο Νούφαρο”)

$(KGrHqF,!lUFEHK!SQFWBSWszgvfyw~~60_57


Update:  Το απόσπασμα είναι η συνέχεια (και το τέλος)  αυτού του κειμένου. (Kλικ στο παρακάτω link):


http://niovilyri.wordpress.com/2012/11/05/%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%BA%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CF%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF-%CF%CE%B1%CF%CE%AC-%CE%BA%CE%AC%CF%CE%B9-%CE%B1%CF%CF%8C-%CF%CE%BF-%CE%B6%CF%CE%BD%CF%CE%B1%CE%BD/


Εκείνη τη στιγμή στην παραλία περνούσε ο πωλητής εφημερίδων (αυτός που νωρίτερα πέρασε δίπλα στον Ρόμπι, στο δρόμο προς τον Άλιμο, και τώρα επέστρεφε στη βάση του) και τα μπαλόνια του, πάνω από το ποδήλατο, έμοιαζαν με σημαίες στην παρέλαση των τροχοφόρων: πολύχρωμα fan bike – ποδηλατούμενα αυτοκίνητα – με τις τέντες τους σαν οριζόντια ιστία, ποδήλατα με πουπουλένια καθισματάκια για τα μωρά ή ψάθινα για τα σκυλιά, ξαπλωτά για γυμναζόμενους και μονότροχα για ισορροπιστές, αναπηρικά αμαξίδια κάθε είδους, όλα συγκροτούσαν τη ζωή που κυλούσε άλλη μια μέρα μπροστά στη θάλασσα. Πλάι τους, σε σημείο αθέατο από το ρεστωράν, υψωνόταν η οθόνη του σινεμά, ένα γιγάντιο κάτασπρο παραλληλόγραμμο με φόντο το νερό – όταν το έβλεπες μέσα από τον κήπο του με τα αυτόματα εκδοτήρια και το κιόσκι με τα γυαλιά three dimensions. Η Αλίκη πλησίασε μόνη (ο Ρόμπι είχε τρέξει να υποδεχτεί τον φίλο του Άγνωστο Ον, δηλαδή το τρίτροχο ποδήλατο της Ροντίνιας) στη γωνιά της λευκοντυμένης βεράντας της για να επιθεωρήσει, σε μια μικρή αποθήκη, τις στοίβες με τα κουτιά του delivery. (Ωραία κουτιά: τα είχε σχεδιάσει η ίδια, να ταιριάζουν σε όλα τα γούστα αλλά κυρίως σε εκείνη την περίπτωση της χαράς, κατά την οποία ο πρώην εργένης μόλις έχει βρει συντροφιά κι όλο περηφάνια καλεί το Alices foodland στο σπίτι της καινούργιας αγάπης). Όπως μετά σήκωσε το βλέμμα προς το βάθος της αλέας δεν είδε τόσο την (εμφανή) παρέλαση των τροχοφόρων όσο, με το νου, την (αθέατη) οθόνη – το σύμβολο του Πάρκου για αυτούς που το κατοικούν – και πάνω της είδε την απάντηση στην ερώτηση της Ροντίνιας (τι έγινε χτες;), συμπυκνωμένη σε τρεις ανακυκλούμενες εικόνες: ένα κεφάλι ψηλά σε ένα παράθυρο στην οδό Μαυροματαίων, μια φιγούρα με μαύρη στολή και βαθυπόρφυρη μάσκα ανάμεσα στα δέντρα (όχι αυτά εδώ τα δέντρα, εκείνα τα δέντρα, εχτές, στο Πεδίο του Άρεως), και τέλος ένα γνώριμο παλιό δωμάτιο που στροβιλίζεται από το χορό. Επειδή λοιπόν αυτή η ροή εικόνων προμηνύει μια αφήγηση με φράσεις μισές, μέσα στο σελοφάν αστραφτερών συναισθημάτων, καλύτερα να πάρουμε πάλι εμείς το λόγο και να πούμε τι έγινε εχτές και πώς, περίπου: εχτές λοιπόν, την ίδια ώρα που ο Ορέστης ποδηλατούσε από το Πάρκο Φλοίσβου προς την Όπερα, στο κτίριο 9 του Πρωτοδικείου Αθηνών και σε μια αίθουσα στοιχειωμένη από μισού αιώνα ποινικά δράματα μα σήμερα χώρο αστικών υποθέσεων, έγινε η εκδίκαση της αγωγής της Εταιρίας Delta International κατά της εταιρίας Α, για πλημμελή τήρηση  των κανόνων περιβαλλοντικής προστασίας κατά την κατασκευή της εξέδρας της γιορτής στη Μαρίνα Φλοίσβου. Κατά την εκδίκαση αυτή, δύο από τα μέλη του συγκροτήματος Ζωντανοί στο Νούφαρο, η Αλίκη κι ο Αντώνης, συναντήθηκαν ξανά μετά από είκοσι χρόνια. Εκείνη βρέθηκε εκεί ως μάρτυρας κατηγορίας και εκείνος ως μάρτυρας υπεράσπισης, αν και ουσιαστικά, όπως ήδη ξέρουμε, ως περίπου κατηγορούμενος. Παραβλέποντας τα τυπικά μπορούμε να σας πούμε από τώρα (καθότι ασήμαντο για την ιστορία μας) το αποτέλεσμα της δίκης: οι εργαζόμενοι της Α απαλλάχτηκαν από τυχόν ποινικές ευθύνες, ορίστηκε όμως ένα πρόστιμο καθώς και απαγόρευση της κολύμβησης για ένα διάστημα, με ασφαλιστικά μέτρα υπέρ των επιχειρήσεων που θα ζημιώνονταν από την απουσία λουομένων. Επιπλέον η εξέδρα δεν θα λυνόταν, αφού έτσι κι αλλιώς θα έμενε για πολύ λίγο ακόμη, μέχρι την κορυφαία βραδιά της γιορτής.


Η κατάθεση του Αντώνη εντυπωσίασε, καθώς ανέλαβε τις ευθύνες του, αλλά οι δικηγόροι είχαν ούτως ή άλλως φροντίσει επιμελώς τα συμφέροντα της Α: αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα εταιρία γνώριζε από πριν την προέλευση των υλικών και τις εγγυήσεις, ότι οι γνωμοδοτήσεις ήταν ασαφείς ως προς τη ρύπανση, ενώ υπήρξε και σύγχυση για τις αρμοδιότητες του Αντώνη σε μια θέση τόσο περιστασιακή. Ειδικές επί των οικονομικών εταιρίες κανόνισαν τα πρόστιμα και όλα κατέληξαν ομαλά, σε μια μεταφορά χρημάτων που για τους γνώστες των πολύπλοκων μοχλεύσεων δεν ήταν κι αυτή παρά μια ακόμα, ιδιάζουσα, επένδυση. Τέλος εκείνοι που κράτησαν στη δίκη την πιο ενδιαφέρουσα, αν και κάπως ανάλαφρη, στάση ήταν οι γνωστοί μας Έλληνες του Αλέξανδρου, που είχαν δική τους άποψη για την πραγματική αιτία αυτής της υπόθεσης.


Αυτό που έχει σημασία για την ιστορία μας είναι το πώς βρέθηκε στο δικαστήριο η Αλίκη: τι την έκανε να παρευρεθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης της Delta Ιnternational (και της καθαρότητας και καταλληλότητας του νερού); Η Αλίκη δεν είναι τύπος που συμμετέχει στα κοινά, εκτός αν έχει τον πρώτο λόγο: στο σχολείο ήταν αρχηγός και στη δουλειά της κατάφερε να φτιάξει, μέσα σε αυτό τον ασταθή νέο κόσμο, ένα προσωποπαγές βασίλειο. Από την άλλη η παρουσία σε μία τέτοια δίκη δεν ήταν μόνο μια πράξη δημόσια αλλά κάτι περισσότερο: στα 203.. κάθε ζήτημα σχετικό με την οικολογία είναι πολιτικό. Ίσως βέβαια θα ήταν αρκετά αληθοφανές να πούμε πως απλώς υπερασπίστηκε τη ζωή της (ζει στην πόλη και είναι δεμένη με αυτή – και με τον τουρισμό και τη διατροφή και τις νύχτες στην πολύβουη παραλία), όμως στην πραγματικότητα το κίνητρο της ήταν βαθύτερο: ένα μήνα πριν, την ίδια περίπου εποχή που ο Αντώνης, βλέποντας από τα ανοιχτά του φαληρικού όρμου την Πλατεία Νερού ένιωσε για το πλήρωμα του Αλέξανδρου την ίδια αγάπη, την ίδια τάση να το φροντίσει, που ένιωθε στα δεκαοχτώ για τους φίλους του, μια παρόμοια λάμψη συνείδησης συνέβη και στην Αλίκη:


Ήταν ένα βροχερό πρωί της άνοιξης, από αυτά που ζούμε στην Αθήνα μετά τις πρώτες απότομες ζέστες. Από το μικρό ρετιρέ της στον Άλιμο η Αλίκη κοίταξε τη μεταλλική θάλασσα κι ανάσανε την υγρασία της ήδη βουερής ασφάλτου με ανάμικτη διάθεση: από τη μια η ευχάριστη δροσιά, από την άλλη η ελαφριά ανησυχία για τη σταθερότητα του ποδήλατου. (Ήταν μια ανησυχία μάλλον περιττή στην εποχή των σύγχρονων ποδηλατόδρομων, κληρονομημένη ωστόσο από τις εποχές της ατημέλητης «ανεξάρτητης» Ελλάδας, όταν κάθε απρόσμενη βροχή έκανε ολισθηρούς τους δρόμους και πλημμύριζε τα φρεάτια). Λίγο μετά ξεφούσκωσε λίγο τα λάστιχα και ξεκίνησε για το Φλοίσβο. Οι άλλοι ποδηλάτες ήταν κι αυτοί αργοί και προσεκτικοί, το ίδιο και τα αυτοκίνητα, ακόμη και τα τραμ. Οι κάδοι ανακύκλωσης της durecom ήταν επίσης έρημοι (χωρίς τους ερευνητές των θησαυρών τους) και τα βιβλία στις άκρες τους, άλλα μούσκεμα κι άλλα προστατευμένα κάπως, έστεκαν αζήτητα. Ίσως και γι αυτό η Αλίκη το είδε.


Ήταν ένα αρκετά χοντρό παλιό βιβλίο με σκούρο κόκκινο εξώφυλλο τριμμένο και θαμπό, όπου μόλις ξεχώριζαν ο συγγραφέας και ο τίτλος: Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο. Όπως έχουμε ήδη πει, η παλιότερα όχι και τόσο βιβλιόφιλη Αλίκη είχε αναπτύξει κι αυτή, τώρα, για τα βιβλία την αίσθηση του πολύτιμου που έφεραν οι εξελίξεις. Μια στιγμή μετά φρενάρισε, έσκυψε και περιμάζεψε στοργικά τον αδέσποτο Καζαντζάκη.


Στο βασίλειό της ήταν η αρχή του αναβρασμού: ήταν ένας μήνας περίπου πριν το δείπνο προς τιμήν του Σίμου Στεφανίδη, κι ενώ εξωτερικά το ρεστωράν παρέμενε ίδιο – το λιτό, ευθύγραμμο κτίριο ανάμεσα στις ψηλές πικροδάφνες – στο εσωτερικό του γίνονταν πυρετώδεις αλλαγές. Η Ροντίνια, η φρέσκια γνωριμία από το πάρτι bachelorette, μόλις είχε υποδεχτεί ένα μεγάλο κομμάτι τεχνητού γρανίτη στην κουζίνα (όπου θα φτιάχνονταν οι καινούργιοι, ευρύχωροι και σε κοινή θέα, πάγκοι εργασίας) και αυτή τη στιγμή στεκόταν στο χολ της εισόδου (κοντά κόκκινα μαλλιά, κολάν και μακό, ταμπλέτα στο χέρι) και κοίταζε το παλιό πιάνο. Για την ακρίβεια κοίταζε την κούκλα πάνω στο πιάνο, με βλέμμα θερμό και γεμάτο ενδιαφέρον. Η κούκλα πάλι, με το λευκό στρογγυλό της πρόσωπο με τα γαλάζια μάτια και τις μπούκλες, το δαντελένιο της φόρεμα και το κολλημένο, επιδιορθωμένο χεράκι, έμοιαζε να ανταποδίδει το βλέμμα.


«Η Ζουζού», σύστησε η Αλίκη.


«Κούκλα της Δρέσδης», είπε η Ροντίνια.


«Της Δρέσδης;»


«Έτσι νομίζω, μοιάζει πολύ. Μου είχε πάρει μία ο μπαμπάς. Την έχει η Ντάνι τώρα, η κόρη μου».


«Κι εμένα ο μπαμπάς μού την είχε φέρει, από κάποιον πελάτη. Δεν ξέρω πιο πολλά, ποτέ δεν νοιάστηκα».


Και συμπλήρωσε:


«Ο καημένος ο μπαμπάς μου».


Η Ροντίνια κούνησε το κεφάλι. «Λυπάμαι», είπε ευγενικά. Μετά διευκρίνισε:


«Ο δικός μου είναι μια χαρά. Στον κόσμο του».


Και αφηγήθηκε τότε περιληπτικά την ιστορία του γεωλόγου Ζαν Μπεναρόγια (που είχε δώσει στο παιδί του το όνομα της Υπερηπείρου του Προτεροζωικού αιώνα): τη μετανάστευση από την Κεντρική Ευρώπη στην Ελλάδα, την εμμονή του με τον έλληνα πρόγονο Αβραάμ Μπεναρόγια και, το αποκορύφωμα, την πρόβλεψή του για τη μεγάλη έκρηξη της Σαντορίνης.


«Ο μπαμπάς είναι δοσμένος στα μεγάλα του κόσμου», κατέληξε. «Και την κούκλα, κυρίως λόγω της ετικέτας μου τη χάρισε: Κούκλα της Δρέσδης. Ήταν η αφορμή να μου μιλήσει για τη Δρέσδη. Για τη σφαγή».


Ο Ζαν Μπεναρόγια είχε μιλήσει στη μικρή Ροντίνια για τη σφαγή της Δρέσδης με δηκτικότατη ειρωνεία: η δήθεν δημοκρατία των μεγάλων Συμμάχων, είπε. Η δημοκρατία που εκδικήθηκε τους αθώους. 25.000 νεκροί, ένα τρομακτικό έγκλημα. Από τα πρώτα στη μαύρη λίστα της μνήμης.


Η Αλίκη από την πλευρά της δεν γνώριζε τίποτα για εκείνη τη σφαγή, και όταν η Ροντίνια της εξήγησε, είπε μόνο αμήχανα:


«Οι πόλεμοι.. ε.. έτσι είναι»


«Κι όμως, υποτίθεται πως οι πόλεμοι γίνονται για τις ωραίες ιδέες των ανθρώπων», απάντησε η Ροντίνια, ενώ είχε ήδη στραφεί προς την κουζίνα και τον τεχνητό γρανίτη της. Η Αλίκη από την πλευρά της έμεινε σιωπηλή, πρώτον γιατί συμφωνούσε, δεύτερον γιατί η καινούργια φίλη φαινόταν πιο έξυπνη από την ίδια σε αυτά (και έναν παιδιάστικο ανταγωνισμό κάθε καινούργια γνωριμία τον έχει) και τρίτον γιατί δεν ήταν σίγουρη ότι η Ροντίνια με το ωραίες ιδέες δεν ειρωνευόταν τον ίδιο τον πατέρα της, πράγμα που θα ήταν αγενές να υποδαυλίσει. Λίγο μετά ωστόσο, με τη γεωλόγο αφοσιωμένη πια στο γρανίτη, η Αλίκη, ξεφυλλίζοντας τη σωσμένη από τον κάδο της durecom Αναφορά στον Γκρέκο για να ελέγξει αν στέγνωσε, εντόπισε τυχαία μια φράση:


 «Άκου», είπε, κρατώντας το βιβλίο ψηλά, πίσω από την σκυμμένη πλάτη: «Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στο θεό. Δεν είναι σαν να σχολιάζει αυτό που είπες; Για τους πολέμους, που γίνονται για τις ωραίες ιδέες;»


Η Ροντίνια  ήταν ήδη βυθισμένη στις  γραμμές και τις αποχρώσεις του υλικού της, που έμοιαζαν με της φυσικής πέτρας μα τη συγκινούσαν πιο πολύ, αφού χρηστικά ήταν πιο ευέλικτες. Συνδύαζε ήδη τα απαλά σχήματα, υπολόγιζε διαστάσεις και ταίριαζε τις αδιόρατες διακυμάνσεις του χρώματος σαν να σχεδίαζε, σε λιλιπούτεια κλίμακα, βράχους ή καθεδρικούς ναούς. Σ’ αυτή τη βιομηχανικά προετοιμασμένη αλλά πολύ προσωπικά υλοποιήσιμη μικρογραφία κοσμογονίας έβλεπε ήδη τη Νέα Κουζίνα, και άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει. Έπειτα, καθώς με τον δείκτη έψαχνε κάτι στην ταμπλέτα, το άλλο χέρι πλησίασε στο μέτωπο κι έμεινε μετέωρο, σαν η Ροντίνια Μπεναρόγια να είχε μόλις προσέξει κάτι, ή κάτι να μην καταλάβαινε.


«Είναι ανάποδα», είπε, και η Αλίκη έσκυψε με ενδιαφέρον, να δει. «Ανάποδα», επανέλαβε η Ροντίνια υψώνοντας το κεφάλι και τονίζοντας τη λέξη. «Γι αυτό που μόλις μου διάβασες λέω»


Η Αλίκη την κοίταξε με απορία.


«Η σειρά είναι αλλιώς», εξήγησε η γεωλόγος. «Όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο κι από τον άνθρωπο στο θεό. Είναι από τον πίθηκο στο θεό κι από το θεό στον άνθρωπο».


Χωνεύοντας αργά τα λόγια, η Αλίκη κούνησε το κεφάλι. Έπειτα η μέρα αφιερώθηκε ολόκληρη στην έναρξη των εργασιών, που ένα μήνα μετά κατέληξαν στη νέα μορφή κουζίνας και σάλας, αυτή που συναντάμε στη σημερινή μέρα της ιστορίας μας. (Κατά την οποία η Ροντίνια έχει έρθει, με το περιοδικό της με τον κόκκινο νιπτήρα, για τις τελευταίες αλλαγές στο μπάνιο). Όμως εκείνη η φράση της από τον πίθηκο στο θεό κι απ’ το θεό στον άνθρωπο, ενώ για τη ίδια δεν απηχούσε παρά τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε (αφού για έναν συστηματικό άθεο σαν τον Ζαν Μπεναρόγια η έννοια του θεού – τον οποίο, σημειωτέον, καθόλου δεν ταύτιζε με τις ιδέες γενικά – δεν ήταν παρά μια βαθμίδα εξέλιξης του ανθρώπου), για την Αλίκη υπήρξε σοκ: η Αλίκη δεν είχε κληρονομήσει καμιά θεωρία ή σύστημα. Στον κόσμο που μεγάλωσε απλώς συγχρωτίζονταν άνθρωποι, κάθε λογής και κάθε πιθανής ιδεολογίας. (Ούτε και για το θεό είχε κάποια βαθιά αντίληψη η Αλίκη, πράγμα που εξηγεί γιατί τον ταύτισε τόσο εύκολα με τις ωραίες ιδέες του ανθρώπου – έβλεπε και τα δυο, θεό και ιδέες, μόνο πρακτικά: σ’ αυτά οι άνθρωποι πιστεύουν, γι’ αυτά μπορούν να σκοτώσουν ή να πεθάνουν). Με άλλα λόγια η Αλίκη ήξερε μόνο από ανθρώπους, κι είχε γνωρίσει τις ιδέες μόνο ενσαρκωμένες στους φίλους (ή μη) που της έτυχαν. Η ενσάρκωση αυτή ως τότε τις αδυνάτιζε στα μάτια της, δεν ήταν αυτές τα ανθρώπινα στοιχεία που πρόσεχε πιο πολύ. Εκτός από ακραίες περιπτώσεις τύπου Μπόγκνταν, θα λέγαμε ότι ήταν μάλλον ένα είδος πρόσθετης διακόσμησης.


Η καζαντζακική αλληλουχία όμως, και μαζί της, απανωτά, το ευφυολόγημα της Ροντίνιας, ενεργοποίησαν τη συνείδησή της απροσδόκητα: για πρώτη φορά σκέφτηκε τις ιδέες (ή το «θεό» του καθενός) ως έναν ιδιαίτερο κόσμο, χωριστά από τους ανθρώπους, που η Ροντίνια θα τον έλεγε ίσως σύστημα μα η ίδια δεν μπορούσε να τον σκεφτεί παρά ως μια νεοσχηματισμένη μάζα, μια πηχτή λίμνη, μέσα στην οποία κολυμπάνε οι πίθηκοι, κολλάνε σε διάφορα κομμάτια της σαν σε σωσίβια και αγωνίζονται έτσι, μόνοι ή με τους συμπίθηκους, να βγουν στην απέναντι όχθη. (Ως άνθρωποι, ίσως, πια), Στο νου της ζωντάνεψαν τρυφερά ο Ορέστης και τα άλογά του, ή ο Ορέστης και οι οικοκοινότητες. Ο Μπόγκνταν και η Πολωνία του. Ο πατέρας της και το ρεστωράν, οι Σαρανταεπτά και οι αγώνες τους για δικαιοσύνη. Οι οργανώσεις και οι νόμοι για τη ρύπανση. Οι Ζωντανοί στο Νούφαρο και η μουσική τους. Τέλος, μέσα σε αυτή τη λίμνη των ιδεών είδε και τον εαυτό της: μήπως δεν είχε κι η ίδια, κατά βάθος, τον πόθο να φτιάξει την καλύτερη νύχτα γιορτής που είδε ποτέ οποιοδήποτε Delta International, μια νύχτα που θα έμενε στην ιστορία; Δεν θα ήθελε, δεν θα λαχταρούσε αληθινά, σε μια δίκη που θα προέκυπτε γι’ αυτό το θέμα, να έχει κοντά της τον Ορέστη και τον Μπόγκνταν και τα νεαρά παιδιά της παραλίας, κι ας μην τους ένοιαζε καθόλου αυτό το όνειρο; Να έχει κοντά της μόνο την αγάπη τους; Ξαφνικά οι ιδέες είχαν αναδυθεί στη συνείδησή της ως σπουδαία στοιχεία των ανθρώπων. Δεν είχε τόσο σημασία αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε (χώρια ότι στην προκειμένη, την ιδέα καθαρή θάλασσα, ασφαλώς συμφωνούσε), όσο ότι είναι τα πράγματα που οι άνθρωποι αγαπούν. Κι έτσι, όταν αργότερα ήρθε η είδηση για τη δίκη κατά της εταιρίας Α κι έμαθε ότι θα πήγαιναν ως μάρτυρες ακόμα και δυο παιδιά από το τοπικό φαστφούντ με το στριφνό εργοδότη, διακινδυνεύοντας τη δουλειά τους, αλλά κι ένας θυμωμένος ημιάστεγος γέρος, αποφάσισε πως η δημιουργός του Alices foodland – και φιλόδοξη οικοδέσποινα της κορύφωσης της γιορτής – δεν ήταν δυνατό να λείψει.


Πρωτοδικείο Αθηνών, ή Τα Δικαστήρια ή Πρώην Σχολή Ευελπίδων: Τα συναντάμε ανεβαίνοντας ένα φαρδύ γεμάτο κίνηση δρόμο, την οδό Ευελπίδων που ανηφορίζει από τη Δύση προς την Ανατολή έχοντας στο βάθος του, πάνω από τις γραμμές του τρένου, τον κόκκινο ήλιο ακάλυπτο από τα χαμηλά αθηναϊκά κτίρια και μπροστά του τον ήμερο ουρανό του Υμηττού. Είναι ένας δρόμος που είχε όλες τις προδιαγραφές να γίνει διάσημο βουλεβάρτο με ολόφωτα θέατρα, σινεμά και καφέ για τα επικά ραντεβού μας, αλλά του έτυχε να είναι διφορούμενος: λίγο μετά την οδό Πατησίων σχηματίζει διχάλα. Το δεξιό μέρος οδηγεί στο άλσος, στο Πεδίο του Άρεως, κάτω από συστάδες δέντρων που ευωδιάζουν όλο το χρόνο, ενώ το αριστερό είναι ο κυρίως δρόμος, που οδηγεί στη γνωστή συστάδα από κιτρινόχροα κτίρια – τα πιο πολλά από το 19ο αιώνα αλλά και μερικά καινούργια, σύμβολα μιας νέας δικαιοσύνης. Τα κτίρια αυτά γεννήθηκαν ως πολεμική σχολή. Στην κεντρική αυλή τους, πίσω από το παλιό διοικητήριο που φέρει την υπογραφή του πιο εμβληματικού αρχιτέκτονα της Αθήνας (και που, ειρωνικά, δεν κοιτάζει προς τα Δικαστήρια αλλά προς το άλσος), εκεί που τώρα συνωστίζονται οι πιο φτωχοί από τους διαδίκους, υπήρχε κάποτε πολεμικό μνημείο. Η Ιστορία όμως την έκανε θύμα της και ύστερα την ξαναγέννησε με αυτή τη μορφή: του ναού της Δικαιοσύνης. Εδώ συχνά η δικαιοσύνη «επιβάλλεται» περίπου όπως και στην βαρβαρότητα, δηλαδή κερδίζουν ο Δυνατός και ο Πονηρός, όμως αυτό γίνεται με το σημερινό, οικείο τρόπο: μεσολαβεί μια κατευναστική γραφειοκρατία, μια «ενημέρωση», ειρηνικά ανθρώπινα βλέμματα και μετρημένες κινήσεις, χύνεται σαν φάρμακο παντού μια ναρκωτική ουσία, μια ενέργεια από τη συνύπαρξη, τα λόγια, την πολιτισμένη επαφή. Γεννιέται έτσι, με μαμές τους ακατάβλητους  αυτούς πύθιους ιερείς, τους δικηγόρους, η ελπίδα, κι όλοι, ανακουφισμένοι από το τυπικό και τις ορολογίες ξεχνάνε το σφίξιμο που γεννάνε στα στήθη τα κίτρινα κτίρια και προχωρούν. Τα βλέμματα που θα ήθελαν να διασταυρώνονται αλλού (στην άλλη πλευρά της διχάλας ας πούμε, στο άλσος με τα μυρωδάτα κλαδιά) διασταυρώνονται κι εδώ, πονηροί κι αθώοι κρατάνε μαζί άσβεστη την εστία, γιατί ακόμα και οι πιο σάπιοι, και οι πιο τιποτένιοι ξέρουν πόσο χρειάζονται όλα αυτά, πόσο όλα συντρίβονται χωρίς αυτή τη ζωογόνα υποκρισία, την τελετουργική αυτή νοσταλγία για τη μέρα που η δικαιοσύνη (ή ό,τι της μοιάζει) θα έρθει.


Έτσι λοιπόν και η Αλίκη ξεκίνησε γι αυτό το θορυβώδη και μοιραίο χώρο όχι χωρίς κάποιο άγχος, όχι ευχάριστα, αλλά ήρεμα. Κατέβηκε από το τραμ στην Πατησίων κι πέρασε με το ποδήλατο στην Μαυροματαίων. (Εκεί, ψηλά σε ένα παράθυρο αιωνόβιας πολυκατοικίας, είδε τυχαία ένα κεφάλι, έναν ίσκιο που ανεξήγητα τη βάρυνε). Την ίδια σχεδόν στιγμή, περνώντας έξω από το Πεδίο του Άρεως νόμισε πως διέκρινε φευγαλέα ανάμεσα στα δέντρα έναν Χούντι. Οι Hoodies ή χουντίνια ήταν ομάδες με μαύρα ρούχα, κουκούλα και μια γυαλιστερή μάσκα πορφυρή ή βαθυπράσινη ή μπλε, που σύχναζαν σε περιοχές με στρατηγική σημασία (όπως εδώ τα Δικαστήρια) και έκαναν μικρά σαμποτάζ, εμπρησμούς ή ταραχές όποτε νόμιζαν πως η εξουσία πέρασε τα όρια. Ήταν η εξέλιξη των αντιεξουσιαστικών ομάδων των ευρωπαϊκών πόλεων, μια παράδοση ιδιαίτερα έντονη στην Αθήνα. Κανείς δεν γνώριζε ποιοι ήταν κάτω από τις μαύρες κουκούλες και τις βαθύχρωμες μάσκες, κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι ήταν και βαλτοί, προβοκάτορες των αρχών για ώρα ανάγκης. Είχαν επίσης μεγάλη έχθρα με τους ισχυρούς (αλλά κατά κανόνα ειρηνικούς) Σαρανταεπτά. Άλλοι όμως έλεγαν ότι, μυστικά, κάποιοι από τους Σαρανταεπτά ήταν και χουντίνια. Ο κόσμος στην Αθήνα τους συμπαθούσε, αλλά εκείνο το πρωί η φευγαλέα φιγούρα με τη βαθυπόρφυρη μάσκα φάνηκε στην Αλίκη εξώκοσμη και τρομακτική.


Στην αυλή του Πρωτοδικείου, ανάμεσα στα αριθμημένα κτίρια, το βλέμμα της διασταυρώθηκε με μάρτυρες, διάδικους, δικηγόρους, ακόμα και κατηγορούμενους, στην αρχή με διάθεση επικοινωνίας. (Ήταν η δουλειά της: ήταν άνετη με τους ανθρώπους). Αλλά μια αύρα δυσπιστίας την έκανε να μαζευτεί, την έφερε δίπλα στους λίγους που γνώριζε, τους σχετικούς με την υπόθεση, και ξαφνικά ήθελε να τελειώνει και να φύγει: η ιδέα της δικαιοσύνης, καθώς και όποια άλλη τη στήριζε (γιατί η δικαιοσύνη είναι βεβαίως ετερόφωτη ιδέα, προϋποθέτει άλλες ως βάση) δεν υπήρχε εδώ. Ίσως αν εκείνη η κουβέντα με τη Ροντίνια, ένα μήνα πριν, δεν είχε τύχει σε μια πολυάσχολη μέρα αλλά σε μια στιγμή με καφέ στην ηλιόλουστη βεράντα ή σε μια νύχτα με κρασί ανοιγμένο ερήμην του προϋπολογισμού – συνήθεια ωστόσο που ήρθε αργότερα – η Ροντίνια θα τη βοηθούσε να δει ότι η αγαθή ματιά της για τις ιδέες σαν κομμάτια των ανθρώπων ήταν απατηλή: οι ιδέες, αυτές οι ύπουλες, ελάχιστα δημοκρατικές οντότητες ιεραρχούνται – χώρια που μετά το τέλος του θεού στριμώχνονται να πάρουν το θρόνο του – και δεν είναι καθόλου μια πηχτή λίμνη, αλλά μια αυστηρά ρυμοτομημένη πόλη,  σε μια άβολη, παγωμένη αίθουσα της οποίας η Αλίκη είχε τώρα βρεθεί. (Όμως αν αυτό είχε γίνει, μπορεί τώρα να μην ήταν εδώ). Μέσα στην αίθουσα ωστόσο (την πραγματική), στο κάθισμα του ακροατηρίου και μέχρι να έρθει η σειρά της, ένιωσε ευτυχώς ένα χαλάρωμα, εκπεμπόμενο, όπως με ευγνωμοσύνη κατάλαβε, από μια ομάδα φλύαρων ακροατών, που ισχυρίζονταν πειρακτικά ότι ήξεραν πολύ καλά το νόημα αυτής της δίκης και πώς όλα αυτά ήταν χωρίς σημασία. (Ναι, ήταν οι Έλληνες του Αλέξανδρου). Έπειτα άρχισε η ακρόαση και γρήγορα ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα ο υπεύθυνος για την εξέδρα της γιορτής, που αποδείχτηκε πως δεν ήταν άλλος από τον επικεφαλής προσωπικού της εξόρυξης στο Αιγαίο, αρκετοί μάλιστα τον αναγνώρισαν και από εκείνο το μικρό βίντεο με την υποδοχή του Σίμου Στεφανίδη στο πλοίο.


Η Αλίκη δεν είχε δει το βίντεο. Άκουσε το όνομα, και χρειάστηκε λίγα λεπτά για να αναγνωρίσει με βεβαιότητα τον Αντώνη. Όταν, ώρες μετά, τελείωσε η διαδικασία (ορίστηκε ένα πρόστιμο κλπ), κι ενώ ο Αντώνης είχε στο μεταξύ μαγευτεί κι αυτός από την παρουσία της και την απλή της κατάθεση (η θάλασσα είναι το μέρος όπου όλοι κολυμπάμε, βρισκόμαστε και διασκεδάζουμε, κυρίως όσοι δεν έχουν πού αλλού να πάνε), εκείνη τον πλησίασε πρώτη, με τα χέρια διάπλατα. Εκείνος άνοιξε τα δικά του και την άλλη στιγμή αγκαλιάστηκαν σφιχτά, κλαίγοντας μαζί και γελώντας.


Και να τους το ίδιο βράδυ στο σπίτι του Αντώνη, το διώροφο με το μπαλκόνι ρυθμού Έσερ, στην πάροδο της Αγίου Μελετίου. Να πάλι το δωμάτιο με τις κουρτίνες της μαμάς, την παλιά βιβλιοθήκη και το γραφείο, να στο πίσω μέρος και η μικρή κρεβατοκάμαρα όπου η Αλίκη είχε κάποτε αφήσει δύο τετράδια, ένα μπουφάν και μια φωτογραφία της από ένα αεροπλάνο. (Που δεν θυμάται πια ότι το έλεγαν Αρετούσα). Να το μπαλκόνι με κάποια ίχνη από φυτά. Η Αλίκη αναπνέει: το σπίτι.


Πράγματι, αυτό ένιωσε κυρίως: το χώρο, που δεν ήταν μόνο η προέκταση του Αντώνη, αλλά υπήρξε τότε το κουκούλι και των τεσσάρων: των Ζωντανοί στο Νούφαρο. Στο αίμα της ξύπνησε αιφνίδια εκείνη η μουσική, αναζήτησε μηχανικά τα πλήκτρα. (Δεν υπήρχαν). Κάτω από τη στέγη που τους ένωνε τόσο ιδιαίτερα αγκαλιάστηκαν ξανά, με κάποια όμως αμηχανία: ήταν, παρά τις μνήμες, δυο άλλοι άνθρωποι τώρα, είχαν διαφορετική ιστορία. (Πολύ περισσότερο, ήταν δυο άλλοι άνθρωποι σε έναν κόσμο που οι άνθρωποι πολύ εύκολα γίνονται άλλοι).


«Δεν μένεις εδώ, ε»;


«Όχι, μένω στο πλοίο».


Και, με κάποιο δισταγμό, συνέχισε:


«Σκέφτομαι να δώσω το σπίτι σε κάποια οργάνωση, θα είναι πιο χρήσιμο. Δεν ξέρω όμως καλά τα πράγματα εδώ. Τώρα, ίσως, που μένω κάπως πιο μόνιμα…»


Δεν έλεγε ψέματα, απλώς εμφάνισε ως προτεραιότητα κάτι που είχε σκεφτεί στιγμιαία μια δυο φορές. Την κοίταζε έντονα: ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει, να αφηγηθεί.


«Πες μου», τον ενθάρρυνε εκείνη.


Άρχισε να απλώνει τη ζωή του. Τα διαλεγμένα προσεκτικά λόγια δεν αποκάλυπταν την αποτυχία των ονείρων, χωρίς όμως (όπως και στην περίπτωση του σπιτιού) να λένε και ψέματα: μίλησε για τα ταξίδια, τις μικρές επιτυχίες, υπερτόνισε το ρόλο του επικεφαλής προσωπικού. Όταν έφτασε στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα, απέφυγε εκείνη την πατέντα της νιότης, τα πλοία που θα τα έλεγαν Rachel Corrie, και ανέφερε μόνο σκόρπιες περιπτώσεις έρευνας στις οποίες έδωσε μια σοβαρότερη χροιά. Μα όταν η Αλίκη άρχισε, λαμπερή και χειμαρρώδης, να μιλάει για το Alices foodland (η Αλίκη! Αυτή που δεν ήθελε καν να σπουδάσει!), ο Αντώνης ένιωσε πως είχε χάσει. Το αγκάθι τσίμπησε την καρδιά του: Η Αλίκη


Για πρώτη φορά επιθύμησε πραγματικά να την κατακτήσει. Κι ας είχε αποφασίσει πρόσφατα ότι η μεγάλη του αγάπη ήταν η Χριστίνα.


Έπειτα όμως η διάθεση πάλι άλλαξε: μόλις οι νέοι τους εαυτοί αναγνωρίστηκαν, βυθίστηκαν πιο ήρεμα στην αναδίφηση των παλιών στιγμών. Αυτό τους γέννησε μια ζεστή δύναμη και ξαφνικά, με τη βοήθεια και ενός κρασιού, απλώθηκε μπροστά τους ένας νέος κοινός ορίζοντας, γεμάτος από την αρχή με πλοία και εξορύξεις και εστιατόρια και γιορτές, κι ένας διάδρομος όπου βάδιζαν μαζί, ένας σταθερός και φωτεινός χώρος χωρίς σκιές, που κανονικά έπρεπε να τον κατέχουν από παλιά. Ό,τι συνέβαινε βέβαια στα αλήθεια είναι ότι, καθώς η Αλίκη καθόταν στον παλιό καναπέ, τον ίδιο εκείνο όπου καθόταν στα δεκαοχτώ, ο εγκέφαλός της, αυτή η ρόδινη σάρκα με τις αμέτρητες αποθηκούλες, άνοιξε τα παλιά δεδομένα (τα πολύ καθαρά, τα γραμμένα στα χρόνια των ευκρινών εντυπώσεων), και το αντίστοιχο έκανε και ο εγκέφαλος του Αντώνη. Μα αυτή η περιγραφή σαν κάπως, ήδη, να ξενίζει – το να μιλάμε δηλαδή για συνάψεις που ανοίγουν δεδομένα – γιατί πώς είναι δυνατό να αποδίδουμε έτσι αυτή την απίστευτα συναρπαστική στιγμή, την γεμάτη από τα παλιά τραγούδια, τις χαρές και τα γέλια; Από την άλλη πάλι, δεν είναι μήπως αυτό, οι συνάψεις δηλαδή και τα δεδομένα, το μόνο αναντίρρητο γεγονός, το βασικό και στοιχειώδες; (Θα μπορούσαμε βέβαια εδώ να απαντήσουμε πως δεν μας ενδιαφέρει το αναντίρρητο γεγονός, πως αγωνία μας είναι να περιγράψουμε το άρρητο, όμως κι αυτή η εμμονή μας δεν είναι παράξενη; Δεν είναι σαν να μας λέει ότι ο σκοπός για τον οποίο υπάρχουμε είναι η διαρκής μας πάλη με ό,τι παραμένει ανεξήγητο;) Γιατί λοιπόν; Γιατί γυροφέρνουμε όλα αυτά τα τόσο περίπλοκα και ασαφή πράγματα (τη μουσική και την ομορφιά και τη νιότη) και μάλιστα όλοι, και οι πιο απλοϊκοί από μας, τα χειριζόμαστε σαν να είναι τα κοινότερα στοιχεία του σύμπαντος;


Γι’ αυτή την αφύσικη οικειοποίηση των αινιγμάτων, αυτή την εντελώς μυστηριώδη γλώσσα, ίσως μόνο μια εξήγηση – μια ταυτολογική εξήγηση – υπάρχει: ότι μιλάμε, αντί για νεύρα και κύτταρα και ιστούς (τα απτά δεδομένα) για τα αρώματα και την πενταήμερη και τα φιλιά, για εκείνη την αξέχαστη νύχτα και για τη θάλασσα πλατιά (σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις), επειδή, απλούστατα, είμαστε μαγικοί.


Κι έτσι η (μαγική) Αλίκη κι ο (μαγικός) Αντώνης εχτές το βράδυ έβαλαν μουσική κι άρχισαν να στροβιλίζονται. Ήταν ευτυχισμένοι που βρήκαν ο ένας τον άλλο. Ήταν δυνατοί όσο ποτέ. Κι ήταν μακριά, πολύ μακριά, από το φόβο που κανονικά έπρεπε να νιώσουν πίσω από τα (απατηλά καθησυχαστικά) λόγια εκείνων των πειραχτηριών, των Ελλήνων του Αλέξανδρου: ότι όλα αυτά (εν προκειμένω αυτή η δίκη) δεν έγιναν επειδή οι διοργανωτές της γιορτής ανησύχησαν για ένα νέο μικρόβιο στα νερά της μαρίνας. Έγιναν επειδή η εταιρία Α είναι μέρος της εκκολαπτόμενης durcel, της πολυεθνικής που ελέγχει ποικίλες – και αντικρουόμενες – πηγές ενέργειας, και η Delta International είναι από την πλευρά της μέρος μιας άλλης εκκολαπτόμενης πολυεθνικής, με ειδίκευση σε προϊόντα πολιτιστικά, που τη λένε eb.edu.org (eurobalcan education organization) και οι νεαροί μάνατζερ την αποκαλούν χαϊδευτικά “ebedu”. Οι δυο εταιρίες – οι δυο εκκολαπτόμενες υπερδυνάμεις – έχουν αρχίσει να αναμετρούν, όποτε βρίσκουν ευκαιρία, την ισχύ τους.


«Αλλά δεν ήμασταν εραστές», διευκρίνισε η Αλίκη και το εννοούσε (εκείνο το σεξ της πενταήμερης δεν μετρούσε), καθώς έμπαιναν μέσα στη σάλα. «Φίλοι είμαστε, πολύ καλοί φίλοι»..


«Άλλωστε», συμπλήρωσε, «εγώ ήμουν ερωτευμένη με τον άλλο της παρέας, τον Μπίλι».


«Τι έγινε αυτός; Τον βλέπεις;» ρώτησε η Ροντίνια.


«Όχι, αλλά ξέρω πού είναι. Κι εσύ ξέρεις: είναι ο Βασίλι Μίσκιν, ο μαέστρος».


 


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 20, 2013 06:38
No comments have been added yet.