Ελληνικό και Βάλτοι (Από τη “Μέρα της Μελάνης”, συμπίλημα)

πιανο ρετζο


Την έβλεπαν στα φώτα του δρόμου σαν πορφυρή λάμψη (από το χρώμα του μπουφάν), όταν επέστρεφε τα βράδια στους Βάλτους από το σταθμό του μετρό Ελληνικό. Κυλούσε ήρεμα πάνω σε ένα υβριδικό Strada από ανθρακονήματα, μοντέλο ’50, σπάνια έτρεχε, πιο σπάνια λαχάνιαζε ή σάστιζε. Τα πρωινά καλημέριζε τους γείτονες στην αντίθετη διαδρομή, από τους Βάλτους προς το μετρό κατά μήκος του κεντρικού ποδηλατόδρομου και κάτω από το διάχυτο φως της Αττικής που ακόμα και στη συννεφιά έκανε τα κτίρια που είχαν υψώσει η issol, η durcel και η ebedu απαλές πηγές φυσικής λάμψης, χωρίς καν τη βοήθεια υαλοπινάκων ή μετάλλου. Άφηνε το ποδήλατο στο ποδηλατοστάσιο κι έπαιρνε το μετρό –όταν είχε να βγάλει σκυλιά σε άλλη περιοχή, όπως τη φορά που τη γνωρίσαμε στο Λοφτ Σίτυ. Όταν δεν είχε, παρέκαμπτε το σταθμό και το ποδηλατοστάσιο και πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο μέσα στο Πάρκο του Ελληνικού. Το ιδανικό πάντως ήταν όταν συνδύαζε βόλτα και δουλειά, με τέσσερα σκυλιά της γειτονιάς που τα έβγαζε όλα μαζί (με τα πόδια ) στο Πάρκο.


Η παραλία δίπλα στους Βάλτους ήταν επίσης ένας τόπος για βόλτα: ένα κιόσκι νοίκιαζε ομπρέλες και καρέκλες για όσους ήθελαν να κολυμπήσουν ή να καθίσουν αγναντεύοντας τη θάλασσα. Οι μεγαλύτεροι θυμούνταν πάντως όλη την ακτή πριν από τον πόλεμο, με την αμμουδιά ή τα λιγοστά, ήμερα βράχια της από το Φάληρο – όπου δέσποζε τότε, καινούργιο ακόμα, το άλλο Πάρκο, της Όπερας και της Βιβλιοθήκης – μέχρι το Σούνιο. Με μικρούς όρμους, μαρίνες και πλαζ, μ’ ένα πλακόστρωτο κατά μήκος στολισμένο φοίνικες και πικροδάφνες και δίπλα του το χλοοτάπητα του τραμ, καθαρή χάρη στο βιολογικό καθαρισμό και με ρηχά νερά, η παραλία του Σαρωνικού ήταν τότε ο παράδεισος της Αθήνας. Τα χρόνια εκείνα ήταν βέβαια ασταθή, με πολλούς άνεργους και ημιάστεγους που κοιμούνταν στα ειδικά μπανγκαλόου νιώθοντας κάτι κακό να πλησιάζει, μα ήταν ταυτόχρονα γεμάτα ζυμώσεις που θα έδιναν τους καρπούς τους (όπως συχνά συμβαίνει) μετά τον πόλεμο.


Ο Πόλεμος του Νερού ξέσπασε το 2040, κράτησε τρία χρόνια και έκανε τους διανοούμενους να θέσουν ξανά τα παλιά ερωτήματα και τους υποθετικούς κατάσκοπους από το Γαλαξία να αναρωτηθούν γιατί γίνεται πόλεμος για το νερό σε έναν πλανήτη με τόσο νερό. Ο πόλεμος βέβαια δεν έγινε από έλλειψη νερού, αλλά για τον έλεγχό του ( καθώς και όσων κρύβει) από τις εταιρίες. Οι δυνάμεις μοίρασαν συμμάχους, οι άνθρωποι θρήνησαν αγαπημένους και όταν ο πόλεμος τέλειωσε, εκτός από τις άλλες μοιρασιές, τα εργοστάσια αφαλάτωσης είχαν εγκατασταθεί ακόμα και σε μέρη με έξι μήνες το χρόνο βροχή: το προϊόν τους, απλούστατα, μεταφερόταν αλλού.


Μικρή μονάδα αφαλάτωσης έγινε τότε και στην παραλία του Σαρωνικού, ανάμεσα στο Ελληνικό και τη Γλυφάδα, στα πλαίσια μιας βραχύβιας μεταπολεμικής πολιτικής, απόηχου των ρομαντικών οικοκοινοτήτων, που προέβλεπε κάποιες τοπικές παραγωγικές ζώνες κοντά ή μέσα σε οικισμούς. Έκλεισε όμως σύντομα, καθώς μια πολύ μεγαλύτερη άνοιξε στη Σαλαμίνα – με σκοπό να παράγει το νερό για τα άνυδρα νησιά της Ελλάδας και να ελευθερώσει έτσι τις ελληνικές πηγές εκλεκτού εμφιαλωμένου νερού για την αγορά της Συνομοσπονδίας. Στη θέση της παλιάς μονάδας σχηματίστηκαν οι Βάλτοι. Δεν ήταν βέβαια βάλτοι κυριολεκτικά, δεν υπήρχε στο Σαρωνικό τέτοιο οικοσύστημα. Ήταν μια έκταση γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα κατά μήκος της παραλίας και δυο χιλιόμετρα προς τα ενδότερα (περίπου δηλαδή στην ακτίνα της κύριας μονάδας αφαλάτωσης που βρισκόταν στα 800 μέτρα από την ακτή) με μια εικόνα εγκατάλειψης όπως ήταν φυσικό, με το νερό, θαλασσινό και βρόχινο, να λιμνάζει στα σκαμμένα κι εκείνη τη διφορούμενη έλξη των σκοτεινών, άδειων κτιρίων και των σε αχρησία σωληνώσεων και αγωγών, που αναπτύσσουν μια δική τους αφανή ζωή. Πολύ σύντομα (καθότι σπάνια έμεναν για πολύ τέτοια κενά) κάποιος καθάρισε το μέρος γύρω από το παράκτιο αντλιοστάσιο και μετέτρεψε το μικρό κτίσμα σε μπαρ με το όνομα Οι βάλτοι. Το αυτοσχέδιο μαγαζί είχε μεγάλο σουξέ στη μεταπολεμική νεολαία, που γέμιζε ασφυκτικά, τις καλοκαιρινές νύχτες, το χώρο του μα και τη γύρω παραλία, ακουμπώντας τα ποτά στις φωτισμένες με κεριά αινιγματικές σωληνώσεις και κολυμπώντας σε μια θάλασσα ερημωμένη μάλλον από ζωή (λόγω της κοντινής χρονικά ακόμη απόρριψης της άλμης μετά την επεξεργασία του νερού), μα πάντα ζωντανή από τα αστραφτερά, παλλόμενα φώτα του κόλπου. Ώσπου την περιοχή πήρε για εκμετάλλευση η εταιρία durcel, που έχτισε και τη νέα συνοικία: ένα συμμετρικό σύνολο από προκάτ σπιτάκια πανομοιότυπα, που κάποιοι ειρωνεύτηκαν ως την τρέντι μετεξέλιξη των προπολεμικών μπανγκαλόου για άστεγους, μα που οι περισσότεροι τα ζήλεψαν: φτιαγμένα από φιλικά προς το περιβάλλον υλικά, είχαν καραμελένια χρώματα (ροζ, γαλάζια, βεραμάν ή μοβ), ειδικό χώρο για ποδήλατο, σπιτάκι κατοικίδιου κι από ένα κουκλίστικο κήπο, ενώ μέσα όλες τις σύγχρονες ανέσεις. (Συνδυασμό γεωθερμίας και φωτοβολταϊκών, συσκευές-ρομπότ και πρωτοποριακό σύστημα ασφάλειας). Τα πρότυπα αυτά σπιτάκια, που για λόγους διαφήμισης η durcel διέθεσε σε πολύ προσιτά ενοίκια, κατοίκησαν σύντομα φτωχοί εργένηδες με κάπως μποέμικη ζωή: κυνηγοί, διασκεδαστές, οδηγοί μέσων μεταφοράς και κυρίως δάσκαλοι γλωσσών, το πιο συνηθισμένο επάγγελμα σε μια κοινωνία με τόσες γλώσσες. Το 2060 η Αντριάνα ζούσε ήδη τρία χρόνια εκεί, έχοντας φύγει στα εικοσιδύο της – σχετικά αργά – από το πατρικό της. Όπως οι περισσότεροι γείτονές της σύχναζε στην μπιραρία (ένα ευρύχωρο μαγαζί που είχε αξιοποιήσει και την κεντρική μονάδα αφαλάτωσης, κλέβοντας την ιδέα από το παραλιακό εκείνο μπαράκι στο αντλιοστάσιο*) και στα κοντινά μούλτιπλεξ, έκανε βόλτες με το ποδήλατο, μέσο που διέθεταν οι πάντες (κάποιοι νοίκιαζαν πού και πού κι ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο από το τοπικό rent a car) και ταξίδευε με το intercity στις άλλες επαρχίες της Συνομοσπονδίας. Ήταν μια ήσυχη εποχή μετά από τη μεγάλη περίοδο αστάθειας και ταραχών που είχε αρχίσει στα τέλη του περασμένου αιώνα.


…………………………….


Η Όλγα Μιχαήλοβα Κίροβα, γεννημένη το 1990 στην Αθήνα από Ουκρανούς γονείς, δασκάλα ρωσικής και (κατ’ εξαίρεση) ηλικιωμένη κάτοικος των Βάλτων, ήταν μια λεπτή γυναίκα με λευκά μαλλιά, έξυπνο πρόσωπο και γαλάζια μάτια που θύμιζαν κούκλα της Δρέσδης*. Στα εβδομήντα της και μετά από μια ζωή μετανάστευσης, μετακομίσεων και ταξιδιών θα μπορούσε πια να έχει τη νοερή ματιά προς τα πίσω, εκείνο τον όψιμο έρωτα προς τον άγνωστο τόπο καταγωγής, ωστόσο αντίθετα έδειχνε με κάθε τρόπο την ευχαρίστησή της για το σήμερα και το καινούργιο. (Στην πραγματικότητα συνέβαιναν και τα δύο: ήταν μια σύγχρονη πολίτης της Συνομοσπονδίας που το βάθος των γαλάζιων ματιών της παρέπεμπε στην ξεχωριστή, προσωπικά χρωματισμένη σημασία που έχουν για τον μοναχικό οι ρίζες). Η Όλγα ήταν η αγαπημένη γειτόνισσα της Αντριάνας, μολονότι ελάχιστα γνώριζε η κυνηγός γι’ αυτήν. (Το πιο σημαντικό, ότι φύλαγε σαν θησαυρό ένα παμπάλαιο αντίτυπο μιας μεθόδου εκμάθησης ρωσικής). Τις έβλεπαν μαζί στο πάρκο, μόνες ή με σκυλιά ή με το ποδήλατο της Αντριάνας, ένα ντουέτο που αγαπούσε την κουβέντα, ευχάριστο και οικείο σε πολλούς. Συχνά, όπως στέκονταν δίπλα σε μια υδάτινη κατασκευή, το λευκό κεφάλι θάμπωνε με φόντο το νερό και το ελαφρά γερμένο κορμί με τα απλά παντελόνια και μια τσάντα στον ώμο (που περιείχε οπωσδήποτε κάτι για ανάγνωση) έμοιαζε σαν να αντιστέκεται στην έλξη της λίμνης συγκρατημένο από το σώμα της συντρόφου με το ποδηλατικό κολάν και το λείο νεανικό πρόσωπο. (Ωστόσο κάποιοι θα διέκριναν και το αντίστροφο, τη ευφυή ευγένεια της Όλγας που έκανε την Αντριάνα να στέκεται, για να μελετήσει τον κόσμο-βιβλίο). Όπως και να ’ναι ήταν, οι δυο τους, από τους πιο αναγνωρίσιμους ανάμεσα στους χιλιάδες θαμώνες του μεγαλύτερου πάρκου της Ελλάδας κι ενός από τα μεγαλύτερα της Συνομοσπονδίας: του Μητροπολιτικού Πάρκου του Ελληνικού.


Το Πάρκο του Ελληνικού (όνομα που αν και προήλθε από σύμπτωση διαφημίζει διαρκώς την Ελλάδα, καθώς οι οργανισμοί τουρισμού αναφέρουν κάθε τόσο το διάσημο Hellenikon) υπήρξε εργοτάξιο για πολλά χρόνια: πριν τον πόλεμο οι κάτοικοι της παραλίας, μιας πολύβουης ζώνης με σήμα κατατεθέν τον χλοοτάπητα του τραμ, με παραθεριστές, άστεγους περιπλανώμενους στις πλαζ και τους κήπους (τότε ήταν στις δόξες του το πάρκο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Φάληρο) και εστιατόρια που άφησαν εποχή, ανέπνεαν τη σκόνη των εκσκαφέων χειμώνα καλοκαίρι και δυσπιστούσαν σταθερά για το αποτέλεσμα. Μα η ιστορία (που ίσως διέπεται από νόμους δυναμικής που αγνοούμε) εναρμόνισε τα στοιχεία όπως έπρεπε, συντονίζοντας τελικά την ανάσα της εντυπωσιακής χλωρίδας, που κατέφθασε από ειδικά φυτώρια για να συντροφέψει τα εγχώρια πλατάνια και ελαιόδεντρα, με εκείνη των ανθρώπων, την κατάλληλη ώρα: όταν πια από την Αθήνα είχαν εκλείψει οι εποχούμενοι ιδιώτες που αδιαφορούσαν για πάρκα κι απέμεναν μόνο, αμιγείς, οι γενιές που μεγάλωσαν στο πολυποίκιλο στερέωμά τους. Σήμερα απλώνεται μεγαλόπρεπο σε έκταση χιλιάδων στρεμμάτων, εκεί όπου κάποτε βρισκόταν το παλιό ομώνυμο αεροδρόμιο της Αθήνας. Ο φαρδύς κεντρικός άξονας, στην πραγματικότητα ο πρώην αεροδιάδρομος, διακλαδίζεται σε ποδηλατόδρομους και αλέες, διασχίζει λίμνες και κανάλια νερού δίπλα σε περίπτερα αναψυχής και καταλήγει σε ένα αμφιθέατρο. Ολόκληρος ο χώρος ανήκει φυσικά στην issol, τη durcel και την ebedu.


Κυριακή πρωί η Όλγα Μιχαήλοβα έπινε το τσάι της (από τα περίφημα βότανα των οικοκοινοτήτων, που είχαν διαδοθεί στον πόλεμο ακυρώνοντας στην πράξη τον codex alimentarius) παρέα με δύο συνομήλικους, στη σάλα ενός περίπτερου με τζαμαρία και εσωτερικό σιντριβάνι. Η ηλιόλουστη Κυριακή έμοιαζε ίδια με άλλες, μόνο που αφού ήπιε το τσάι, και παρακολουθώντας αφηρημένα στην οθόνη της σάλας το δελτίο καιρού, η Όλγα Μιχαήλοβα αντιλήφθηκε ότι δεν είχε δει την Αντριάνα Βασίλιεβα, παρόλο που της είχε πει πως θα ερχόταν. Η Αντριάνα Βασίλιεβα όταν έλεγε κάτι το εννοούσε και η Όλγα Μιχαήλοβα βρισκόταν πια στην ηλικία που θεωρεί την ασφάλεια σημαντικότερη από την ιδιωτικότητα, έτσι χωρίς δισταγμό της τηλεφώνησε.


……………………………


 


Εκείνο το βράδυ ο Κουτρουμάνος έκανε κάτι σπάνιο γι’ αυτόν: τύλιξε στο λαιμό το κόκκινο κασκόλ του, πήρε το μετρό και κατέβηκε στο Μητροπολιτικό Πάρκο. Βαδίζοντας σ’ ένα ήπιο αθηναϊκό κρύο ποτισμένο από την υγρασία των φυλλωμάτων και της θάλασσας, μπήκε αργά στην κεντρική αλέα. Η κίνηση ήταν λιγοστή, τα περισσότερα περίπτερα κλειστά κι οι προβολείς έριχναν τις σκιές των δέντρων στη χρωματιστή άσφαλτο επαργυρώνοντας και παραλλάσσοντας τα μοτίβα της. Ο καθηγητής κάθισε σε ένα παγκάκι: να που έξω η ζωή ήταν πολύχρωμη, ακόμα και τη νύχτα.


Δυο νεαροί τον προσπέρασαν μιλώντας ζωηρά για τον αγώνα Π.Α.Ο. – Λίβερπουλ:


«Ο Ζόργκου είναι τραυματισμένος. Αν δεν είναι στην εντεκάδα, το ματς είναι δικό μας».


Ο Κουτρουμάνος σκίρτησε νοσταλγικά, ο Ζόργκου. Το πάρκο τού θύμιζε παιδικά χρόνια.  Πόσα χρόνια έχω να πάω στο γήπεδο;


Και μετά: Τι ώρα να κοιμάται άραγε; Αναρωτήθηκε γιατί την εμπιστεύτηκα;


Σ’ αυτό δίσταζε κι ο ίδιος να απαντήσει. Ένιωθε ότι τη δοκίμαζε, όμως για ποιο πράγμα ακριβώς;


Ύστερα του ήρθε μια πολύ πιο απλή ερώτηση: Πόση ώρα θέλω μέχρι το σπίτι της;


Τα ποδηλατοστάσια ήταν όλη νύχτα ανοιχτά, με τα σωστά κέρματα έπαιρνες το ποδήλατο ό,τι ώρα ήθελες, αλλά ο καθηγητής είχε χρόνια να κάνει ποδήλατο. Αποφάσισε να περπατήσει. Στην παραλία ένιωσε το άρωμα της θάλασσας να τον ζωογονεί, μαζί με τη χαρούμενη νύχτα. Πήρε πρώτα την αντίθετη από ό,τι προς τους Βάλτους κατεύθυνση, προς τον Άλιμο και το πάρκο του Φλοίσβου, νιώθοντας το σώμα του ξαφνικά ανάλαφρο σαν να ήταν τριάντα χρονών. Στο δρόμο είδε μεγαλύτερους από τον ίδιο να βγαίνουν από μούλτιπλεξ, να παίρνουν ταξί, να φιλιούνται, είδε νέους με ηλεκτροκίνητα που αγνοούσε τις μάρκες τους, είδε γιγαντοοθόνες και ολογράμματα, είδε τέλος, στο βάθος, σαν ιπτάμενο δίσκο, τη στέγη της Όπερας. Στάθηκε στο παλιό κυκλικό περίπτερο του Φλοίσβου. Στον ορίζοντα φαινόταν αμυδρά η Αίγινα με τα φώτα της στην ίσαλο γραμμή, δεξιά η αναμμένη ως την κορφή Καστέλα, πίσω της, αχνό κομμάτι νύχτας, η σιωπηλή Σαλαμίνα.


Τα ταξίδια της ζωής μας, όσα και να ’ναι, όταν περνούν τα χρόνια συρρικνώνονται σε ένα και μόνο με ελάχιστους σταθμούς, στην περίπτωση του Κουτρουμάνου δύο ή τρεις: μια άνυδρη γη όπου τα συναισθήματα συνθλίβονταν στην πολλή δουλειά και τους μεγάλους στόχους και μια χαριτωμένη θάλασσα από τα παιδικά καλοκαίρια. Ανάμεσά τους, θαμπό, ένα βροχερό πρωί σ’ ένα πρωτόγονο αεροδρόμιο της Αφρικής, όπου αποχαιρέτησε έναν φίλο.


Και μυρωδιές: εκείνα τα παράξενα φυτά με τη βαριά ανάσα, απλωμένα σε μεγάλες εκτάσεις και με τη Σοφία να τα διασχίζει, και η αρμύρα του Σεπτεμβρίου από τα ξανθά μαλλιά της Όλγας, πολύ παλιά.


Ανάσανε και τώρα βαθιά. Πιο πολύ από αλάτι ή υδρόβια χλωρίδα, η νύχτα μύριζε ψητές πατάτες. Κάλεσε ταξί για τους Βάλτους, βρήκε τα φωτοβολταϊκά και μέτρησε: ένα, δύο, τρία, να το τετράγωνο. Σπίτια σαν κουτιά, αλλά με όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας. Αυτό το γαλάζιο με τα σβηστά φώτα πρέπει να είναι της Όλγας. Θα κοιμάται νωρίς. (Η Όλγα στη Σαλαμίνα δεν κοιμόταν νωρίς. Το σπίτι της είχε κεραμίδια και βεράντα, έμπαινες εύκολα ακόμα και από το παράθυρο).


Δίπλα, το βιολετί, πρέπει να είναι της Αντριάνας.


Είχε φως, αν και όχι έντονο.


Τι κάνει άραγε με τέτοιο φως; Πιθανόν έχει συνδεθεί στο δίκτυο.


Έμεινε κάπου δέκα λεπτά κάνοντας ότι περιμένει κάποιον, έπειτα κάλεσε δεύτερο ταξί.


   


Την ίδια ώρα η Αντριάνα μέσα στο προκάτ της μελετούσε ξανά, μετά τα νέα δεδομένα, τη λίστα με τους δέκα τίτλους:


 


1) Η χαμένη λήκυθος, Ερμιόνη Τζούμα.


2) Οι κήποι του Τσέχωφ, Σεκερμέλ.


3) Η νοσταλγία του ήλιου, Πέτρος Χορν.


4) Η τσιγγάνα στο φάρο, Σεκερμέλ.


5) Ο ναυτικός, Λούκας Μονρό.


6) Ο ασύρματος, Μαρίνα Κύρου.


7) Η λίστα, Λούκας Μονρό.


8) Hotel Macedonia, Μαρίνα Κύρου.


9) Ο κατάσκοπος, Πέτρος Χορν.


10) Στην άκρη του ουρανού, Ερμιόνη Τζούμα.


 


Έχοντας στη διάθεσή της μόνο τη Χαμένη λήκυθο ολόκληρη (η Όλγα της είχε αφήσει το βιβλίο) και αφαιρώντας τους δύο άσχετους τίτλους (τη Νοσταλγία του ήλιου και το Στην άκρη του ουρανού) προσπαθούσε μάταια, από τους υπόλοιπους, να μαντέψει κάπως το περιεχόμενο του ενιαίου μυθιστορήματος, του Ναυτικού. Στο νου της έρχονταν τα λόγια του καθηγητή:


«Μια από τις πιο σπουδαίες πράξεις του ανθρώπου είναι η αφήγηση της ζωής του».


……………


 


Αν η γιορτή στον Ελαιώνα μάγεψε, η εναλλακτική γιορτή στο Πάρκο, που δεν μεταδόθηκε επίσημα αλλά γράφτηκε σε χιλιάδες ερασιτεχνικές κάμερες, σημάδεψε την ιστορία εκείνης της γενιάς και όσοι την έζησαν δεν θα την ξεχάσουν ποτέ. Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τις μοναδικές νύχτες, όπου κάτω από τους προβολείς και τα απλωμένα πολύχρωμα πανό, ανάμεσα στα υπαίθρια βιβλιοπωλεία και με τους άντρες και τις γυναίκες της Aσφάλειας σε κάθε γωνιά, χιλιάδες γέμισαν την ορχήστρα, τις κερκίδες και το γύρω χώρο του αμφιθεάτρου του πάρκου, σε μια γιορτή-συζήτηση όπου ακούστηκαν οι πιο σοβαρές πολιτικές αναλύσεις των τελευταίων χρόνων. Όλοι μιλούσαν με όλους σαν μια παρέα, ζούσαν την πιο ζωντανή άμεση δημοκρατία, ενώ η Αντριάνα και η Περσεφόνη απολάμβαναν αυθόρμητες τιμές, η πρώτη για τους λόγους που ανέφερε ο Σιμόν Ανάν και η δεύτερη γιατί είχε διαθέσει την περιουσία της στην ίδρυση των νηπιαγωγείων – βιβλιοθηκών. Παιδιά και σκυλιά έτρεχαν χαρούμενα, το Imagine ακουγόταν σε πολλές διασκευές, ενώ στη μνήμη όλων θα χαρασσόταν η μορφή του Πέτρου Χορν, που έμοιαζε φυσιογνωμικά με τον John Lennon – και που κανείς δεν μάντευε ότι εκείνες οι νύχτες ήταν οι τελευταίες του. Μια από αυτές πήρε δημόσια το λόγο και είπε πράγματα που οι πιο πολλοί άκουγαν για πρώτη φορά.


Είπε την ιστορία του διαδικτύου, του προδρόμου του δικτύου. Πως στις αρχές του αιώνα υπήρχε απόρρητο επικοινωνιών και ψευδώνυμοι χρήστες, νόμιμα. Υπήρχαν τα Internet cafe (η Αντριάνα θυμήθηκε τις αφηγήσεις της Όλγας) με ανώνυμη χρήση ελεύθερη, δεν μπορούσαν να βρουν το ίχνος σου. Κι όμως τότε, με όλη αυτή την ελευθερία, δεν έγινε τίποτα σημαντικό. Τα μεγάλα συμφέροντα σταδιακά επικράτησαν κι ο έλεγχος επιβλήθηκε, και τεχνικά και με νόμους. Πανεπιστήμια συνεργάστηκαν για να απονευρώσουν κόμβους, να αχρηστεύσουν τα κανάλια διοχέτευσης της είδησης, κι η δύναμη των χάκερ, που γεννήθηκε ως αντίσταση κι έφτασε να γίνει οργανωμένο κίνημα, πέρασε τελικά στα χέρια των ισχυρών ή εκφυλίστηκε σε μέσο κοινής απάτης.


«Παρ’ όλα αυτά», κατέληξε ο Πέτρος με πάθος (και αναζητώντας με το βλέμμα κάποιον μέσα στο πλήθος), «τότε, στην αρχή του αιώνα, υπήρχαν τα μεγάλα, αλλά υπήρχαν και μικρά συμφέροντα και τον μικρό δεν τον χτυπάς εύκολα, τον νιώθεις πιο κοντά σου. Τώρα όμως, φίλοι, που όλα είναι στα χέρια της issol, της durcel και της ebedu μπορούν ευκολότερα να ενωθούν οι δούλοι, γιατί οι δούλοι του ίδιου αφεντικού ενώνονται πιο εύκολα.


»Μα όχι μονάχα γι’ αυτό. Κοιτάξτε γύρω σας! Η αποψινή βραδιά μάς λέει πως η αντίστροφη μέτρηση άρχισε: ως τώρα οι εργαζόμενοι ήταν απρόσωπες μηχανές, και τα στελέχη και οι μάνατζερ νόμιζαν πως είναι οι δυνατοί ανάμεσά τους. Τώρα αργά ή γρήγορα θα καταλάβουν πως όλοι είναι εξ ίσου δούλοι, μα αυτό θα είναι το πρώτο μόνο βήμα, ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας που θα σπάσει: γιατί τώρα, φίλοι, ήρθε η εποχή της ανάγνωσης, κι ο άνθρωπος, με αυτήν, ξαναγεννιέται: τώρα που είναι όλοι εξ ίσου δούλοι αλλά, για πρώτη φορά στην ιστορία, δούλοι που διαβάζουν, τώρα ακριβώς μπορούν να γίνουν όλοι εξ ίσου ελεύθεροι».


 


 


…………………………..


Την τρίτη μέρα η στάχτη της νεκρής μπήκε σε λήκυθο και ξεκίνησε για τη θάλασσα σε μια μεγαλειώδη πομπή. Παράξενα λουλούδια σε χρώμα ματζέντα και άλλα που θύμιζαν τα υπόλευκα στις γωνιές του κήπου του Βασίλι Μαρίνσκι σκέπασαν το αυτοκίνητο που μετέφερε το αέρινο λείψανο. Η πομπή έφτασε στη θάλασσα κι ενώθηκε με το πλήθος που περίμενε από το πρωί στο Φάληρο, στο μεγάλο πάρκο της Όπερας και τη Εθνικής Βιβλιοθήκης. Από εκεί έστριψε προς το Σούνιο ακολουθώντας την ακτή μέχρι το Πάρκο του Ελληνικού κι εκεί, στο καθορισμένο τιμητικά (και κατ’ εξαίρεση του νόμου, που απαγορεύει το σκόρπισμα στάχτης στη θάλασσα) σημείο, ο Νικόλας Κουτρουμάνος, με τον Πρωθυπουργό και τα δίδυμα δίπλα του, ύψωσε τη λήκυθο, την άνοιξε και σκόρπισε τη στάχτη της Σοφίας Μαύρου στο Σαρωνικό.


 


 





* Μια τυπική μονάδα αφαλάτωσης έχει ένα αντλιοστάσιο στην παραλία και την κεντρική μονάδα επεξεργασίας πιο μέσα στη στεριά. Επίσης έχει αγωγούς, χερσαίους και θαλάσσιους, για τη μεταφορά του νερού και την απόρριψη της άλμης. Το νερό αποδίδεται κατά 50% περίπου (δηλ. 100 κυβικά θαλάσσιου νερού αποδίδουν 50 κυβικά αφαλατωμένου) και το αλάτι που αποβάλλεται επιστρέφει στη θάλασσα, άρα στην περιοχή της απόρριψης υπάρχει αυξημένη περιεκτικότητα.




* Dresden doll ή parian doll: είδος πορσελάνινης κούκλας του 19ου αιώνα με μάτια συχνά από γυαλί. Σήμερα είναι συλλεκτικές και πανάκριβες.


(Η φωτό στην κορυφή του ποστ είναι από τη μακέτα για το Πάρκο Φλοίσβου (Όπερα και Βιβλιοθήκη)




 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 28, 2013 03:15
No comments have been added yet.