Μπίλι, η αρχή (Από το “Ζωντανοί στο Νούφαρο”)
Εκείνη η νύχτα προς το τέλος της άνοιξης ήταν ξεχωριστή για το μικρό νησί των Δωδεκανήσων. Οι λιγοστοί κάτοικοί του, άλλοι εργαζόμενοι στα φυτώρια, άλλοι στον αρχαιολογικό χώρο και λίγοι ως φύλακες στα κλειστά πια λατομεία του, είχαν αποσυρθεί στους κοιτώνες και μόνο ο φαροφύλακας έμενε ξάγρυπνος να περιμένει. Μόλις έλαβε το μήνυμα ανέβηκε στο θαλαμίσκο του φάρου, έλεγξε το ηλεκτρονικό σύστημα σήμανσης και έπειτα κάθισε κοιτάζοντας από ψηλά τη θάλασσα.
Ήταν η εποχή των προδρόμων ανέμων του Αιγαίου, η εποχή δηλαδή των πρώτων μελτεμιών. Τα πανάρχαια αυτά μεσογειακά πνεύματα, κάπως πιο ήσυχα τώρα τη νύχτα, κοιτούσαν από την ουράνια γωνιά τους κάτω στη θάλασσα με περιέργεια τις δύο συγκλίνουσες ρότες, μοναχικές ανάμεσα στα φωταγωγημένα πλοία και υδροπλάνα που διέσχιζαν τη Μεσόγειο σε προκαθορισμένα δρομολόγια. Της μιας τα φώτα υποδήλωναν ένα στρογγυλό σκάφος σαν προσθαλασσωμένο ιπτάμενο δίσκο, ενώ της άλλης όχι μονάχα ο φωτισμός αλλά και η επίκληση αυτών ακριβώς των πνευμάτων των μελτεμιών τους γεννούσε κάποια σύγχυση: τι έκανε λοιπόν στη μέση του Αιγαίου, ένα μόνο μίλι από το (πάντα ακίνητο) σκάφος εξόρυξης Αλέξανδρος αυτό το ιστιοφόρο παλαιάς τεχνολογίας; Και γιατί και οι δύο αυτές ρότες κατευθύνονταν τέτοια ώρα, στην πιο βαθιά νύχτα, σ’ εκείνο το πολύ ιδιαίτερο, το τόσο αγαπημένο από τις θεότητες μικρό λιμάνι;
Από τον εξώστη του φάρου – για να επιστρέψουμε στη γη – ο φαροφύλακας αντίκρισε το φεγγάρι, που φώτιζε άπλετα ως τον ορίζοντα τη θάλασσα και τους γύρω όγκους στεριάς. Στο εσωτερικό του νησιού, προς το νότο, τα τρυφερά φυλλώματα των φυτωρίων σχημάτιζαν κάστρα και τάφρους από ασήμι και σκιά, ενώ προς το βορρά άσπριζε επιβλητικό με τις πεζούλες του, που το έκαναν να μοιάζει με αμφιθέατρο, το παλιό, ανενεργό πια λατομείο. Μέχρι μόλις πριν λίγα χρόνια από εδώ γινόταν η μεγαλύτερη εξαγωγή ελαφρόπετρας στη γη. Εκατομμύρια μπλουτζίν σε όλο τον πλανήτη ξεβάφτηκαν με τη βοήθειά της και πολύ περισσότερα σωληνάρια οδοντόπαστας περιέλαβαν στο εσωτερικό τους τη λευκαντική της δύναμη για να φωτίσουν αμέτρητα χαμόγελα. Σήμερα ολόκληρο το νησί προστατεύεται ως ειδικό οικοσύστημα, με θερμοκήπια που αναπαράγουν, τόσο για το δικό του έδαφος όσο και για μεταφυτεύσεις, τη μεσογειακή κουμαριά και το πεύκο και ερευνητικά εργαστήρια που μελετούν και προβάλλουν τους πανάρχαιους οικισμούς και τη ζωή τους. Φιλοξενεί τριάντα εργαζόμενους που κατοικούν μόνιμα, αρκετούς επιστήμονες που πηγαινοέρχονται και πολλούς επισκέπτες κάθε μέρα, σχεδόν όλο το χρόνο. (Τα υδροπλάνα κάνουν συχνά δρομολόγια, τόσο από τα ελληνικά νησιά όσο και από την απέναντι τουρκική παραλία).
Όμως εκείνη τη νύχτα το νησί δεν περίμενε υδροπλάνο. Η αλήθεια είναι ότι η παρουσία ιδιωτικών σκαφών στο λιμανάκι του και μάλιστα σε ώρες ήσυχες, αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί – ή και τα μεσημέρια του χειμώνα, όταν οι άνεμοι θερίζουν και τα καταλύματα περιμένουν, με τα βιολογικά τζάκια τους αναμμένα, τους λίγους εκλεκτούς για σπάνιες στιγμές θαλπωρής – δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο στην Κισηρούσα.* (Το επίσημο όνομα του νησιού μετά την ένταξή του στην Ευροβαλκανική συνομοσπονδία): πλοιάρια κάθε είδους κατέφθαναν συχνά και ο φαροφύλακας (και εθιμοτυπικά επί της υποδοχής) είχε πια αναπτύξει αυτή την ιδιόρρυθμη, θερμή μα κάπως επίπλαστη κοινωνικότητα των μοναχικών απέναντι σε πλήθη επισκεπτών που συνήθως παραμένουν ξένοι. Όμως απόψε περίμενε επισκέπτες με πολύ συγκεκριμένο σκοπό.
Κατ’ αρχάς δεν περίμενε ένα αλλά δύο πλοία, για τα οποία το νησί θα γινόταν ο τόπος της ανταλλαγής τους: τα δύο αναμενόμενα ιδιωτικά σκάφη θα άλλαζαν αμοιβαία ιδιοκτήτη, κι ο ένας από τους δυο, ο ιδιοκτήτης του Δράκου, προτιμούσε να γίνουν όλα πολύ διακριτικά: είχε βαρεθεί πια τις life style ειδήσεις – μια «δημοσιογραφία» που αποδείχτηκε ότι στις προβληματικές εποχές όχι μόνο δεν πεθαίνει αλλά βασιλεύει ως σχετικά ανέξοδη, εύκολη και πάντα ελκυστική για το κοινό. Η ταυτόχρονη άφιξη των δύο ιδιαίτερων σκαφών μέσα στη νύχτα γεννούσε κάποια ανησυχία στο φαροφύλακα, καθότι μπορεί να είμαστε βέβαια στην εποχή των σούπερ GPS και των ρομπότ, αλλά το λιμανάκι ήταν πολύ μικρό και ο επί της υποδοχής δεν ήξερε πόσο να εμπιστευτεί την ικανότητα των πληρωμάτων.
Για την ακρίβεια το πρόβλημά του δεν ήταν τόσο ο Δράκος. Αυτός είχε ξανάρθει και γνώριζε τα νερά της Κισηρούσας. Ήταν μάλλον το άλλο σκάφος: αυτοί οι περιπλανώμενοι μουσικοί από διάφορες χώρες της Μεσογείου δεν του ενέπνεαν και τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ο τρόπος ζωής τους του φαινόταν περίεργος – και τελείως ανάποδος από τον δικό του. (Ο φαροφύλακας της Κισηρούσας ζούσε περίπου ριζωμένος σε ένα νησάκι πέντε τετραγωνικών χιλιομέτρων, πίστευε λοιπόν ότι οι νομάδες αυτοί της θάλασσας έκαναν κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι κι αυτοί ήταν ίσως ριζωμένοι σε ένα κινούμενο νησί). Γνώριζε μόνο ότι έπαιζαν πρωτίστως αφρικάνικη μουσική και λιγότερο ασιατική ή και δυτική, ότι ήταν μια μπάντα περίφημη κυρίως για τα κρουστά της και ότι μέσα στο πλοίο ζούσαν και οι οικογένειες ή οι σύντροφοι κάποιων από τους μουσικούς, πληροφορία ασφαλώς τυλιγμένη και με εκείνο το μανδύα της ανάλαφρης αμαρτίας, για την ενσάρκωση της οποίας οι παράξενοι καλλιτέχνες προσφέρονται σε κάθε εποχή. Όπως και να ’ναι εκείνη τη γλυκιά νύχτα στο τέλος της άνοιξης ο φαροφύλακας παρατηρούσε από τον κυκλικό εξώστη του φάρου με κάποια ένταση, μαζί και περιέργεια, την απαλά κυματιστή φεγγαρόλουστη επιφάνεια. Ώσπου την είδε.
Πρώτα φάνηκαν τα τρία ψηλά της κατάρτια, με τα πανιά ανοιγμένα στον ήμερο άνεμο και με όλο τον υποστηρικτικό εξοπλισμό τους να γυαλίζει στο σεληνόφως, καθώς, σε αντίθεση με τα hi tec ιστιοφόρα του συρμού που τύλιγαν τα πανιά τους μέσα σε οριζόντιους κυλίνδρους με ηλεκτρονικές εντολές, αυτό εδώ ήταν ένα παραδοσιακό ιστιοφόρο φερμένο από τους περασμένους αιώνες. Τρία ψηλόλιγνα όντα με αραχνοΰφαντα μέλη και πτερύγια εμφανίστηκαν στον ορίζοντα προχωρώντας αργά και μεγαλόπρεπα, σε απόλυτη στοίχιση και με τα είδωλά τους στο νερό σαν μαγικά κήτη – χορευτές μέσα στο ανακλώμενο φως. Σε λίγο ο σχηματισμός στράφηκε με πρόσωπο προς το νησάκι και τα τρία κατάρτια έγιναν ένα μόνο ουράνιο πλάσμα που κυλούσε αιωρούμενο πάνω από το νερό, ενώ από κάτω του το ξύλινο σκάφος με τη μαγισσούλα στο ακρόπρωρο έπλεε αθόρυβα προς το λιμάνι. Ο φαροφύλακας ξέχασε για λίγο τις προφυλάξεις κι έμεινε να κοιτάζει το πλοίο των μουσικών που ερχόταν τώρα ευθεία προς το μέρος του, σαν αέρινος πολιορκητικός πύργος. Μια στιγμή μετά ακούστηκε στη σιωπή της νύχτας ο χαιρετισμός του, ένας βαθύς αφρικάνικος τυμπανισμός: η Νιλουφάρ είχε φτάσει στην Κισηρούσα.
Η μικρή βάρκα του ιστιοφόρου – δίδυμο αδερφάκι μιας άλλης μικρής βάρκας που ξέρουμε καλά, αυτής που μετέφερε τη Χλόη σχεδόν κάθε μέρα στη Μαρίνα Αλίμου για να πάει σχολείο – έφερνε τώρα τρεις επιβάτες στην ακτή, στο σημείο όπου δυο από τους επιστήμονες του νησιού, ένας αρχαιολόγος και μια γεωπόνος, είχαν επίσης κατέβει στο μεταξύ από τους κοιτώνες για να κάνουν χρέη λιμενικών αν χρειαζόταν κάτι. Ωστόσο δεν χρειάστηκε, η Νιλουφάρ ήδη είχε ρίξει άγκυρα στα ανοιχτά.
Καλοί φαίνονται, παραδέχτηκε ο φαροφύλακας.
Και πράγματι, οι ταξιδιώτες μουσικοί αποδείχτηκαν επιδέξιοι καπετάνιοι, αφού κατάφεραν εύκολα να βρουν την πιο κατάλληλη θέση στην είσοδο του μικρού λιμανιού, έτσι ώστε, χωρίς να κινδυνεύσουν από τους υφάλους, να αφήσουν όσο χώρο χρειαζόταν για το σκάφος που ερχόταν ήδη να τους συναντήσει, και που αν δεν το γνώριζε ο φαροφύλακας μπορεί να το κοίταζε το ίδιο γοητευμένος: ήταν ένα λαμπερό πλεούμενο με στρογγυλή επίπεδη πλάτη (τουλάχιστον έτσι έμοιαζε από μακριά), στην πραγματικότητα ένα καταμαράν που λειτουργούσε με φωτοβολταϊκά πάνελ τοποθετημένα αντικριστά σαν τα δύο πλευρά ενός διμερούς συμμετρικού όντος. Kαι πράγματι μέσα στη φεγγαρόλουστη νύχτα έμοιαζε με γιγάντιο dickinsonia costata που αναδύθηκε από τα βαθύτερα έγκατα του χρόνου – τουλάχιστον έτσι θα το έβλεπε από τον εξώστη του φάρου η γεωλόγος Ροντίνια, ως γνώστης των ανεξιχνίαστων εκείνων όντων της Εδιακάριας εποχής. Αλλά βέβαια δεν ήταν dickinsonia, ήταν απλώς ο Δράκος, το ιδιωτικό σκάφος του μαέστρου Βασίλι Μίσκιν.
Ο Βασίλι Μίσκιν (δηλαδή ο Μπίλι των Ζωντανοί στο Νούφαρο) είχε ξανάρθει στην Κισηρούσα. Το μικρό νησί ήταν γνωστό σε καλλιτέχνες αλλά και σε πολιτικούς και σε ανθρώπους του τζετ σετ για την ιδιαιτερότητά του: ένας μικροσκοπικός, αφανής, σχεδόν άγνωστος κόσμος με τρεις τουλάχιστον πλευρές του, την αρχαιολογική, τη γεωλογική και την οικολογική (αν και η τελευταία κανονικά τα περιλαμβάνει όλα, ωστόσο εδώ εννοούμε κυρίως τη χλωρίδα και την πανίδα του) που άνετα θα γέμιζαν η κάθε μία μια εξειδικευμένη βιβλιοθήκη: οικισμοί, νεκροταφεία και εργαστήρια χαλκού 4000 και 5000 ετών, τα θρυλικά λατομεία της ελαφρόπετρας, του οψιανού και του περλίτη και τα περίφημα φυτώριά της συγκροτούσαν μια συμπυκνωμένη σε μαγικό δαχτυλίδι ιστορία που αν την άπλωνε η ποιητική τέχνη το αποτέλεσμα θα το ζήλευε ολόκληρο το Westeros*. Στο μεταξύ όμως αφήνουμε τις επικές ονειροπολήσεις για κάτι φαινομενικά πολύ λιγότερο επικό, που ωστόσο για τη ζωή αυτού του κοριτσιού που έχει τώρα αποβιβαστεί από τη βάρκα και κοιτάζει με λαχτάρα προς την άλλη βάρκα, αυτήν που έρχεται από τον Δράκο, είναι ακριβώς αυτό, επικό. Γιατί πόσες φορές συμβαίνουν αυτά στη ζωή ενός κοριτσιού; Μπορεί βεβαίως η Χλόη να έχει ταξιδέψει αρκετά με τους Mediterro – την μπάντα του Αφρικανού πατέρα της – και να έχει γνωρίσει ήδη αρκετούς πολύ καλούς μουσικούς, αλλά όταν είσαι δεκαεφτά δεν εκτιμάς ό,τι γνωρίζεις μέσα στην οικογένεια, θέλεις τους θρύλους. Και έναν τέτοιο γνωρίζει η Χλόη δυο λεπτά αργότερα, όταν έχει την απίστευτη χαρά και τιμή να δώσει το χέρι στον ψηλό ξανθό άντρα που αποβιβάζεται από τη δεύτερη βάρκα, τον μαέστρο και συνθέτη Βασίλι Μίσκιν.
* Η περιγραφή αντιστοιχεί στο νησάκι Γυαλί, ανάμεσα στην Κω και τη Νίσυρο, που είναι πράγματι ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαφρόπετρας στον κόσμο. Η ονομασία Κισηρούσα αναφέρεται από τον Πλίνιο, δεν έχει όμως στην πραγματικότητα επιβεβαιωθεί η ταύτιση με το Γυαλί.
* Η φανταστική ήπειρος στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του A song of Ice and Fire, πιο γνωστού ως Game of Thrones.

