Κωνσταντίνος Σύρμος's Blog, page 6
September 8, 2018
Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς | «Πιστεύω ότι ένας αληθινός συγγραφέας αποκλείεται να είναι ρατσιστής και οτιδήποτε άλλο, και μη δημοκράτης».
Πηγή: ologramma.art, αφιέρωμα.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 04.2018
Η Άνοιξη (Ε. Χ. Γονατάς)
«Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ‘βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ’ αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το ‘νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ’ τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα ‘μενε κρυμμένη στη γη».
O καταλληλότερος τρόπος για να παρουσιάσεις έναν ιδιάζων λογοτέχνη σαν τον Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, είναι να ξεκινήσεις με μια δημιουργία του, λες και βουτάς στον βυθό μιας θάλασσας χωρίς να διαταράξεις στο ελάχιστο τα επιφανειακά νερά της. Έτσι άλλωστε ενεργεί κι η γραφή του, ξεκινά από έναν άδυτο ρεαλισμό μα σύντομα παρασύρεται από τα χειροποίητα ρεύματα του δημιουργού και οδηγείται σε ένα παράλογο και συγχρόνως απτό τοπίο. Ο Γονατάς, παρέμεινε άγνωστος στο ευρύ κοινό, οι συνεντεύξεις του μετρώνται στα δάχτυλα της μιας παλάμης μιας και ο ίδιος επέλεγε την μη δημοσιότητα και την μη προσωπική του ανάδειξη. Έκρυβε κάτω από την σάρκα του έναν ολόκληρο γαλαξία πολύπλοκων σκέψεων κι όμως υπήρξε ένας απλός άνθρωπος. Ακόμη και οι γείτονές του αγνοούσαν την συγγραφική του μαεστρία, αλλά και το σημαντικό μεταφραστικό του έργο.
Οι ιστορίες του θυμίζουν παραβολές, φιλοσοφικές αλληγορίες συχνά ασαφής, ειρωνικές και αυτοσαρκαστικές. Η φύση στα αφηγήματα του Γονατά, είναι ο ρεαλιστικός καμβάς που πάνω του, χωρίς χρονοτριβή και φλυαρία, τα χρώματα κι οι μυρωδιές, τα ζώα, τα βουνά και τα δέντρα, οι άνθρωποι και τα αντικείμενα μεταλλάσσονται, ρευστοποιούνται. Κατευθύνονται όλα προς πάσα κατεύθυνση κι αποκτούν μια παραισθησιογόνο οπτική, παράλληλα όμως αυτή η αλλόκοτη κι αναδομημένη πραγματικότητα φαντάζει απολύτως λογική.
«Η πληγεί θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους».
(Από τη συλλογή σύντομων αφηγημάτων «Η κρύπτη», εκδόσεις Στιγμή)
Καταφέρνει να περιγράψει το άγνωστο, να διαπερνά την σκοτεινή κουρτίνα της λογικής, της καθημερινότητας. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του, με έναν τρόπο, θα έλεγα, τόσο παρανοϊκό που φτάνει να γίνει βιωματικός. Σαν να αποφασίζεις πως θα προσπαθήσεις έτσι απλά, να σκίσεις τα κάγκελα της φυλακής σου και να ανακαλύπτεις, πως τελικά ναι, όλη σου την ζωή ήσουν κλειδωμένος πίσω από χάρτινα κάγκελα.
– «Διάλεξε», λέει η μητέρα μου στον επισκευαστή της ντουλάπας, «από αυτά τα υφάσματα. Εγώ σου προτείνω το πράσινο καρουδάκι. Μπορώ να σου φτιάξω μια ωραία πυτζάμα».Ακούω, βλέπω και ζηλεύω. Πράγματι, το καλύτερο ύφασμα είναι εκείνο που υπέδειξε η μητέρα μου. Ψάχνοντας μέσα σε όσα απόμειναν βρήκα τέλος ένα κομμάτι κιτρινωπό ύφασμα και για μένα. – (Ε. Χ. Γονατάς – Τρεις δεκάρες και άλλα αφηγήματα)
Ολιγόγραφος ο Γονατάς, με μόλις επτά του έργα να έχουν εκδοθεί, ονόμαζε την βιβλιογραφία του: «μικρό εργάκι». Το 1945, θα εκδοθεί το πρώτο του αφήγημα με τίτλο: «Ο ταξιδιώτης». Ακολούθησε η συλλογή πεζών ποιημάτων: «Η Κρύπτη» (1959) και τα διηγήματα: «Το βάραθρο» (1963), «Οι αγελάδες (1963), «Ο φιλόξενος καρδινάλιος» (1986), «Η προετοιμασία» (1991) και λίγο πριν τον θάνατό του, «Οι Τρεις δεκάρες» (2006). Η δόξα και η αναγνώριση τον άφηναν αδιάφορο και θεωρούσε πως όλα τούτα, οι δάφνες και τα πρωτεία, είναι ένα τίποτα απέναντι στην ανυπέρβλητη μονιμότητα του θανάτου, γι’ αυτό και δεν προέβη σε ενέργειες για την προσωπική του ανάδειξη. Αγαπούσε τον Nτοστογιέφκι και έδειχνε μία ιδιαίτερη προτίμηση στον Tσέχωφ. Δάσκαλο του θεωρούσε τον Φλωμπέρ, τον Melville, τον Stevenson. Από έλληνες συγγραφείς ξεχώριζε τους Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και Μιχαήλ Mητσάκη. Δεν του άρεσαν οι βιογραφίες και τα βιβλία με αναπαραγωγή ιστοριών, το λεγόμενο «ρεαλιστικό μυθιστόρημα». Δεν τα θεωρούσε τέχνη.
«…εγώ δεν είμαι λογοτέχνης, είμαι καλλιτέχνης… δεν είμαι ποιητής αλλά έχω ποιητική συνείδηση… δεν μ’ αρέσει το εγκεφαλικό στην τέχνη αναζητώ το διφορούμενο… το όνειρο είναι η πραγματικότητα από την ανάποδη…»
(συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη, «Τα Νέα» 04.06.94)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταφυσικής αγωνίας του για την ύπαρξη, συναντάμε στο διήγημά του «Η Προετοιμασία». Ο Αγέλαος, ο γέρος γιατρός, νιώθει απόγνωση που παρά τις αμέτρητες προσπάθειές του, δεν κατάφερνε να ζυγίσει το κεφάλι του. Ο πιστός φίλος και βοηθός του, Προκόπης, ενστερνίζεται πλήρως τον σκοπό του πειράματος. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον Αγέλαο, του διηγείται μια ιστορία για κάποιον, που απεγνωσμένα παρακαλούσε να του δώσουν ένα κερί για να μετακινηθεί σε μια σκοτεινή σκάλα. ‘Όταν του εδόθη το κερί, εκείνος έκλεισε ερμητικά τα μάτια κι άρχισε να την ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα, από το πρώτο έως το τελευταίο σκαλί, χωρίς να αποφασίζει ποτέ να την εγκαταλείψει. Ο γιατρός δίχως να βρει παρηγοριά στην ιστορία του Προκόπη, συνέχισε μάταια με τα άχρηστα, όπως αποδεικνύεται εργαλεία του, μια ζυγαριά, τα βαρίδια και έναν καθρέπτη, να παλεύει να ζυγίσει το κεφάλι του. Ώσπου, παρατηρώντας στην αυλή του δύο γυναίκες να ζυγίζουν με τα χέρια τους, τα μεγάλα, γινωμένα αχλάδια που έπεσαν από το δένδρο του, αποφασίζει να κόψει το κεφάλι του.
Τα εμπνευσμένα κείμενα του Επαμεινώνδα Γονατά, μοιάζουν με σύντομες πρόζες “ποιητικά” αφηγημένες. Αναμειγνύοντας την μορφή του ρεαλιστικού πεζογραφήματος και του έντονα ονειρικού στοιχείου, εμπλουτισμένου με επιβλητικές παρομοιώσεις. Δεν κατατάσσονται σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, τούτη είναι κι η αιτία που το έργο του δεν συμπεριλαμβάνεται σε ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας. Ο συγγραφέας δημιούργησε ένα αταξινόμητο μέχρι και σήμερα είδος. Η Φραγκίσκη Aμπατζοπούλου, αναφέρει πως ο Γάλλος ποιητής Πιέρ Μπεττενκούρ, διαβάζοντας κείμενά του Γονατά σε γαλλική μετάφραση, ανέφερε ότι το αφήγημα «H επίσκεψη», από το βιβλίο «Oι Aγελάδες», το θεωρεί σαν ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Γονατάς, είχε σημειώσει σε μία εκ των σπάνιων συνεντεύξεών του, μιλώντας για τον εαυτό του:
«…δεν είμαι του φανταστικού συγγραφέας… δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού, είμαι συγγραφέας της εξαίρεσης».
(συνέντευξη στην Αναστασία Νατσινά, «Διαβάζω», 2003)
Παράλληλα, ο αχαρτογράφητος καλλιτέχνης υπήρξε κι ένας δεινός μεταφραστής με πλούσιο έργο στο ενεργητικό του. Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την Επιλογή από τις Voces του Αντόνιο Πόρτσια. Ο Γονατάς επέλεγε να μεταφράσει τους λογοτέχνες που προτιμούσε να φέρει στο φως και να “συνομιλήσει” στην πατρική του γλώσσα μαζί τους. Διέθετε μία πλούσια συλλογή λεξικών διαφόρων εποχών και ειδικεύσεων, τα οποία συμβουλευόταν και μελετούσε έτσι ώστε να παραδίδει μία άρτια απόδοση των ξένων συγγραφέων. Δεν αρκούνταν όμως σε μια απλή μετατροπή λέξεων και φράσεων, αλλά μελετούσε το έργο του εκάστοτε λογοτέχνη, το ερμήνευε και το αναδημιουργούσε μαζί του. Γνωστές του μεταφράσεις είναι οι εξής: Porchia, Antonio, Επιλογή από τις Voces, Εκδόσεις Στιγμή, 1992 / Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία – Η Σπείρα, Εκδόσεις Στιγμή, 1985 / Ivan Goll, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις Πρώτη Ύλη, 1960 / Wols, Ποιήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1983 / Πιέρ Μπεττενκούρ, Τα Πλοια Βγήκαν Σεργιάνι, Εκδόσεις Στιγμή, 2001 / Coleridge, Samuel Taylor, Οι περιπλανήσεις του Κάιν. Οι σκέψεις του διαβόλου, Εκδόσεις Στιγμή, 2004 / Lichtenberg, Georg Christoph, Πιπέρι και σπασμένες γραμμές, Εκδόσεις Στιγμή/ Ivan Goll, [9 ποιήματα], Εκδόσεις Στιγμή.
«[…] Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλοστο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόιη πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ».
(Απόσπασμα από τις «Πόρτες», του Ιβάν Γκολ, σε μετάφραση Γονατά)
Ένας κήπος πάντοτε τον συντρόφευε, όπως εκείνος στο σπίτι του στην Κηφισιά, που αποτελούσε τον μικρόκοσμό του. Ένα οικοσύστημα αγνό, μια παιδική χαρά της ψυχής. Εκεί συνυπήρχαν η λεβάντα, η μέντα, οι πορτοκαλιές, λιμνούλες με ψαράκια, οι αναρίθμητες γάτες του, φυτά του Μεξικού, σταφύλια κι οι τάφοι των ζώων. Στους τοίχους του σπιτιού του δέσποζαν οι σταυροί και τα διάσπαρτα παντού βιβλία. Η αποθήκη, σαν μια προέκταση της μνήμης, ήταν γεμάτη από αντικείμενα που τον βοηθούσαν να θυμάται και να “συναντά” ανθρώπους και στιγμές.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 και καταγόταν από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας. Σπούδασε Νομικά και δούλεψε ως δικηγόρος, ένα επάγγελμα που αν και δεν το αγαπούσε, το υπηρετούσε με ευσυνειδησία. Απεβίωσε το 2006. Καμάρωνε για την πλούσια συλλογή λεξικών του και συχνά αυτοσαρκαζόταν με την πτώση βλεφάρου που είχε από παιδί στο ένα του μάτι μετά από ένα χτύπημα. Παρότι ανέπτυξε φιλίες με γνωστούς καλλιτέχνες όπως οι: Νίκος Εγγονόπουλος (θήτευσε πλάι του), Νίκος Καχτίτσης, Μίλτος Σαχτούρης (υπήρξαν και συμμαθητές), Κλέωνα Παράσχο και τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα (συνεργάστηκαν στην έκδοση του περιοδικού «Πρώτη Ύλη»), εντούτοις επέλεγε να παραμένει στην αφάνεια.
«Ο ήλιος γέμισε πορτοκάλια το δωμάτιο .Απ’ τα χαλιά ξεκόλλησαν πουλιά .Καθώς πετούν ολόγυρα ,τα έπιπλα καθρεφτίζουν τις ωραίες τους φτερούγεςπου διώχνουν μακριά το θάνατο».
(ποίημα από τη συλλογή «Η Κρύπτη»)
Πηγές:
poeticanet.gr
«Επισκέψεις στο σπίτι του Ε. Χ. Γονατά», της Εύας Στεφανή (1998).
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 04.2018
Η Άνοιξη (Ε. Χ. Γονατάς)
«Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ‘βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ’ αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το ‘νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ’ τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα ‘μενε κρυμμένη στη γη».
O καταλληλότερος τρόπος για να παρουσιάσεις έναν ιδιάζων λογοτέχνη σαν τον Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, είναι να ξεκινήσεις με μια δημιουργία του, λες και βουτάς στον βυθό μιας θάλασσας χωρίς να διαταράξεις στο ελάχιστο τα επιφανειακά νερά της. Έτσι άλλωστε ενεργεί κι η γραφή του, ξεκινά από έναν άδυτο ρεαλισμό μα σύντομα παρασύρεται από τα χειροποίητα ρεύματα του δημιουργού και οδηγείται σε ένα παράλογο και συγχρόνως απτό τοπίο. Ο Γονατάς, παρέμεινε άγνωστος στο ευρύ κοινό, οι συνεντεύξεις του μετρώνται στα δάχτυλα της μιας παλάμης μιας και ο ίδιος επέλεγε την μη δημοσιότητα και την μη προσωπική του ανάδειξη. Έκρυβε κάτω από την σάρκα του έναν ολόκληρο γαλαξία πολύπλοκων σκέψεων κι όμως υπήρξε ένας απλός άνθρωπος. Ακόμη και οι γείτονές του αγνοούσαν την συγγραφική του μαεστρία, αλλά και το σημαντικό μεταφραστικό του έργο.
Οι ιστορίες του θυμίζουν παραβολές, φιλοσοφικές αλληγορίες συχνά ασαφής, ειρωνικές και αυτοσαρκαστικές. Η φύση στα αφηγήματα του Γονατά, είναι ο ρεαλιστικός καμβάς που πάνω του, χωρίς χρονοτριβή και φλυαρία, τα χρώματα κι οι μυρωδιές, τα ζώα, τα βουνά και τα δέντρα, οι άνθρωποι και τα αντικείμενα μεταλλάσσονται, ρευστοποιούνται. Κατευθύνονται όλα προς πάσα κατεύθυνση κι αποκτούν μια παραισθησιογόνο οπτική, παράλληλα όμως αυτή η αλλόκοτη κι αναδομημένη πραγματικότητα φαντάζει απολύτως λογική.
«Η πληγεί θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους».
(Από τη συλλογή σύντομων αφηγημάτων «Η κρύπτη», εκδόσεις Στιγμή)
Καταφέρνει να περιγράψει το άγνωστο, να διαπερνά την σκοτεινή κουρτίνα της λογικής, της καθημερινότητας. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του, με έναν τρόπο, θα έλεγα, τόσο παρανοϊκό που φτάνει να γίνει βιωματικός. Σαν να αποφασίζεις πως θα προσπαθήσεις έτσι απλά, να σκίσεις τα κάγκελα της φυλακής σου και να ανακαλύπτεις, πως τελικά ναι, όλη σου την ζωή ήσουν κλειδωμένος πίσω από χάρτινα κάγκελα.
– «Διάλεξε», λέει η μητέρα μου στον επισκευαστή της ντουλάπας, «από αυτά τα υφάσματα. Εγώ σου προτείνω το πράσινο καρουδάκι. Μπορώ να σου φτιάξω μια ωραία πυτζάμα».Ακούω, βλέπω και ζηλεύω. Πράγματι, το καλύτερο ύφασμα είναι εκείνο που υπέδειξε η μητέρα μου. Ψάχνοντας μέσα σε όσα απόμειναν βρήκα τέλος ένα κομμάτι κιτρινωπό ύφασμα και για μένα. – (Ε. Χ. Γονατάς – Τρεις δεκάρες και άλλα αφηγήματα)
Ολιγόγραφος ο Γονατάς, με μόλις επτά του έργα να έχουν εκδοθεί, ονόμαζε την βιβλιογραφία του: «μικρό εργάκι». Το 1945, θα εκδοθεί το πρώτο του αφήγημα με τίτλο: «Ο ταξιδιώτης». Ακολούθησε η συλλογή πεζών ποιημάτων: «Η Κρύπτη» (1959) και τα διηγήματα: «Το βάραθρο» (1963), «Οι αγελάδες (1963), «Ο φιλόξενος καρδινάλιος» (1986), «Η προετοιμασία» (1991) και λίγο πριν τον θάνατό του, «Οι Τρεις δεκάρες» (2006). Η δόξα και η αναγνώριση τον άφηναν αδιάφορο και θεωρούσε πως όλα τούτα, οι δάφνες και τα πρωτεία, είναι ένα τίποτα απέναντι στην ανυπέρβλητη μονιμότητα του θανάτου, γι’ αυτό και δεν προέβη σε ενέργειες για την προσωπική του ανάδειξη. Αγαπούσε τον Nτοστογιέφκι και έδειχνε μία ιδιαίτερη προτίμηση στον Tσέχωφ. Δάσκαλο του θεωρούσε τον Φλωμπέρ, τον Melville, τον Stevenson. Από έλληνες συγγραφείς ξεχώριζε τους Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και Μιχαήλ Mητσάκη. Δεν του άρεσαν οι βιογραφίες και τα βιβλία με αναπαραγωγή ιστοριών, το λεγόμενο «ρεαλιστικό μυθιστόρημα». Δεν τα θεωρούσε τέχνη.
«…εγώ δεν είμαι λογοτέχνης, είμαι καλλιτέχνης… δεν είμαι ποιητής αλλά έχω ποιητική συνείδηση… δεν μ’ αρέσει το εγκεφαλικό στην τέχνη αναζητώ το διφορούμενο… το όνειρο είναι η πραγματικότητα από την ανάποδη…»
(συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη, «Τα Νέα» 04.06.94)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταφυσικής αγωνίας του για την ύπαρξη, συναντάμε στο διήγημά του «Η Προετοιμασία». Ο Αγέλαος, ο γέρος γιατρός, νιώθει απόγνωση που παρά τις αμέτρητες προσπάθειές του, δεν κατάφερνε να ζυγίσει το κεφάλι του. Ο πιστός φίλος και βοηθός του, Προκόπης, ενστερνίζεται πλήρως τον σκοπό του πειράματος. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον Αγέλαο, του διηγείται μια ιστορία για κάποιον, που απεγνωσμένα παρακαλούσε να του δώσουν ένα κερί για να μετακινηθεί σε μια σκοτεινή σκάλα. ‘Όταν του εδόθη το κερί, εκείνος έκλεισε ερμητικά τα μάτια κι άρχισε να την ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα, από το πρώτο έως το τελευταίο σκαλί, χωρίς να αποφασίζει ποτέ να την εγκαταλείψει. Ο γιατρός δίχως να βρει παρηγοριά στην ιστορία του Προκόπη, συνέχισε μάταια με τα άχρηστα, όπως αποδεικνύεται εργαλεία του, μια ζυγαριά, τα βαρίδια και έναν καθρέπτη, να παλεύει να ζυγίσει το κεφάλι του. Ώσπου, παρατηρώντας στην αυλή του δύο γυναίκες να ζυγίζουν με τα χέρια τους, τα μεγάλα, γινωμένα αχλάδια που έπεσαν από το δένδρο του, αποφασίζει να κόψει το κεφάλι του.
Τα εμπνευσμένα κείμενα του Επαμεινώνδα Γονατά, μοιάζουν με σύντομες πρόζες “ποιητικά” αφηγημένες. Αναμειγνύοντας την μορφή του ρεαλιστικού πεζογραφήματος και του έντονα ονειρικού στοιχείου, εμπλουτισμένου με επιβλητικές παρομοιώσεις. Δεν κατατάσσονται σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, τούτη είναι κι η αιτία που το έργο του δεν συμπεριλαμβάνεται σε ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας. Ο συγγραφέας δημιούργησε ένα αταξινόμητο μέχρι και σήμερα είδος. Η Φραγκίσκη Aμπατζοπούλου, αναφέρει πως ο Γάλλος ποιητής Πιέρ Μπεττενκούρ, διαβάζοντας κείμενά του Γονατά σε γαλλική μετάφραση, ανέφερε ότι το αφήγημα «H επίσκεψη», από το βιβλίο «Oι Aγελάδες», το θεωρεί σαν ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Γονατάς, είχε σημειώσει σε μία εκ των σπάνιων συνεντεύξεών του, μιλώντας για τον εαυτό του:
«…δεν είμαι του φανταστικού συγγραφέας… δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού, είμαι συγγραφέας της εξαίρεσης».
(συνέντευξη στην Αναστασία Νατσινά, «Διαβάζω», 2003)
Παράλληλα, ο αχαρτογράφητος καλλιτέχνης υπήρξε κι ένας δεινός μεταφραστής με πλούσιο έργο στο ενεργητικό του. Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την Επιλογή από τις Voces του Αντόνιο Πόρτσια. Ο Γονατάς επέλεγε να μεταφράσει τους λογοτέχνες που προτιμούσε να φέρει στο φως και να “συνομιλήσει” στην πατρική του γλώσσα μαζί τους. Διέθετε μία πλούσια συλλογή λεξικών διαφόρων εποχών και ειδικεύσεων, τα οποία συμβουλευόταν και μελετούσε έτσι ώστε να παραδίδει μία άρτια απόδοση των ξένων συγγραφέων. Δεν αρκούνταν όμως σε μια απλή μετατροπή λέξεων και φράσεων, αλλά μελετούσε το έργο του εκάστοτε λογοτέχνη, το ερμήνευε και το αναδημιουργούσε μαζί του. Γνωστές του μεταφράσεις είναι οι εξής: Porchia, Antonio, Επιλογή από τις Voces, Εκδόσεις Στιγμή, 1992 / Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία – Η Σπείρα, Εκδόσεις Στιγμή, 1985 / Ivan Goll, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις Πρώτη Ύλη, 1960 / Wols, Ποιήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1983 / Πιέρ Μπεττενκούρ, Τα Πλοια Βγήκαν Σεργιάνι, Εκδόσεις Στιγμή, 2001 / Coleridge, Samuel Taylor, Οι περιπλανήσεις του Κάιν. Οι σκέψεις του διαβόλου, Εκδόσεις Στιγμή, 2004 / Lichtenberg, Georg Christoph, Πιπέρι και σπασμένες γραμμές, Εκδόσεις Στιγμή/ Ivan Goll, [9 ποιήματα], Εκδόσεις Στιγμή.
«[…] Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλοστο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόιη πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ».
(Απόσπασμα από τις «Πόρτες», του Ιβάν Γκολ, σε μετάφραση Γονατά)
Ένας κήπος πάντοτε τον συντρόφευε, όπως εκείνος στο σπίτι του στην Κηφισιά, που αποτελούσε τον μικρόκοσμό του. Ένα οικοσύστημα αγνό, μια παιδική χαρά της ψυχής. Εκεί συνυπήρχαν η λεβάντα, η μέντα, οι πορτοκαλιές, λιμνούλες με ψαράκια, οι αναρίθμητες γάτες του, φυτά του Μεξικού, σταφύλια κι οι τάφοι των ζώων. Στους τοίχους του σπιτιού του δέσποζαν οι σταυροί και τα διάσπαρτα παντού βιβλία. Η αποθήκη, σαν μια προέκταση της μνήμης, ήταν γεμάτη από αντικείμενα που τον βοηθούσαν να θυμάται και να “συναντά” ανθρώπους και στιγμές.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 και καταγόταν από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας. Σπούδασε Νομικά και δούλεψε ως δικηγόρος, ένα επάγγελμα που αν και δεν το αγαπούσε, το υπηρετούσε με ευσυνειδησία. Απεβίωσε το 2006. Καμάρωνε για την πλούσια συλλογή λεξικών του και συχνά αυτοσαρκαζόταν με την πτώση βλεφάρου που είχε από παιδί στο ένα του μάτι μετά από ένα χτύπημα. Παρότι ανέπτυξε φιλίες με γνωστούς καλλιτέχνες όπως οι: Νίκος Εγγονόπουλος (θήτευσε πλάι του), Νίκος Καχτίτσης, Μίλτος Σαχτούρης (υπήρξαν και συμμαθητές), Κλέωνα Παράσχο και τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα (συνεργάστηκαν στην έκδοση του περιοδικού «Πρώτη Ύλη»), εντούτοις επέλεγε να παραμένει στην αφάνεια.
«Ο ήλιος γέμισε πορτοκάλια το δωμάτιο .Απ’ τα χαλιά ξεκόλλησαν πουλιά .Καθώς πετούν ολόγυρα ,τα έπιπλα καθρεφτίζουν τις ωραίες τους φτερούγεςπου διώχνουν μακριά το θάνατο».
(ποίημα από τη συλλογή «Η Κρύπτη»)
Πηγές:
poeticanet.gr
«Επισκέψεις στο σπίτι του Ε. Χ. Γονατά», της Εύας Στεφανή (1998).
Published on September 08, 2018 03:30
Η χαμένη ουσία
Πηγή: iART, άρθρο.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
01/03/2018
Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, της κοινωνικής αποδοχής, στην καταπίεση της αναγνώρισης και της δημοτικότητας, ξεχάσαμε την ίδια την ζωή και την μοναδικότητά της. Ξεχάσαμε την αξία της ζωής και του θανάτου που, όπως το φως με το σκοτάδι, η έλλειψη του ενός δίνει ουσία στο άλλο. Παντού βλέπεις τον θάνατο, φωτογραφίες νεκρών παιδιών, ζώων σε γκρο πλαν, τίποτα όμως δεν αλλάζει. Αλήθεια, γνωρίζετε κανέναν που να έκοψε το κάπνισμα επειδή έβλεπε καθημερινά φωτογραφίες από σάπιους πνεύμονες στο πακέτο των τσιγάρων του; Εγώ όχι, γνωρίζω όμως πως όσοι νόσησαν από τον καρκίνο το έκοψαν. Είμαστε τόσο εγωκεντρικοί που θέλουμε τα πάντα δικά μας, για πάντα δικά μας. Χρειάστηκε να εφεύρουμε Θεούς, πρώτα για να νικήσουμε τον προσωπικό μας θάνατο και ύστερα για να ναρκώσουμε την συνείδησή μας για τους θανάτους που, είτε ανεχόμαστε, είτε προκαλούμε. Γιατί «όταν πεθαίνει ένα παιδί γίνεται αγγελούδι», ή «ένας αθώος πάει στον παράδεισο», «πάνε» κάπου καλύτερα. Κι έτσι μένοντας εμβρόντητοι με τα φρικτά γεγονότα στον κόσμο, μένουμε κι αμέτοχοι.
Συνεχίζουμε να ζούμε μέρα την μέρα αντίπαλοι, χωρισμένοι σε ομάδες. Οι όμορφοι, οι άσχημοι, οι παμφάγοι, οι χορτοφάγοι, οι γυναίκες, οι άντρες, οι ηθικοί, οι βρώμικοι, τα αφεντικά, οι εργαζόμενοι, οι αλλόθρησκοι, οι γονείς, τα παιδιά κ.λπ κ.λπ. Και κάθε ομάδα ανθρώπων θεωρεί πως αυτή έχει το δίκαιο και το σωστό με το μέρος της και πρέπει τα δικά της πιστεύω να τα επιβάλει στους υπόλοιπους.
Δεν αισιοδοξώ, ζούμε στην εποχή της σύγκρουσης, της αλληλοκατηγορίας, της ηλιθιοποίησης και της κοινωνικής αμορφωσιάς. Στην εποχή της αρπαγής. Δεν βλέπω πως μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά, όχι γιατί δεν μπορούν οι καταστάσεις να αντιστραφούν, αλλά γιατί εκείνοι που μπορούν να αλλάξουν κάτι, δεν θέλουν να το αλλάξουν κι εκείνοι που θέλουν είναι λίγοι.
Ο άνθρωπος έφτιαξε νόμους και κανόνες, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί την άγρια, κτηνώδη φύση του και να αποποιηθεί την ταυτότητά του ως ενός ακόμη ζώου αυτού του πλανήτη. Τελικά, το μόνο που κατάφερε είναι να γίνει το μοναδικό ον επάνω στην γη που κάνει να υποφέρει ή αφανίζει μαζικά το ίδιο του είδος. Η ζωή δεν είναι βλέπω, ακούω, τρώω, περπατάω, τσουλάω, δουλεύω, πληρώνω, κάνω σεξ, παιδιά, σπίτια, οικογένεια. Η ζωή είναι βιώνω, δημιουργώ, ενώνομαι. Ποιος άραγε αληθινά ζει;
του Κωνσταντίνου Σύρμου
01/03/2018
Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, της κοινωνικής αποδοχής, στην καταπίεση της αναγνώρισης και της δημοτικότητας, ξεχάσαμε την ίδια την ζωή και την μοναδικότητά της. Ξεχάσαμε την αξία της ζωής και του θανάτου που, όπως το φως με το σκοτάδι, η έλλειψη του ενός δίνει ουσία στο άλλο. Παντού βλέπεις τον θάνατο, φωτογραφίες νεκρών παιδιών, ζώων σε γκρο πλαν, τίποτα όμως δεν αλλάζει. Αλήθεια, γνωρίζετε κανέναν που να έκοψε το κάπνισμα επειδή έβλεπε καθημερινά φωτογραφίες από σάπιους πνεύμονες στο πακέτο των τσιγάρων του; Εγώ όχι, γνωρίζω όμως πως όσοι νόσησαν από τον καρκίνο το έκοψαν. Είμαστε τόσο εγωκεντρικοί που θέλουμε τα πάντα δικά μας, για πάντα δικά μας. Χρειάστηκε να εφεύρουμε Θεούς, πρώτα για να νικήσουμε τον προσωπικό μας θάνατο και ύστερα για να ναρκώσουμε την συνείδησή μας για τους θανάτους που, είτε ανεχόμαστε, είτε προκαλούμε. Γιατί «όταν πεθαίνει ένα παιδί γίνεται αγγελούδι», ή «ένας αθώος πάει στον παράδεισο», «πάνε» κάπου καλύτερα. Κι έτσι μένοντας εμβρόντητοι με τα φρικτά γεγονότα στον κόσμο, μένουμε κι αμέτοχοι.
Συνεχίζουμε να ζούμε μέρα την μέρα αντίπαλοι, χωρισμένοι σε ομάδες. Οι όμορφοι, οι άσχημοι, οι παμφάγοι, οι χορτοφάγοι, οι γυναίκες, οι άντρες, οι ηθικοί, οι βρώμικοι, τα αφεντικά, οι εργαζόμενοι, οι αλλόθρησκοι, οι γονείς, τα παιδιά κ.λπ κ.λπ. Και κάθε ομάδα ανθρώπων θεωρεί πως αυτή έχει το δίκαιο και το σωστό με το μέρος της και πρέπει τα δικά της πιστεύω να τα επιβάλει στους υπόλοιπους.
Δεν αισιοδοξώ, ζούμε στην εποχή της σύγκρουσης, της αλληλοκατηγορίας, της ηλιθιοποίησης και της κοινωνικής αμορφωσιάς. Στην εποχή της αρπαγής. Δεν βλέπω πως μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά, όχι γιατί δεν μπορούν οι καταστάσεις να αντιστραφούν, αλλά γιατί εκείνοι που μπορούν να αλλάξουν κάτι, δεν θέλουν να το αλλάξουν κι εκείνοι που θέλουν είναι λίγοι.
Ο άνθρωπος έφτιαξε νόμους και κανόνες, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί την άγρια, κτηνώδη φύση του και να αποποιηθεί την ταυτότητά του ως ενός ακόμη ζώου αυτού του πλανήτη. Τελικά, το μόνο που κατάφερε είναι να γίνει το μοναδικό ον επάνω στην γη που κάνει να υποφέρει ή αφανίζει μαζικά το ίδιο του είδος. Η ζωή δεν είναι βλέπω, ακούω, τρώω, περπατάω, τσουλάω, δουλεύω, πληρώνω, κάνω σεξ, παιδιά, σπίτια, οικογένεια. Η ζωή είναι βιώνω, δημιουργώ, ενώνομαι. Ποιος άραγε αληθινά ζει;
Published on September 08, 2018 03:22
Η χαμένη ουσία. 01/03/2018
Πηγή: iART
του Κωνσταντίνου Σύρμος
Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, της κοινωνικής αποδοχής, στην καταπίεση της αναγνώρισης και της δημοτικότητας, ξεχάσαμε την ίδια την ζωή και την μοναδικότητά της. Ξεχάσαμε την αξία της ζωής και του θανάτου που, όπως το φως με το σκοτάδι, η έλλειψη του ενός δίνει ουσία στο άλλο. Παντού βλέπεις τον θάνατο, φωτογραφίες νεκρών παιδιών, ζώων σε γκρο πλαν, τίποτα όμως δεν αλλάζει. Αλήθεια, γνωρίζετε κανέναν που να έκοψε το κάπνισμα επειδή έβλεπε καθημερινά φωτογραφίες από σάπιους πνεύμονες στο πακέτο των τσιγάρων του; Εγώ όχι, γνωρίζω όμως πως όσοι νόσησαν από τον καρκίνο το έκοψαν. Είμαστε τόσο εγωκεντρικοί που θέλουμε τα πάντα δικά μας, για πάντα δικά μας. Χρειάστηκε να εφεύρουμε Θεούς, πρώτα για να νικήσουμε τον προσωπικό μας θάνατο και ύστερα για να ναρκώσουμε την συνείδηση μας για τους θανάτους που, είτε ανεχόμαστε, είτε προκαλούμε. Γιατί «όταν πεθαίνει ένα παιδί γίνεται αγγελούδι», ή «ένας αθώος πάει στον παράδεισο», «πάνε» κάπου καλύτερα. Κι έτσι μένοντας εμβρόντητοι με τα φρικτά γεγονότα στον κόσμο, μένουμε κι αμέτοχοι.
Συνεχίζουμε να ζούμε μέρα την μέρα αντίπαλοι, χωρισμένοι σε ομάδες. Οι όμορφοι, οι άσχημοι, οι παμφάγοι, οι χορτοφάγοι, οι γυναίκες, οι άντρες, οι ηθικοί, οι βρώμικοι, τα αφεντικά, οι εργαζόμενοι, οι αλλόθρησκοι, οι γονείς, τα παιδιά κ.λπ κ.λπ. Και κάθε ομάδα ανθρώπων θεωρεί πως αυτή έχει το δίκαιο και το σωστό με το μέρος της και πρέπει τα δικά της πιστεύω να τα επιβάλει στους υπόλοιπους. Δεν αισιοδοξώ, ζούμε στην εποχή της σύγκρουσης, της αλληλοκατηγορίας, της ηλιθιοποίησης και της κοινωνικής αμορφωσιάς. Στην εποχή της αρπαγής. Δεν βλέπω πως μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά, όχι γιατί δεν μπορούν οι καταστάσεις να αντιστραφούν, αλλά γιατί εκείνοι που μπορούν να αλλάξουν κάτι, δεν θέλουν να το αλλάξουν κι εκείνοι που θέλουν είναι λίγοι.
Ο άνθρωπος έφτιαξε νόμους και κανόνες, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί την άγρια, κτηνώδη φύση του και να αποποιηθεί την ταυτότητά του ως ενός ακόμη ζώου αυτού του πλανήτη. Τελικά, το μόνο που κατάφερε είναι να γίνει το μοναδικό ον επάνω στην γη που κάνει να υποφέρει ή αφανίζει μαζικά το ίδιο του είδος. Η ζωή, δεν είναι βλέπω, ακούω, τρώω, περπατάω, τσουλάω, δουλεύω, πληρώνω, κάνω σεξ, παιδιά, σπίτια, οικογένεια. Η ζωή είναι βιώνω, δημιουργώ, ενώνομαι. Ποιος άραγε αληθινά ζει;
του Κωνσταντίνου Σύρμος
Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, της κοινωνικής αποδοχής, στην καταπίεση της αναγνώρισης και της δημοτικότητας, ξεχάσαμε την ίδια την ζωή και την μοναδικότητά της. Ξεχάσαμε την αξία της ζωής και του θανάτου που, όπως το φως με το σκοτάδι, η έλλειψη του ενός δίνει ουσία στο άλλο. Παντού βλέπεις τον θάνατο, φωτογραφίες νεκρών παιδιών, ζώων σε γκρο πλαν, τίποτα όμως δεν αλλάζει. Αλήθεια, γνωρίζετε κανέναν που να έκοψε το κάπνισμα επειδή έβλεπε καθημερινά φωτογραφίες από σάπιους πνεύμονες στο πακέτο των τσιγάρων του; Εγώ όχι, γνωρίζω όμως πως όσοι νόσησαν από τον καρκίνο το έκοψαν. Είμαστε τόσο εγωκεντρικοί που θέλουμε τα πάντα δικά μας, για πάντα δικά μας. Χρειάστηκε να εφεύρουμε Θεούς, πρώτα για να νικήσουμε τον προσωπικό μας θάνατο και ύστερα για να ναρκώσουμε την συνείδηση μας για τους θανάτους που, είτε ανεχόμαστε, είτε προκαλούμε. Γιατί «όταν πεθαίνει ένα παιδί γίνεται αγγελούδι», ή «ένας αθώος πάει στον παράδεισο», «πάνε» κάπου καλύτερα. Κι έτσι μένοντας εμβρόντητοι με τα φρικτά γεγονότα στον κόσμο, μένουμε κι αμέτοχοι.
Συνεχίζουμε να ζούμε μέρα την μέρα αντίπαλοι, χωρισμένοι σε ομάδες. Οι όμορφοι, οι άσχημοι, οι παμφάγοι, οι χορτοφάγοι, οι γυναίκες, οι άντρες, οι ηθικοί, οι βρώμικοι, τα αφεντικά, οι εργαζόμενοι, οι αλλόθρησκοι, οι γονείς, τα παιδιά κ.λπ κ.λπ. Και κάθε ομάδα ανθρώπων θεωρεί πως αυτή έχει το δίκαιο και το σωστό με το μέρος της και πρέπει τα δικά της πιστεύω να τα επιβάλει στους υπόλοιπους. Δεν αισιοδοξώ, ζούμε στην εποχή της σύγκρουσης, της αλληλοκατηγορίας, της ηλιθιοποίησης και της κοινωνικής αμορφωσιάς. Στην εποχή της αρπαγής. Δεν βλέπω πως μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά, όχι γιατί δεν μπορούν οι καταστάσεις να αντιστραφούν, αλλά γιατί εκείνοι που μπορούν να αλλάξουν κάτι, δεν θέλουν να το αλλάξουν κι εκείνοι που θέλουν είναι λίγοι.
Ο άνθρωπος έφτιαξε νόμους και κανόνες, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί την άγρια, κτηνώδη φύση του και να αποποιηθεί την ταυτότητά του ως ενός ακόμη ζώου αυτού του πλανήτη. Τελικά, το μόνο που κατάφερε είναι να γίνει το μοναδικό ον επάνω στην γη που κάνει να υποφέρει ή αφανίζει μαζικά το ίδιο του είδος. Η ζωή, δεν είναι βλέπω, ακούω, τρώω, περπατάω, τσουλάω, δουλεύω, πληρώνω, κάνω σεξ, παιδιά, σπίτια, οικογένεια. Η ζωή είναι βιώνω, δημιουργώ, ενώνομαι. Ποιος άραγε αληθινά ζει;
Published on September 08, 2018 03:22
Συλλαληταριό για τη Μακεδονία. 22/01/2018
Πηγή: iART
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Το 1992 ήταν η κομβική χρονιά για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Υπό την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη και υπουργό εξωτερικών τον Α. Σαμαρά ξεκίνησε η διαπραγμάτευση του ονόματος (αργότερα τον έφαγε λάχανο ο Μητσοτάκης τον Σαμαρά, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο εξωτερικών). Ήμουν τότε 13 χρονών και με θυμάμαι να βλέπω τα μαζικά συλλαλητήρια στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό της χώρας στα ΜΜΕ. Χιλιάδες κόσμου, πολλοί ήσαν ντυμένοι μακεδονομάχοι, μαζί τους κι οι ιερείς της εποχής, με ντουντούκες, με πλακάτ. Έμοιαζαν όλα αυτά στα παιδικά μου μάτια ως άλλο ένα αποκριάτικο καρναβάλι και τα μάτια των παιδιών δεν πέφτουν έξω.
Το αποτέλεσμα των πολιτικών χειρισμών του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου που ακολούθησε το 1994, ήταν η κατάληξη στον όρο «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (FYROM). Από εδώ ξεκινά μια πορεία 20 ετών που όλος ο πλανήτης από πολιτικά συμβούλια μέχρι και αθλητικές διοργανώσεις αποκαλεί ως «Μακεδονία» το κρατίδιο των Σκοπίων. Ο όρος «FYROM» μετετράπη σε ένα εντός των συνόρων αναισθητικό, εκμεταλλευόμενο της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων πολιτών και από τότε, δεν κουνήθηκε ούτε φύλλο, ούτε ράσο, ούτε πλακάτ. Η μόνη έγνοια του Έλληνα εκείνη την περίοδο, ήταν η θέση στο δημόσιο, το ρουσφέτι, το χτίσιμο του αυθαιρέτου και το σπάσιμο πιάτων το βράδυ στα μπουζούκια. Η δε πολιτική μας στάση ήταν κάτι παραπάνω από γελοία, ξεκινώντας από το –για το θεαθήναι- εμπάργκο του 1994 που επέβαλε ο Α. Παπανδρέου για την αδιάλλακτη στάση των Σκοπίων στις διαπραγματεύσεις, φτάνοντας στο 1997 όπου η Ελλάδα προωθεί τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό διαφόρων βαλκανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων και των Σκοπίων.
Στα 39 μου χρόνια πλέον, χθες, είδα πάλι στην Θεσσαλονίκη το ίδιο σκηνικό, ένα τεράστιο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας του λαού για την εκ νέου διαπραγμάτευση του ονόματος. Ένα «συλλαληταριό» όπως το χαρακτηρίζω στον τίτλο του άρθρου, εξαιτίας της καπήλευσής του από τους ρασοφόρους – άγιους φασίστες -όπως ο Άνθιμος παρέα με τον θρόνο του-, από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και της λοιπής αντιπολίτευσης, από διαφόρους κουλτουριάρηδες της μίζας, αλλά φυσικά κι από τα ανθρωποειδή της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι έκαψαν ένα διατηρητέο κτίριο και προκάλεσαν βανδαλισμούς στο πέρασμά τους. Εντύπωση ιδιαιτέρως αρνητική μου έκανε, όχι μόνο η παρουσία στην λίστα των ομιλητών του Νίκου Λυγερού, αλλά και η ομιλία του η οποία, θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Κασιδιάρη και Άνθιμο. Είναι άξιο επιστημονικής έρευνας πως ο ιδεολογικός φανατισμός συρρικνώνει την ευφυΐα, καθώς ο κ. Λυγερός, είναι ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται ως: «ο Έλληνας με τον υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης (189 στην κλίμακα Standford-Binet)» και «ένας από τους 50 εξυπνότερους ανθρώπους στον κόσμο», παρ’ όλα αυτά, μίλησε στο κοινό σαν ένας θεό-υπόδουλος εθνικό-φασίστας.
Δεν ξέρω ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στην ονομασία των Σκοπίων, ξέρω πως ο λαός μένει ακίνητος και αμίλητος μπροστά στην κατάπτωση της παιδείας, στην αύξηση της ανεργίας, στην δουλειά που έχει γίνει δουλεία, στους υπέρογκους φόρους, στην ανέχεια, στους ρακένδυτους και πεινασμένους συνανθρώπους γύρω του, στην αύξηση των περιστατικών κατάθλιψης και αυτοκτονιών. Το παιχνίδι, μοιάζει να έχει χαθεί προ πολλού, συγκεκριμένα, από όταν το σύνθημα στο μυαλό του Έλληνα, από: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», έγινε «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Το 1992 ήταν η κομβική χρονιά για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Υπό την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη και υπουργό εξωτερικών τον Α. Σαμαρά ξεκίνησε η διαπραγμάτευση του ονόματος (αργότερα τον έφαγε λάχανο ο Μητσοτάκης τον Σαμαρά, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο εξωτερικών). Ήμουν τότε 13 χρονών και με θυμάμαι να βλέπω τα μαζικά συλλαλητήρια στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό της χώρας στα ΜΜΕ. Χιλιάδες κόσμου, πολλοί ήσαν ντυμένοι μακεδονομάχοι, μαζί τους κι οι ιερείς της εποχής, με ντουντούκες, με πλακάτ. Έμοιαζαν όλα αυτά στα παιδικά μου μάτια ως άλλο ένα αποκριάτικο καρναβάλι και τα μάτια των παιδιών δεν πέφτουν έξω.
Το αποτέλεσμα των πολιτικών χειρισμών του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου που ακολούθησε το 1994, ήταν η κατάληξη στον όρο «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (FYROM). Από εδώ ξεκινά μια πορεία 20 ετών που όλος ο πλανήτης από πολιτικά συμβούλια μέχρι και αθλητικές διοργανώσεις αποκαλεί ως «Μακεδονία» το κρατίδιο των Σκοπίων. Ο όρος «FYROM» μετετράπη σε ένα εντός των συνόρων αναισθητικό, εκμεταλλευόμενο της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων πολιτών και από τότε, δεν κουνήθηκε ούτε φύλλο, ούτε ράσο, ούτε πλακάτ. Η μόνη έγνοια του Έλληνα εκείνη την περίοδο, ήταν η θέση στο δημόσιο, το ρουσφέτι, το χτίσιμο του αυθαιρέτου και το σπάσιμο πιάτων το βράδυ στα μπουζούκια. Η δε πολιτική μας στάση ήταν κάτι παραπάνω από γελοία, ξεκινώντας από το –για το θεαθήναι- εμπάργκο του 1994 που επέβαλε ο Α. Παπανδρέου για την αδιάλλακτη στάση των Σκοπίων στις διαπραγματεύσεις, φτάνοντας στο 1997 όπου η Ελλάδα προωθεί τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό διαφόρων βαλκανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένων και των Σκοπίων.
Στα 39 μου χρόνια πλέον, χθες, είδα πάλι στην Θεσσαλονίκη το ίδιο σκηνικό, ένα τεράστιο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας του λαού για την εκ νέου διαπραγμάτευση του ονόματος. Ένα «συλλαληταριό» όπως το χαρακτηρίζω στον τίτλο του άρθρου, εξαιτίας της καπήλευσής του από τους ρασοφόρους – άγιους φασίστες -όπως ο Άνθιμος παρέα με τον θρόνο του-, από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και της λοιπής αντιπολίτευσης, από διαφόρους κουλτουριάρηδες της μίζας, αλλά φυσικά κι από τα ανθρωποειδή της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι έκαψαν ένα διατηρητέο κτίριο και προκάλεσαν βανδαλισμούς στο πέρασμά τους. Εντύπωση ιδιαιτέρως αρνητική μου έκανε, όχι μόνο η παρουσία στην λίστα των ομιλητών του Νίκου Λυγερού, αλλά και η ομιλία του η οποία, θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Κασιδιάρη και Άνθιμο. Είναι άξιο επιστημονικής έρευνας πως ο ιδεολογικός φανατισμός συρρικνώνει την ευφυΐα, καθώς ο κ. Λυγερός, είναι ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται ως: «ο Έλληνας με τον υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης (189 στην κλίμακα Standford-Binet)» και «ένας από τους 50 εξυπνότερους ανθρώπους στον κόσμο», παρ’ όλα αυτά, μίλησε στο κοινό σαν ένας θεό-υπόδουλος εθνικό-φασίστας.
Δεν ξέρω ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στην ονομασία των Σκοπίων, ξέρω πως ο λαός μένει ακίνητος και αμίλητος μπροστά στην κατάπτωση της παιδείας, στην αύξηση της ανεργίας, στην δουλειά που έχει γίνει δουλεία, στους υπέρογκους φόρους, στην ανέχεια, στους ρακένδυτους και πεινασμένους συνανθρώπους γύρω του, στην αύξηση των περιστατικών κατάθλιψης και αυτοκτονιών. Το παιχνίδι, μοιάζει να έχει χαθεί προ πολλού, συγκεκριμένα, από όταν το σύνθημα στο μυαλό του Έλληνα, από: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», έγινε «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».
Published on September 08, 2018 03:19
Εσείς πόσο ανάπηροι είσαστε; 03/12/2017
Πηγή: iART
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Να ξεκινήσω λέγοντας πως δεν επιθυμώ να κάνω κήρυγμα, την ευθύνη ο κάθε ένας για το τι είδους άνθρωπος επιθυμεί να είναι, την έχει αποκλειστικά δική του. Θέλω να πω απλώς μερικά βασικά κατ’ εμέ πράγματα περί του όρου «αναπηρία», με τρόπο άμεσο και κατανοητό, με την ελπίδα πως την επόμενη φορά που θα αντικρίσετε τον οποιοδήποτε άνθρωπο με σωματική ή νοητική βλάβη δεν θα τον θεωρήσετε ως κάποιον μη φυσιολογικό ή διαφορετικό αλλά ως ίδιο με εσάς. Ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι περισσότερο, αλλά ίδιο με εσάς.
Επίσης, ελπίζω μετά από την ανάγνωση αυτού του άρθρου, να ΜΗΝ κάνετε ξανά τα εξής πράγματα: Μην προσπαθήσετε να δώσετε χρήματα, κανείς και καμιά δεν ζητιανεύει. Μην σταυροκοπιέστε, το «θαύμα» έχει γίνει ήδη με την γέννηση του καθενός μας, εσένα, εμένα, όλων. Μην κοιτάτε επίμονα, δεν είναι περιφερόμενα αξιοθέατα οι άνθρωποι (εκτός κι αν τον/την γουστάρετε, τότε εντάξει κάντε τα κόλπα σας).
Ο όρος αναπηρία είναι η δικαιολογία της κοινωνίας μπροστά στην ανικανότητά της να παρέχει δίκαια και ίδια δικαιώματα σε όλα τα μέλη της. Θα έλεγα πως από ψυχολογικής άποψης είναι και μια ασυνείδητη ανάγκη και χαρά των ανθρώπων για την ανισότητά τους. Τι εννοώ με αυτό, είναι σαν την λύπη που νιώθει κάποιος όταν κοιτά έναν άστεγο, η λύπη αυτή είναι μια ασυνείδητη χαρά που προέρχεται από το γεγονός πως αυτός έχει το σπιτάκι του. Αυτομάτως το σπίτι παίρνει μια υπέρμετρη αξία. Έτσι συμβαίνει και με όλα αυτά που έχει φαινομενικά ο μη ανάπηρος σε σχέση με τον ανάπηρο -όπως τον ορίζει το σκεπτικό της κοινωνίας-.
Η αναπηρία, είναι μία συσκευασία, δεν είναι κάτι το απτό, είναι ένα τσουβάλι, μια κούτα, που μέσα οι άνθρωποι ρίχνουν τους ανθρώπους εκείνους που δεν μπορούν να κάνουν κινητικά ή νοητικά ό,τι μπορεί η πλειοψηφία. Θέλω να καταλάβεις πως ένας άνθρωπος με σύνδρομο Down, αν σκεφτόταν όπως ο μέσος άνθρωπος περί αναπηρίας, θα αντιλαμβανόταν τον μέσο άνθρωπο ως ανάπηρο. Επανάλαβέ το αυτό φωναχτά, θέλω να το σκεφτείς, να το επεξεργαστείς. Όλο αυτό το κατασκεύασμα μπορεί να γκρεμιστεί όταν δημιουργηθούν οι δομές ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν ισότιμα να πραγματοποιήσουν το κάθε τι.
Αν το κράτος ως όφειλε, παρείχε στον άνθρωπο -που η πάθησή του το καθιστούσε αναγκαίο-, έναν προσωπικό βοηθό, τότε εκείνη/ος θα μπορούσε να ζήσει ανεξάρτητα. Αν οι δομές δεν του έβαζαν εμπόδια, αν οι γύρω του τον αντιμετώπιζαν ισότιμα, τι θα είχε να «ζηλέψει»; Τι θα τον καθιστούσε τελικά αυτόν τον άνθρωπο ανάπηρο; Είναι βολικό για μια κοινωνία να αυνανίζεται και να φτάνει σε οργασμό φτιάχνοντας ράμπες, κάνοντας φιλανθρωπίες, να μιλά για μεγαλεία ψυχής, για ήρωες της ζωής, για κατορθώματα και να χειροκροτείται, προσποιούμενη πως χειροκροτεί. Είναι βολικό για μια κοινωνία να συντηρεί το μοντέλο της αναπηρίας μόνο και μόνο για να μπορεί κι η ίδια να δηλώσει ανήμπορη -και άρα ανάπηρη- όποτε χρειάζεται να πράξει το ουσιαστικό, το αυτονόητο.
Μια παραπάνω αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε η ταπείνωση (αχ με συγχωρείτε ταλαιπωρία εννοούσα) που τραβάνε τόσοι συνάνθρωποί μας το τελευταίο διάστημα –ένας εξ’ αυτών κι εγώ- με το πέρασμα από επιτροπές, που θα αποφανθούν κοιτώντας μας καλά – καλά και ξεφτιλίζοντάς μας (μα όλο λάθη κάνω σήμερα, «ξεφυλλίζοντας» ήθελα να πω) μέσα από τα χαρτιά μας -τις ιατρικές γνωματεύσεις κλπ-, για να μας φορέσουν την ταμπέλα ενός ποσοστού αναπηρίας. Έναν αριθμό δηλαδή που για το κράτος θα ορίζει το πόσο άχρηστος και ανίκανος για εκείνο είσαι, ώστε να σου δώσει πέντε ψίχουλα πάνω, πέντε κάτω. Είναι ευκολότερο, βλέπετε, να δώσεις τα ψίχουλα παρά να βρεις τον τρόπο να κάνεις όλους τους ανθρώπους το ίδιο παραγωγικούς και να τους αντιμετωπίσεις δίκαια, ως ισότιμα πλάσματα.
Μην ξεχνάμε –όπως ανέφερα ξανά-, πως το χτίσμα της αναπηρίας εξυπηρετεί και την σημαντική ανάγκη της μάζας να πρέπει κάποιους να ‘χει να δείχνει την συμπόνια της, να τους ταυτίζει ως ανήμπορους, ως δυστυχείς, ως άτυχους. Κάποιους να ‘χει να λυπάται, να φιλανθρωπίζει και να υπνωτίζεται έτσι η συνείδησή της. Μη τυχόν και μια μέρα ξυπνήσουν τα μέλη αυτής της μάζας κι αντιληφθούν τελικά πως, ανάπηρη είναι η κοινωνία που ζουν και ότι ανάπηρος είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι την έννοια της ευτυχίας και της ουσίας του να ζεις. Μετά από όλα αυτά το μόνο που έχω να σας ρωτήσω είναι: «Αλήθεια, εσείς πόσο ανάπηροι είσαστε»;
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Να ξεκινήσω λέγοντας πως δεν επιθυμώ να κάνω κήρυγμα, την ευθύνη ο κάθε ένας για το τι είδους άνθρωπος επιθυμεί να είναι, την έχει αποκλειστικά δική του. Θέλω να πω απλώς μερικά βασικά κατ’ εμέ πράγματα περί του όρου «αναπηρία», με τρόπο άμεσο και κατανοητό, με την ελπίδα πως την επόμενη φορά που θα αντικρίσετε τον οποιοδήποτε άνθρωπο με σωματική ή νοητική βλάβη δεν θα τον θεωρήσετε ως κάποιον μη φυσιολογικό ή διαφορετικό αλλά ως ίδιο με εσάς. Ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι περισσότερο, αλλά ίδιο με εσάς.
Επίσης, ελπίζω μετά από την ανάγνωση αυτού του άρθρου, να ΜΗΝ κάνετε ξανά τα εξής πράγματα: Μην προσπαθήσετε να δώσετε χρήματα, κανείς και καμιά δεν ζητιανεύει. Μην σταυροκοπιέστε, το «θαύμα» έχει γίνει ήδη με την γέννηση του καθενός μας, εσένα, εμένα, όλων. Μην κοιτάτε επίμονα, δεν είναι περιφερόμενα αξιοθέατα οι άνθρωποι (εκτός κι αν τον/την γουστάρετε, τότε εντάξει κάντε τα κόλπα σας).
Ο όρος αναπηρία είναι η δικαιολογία της κοινωνίας μπροστά στην ανικανότητά της να παρέχει δίκαια και ίδια δικαιώματα σε όλα τα μέλη της. Θα έλεγα πως από ψυχολογικής άποψης είναι και μια ασυνείδητη ανάγκη και χαρά των ανθρώπων για την ανισότητά τους. Τι εννοώ με αυτό, είναι σαν την λύπη που νιώθει κάποιος όταν κοιτά έναν άστεγο, η λύπη αυτή είναι μια ασυνείδητη χαρά που προέρχεται από το γεγονός πως αυτός έχει το σπιτάκι του. Αυτομάτως το σπίτι παίρνει μια υπέρμετρη αξία. Έτσι συμβαίνει και με όλα αυτά που έχει φαινομενικά ο μη ανάπηρος σε σχέση με τον ανάπηρο -όπως τον ορίζει το σκεπτικό της κοινωνίας-.
Η αναπηρία, είναι μία συσκευασία, δεν είναι κάτι το απτό, είναι ένα τσουβάλι, μια κούτα, που μέσα οι άνθρωποι ρίχνουν τους ανθρώπους εκείνους που δεν μπορούν να κάνουν κινητικά ή νοητικά ό,τι μπορεί η πλειοψηφία. Θέλω να καταλάβεις πως ένας άνθρωπος με σύνδρομο Down, αν σκεφτόταν όπως ο μέσος άνθρωπος περί αναπηρίας, θα αντιλαμβανόταν τον μέσο άνθρωπο ως ανάπηρο. Επανάλαβέ το αυτό φωναχτά, θέλω να το σκεφτείς, να το επεξεργαστείς. Όλο αυτό το κατασκεύασμα μπορεί να γκρεμιστεί όταν δημιουργηθούν οι δομές ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν ισότιμα να πραγματοποιήσουν το κάθε τι.
Αν το κράτος ως όφειλε, παρείχε στον άνθρωπο -που η πάθησή του το καθιστούσε αναγκαίο-, έναν προσωπικό βοηθό, τότε εκείνη/ος θα μπορούσε να ζήσει ανεξάρτητα. Αν οι δομές δεν του έβαζαν εμπόδια, αν οι γύρω του τον αντιμετώπιζαν ισότιμα, τι θα είχε να «ζηλέψει»; Τι θα τον καθιστούσε τελικά αυτόν τον άνθρωπο ανάπηρο; Είναι βολικό για μια κοινωνία να αυνανίζεται και να φτάνει σε οργασμό φτιάχνοντας ράμπες, κάνοντας φιλανθρωπίες, να μιλά για μεγαλεία ψυχής, για ήρωες της ζωής, για κατορθώματα και να χειροκροτείται, προσποιούμενη πως χειροκροτεί. Είναι βολικό για μια κοινωνία να συντηρεί το μοντέλο της αναπηρίας μόνο και μόνο για να μπορεί κι η ίδια να δηλώσει ανήμπορη -και άρα ανάπηρη- όποτε χρειάζεται να πράξει το ουσιαστικό, το αυτονόητο.
Μια παραπάνω αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε η ταπείνωση (αχ με συγχωρείτε ταλαιπωρία εννοούσα) που τραβάνε τόσοι συνάνθρωποί μας το τελευταίο διάστημα –ένας εξ’ αυτών κι εγώ- με το πέρασμα από επιτροπές, που θα αποφανθούν κοιτώντας μας καλά – καλά και ξεφτιλίζοντάς μας (μα όλο λάθη κάνω σήμερα, «ξεφυλλίζοντας» ήθελα να πω) μέσα από τα χαρτιά μας -τις ιατρικές γνωματεύσεις κλπ-, για να μας φορέσουν την ταμπέλα ενός ποσοστού αναπηρίας. Έναν αριθμό δηλαδή που για το κράτος θα ορίζει το πόσο άχρηστος και ανίκανος για εκείνο είσαι, ώστε να σου δώσει πέντε ψίχουλα πάνω, πέντε κάτω. Είναι ευκολότερο, βλέπετε, να δώσεις τα ψίχουλα παρά να βρεις τον τρόπο να κάνεις όλους τους ανθρώπους το ίδιο παραγωγικούς και να τους αντιμετωπίσεις δίκαια, ως ισότιμα πλάσματα.
Μην ξεχνάμε –όπως ανέφερα ξανά-, πως το χτίσμα της αναπηρίας εξυπηρετεί και την σημαντική ανάγκη της μάζας να πρέπει κάποιους να ‘χει να δείχνει την συμπόνια της, να τους ταυτίζει ως ανήμπορους, ως δυστυχείς, ως άτυχους. Κάποιους να ‘χει να λυπάται, να φιλανθρωπίζει και να υπνωτίζεται έτσι η συνείδησή της. Μη τυχόν και μια μέρα ξυπνήσουν τα μέλη αυτής της μάζας κι αντιληφθούν τελικά πως, ανάπηρη είναι η κοινωνία που ζουν και ότι ανάπηρος είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι την έννοια της ευτυχίας και της ουσίας του να ζεις. Μετά από όλα αυτά το μόνο που έχω να σας ρωτήσω είναι: «Αλήθεια, εσείς πόσο ανάπηροι είσαστε»;
Published on September 08, 2018 03:14
Ο Κουφοντίνας, αυτοί, εσύ και εγώ. 09/11/2017
Πηγή: iART
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Εγώ δεν φοβήθηκα, εσύ δεν φοβήθηκες, το 99% των ελλήνων πολιτών δεν φοβήθηκε στην είδηση ότι πήρε την πρώτη του νόμιμη άδεια -δύο ημερών- ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Mετά από 17 χρόνια στις φυλακές για την καταδίκη του, η οποία ύστερα από την εφετειακή απόφαση είναι 11 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξης για την συμμετοχή του σε 11 δολοφονίες, εκρήξεις, ληστείες και γενικότερα την όλη του εμπλοκή στις ενέργειες της 17Ν ως ενεργό μέλος της. Το επαναλαμβάνω, μετά από 17 χρόνια. Περίπου 6.200 ημέρες εγκλεισμού. Μια άδεια που νομίμως εδικαιούτο εδώ και 8 χρόνια αλλά ποτέ δεν του είχε χορηγηθεί ως σήμερα. «Ήρεμα, ήρεμα δεν είμαι τρομοκράτης» λέει ένα παλιό τραγουδάκι. Ναι, δεν είμαι τρομοκράτης, ούτε επικροτώ την τρομοκρατία γιατί σίγουρα δεν λύνει τίποτα και ποτέ δεν έλυσε. Όμως…
Χειρότερη της τρομοκρατίας -και κατ’ επέκταση η μήτρα αυτής-, είναι η υποκριτική Δημοκρατία. Η Δημοκρατία των ρουσφετιών, των υποκλοπών, των off shores, των σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, του κομμένου ρεύματος στα σπίτια ανέργων, των τηλεφωνικών «τρομοκρατικών» επιθέσεων από τις τράπεζες στους οφειλέτες, των εξώσεων σε φτωχές οικογένειες, των στοιβαγμένων προσφύγων σε άθλια κοινόβια, των αυτοκτονιών, του ακόμη ελεύθερου δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, των ακόμη ελεύθερων πολιτικών-ληστών των κρατικών ταμείων και των τόσων άλλων εγκλημάτων. Για αυτήν την τρό(Δη)μοκρατική οργάνωση ποιος θα μιλήσει; Ποιος θα την καταγγείλει, Θα την συλλάβει, θα την φυλακίσει και θα την καταδικάσει; Ποιος θα αποδώσει δικαιοσύνη σε μια χώρα και στους πολίτες της που βιώνουν μια τρομοκρατική καθημερινότητα;
Το 1% που μας μένει από την πρώτη παράγραφο, που φοβάται και τρέμει με την άδεια δύο ημερών που δόθηκε στον Κουφοντίνα, είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους την μοίρα των υπολοίπων. Είναι αυτοί που σε έχουν κλέψει, αυτοί που σε απομυζούν, που σε κοροϊδεύουν σε κάθε τους λέξη στους πολιτικούς τους λόγους, αυτοί που ζουν εις βάρος σου δεκαετίες τώρα. Είναι εκείνοι που πίστεψες, που ψήφισες, που έφεραν τον Γιαννάκη από τον Έβρο κοντά σου όταν πήγε στρατό, είναι οι ίδιοι που σου διόρισαν τη Μαρία σε μια δημόσια υπηρεσία. Δες τους πως τρέμουν και θα τους αναγνωρίσεις. Μπορεί ο Κουφοντίνας και ο κάθε Κουφοντίνας να πιστεύει -απολύτως εσφαλμένα- πως με ένα πιστόλι και μια έκρηξη θα αλλάξει τον κόσμο, μπορεί μέσα του να ικανοποιεί κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο «ήρωα», χιλιάδες τα μπορεί, το γεγονός παραμένει ένα, κάτι πρέπει να γίνει, πρέπει να αλλάξει ετούτος ο κόσμος είναι ανάγκη επιτακτική, ανάγκη επιβίωσης.
Το πραγματικό πιστόλι, η ουσιαστική έκρηξη είμαστε εμείς οι ίδιοι, όχι με πράξεις βίας αλλά με αυτοσεβασμού. Δεν ελπίζω προσωπικά σε καμιά αλλαγή, όχι γιατί δεν πιστεύω πως κάπου εκεί έξω υπάρχουν ικανοί ηγέτες, μα γιατί γύρω μας, στα σπίτια μας, στις γειτονιές στους μικρόκοσμους μας, δεν αντιδρά κανείς, δεν αλλάζει κανείς.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Εγώ δεν φοβήθηκα, εσύ δεν φοβήθηκες, το 99% των ελλήνων πολιτών δεν φοβήθηκε στην είδηση ότι πήρε την πρώτη του νόμιμη άδεια -δύο ημερών- ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Mετά από 17 χρόνια στις φυλακές για την καταδίκη του, η οποία ύστερα από την εφετειακή απόφαση είναι 11 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξης για την συμμετοχή του σε 11 δολοφονίες, εκρήξεις, ληστείες και γενικότερα την όλη του εμπλοκή στις ενέργειες της 17Ν ως ενεργό μέλος της. Το επαναλαμβάνω, μετά από 17 χρόνια. Περίπου 6.200 ημέρες εγκλεισμού. Μια άδεια που νομίμως εδικαιούτο εδώ και 8 χρόνια αλλά ποτέ δεν του είχε χορηγηθεί ως σήμερα. «Ήρεμα, ήρεμα δεν είμαι τρομοκράτης» λέει ένα παλιό τραγουδάκι. Ναι, δεν είμαι τρομοκράτης, ούτε επικροτώ την τρομοκρατία γιατί σίγουρα δεν λύνει τίποτα και ποτέ δεν έλυσε. Όμως…
Χειρότερη της τρομοκρατίας -και κατ’ επέκταση η μήτρα αυτής-, είναι η υποκριτική Δημοκρατία. Η Δημοκρατία των ρουσφετιών, των υποκλοπών, των off shores, των σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, του κομμένου ρεύματος στα σπίτια ανέργων, των τηλεφωνικών «τρομοκρατικών» επιθέσεων από τις τράπεζες στους οφειλέτες, των εξώσεων σε φτωχές οικογένειες, των στοιβαγμένων προσφύγων σε άθλια κοινόβια, των αυτοκτονιών, του ακόμη ελεύθερου δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, των ακόμη ελεύθερων πολιτικών-ληστών των κρατικών ταμείων και των τόσων άλλων εγκλημάτων. Για αυτήν την τρό(Δη)μοκρατική οργάνωση ποιος θα μιλήσει; Ποιος θα την καταγγείλει, Θα την συλλάβει, θα την φυλακίσει και θα την καταδικάσει; Ποιος θα αποδώσει δικαιοσύνη σε μια χώρα και στους πολίτες της που βιώνουν μια τρομοκρατική καθημερινότητα;
Το 1% που μας μένει από την πρώτη παράγραφο, που φοβάται και τρέμει με την άδεια δύο ημερών που δόθηκε στον Κουφοντίνα, είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους την μοίρα των υπολοίπων. Είναι αυτοί που σε έχουν κλέψει, αυτοί που σε απομυζούν, που σε κοροϊδεύουν σε κάθε τους λέξη στους πολιτικούς τους λόγους, αυτοί που ζουν εις βάρος σου δεκαετίες τώρα. Είναι εκείνοι που πίστεψες, που ψήφισες, που έφεραν τον Γιαννάκη από τον Έβρο κοντά σου όταν πήγε στρατό, είναι οι ίδιοι που σου διόρισαν τη Μαρία σε μια δημόσια υπηρεσία. Δες τους πως τρέμουν και θα τους αναγνωρίσεις. Μπορεί ο Κουφοντίνας και ο κάθε Κουφοντίνας να πιστεύει -απολύτως εσφαλμένα- πως με ένα πιστόλι και μια έκρηξη θα αλλάξει τον κόσμο, μπορεί μέσα του να ικανοποιεί κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο «ήρωα», χιλιάδες τα μπορεί, το γεγονός παραμένει ένα, κάτι πρέπει να γίνει, πρέπει να αλλάξει ετούτος ο κόσμος είναι ανάγκη επιτακτική, ανάγκη επιβίωσης.
Το πραγματικό πιστόλι, η ουσιαστική έκρηξη είμαστε εμείς οι ίδιοι, όχι με πράξεις βίας αλλά με αυτοσεβασμού. Δεν ελπίζω προσωπικά σε καμιά αλλαγή, όχι γιατί δεν πιστεύω πως κάπου εκεί έξω υπάρχουν ικανοί ηγέτες, μα γιατί γύρω μας, στα σπίτια μας, στις γειτονιές στους μικρόκοσμους μας, δεν αντιδρά κανείς, δεν αλλάζει κανείς.
Published on September 08, 2018 03:07
September 7, 2018
Τάσος Λειβαδίτης | Ο ποιητής της μνήμης, της ήττας, της μάταιης ύπαρξης, της μεταφυσικής αναζήτησης
Πηγή: ologramma.art, αφιέρωμα.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Aύγουστος 06.2018
Έγραφε για τους νικημένους στρατιώτες, για την σιωπή και την θλίψη της απεραντοσύνης που έχουν. Κι εσύ διαβάζοντάς τον, νιώθεις το φυλάκισμα από τις αρβύλες στα πόδια σου και το άγγιγμα του μανικιού στο μέτωπο του πολεμιστή, που δεν καταφέρνει να του στεγνώσει την ματαιότητα που ‘χει λιμνάσει. Έγραφε πως …τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, τα παράθυρα είναι τυφλά, φυσάει, μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού, και κυλά επάνω σου ο ιδρώτας του ποδοβολητού, σε αποκαρδιώνει η κατάμαυρη θέα, σε εκτινάσσει η αδικία.
Κάθε ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, είναι σαν να σκαρφαλώνεις στην ανοικτή παλάμη του κι εκείνη να σε πηγαίνει σε μια άλλη πόλη, που δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός. Ή, μένεις μαρμαρωμένος …ενώ απ’ το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν μουσική, σαν κάποιος να θεραπευόταν απ’ την προσωρινότητα. Μέσα από τις φράσεις του, ζεις σε μια άλλη εποχή ενός ίδιου με τον γύρω σου, κόσμο. Σε αυτήν την χώρα των χαμένων οραμάτων, είναι λες και δεν πέρασε μια μέρα από τότε.
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε το βράδυ της Αναστάσεως του 1922, στην γειτονιά του Μεταξουργείου και τούτος ο νεοφερμένος άνθρωπος, έμελε να γίνει ο κορυφαίος, υπαρξιακός, έλληνας ποιητής. Το γράψιμό του είναι η ποίηση της μνήμης, της ήττας, της μάταιης ύπαρξης φωτισμένη από εμβληματικούς συμβολισμούς. Δεν χρησιμοποιούσε περισπούδαστο λεξιλόγιο, μα έθετε τις λέξεις με τέτοιο περίτεχνο τρόπο που κάθε φορά που τον διαβάζεις, αισθάνεσαι πως προσεγγίζεις ένα άφταστο μέρος. Ο Λειβαδίτης, ήταν ένας άνθρωπος ακέραιος, αφοσιωμένος στην ποίηση και στην ιδεολογία του. Του άρεσε να φορά ανοιχτά, άσπρα πουκάμισα. Καμιά φορά, έβαζε τα παλιά του παπούτσια, να νιώσει όπως εκείνοι, που δεν μπορούν να αγοράσουν καινούρια.
Ασχολήθηκε δυναμικά με την πολιτική, δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της αριστεράς παίρνοντας μέρος στην αντίσταση, με συνέπεια να εξοριστεί στα χρόνια του εμφυλίου στο Μούδρο, την Μακρόνησο, τον Άη Στράτη. Στην ποίησή του βρίσκεις την προσωπική τραγωδία αλλά και την ιστορική από τα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας, του πολέμου, αλλά και στα επόμενα. Άνθρωπος ονειροπόλος, πίστευε στην δίκαιη μεταχείριση και στην ισότητα των ανθρώπων. Το 1946 παντρεύεται την Mαρία Στούπα, η οποία υπήρξε το στήριγμά του στα χρόνια της εξορίας αλλά και σε όλη του τη ζωή.
Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιάκι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμοούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.
Ο λόγος του, λυρικός, η κάθε λέξη που βρίσκεται πλάι σε μιαν άλλη, σε οδηγεί στους κόσμους του ποιητή, σαν αχθοφόρος που δεν κουβαλά τις αποσκευές σου, μα την ίδια σου την ψυχή μέσα στο δωμάτιο της δικής του. Σου ανοίγει την πόρτα, ακουμπάς με τα μάτια το κείμενο, κλειδώνεσαι και κλυδωνίζεσαι εντός του. Σε κάθε ποίημα κραυγάζουν οι ψίθυροι αμέτρητων άλλων ποιημάτων. Κάνεις παύση κάθε λίγους στίχους κι ακούς τους ήχους από ένα ματωμένο τραγούδι. Νιώθεις στον ώμο το απλωμένο του χέρι, ακρωτηριασμένο από την δυσπιστία. Βλέπεις στον σελιδοποιημένο ορίζοντα, τις χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος, έναν άνθρωπο να καίγεται. Μυρίζεις τα κορμιά των ζωντανών και των νεκρών, γεύεσαι την εξαθλίωση και την ανύψωση από την κάθε σπιθαμή της ζωής του.
«Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν…σε περίμενε κανείς.Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Αυγή και στο αριστερό, μεταπολεμικό περιοδικό γραμμάτων και τεχνών: “Επιθεώρηση Τέχνης”. Ο Λειβαδίτης, παράλληλα με την ποίηση κατείχε και μια άλλη ιδιότητα, αυτή του στιχουργού. Στιχουργήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίμη Πλέσσα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη. Τραγούδια όπως τα: “Βρέχει στην φτωχογειτονιά, “Δρόμοι που χάθηκα», “Η Δραπετσώνα”, τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, έγραψε το σενάριο για την ταινία: “Συνοικία το όνειρο”. Στην περίοδο της δικτατορίας, για βιοποριστικούς λόγους έγραψε σε περιοδικά της εποχής ανώνυμα ή με ψευδώνυμο.
Τιμήθηκε με: Το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Κινέζικα, Σουηδικά, Σερβικά, Ουγγρικά κ.α. Επίσης, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων». Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988 αφήνοντας μας ως κληρονομιά, πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές-θησαυρούς.
Το ανεκπλήρωτο όραμα, ο αγώνας για το δίκαιο, η αλλαγή που δεν ήρθε ποτέ, ο έρωτας, ο θάνατος, ο θεός, ο πόνος, οι καθημερινοί άνθρωποι, η γυναίκα, η μεταφυσική αναζήτηση, ο ρομαντισμός, αποτέλεσαν την θεματική του ποιητή. Τα απλά αντικείμενα, τα φτηνά ξενοδοχεία, το πολεμικό μέτωπο, οι ταβέρνες, τα ραφτάδικα, οι δρόμοι, ένα δωμάτιο κρεβατοκάμαρας, οι πλατείες, ήταν τα σκηνικά, που τούτος ο ποιητικός διαβάτης έστηνε τα ενσταντανέ μια ζωής γεμάτης όνειρα για νίκες και πτοημένα ιδανικά.
Πηγές :
users.uoa.gr
tleivaditis.weebly.com
sarantakos.com
ΕΤ1 Ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Aύγουστος 06.2018
Έγραφε για τους νικημένους στρατιώτες, για την σιωπή και την θλίψη της απεραντοσύνης που έχουν. Κι εσύ διαβάζοντάς τον, νιώθεις το φυλάκισμα από τις αρβύλες στα πόδια σου και το άγγιγμα του μανικιού στο μέτωπο του πολεμιστή, που δεν καταφέρνει να του στεγνώσει την ματαιότητα που ‘χει λιμνάσει. Έγραφε πως …τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, τα παράθυρα είναι τυφλά, φυσάει, μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού, και κυλά επάνω σου ο ιδρώτας του ποδοβολητού, σε αποκαρδιώνει η κατάμαυρη θέα, σε εκτινάσσει η αδικία.
Κάθε ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, είναι σαν να σκαρφαλώνεις στην ανοικτή παλάμη του κι εκείνη να σε πηγαίνει σε μια άλλη πόλη, που δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός. Ή, μένεις μαρμαρωμένος …ενώ απ’ το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν μουσική, σαν κάποιος να θεραπευόταν απ’ την προσωρινότητα. Μέσα από τις φράσεις του, ζεις σε μια άλλη εποχή ενός ίδιου με τον γύρω σου, κόσμο. Σε αυτήν την χώρα των χαμένων οραμάτων, είναι λες και δεν πέρασε μια μέρα από τότε.
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε το βράδυ της Αναστάσεως του 1922, στην γειτονιά του Μεταξουργείου και τούτος ο νεοφερμένος άνθρωπος, έμελε να γίνει ο κορυφαίος, υπαρξιακός, έλληνας ποιητής. Το γράψιμό του είναι η ποίηση της μνήμης, της ήττας, της μάταιης ύπαρξης φωτισμένη από εμβληματικούς συμβολισμούς. Δεν χρησιμοποιούσε περισπούδαστο λεξιλόγιο, μα έθετε τις λέξεις με τέτοιο περίτεχνο τρόπο που κάθε φορά που τον διαβάζεις, αισθάνεσαι πως προσεγγίζεις ένα άφταστο μέρος. Ο Λειβαδίτης, ήταν ένας άνθρωπος ακέραιος, αφοσιωμένος στην ποίηση και στην ιδεολογία του. Του άρεσε να φορά ανοιχτά, άσπρα πουκάμισα. Καμιά φορά, έβαζε τα παλιά του παπούτσια, να νιώσει όπως εκείνοι, που δεν μπορούν να αγοράσουν καινούρια.
Ασχολήθηκε δυναμικά με την πολιτική, δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της αριστεράς παίρνοντας μέρος στην αντίσταση, με συνέπεια να εξοριστεί στα χρόνια του εμφυλίου στο Μούδρο, την Μακρόνησο, τον Άη Στράτη. Στην ποίησή του βρίσκεις την προσωπική τραγωδία αλλά και την ιστορική από τα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας, του πολέμου, αλλά και στα επόμενα. Άνθρωπος ονειροπόλος, πίστευε στην δίκαιη μεταχείριση και στην ισότητα των ανθρώπων. Το 1946 παντρεύεται την Mαρία Στούπα, η οποία υπήρξε το στήριγμά του στα χρόνια της εξορίας αλλά και σε όλη του τη ζωή.
Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιάκι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμοούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.
Ο λόγος του, λυρικός, η κάθε λέξη που βρίσκεται πλάι σε μιαν άλλη, σε οδηγεί στους κόσμους του ποιητή, σαν αχθοφόρος που δεν κουβαλά τις αποσκευές σου, μα την ίδια σου την ψυχή μέσα στο δωμάτιο της δικής του. Σου ανοίγει την πόρτα, ακουμπάς με τα μάτια το κείμενο, κλειδώνεσαι και κλυδωνίζεσαι εντός του. Σε κάθε ποίημα κραυγάζουν οι ψίθυροι αμέτρητων άλλων ποιημάτων. Κάνεις παύση κάθε λίγους στίχους κι ακούς τους ήχους από ένα ματωμένο τραγούδι. Νιώθεις στον ώμο το απλωμένο του χέρι, ακρωτηριασμένο από την δυσπιστία. Βλέπεις στον σελιδοποιημένο ορίζοντα, τις χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος, έναν άνθρωπο να καίγεται. Μυρίζεις τα κορμιά των ζωντανών και των νεκρών, γεύεσαι την εξαθλίωση και την ανύψωση από την κάθε σπιθαμή της ζωής του.
«Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν…σε περίμενε κανείς.Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Αυγή και στο αριστερό, μεταπολεμικό περιοδικό γραμμάτων και τεχνών: “Επιθεώρηση Τέχνης”. Ο Λειβαδίτης, παράλληλα με την ποίηση κατείχε και μια άλλη ιδιότητα, αυτή του στιχουργού. Στιχουργήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίμη Πλέσσα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη. Τραγούδια όπως τα: “Βρέχει στην φτωχογειτονιά, “Δρόμοι που χάθηκα», “Η Δραπετσώνα”, τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, έγραψε το σενάριο για την ταινία: “Συνοικία το όνειρο”. Στην περίοδο της δικτατορίας, για βιοποριστικούς λόγους έγραψε σε περιοδικά της εποχής ανώνυμα ή με ψευδώνυμο.
Τιμήθηκε με: Το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Κινέζικα, Σουηδικά, Σερβικά, Ουγγρικά κ.α. Επίσης, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων». Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988 αφήνοντας μας ως κληρονομιά, πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές-θησαυρούς.
Το ανεκπλήρωτο όραμα, ο αγώνας για το δίκαιο, η αλλαγή που δεν ήρθε ποτέ, ο έρωτας, ο θάνατος, ο θεός, ο πόνος, οι καθημερινοί άνθρωποι, η γυναίκα, η μεταφυσική αναζήτηση, ο ρομαντισμός, αποτέλεσαν την θεματική του ποιητή. Τα απλά αντικείμενα, τα φτηνά ξενοδοχεία, το πολεμικό μέτωπο, οι ταβέρνες, τα ραφτάδικα, οι δρόμοι, ένα δωμάτιο κρεβατοκάμαρας, οι πλατείες, ήταν τα σκηνικά, που τούτος ο ποιητικός διαβάτης έστηνε τα ενσταντανέ μια ζωής γεμάτης όνειρα για νίκες και πτοημένα ιδανικά.
Πηγές :
users.uoa.gr
tleivaditis.weebly.com
sarantakos.com
ΕΤ1 Ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά.
Published on September 07, 2018 18:16
Χρίστος Λάσκαρης, ο Ποιητής που κρύφτηκε από την φήμη και την αναγνώριση, ο άνθρωπος που φανερώνεται στις λέξεις του
Πηγή: artic, αφιέρωμα.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 1, 2017
Ο Χρίστος Λάσκαρης ήταν ένας κυριολεκτικά ποιητής και ένας κυριολεκτικός ποιητής. Η γραφή του σκληρή, άφραχτη, σε τραβά στον βυθό της σαν κάποιος που πνίγεται και αγκιστρώνεται επάνω σου. Πνίγοντάς σε επιβιώνει κι εσύ αφήνεσαι συνεπαρμένος στις άγριες και ωμές περιγραφές του. Οι εικόνες που δημιουργεί σε μαγνητίζουν, σε μεταφέρουν στο σώμα του ίδιου του δημιουργού σαν να βιώνεις την ποιηματοποίηση των στιγμών που έζησε. Ο Λάσκαρης δεν ήταν ο άνθρωπος των φώτων και της προβολής, των λογοτεχνικών κύκλων και των δημοσίων σχέσεων, γι’ αυτό και δεν έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Αν όμως η ποίηση είναι ένας μαραθώνιος με τερματισμό ένα ακαθόριστο βάθος χρόνου, τότε εκείνος -όσο περνά ο καιρός- θα γίνεται όλο και πιο εμφανής. Θα εδραιώνεται ως ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες που έχουμε διαβάσει.
«Μέρες πάνω στις μέρες,
κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη
μια ζωή».
Για την ζωή του
Το 1931 στο Χαβάρι Ηλείας, γεννήθηκε ο Χρίστος Λάσκαρης. Για την προσωπική του ζωή ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει γνωστά, άλλο ένα δείγμα για το ουσιώδες του χαρακτήρα του. Δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου το οποίο σπούδασε. Έζησε όλη του την ζωή στην Πάτρα όπου και πέθανε στις 11 Ιουνίου του 2008 σε ηλικία 77 ετών. Εργάστηκε στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων Πατρών ως την συνταξιοδότησή του. Εκδόθηκαν δέκα ποιητικές του συλλογές (1978 – 2007) και μεταφράστηκαν τα ποιήματά του σε πολλές γλώσσες, όπως τα Γερμανικά, τα Ισπανικά, τα Πολωνικά, τα Πορτογαλικά κ.α. Λίγο πριν τον θάνατό του το 2007, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο ποίησης «Καβάφης». Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε απλοϊκός, ένας ευσυνείδητος «εργάτης» της ψυχής και της αλήθειάς του. Εντάσσεται στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όμως δεν ασχολήθηκε στην τέχνη του με κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό ή το πολεμικό κλίμα της περιόδου. Δρόμο που ακολούθησαν οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του.
Ο Χρίστος Λάσκαρης και η ποίησή του
Ένας ποιητής που συνομιλεί στα έργα του με τον εαυτό του, σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο με απέριττες και κοφτερές λέξεις: «Σε ξέρω καλά σιωπή του τοίχου / σ’ έχω γνωρίσει τα κρύα απογεύματα / όταν η μέρα γύριζε / κι ο ίσκιος σου / άρχιζε να δουλεύει / μέσα στην κάμαρα και την καρδιά. / Ήθελα κάποιον κοντά μου, / κάποιον ζωντανό, που να μπορώ να μιλήσω, / καθισμένον εκεί, στο κρεβάτι μου. / Μα δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι. / Όλοι είχαν βγει / να σεργιανήσουν στη λιακάδα». Για να συμπληρώσει ο Λάσκαρης είκοσι δύο χρόνια μετά: «Τον τοίχο είχα απέναντι, / τον γκρίζο, γυμνό τοίχο. / Καθόμουνα και τον κοίταζα. / Σε κάποια στιγμή, / τον άκουσα να μου υπαγορεύει ένα ποίημα. / Το ποίημα μιλούσε για έναν τοίχο, / ένα, γκρίζο, γυμνό τοίχο / και για κάποιον / που καθόταν αμίλητος και τον κοίταζε».
«Ειν’ ένας τάφος,
πού χάσκει μες στον ύπνο μου.
Στο πλάι με το φτυάρι του,
ο νεκροθάφτης.
Άντε, μου λέει,
να τελειώνουμε!»
Η ποίησή του είναι μικρά φιλμ φτιαγμένα από γράμματα, παγωμένα καρέ που αυτό-προβάλλονται ανεξέλεγκτα μέσα μας. Αγαπά τους τρελούς, τους μοναχικούς, τους εραστές, τις νύχτες, την θλίψη. Χαμηλόφωνος ο ίδιος ως άνθρωπος, μας ξεκουφαίνει με τα μαύρα του σημάδια στο χαρτί. Διαβάζοντάς τον δεν χρειάζεται κανείς να ανοίξει λεξικό οποιουδήποτε μορφωτικού επιπέδου, κάτι αξιοθαύμαστο για τον κόσμο των ποιητών. Ο Λάσκαρης παλεύει με τον θάνατο, τον πολεμά και τον ξορκίζει: «Γράφουμε ποιήματα σημαίνει / εμποδίζουμε το θάνατο, / δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί. / Με λέξεις τον τυλίγουμε, / με όμορφα επίθετα». Περιγράφει την λύπη της μοναξιάς σαν να ήταν ο ίδιος ο ποιητής ο πιο μοναχικός από όλους. Ο στίχος του παρηγορεί τον πονεμένο, τον κενό εαυτό μας, εκείνον που κρύβουμε μην οι άλλοι τον δουν και τρομάξουν. Μας ανακουφίζει το μοίρασμα της υπαρξιακής του αγωνίας, λες και όσο τον διαβάζουμε μας διαβάζει κι εκείνος.
«Τη νύχτα όχι
δεν θα μας την πάρουν,
δεν θα μας την πάρουνε,
αγαπημένη.
Με τα κορμιά τους,
όλο και πιο πολλοί
θα την υπερασπίζουν εραστές».
Μνήμες και οπτική
Η νοσταλγία του για την επαρχία, τον τόπο που γεννήθηκε και έζησε ως την εφηβεία του πριν βρεθεί στην Πάτρα, σημαδεύει το γράψιμό του. Όπως παράλληλα και η σχεδόν απέχθεια για οτιδήποτε σύγχρονο και απρόσωπο χαρακτηρίζει μια μεγάλη πόλη. Υπάρχει μάλιστα και μια ολόκληρη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Επαρχία» με ποιήματα αναπόλησης και θλίψης για την παιδική ηλικία και την φύση. Ο έρωτας είναι άλλη μία πτυχή που ο Χρίστος Λάσκαρης ξεδιπλώνει με τον ίδιο αγνό και αμακιγιάριστο τρόπο, όπως ακριβώς δηλαδή είναι ο πραγματικός έρωτας. Δεν υπάρχουν χυδαίοι χαρακτηρισμοί στα στιχουργήματά του, ή στημένες πονηρά σκηνοθεσίες λέξεων. Δεν νιώθει την ανάγκη να προκαλέσει. Κεντρίζει το ενδιαφέρον με τις λαιμητόμες αφηγήσεις του που σε κομματιάζουν.
«Θ’ αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.
Τις ενδιάμεσες,
θαρρώ πως τις μαντεύετε».
Με δικά του λόγια
«…όταν γράφεις δεν βάζεις κανένα ερώτημα στον εαυτό σου: “γιατί γράφω;”, “για ποιον γράφω;”. Γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Έπειτα ο αληθινός ποιητής δεν γράφει για την αναγνώριση. Εκείνο που τον καίει όμως είναι να δει τι κάνει. Γι’ αυτό δίνει τα ποιήματά του σε ομότεχνους να του πουν τη γνώμη τους. Ωστόσο, όταν το ποίημα πάρει την τελική του μορφή και δημοσιευτεί, θα πάρει το δρόμο του. Αν πράγματι “υπάρχει”, θα βρει και τους αναγνώστες του».
«…αν έχω κάτι να συμβουλέψω τους νέους: να διαβάζουν όλο και περισσότερο ποίηση. Δική μας και ξένη. Ο Σαχτούρης σε μια συνέντευξή του έχει πει όσον αφορά τους νέους: “Δεν φαίνεται στο έργο τους η ποίηση που έχει προηγηθεί.” Τέλος, θα ήθελα να τους πω να έχουν μια “στάση ζωής”, και κυρίως αξιοπρέπεια. Παραθέτω σχετικό ποίημά μου. «Στο τσίρκο»: Δεν άντεξε τη μοναξιά του ποιητή / Προσχώρησε κι αυτός / στο τσίρκο».
(ο Χρίστος Λάσκαρης σε συνομιλία με τον Βασίλη Ιωαννίδη, που δημοσιεύθηκε στην Πάροδο, τ.13 / Μάρτ.2007 – αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή μαζί με 13 ανέκδοτα ποιήματά του).
Επίλογος
Στα 39 του χρόνια (1970), σε σχετικά μεγάλη ηλικία δηλαδή, δημοσίευσε για πρώτη φορά την ποίησή του. Συγκεκριμένα στην ανθολογία νέων λογοτεχνών «Παρουσίες» (Αθήνα). Ο ίδιος ο Χρίστος Λάσκαρης μιλώντας για τους ποιητές που αγάπησε αλλά και επηρεάστηκε είχε πει «Ανήκω στην καβαφική ποίηση και την Παλατινή Ανθολογία. Και μ’ εκείνον που έχω κάποια συγγένεια και αγαπάω πολύ είναι ο Ουγκαρέτι, το ίδιο και ο Λι Μάστερς. Οπωσδήποτε μην παραλείψετε τον Καρυωτάκη».
Για το τέλος, σας παραθέτω δύο βίντεο. Στο πρώτο, ο ίδιος ο Λάσκαρης απαγγέλει ποιήματά του. Το δεύτερο αφορά την αξιόλογη δισκογραφική δουλειά του Epavlis Pavlakis –κατά κόσμο Παύλος Βάκαλος– η οποία κυκλοφορεί σε LP από την Granny Records. Η επιβλητική μουσική, συνοδεύει τις παγερές αφηγήσεις του ποιητή δημιουργώντας ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 1, 2017
Ο Χρίστος Λάσκαρης ήταν ένας κυριολεκτικά ποιητής και ένας κυριολεκτικός ποιητής. Η γραφή του σκληρή, άφραχτη, σε τραβά στον βυθό της σαν κάποιος που πνίγεται και αγκιστρώνεται επάνω σου. Πνίγοντάς σε επιβιώνει κι εσύ αφήνεσαι συνεπαρμένος στις άγριες και ωμές περιγραφές του. Οι εικόνες που δημιουργεί σε μαγνητίζουν, σε μεταφέρουν στο σώμα του ίδιου του δημιουργού σαν να βιώνεις την ποιηματοποίηση των στιγμών που έζησε. Ο Λάσκαρης δεν ήταν ο άνθρωπος των φώτων και της προβολής, των λογοτεχνικών κύκλων και των δημοσίων σχέσεων, γι’ αυτό και δεν έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Αν όμως η ποίηση είναι ένας μαραθώνιος με τερματισμό ένα ακαθόριστο βάθος χρόνου, τότε εκείνος -όσο περνά ο καιρός- θα γίνεται όλο και πιο εμφανής. Θα εδραιώνεται ως ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες που έχουμε διαβάσει.
«Μέρες πάνω στις μέρες,
κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη
μια ζωή».
Για την ζωή του
Το 1931 στο Χαβάρι Ηλείας, γεννήθηκε ο Χρίστος Λάσκαρης. Για την προσωπική του ζωή ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει γνωστά, άλλο ένα δείγμα για το ουσιώδες του χαρακτήρα του. Δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δασκάλου το οποίο σπούδασε. Έζησε όλη του την ζωή στην Πάτρα όπου και πέθανε στις 11 Ιουνίου του 2008 σε ηλικία 77 ετών. Εργάστηκε στον Ασφαλιστικό Οργανισμό Αστικών Λεωφορείων Πατρών ως την συνταξιοδότησή του. Εκδόθηκαν δέκα ποιητικές του συλλογές (1978 – 2007) και μεταφράστηκαν τα ποιήματά του σε πολλές γλώσσες, όπως τα Γερμανικά, τα Ισπανικά, τα Πολωνικά, τα Πορτογαλικά κ.α. Λίγο πριν τον θάνατό του το 2007, τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο ποίησης «Καβάφης». Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε απλοϊκός, ένας ευσυνείδητος «εργάτης» της ψυχής και της αλήθειάς του. Εντάσσεται στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όμως δεν ασχολήθηκε στην τέχνη του με κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό ή το πολεμικό κλίμα της περιόδου. Δρόμο που ακολούθησαν οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του.
Ο Χρίστος Λάσκαρης και η ποίησή του
Ένας ποιητής που συνομιλεί στα έργα του με τον εαυτό του, σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο με απέριττες και κοφτερές λέξεις: «Σε ξέρω καλά σιωπή του τοίχου / σ’ έχω γνωρίσει τα κρύα απογεύματα / όταν η μέρα γύριζε / κι ο ίσκιος σου / άρχιζε να δουλεύει / μέσα στην κάμαρα και την καρδιά. / Ήθελα κάποιον κοντά μου, / κάποιον ζωντανό, που να μπορώ να μιλήσω, / καθισμένον εκεί, στο κρεβάτι μου. / Μα δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι. / Όλοι είχαν βγει / να σεργιανήσουν στη λιακάδα». Για να συμπληρώσει ο Λάσκαρης είκοσι δύο χρόνια μετά: «Τον τοίχο είχα απέναντι, / τον γκρίζο, γυμνό τοίχο. / Καθόμουνα και τον κοίταζα. / Σε κάποια στιγμή, / τον άκουσα να μου υπαγορεύει ένα ποίημα. / Το ποίημα μιλούσε για έναν τοίχο, / ένα, γκρίζο, γυμνό τοίχο / και για κάποιον / που καθόταν αμίλητος και τον κοίταζε».
«Ειν’ ένας τάφος,
πού χάσκει μες στον ύπνο μου.
Στο πλάι με το φτυάρι του,
ο νεκροθάφτης.
Άντε, μου λέει,
να τελειώνουμε!»
Η ποίησή του είναι μικρά φιλμ φτιαγμένα από γράμματα, παγωμένα καρέ που αυτό-προβάλλονται ανεξέλεγκτα μέσα μας. Αγαπά τους τρελούς, τους μοναχικούς, τους εραστές, τις νύχτες, την θλίψη. Χαμηλόφωνος ο ίδιος ως άνθρωπος, μας ξεκουφαίνει με τα μαύρα του σημάδια στο χαρτί. Διαβάζοντάς τον δεν χρειάζεται κανείς να ανοίξει λεξικό οποιουδήποτε μορφωτικού επιπέδου, κάτι αξιοθαύμαστο για τον κόσμο των ποιητών. Ο Λάσκαρης παλεύει με τον θάνατο, τον πολεμά και τον ξορκίζει: «Γράφουμε ποιήματα σημαίνει / εμποδίζουμε το θάνατο, / δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί. / Με λέξεις τον τυλίγουμε, / με όμορφα επίθετα». Περιγράφει την λύπη της μοναξιάς σαν να ήταν ο ίδιος ο ποιητής ο πιο μοναχικός από όλους. Ο στίχος του παρηγορεί τον πονεμένο, τον κενό εαυτό μας, εκείνον που κρύβουμε μην οι άλλοι τον δουν και τρομάξουν. Μας ανακουφίζει το μοίρασμα της υπαρξιακής του αγωνίας, λες και όσο τον διαβάζουμε μας διαβάζει κι εκείνος.
«Τη νύχτα όχι
δεν θα μας την πάρουν,
δεν θα μας την πάρουνε,
αγαπημένη.
Με τα κορμιά τους,
όλο και πιο πολλοί
θα την υπερασπίζουν εραστές».
Μνήμες και οπτική
Η νοσταλγία του για την επαρχία, τον τόπο που γεννήθηκε και έζησε ως την εφηβεία του πριν βρεθεί στην Πάτρα, σημαδεύει το γράψιμό του. Όπως παράλληλα και η σχεδόν απέχθεια για οτιδήποτε σύγχρονο και απρόσωπο χαρακτηρίζει μια μεγάλη πόλη. Υπάρχει μάλιστα και μια ολόκληρη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Επαρχία» με ποιήματα αναπόλησης και θλίψης για την παιδική ηλικία και την φύση. Ο έρωτας είναι άλλη μία πτυχή που ο Χρίστος Λάσκαρης ξεδιπλώνει με τον ίδιο αγνό και αμακιγιάριστο τρόπο, όπως ακριβώς δηλαδή είναι ο πραγματικός έρωτας. Δεν υπάρχουν χυδαίοι χαρακτηρισμοί στα στιχουργήματά του, ή στημένες πονηρά σκηνοθεσίες λέξεων. Δεν νιώθει την ανάγκη να προκαλέσει. Κεντρίζει το ενδιαφέρον με τις λαιμητόμες αφηγήσεις του που σε κομματιάζουν.
«Θ’ αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.
Τις ενδιάμεσες,
θαρρώ πως τις μαντεύετε».
Με δικά του λόγια
«…όταν γράφεις δεν βάζεις κανένα ερώτημα στον εαυτό σου: “γιατί γράφω;”, “για ποιον γράφω;”. Γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Έπειτα ο αληθινός ποιητής δεν γράφει για την αναγνώριση. Εκείνο που τον καίει όμως είναι να δει τι κάνει. Γι’ αυτό δίνει τα ποιήματά του σε ομότεχνους να του πουν τη γνώμη τους. Ωστόσο, όταν το ποίημα πάρει την τελική του μορφή και δημοσιευτεί, θα πάρει το δρόμο του. Αν πράγματι “υπάρχει”, θα βρει και τους αναγνώστες του».
«…αν έχω κάτι να συμβουλέψω τους νέους: να διαβάζουν όλο και περισσότερο ποίηση. Δική μας και ξένη. Ο Σαχτούρης σε μια συνέντευξή του έχει πει όσον αφορά τους νέους: “Δεν φαίνεται στο έργο τους η ποίηση που έχει προηγηθεί.” Τέλος, θα ήθελα να τους πω να έχουν μια “στάση ζωής”, και κυρίως αξιοπρέπεια. Παραθέτω σχετικό ποίημά μου. «Στο τσίρκο»: Δεν άντεξε τη μοναξιά του ποιητή / Προσχώρησε κι αυτός / στο τσίρκο».
(ο Χρίστος Λάσκαρης σε συνομιλία με τον Βασίλη Ιωαννίδη, που δημοσιεύθηκε στην Πάροδο, τ.13 / Μάρτ.2007 – αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή μαζί με 13 ανέκδοτα ποιήματά του).
Επίλογος
Στα 39 του χρόνια (1970), σε σχετικά μεγάλη ηλικία δηλαδή, δημοσίευσε για πρώτη φορά την ποίησή του. Συγκεκριμένα στην ανθολογία νέων λογοτεχνών «Παρουσίες» (Αθήνα). Ο ίδιος ο Χρίστος Λάσκαρης μιλώντας για τους ποιητές που αγάπησε αλλά και επηρεάστηκε είχε πει «Ανήκω στην καβαφική ποίηση και την Παλατινή Ανθολογία. Και μ’ εκείνον που έχω κάποια συγγένεια και αγαπάω πολύ είναι ο Ουγκαρέτι, το ίδιο και ο Λι Μάστερς. Οπωσδήποτε μην παραλείψετε τον Καρυωτάκη».
Για το τέλος, σας παραθέτω δύο βίντεο. Στο πρώτο, ο ίδιος ο Λάσκαρης απαγγέλει ποιήματά του. Το δεύτερο αφορά την αξιόλογη δισκογραφική δουλειά του Epavlis Pavlakis –κατά κόσμο Παύλος Βάκαλος– η οποία κυκλοφορεί σε LP από την Granny Records. Η επιβλητική μουσική, συνοδεύει τις παγερές αφηγήσεις του ποιητή δημιουργώντας ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα.
Published on September 07, 2018 17:48
Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος: «Με ενδιαφέρουν οι ακραίες καταστάσεις του ψυχισμού»
Πηγή: iART, συνέντευξη.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
27/08/2018
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, είναι ένας ευαίσθητος μα και τολμηρός ποιητής. Η πρώτη του ποιητική συλλογή: «Βαβέλ», (εκδόσεις Anima, 2017), έρχεται να μας αποκαλύψει τις ανησυχίες, τις σκέψεις και τον εσωτερικό του κόσμο. Ο Κωνσταντίνος, ανήκει σε μια νέα, ξεχωριστή γενιά ποιητών, που αξίζουν την προσοχή μας. Γεννήθηκε στο Καρπενήσι, το 1989. Ασχολείται επίσης, με την κριτική λογοτεχνίας και ποίησης καθώς και με τη δημοσιογραφία. Μέσα από τις ειλικρινείς και αφιλτράριστες απαντήσεις του, στη συνέντευξή μας για το iART, τον γνωρίζουμε εις βάθος.
Κωνσταντίνε, πως επηρεάζει η ποίηση που γεννάς, την ιδιότητά του κριτικού λογοτεχνίας και ποίησης, που κατέχεις; Και πως η κριτική ματιά σου, επιδρά στην ποιητική έκφρασή σου;
Είναι, πραγματικά, πολύ δύσκολη η συνύπαρξή τους. Όσο κι αν προσπαθώ να αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί και να πειραματιστεί… υπάρχει πάντα μια φωνή η οποία με επηρεάζει. Τις περισσότερες φορές με αποθαρρύνει. Γι’ αυτό τον λόγο δεν γράφω συχνά. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κατέστρεψα ολοκληρωμένες συλλογές.
Η πρώτη σου ποιητική συλλογή ονομάζεται «Βαβέλ», μία Βαβέλ εσωτερικών φωνών, όπως ένιωσα καθώς σε διάβαζα. Πιστεύεις πως φτάνουν ποτέ σε συνεννόηση οι εσωτερικές μας φωνές; Και αν ναι, πως θεωρείς μπορεί να επιτευχθεί;
Έχεις δίκιο. Δεν νομίζω πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο όσο κι αν καταφέρεις να ισορροπήσεις ως άτομο. Θεωρώ πως, εκ φύσεως, είμαστε άκρως αντιφατικά όντα. Συνυπάρχουν μέσα μας διάφορες δυνάμεις οι οποίες πότε εναρμονίζονται μεταξύ τους και πότε συγκρούονται. Για μένα το σημαντικότερο είναι να το δεχθείς ως γεγονός κι από εκεί και πέρα να δουλέψεις επάνω σ’ αυτή την βάση, ώστε ακόμα και η σύγκρουση να αποτελεί ευκαιρία για βελτίωση κι εξέλιξη.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να αγνοούμε και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Κάτι που, και πάλι, θα πρέπει κι εσύ ο ίδιος να προσπαθείς να αλλάξεις. Κυρίως, σ’ αυτό το τελευταίο αναφέρεται η Βαβέλ. Στην προσπάθεια για αλλαγή.
Γράφεις σε ένα από τα ποιήματα της «Βαβέλ»: «απ’ όλα τα γράμματα / της αλφαβήτου / κοίτα / που βρέθηκα / σ’ αυτό το δίδυμο / κάπα / να ναυαγήσω.» Είναι πιστεύεις ο κάθε άνθρωπος ένας ναυαγός μέσα σε έναν άλλον άνθρωπο; Μέσα σε μια καταναγκαστική ταυτότητα;
Εν δυνάμει και στα δύο. Μπορείς να εγκλωβιστείς μέσα σε μια σχέση με έναν σύντροφο. Εκεί αντιπαλεύονται ο φόβος της μοναξιάς, η αγάπη και πιθανόν το πάθος. Πλάθεις για τον άλλο μιαν ιδανική εικόνα κι έπειτα κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να αποτύχει εκείνος να ανταποκριθεί στις “απαιτήσεις” σου. Μόλις συμβεί αυτό, στρέφεις το μένος σου σ’ ό, τι θεωρούσες προτέρημά του και τα βάζεις με την κακιά σου μοίρα. Εσύ, το πληγωμένο θύμα που έπεσες στις δαγκάνες του. Λησμονείς ό, τι προηγήθηκε και πλέον ζεις τρέφοντας την ήδη υπερτροφική αυτό-ταπείνωσή σου.
Από την άλλη, μπορείς να εγκλωβιστείς σε μια ταυτότητα. Κι αυτό ξεκινάει από την εφηβεία. Η ανάγκη σου να δεις τον εαυτό σου μέλος μιας ομάδας έρχεται να συναντήσει το σκοτεινό τέρας που λέγεται «Φόβος θανάτου». Αυτά τα δυο συγχωνεύονται σ’ ένα κράμα που είναι –τις περισσότερες φορές- δύσκολο να το αναγνωρίσεις. Κι από εκεί και πέρα μπλέκεις σ’ έναν λαβύρινθο αυτό-περιορισμών και αυτό-εξαναγκασμών. Σ’ αυτό, έχεις και τους κοινωνικούς ρόλους να σε επιβραβεύουν και τέλος να σε οδηγούν ευθεία στην αφάνιση κάθε υποκειμενικού σου στοιχείου.
Και στην μια περίπτωση και στην άλλη, θα καταλήξεις ένα ναυαγισμένο πλοίο. Εγώ προτιμώ την πρώτη περίπτωση. Θεωρώ ότι ο έρωτας απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή σου. Κάτι που αναπόφευκτα θα έχει αυτή την κατάληξη.
Αν ένα παιδί δέκα ετών σε ρωτούσε: «Τι είναι ποιητής;» Τι θα του απαντούσες;
Ωχ, δύσκολη ερώτηση, που ένα παιδί έχει πάντα την ανάγκη να την θέτει, ώστε την επόμενη στιγμή να αμφισβητήσει την απάντησή σου… αρχίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις προσωπικές του εξερευνήσεις στα μυστικά του κόσμου.
Αλλά μάλλον πάω να υπεκφύγω… επομένως απαντώ: «Ποιητής είναι εκείνος που δεν φοβάται να κολυμπήσει στο αδύνατο. Τρέφεται με το όνειρο και καταλήγει στην ουτοπία. Φοράει το προσωπείο του μοναχικού, του αδιάφορου, ίσως και του παρακμιακού, για να κρύψει την φλόγα της προσωπικής του υπέρβασης, που δεν χωρά στα μέτρα της εποχής του». Αυτούς αναγνωρίζω ως ποιητές. Οι υπόλοιποι στιχοπλόκοι με αφήνουν απλά αδιάφορο.
Στο παιδί, λοιπόν, θα έλεγα πως ποιητής, είναι εκείνος που μπορεί να κάνει ένα τριαντάφυλλο μαργαριτάρι, δίχως να χάσει τίποτα από την αρχική του ευαισθησία, το άρωμα και την απαλότητά του. Δύο φύσεις διαφορετικές σε μια αρμονική μορφή.
Ασχολείσαι και με τις μεταφράσεις, τι σε έσπρωξε σε αυτό και γιατί επέλεξες να αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα, τους Ρεμπώ και Πίντερ;
Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι μια προσπάθεια που την ξεκίνησα στα δεκατέσσερά μου χρόνια και συνεχίζει μέχρι τώρα. Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Τυχαίνει να μαθαίνω εύκολα τις ξένες γλώσσες κι έτσι βρήκα έναν τρόπο να έρχομαι σε συνομιλία με τους δημιουργούς που θαυμάζω και να μελετάω πιο προσεκτικά τα έργα τους.
Από την άλλη, στον Πίντερ, χρωστάω πολλά. Πρώτον, μέσω της ανάγνωσης τόσο των έργων του όσο και των πολιτικών του άρθρων, μπόρεσα να διαχειριστώ μια όχι και τόσο εύκολη εφηβεία. Κι έπειτα, υπήρξε καταλύτης για τον δρόμο που ακολούθησα. Μου έδωσε το θάρρος να ακολουθήσω τα όνειρά μου… τα οποία θα με οδηγούσαν σε αβέβαια μονοπάτια.
Παρακολουθώντας σε, παρατήρησα με χαρά, πως εκφέρεις με θάρρος την άποψή σου για τα πολιτικά και τα κοινωνικά ζητήματα, κάτι που η πλειοψηφία των ανθρώπων του λόγου, το αποφεύγει. Γιατί θεωρείς πως κρατούν τούτη την στάση;
Από τα δεκαεφτά μου χρόνια είχα την ευλογία να μπω στον χώρο του έντυπου τύπου και μάλιστα με δικούς μου όρους. Κάτι που κάτω από κανονικές συνθήκες θα ήταν τρελό. Έτσι ξεκίνησα το ταξίδι μου στην δημοσιογραφία το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήδη επηρεασμένος τόσο από τον Πίντερ όσο και από τα γεγονότα που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, άρχισαν να δημιουργούνται μέσα μου διάφοροι προβληματισμοί και μια τρομερή απέχθεια γι’ αυτό που ονομάζεται εξουσία.
Έτσι, άρχισα να ερευνώ αυτά τα θέματα και να προσπαθώ να δείξω εκείνη την όψη των γεγονότων που, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, προσπαθούσαν να αποκρύψουν.
Για τους άλλους δεν μπορώ να μιλήσω. Πάντως, νομίζω πως σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν για έναν απλό λόγο: Η εικόνα του διανοούμενου και του ουδέτερου δεν πουλάει πλέον…
Σε μια ανάρτησή σου σε κοινωνικό δίκτυο, έγραψες, αναφερόμενος στις αντιδράσεις του κόσμου και στην δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος των πυρκαγιών στην Αθήνα, πως μας καυλώνει η φρίκη. Συμφωνώντας απόλυτα μαζί σου, σε ρωτώ, τι μας καυλώνει στην φρίκη;
Καταρχήν, αυτό που πρώτος ο Φρόυντ ανέφερε… το ότι, δεν είμαστε εμείς τα θύματα της εκάστοτε φρίκης αλλά κάποιοι άλλοι. Έπειτα, από την δεκαετία του ’90, διαποτιστήκαμε τόσο με τέτοιες εικόνες, που πλέον αγγίζουμε τα όρια της ανοσίας. Γι’ αυτό τον λόγο οι διαφημιστές έχουν την ανάγκη να αυξάνουν όλο και περισσότερο όχι μόνο την δόση αλλά και την έντασή τους.
Άλλωστε, μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η μετά-νεωτερική εποχή έχει τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και η φρίκη είναι -φυσικά- η τροφή της…
Στα ποιήματά σου κυριαρχεί το αίσθημα του πόθου, της καθημερινής μας απάθειας, της λαγνείας, της ματαιότητας, ενώ παράλληλα “εκθέτεις” και την σεξουαλική σου προτίμηση. Ως κριτικός ποίησης, πως θα χαρακτήριζες τον δημιουργό και τις λέξεις της «Βαβέλ»;
Γενικά, με ενδιαφέρουν οι ακραίες καταστάσεις του ψυχισμού. Αυτό, πιθανόν, προέκυψε από το αστυνομικό ρεπορτάζ που αποτελεί την ειδικότητά μου και από κάποια θέματα που ασχολήθηκα. Από τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εξηγήσω τι ωθεί κάποιον σ’ ένα τέτοιο θολό τοπίο.
Από την άλλη, ως κοινωνία, έχουμε την ανάγκη να φανερώνουμε μονάχα το αγγελικό μας πρόσωπο και να κρατάμε στην αφάνεια το υπάρχον και πολύ δραστήριο (κατά τα άλλα….) δαιμονικό μας. Η Βαβέλ υπήρξε μεγάλο στοίχημα για μένα… πίστεψα πως δεν θα κατάφερνα να το ολοκληρώσω, αλλά τελικά νίκησα. Στην Βαβέλ εκθέτω τον εαυτό μου… άρα αναπόφευκτα θα μιλούσα και για την σεξουαλικότητά μου… αλλιώς, θα κατέληγε σ’ ένα ανούσιο και βαρετό κρυφτούλι…
Η Ελλάδα του 2018 έχει αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία; Πως το αντιλαμβάνεσαι στην καθημερινότητά σου;
Φυσικά και όχι. Παριστάνει την προοδευτική μ’ ένα είδος “μοχθηρής” ανοχής. Άλλωστε, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τα εγκλήματα μίσους αυξάνονται κάθε χρόνο και μέσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται και εγκλήματα κατά ομοφυλόφιλων.
Αυτό που με πληγώνει είναι η κατάσταση με τους εφήβους. Ζουν μέσα στον τρόμο και πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν ένα στήριγμα. Λαμβάνω πολλά μηνύματα από εφήβους οι οποίοι αισθάνονται απόγνωση. Ας τους βοηθήσουμε επιτέλους! Και το πρώτο βήμα γι’ αυτό, είναι να μάθουμε να αγαπάμε άνευ όρων…
Έχεις ασχοληθεί και με το θεατρικό κείμενο, πως είναι το πέρασμα από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο; Θα δοκίμαζες την πένα σου και στην συγγραφή μυθιστορήματος;
Λατρεύω το θέατρο. Από μικρός παρακολουθώ παραστάσεις. Ως γραφή με απελευθέρωσε. Η ποίηση σε περιορίζει μορφικά. Στο θεατρικό κείμενο κατάφερα να περάσω το πολυδιάστατο των πραγμάτων, των συναισθημάτων, των γεγονότων και φυσικά την αντιφατικότητα του ανθρώπου… για την οποία μίλησα προηγουμένως.
Δεν νομίζω πως θα αποτολμούσα να ασχοληθώ με το μυθιστόρημα. Αν και διαβάζω υπερβολικά πολλά μυθιστορήματα διαφόρων ειδών… Είναι ένα τρομερά απαιτητικό είδος γραφής κι εγώ είμαι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης.
Σε ένα χαρακτηριστικό, της γραφής σου, ποίημα, με τίτλο: «Τυχαία συνάντηση με τον Χριστό». Εκτός από τα μάτια εκείνου του αγοριού, που αλλού “υπάρχει” ο Χριστός; Τι είναι για ‘σένα “Χριστός”;
Χμ, δεν το έχω σκεφτεί… Είμαι και άθεος και άθρησκος αλλά θαυμάζω τόσο τον Χριστό όσο και τον Βούδα σαν ιστορικά πρόσωπα. Ως πρόσωπα, δηλαδή, που πόρρω απέχουν απ’ το πρότυπο που παρουσιάζουν οι οργανωμένες θρησκείες.
Υπήρξαν επαναστάτες, ασυμβίβαστοι κι εμπνευσμένοι. Όσο κι αν δεν μου ταιριάζει η φιλοσοφία τους, δεν γίνεται να μην αισθανθώ δέος για την παρουσία τους στην εξέλιξη του πνεύματος και των κινημάτων και να μην εξοργιστώ για τον ρόλο της εκκλησίας στην ιστοριογραφία- άρα και στην παραχάραξη της ιστορίας.
Τι σχέδια έχεις για το μέλλον και που μπορεί κάποιος να διαβάσει κείμενα σου;
Αρχικά, να αντέξω. Ζούμε όλοι κάτω από συνθήκες δύσκολες που μας στερούν το δικαίωμα να ελπίζουμε. Πιστεύω, πως η εποχή μας είναι η αφετηρία ενός δυσοίωνου μέλλοντος. Από εκεί και πέρα, να συνεχίσω να κάνω αυτά που κάνω. Θα ήθελα να δώσω μεγαλύτερο χώρο στην δημοσιογραφία που την είχα παραμελήσει κάπως.
Συνεργάζομαι με πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως: fractalart.gr, staxtes.com, monocleread.gr, iporta.gr, tokoskino.me, tovivlio.net, poiein.gr, logografis.gr, bibliotheque.gr, grafomichani.com, chalice.edu.gr, homouniversalisgr.blogspot.com, thraca.gr κ.ά.
Στην σελίδα μου τόσο στο facebook όσο και στο twitter και το linkendin μπορεί κάποιος πιο εύκολα να βρει την τρέχουσα δραστηριότητά μου και να επικοινωνήσει μαζί μου. Επίσης, διαχειρίζομαι το ηλεκτρονικό περιοδικό για τις τέχνες και τον πολιτισμό: alliosmagazine.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
27/08/2018
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, είναι ένας ευαίσθητος μα και τολμηρός ποιητής. Η πρώτη του ποιητική συλλογή: «Βαβέλ», (εκδόσεις Anima, 2017), έρχεται να μας αποκαλύψει τις ανησυχίες, τις σκέψεις και τον εσωτερικό του κόσμο. Ο Κωνσταντίνος, ανήκει σε μια νέα, ξεχωριστή γενιά ποιητών, που αξίζουν την προσοχή μας. Γεννήθηκε στο Καρπενήσι, το 1989. Ασχολείται επίσης, με την κριτική λογοτεχνίας και ποίησης καθώς και με τη δημοσιογραφία. Μέσα από τις ειλικρινείς και αφιλτράριστες απαντήσεις του, στη συνέντευξή μας για το iART, τον γνωρίζουμε εις βάθος.
Κωνσταντίνε, πως επηρεάζει η ποίηση που γεννάς, την ιδιότητά του κριτικού λογοτεχνίας και ποίησης, που κατέχεις; Και πως η κριτική ματιά σου, επιδρά στην ποιητική έκφρασή σου;
Είναι, πραγματικά, πολύ δύσκολη η συνύπαρξή τους. Όσο κι αν προσπαθώ να αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί και να πειραματιστεί… υπάρχει πάντα μια φωνή η οποία με επηρεάζει. Τις περισσότερες φορές με αποθαρρύνει. Γι’ αυτό τον λόγο δεν γράφω συχνά. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κατέστρεψα ολοκληρωμένες συλλογές.
Η πρώτη σου ποιητική συλλογή ονομάζεται «Βαβέλ», μία Βαβέλ εσωτερικών φωνών, όπως ένιωσα καθώς σε διάβαζα. Πιστεύεις πως φτάνουν ποτέ σε συνεννόηση οι εσωτερικές μας φωνές; Και αν ναι, πως θεωρείς μπορεί να επιτευχθεί;
Έχεις δίκιο. Δεν νομίζω πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο όσο κι αν καταφέρεις να ισορροπήσεις ως άτομο. Θεωρώ πως, εκ φύσεως, είμαστε άκρως αντιφατικά όντα. Συνυπάρχουν μέσα μας διάφορες δυνάμεις οι οποίες πότε εναρμονίζονται μεταξύ τους και πότε συγκρούονται. Για μένα το σημαντικότερο είναι να το δεχθείς ως γεγονός κι από εκεί και πέρα να δουλέψεις επάνω σ’ αυτή την βάση, ώστε ακόμα και η σύγκρουση να αποτελεί ευκαιρία για βελτίωση κι εξέλιξη.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να αγνοούμε και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Κάτι που, και πάλι, θα πρέπει κι εσύ ο ίδιος να προσπαθείς να αλλάξεις. Κυρίως, σ’ αυτό το τελευταίο αναφέρεται η Βαβέλ. Στην προσπάθεια για αλλαγή.
Γράφεις σε ένα από τα ποιήματα της «Βαβέλ»: «απ’ όλα τα γράμματα / της αλφαβήτου / κοίτα / που βρέθηκα / σ’ αυτό το δίδυμο / κάπα / να ναυαγήσω.» Είναι πιστεύεις ο κάθε άνθρωπος ένας ναυαγός μέσα σε έναν άλλον άνθρωπο; Μέσα σε μια καταναγκαστική ταυτότητα;
Εν δυνάμει και στα δύο. Μπορείς να εγκλωβιστείς μέσα σε μια σχέση με έναν σύντροφο. Εκεί αντιπαλεύονται ο φόβος της μοναξιάς, η αγάπη και πιθανόν το πάθος. Πλάθεις για τον άλλο μιαν ιδανική εικόνα κι έπειτα κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να αποτύχει εκείνος να ανταποκριθεί στις “απαιτήσεις” σου. Μόλις συμβεί αυτό, στρέφεις το μένος σου σ’ ό, τι θεωρούσες προτέρημά του και τα βάζεις με την κακιά σου μοίρα. Εσύ, το πληγωμένο θύμα που έπεσες στις δαγκάνες του. Λησμονείς ό, τι προηγήθηκε και πλέον ζεις τρέφοντας την ήδη υπερτροφική αυτό-ταπείνωσή σου.
Από την άλλη, μπορείς να εγκλωβιστείς σε μια ταυτότητα. Κι αυτό ξεκινάει από την εφηβεία. Η ανάγκη σου να δεις τον εαυτό σου μέλος μιας ομάδας έρχεται να συναντήσει το σκοτεινό τέρας που λέγεται «Φόβος θανάτου». Αυτά τα δυο συγχωνεύονται σ’ ένα κράμα που είναι –τις περισσότερες φορές- δύσκολο να το αναγνωρίσεις. Κι από εκεί και πέρα μπλέκεις σ’ έναν λαβύρινθο αυτό-περιορισμών και αυτό-εξαναγκασμών. Σ’ αυτό, έχεις και τους κοινωνικούς ρόλους να σε επιβραβεύουν και τέλος να σε οδηγούν ευθεία στην αφάνιση κάθε υποκειμενικού σου στοιχείου.
Και στην μια περίπτωση και στην άλλη, θα καταλήξεις ένα ναυαγισμένο πλοίο. Εγώ προτιμώ την πρώτη περίπτωση. Θεωρώ ότι ο έρωτας απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή σου. Κάτι που αναπόφευκτα θα έχει αυτή την κατάληξη.
Αν ένα παιδί δέκα ετών σε ρωτούσε: «Τι είναι ποιητής;» Τι θα του απαντούσες;
Ωχ, δύσκολη ερώτηση, που ένα παιδί έχει πάντα την ανάγκη να την θέτει, ώστε την επόμενη στιγμή να αμφισβητήσει την απάντησή σου… αρχίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις προσωπικές του εξερευνήσεις στα μυστικά του κόσμου.
Αλλά μάλλον πάω να υπεκφύγω… επομένως απαντώ: «Ποιητής είναι εκείνος που δεν φοβάται να κολυμπήσει στο αδύνατο. Τρέφεται με το όνειρο και καταλήγει στην ουτοπία. Φοράει το προσωπείο του μοναχικού, του αδιάφορου, ίσως και του παρακμιακού, για να κρύψει την φλόγα της προσωπικής του υπέρβασης, που δεν χωρά στα μέτρα της εποχής του». Αυτούς αναγνωρίζω ως ποιητές. Οι υπόλοιποι στιχοπλόκοι με αφήνουν απλά αδιάφορο.
Στο παιδί, λοιπόν, θα έλεγα πως ποιητής, είναι εκείνος που μπορεί να κάνει ένα τριαντάφυλλο μαργαριτάρι, δίχως να χάσει τίποτα από την αρχική του ευαισθησία, το άρωμα και την απαλότητά του. Δύο φύσεις διαφορετικές σε μια αρμονική μορφή.
Ασχολείσαι και με τις μεταφράσεις, τι σε έσπρωξε σε αυτό και γιατί επέλεξες να αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα, τους Ρεμπώ και Πίντερ;
Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι μια προσπάθεια που την ξεκίνησα στα δεκατέσσερά μου χρόνια και συνεχίζει μέχρι τώρα. Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Τυχαίνει να μαθαίνω εύκολα τις ξένες γλώσσες κι έτσι βρήκα έναν τρόπο να έρχομαι σε συνομιλία με τους δημιουργούς που θαυμάζω και να μελετάω πιο προσεκτικά τα έργα τους.
Από την άλλη, στον Πίντερ, χρωστάω πολλά. Πρώτον, μέσω της ανάγνωσης τόσο των έργων του όσο και των πολιτικών του άρθρων, μπόρεσα να διαχειριστώ μια όχι και τόσο εύκολη εφηβεία. Κι έπειτα, υπήρξε καταλύτης για τον δρόμο που ακολούθησα. Μου έδωσε το θάρρος να ακολουθήσω τα όνειρά μου… τα οποία θα με οδηγούσαν σε αβέβαια μονοπάτια.
Παρακολουθώντας σε, παρατήρησα με χαρά, πως εκφέρεις με θάρρος την άποψή σου για τα πολιτικά και τα κοινωνικά ζητήματα, κάτι που η πλειοψηφία των ανθρώπων του λόγου, το αποφεύγει. Γιατί θεωρείς πως κρατούν τούτη την στάση;
Από τα δεκαεφτά μου χρόνια είχα την ευλογία να μπω στον χώρο του έντυπου τύπου και μάλιστα με δικούς μου όρους. Κάτι που κάτω από κανονικές συνθήκες θα ήταν τρελό. Έτσι ξεκίνησα το ταξίδι μου στην δημοσιογραφία το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήδη επηρεασμένος τόσο από τον Πίντερ όσο και από τα γεγονότα που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, άρχισαν να δημιουργούνται μέσα μου διάφοροι προβληματισμοί και μια τρομερή απέχθεια γι’ αυτό που ονομάζεται εξουσία.
Έτσι, άρχισα να ερευνώ αυτά τα θέματα και να προσπαθώ να δείξω εκείνη την όψη των γεγονότων που, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, προσπαθούσαν να αποκρύψουν.
Για τους άλλους δεν μπορώ να μιλήσω. Πάντως, νομίζω πως σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν για έναν απλό λόγο: Η εικόνα του διανοούμενου και του ουδέτερου δεν πουλάει πλέον…
Σε μια ανάρτησή σου σε κοινωνικό δίκτυο, έγραψες, αναφερόμενος στις αντιδράσεις του κόσμου και στην δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος των πυρκαγιών στην Αθήνα, πως μας καυλώνει η φρίκη. Συμφωνώντας απόλυτα μαζί σου, σε ρωτώ, τι μας καυλώνει στην φρίκη;
Καταρχήν, αυτό που πρώτος ο Φρόυντ ανέφερε… το ότι, δεν είμαστε εμείς τα θύματα της εκάστοτε φρίκης αλλά κάποιοι άλλοι. Έπειτα, από την δεκαετία του ’90, διαποτιστήκαμε τόσο με τέτοιες εικόνες, που πλέον αγγίζουμε τα όρια της ανοσίας. Γι’ αυτό τον λόγο οι διαφημιστές έχουν την ανάγκη να αυξάνουν όλο και περισσότερο όχι μόνο την δόση αλλά και την έντασή τους.
Άλλωστε, μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η μετά-νεωτερική εποχή έχει τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και η φρίκη είναι -φυσικά- η τροφή της…
Στα ποιήματά σου κυριαρχεί το αίσθημα του πόθου, της καθημερινής μας απάθειας, της λαγνείας, της ματαιότητας, ενώ παράλληλα “εκθέτεις” και την σεξουαλική σου προτίμηση. Ως κριτικός ποίησης, πως θα χαρακτήριζες τον δημιουργό και τις λέξεις της «Βαβέλ»;
Γενικά, με ενδιαφέρουν οι ακραίες καταστάσεις του ψυχισμού. Αυτό, πιθανόν, προέκυψε από το αστυνομικό ρεπορτάζ που αποτελεί την ειδικότητά μου και από κάποια θέματα που ασχολήθηκα. Από τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εξηγήσω τι ωθεί κάποιον σ’ ένα τέτοιο θολό τοπίο.
Από την άλλη, ως κοινωνία, έχουμε την ανάγκη να φανερώνουμε μονάχα το αγγελικό μας πρόσωπο και να κρατάμε στην αφάνεια το υπάρχον και πολύ δραστήριο (κατά τα άλλα….) δαιμονικό μας. Η Βαβέλ υπήρξε μεγάλο στοίχημα για μένα… πίστεψα πως δεν θα κατάφερνα να το ολοκληρώσω, αλλά τελικά νίκησα. Στην Βαβέλ εκθέτω τον εαυτό μου… άρα αναπόφευκτα θα μιλούσα και για την σεξουαλικότητά μου… αλλιώς, θα κατέληγε σ’ ένα ανούσιο και βαρετό κρυφτούλι…
Η Ελλάδα του 2018 έχει αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία; Πως το αντιλαμβάνεσαι στην καθημερινότητά σου;
Φυσικά και όχι. Παριστάνει την προοδευτική μ’ ένα είδος “μοχθηρής” ανοχής. Άλλωστε, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τα εγκλήματα μίσους αυξάνονται κάθε χρόνο και μέσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται και εγκλήματα κατά ομοφυλόφιλων.
Αυτό που με πληγώνει είναι η κατάσταση με τους εφήβους. Ζουν μέσα στον τρόμο και πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν ένα στήριγμα. Λαμβάνω πολλά μηνύματα από εφήβους οι οποίοι αισθάνονται απόγνωση. Ας τους βοηθήσουμε επιτέλους! Και το πρώτο βήμα γι’ αυτό, είναι να μάθουμε να αγαπάμε άνευ όρων…
Έχεις ασχοληθεί και με το θεατρικό κείμενο, πως είναι το πέρασμα από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο; Θα δοκίμαζες την πένα σου και στην συγγραφή μυθιστορήματος;
Λατρεύω το θέατρο. Από μικρός παρακολουθώ παραστάσεις. Ως γραφή με απελευθέρωσε. Η ποίηση σε περιορίζει μορφικά. Στο θεατρικό κείμενο κατάφερα να περάσω το πολυδιάστατο των πραγμάτων, των συναισθημάτων, των γεγονότων και φυσικά την αντιφατικότητα του ανθρώπου… για την οποία μίλησα προηγουμένως.
Δεν νομίζω πως θα αποτολμούσα να ασχοληθώ με το μυθιστόρημα. Αν και διαβάζω υπερβολικά πολλά μυθιστορήματα διαφόρων ειδών… Είναι ένα τρομερά απαιτητικό είδος γραφής κι εγώ είμαι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης.
Σε ένα χαρακτηριστικό, της γραφής σου, ποίημα, με τίτλο: «Τυχαία συνάντηση με τον Χριστό». Εκτός από τα μάτια εκείνου του αγοριού, που αλλού “υπάρχει” ο Χριστός; Τι είναι για ‘σένα “Χριστός”;
Χμ, δεν το έχω σκεφτεί… Είμαι και άθεος και άθρησκος αλλά θαυμάζω τόσο τον Χριστό όσο και τον Βούδα σαν ιστορικά πρόσωπα. Ως πρόσωπα, δηλαδή, που πόρρω απέχουν απ’ το πρότυπο που παρουσιάζουν οι οργανωμένες θρησκείες.
Υπήρξαν επαναστάτες, ασυμβίβαστοι κι εμπνευσμένοι. Όσο κι αν δεν μου ταιριάζει η φιλοσοφία τους, δεν γίνεται να μην αισθανθώ δέος για την παρουσία τους στην εξέλιξη του πνεύματος και των κινημάτων και να μην εξοργιστώ για τον ρόλο της εκκλησίας στην ιστοριογραφία- άρα και στην παραχάραξη της ιστορίας.
Τι σχέδια έχεις για το μέλλον και που μπορεί κάποιος να διαβάσει κείμενα σου;
Αρχικά, να αντέξω. Ζούμε όλοι κάτω από συνθήκες δύσκολες που μας στερούν το δικαίωμα να ελπίζουμε. Πιστεύω, πως η εποχή μας είναι η αφετηρία ενός δυσοίωνου μέλλοντος. Από εκεί και πέρα, να συνεχίσω να κάνω αυτά που κάνω. Θα ήθελα να δώσω μεγαλύτερο χώρο στην δημοσιογραφία που την είχα παραμελήσει κάπως.
Συνεργάζομαι με πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως: fractalart.gr, staxtes.com, monocleread.gr, iporta.gr, tokoskino.me, tovivlio.net, poiein.gr, logografis.gr, bibliotheque.gr, grafomichani.com, chalice.edu.gr, homouniversalisgr.blogspot.com, thraca.gr κ.ά.
Στην σελίδα μου τόσο στο facebook όσο και στο twitter και το linkendin μπορεί κάποιος πιο εύκολα να βρει την τρέχουσα δραστηριότητά μου και να επικοινωνήσει μαζί μου. Επίσης, διαχειρίζομαι το ηλεκτρονικό περιοδικό για τις τέχνες και τον πολιτισμό: alliosmagazine.
Published on September 07, 2018 14:26
Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος: «Με ενδιαφέρουν οι ακραίες καταστάσεις του ψυχισμού»
Πηγή: iART, συνέντευξη.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
27/08/2018
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, είναι ένας ευαίσθητος μα και τολμηρός ποιητής. Η πρώτη του ποιητική συλλογή: «Βαβέλ», (εκδόσεις Anima, 2017), έρχεται να μας αποκαλύψει τις ανησυχίες, τις σκέψεις και τον εσωτερικό του κόσμο. Ο Κωνσταντίνος, ανήκει σε μια νέα, ξεχωριστή γενιά ποιητών, που αξίζουν την προσοχή μας. Γεννήθηκε στο Καρπενήσι, το 1989. Ασχολείται επίσης, με την κριτική λογοτεχνίας και ποίησης καθώς και με τη δημοσιογραφία. Μέσα από τις ειλικρινείς και αφιλτράριστες απαντήσεις του, στη συνέντευξή μας για το iART, τον γνωρίζουμε εις βάθος.
Κωνσταντίνε, πως επηρεάζει η ποίηση που γεννάς, την ιδιότητά του κριτικού λογοτεχνίας και ποίησης, που κατέχεις; Και πως η κριτική ματιά σου, επιδρά στην ποιητική έκφρασή σου;
Είναι, πραγματικά, πολύ δύσκολη η συνύπαρξή τους. Όσο κι αν προσπαθώ να αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί και να πειραματιστεί… υπάρχει πάντα μια φωνή η οποία με επηρεάζει. Τις περισσότερες φορές με αποθαρρύνει. Γι’ αυτό τον λόγο δεν γράφω συχνά. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κατέστρεψα ολοκληρωμένες συλλογές.
Η πρώτη σου ποιητική συλλογή ονομάζεται «Βαβέλ», μία Βαβέλ εσωτερικών φωνών, όπως ένιωσα καθώς σε διάβαζα. Πιστεύεις πως φτάνουν ποτέ σε συνεννόηση οι εσωτερικές μας φωνές; Και αν ναι, πως θεωρείς μπορεί να επιτευχθεί;
Έχεις δίκιο. Δεν νομίζω πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο όσο κι αν καταφέρεις να ισορροπήσεις ως άτομο. Θεωρώ πως, εκ φύσεως, είμαστε άκρως αντιφατικά όντα. Συνυπάρχουν μέσα μας διάφορες δυνάμεις οι οποίες πότε εναρμονίζονται μεταξύ τους και πότε συγκρούονται. Για μένα το σημαντικότερο είναι να το δεχθείς ως γεγονός κι από εκεί και πέρα να δουλέψεις επάνω σ’ αυτή την βάση, ώστε ακόμα και η σύγκρουση να αποτελεί ευκαιρία για βελτίωση κι εξέλιξη.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να αγνοούμε και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Κάτι που, και πάλι, θα πρέπει κι εσύ ο ίδιος να προσπαθείς να αλλάξεις. Κυρίως, σ’ αυτό το τελευταίο αναφέρεται η Βαβέλ. Στην προσπάθεια για αλλαγή.
Γράφεις σε ένα από τα ποιήματα της «Βαβέλ»: «απ’ όλα τα γράμματα / της αλφαβήτου / κοίτα / που βρέθηκα / σ’ αυτό το δίδυμο / κάπα / να ναυαγήσω.» Είναι πιστεύεις ο κάθε άνθρωπος ένας ναυαγός μέσα σε έναν άλλον άνθρωπο; Μέσα σε μια καταναγκαστική ταυτότητα;
Εν δυνάμει και στα δύο. Μπορείς να εγκλωβιστείς μέσα σε μια σχέση με έναν σύντροφο. Εκεί αντιπαλεύονται ο φόβος της μοναξιάς, η αγάπη και πιθανόν το πάθος. Πλάθεις για τον άλλο μιαν ιδανική εικόνα κι έπειτα κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να αποτύχει εκείνος να ανταποκριθεί στις “απαιτήσεις” σου. Μόλις συμβεί αυτό, στρέφεις το μένος σου σ’ ό, τι θεωρούσες προτέρημά του και τα βάζεις με την κακιά σου μοίρα. Εσύ, το πληγωμένο θύμα που έπεσες στις δαγκάνες του. Λησμονείς ό, τι προηγήθηκε και πλέον ζεις τρέφοντας την ήδη υπερτροφική αυτό-ταπείνωσή σου.
Από την άλλη, μπορείς να εγκλωβιστείς σε μια ταυτότητα. Κι αυτό ξεκινάει από την εφηβεία. Η ανάγκη σου να δεις τον εαυτό σου μέλος μιας ομάδας έρχεται να συναντήσει το σκοτεινό τέρας που λέγεται «Φόβος θανάτου». Αυτά τα δυο συγχωνεύονται σ’ ένα κράμα που είναι –τις περισσότερες φορές- δύσκολο να το αναγνωρίσεις. Κι από εκεί και πέρα μπλέκεις σ’ έναν λαβύρινθο αυτό-περιορισμών και αυτό-εξαναγκασμών. Σ’ αυτό, έχεις και τους κοινωνικούς ρόλους να σε επιβραβεύουν και τέλος να σε οδηγούν ευθεία στην αφάνιση κάθε υποκειμενικού σου στοιχείου.
Και στην μια περίπτωση και στην άλλη, θα καταλήξεις ένα ναυαγισμένο πλοίο. Εγώ προτιμώ την πρώτη περίπτωση. Θεωρώ ότι ο έρωτας απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή σου. Κάτι που αναπόφευκτα θα έχει αυτή την κατάληξη.
Αν ένα παιδί δέκα ετών σε ρωτούσε: «Τι είναι ποιητής;» Τι θα του απαντούσες;
Ωχ, δύσκολη ερώτηση, που ένα παιδί έχει πάντα την ανάγκη να την θέτει, ώστε την επόμενη στιγμή να αμφισβητήσει την απάντησή σου… αρχίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις προσωπικές του εξερευνήσεις στα μυστικά του κόσμου.
Αλλά μάλλον πάω να υπεκφύγω… επομένως απαντώ: «Ποιητής είναι εκείνος που δεν φοβάται να κολυμπήσει στο αδύνατο. Τρέφεται με το όνειρο και καταλήγει στην ουτοπία. Φοράει το προσωπείο του μοναχικού, του αδιάφορου, ίσως και του παρακμιακού, για να κρύψει την φλόγα της προσωπικής του υπέρβασης, που δεν χωρά στα μέτρα της εποχής του». Αυτούς αναγνωρίζω ως ποιητές. Οι υπόλοιποι στιχοπλόκοι με αφήνουν απλά αδιάφορο.
Στο παιδί, λοιπόν, θα έλεγα πως ποιητής, είναι εκείνος που μπορεί να κάνει ένα τριαντάφυλλο μαργαριτάρι, δίχως να χάσει τίποτα από την αρχική του ευαισθησία, το άρωμα και την απαλότητά του. Δύο φύσεις διαφορετικές σε μια αρμονική μορφή.
Ασχολείσαι και με τις μεταφράσεις, τι σε έσπρωξε σε αυτό και γιατί επέλεξες να αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα, τους Ρεμπώ και Πίντερ;
Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι μια προσπάθεια που την ξεκίνησα στα δεκατέσσερά μου χρόνια και συνεχίζει μέχρι τώρα. Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Τυχαίνει να μαθαίνω εύκολα τις ξένες γλώσσες κι έτσι βρήκα έναν τρόπο να έρχομαι σε συνομιλία με τους δημιουργούς που θαυμάζω και να μελετάω πιο προσεκτικά τα έργα τους.
Από την άλλη, στον Πίντερ, χρωστάω πολλά. Πρώτον, μέσω της ανάγνωσης τόσο των έργων του όσο και των πολιτικών του άρθρων, μπόρεσα να διαχειριστώ μια όχι και τόσο εύκολη εφηβεία. Κι έπειτα, υπήρξε καταλύτης για τον δρόμο που ακολούθησα. Μου έδωσε το θάρρος να ακολουθήσω τα όνειρά μου… τα οποία θα με οδηγούσαν σε αβέβαια μονοπάτια.
Παρακολουθώντας σε, παρατήρησα με χαρά, πως εκφέρεις με θάρρος την άποψή σου για τα πολιτικά και τα κοινωνικά ζητήματα, κάτι που η πλειοψηφία των ανθρώπων του λόγου, το αποφεύγει. Γιατί θεωρείς πως κρατούν τούτη την στάση;
Από τα δεκαεφτά μου χρόνια είχα την ευλογία να μπω στον χώρο του έντυπου τύπου και μάλιστα με δικούς μου όρους. Κάτι που κάτω από κανονικές συνθήκες θα ήταν τρελό. Έτσι ξεκίνησα το ταξίδι μου στην δημοσιογραφία το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήδη επηρεασμένος τόσο από τον Πίντερ όσο και από τα γεγονότα που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, άρχισαν να δημιουργούνται μέσα μου διάφοροι προβληματισμοί και μια τρομερή απέχθεια γι’ αυτό που ονομάζεται εξουσία.
Έτσι, άρχισα να ερευνώ αυτά τα θέματα και να προσπαθώ να δείξω εκείνη την όψη των γεγονότων που, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, προσπαθούσαν να αποκρύψουν.
Για τους άλλους δεν μπορώ να μιλήσω. Πάντως, νομίζω πως σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν για έναν απλό λόγο: Η εικόνα του διανοούμενου και του ουδέτερου δεν πουλάει πλέον…
Σε μια ανάρτησή σου σε κοινωνικό δίκτυο, έγραψες, αναφερόμενος στις αντιδράσεις του κόσμου και στην δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος των πυρκαγιών στην Αθήνα, πως μας καυλώνει η φρίκη. Συμφωνώντας απόλυτα μαζί σου, σε ρωτώ, τι μας καυλώνει στην φρίκη;
Καταρχήν, αυτό που πρώτος ο Φρόυντ ανέφερε… το ότι, δεν είμαστε εμείς τα θύματα της εκάστοτε φρίκης αλλά κάποιοι άλλοι. Έπειτα, από την δεκαετία του ’90, διαποτιστήκαμε τόσο με τέτοιες εικόνες, που πλέον αγγίζουμε τα όρια της ανοσίας. Γι’ αυτό τον λόγο οι διαφημιστές έχουν την ανάγκη να αυξάνουν όλο και περισσότερο όχι μόνο την δόση αλλά και την έντασή τους.
Άλλωστε, μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η μετά-νεωτερική εποχή έχει τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και η φρίκη είναι -φυσικά- η τροφή της…
Στα ποιήματά σου κυριαρχεί το αίσθημα του πόθου, της καθημερινής μας απάθειας, της λαγνείας, της ματαιότητας, ενώ παράλληλα “εκθέτεις” και την σεξουαλική σου προτίμηση. Ως κριτικός ποίησης, πως θα χαρακτήριζες τον δημιουργό και τις λέξεις της «Βαβέλ»;
Γενικά, με ενδιαφέρουν οι ακραίες καταστάσεις του ψυχισμού. Αυτό, πιθανόν, προέκυψε από το αστυνομικό ρεπορτάζ που αποτελεί την ειδικότητά μου και από κάποια θέματα που ασχολήθηκα. Από τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εξηγήσω τι ωθεί κάποιον σ’ ένα τέτοιο θολό τοπίο.
Από την άλλη, ως κοινωνία, έχουμε την ανάγκη να φανερώνουμε μονάχα το αγγελικό μας πρόσωπο και να κρατάμε στην αφάνεια το υπάρχον και πολύ δραστήριο (κατά τα άλλα….) δαιμονικό μας. Η Βαβέλ υπήρξε μεγάλο στοίχημα για μένα… πίστεψα πως δεν θα κατάφερνα να το ολοκληρώσω, αλλά τελικά νίκησα. Στην Βαβέλ εκθέτω τον εαυτό μου… άρα αναπόφευκτα θα μιλούσα και για την σεξουαλικότητά μου… αλλιώς, θα κατέληγε σ’ ένα ανούσιο και βαρετό κρυφτούλι…
Η Ελλάδα του 2018 έχει αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία; Πως το αντιλαμβάνεσαι στην καθημερινότητά σου;
Φυσικά και όχι. Παριστάνει την προοδευτική μ’ ένα είδος “μοχθηρής” ανοχής. Άλλωστε, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τα εγκλήματα μίσους αυξάνονται κάθε χρόνο και μέσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται και εγκλήματα κατά ομοφυλόφιλων.
Αυτό που με πληγώνει είναι η κατάσταση με τους εφήβους. Ζουν μέσα στον τρόμο και πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν ένα στήριγμα. Λαμβάνω πολλά μηνύματα από εφήβους οι οποίοι αισθάνονται απόγνωση. Ας τους βοηθήσουμε επιτέλους! Και το πρώτο βήμα γι’ αυτό, είναι να μάθουμε να αγαπάμε άνευ όρων…
Έχεις ασχοληθεί και με το θεατρικό κείμενο, πως είναι το πέρασμα από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο; Θα δοκίμαζες την πένα σου και στην συγγραφή μυθιστορήματος;
Λατρεύω το θέατρο. Από μικρός παρακολουθώ παραστάσεις. Ως γραφή με απελευθέρωσε. Η ποίηση σε περιορίζει μορφικά. Στο θεατρικό κείμενο κατάφερα να περάσω το πολυδιάστατο των πραγμάτων, των συναισθημάτων, των γεγονότων και φυσικά την αντιφατικότητα του ανθρώπου… για την οποία μίλησα προηγουμένως.
Δεν νομίζω πως θα αποτολμούσα να ασχοληθώ με το μυθιστόρημα. Αν και διαβάζω υπερβολικά πολλά μυθιστορήματα διαφόρων ειδών… Είναι ένα τρομερά απαιτητικό είδος γραφής κι εγώ είμαι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης.
Σε ένα χαρακτηριστικό, της γραφής σου, ποίημα, με τίτλο: «Τυχαία συνάντηση με τον Χριστό». Εκτός από τα μάτια εκείνου του αγοριού, που αλλού “υπάρχει” ο Χριστός; Τι είναι για ‘σένα “Χριστός”;
Χμ, δεν το έχω σκεφτεί… Είμαι και άθεος και άθρησκος αλλά θαυμάζω τόσο τον Χριστό όσο και τον Βούδα σαν ιστορικά πρόσωπα. Ως πρόσωπα, δηλαδή, που πόρρω απέχουν απ’ το πρότυπο που παρουσιάζουν οι οργανωμένες θρησκείες.
Υπήρξαν επαναστάτες, ασυμβίβαστοι κι εμπνευσμένοι. Όσο κι αν δεν μου ταιριάζει η φιλοσοφία τους, δεν γίνεται να μην αισθανθώ δέος για την παρουσία τους στην εξέλιξη του πνεύματος και των κινημάτων και να μην εξοργιστώ για τον ρόλο της εκκλησίας στην ιστοριογραφία- άρα και στην παραχάραξη της ιστορίας.
Τι σχέδια έχεις για το μέλλον και που μπορεί κάποιος να διαβάσει κείμενα σου;
Αρχικά, να αντέξω. Ζούμε όλοι κάτω από συνθήκες δύσκολες που μας στερούν το δικαίωμα να ελπίζουμε. Πιστεύω, πως η εποχή μας είναι η αφετηρία ενός δυσοίωνου μέλλοντος. Από εκεί και πέρα, να συνεχίσω να κάνω αυτά που κάνω. Θα ήθελα να δώσω μεγαλύτερο χώρο στην δημοσιογραφία που την είχα παραμελήσει κάπως.
Συνεργάζομαι με πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως: fractalart.gr, staxtes.com, monocleread.gr, iporta.gr, tokoskino.me, tovivlio.net, poiein.gr, logografis.gr, bibliotheque.gr, grafomichani.com, chalice.edu.gr, homouniversalisgr.blogspot.com, thraca.gr κ.ά.
Στην σελίδα μου τόσο στο facebook όσο και στο twitter και το linkendin μπορεί κάποιος πιο εύκολα να βρει την τρέχουσα δραστηριότητά μου και να επικοινωνήσει μαζί μου. Επίσης, διαχειρίζομαι το ηλεκτρονικό περιοδικό για τις τέχνες και τον πολιτισμό: alliosmagazine.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
27/08/2018
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος, είναι ένας ευαίσθητος μα και τολμηρός ποιητής. Η πρώτη του ποιητική συλλογή: «Βαβέλ», (εκδόσεις Anima, 2017), έρχεται να μας αποκαλύψει τις ανησυχίες, τις σκέψεις και τον εσωτερικό του κόσμο. Ο Κωνσταντίνος, ανήκει σε μια νέα, ξεχωριστή γενιά ποιητών, που αξίζουν την προσοχή μας. Γεννήθηκε στο Καρπενήσι, το 1989. Ασχολείται επίσης, με την κριτική λογοτεχνίας και ποίησης καθώς και με τη δημοσιογραφία. Μέσα από τις ειλικρινείς και αφιλτράριστες απαντήσεις του, στη συνέντευξή μας για το iART, τον γνωρίζουμε εις βάθος.
Κωνσταντίνε, πως επηρεάζει η ποίηση που γεννάς, την ιδιότητά του κριτικού λογοτεχνίας και ποίησης, που κατέχεις; Και πως η κριτική ματιά σου, επιδρά στην ποιητική έκφρασή σου;
Είναι, πραγματικά, πολύ δύσκολη η συνύπαρξή τους. Όσο κι αν προσπαθώ να αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο να εκφραστεί και να πειραματιστεί… υπάρχει πάντα μια φωνή η οποία με επηρεάζει. Τις περισσότερες φορές με αποθαρρύνει. Γι’ αυτό τον λόγο δεν γράφω συχνά. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κατέστρεψα ολοκληρωμένες συλλογές.
Η πρώτη σου ποιητική συλλογή ονομάζεται «Βαβέλ», μία Βαβέλ εσωτερικών φωνών, όπως ένιωσα καθώς σε διάβαζα. Πιστεύεις πως φτάνουν ποτέ σε συνεννόηση οι εσωτερικές μας φωνές; Και αν ναι, πως θεωρείς μπορεί να επιτευχθεί;
Έχεις δίκιο. Δεν νομίζω πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο όσο κι αν καταφέρεις να ισορροπήσεις ως άτομο. Θεωρώ πως, εκ φύσεως, είμαστε άκρως αντιφατικά όντα. Συνυπάρχουν μέσα μας διάφορες δυνάμεις οι οποίες πότε εναρμονίζονται μεταξύ τους και πότε συγκρούονται. Για μένα το σημαντικότερο είναι να το δεχθείς ως γεγονός κι από εκεί και πέρα να δουλέψεις επάνω σ’ αυτή την βάση, ώστε ακόμα και η σύγκρουση να αποτελεί ευκαιρία για βελτίωση κι εξέλιξη.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να αγνοούμε και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Κάτι που, και πάλι, θα πρέπει κι εσύ ο ίδιος να προσπαθείς να αλλάξεις. Κυρίως, σ’ αυτό το τελευταίο αναφέρεται η Βαβέλ. Στην προσπάθεια για αλλαγή.
Γράφεις σε ένα από τα ποιήματα της «Βαβέλ»: «απ’ όλα τα γράμματα / της αλφαβήτου / κοίτα / που βρέθηκα / σ’ αυτό το δίδυμο / κάπα / να ναυαγήσω.» Είναι πιστεύεις ο κάθε άνθρωπος ένας ναυαγός μέσα σε έναν άλλον άνθρωπο; Μέσα σε μια καταναγκαστική ταυτότητα;
Εν δυνάμει και στα δύο. Μπορείς να εγκλωβιστείς μέσα σε μια σχέση με έναν σύντροφο. Εκεί αντιπαλεύονται ο φόβος της μοναξιάς, η αγάπη και πιθανόν το πάθος. Πλάθεις για τον άλλο μιαν ιδανική εικόνα κι έπειτα κάνεις τα αδύνατα δυνατά για να αποτύχει εκείνος να ανταποκριθεί στις “απαιτήσεις” σου. Μόλις συμβεί αυτό, στρέφεις το μένος σου σ’ ό, τι θεωρούσες προτέρημά του και τα βάζεις με την κακιά σου μοίρα. Εσύ, το πληγωμένο θύμα που έπεσες στις δαγκάνες του. Λησμονείς ό, τι προηγήθηκε και πλέον ζεις τρέφοντας την ήδη υπερτροφική αυτό-ταπείνωσή σου.
Από την άλλη, μπορείς να εγκλωβιστείς σε μια ταυτότητα. Κι αυτό ξεκινάει από την εφηβεία. Η ανάγκη σου να δεις τον εαυτό σου μέλος μιας ομάδας έρχεται να συναντήσει το σκοτεινό τέρας που λέγεται «Φόβος θανάτου». Αυτά τα δυο συγχωνεύονται σ’ ένα κράμα που είναι –τις περισσότερες φορές- δύσκολο να το αναγνωρίσεις. Κι από εκεί και πέρα μπλέκεις σ’ έναν λαβύρινθο αυτό-περιορισμών και αυτό-εξαναγκασμών. Σ’ αυτό, έχεις και τους κοινωνικούς ρόλους να σε επιβραβεύουν και τέλος να σε οδηγούν ευθεία στην αφάνιση κάθε υποκειμενικού σου στοιχείου.
Και στην μια περίπτωση και στην άλλη, θα καταλήξεις ένα ναυαγισμένο πλοίο. Εγώ προτιμώ την πρώτη περίπτωση. Θεωρώ ότι ο έρωτας απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή σου. Κάτι που αναπόφευκτα θα έχει αυτή την κατάληξη.
Αν ένα παιδί δέκα ετών σε ρωτούσε: «Τι είναι ποιητής;» Τι θα του απαντούσες;
Ωχ, δύσκολη ερώτηση, που ένα παιδί έχει πάντα την ανάγκη να την θέτει, ώστε την επόμενη στιγμή να αμφισβητήσει την απάντησή σου… αρχίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις προσωπικές του εξερευνήσεις στα μυστικά του κόσμου.
Αλλά μάλλον πάω να υπεκφύγω… επομένως απαντώ: «Ποιητής είναι εκείνος που δεν φοβάται να κολυμπήσει στο αδύνατο. Τρέφεται με το όνειρο και καταλήγει στην ουτοπία. Φοράει το προσωπείο του μοναχικού, του αδιάφορου, ίσως και του παρακμιακού, για να κρύψει την φλόγα της προσωπικής του υπέρβασης, που δεν χωρά στα μέτρα της εποχής του». Αυτούς αναγνωρίζω ως ποιητές. Οι υπόλοιποι στιχοπλόκοι με αφήνουν απλά αδιάφορο.
Στο παιδί, λοιπόν, θα έλεγα πως ποιητής, είναι εκείνος που μπορεί να κάνει ένα τριαντάφυλλο μαργαριτάρι, δίχως να χάσει τίποτα από την αρχική του ευαισθησία, το άρωμα και την απαλότητά του. Δύο φύσεις διαφορετικές σε μια αρμονική μορφή.
Ασχολείσαι και με τις μεταφράσεις, τι σε έσπρωξε σε αυτό και γιατί επέλεξες να αποδόσεις στην ελληνική γλώσσα, τους Ρεμπώ και Πίντερ;
Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι μια προσπάθεια που την ξεκίνησα στα δεκατέσσερά μου χρόνια και συνεχίζει μέχρι τώρα. Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής. Τυχαίνει να μαθαίνω εύκολα τις ξένες γλώσσες κι έτσι βρήκα έναν τρόπο να έρχομαι σε συνομιλία με τους δημιουργούς που θαυμάζω και να μελετάω πιο προσεκτικά τα έργα τους.
Από την άλλη, στον Πίντερ, χρωστάω πολλά. Πρώτον, μέσω της ανάγνωσης τόσο των έργων του όσο και των πολιτικών του άρθρων, μπόρεσα να διαχειριστώ μια όχι και τόσο εύκολη εφηβεία. Κι έπειτα, υπήρξε καταλύτης για τον δρόμο που ακολούθησα. Μου έδωσε το θάρρος να ακολουθήσω τα όνειρά μου… τα οποία θα με οδηγούσαν σε αβέβαια μονοπάτια.
Παρακολουθώντας σε, παρατήρησα με χαρά, πως εκφέρεις με θάρρος την άποψή σου για τα πολιτικά και τα κοινωνικά ζητήματα, κάτι που η πλειοψηφία των ανθρώπων του λόγου, το αποφεύγει. Γιατί θεωρείς πως κρατούν τούτη την στάση;
Από τα δεκαεφτά μου χρόνια είχα την ευλογία να μπω στον χώρο του έντυπου τύπου και μάλιστα με δικούς μου όρους. Κάτι που κάτω από κανονικές συνθήκες θα ήταν τρελό. Έτσι ξεκίνησα το ταξίδι μου στην δημοσιογραφία το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήδη επηρεασμένος τόσο από τον Πίντερ όσο και από τα γεγονότα που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, άρχισαν να δημιουργούνται μέσα μου διάφοροι προβληματισμοί και μια τρομερή απέχθεια γι’ αυτό που ονομάζεται εξουσία.
Έτσι, άρχισα να ερευνώ αυτά τα θέματα και να προσπαθώ να δείξω εκείνη την όψη των γεγονότων που, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, προσπαθούσαν να αποκρύψουν.
Για τους άλλους δεν μπορώ να μιλήσω. Πάντως, νομίζω πως σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν για έναν απλό λόγο: Η εικόνα του διανοούμενου και του ουδέτερου δεν πουλάει πλέον…
Σε μια ανάρτησή σου σε κοινωνικό δίκτυο, έγραψες, αναφερόμενος στις αντιδράσεις του κόσμου και στην δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος των πυρκαγιών στην Αθήνα, πως μας καυλώνει η φρίκη. Συμφωνώντας απόλυτα μαζί σου, σε ρωτώ, τι μας καυλώνει στην φρίκη;
Καταρχήν, αυτό που πρώτος ο Φρόυντ ανέφερε… το ότι, δεν είμαστε εμείς τα θύματα της εκάστοτε φρίκης αλλά κάποιοι άλλοι. Έπειτα, από την δεκαετία του ’90, διαποτιστήκαμε τόσο με τέτοιες εικόνες, που πλέον αγγίζουμε τα όρια της ανοσίας. Γι’ αυτό τον λόγο οι διαφημιστές έχουν την ανάγκη να αυξάνουν όλο και περισσότερο όχι μόνο την δόση αλλά και την έντασή τους.
Άλλωστε, μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι η μετά-νεωτερική εποχή έχει τον χαρακτήρα μιας παρατεταμένης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και η φρίκη είναι -φυσικά- η τροφή της…
Στα ποιήματά σου κυριαρχεί το αίσθημα του πόθου, της καθημερινής μας απάθειας, της λαγνείας, της ματαιότητας, ενώ παράλληλα “εκθέτεις” και την σεξουαλική σου προτίμηση. Ως κριτικός ποίησης, πως θα χαρακτήριζες τον δημιουργό και τις λέξεις της «Βαβέλ»;
Γενικά, με ενδιαφέρουν οι ακραίες καταστάσεις του ψυχισμού. Αυτό, πιθανόν, προέκυψε από το αστυνομικό ρεπορτάζ που αποτελεί την ειδικότητά μου και από κάποια θέματα που ασχολήθηκα. Από τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να εξηγήσω τι ωθεί κάποιον σ’ ένα τέτοιο θολό τοπίο.
Από την άλλη, ως κοινωνία, έχουμε την ανάγκη να φανερώνουμε μονάχα το αγγελικό μας πρόσωπο και να κρατάμε στην αφάνεια το υπάρχον και πολύ δραστήριο (κατά τα άλλα….) δαιμονικό μας. Η Βαβέλ υπήρξε μεγάλο στοίχημα για μένα… πίστεψα πως δεν θα κατάφερνα να το ολοκληρώσω, αλλά τελικά νίκησα. Στην Βαβέλ εκθέτω τον εαυτό μου… άρα αναπόφευκτα θα μιλούσα και για την σεξουαλικότητά μου… αλλιώς, θα κατέληγε σ’ ένα ανούσιο και βαρετό κρυφτούλι…
Η Ελλάδα του 2018 έχει αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία; Πως το αντιλαμβάνεσαι στην καθημερινότητά σου;
Φυσικά και όχι. Παριστάνει την προοδευτική μ’ ένα είδος “μοχθηρής” ανοχής. Άλλωστε, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, τα εγκλήματα μίσους αυξάνονται κάθε χρόνο και μέσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται και εγκλήματα κατά ομοφυλόφιλων.
Αυτό που με πληγώνει είναι η κατάσταση με τους εφήβους. Ζουν μέσα στον τρόμο και πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν ένα στήριγμα. Λαμβάνω πολλά μηνύματα από εφήβους οι οποίοι αισθάνονται απόγνωση. Ας τους βοηθήσουμε επιτέλους! Και το πρώτο βήμα γι’ αυτό, είναι να μάθουμε να αγαπάμε άνευ όρων…
Έχεις ασχοληθεί και με το θεατρικό κείμενο, πως είναι το πέρασμα από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο; Θα δοκίμαζες την πένα σου και στην συγγραφή μυθιστορήματος;
Λατρεύω το θέατρο. Από μικρός παρακολουθώ παραστάσεις. Ως γραφή με απελευθέρωσε. Η ποίηση σε περιορίζει μορφικά. Στο θεατρικό κείμενο κατάφερα να περάσω το πολυδιάστατο των πραγμάτων, των συναισθημάτων, των γεγονότων και φυσικά την αντιφατικότητα του ανθρώπου… για την οποία μίλησα προηγουμένως.
Δεν νομίζω πως θα αποτολμούσα να ασχοληθώ με το μυθιστόρημα. Αν και διαβάζω υπερβολικά πολλά μυθιστορήματα διαφόρων ειδών… Είναι ένα τρομερά απαιτητικό είδος γραφής κι εγώ είμαι ένας αδιόρθωτος τεμπέλης.
Σε ένα χαρακτηριστικό, της γραφής σου, ποίημα, με τίτλο: «Τυχαία συνάντηση με τον Χριστό». Εκτός από τα μάτια εκείνου του αγοριού, που αλλού “υπάρχει” ο Χριστός; Τι είναι για ‘σένα “Χριστός”;
Χμ, δεν το έχω σκεφτεί… Είμαι και άθεος και άθρησκος αλλά θαυμάζω τόσο τον Χριστό όσο και τον Βούδα σαν ιστορικά πρόσωπα. Ως πρόσωπα, δηλαδή, που πόρρω απέχουν απ’ το πρότυπο που παρουσιάζουν οι οργανωμένες θρησκείες.
Υπήρξαν επαναστάτες, ασυμβίβαστοι κι εμπνευσμένοι. Όσο κι αν δεν μου ταιριάζει η φιλοσοφία τους, δεν γίνεται να μην αισθανθώ δέος για την παρουσία τους στην εξέλιξη του πνεύματος και των κινημάτων και να μην εξοργιστώ για τον ρόλο της εκκλησίας στην ιστοριογραφία- άρα και στην παραχάραξη της ιστορίας.
Τι σχέδια έχεις για το μέλλον και που μπορεί κάποιος να διαβάσει κείμενα σου;
Αρχικά, να αντέξω. Ζούμε όλοι κάτω από συνθήκες δύσκολες που μας στερούν το δικαίωμα να ελπίζουμε. Πιστεύω, πως η εποχή μας είναι η αφετηρία ενός δυσοίωνου μέλλοντος. Από εκεί και πέρα, να συνεχίσω να κάνω αυτά που κάνω. Θα ήθελα να δώσω μεγαλύτερο χώρο στην δημοσιογραφία που την είχα παραμελήσει κάπως.
Συνεργάζομαι με πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως: fractalart.gr, staxtes.com, monocleread.gr, iporta.gr, tokoskino.me, tovivlio.net, poiein.gr, logografis.gr, bibliotheque.gr, grafomichani.com, chalice.edu.gr, homouniversalisgr.blogspot.com, thraca.gr κ.ά.
Στην σελίδα μου τόσο στο facebook όσο και στο twitter και το linkendin μπορεί κάποιος πιο εύκολα να βρει την τρέχουσα δραστηριότητά μου και να επικοινωνήσει μαζί μου. Επίσης, διαχειρίζομαι το ηλεκτρονικό περιοδικό για τις τέχνες και τον πολιτισμό: alliosmagazine.
Published on September 07, 2018 14:26


