Κωνσταντίνος Σύρμος's Blog, page 3
February 14, 2019
Το ρολόι
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Δεκέμβρης 6.2018
by thearne76Το χρυσωπό κουδουνάκι είπε «γκλιν-γκλιν» από το άνοιγμα της πόρτας. Ο σκυθρωπός πελάτης, από το σκοτάδι του δρόμου βρέθηκε στο φως της λάμπας λαδιού και των κεριών, στο διαταρασσόμενο φως του καταστήματος. Κρατούσε μια μεγάλη κούτα, την ακούμπησε στο έδαφος, την άνοιξε και έβγαλε από μέσα της ένα πλατύ ρολόι τοίχου, το ακούμπησε στον πάγκο και χαιρετήθηκε με ένα κούνημα του κεφαλιού με τον τεχνίτη. Εκείνος στην αρχή δεν αναγνώρισε τον σκυθρωπό άνθρωπο, ύστερα θυμήθηκε.
Ήταν εκείνος που τον άκουγε κάθε φορά – σαν τύχαινε να κοντοστέκεται έξω από το μαγαζί και να παρατηρεί τους περαστικούς – να περπατά γοργά και σκυφτός, μονολογώντας σχεδόν δυνατά, τόσο που ως κι οι άμαξες δεν κάλυπταν την φωνή του: «Δεν προλαβαίνω! Δεν προλαβαίνω! Δεν προλαβαίνω!». Έτσι αποθάρρυνε τον οποιοδήποτε έδειχνε θέληση να του πιάσει κουβέντα, να του πει έστω μία καλημέρα. Τόση εντύπωση είχε κάνει του τεχνίτη, που όποτε έβλεπε κάπου ένα μυρμήγκι ή παρατηρούσε έναν μικρό μύλο να τον γυρίζει αδιάκοπα παρά την θέλησή του ο αέρας, σκεφτόταν και σιγομουρμούριζε κι εκείνος κουνώντας το κεφάλι: «Δεν προλαβαίνεις…».
Ο σκυθρωπός πελάτης τού τόνισε αποκαρδιωμένος, πως δεν είχε χρήματα να αγοράσει καινούριο. Κι αν ως αύριο το πρωί, σχεδόν ξημερώματα, που θα περνούσε να το πάρει δεν ήταν έτοιμο, μα το Θεώ θα καταστρεφόταν. Λίγο πριν φύγει, έβγαλε το καπέλο του, κοίταξε τριγύρω του τα δεκάδες ρολόγια, έκλεισε τα μάτια και λες και το ρυθμικό τικ-τακ να ήταν ήχος από καλπασμούς αλόγων, το πρόσωπό του πήρε την έκφραση του ικανοποιημένου ταξιδιώτη. Ύστερα, σαν συνήλθε, ξαναφόρεσε το καπέλο, μαζί με την σκυθρωπότητά του και με γρήγορα βηματάκια χώθηκε στην νύχτα, που διακοπτόταν περιστασιακά από τα φανάρια στις άμαξες.
Το πρωί, ο σκυθρωπός πελάτης περίμενε έξω από την κλειδωμένη πόρτα του ωρολογοποιείου. Εκεί τον βρήκε, καθόλου έκπληκτος, ο τεχνίτης. Το ρολόι ήταν τυλιγμένο και σαν να γδύνει την πιο ποθητή γυναίκα, ο μεσήλικας, σκυθρωπός πελάτης το ξετύλιξε, θέλοντας να σιγουρευτεί πως δουλεύει σωστά. Σχεδόν κόντεψε να λιποθυμήσει όταν διαπίστωσε με τρόμο πως το αγαπημένο του ρολόι, η επίπεδη γη του, με τους επιβλητικούς μαύρους αριθμούς σε άσπρο φόντο, δεν είχε πια τους δύο δείκτες! «Αχ, τι μου έκανες! Αχ, τι μου έκανες! Δεν θα προλάβω! Αχ, τι μου έκανες!» φώναξε απεγνωσμένος. Τότε ο τεχνίτης τρυφερά του είπε: «Πάρε το ρολόι, κρέμασέ το στην θέση του και κοίτα το, πια θα έχεις ατελείωτο χρόνο, σαν τα βουνά, σαν τα πουλιά, σαν τα δέντρα, τα ζώα και το χορτάρι. Άντε, πάρε το τώρα, όσο προλαβαίνεις.»
Published on February 14, 2019 09:07
January 23, 2019
κάπου
εικόνα by nicolasjollyΟι ορίζοντες κατέρρεαν
χαμός ερχόταν κάπου από το βάθος
Ένα κομμάτι μαύρου ουρανού
ρουφούσε τον γαλάζιο
Ο αέρας εκσφενδόνιζε τα πουλιά στο έδαφος
ήδη γεμάτο σκουροκόκκινες στάμπες
Πανικόβλητοι άνθρωποι
άλλοι προς τα υπόγεια
να κρυφτούν
άλλοι προς τους ψηλότερους ορόφους
να θαυμάσουν
τρέχαν
Πλησίασα τον ελεγκτή
του έδωσα το εισιτήριο για κάπου
Με χτύπησε στην πλάτη διαπερνώντας με
Μου είπε να βιαστώ
Κάπου θα βρούμε να πάμε
κάπου
Published on January 23, 2019 11:39
January 14, 2019
Μαρία Μπούρλη: «Κάθε ρόλος είναι μια βουτιά στο ασυνείδητο, με την ασφάλεια πάντα του ρόλου»
Πηγή: iART, παρουσίαση
Παρουσίαση/Συνέντευξη: Κωνσταντίνος Σύρμος
14/01/2019
Η Μαρία Μπούρλη, με το βιβλίο της «Το ημερολόγιο της Μήδειας» (ΑΝΙΜΑ Εκδοτική), προσαρμόζει αριστοτεχνικά τη μυθική ηρωίδα σε μία καθ’ όλα σύγχρονη ελληνίδα γυναίκα. Μόνο μία τέτοια μετουσίωση γυναίκας θα μπορούσε να αναμετρηθεί με τα «υποχρεωτικά» καθήκοντα για την γυναίκα· σεξουαλισμό, μητρότητα, κομπαρσισμό. Η Μαρία Μπούρλη, είναι Ερευνήτρια Μεταφυσικών Επιστημών και εκπαιδεύτρια Ρεφλεξολογίας. Ασχολείται ενεργά με το θέατρο, ενώ έχει συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ «Ο Κορινθιακός απόηχος μιας Μικρασιατικής Καταστροφής» και στη μικρού μήκους ταινία «Απόκληροι της Γέφυρας Καλατράβα» του Δημήτρη Πανάκη. «Το ημερολόγιο της Μήδειας» είναι το δεύτερο συγγραφικό της έργο. Εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2017.
Οπτική Κωνσταντίνου Σύρμου
Στη νουβέλα της Μαρίας Μπούρλη «Το ημερολόγιο της Μήδειας», Μήδεια ονομάζεται η ηρωίδα, αλλά και η κάθε γυναίκα που έρχεται αντιμέτωπη με το φάσμα της προδοσίας. Παίρνοντας τον αρχέτυπο και ακραίο αυτόν χαρακτήρα του Ευριπίδη, τον φέρνει στο σήμερα και με θάρρος τον εναποθέτει, όχι μόνο στην διπλανή μας πόρτα, αλλά ακόμη κι εντός του σπιτιού μας. Τα ονόματα Μήδεια, Ιάσονας, Γλαύκη, χρησιμοποιούνται στη νουβέλα εργαλειακά, κρατούν τους συμβολισμούς τους και ντύνονται τον μανδύα της σύγχρονης οικογένειας και του τρίτου ατόμου. Η Μήδεια, της Μαρίας Μπούρλη, είναι η γυναίκα που καταγράφει την ζωή της σε ένα ημερολόγιο, κάνοντας έναν αυτιστικό διάλογο με τον εαυτό της. Ο ιδανικός σύζυγος, τα ιδανικά παιδιά, η ιδανική οικογένεια – ένα επίσης αρχέτυπο κατασκεύασμα σαθρό και φαντασιακό – σε αντιδιαστολή με την Μήδεια, που όσο κι αν μοιάζει παμπάλαια, τόσο αναπλάθεται και προσαρμόζεται στο μέλλον, μέσα από τέτοια αναγνώσματα.
«… - Μάνα, έχεις σκεφτεί ποτέ να σκοτώσεις τα παιδιά σου; …»
…Ρωτά η ηρωίδα την μητέρα της, στην αρχή της ιστορίας. Ερώτημα εξωφρενικό μα και αληθινό. Ο σκληρότερος θάνατος πολλές φορές, δεν είναι η αφαίρεση της ζωής μα η αφαίρεση από την ζωή. Είναι οι προκαθορισμένες πορείες, τα γεγονότα που οφείλεις να βιώσεις, σπουδές, γάμος, παιδιά, το σώμα σου που αλλάζει, αποξένωση, ενοχή, μοναξιά. Ο σκληρότερος θάνατος πολλές φορές, είναι ο τρόπος που θα ζήσεις. Η γυναίκα γεννημένη για τον πολυδιάστατο ρόλο της γυναίκας – δέσμιας στην τελειότητά της για τον άντρα: «…Σε δευτερόλεπτα μου πέρασε από το νου εάν είχα ξεχάσει να ξυρίσω τις μασχάλες μου. Όχι, όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Ήμουν παντελώς άτριχη, πεντακάθαρη και μοσχομύριζα και τα νύχια μου χέρια, πόδια βαμμένα στο αγαπημένο μου χρώμα. Το κόκκινο. Έτοιμη να του παραδοθώ.» Οφείλει να ανταπεξέρχεται στα πρότυπα, κι όσο μεγαλώνει, να μάχεται σε έναν άνισο αγώνα διατήρησης της εικόνας. Αγώνας όχι μόνο ενάντια στις νεότερες γυναίκες, μα απέναντι και στην ίδια την φύση.
«… Δεν ήταν εύκολο. Ποτέ δεν είναι εύκολο για καμία γυναίκα να έρχεται αντιμέτωπη με την ερωμένη του άντρα της, του συντρόφου της. Επισημοποιείται η απόρριψη.»
Στην φράση «Επισημοποιείται η απόρριψη», εντυπωσιάστηκα ως αναγνώστης με όσα συνειδητοποίησα πως συμβαίνουν στην παντρεμένη γυναίκα, πριν από αυτήν την επισημοποίηση – λαιμητόμο. Την προσωπική αγωνία για το τί την περιμένει από εδώ και πέρα, την εσωτερική αναζήτηση ως προς το τί πήγε στραβά. Την αμφιβολία της εκάστοτε γυναίκας, της εκάστοτε Μήδειας, για την αξία της, την ομορφιά της, για το τώρα και το αύριο. «Δε βλέπω διάρκεια. Καταλάβατε; Διάρκεια… δε βλέπω» και, τέλος, τον φόβο για όσα τελειώνουν τόσο γρήγορα, όπως τα χρόνια της ζωής, την εξωτερική ομορφιά, τον σύζυγο που φεύγει μακριά της για κάποιαν άλλη. Τα παιδιά που θα ανοίξουν τα φτερά τους και θα μείνει ολομόναχη. Ένα αρχαίο δράμα που συντελείται σε κάθε μελλοντική καθημερινότητα, την στιγμή που εκείνη γίνεται παρόν.
«… Όπου υπάρχει γέννηση υπάρχει και ο θάνατος. Γενναίες ο γυναίκες που δεν κάνουν συνειδητά παιδιά. Είναι εκείνες που δε διαιωνίζουν αυτό το φόνο. Ο δικός τους θάνατος από τη δική τους μητέρα είναι αρκετός. Φτάνει.»
Η συγγραφέας λαμβάνοντας δύναμη από την ίδια την Μήδεια, θέτει προβληματισμούς και ερωτήματα που θεωρούνται απαγορευμένα, ακόμη και στις πλέον μοντέρνες κοινωνίες. Θα τολμούσα να πω, πως καταφέρνει έτσι να αντικαταστήσει την απουσία φόνων, μιας και η δική της Μήδεια, αφήνει τον χρόνο εκδικητή να δράσει εναντίον του συζύγου και της ερωμένης. Η Μαρία Μπούρλη αγγίζει μια τραγικότητα με συνεχή ροή από το χθες, στο σήμερα και στο αύριο: το στίγμα της γυναίκας που επιλέγει να μην κάνει παιδιά. Η ηρωίδα τις χαρακτηρίζει γενναίες. Γενναίες εκείνες που θεωρούνται λειψές, ανολοκλήρωτες, δίχως ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Το κείμενο καταφέρνει να προσδώσει μια ουσιαστική αξία στην υπευθυνότητα, στην ώριμη σκέψη, στο δικαίωμα της επιλογής που είτε συνειδητά, είτε με την βία, στερούνται εκατομμύρια γυναίκες ανά τον κόσμο.
Οπτική της συγγραφέως Μαρίας Μπούρλη:
Η ηρωίδα μου βυθίζεται στο πιο σκοτεινό σημείο του εαυτού της, εκεί που δεν υπάρχει τίποτα, χάνεται μέσα στην άβυσσο και γνωρίζει πως το νερό, είναι το καθαρτήριο για εκείνη. Αποδέχεται τις αδυναμίες της και επικοινωνεί με το τέρας μέσα της, το τέρας που όλοι έχουμε μέσα μας και αποφασίζει να το εξαγνίσει (εδώ είχε εξυγιάνει, αλλά δεν ταιριάζει νοηματικά). Μα αυτός ο δρόμος είναι μοναχικός. Βουτά μέσα στο νερό, μέσα στο συναίσθημα για να θεραπευτεί. Και σαν τελευταία προσπάθεια επιστρέφει στο πατρικό της. Εκεί που όλα της θύμιζαν την παιδική της ηλικία. Εκεί που όλα πια έχουν τελειώσει. Ένας τελευταίος αποχαιρετισμός, ένας κύκλος που οφείλει να κλείσει.
«Για εμένα δεν υπάρχει χρόνος. Για ποιες ώρες μου μιλούν; και τα στοιχειά είναι δικά μου. Δικά μου τα φαντάσματα. Μπορεί να τα χρειάζομαι τελικά. Γιατί ενοχλούνται; Γιατί δεν κατανοούν ότι το νερό είναι η κάθαρσή μου. Έτσι σώζομαι εγώ. Έτσι θεραπεύομαι»
Είναι μια γυναίκα που ξεγυμνώνεται, μπροστά σε όλους όσοι την έχουν καταδικάσει στην αιωνιότητα. Τολμά και το κάνει. Η σύγχρονη γυναίκα, που φέρει στους ώμους της το αρχέτυπο της κλασικής Μήδειας και πρέπει να το τινάξει πια από πάνω της. Να το μετουσιώσει. Και αυτό κάνει. Η πάλη της με την Ζωή και τον Θάνατο. Η κραυγή της για τον Έρωτα και την Προδοσία. Και η τελική της νίκη.
Είναι η γυναίκα – μάνα, είναι η γυναίκα – ερωμένη, είναι η γυναίκα – σύζυγος. Η δική μου Μήδεια, είναι η Μήδεια και των αντρών και των γυναικών. Όλοι μας είμαστε Μήδεια.
«Ο έρωτας, ο έρωτας είναι το παιδί μου. Το νέο μου παιδί. Δεν έχει φύλο, ούτε και ηλικία. Γεννήθηκε από την Οργή και το Φθόνο. Μεγάλωσε με την Εκδίκηση και τη Συγχώρεση και θα πορευτεί μέσα στη Ζωή και στο Θάνατο»
Μία από τις ανατροπές που συμβαίνουν στο βιβλίο μου, είναι πως ως ημερολόγιο είναι άχρονο. Αυτό υποδηλώνει την αιωνιότητα μέσα στην οποία πλανιέται η ηρωίδα μου, η Μήδεια, τόσο γνωστή και μισητή σε όλους. Σκεπτόμουν δύο χρόνια πριν γραφεί το βιβλίο τι θα μπορούσα να κάνω με την Μήδεια, μια γυναίκα που το όνομά της και μόνο, ανασύρει αρχετυπικές μνήμες και το μυαλό όλων, πάει αυτόματα στην παιδοκτόνο Μήδεια. Για να υπάρχουν όμως συνέπειες, προϋπάρχουν οι αιτίες. Δύο χρόνια μετά, αποτυπώθηκε σε αυτό το βιβλίο η σύγχρονη Μήδεια, η Μήδεια των καιρών μας. Γράφτηκε χωρίς να γίνει καμία επεξεργασία, δηλαδή το βιβλίο δεν έχει δεχτεί καμία επιμέλεια και, κυρίως, εγώ, ως συγγραφέας του βιβλίου αυτού, δεν κοίταξα ποτέ μέχρι να ολοκληρωθεί, τι είχα γράψει πιο πριν. Απλά, όποτε καθόμουν να γράψω, έρεε από μόνο του.
«Κάθισα στην πολυθρόνα. Έκλεισα τα μάτια μου. Για μια στιγμή νόμισα ότι άκουσα τη φωνή της μητέρας μου. Αχ μαμά, πόσο μου λείπεις.»
Ερωτήσεις:
Μαρία πέρα από την συγγραφή, η άλλη σου ιδιότητα είναι η ηθοποιία. Επηρεάζει η ηθοποιός την συγγραφέα μέσα σου;
Η αλήθεια είναι πως από μικρή έγραφα. Σε χαρτοπετσέτες, σε χάρτινα τραπεζομάντηλα και τα έπαιρνα μετά σπίτι, όπου έβρισκα χαρτί έγραφα. Οπότε προϋπάρχει η γραφή μέσα μου. Όμως η αλήθεια είναι, πως υπάρχει μεγάλος έρωτας με το θέατρο και τώρα πια είναι αλληλένδετα. Μου είναι πιο εύκολο πια μετά από αρκετά χρόνια και στο θέατρο, να γίνεται η γραφή πιο θεατρική. Βγαίνει από μόνη της έτσι και εμένα μου αρέσει όλο αυτό και, απλά, το αφήνω να ρέει με αυτόν τον τρόπο.
Οι ρόλοι στο θέατρο, είναι για εμένα η δική μου ψυχοθεραπεία. Κάθε ρόλος είναι μια βουτιά στο ασυνείδητο, με την ασφάλεια πάντα του ρόλου. Τον ρόλο τον ψάχνω, γράφω ένα πίσω κείμενο για την ηρωίδα που καλούμαι κάθε φορά να παίξω, αναλύω κάθε κομμάτι της ηρωίδας, συλλέγω πληροφορίες, κινούμαι σε όλα τα επίπεδα που θα με βοηθήσουν να νιώσω την ηρωίδα. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί στο νου μου νέα πεδία δράσης, νέες εικόνες, ιδέες, καινούργιες οπτικές και σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η ανάγκη να γράψω. Γιατί πόσα μπορείς να πεις στο θέατρο; Όλα όσα μένουν, παίρνουν μορφή στο χαρτί. Και είναι συνέχεια μέσα μου, ένας κύκλος όλο αυτό.
Πες μου λίγα λόγια για την «Συνάντηση», την παράσταση που πρωταγωνιστείς και που μπορούμε να την παρακολουθήσουμε;
«Η Συνάντηση» είναι ένα θεατρικό έργο, βασισμένο σε έξι μονόπρακτα που έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Anima – εκ των οποίων δύο είναι δικά μου – και τα υπόλοιπα των συγγραφέων Άννα Ραζή και Ανδριάννα Μουρελάτου.
Το έργο ανεβαίνει κάθε Παρασκευή στις 23.30 στο θέατρο Παραμυθίας, Παραμυθιάς 27 στο Μεταξουργείο και είναι ακατάλληλο για ανηλίκους. Είναι ένα έργο που δείχνει τα πάθη, τα ψέματα και τα μυστικά που κρύβουμε μέσα μας, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, την προδοσία. Εξελίσσεται ως συνθήκη σε ένα ψυχιατρείο και οι έξι ήρωες, θα πρέπει να βγουν μέσα από τις σκιές τους και να πουν τις Αλήθειες τους, όσο σκληρές και αν είναι. Είχε ανέβει την προηγούμενη σεζόν και συνεχίζει και τώρα για λίγες ακόμα παραστάσεις. Είναι ένα έργο σκληρό σε κάποια σημεία, γι’ αυτό είναι ακατάλληλο για ανηλίκους. Ένα έργο όμως, που προσπαθεί το σκοτάδι να το μετουσιώσει σε φως. Θα μου επιτρέψεις να ευχαριστήσω τον θίασο, τον Θωμά Χούντα, την Ειρήνη Κοτσαρίνη, τον Αλέξανδρο Παλαιογιάννη, τον Κωνσταντίνο Κατσούγκρη, την Τέρυ Φατσή, την υπέροχη φωτογράφο μας Άντζυ Χούντα και κυρίως, τον σκηνοθέτη μας Χρήστο Πουσίνη.
Και περιμένουμε όλους να έρθουν να μας δουν και να παραβρεθούμε όλοι μαζί σε αυτή την Συνάντηση.
Η «Συνάντηση» διαπραγματεύεται την αλήθεια μέσα από την οπτική των πρωταγωνιστών. Εσύ προσωπικά ως Μαρία, πως καθορίζεις το τι είναι αλήθεια;
Την αλήθεια την καθορίζω ως κάτι το οποίο είναι ωφέλιμο για εμένα, άρα είναι ωφέλιμο και για τους άλλους. Δε μπορεί να είναι αλλιώς, όπως και να το εξετάσουμε. Ο τρόπος να λέμε την αλήθεια, λένε πολλοί, έχει σημασία. Για εμένα όποιος και να είναι ο τρόπος, η Αλήθεια οφείλει να λέγεται, γιατί αποφεύγεις άλλα δεινά στη συνέχεια. Η Αλήθεια φέρει κάθαρση μέσα της. Πολλοί άνθρωποι πνίγονται μέσα στη ζωή τους, γιατί αδυνατούν να πουν την αλήθεια τους, για να είναι αποδεκτοί από τους άλλους. Ή γιατί κάτι άλλο μπορεί να τους βολεύει. Όμως η Αλήθεια πάντα έρχεται στο Φως. Αλήθεια σημαίνει επίσης, ό,τι δεν υπόκειται στη λήθη. Γιατί ό,τι υπόκειται για εμένα στη λήθη, σημαίνει πως χάνουμε κομμάτια από τη ζωή μας, και ο Άνθρωπος είναι επίσης ένα ον πνευματικό, και οφείλει να είναι ξύπνιος, έως ότου περάσει τις πύλες του Άδη. Πιστεύω πως όλοι γνωρίζουμε ποια είναι η Αλήθεια μέσα μας. Οτιδήποτε μας απελευθερώνει, είναι η Αλήθεια. Όμως η δική μας ελευθερία, πρέπει να είναι ωφέλιμη και για τους άλλους. Τα κίνητρα να είναι από το επίπεδο της συνειδητότητάς μας και όχι από τον μικρό, εγωικό εαυτό μας.
Τι ακολουθεί καλλιτεχνικά για ‘σένα;
Ετοιμάζουμε κάτι θεατρικό με την ποιήτρια Μαρία Χρονιάρη και αγαπημένο πρόσωπο στη ζωή μου, και την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπό μου, όπως και για την στήριξή της σε ό,τι κάνω. Δε θα μπω όμως σε περισσότερες λεπτομέρειες, για να έχουμε σασπένς.Είμαι σίγουρη πως θα τα πούμε σύντομα και πάλι μαζί με την Μαρία, και θα μιλήσουμε εκτενέστερα για το νέο και πολύ ενδιαφέρον θεατρικό εγχείρημά μας.
Θα ήθελα με τη σειρά μου, να σε ευχαριστήσω από Καρδιάς για την υπέροχη συνέντευξη, και να σου ευχηθώ πάντα καλλιτεχνικές επιτυχίες και να έχεις πολλή Αγάπη στη ζωή σου. Γιατί τι υπάρχει δυνατότερο της Αγάπης;
Published on January 14, 2019 11:23
January 12, 2019
εμφύλιος
Ένας εμφύλιος χορός
γαλήνιος και μανιακός
μέσα μου σιγαγριεύει
Στο 'να μου πόδι η φυγή
μια ανεξήγητη σιγή
στο άλλο θριαμβεύει
Να 'τανε τρόπος να γενεί
το αριστερό μου να κοπεί
να πάει σε άλλα μέρη
Και το δεξί να μείνει εδώ
ατάραχο και στιβαρό
σε όσα ήδη ξέρει
Απ' τ' όνειρο τούτο το κακό
κάθε πρωί όταν ξυπνώ
ξενοιάζει η ψυχή μου
Σ' αυτό τον κόσμο τον τρελό
με ουτ' ένα πόδι δεν πατώ
επάνω το κορμί μου
Published on January 12, 2019 03:16
January 8, 2019
Βασίλης Γεωργακόπουλος: «Σαν συνθέτης, κυνηγάω να δημιουργήσω μια μουσική ταυτότητα, η οποία θα μείνει στο πέρασμα των χρόνων»
Πηγή: Ologramma.art, συνέντευξη
στον Κωνσταντίνο Σύρμο
8/1/2019
Ο Βασίλης Γεωργακόπουλος, με τις συνθέσεις του στο πιάνο, ξέρει πώς να κρατά καθηλωμένο το κοινό σε κάθε του εμφάνιση. Αναμειγνύωντας μαζί με τις προσωπικές του μελωδίες στο πιάνο και άλλες μορφές τέχνης, αγγίζει θέματα όπως ο πόλεμος, η μοναχικότητα του ανθρώπου κ.α. Είναι είκοσι δύο ετών και κατάγεται από την Τρίπολη. Τον γνωρίσαμε μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή «Ελλάδα έχεις ταλέντο». Κατέχει πτυχίο στο ειδικό αρμονίας, ενώ έχει σπουδάσει θεωρία και αρμονία της jazz. Στην συνέντευξή μας μου εκμυστηρεύεται τις φιλοδοξίες του επάνω στην σύνθεση, τα όνειρά του, και εκφράζει τις απόψεις του για το μουσικό τοπίο και την ένωση διαφορετικών μορφών της τέχνης.
Βασίλη, είσαι ένας νέος μουσικοσυνθέτης μόλις είκοσι δύο ετών, και έχεις ήδη μπει δυναμικά στον χώρο της μουσικής, ανοίγοντας συναυλίες των Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Γιώτα Νέγκα κ.α. με το πιάνο σου. Πως οραματίζεσαι τον εαυτό σου χρόνια μετά;
Μετά από χρόνια φαντάζομαι τον εαυτό μου, όντας πιο ώριμος και με περισσότερες γνώσεις και εμπειρία, να συνθέτει μουσική, η οποία θα είναι ευρέως γνωστή σε Ελλάδα και εξωτερικό, χάριν της ταυτότητάς της.
Το ευρύ κοινό σε γνώρισε μέσα από την εκπομπή «Ελλάδα έχεις ταλέντο». Τι σε έσπρωξε να δηλώσεις συμμετοχή σε μία τηλεοπτική εκπομπή και τι αποκόμισες από την όλη αυτή διαδικασία;
Ο λόγος που με έκανε να δηλώσω συμμετοχή στο «Ελλάδα έχεις ταλέντο» ήταν οι φίλοι μου, που με παρότρυναν και εν τέλει, όπως φαίνεται, μου έκανε πολύ καλό! Όλο αυτό το ταξίδι με έκανε να καταλάβω τις δυνατότητές μου, δοκιμάστηκα διότι υπήρχε μεγάλη πίεση λόγω χρόνου, αλλά και ανάγκη να πιστέψω πολύ περισσότερο στον εαυτό μου και στα όνειρά μου.
Στις συνθέσεις σου χρησιμοποιείς samples, απαγγελίες, χορό, ποίηση. Τι σε τραβάει σε τέτοιες προσμίξεις;
Πιστεύω πως ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων, είναι κάτι που με εκφράζει εξαιτίας της πολυδιάστατης σκέψης μου. Το μέλλον της τέχνης σε γενικότερη έννοια, κατά την άποψη μου, είναι η σύνθεση όλων αυτών των τεχνών, και όταν αυτό γίνεται στα πλαίσια σουρεαλισμού και ρεαλισμού, τότε το αποτέλεσμα είναι μοναδικό.
Ένας από τους στόχους σου, είναι να συνθέσεις μουσική για τον κινηματογράφο. Πες μου μια ταινία, της οποίας θα ήθελες να ήσουν ο συνθέτης και γιατί;
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την ταινία «Amélie»! Μια ταινία σε σκηνοθεσία του Jean- Pierre Jeunet, για την οποία έχει συνθέσει μουσική ο Yann Tiersen. Ο λόγος που επιλέγω αυτήν την ταινία, είναι η πλοκή της και το μήνυμα που περνάει στον θεατή/ακροατή. Εξιστορεί την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, η οποία ζει σε έναν δικό της κόσμο, που σκοπό έχει να βοηθάει τους συνανθρώπους της. Είναι κάτι που με αντιπροσωπεύει, οπότε ναι, θα ήθελα να είχα συνθέσει μουσική για αυτήν την ταινία.
Αν είχες την επιλογή, τι θα διάλεγες; Την εν ζωή καλλιτεχνική σου αναγνώριση ή το να μείνει το μουσικό σου αποτύπωμα στην ιστορία;
Να μείνει το μουσικό μου αποτύπωμα στην ιστορία. Εξάλλου αυτό που «κυνηγάω» σαν συνθέτης, είναι να μπορέσω να δημιουργήσω μια μουσική ταυτότητα, η οποία θα είναι τόσο δυνατή, που θα μείνει στο πέρασμα των χρόνων. Το ταξίδι αυτό είναι σίγουρα δύσκολο, αλλά έχει αυτές τις μικρές σταγόνες ευτυχίας, που σίγουρα δεν τις αποχωρίζομαι.
Ένας ταλαντούχος συνθέτης/πιανίστας όπως εσύ, πιστεύεις μπορεί να εξελιχθεί και να λάβει την – ενδεχομένως – αναγνώριση που του αξίζει εντός Ελλάδος;
Αυτό χρειάζεται μεγάλη συζήτηση, αλλά θα προσπαθήσω να απαντήσω εν συντομία. Θεωρώ πως στην Ελλάδα του σήμερα, είναι κάτι αρκετά δύσκολο. Η κρίση παίζει μεγάλο ρόλο σε όλο αυτό, καθώς υπάρχει πληθώρα καλλιτεχνών μέσου επιπέδου κι έτσι ο τομέας της μουσικής, μειώνεται συνεχώς!
Όμως, θεωρώ πως αυτός που δουλεύει εντατικά και έχει στόχους και όνειρα, μπορεί να τα καταφέρει. Γιατί δεν φτάνει το ταλέντο. Κάποιος μέτριος γίνεται άριστος με τη δουλειά. Ενώ κάποιος ταλαντούχος, χωρίς δουλειά μένει απλά μέτριος.
Που άκουσες για πρώτη φορά πιάνο και τι σε έκανε να αισθανθείς;
Πιάνο άκουσα για πρώτη φορά από την κούνια, στα βινύλια του πατέρα μου. Ήταν μια ιεροτελεστία γι’ αυτόν, η οποία βιωματικά πέρασε και σ’ εμένα. Καθόμασταν στο σαλόνι και ακούγαμε βινύλια από γνωστά συγκροτήματα, όπως οι Pink Floyd, Deep Purple, Queen, Depeche Mode και άλλα. Όλα τα όργανα τα θεωρούσα και τα θεωρώ εξίσου σημαντικά, απλά το πιάνο με επέλεξε. Το πιάνο με έκανε να νιώσω χαρά αλλά ταυτόχρονα και λύπη, αισιοδοξία αλλά και απαισιοδοξία. Για κάποιο λόγο είχε αυτή την επίδραση μέσα μου.
Το πιάνο, πήρε την ονομασία του από την ιταλική λέξη «σιγά». Είναι πιστεύεις ένα μουσικό όργανο για εσωστρεφείς ανθρώπους; Τι αντιπροσωπεύει για ‘σένα;
Είναι για εσωστρεφείς και εξωστρεφείς ανθρώπους, θα έλεγα. Τουλάχιστον αυτό που έχω δει, είναι, ότι αν είσαι εξωστρεφής το πιάνο θα σε κάνει και εσωστρεφή, αλλά το ανάποδο δύσκολα. Το πιάνο αντιπροσωπεύει όλα τα συναισθήματα ξεχωριστά αλλά και μαζί. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, ο καθρέφτης του εαυτού μας. Από το πώς παίζει κάποιος, μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτεται και τι νιώθει εκείνη τη στιγμή. Είναι ένας κώδικας επικοινωνίας.
Έχεις αναφέρει πως ένα από τα όνειρα σου, είναι να παίξεις αφιλοκερδώς, ακόμη και σε εμπόλεμες ζώνες. Η τέχνη νικά τις σφαίρες;
Σίγουρα νικά! Είναι ένα φάρμακο για όλους αυτούς, που έχουν δει και βλέπουν την φρίκη του πολέμου. Καθώς η μουσική, όπως προανέφερα, είναι κώδικας επικοινωνίας, θα ήθελα να επικοινωνήσω με αυτούς τους ανθρώπους, που η μοίρα τους φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο. Σίγουρα αν καταφέρω να παίξω σε εμπόλεμη ζώνη, θα είναι μια αξέχαστη εμπειρία, που θα κουβαλήσω σε όλη μου τη ζωή.
Τι τραγούδια ακούει ένας πιανίστας, όπως εσύ, για να διασκεδάσει;
Τραγούδια από όλο το φάσμα της μουσικής! Από ραπ (Mac Miller, Public Enemy, N.W.A), κλασσική (Debussy, Erik Satie), ηλεκτρονική (Jean Michel Jarre), μέχρι και πειραματική μουσική του σήμερα. Όλα τα μουσικά είδη έχουν κάτι να σου προσφέρουν, όσον αφορά τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία!
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια και που μπορούμε να σε ακούσουμε;
Τα σχέδιά μου για το μέλλον είναι σίγουρα οι σπουδές στο εξωτερικό, επάνω στον τομέα της σύνθεσης και ιδιαίτερα της σύνθεσης κινηματογραφικής μουσικής. Επίσης ένας από τους στόχους μου, είναι να δώσω κάποιες συναυλίες σε μεγάλους και ιστορικούς χώρους, ώστε μέσα από αυτούς να περάσω συναισθήματα στους ακροατές/θεατές.
Αυτή τη στιγμή κάνω πρόβες με τους συνεργάτες μου, για την προετοιμασία της μουσικής παράστασής μου με όνομα «ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ». Ένα μουσικό ταξίδι στον κόσμο των αισθήσεων και σε γεγονότα που έχουν στιγματίσει την ανθρωπότητα, μέσα από δικές μου συνθέσεις – όπως αυτές που παρουσίασα στο «Ελλάδα έχεις ταλέντο» – αλλά και διασκευές κλασσικών τραγουδιών ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου που έχω αγαπήσει, σαν να είναι δικά μου!
Για να δείτε σε ποιους χώρους θα παρουσιάσω αυτή τη μουσική παράσταση, μείνετε συντονισμένοι στη σελίδα μου στο Facebook: VasilisG.Georgakopoulos
Published on January 08, 2019 02:42
December 27, 2018
Δαυίδ Ναχμίας: «Στη ζωή υπάρχει χρόνος μόνο για ένα πράγμα – όσο κι αν οι αποτυχημένοι επιμένουν, πως όλα πρέπει να τα δοκιμάσει ο άνθρωπος»
Πηγή: Ologramma.art, συνέντευξη
στον Κωνσταντίνο Σύρμο
22/12/2018
Ο Δαυίδ Ναχμίας είναι μία ιδιαίτερη μορφή στην ελληνική μουσική. Υπηρετεί και ζωντανεύει ξανά και ξανά, μέσα από τις μουσικές του παραστάσεις, τα τραγούδια μιας άλλης εποχής. Αξεπέραστοι καλλιτέχνες όπως ο Αττίκ, δηλώνουν παρών και μας ταξιδεύουν μελαγχολικά, ερωτικά και στοχαστικά, μέσα από το πιάνο και τις ενορχηστρώσεις του Δαυίδ Ναχμία. Στην συνέντευξη που μου παραχώρησε, μιλήσαμε για τις καλλιτεχνικές ποιότητες της εποχής του μεσοπολέμου, την ανιδιοτέλεια των τότε δημιουργών και τις αντιθέσεις με την μουσική του σήμερα. Ήταν τιμή μου η συζήτηση με έναν άνθρωπο υψηλής αισθητικής, που παράλληλα δεν φιλτράρει τα λόγια του.
Στα τραγούδια εποχής που ονομάζουμε «ελαφρό» τραγούδι, βρίσκει ο ακροατής βαθιά φιλοσοφημένους στίχους, που ασχολούνται με θέματα όπως ο θάνατος, ο έρωτας και ο χρόνος. Πως «μιλούν» οι στίχοι αυτοί σε εσάς;
Θα ξεκινήσω με μία φράση του Καβάφη: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν».
Ξέρετε, από τότε που η γραμματική θυμάται τον εαυτό της, τα επίθετα επιθέτονται και επιτίθενται. Στη περίπτωση αυτή, υποψιάζομαι πως η λέξη «ελαφρό», αποτελεί πονηρό εύρημα κάποιου τραγουδέμπορου, που προσπάθησε για αρκετά χρόνια να μολύνει την αγάπη του απαράσημου κόσμου, γι’ αυτά τα υπέροχα τραγουδάκια που τον συνόδευαν τόσα χρόνια στους καημούς και τις αγάπες του.
Στην πραγματικότητα, «ελαφρό» είναι η αντιδιαστολή του «βαρέως», του γλιστερού, του αμανετζίδικου τραγουδιού, που χρησιμοποιήθηκε απ’ τους πονηρούς ως όχημα για τη λιπαρή διαβουκόληση ενός χαζού και ευκολόπιστου κοινού.
Εμένα, οι διαστάσεις αυτών των τραγουδιών – τις οποίες πολύ σωστά αναπτύξατε – με συνθλίβουν κάθε μέρα απ’ την αρχή. Αυτά τα τραγούδια, έχουν ύλη για να καλύψουν κάθε αληθινό συναίσθημα, αλλά μηδενική ύλη για να καλύψουν έστω και ένα ψεύτικο.
Πόσο είναι το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού για την «ρετρό» ελληνική μουσική και τι σχόλια λαμβάνετε από τους νέους;
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Αρχικά, το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού δε μ’ αφορά περισσότερο απ’ το ενδιαφέρον οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής κατηγορίας. Αυτή η νεότητα, δεν διαφέρει από καμίας άλλης εποχής τη νεότητα, και φυσικά δεν υψώνεται ούτε υπερτερεί, ένεκα τεχνολογίας. Τα παιδιά αυτά, πρώτα θα πρέπει να κοιτάξουν το μέσα τοπίο τους και αν δούνε κάτι που τους αρέσει, ν’ αρχίσουν να σκάβουν βαθύτερα. Ενώ θα σκάβουν, κάποια στιγμή ενδέχεται να συναντηθούν με το υψιπετές και το λεπτεπίλεπτο. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται εκεί και προχωράει προς το μέρος τους. Σταματάει όμως στη μέση της διαδρομής και περιμένει. Την άλλη μισή διαδρομή, οφείλουν να την διανύσουν μόνοι τους. Για να επιστρέψω όμως σ’ αυτό που με ρωτήσατε, να σας πω πως ένα κομμάτι νεολαίας πνευματικής προτεραιότητας, ακολουθεί πιστά την επιλογή μου, κρατώντας ανοιχτούς τους πόρους για να δεχθεί αυτό που αρχικά δυσκολεύεται να το κατανοήσει, και που τελικά δυσκολεύεται ν’ αποχωριστεί.
Κρατάτε ζωντανές μουσικές τεράστιων καλλιτεχνών, όπως ο Αττίκ και ο Γούναρης. Μοιάζετε σαν «Άτλας» που στηρίζετε έναν μουσικό πλανήτη. Εσείς πως αισθάνεστε γι’ αυτό;
Σας ευχαριστώ που το βλέπετε έτσι, αλλά πρέπει να σας διαβεβαιώσω πως υπάρχει ένας πελώριος βαθμός ιδιοτέλειας από μέρους μου. Δεν έκανα ποτέ τίποτα μέχρι τώρα, που να μην το αγαπήσω βαθιά πρώτα. Όταν αγαπήσεις μία τέχνη τόσο πολύ, αυτομάτως σου αποκαλύπτει αφειδώς τα μυστικά της. Το θέμα όμως είναι, να την αγαπήσεις εμπράκτως και να προσπαθήσεις ν’ ανακαλύψεις όχι την τέχνη μέσα απ’ τον εαυτό σου, αλλά τον εαυτό σου μέσα απ’ την τέχνη.
Ένας άλλος Δαυίδ Ναχμίας, του μακρινού μέλλοντος, τι θα επέλεγε από την σημερινή μουσική πραγματικότητα, για να το διατηρήσει στην δική του εποχή και γιατί;
Με αυτή την έξυπνη ερώτησή σας, με εξαναγκάζετε να σας αποκαλύψω πως όλα αυτά τα χρόνια, απ’ το 2000 μέχρι σήμερα, ζω σε έναν διαφορετικό και απόμακρο χωροχρόνο. Δεν θέλω να έχω κάποια ιδιαίτερη επαφή με την κινητικότητα της σύγχρονης μουσικής. Αν όμως επιμένετε να σας δώσω τη δική μου άποψη – που δεν είναι απαραίτητα σωστή – δεν θα επέλεγα απολύτως τίποτα, εξηγώντας, όπως πιστεύω, πως αυτή, μία ολόκληρη γενιά ήταν κούφια από καλλιτεχνική προκοπή, διότι ζούσε στην ψευδαίσθηση του πλαστικού πληκτρολογίου. Τίποτα λοιπόν.
Μιλήστε μας για την πρόσφατη μουσική σας παράσταση «Ένα τραγούδι για την Αθήνα», στον «Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός».
Αυτή η παράσταση, ήταν το αποτέλεσμα ενός αριστοκρατικού πειραματισμού, δύο καλών πλέον φίλων, παραγωγών. Του Αργύρη Ναστόπουλου και του Γιάννη Περίδη, οι οποίοι επέλεξαν αυτόν τον ιστορικό χώρο, για να την στεγάσουν. Χρειάζεται τόλμη ένας τέτοιος πειραματισμός, αλλά η καλλιεργημένη πυξίδα αυτών των παιδιών, τους έδειξε αυτό τον ειδικό βορρά και όπως φαίνεται, δεν το μετάνιωσαν. Η παράσταση θύμισε στον κόσμο ένα ανοιχτόκαρδο τραγούδι για την Αθήνα, που γραφόταν κάθε μέρα ενός αιώνα, που δεν τέλειωσε ποτέ. Και μία καντάδα που συμπλήρωναν εκείνα τα ωραία χρόνια την ομορφιά της Αθήνας, την αρχιτεκτονική, την ησυχία και τις ευωδιές των λουλουδιών της…
Είναι βέβαιο πως έχετε μελετήσει και το κοινωνικοπολιτικό κομμάτι της εποχής του μεσοπολέμου, όπου και μεσουρανούσε το «ελαφρό» τραγούδι. Υπό ποιες συνθήκες ζωής γράφονταν αυτά τα τραγούδια;
Η μηδενική παρέμβαση στη φυσικότητα είναι ο κεντρικός πυλώνας, αν ατενίσουμε τα τραγούδια ως ανεπανάληπτα καλλιτεχνικά οικοδομήματα. Αυτό που καθίσταται δύσκολο όμως να κατανοήσουμε από αυτή τη θέση που βρισκόμαστε, είναι πως εκείνα τα χρόνια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, οι άνθρωποι δεν εφεύρισκαν σενάρια και ονειροφαντασίες για να μπαλώσουν τρύπες. Η ζωή, τους προμήθευε αφειδώς με συντριπτικά ζητήματα… πόλεμο, θανάτους, ατελέσφορους έρωτες κλπ. Τα τραγούδια ήταν κι αυτά ιάματα, που προορίζονταν να κλείσουν χαίνουσες πληγές, να παρηγορήσουν και να προειδοποιήσουν τον άνθρωπο. Δε σκαρωνόντουσαν τα τραγούδια, για να φτιάξει ένα ακόμα χρυσό πόμολο στη βίλλα του, κάποιος πονηρός έμπορος με χοντρά δάχτυλα.
Η συνθήκη που γένναγε ένα τραγούδι στον μεσοπόλεμο, ήταν το γνήσιο σενάριο χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ποια θεωρείτε ως την σημαντικότερη στιγμή στην μέχρι τώρα καριέρα σας;
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας μου είναι μόνο μία και δεν πιστεύω πως θα την υποκαταστήσει μεγαλύτερη.
Ήταν η πρόσκρουσή μου, πάνω σε αυτό που έμελλε να γίνει το μεσημέρι, το απόγευμα, το βράδυ και το επόμενο πρωινό μου: τα τραγούδια και οι μουσικές εκείνου του πρώτου μισού του Ελληνικού Εικοστού Αιώνα. Δεν θα με συναντήσετε ποτέ κάπου αλλού, μακριά απ’ αυτή τη μία στιγμή.
Πείτε μας δυο λόγια για τους δύο συνεργάτες σας (τον Θάνο και την Εβελίνα) και κατά πόσο είναι εύκολο ή δύσκολο να βρείτε ανθρώπους, που να θέλουν να υπηρετήσουν αυτό το είδος μουσικής;
Είναι τόσο δύσκολο να καταλήξεις σε μία μορφή, όπως είναι ο Θάνος Πολύδωρας. Για μένα, είναι ο πιο ευέλικτος και ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που συνάντησα. Τον αγαπάω πάρα πολύ και πορεύομαι μαζί του απ’ το 1999.
Η Εβελίνα Νικόλιζα είναι επίσης ένα χρυσό πλάσμα, με μία μοναδική φωνή κι ένα εξαιρετικό ταλέντο ηθοποιού. Αισθάνομαι τυχερός. Πολύ τυχερός.
Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο μουσικό, που θα ήθελε να σας μοιάσει;
Θα τον συμβούλευα να μη χάνει τον χρόνο του, να διαβάζει πολύ, ν’ αποφασίσει όσο το δυνατόν συντομότερα τι θα κάνει στη ζωή του και να μην κάνει από κει και πέρα τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Στη ζωή υπάρχει χρόνος μόνο για ένα πράγμα – όσο κι αν οι αποτυχημένοι επιμένουν, πως όλα πρέπει να τα δοκιμάσει ο άνθρωπος. Και να θυμάται πάντα, πως αν δεν δουλέψει σκληρά για να πραγματοποιήσει το δικό του όραμα, θ’ αναγκαστεί μια ζωή να δουλεύει σκληρά, για να πραγματοποιήσει το όραμα κάποιου άλλου – που είχε όραμα.
Ποιο τραγούδι θα προτείνατε να ακούσουν οι αναγνώστες μας, αφότου διαβάσουν την συνέντευξή σας και γιατί;
Μέσα απ’ την τεράστια φαρέτρα, προτείνω το «Μια φορά μονάχα ζούμε» του Κώστα Γιαννίδη και του Μίμη Τραϊφόρου. Για τους λόγους που φυσικά απορρέουν.
«Μια φορά μονάχα ζούμε
όλοι ερχόμαστε και γρήγορα περνούμε
μια φορά μονάχα ζούμε
στον κόσμο αυτό και γι’ αυτό
Η ζωή μας κάθε μέρα κάθε βράδυ
ας κυλάει μέσ’ το γέλιο μέσ’ το χάδι
γιατί όλοι σοβαρά ας το σκεφτούμε
μια φορά μονάχα ζούμε»
στον Κωνσταντίνο Σύρμο
22/12/2018
Ο Δαυίδ Ναχμίας είναι μία ιδιαίτερη μορφή στην ελληνική μουσική. Υπηρετεί και ζωντανεύει ξανά και ξανά, μέσα από τις μουσικές του παραστάσεις, τα τραγούδια μιας άλλης εποχής. Αξεπέραστοι καλλιτέχνες όπως ο Αττίκ, δηλώνουν παρών και μας ταξιδεύουν μελαγχολικά, ερωτικά και στοχαστικά, μέσα από το πιάνο και τις ενορχηστρώσεις του Δαυίδ Ναχμία. Στην συνέντευξη που μου παραχώρησε, μιλήσαμε για τις καλλιτεχνικές ποιότητες της εποχής του μεσοπολέμου, την ανιδιοτέλεια των τότε δημιουργών και τις αντιθέσεις με την μουσική του σήμερα. Ήταν τιμή μου η συζήτηση με έναν άνθρωπο υψηλής αισθητικής, που παράλληλα δεν φιλτράρει τα λόγια του.
Στα τραγούδια εποχής που ονομάζουμε «ελαφρό» τραγούδι, βρίσκει ο ακροατής βαθιά φιλοσοφημένους στίχους, που ασχολούνται με θέματα όπως ο θάνατος, ο έρωτας και ο χρόνος. Πως «μιλούν» οι στίχοι αυτοί σε εσάς;
Θα ξεκινήσω με μία φράση του Καβάφη: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν».
Ξέρετε, από τότε που η γραμματική θυμάται τον εαυτό της, τα επίθετα επιθέτονται και επιτίθενται. Στη περίπτωση αυτή, υποψιάζομαι πως η λέξη «ελαφρό», αποτελεί πονηρό εύρημα κάποιου τραγουδέμπορου, που προσπάθησε για αρκετά χρόνια να μολύνει την αγάπη του απαράσημου κόσμου, γι’ αυτά τα υπέροχα τραγουδάκια που τον συνόδευαν τόσα χρόνια στους καημούς και τις αγάπες του.
Στην πραγματικότητα, «ελαφρό» είναι η αντιδιαστολή του «βαρέως», του γλιστερού, του αμανετζίδικου τραγουδιού, που χρησιμοποιήθηκε απ’ τους πονηρούς ως όχημα για τη λιπαρή διαβουκόληση ενός χαζού και ευκολόπιστου κοινού.
Εμένα, οι διαστάσεις αυτών των τραγουδιών – τις οποίες πολύ σωστά αναπτύξατε – με συνθλίβουν κάθε μέρα απ’ την αρχή. Αυτά τα τραγούδια, έχουν ύλη για να καλύψουν κάθε αληθινό συναίσθημα, αλλά μηδενική ύλη για να καλύψουν έστω και ένα ψεύτικο.
Πόσο είναι το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού για την «ρετρό» ελληνική μουσική και τι σχόλια λαμβάνετε από τους νέους;
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Αρχικά, το ενδιαφέρον του νεανικού κοινού δε μ’ αφορά περισσότερο απ’ το ενδιαφέρον οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής κατηγορίας. Αυτή η νεότητα, δεν διαφέρει από καμίας άλλης εποχής τη νεότητα, και φυσικά δεν υψώνεται ούτε υπερτερεί, ένεκα τεχνολογίας. Τα παιδιά αυτά, πρώτα θα πρέπει να κοιτάξουν το μέσα τοπίο τους και αν δούνε κάτι που τους αρέσει, ν’ αρχίσουν να σκάβουν βαθύτερα. Ενώ θα σκάβουν, κάποια στιγμή ενδέχεται να συναντηθούν με το υψιπετές και το λεπτεπίλεπτο. Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται εκεί και προχωράει προς το μέρος τους. Σταματάει όμως στη μέση της διαδρομής και περιμένει. Την άλλη μισή διαδρομή, οφείλουν να την διανύσουν μόνοι τους. Για να επιστρέψω όμως σ’ αυτό που με ρωτήσατε, να σας πω πως ένα κομμάτι νεολαίας πνευματικής προτεραιότητας, ακολουθεί πιστά την επιλογή μου, κρατώντας ανοιχτούς τους πόρους για να δεχθεί αυτό που αρχικά δυσκολεύεται να το κατανοήσει, και που τελικά δυσκολεύεται ν’ αποχωριστεί.
Κρατάτε ζωντανές μουσικές τεράστιων καλλιτεχνών, όπως ο Αττίκ και ο Γούναρης. Μοιάζετε σαν «Άτλας» που στηρίζετε έναν μουσικό πλανήτη. Εσείς πως αισθάνεστε γι’ αυτό;
Σας ευχαριστώ που το βλέπετε έτσι, αλλά πρέπει να σας διαβεβαιώσω πως υπάρχει ένας πελώριος βαθμός ιδιοτέλειας από μέρους μου. Δεν έκανα ποτέ τίποτα μέχρι τώρα, που να μην το αγαπήσω βαθιά πρώτα. Όταν αγαπήσεις μία τέχνη τόσο πολύ, αυτομάτως σου αποκαλύπτει αφειδώς τα μυστικά της. Το θέμα όμως είναι, να την αγαπήσεις εμπράκτως και να προσπαθήσεις ν’ ανακαλύψεις όχι την τέχνη μέσα απ’ τον εαυτό σου, αλλά τον εαυτό σου μέσα απ’ την τέχνη.
Ένας άλλος Δαυίδ Ναχμίας, του μακρινού μέλλοντος, τι θα επέλεγε από την σημερινή μουσική πραγματικότητα, για να το διατηρήσει στην δική του εποχή και γιατί;
Με αυτή την έξυπνη ερώτησή σας, με εξαναγκάζετε να σας αποκαλύψω πως όλα αυτά τα χρόνια, απ’ το 2000 μέχρι σήμερα, ζω σε έναν διαφορετικό και απόμακρο χωροχρόνο. Δεν θέλω να έχω κάποια ιδιαίτερη επαφή με την κινητικότητα της σύγχρονης μουσικής. Αν όμως επιμένετε να σας δώσω τη δική μου άποψη – που δεν είναι απαραίτητα σωστή – δεν θα επέλεγα απολύτως τίποτα, εξηγώντας, όπως πιστεύω, πως αυτή, μία ολόκληρη γενιά ήταν κούφια από καλλιτεχνική προκοπή, διότι ζούσε στην ψευδαίσθηση του πλαστικού πληκτρολογίου. Τίποτα λοιπόν.
Μιλήστε μας για την πρόσφατη μουσική σας παράσταση «Ένα τραγούδι για την Αθήνα», στον «Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός».
Αυτή η παράσταση, ήταν το αποτέλεσμα ενός αριστοκρατικού πειραματισμού, δύο καλών πλέον φίλων, παραγωγών. Του Αργύρη Ναστόπουλου και του Γιάννη Περίδη, οι οποίοι επέλεξαν αυτόν τον ιστορικό χώρο, για να την στεγάσουν. Χρειάζεται τόλμη ένας τέτοιος πειραματισμός, αλλά η καλλιεργημένη πυξίδα αυτών των παιδιών, τους έδειξε αυτό τον ειδικό βορρά και όπως φαίνεται, δεν το μετάνιωσαν. Η παράσταση θύμισε στον κόσμο ένα ανοιχτόκαρδο τραγούδι για την Αθήνα, που γραφόταν κάθε μέρα ενός αιώνα, που δεν τέλειωσε ποτέ. Και μία καντάδα που συμπλήρωναν εκείνα τα ωραία χρόνια την ομορφιά της Αθήνας, την αρχιτεκτονική, την ησυχία και τις ευωδιές των λουλουδιών της…
Είναι βέβαιο πως έχετε μελετήσει και το κοινωνικοπολιτικό κομμάτι της εποχής του μεσοπολέμου, όπου και μεσουρανούσε το «ελαφρό» τραγούδι. Υπό ποιες συνθήκες ζωής γράφονταν αυτά τα τραγούδια;
Η μηδενική παρέμβαση στη φυσικότητα είναι ο κεντρικός πυλώνας, αν ατενίσουμε τα τραγούδια ως ανεπανάληπτα καλλιτεχνικά οικοδομήματα. Αυτό που καθίσταται δύσκολο όμως να κατανοήσουμε από αυτή τη θέση που βρισκόμαστε, είναι πως εκείνα τα χρόνια του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, οι άνθρωποι δεν εφεύρισκαν σενάρια και ονειροφαντασίες για να μπαλώσουν τρύπες. Η ζωή, τους προμήθευε αφειδώς με συντριπτικά ζητήματα… πόλεμο, θανάτους, ατελέσφορους έρωτες κλπ. Τα τραγούδια ήταν κι αυτά ιάματα, που προορίζονταν να κλείσουν χαίνουσες πληγές, να παρηγορήσουν και να προειδοποιήσουν τον άνθρωπο. Δε σκαρωνόντουσαν τα τραγούδια, για να φτιάξει ένα ακόμα χρυσό πόμολο στη βίλλα του, κάποιος πονηρός έμπορος με χοντρά δάχτυλα.
Η συνθήκη που γένναγε ένα τραγούδι στον μεσοπόλεμο, ήταν το γνήσιο σενάριο χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις.
Ποια θεωρείτε ως την σημαντικότερη στιγμή στην μέχρι τώρα καριέρα σας;
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας μου είναι μόνο μία και δεν πιστεύω πως θα την υποκαταστήσει μεγαλύτερη.
Ήταν η πρόσκρουσή μου, πάνω σε αυτό που έμελλε να γίνει το μεσημέρι, το απόγευμα, το βράδυ και το επόμενο πρωινό μου: τα τραγούδια και οι μουσικές εκείνου του πρώτου μισού του Ελληνικού Εικοστού Αιώνα. Δεν θα με συναντήσετε ποτέ κάπου αλλού, μακριά απ’ αυτή τη μία στιγμή.
Πείτε μας δυο λόγια για τους δύο συνεργάτες σας (τον Θάνο και την Εβελίνα) και κατά πόσο είναι εύκολο ή δύσκολο να βρείτε ανθρώπους, που να θέλουν να υπηρετήσουν αυτό το είδος μουσικής;
Είναι τόσο δύσκολο να καταλήξεις σε μία μορφή, όπως είναι ο Θάνος Πολύδωρας. Για μένα, είναι ο πιο ευέλικτος και ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που συνάντησα. Τον αγαπάω πάρα πολύ και πορεύομαι μαζί του απ’ το 1999.
Η Εβελίνα Νικόλιζα είναι επίσης ένα χρυσό πλάσμα, με μία μοναδική φωνή κι ένα εξαιρετικό ταλέντο ηθοποιού. Αισθάνομαι τυχερός. Πολύ τυχερός.
Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο μουσικό, που θα ήθελε να σας μοιάσει;
Θα τον συμβούλευα να μη χάνει τον χρόνο του, να διαβάζει πολύ, ν’ αποφασίσει όσο το δυνατόν συντομότερα τι θα κάνει στη ζωή του και να μην κάνει από κει και πέρα τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Στη ζωή υπάρχει χρόνος μόνο για ένα πράγμα – όσο κι αν οι αποτυχημένοι επιμένουν, πως όλα πρέπει να τα δοκιμάσει ο άνθρωπος. Και να θυμάται πάντα, πως αν δεν δουλέψει σκληρά για να πραγματοποιήσει το δικό του όραμα, θ’ αναγκαστεί μια ζωή να δουλεύει σκληρά, για να πραγματοποιήσει το όραμα κάποιου άλλου – που είχε όραμα.
Ποιο τραγούδι θα προτείνατε να ακούσουν οι αναγνώστες μας, αφότου διαβάσουν την συνέντευξή σας και γιατί;
Μέσα απ’ την τεράστια φαρέτρα, προτείνω το «Μια φορά μονάχα ζούμε» του Κώστα Γιαννίδη και του Μίμη Τραϊφόρου. Για τους λόγους που φυσικά απορρέουν.
«Μια φορά μονάχα ζούμε
όλοι ερχόμαστε και γρήγορα περνούμε
μια φορά μονάχα ζούμε
στον κόσμο αυτό και γι’ αυτό
Η ζωή μας κάθε μέρα κάθε βράδυ
ας κυλάει μέσ’ το γέλιο μέσ’ το χάδι
γιατί όλοι σοβαρά ας το σκεφτούμε
μια φορά μονάχα ζούμε»
Published on December 27, 2018 09:25
December 19, 2018
Μαριάννα Κουμαριανού: «Η ποίηση είναι Μουσική. Χορός. Ζωγραφική»
Πηγή: iART, παρουσίαση
του Κωνσταντίνου Σύρμου
30/11/2018
(Σημείωση: Με την Μαριάννα Κουμαριανού εγκαινιάζω έναν νέο τρόπο γνωριμίας σε γραπτή μορφή με τους ποιητές και τους λογοτέχνες και το εκάστοτε έργο τους, ακολουθώντας τα πρότυπα των δια ζώσης παρουσιάσεων).
Η Μαριάννα Κουμαριανού δεν είναι μια συμβατική ποιήτρια. Η αυθόρμητη συμβολικότητα των λέξεών της και η ποικιλία ερμηνειών που γεννιούνται στην ανάγνωση των ποιημάτων της, την κατατάσσουν ως μία ιδιόμορφη – με την συναρπαστική έννοια του επιθέτου – περίπτωση στην ελληνική ποίηση. Γεννήθηκε στο Κάρντιφ της Ουαλίας και έχει σπουδάσει παιδαγωγικά, μουσική και εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο «Τόπος στη γαλήνη» εκδ. θράκα, είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή και ακολουθεί μετά από τα 4 παιδικά βιβλία που έχει συγγράψει. Με το πρώτο της βιβλίο «Η συντροφιά του λόφου» (εκδ. Παρρησία, 2013) έχει βραβευτεί ως πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Ibby). Πρόσφατα εκδόθηκε ακόμη ένα βιβλίο της με τίτλο «Η θέση της καρδιάς», εκδ. Πατάκης.
Η οπτική μου για την ποιητική συλλογή «Τόπος στη γαλήνη»:
Κατά τους Σαμάνους, κάθε άνθρωπος έχει ένα πνεύμα-προστάτη και οδηγητή, το οποίο παρουσιάζεται με την μορφή κάποιου ζώου. Το κοτσύφι σημαίνει γι’ αυτούς, την κατανόηση των ενεργειών της Μητέρας Φύσης. Στην συμβολολογία της αλχημείας, το κοτσύφι αντιπροσώπευε την μαυρισμένη μάζα, ενώ το πέταγμα των πουλιών ήταν η εξαέρωση. Στην ποιητική συλλογή «Τόπος στη γαλήνη» της Μαριάννας Κουμαριανού, ένα κοτσύφι «χρησιμοποιεί» πολλά από τα ποιήματα ως κλαδιά, ξαποσταίνει εκεί, παρατηρεί και υπενθυμίζει την ελευθερία του πετάγματος και της ύπαρξης. Θα έλεγα, δίχως υπερβολή, πως συμβολίζει την ίδια την ποιήτρια, σαν μια συνεχή κίνηση αόρατη μέσα στα τυπωμένα γράμματα.
«…η βεβαιότητα του τέλειου: διαύγεια σημαίνει απόλυτη καθαρότητα…»
Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση της συλλογής, συνειδητοποίησα πως ο τίτλος της «Τόπος στη γαλήνη», δεν περιγράφει το περιεχόμενο των σελίδων, μα το αποτέλεσμα στο οποίο και αφέθηκε η ποιήτρια. Έχω την αίσθηση πως μόλις έγραψε την τελευταία λέξη, οδηγήθηκε μέσα σε έναν τόπο γαλήνης και μαζί της κι εγώ, έστω ως ένας απλός αναγνώστης που ακολούθησε τις λέξεις της. Τα ποιήματα στον «Τόπο στη γαλήνη» δραπετεύουν της συνηθισμένης δομής που ως τώρα συναντάμε σε ποιητικές συλλογές. Άλλοτε μεταμορφώνονται σε πεζό κείμενο και άλλοτε σε λογοτεχνική βιογραφία, με υποσημειώσεις ως αυθύρπακτα ποιήματα. Εντυπωσιάστηκα από την συχνή ένταξη των τίτλων κάποιων ποιημάτων ως αυτούσιο σώμα των κειμένων, προκαλώντας μου ένα αδιάκοπο βύθισμα στην εικονοποίηση που κυριαρχεί στους στίχους.
«Αυτοεκπλήρωση
Πρόθεση υπάρχει.
Όπως και να ’ναι μπορεί
να επιτευχθεί καθαρότητα.
Ή επιτυχής απώλεια
«Παγιδεύτηκες», μπορεί κανείς να πει.
Βγήκα από το δωμάτιο/Το κοτσύφι, που τότε με τσίμπησε,/
είναι εκείνο το κοτσύφι και όχι/κάθε κοτσύφι που από τότε/ βλέπω μπροστά μου
κι είναι γελοίο το κοτσύφι/να θεωρείται τιμωρία και κάθε άλλο/υπενθύμισή της.»
Ο «Τόπος στη γαλήνη» είναι πράγματι ένα σώμα, που κάθε του κύτταρο γίνεται κι ένα άλλο, ξέχωρο σώμα. Συναντήθηκα στους στίχους με εκείνη την σπάνια θρησκευτικότητα των ιδανικών του ανθρώπου ως προσωπικότητα. Αισθάνθηκα διαβάζοντας, πως η ποιήτρια -σώμα, στέκεται πάνω από τούτην την χάρτινη και ολοζώντανη μακέτα της ποιητικής της συλλογής, που αναπαριστά τον χώρο της ζωής της. Παρακολουθεί τα γραφόμενα στην αρχή σαν θεατής κι αργότερα σαν μέρος της μακέτας. Ώσπου καθοριστικά την ανασυντάσσει, σαν να στριφογυρίζει στα δάχτυλά της με πλήρη αυτοσυγκέντρωση, κομματάκια από παζλ, πριν να αποφασίσει την κατάλληλη τοποθέτησή τους, έτσι ώστε η εικόνα που θα σχηματίσουν, να είναι αυτή ενός γαλήνιου τόπου.
«Αίθουσα
Πήρα τους μπορντό καναπέδες το γραφείο τις βελούδινες
κουρτίνες και ό,τι άλλο είχε απομείνει Τα έστησα πάλι Tα
έκανα μουσείο Για να βλέπω και να κατανοώ
Εμένα και τους άλλους.»
Η οπτική της Μαριάννας Κουμαριανού:
Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι το βιβλίο είναι καθρέφτης της ζωής μου ή του εαυτού μου και ότι μιλάω για μένα μεν, αλλά με εικόνες ή και με μια κάποια μυθοπλασία ή πως ταυτίζομαι με όσα λέει. Επίσης θα ήταν ψέμα αν έλεγα, ότι όλα όσα περιέχονται είναι άσχετα από εμένα και είναι προϊόν μόνο φαντασίας. Κάθε ένας που δημιουργεί, κάτι φανερώνει τρόπον τινά, ένα κομμάτι του εαυτού του, των σκέψεων, των προβλημάτων ή προβληματισμών του… Σαν «παιδί μου» κι αυτό, έχει στοιχεία από εμένα αλλά είναι και κάτι άλλο, διαφορετικό από εμένα που υπάρχει χωρίς την ανάγκη να είμαι κι εγώ εκεί.
«Τους είδα μπροστά μου.
Τους αγκάλιασα και τους φίλησα με θέρμη
γνωρίζοντας ότι το νήμα έχει λύσει κάθε απορία
και στο τραπέζι θα συμφάμε και θα συμπιούμε
και θα γελάσουμε ίσως, χωρίς να
προσποιούμαστε ότι δε γνωρίζουμε πως κάθε
κοινή αρχή σηματοδοτεί και μια πλήρη
διαφοροποίηση.»
Παρόλο που υπάρχουν εικόνες με σαφή και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να είναι αληθινές ή υπαρκτές, συχνά λειτουργούν ως συμβολισμοί. Άλλα, όπως το κοτσύφι, επανέρχονται ή και μεταλλάσσονται και άλλα απλά εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Καθετί εκεί μέσα έχει λόγο ύπαρξης ή μη ύπαρξης, όπως η στίξη που συχνά λείπει, ο διασκελισμός που ακολουθεί τελείως δική του διαδρομή και τρόπο, οι υποσημειώσεις.
Ερωτήσεις:
Μαριάννα, στο τέλος της συλλογής σημειώνεις: «Κάθε φράση γραμμένη με πλάγια γράμματα είναι ένα αυτούσιο κομμάτι του έργου του Stéphane Mallarmé, «ΙΓΚΙΤΌΥΡ ή η τρέλα του Ελμπενόν/Μια ζαριά ποτέ δε θα καταργήσει το τυχαίο». Πες μου γι’ αυτή σου την επιλογή.
Πριν πολλά χρόνια ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο αυτό του Mallarmé. Ταυτόχρονα κάτι με απωθούσε και κάτι με τράβαγε σε αυτό πολύ έντονα. Ένιωθα ότι είχε να μου δώσει κάτι πολύ σπουδαίο, που όμως ήμουν «ανίκανη» τότε να αντιληφθώ. Το άφησα με την υπόσχεση ότι θα το ξαναδώ σε νέα μονάδα χρόνου… Όταν το ξανάπιασα μου «μιλούσε» όπως ποτέ άλλοτε και μου γεννούσε εικόνες σχεδόν ζωντανές. Όπως όταν συναντιόνται δυο φίλοι από παλιά και η κάθε εμπειρία του ενός οδηγεί συνειρμικά σε μια εμπειρία του άλλου. Η ανάγνωση του Mallarmé πήρε πολύ. Σχεδόν όσο και η γραφή του βιβλίου. Επέστρεφα στις σελίδες ξανά και ξανά. Κάποιες φράσεις με άγγιζαν τόσο πολύ και εξέφραζαν τόσο πολύ αυτό που ήθελα κι εγώ να πω που δεν μπορούσα παρά να τις εντάξω αυτούσιες. Σε αυτόν τον διάλογο με το κείμενο του Mallarmé υπάρχουν πολλά ακόμα κείμενα με διπλάσιο όγκο από τον τόπο στη γαλήνη. Τελικά, έμειναν – κράτησα μόνο αυτά. Σαν απόσταγμα όλων όσων υπήρξαν.
Ανέφερες πως «Κάθε ένας που δημιουργεί κάτι φανερώνει» και ανεξαρτήτου ποιότητας και ιδιότητας, πλέον οι περισσότεροι άνθρωποι κάτι δημιουργούν, κάτι γράφουν. Αυτό σαν τάση της εποχής τι πιστεύεις πως φανερώνει;
Θα έλεγα την ανάγκη για επικοινωνία – ουσιαστική επικοινωνία. Θεωρώ ότι πιο πολύ από ποτέ, οι άνθρωποι έχουν χάσει τα σημεία επαφής τους με τους άλλους, οπότε αυτό έρχεται σαν διέξοδος ή και σαν τρόπος διαχείρισης των ματαιώσεών τους. Από την άλλη, όμως, πολλοί από αυτούς, όντως είναι δημιουργοί – κάνουν όντως τέχνη!
Σαν «παιδί σου» λες για την ποιητική σου συλλογή κι αυτό δεν αποτελεί για ‘σένα μια φράση κλισέ, μιας και η καθημερινή σου επαγγελματική ενασχόληση, αλλά και η πλειοψηφία του λογοτεχνικού σου έργου, έχουν να κάνουν με παιδιά.
Το «παιδί» αντιπροσωπεύει και σημαίνει για μένα τη φροντίδα και το νοιάξιμο. Την ελευθερία που δίνεις, αλλά και την αυστηρότητα και οριοθέτηση όταν έχουν ξεπεραστεί τα όρια. Τα κείμενα ανεξαιρέτως που γράφω, τα απλώνω και μετά τα «πετσοκόβω» κρατώντας ό,τι θεωρώ πως μπορεί ή/και αξίζει να μείνει.
Στα παιδιά δεν είμαι τόσο σκληρή. Προσπαθώ να τα αφουγκράζομαι και να είμαι δίπλα τους στις ανάγκες τους. Να τους δείχνω τον δρόμο προς τη γνώση, ό,τι κι αν περιλαμβάνει αυτό και ό,τι κι αν σημαίνει, προς την κατανόηση του κόσμου, των «κανόνων», των νομοτελειών -αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο… Αν μπορούσα στη σχέση μου με τα παιδιά να τους έδινα τα εφόδια που χρειάζονται ώστε να γίνουν ενήλικες χωρίς σπασμένα φτερά, με δύναμη, αυτοπεποίθηση, όνειρα, αυτό θα ήταν για μένα το ιδανικό!
Τι πιστεύεις για τον κόσμο των παιδιών;
Τα παιδιά τα θαυμάζω! Για το πόσο πηγαία και αυθόρμητα είναι. Αν αφήσεις ένα παιδί να εκφραστεί, νιώθει και λέει απίθανα πράγματα! Τα παιδιά έχουν μια πολύ ιδιαίτερη θέαση του κόσμου και πολύ καλή αντίληψη που όταν την εκφράζουν, απλά, μένεις άφωνος. Μπορούν να περνούν από το ένα συναίσθημα στο άλλο με απίστευτες ταχύτητες, ζουν τις στιγμές με μαγεία, ίσως χωρίς σκέψεις και χωρίς φίλτρα. Ζουν αυτό που είναι εκείνη τη στιγμή και δρουν έτσι. Με απλότητα. Ακόμα τους λείπει γνώση και εμπειρία, όμως αυτό δεν τα καθιστά ανίκανα να νιώσουν, να καταλάβουν, να δώσουν, να υπάρχουν ως ολοκληρωμένοι άνθρωποι!
Τι είναι ποίηση;
Μουσική. Χορός. Ζωγραφική. Είναι το να δίνεις μορφή σε μία σελίδα, παίζοντας με τον χώρο, τα κενά, τα διαστήματα, τις λέξεις, τη στίξη. Η ποίηση δεν είναι απαραίτητα οι λέξεις της. Είναι και το πώς μπαίνουν χωροταξικά. Η αφαίρεσή τους. Η χρήση ή μη της στίξης. Πατάς στην αυστηρή δομή της γλώσσας, της γραμματικής και του συντακτικού και ορίζεις ξανά τι από αυτά θέλεις ή δεν θέλεις να χρησιμοποιήσεις και με τι τρόπο. Είναι κάτι πέρα από αυτό που λένε οι λέξεις. Είναι η απλότητα του λόγου που φέρνει πολυσημεία και πολλαπλά ταυτόχρονα νοήματα, χωρίς να καταργεί αυτό που θέλει να ειπωθεί, από αυτόν που τη γράφει.
Διαβάστε την Μαριάννα Κουμαριανού:
Blog: marianna koumarianou
Στήλη της Μαριάννας Κουμαριανού: Μια ιστορία θα σας πω
του Κωνσταντίνου Σύρμου
30/11/2018
(Σημείωση: Με την Μαριάννα Κουμαριανού εγκαινιάζω έναν νέο τρόπο γνωριμίας σε γραπτή μορφή με τους ποιητές και τους λογοτέχνες και το εκάστοτε έργο τους, ακολουθώντας τα πρότυπα των δια ζώσης παρουσιάσεων).
Η Μαριάννα Κουμαριανού δεν είναι μια συμβατική ποιήτρια. Η αυθόρμητη συμβολικότητα των λέξεών της και η ποικιλία ερμηνειών που γεννιούνται στην ανάγνωση των ποιημάτων της, την κατατάσσουν ως μία ιδιόμορφη – με την συναρπαστική έννοια του επιθέτου – περίπτωση στην ελληνική ποίηση. Γεννήθηκε στο Κάρντιφ της Ουαλίας και έχει σπουδάσει παιδαγωγικά, μουσική και εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο «Τόπος στη γαλήνη» εκδ. θράκα, είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή και ακολουθεί μετά από τα 4 παιδικά βιβλία που έχει συγγράψει. Με το πρώτο της βιβλίο «Η συντροφιά του λόφου» (εκδ. Παρρησία, 2013) έχει βραβευτεί ως πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Ibby). Πρόσφατα εκδόθηκε ακόμη ένα βιβλίο της με τίτλο «Η θέση της καρδιάς», εκδ. Πατάκης.
Η οπτική μου για την ποιητική συλλογή «Τόπος στη γαλήνη»:
Κατά τους Σαμάνους, κάθε άνθρωπος έχει ένα πνεύμα-προστάτη και οδηγητή, το οποίο παρουσιάζεται με την μορφή κάποιου ζώου. Το κοτσύφι σημαίνει γι’ αυτούς, την κατανόηση των ενεργειών της Μητέρας Φύσης. Στην συμβολολογία της αλχημείας, το κοτσύφι αντιπροσώπευε την μαυρισμένη μάζα, ενώ το πέταγμα των πουλιών ήταν η εξαέρωση. Στην ποιητική συλλογή «Τόπος στη γαλήνη» της Μαριάννας Κουμαριανού, ένα κοτσύφι «χρησιμοποιεί» πολλά από τα ποιήματα ως κλαδιά, ξαποσταίνει εκεί, παρατηρεί και υπενθυμίζει την ελευθερία του πετάγματος και της ύπαρξης. Θα έλεγα, δίχως υπερβολή, πως συμβολίζει την ίδια την ποιήτρια, σαν μια συνεχή κίνηση αόρατη μέσα στα τυπωμένα γράμματα.
«…η βεβαιότητα του τέλειου: διαύγεια σημαίνει απόλυτη καθαρότητα…»
Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση της συλλογής, συνειδητοποίησα πως ο τίτλος της «Τόπος στη γαλήνη», δεν περιγράφει το περιεχόμενο των σελίδων, μα το αποτέλεσμα στο οποίο και αφέθηκε η ποιήτρια. Έχω την αίσθηση πως μόλις έγραψε την τελευταία λέξη, οδηγήθηκε μέσα σε έναν τόπο γαλήνης και μαζί της κι εγώ, έστω ως ένας απλός αναγνώστης που ακολούθησε τις λέξεις της. Τα ποιήματα στον «Τόπο στη γαλήνη» δραπετεύουν της συνηθισμένης δομής που ως τώρα συναντάμε σε ποιητικές συλλογές. Άλλοτε μεταμορφώνονται σε πεζό κείμενο και άλλοτε σε λογοτεχνική βιογραφία, με υποσημειώσεις ως αυθύρπακτα ποιήματα. Εντυπωσιάστηκα από την συχνή ένταξη των τίτλων κάποιων ποιημάτων ως αυτούσιο σώμα των κειμένων, προκαλώντας μου ένα αδιάκοπο βύθισμα στην εικονοποίηση που κυριαρχεί στους στίχους.
«Αυτοεκπλήρωση
Πρόθεση υπάρχει.
Όπως και να ’ναι μπορεί
να επιτευχθεί καθαρότητα.
Ή επιτυχής απώλεια
«Παγιδεύτηκες», μπορεί κανείς να πει.
Βγήκα από το δωμάτιο/Το κοτσύφι, που τότε με τσίμπησε,/
είναι εκείνο το κοτσύφι και όχι/κάθε κοτσύφι που από τότε/ βλέπω μπροστά μου
κι είναι γελοίο το κοτσύφι/να θεωρείται τιμωρία και κάθε άλλο/υπενθύμισή της.»
Ο «Τόπος στη γαλήνη» είναι πράγματι ένα σώμα, που κάθε του κύτταρο γίνεται κι ένα άλλο, ξέχωρο σώμα. Συναντήθηκα στους στίχους με εκείνη την σπάνια θρησκευτικότητα των ιδανικών του ανθρώπου ως προσωπικότητα. Αισθάνθηκα διαβάζοντας, πως η ποιήτρια -σώμα, στέκεται πάνω από τούτην την χάρτινη και ολοζώντανη μακέτα της ποιητικής της συλλογής, που αναπαριστά τον χώρο της ζωής της. Παρακολουθεί τα γραφόμενα στην αρχή σαν θεατής κι αργότερα σαν μέρος της μακέτας. Ώσπου καθοριστικά την ανασυντάσσει, σαν να στριφογυρίζει στα δάχτυλά της με πλήρη αυτοσυγκέντρωση, κομματάκια από παζλ, πριν να αποφασίσει την κατάλληλη τοποθέτησή τους, έτσι ώστε η εικόνα που θα σχηματίσουν, να είναι αυτή ενός γαλήνιου τόπου.
«Αίθουσα
Πήρα τους μπορντό καναπέδες το γραφείο τις βελούδινες
κουρτίνες και ό,τι άλλο είχε απομείνει Τα έστησα πάλι Tα
έκανα μουσείο Για να βλέπω και να κατανοώ
Εμένα και τους άλλους.»
Η οπτική της Μαριάννας Κουμαριανού:
Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι το βιβλίο είναι καθρέφτης της ζωής μου ή του εαυτού μου και ότι μιλάω για μένα μεν, αλλά με εικόνες ή και με μια κάποια μυθοπλασία ή πως ταυτίζομαι με όσα λέει. Επίσης θα ήταν ψέμα αν έλεγα, ότι όλα όσα περιέχονται είναι άσχετα από εμένα και είναι προϊόν μόνο φαντασίας. Κάθε ένας που δημιουργεί, κάτι φανερώνει τρόπον τινά, ένα κομμάτι του εαυτού του, των σκέψεων, των προβλημάτων ή προβληματισμών του… Σαν «παιδί μου» κι αυτό, έχει στοιχεία από εμένα αλλά είναι και κάτι άλλο, διαφορετικό από εμένα που υπάρχει χωρίς την ανάγκη να είμαι κι εγώ εκεί.
«Τους είδα μπροστά μου.
Τους αγκάλιασα και τους φίλησα με θέρμη
γνωρίζοντας ότι το νήμα έχει λύσει κάθε απορία
και στο τραπέζι θα συμφάμε και θα συμπιούμε
και θα γελάσουμε ίσως, χωρίς να
προσποιούμαστε ότι δε γνωρίζουμε πως κάθε
κοινή αρχή σηματοδοτεί και μια πλήρη
διαφοροποίηση.»
Παρόλο που υπάρχουν εικόνες με σαφή και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να είναι αληθινές ή υπαρκτές, συχνά λειτουργούν ως συμβολισμοί. Άλλα, όπως το κοτσύφι, επανέρχονται ή και μεταλλάσσονται και άλλα απλά εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Καθετί εκεί μέσα έχει λόγο ύπαρξης ή μη ύπαρξης, όπως η στίξη που συχνά λείπει, ο διασκελισμός που ακολουθεί τελείως δική του διαδρομή και τρόπο, οι υποσημειώσεις.
Ερωτήσεις:
Μαριάννα, στο τέλος της συλλογής σημειώνεις: «Κάθε φράση γραμμένη με πλάγια γράμματα είναι ένα αυτούσιο κομμάτι του έργου του Stéphane Mallarmé, «ΙΓΚΙΤΌΥΡ ή η τρέλα του Ελμπενόν/Μια ζαριά ποτέ δε θα καταργήσει το τυχαίο». Πες μου γι’ αυτή σου την επιλογή.
Πριν πολλά χρόνια ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο αυτό του Mallarmé. Ταυτόχρονα κάτι με απωθούσε και κάτι με τράβαγε σε αυτό πολύ έντονα. Ένιωθα ότι είχε να μου δώσει κάτι πολύ σπουδαίο, που όμως ήμουν «ανίκανη» τότε να αντιληφθώ. Το άφησα με την υπόσχεση ότι θα το ξαναδώ σε νέα μονάδα χρόνου… Όταν το ξανάπιασα μου «μιλούσε» όπως ποτέ άλλοτε και μου γεννούσε εικόνες σχεδόν ζωντανές. Όπως όταν συναντιόνται δυο φίλοι από παλιά και η κάθε εμπειρία του ενός οδηγεί συνειρμικά σε μια εμπειρία του άλλου. Η ανάγνωση του Mallarmé πήρε πολύ. Σχεδόν όσο και η γραφή του βιβλίου. Επέστρεφα στις σελίδες ξανά και ξανά. Κάποιες φράσεις με άγγιζαν τόσο πολύ και εξέφραζαν τόσο πολύ αυτό που ήθελα κι εγώ να πω που δεν μπορούσα παρά να τις εντάξω αυτούσιες. Σε αυτόν τον διάλογο με το κείμενο του Mallarmé υπάρχουν πολλά ακόμα κείμενα με διπλάσιο όγκο από τον τόπο στη γαλήνη. Τελικά, έμειναν – κράτησα μόνο αυτά. Σαν απόσταγμα όλων όσων υπήρξαν.
Ανέφερες πως «Κάθε ένας που δημιουργεί κάτι φανερώνει» και ανεξαρτήτου ποιότητας και ιδιότητας, πλέον οι περισσότεροι άνθρωποι κάτι δημιουργούν, κάτι γράφουν. Αυτό σαν τάση της εποχής τι πιστεύεις πως φανερώνει;
Θα έλεγα την ανάγκη για επικοινωνία – ουσιαστική επικοινωνία. Θεωρώ ότι πιο πολύ από ποτέ, οι άνθρωποι έχουν χάσει τα σημεία επαφής τους με τους άλλους, οπότε αυτό έρχεται σαν διέξοδος ή και σαν τρόπος διαχείρισης των ματαιώσεών τους. Από την άλλη, όμως, πολλοί από αυτούς, όντως είναι δημιουργοί – κάνουν όντως τέχνη!
Σαν «παιδί σου» λες για την ποιητική σου συλλογή κι αυτό δεν αποτελεί για ‘σένα μια φράση κλισέ, μιας και η καθημερινή σου επαγγελματική ενασχόληση, αλλά και η πλειοψηφία του λογοτεχνικού σου έργου, έχουν να κάνουν με παιδιά.
Το «παιδί» αντιπροσωπεύει και σημαίνει για μένα τη φροντίδα και το νοιάξιμο. Την ελευθερία που δίνεις, αλλά και την αυστηρότητα και οριοθέτηση όταν έχουν ξεπεραστεί τα όρια. Τα κείμενα ανεξαιρέτως που γράφω, τα απλώνω και μετά τα «πετσοκόβω» κρατώντας ό,τι θεωρώ πως μπορεί ή/και αξίζει να μείνει.
Στα παιδιά δεν είμαι τόσο σκληρή. Προσπαθώ να τα αφουγκράζομαι και να είμαι δίπλα τους στις ανάγκες τους. Να τους δείχνω τον δρόμο προς τη γνώση, ό,τι κι αν περιλαμβάνει αυτό και ό,τι κι αν σημαίνει, προς την κατανόηση του κόσμου, των «κανόνων», των νομοτελειών -αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο… Αν μπορούσα στη σχέση μου με τα παιδιά να τους έδινα τα εφόδια που χρειάζονται ώστε να γίνουν ενήλικες χωρίς σπασμένα φτερά, με δύναμη, αυτοπεποίθηση, όνειρα, αυτό θα ήταν για μένα το ιδανικό!
Τι πιστεύεις για τον κόσμο των παιδιών;
Τα παιδιά τα θαυμάζω! Για το πόσο πηγαία και αυθόρμητα είναι. Αν αφήσεις ένα παιδί να εκφραστεί, νιώθει και λέει απίθανα πράγματα! Τα παιδιά έχουν μια πολύ ιδιαίτερη θέαση του κόσμου και πολύ καλή αντίληψη που όταν την εκφράζουν, απλά, μένεις άφωνος. Μπορούν να περνούν από το ένα συναίσθημα στο άλλο με απίστευτες ταχύτητες, ζουν τις στιγμές με μαγεία, ίσως χωρίς σκέψεις και χωρίς φίλτρα. Ζουν αυτό που είναι εκείνη τη στιγμή και δρουν έτσι. Με απλότητα. Ακόμα τους λείπει γνώση και εμπειρία, όμως αυτό δεν τα καθιστά ανίκανα να νιώσουν, να καταλάβουν, να δώσουν, να υπάρχουν ως ολοκληρωμένοι άνθρωποι!
Τι είναι ποίηση;
Μουσική. Χορός. Ζωγραφική. Είναι το να δίνεις μορφή σε μία σελίδα, παίζοντας με τον χώρο, τα κενά, τα διαστήματα, τις λέξεις, τη στίξη. Η ποίηση δεν είναι απαραίτητα οι λέξεις της. Είναι και το πώς μπαίνουν χωροταξικά. Η αφαίρεσή τους. Η χρήση ή μη της στίξης. Πατάς στην αυστηρή δομή της γλώσσας, της γραμματικής και του συντακτικού και ορίζεις ξανά τι από αυτά θέλεις ή δεν θέλεις να χρησιμοποιήσεις και με τι τρόπο. Είναι κάτι πέρα από αυτό που λένε οι λέξεις. Είναι η απλότητα του λόγου που φέρνει πολυσημεία και πολλαπλά ταυτόχρονα νοήματα, χωρίς να καταργεί αυτό που θέλει να ειπωθεί, από αυτόν που τη γράφει.
Διαβάστε την Μαριάννα Κουμαριανού:
Blog: marianna koumarianou
Στήλη της Μαριάννας Κουμαριανού: Μια ιστορία θα σας πω
Published on December 19, 2018 03:17
Σωτηρία Ιωαννίδου - Καλώς ήρθες στον κόσμο μου
Καλώς ήρθες στον κόσμο μου… Το όνομά μου είναι Σωτηρία Ιωαννίδου.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΕΔΩ
Εδώ θα βρεις αποσπάσματα από τις παράξενες ιστορίες μου, που γεννήθηκαν μέσα από ταξίδια φαντασίας και αλλόκοτων σκέψεων…Ιστορίες φερμένες απ’ αλλού…
Published on December 19, 2018 02:17
November 16, 2018
Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου: «Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή / και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου»
Πηγή: ologramma.art, αφιέρωμα
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Νοέμβριος 16.2018
«…Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή
το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί
πως κάποτες υπήρξανε καιροί
που γι’ αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή
στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι…»
– Η μπαλάντα των φθισικών (που ζούνε στα Σανατόρια) –
Η ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου, μιλούσε γράφοντας για τον έρωτα και τον θάνατο, όχι με τρόπο φιλοσοφικό ή φιλοσοφημένο, μα με μία ωμή ρομαντικότητα σαν να συνομιλεί με έναν μοιραίο εραστή, που όσο κι αν του αντισταθεί, όσο κι αν τον πολεμήσει, στο τέλος θα ενδώσει στην κατασπάραξή της από εκείνον. Μόλις στα 27 της χρόνια, το 1935, πέθανε από φθίση (φυματίωση). Διαβάζοντάς την, απορροφήθηκα απ’ την σκοτεινή μελαγχολία και την βαθύτερη θλίψη σε πολλά από τα γραπτά της, τα οποία και γράφτηκαν με την σκιά του επικείμενου τέλους να την τυλίγει. Πρόλαβε να κυκλοφορήσει το 1932 την πρώτη και τελευταία ποιητική της συλλογή, «Νύχτες αγρύπνιας». Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Επίσης το 1934 έγραψε και δύο θεατρικά έργα: «Ντίνα Νέλλη» και «Την τελευταίαν στιγμήν». Το σύνολο του έργου της συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο με τον τίτλο «Έργα» από τον σύζυγό της Γ.Θ. Βαφόπουλο. Τον τόμο προλογίζει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
«…Πέτα λοιπόν τα σάρκινα δεσμά,
ψυχή, της χωματένιας ομορφιάς σου.
Άβυσσος χάσκει πίσω σου η ζωή
και λυτρωτής ο θάνατος μπροστά σου…»
– Απολύτρωση –
Πιθανότατα ελάχιστοι την γνωρίζουν στις μέρες μιας και πέραν του πρώιμου θανάτου της. Την Ανθούλα όπως και άλλους ποιητές της εποχής, την επισκίασε η ποίηση του Καρυωτάκη. Το παράδοξο όμως είναι πως όλοι έχουμε τραγουδήσει λόγια της. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, γυρεύοντας ποιοτικό στίχο για τα τραγούδια του, κάπου συνάντησε τους στίχους της ποιήτριας: «Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες / ακρογιαλιές και δειλινά, / κι αγάπες, ναύρω πιο μεγάλες, / σκλάβα σ’ αυτές παντοτεινά». Για να τους μετατρέψει ο χαρισματικός Τσιτσάνης στο πασίγνωστο ρεφραίν: «Μπορεί να τόχουν πλανέψει ακρογιαλιές δειλινά / και σκλαβωμένη κρατάνε για πάντα τη δόλια καρδιά». Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1948, με την φωνή της Στέλλας Χασκίλ, δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατο της Σταθοπούλου – Βαφοπούλου.
«…Α! τέτοια νύχτα πώς ποθώ
σαν τη δροσιά ν’ αναλυθώ
μες στη χαρά του απείρου,
κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό
σοφό ένα μόριο να γυρνώ,
χωρίς φτερά του ονείρου…»
– Κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό –
Γεννήθηκε το 1908 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και την Γαλλική Σχολή Καλογραιών. Εργάστηκε στη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και αργότερα στράφηκε στο θέατρο, φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Ωδείου της πόλης. Ο παθιασμένος της έρωτας για τον ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο, αποτυπώνεται στα ερωτικά ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Νύχτες αγρύπνιας» (1932). Η σχέση και εν συνεχεία ο γάμος των δύο ποιητών υπήρξε θυελλώδης και αποτέλεσε αντικείμενο σχολίων στις εφημερίδες και την τοπική κοινωνία. Αναφορές στην Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου, θα βρείτε στην «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3» Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. σε φιλολογική επιμέλεια του Κώστα Στεργιόπουλου. «Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία – Γραμματολογία», σ.607, «Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου», Σοκόλης, Αθήνα 1980.
«…Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι
με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,
δινόμαστε στα χάδια μας τρελοί
από το έκνομο πάθος νικημένοι.
Τραγικών εραστών την ιστορία
οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν.
Και ξέρουμε ποια θα ’ναι η τιμωρία
για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν…»
– Έκνομη ηδονή –
Αν και στην ποίησή της υπάρχει κι η πλευρά της εύθυμης και αυθόρμητης φύσης της με στιχάκια απλά, εφηβικά θα έλεγε κανείς – πράγμα λογικό μιας και ένα νέο κορίτσι ήταν όταν τα έγραψε – επέλεξα να αναδείξω κάποια από τα πολλά γραπτά της, που θεωρώ πως δίνουν το στίγμα της Ανθούλας και της ποιητικής προσωπικότητας στην οποία θα εξελισσόταν μέσα από την ωριμότητα, αν τόσο νέα δεν έφευγε από την ζωή. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας εν δυνάμει θηλυκός Καρυωτάκης, με την διαφορά πως ο μεγάλος ποιητής έγραφε φλερτάροντας και επιθυμώντας τον θάνατο, ενώ η Σταθοπούλου – Βαφοπούλου αποτύπωνε τα πικραμένα της συναισθήματα με το αναπόφευκτο του θανάτου να την κυνηγά, παρά την θέληση της. Μια εικόνα που γεννήθηκε εντός μου μέσα από την ανάγνωση των γραπτών της, είναι εκείνη ενός δρόμου πνιγμένου σε μία διαυγή ομίχλη. Μια γυναίκα ως την μέση του βυθισμένη, να μην ζητά βοήθεια καθώς μέσα βουλιάζει, μόνο να χαμογελά γλυκόπικρα και να απαγγέλει.
«…Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει,
κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή.
Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή,
που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει…»
– Στο τέρμα –
Πηγές:
«Μια σύμπτωση, Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου – Βασίλης Τσιτσάνης», 11/11/2004. Μάρκος Μέσκος – Εφημερίδα «ΑΥΓΗ»
translatum.gr
Published on November 16, 2018 13:27
November 8, 2018
Στατικό
Δίχως νου να το διαφεντεύει
και τώρα και μετά νεκρό
στέκεται άκαμπτο
περιμένει να ξεθαφτεί
Το τοπίο στατικό
βυθισμένo στην άμμο
Ένα χέρι περισσεύει
ματαιόδοξο να σωθεί
το κοιτώ
το πιάνω
με τραβώ
και είν' αργά
Το ξέρω
Published on November 08, 2018 14:56


