Ημερολόγιο προσευχής
«Δεν θέλω τέτοια συναισθήματα, ψεύτικα κ επιφανειακά σαν αυτά που εξάπτει η χορωδία της εκκλησίας. Σήμερα φάνηκα λαίμαργη – για σκωτσέζικα μπισκότα βρόμης κι ερωτικές σκέψεις. Δεν έχω τίποτε άλλο να πω.»
Έχω χάσει τον αναγνωστικό μου δρόμο αυτές τις ημέρες και το ένα βιβλίο με κάνει πάσα στο άλλο. Δεν θυμάμαι ποιο με πέταξε στην καλή καθολική Ο’ Κόνορ, αλλά με κάποια αίσθηση επείγοντος πήρα πριν 1-2 βδομάδες το ημερολόγιο προσευχής και το Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. Το δεύτερο φάνηκε πιο κοντά σε κάτι που θα διάβαζα, αλλά από τις πρώτες σελίδες ένιωθα έναν πυκνό, κρυπτικό λόγο να με πετάει έξω κι έτσι πήρα πρώτα στις προσευχές (καλά θα επιστρέψω, κανείς εμμονικός δεν χάνεται).
Πόσο χαίρομαι που ψήλωσα επαρκώς ώστε να μη μου κακοφανεί, με αφόρητο τρόπο, ένα προσωπικό προσευχητάρι της μικρής Ο’Κόννορ. Από τη μια, η Πλαθ μέσα μου, λέει, ο ουρανός είναι άδειος, από την άλλη η Ο’Κόννορ έκανε τη διαφορά με το να συναντήσω μια συγγραφέα που προσεύχεται να απέχει από τη λογοτεχνική μετριότητα. Τώρα εάν πω πως θα μας χρειαζόταν καμία τέτοια προσευχούλα θα ενοχληθείτε. Καλά, ας τα λέγατε ωραία κι ας λέγατε ό,τι θέλετε.
Οι λίγες σελίδες από το Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν έβγαλε κάτι πολύ ωμό κι άγριο από τον αμερικάνικο νότο, κάπως δυσνόητο και σίγουρα απαιτητικό, ενώ οι προσευχές είναι μάλλον βαθιά προσωπικές, με πολύ ενδιαφέρον σε σημεία, ενώ άλλου χαρακτηρίζονται από τη χριστιανικά πληκτική επανάληψη. Από τη μια θα ήθελα να της πάρω ένα φορτηγό από αυτά τα σκωτσέζικα μπισκότα βρόμης κι από την άλλη, ο λαβύρινθος του Θεού που μας πλάθει με σοφία, με αμαρτία, με επιμονή ελέγχου, κάπως με γονατίζει δίχως προσευχή.
Ενδιαφέρον είχε και το επίμετρο του Ζουμπουλάκη μιας και φαντάζομαι δεν ήμασταν λίγοι που δεν είχαμε πλαισιώσει τη Φλάνερι Ο’ Κόνορ.
Όσοι απορρίψουν τις προσευχές επειδή τις κρίνουν ως μη λογοτεχνικές, καταλήγουν να χάνουν φροϋδικούς όρους εντός ευφάνταστης χριστιανικής οντολογίας και τους λυπάμαι. Αυτά.