Παρθενικές
«Το πρώτο που σκέφτηκα ακούγοντας όνομα Μπαλζάκ ήταν πώς πως το όνομα αυτό ταίριαζε απόλυτα σε στραγγαλιστή παιδιών»
Δεν νομίζω πως οι ιστορίες τέτοιου τύπου φιλοδοξούν να αγγίξουν καινούριος λογοτεχνικούς ορίζοντες ή καν ψηλούς. Μάλλον στοχεύουν στο να θυμίσουν σε όσους ενδιαφέρονται να νοσταλγήσουν και ταυτόχρονα να διασώσουν το χαριτωμένο μπέρδεμα των παιδιών όταν η συνείδησή τους, τους επιτρέπει να αποκτήσουν ενδιαφέρον και περιέργεια για τον κόσμο των μεγάλων.
«Οι Παρθενικές» είναι οι παρθενικές αγωνίες της ανακάλυψης των πρώτων αισθήσεων, της ντροπής, της κοινωνικότητας, του τι απαγορεύεται και τι επιβάλλεται. Όλο το μυστήριο γύρω από γυμνά σώματα και τα μυστικά τους, το θράσος της αγένειας, το μεγαλείο της τρυφερότητας, το ζωηρό πάθος, τα μικρά μυστικά και όσα θυμόμαστε και μας ακολουθούν μέχρι σήμερα. Μάλλον είναι λίγο – πολύ άχρηστα για τους άλλους (όπως και τα όνειρά μας). Ενδιαφέροντα τα βρίσκουμε εμείς, οι άλλοι άμεσα εμπλεκόμενοι και φυσικά, οι ψυχαναλυτές μας (πάλι, όπως και τα όνειρά μας). Αυτοί ειδικά, οι τελευταίοι, θησαυρίζουν κάθε σαχλοσαχλαμάρα μας από τα παιδικά μας χρόνια ως τομή που μας σύστησε τι είναι τι και πώς μέχρι σήμερα το ορίζουμε έτσι.
Συμπάθησα τον Maurice Pons γιατί οι πρωταγωνιστές του ήταν και μικρά κορίτσια και αγόρια. Επίσης, παραπάνω συμπάθεια του δίνω εξαιτίας των τρόπων του· κράτησε μια ευχάριστη ισορροπία στις λογοτεχνικότητες των ενηλίκων και στις παιδικές διατυπώσεις, φέρνοντας τις περιγραφές του και στο ενδιαφέρον των υπολοίπων.