Μόνο η νύχτα
«Τι κάνεις με τα χέρια σου; Πρέπει να κάνεις ωραία πράγματα· ζωγραφίζεις πίνακες; Παίζεις μουσική; Τι κάνεις με τα χέρια σου Άρθουρ;»
«Τίποτα. Είμαι ένα παράσιτο»
«Είμαι σίγουρη ότι το κάνεις ωραία»
Ο εικοσιπεντάχρονος Άρθουρ Μάξλεϊ δεν ανήκει πουθενά, ούτε σε σπουδές, ούτε σε δουλειά, ούτε στο σπίτι. Στοιχειωμένος από ένα παιδικό τραύμα, ανήκει μόνο στη νύχτα. Μου θύμισε τον Patrick Melrose.
Ο τότε νεαρός Williams, γράφει το πρωτόλειό του για έναν άλλον νέο, όπου κι αυτός πέφτει θύμα εξωτερικών δυνάμεων. Σχετικά με αυτές τις εξωτερικές δυνάμεις του συγγραφέα βρήκα περισσότερες πληροφορίες στο επίμετρο της NYRB Classics που με οδήγησε στη συνέντευξη της χήρας του Williams, τη Nancy Gardner (https://www.theparisreview.org/blog/2…). Η Nancy αποκαλύπτει πως το Μόνο τη νύχτα το έγραψε ο Williams κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις είκοσι δυο χρονών, όταν νοσηλεύτηκε ως τραυματίας. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948 αλλά δεν πήρε καμία προσοχή (αναμενόμενο). Ο Williams πήγε να υπηρετήσει στην Μπούρμα προκειμένου να σπουδάσει και ενώ ανάρρωνε ολομόναχος σε μια σκηνή (εκτός από τη παρέα μιας μαγκούστας) από το αεροπορικό δυστύχημα, κατέφυγε στο πιστό χαρτί. ‘Όπως φαίνεται, το ότι ήταν ένας από τους τρεις επιζώντες της συντριβής – οι άλλοι πέντε άνδρες πέθαναν – τον σημάδεψε για πάντα.
Το Μόνο τη νύχτα έχει ιστορική αξία για τους θαυμαστές του Williams και κοιτώντας πίσω από την κουρτίνα προκύπτει η ανακάλυψη πως πριν βρει την τελική φωνή του (μιας και απομακρύνθηκε από το συγκεκριμένο έργο), ήταν πολύ φιλόδοξος· φόρτωνε τις προτάσεις τους και αργούσε να φτάσει εκεί που σκόπευε. Εάν κάποιος θέλει να συνδέσει τους χαρακτήρες των υπόλοιπων έργων με τον ίδιο τον συγγραφέα τους, θα έχει ως σημείο εκκίνησης την κατάθλιψη και το ποτό.
Εντός του έργου, ο Άρθουρ ακουμπάει το Πραγματικό μόνο σε δύο περιπτώσεις, που είναι και τα ύψη του βιβλίου: μιλώντας με τον πατέρα του και γνωρίζοντας μια άγνωστη σε ένα μπαρ. Ο πατέρας είναι πολύπλευρος και τραυματισμένος ενώ για τη γυναίκα δεν φαίνεται να σχηματίστηκε κανένας χαρακτήρας πέρα από το ερωτικό κόκκινο φόρεμά της (καμία έκπληξη εδώ). Στο υπόλοιπο έργο επικρατεί μια ζαλισμένη ομίχλη, ο Άρθουρ ακροβατεί παράλληλα με τη συνείδησή του, η ατμόσφαιρά μοιάζει με φάντασμα, ο Άρθουρ βυθίζεται στις ονειρικές αισθήσεις του, οι οποίες είναι ηδονικές ή πυρετώδεις τραυματικές ως αναμνήσεις και αναβίωση του τραύματος. Όλα αυτά υπό το φως του φεγγαριού και την ευωδιά της νύχτας.
Η ευχάριστη έκπληξη για όσους από εμάς αγαπάμε τον Williams ήταν η φράση: «Έδωσα οδηγίες στον Μάστερς να ..». Η σκέψη πως ο Μάστερς υπήρχε από πάντα θα με κρατάει ζεστή τις κρύες νύχτες.